Για να κατανοήσουμε τη σύνθεση της παλαιάς ενδυμασίας της Σαμαρίνας, πρέπει αρχικά να ταξινομήσουμε χρονικά τα κομμάτια που συνθέτουν την τελευταία φάση της ενδυμασίας. Επίσης θα πρέπει να ταξινομήσουμε το φωτογραφικό υλικό, όπως και τις μαρτυρίες ηλικιωμένων. Στην συνέχεια πρέπει να λάβουμε υπόψη μας την μορφολογία, γενικότερα, της βλάχικης φορεσιάς με βάση την κτηνοτροφική καταγωγή, την κοινή αφετηρία για όλες της βλάχικες πληθυσμιακές ομάδες.
Αρχικά, διαπιστώνουμε ότι η ενδυμασία ήταν μία, κοινή για όλες τις ομάδες. Εξελικτικά, διαφοροποιήθηκε με βάση την γεωγραφική τοποθέτησή της, την κοινωνική και οικονομική άνθηση αλλά και την αλλαγή των συνόρων, αφήνοντας από την άλλη πλευρά εγκλωβισμένες βλάχικες ομάδες που εξελίσοναι διαφορετικά.
Όπως και να έχει, η ενδυμασία της Σαμαρίνας διατήρησε αρκετά κομμάτια από την παλαιά μορφή της. Με βάση αυτά, αλλά και από το γεγονός ότι το γυναικείο τσιπούνι ελάχιστα διαφέρει από το ανδρικό, ενισχύεται ακόμη περισσότερο η άποψη ότι παλαιότερα η μία ενδυμασία επηρεάστηκε από την άλλη εξαιτίας της κοινής πρώτης ύλης κατασκευής τους αλλά και την κλειστή κοινωνία του τσελιγκάτου.
Παλιότερα, η ενδυμασία είχε σαν βάση το υφαντό βαμβακερό πουκάμισο με φαρδιά μανίκια. Δυστυχώς δεν γνωρίζουμε αν οι γυναίκες κεντούσαν τον ποδόγυρο την τραχηλιά και τα μανίκια. Γνωρίζουμε όμως από πουκάμισα που σώζονται από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα, ότι οι γυναίκες συνήθιζαν να πλέκουν μια διακριτική διακοσμητική δαντέλα με το βελονάκι περιμετρικά του λαιμού και στο τελείωμα από τα μανίκια.
Το επόμενο ρούχο ήταν το τσιπούνι ή ντουλουμάς που φοριόταν πάνω από το πουκάμισο. Ο ντουλουμάς ήταν το βασικότερο και σημαντικότερο κομμάτι της φορεσιάς. Απλοί για τις καθημερινές αλλά με πλούσια λαγκιόλια, οι επίσημοι ντουλουμάδες ήταν πλούσια κεντημένοι με γαϊτάνια τερζήδικης τεχνικής και διακοσμημένοι με σειρά από οβάλ ασημένιων κουμπιών, τα «νάστουρι».
Τα επόμενα κομμάτια που συνθέτουν την σαμαρινιώτικη γυναικεία ενδυμασία ήταν δύο και ανήκουν στους εξωτερικούς επενδύτες. Το πρώτο ήταν ένα κοντό γιλέκο, που ουσιαστικά συμπλήρωνε το ντουλουμά και το ονόμαζαν «σαρικούσια». Η σαρικούσια είχε διάφορα διακοσμητικά μοτίβα: άλλοτε πλούσια διακοσμημένη και άλλοτε όχι, σύμφωνα πάντα με την προτίμηση αλλά και την οικονομική δυνατότητα της κάθε γυναίκας. Τη σαρικούσια τη βρίσκουμε σε όλες της βλάχικες ενδυμασίες κάτω από διαφορετικά ονόματα όπως γιλέκι ή πισλί για της Αρβανιτόβλαχες ή σκουρτάκα για τις Γραμμοστιάνες. Παλαιότερα φοριόταν από τις γυναίκες σαν νυφικό και μετά σαν γιορτινό ένδυμα, αλλά αργότερα πέρασε σαν παλιότερης κοπής και μόδας ρούχο και φοριόταν μόνο από τις παντρεμένες γυναίκες. Αξίζει να σημειωθεί ότι η σαρικούσια υιοθετήθηκε απαράλλαχτη και από τους πληθυσμούς των Χασίων, νότια των Γρεβενών, ίσως από τις συχνές συναλλαγές με τους βλάχους της Σαμαρίνας και των γύρω χωριών.
Το δεύτερο κομμάτι της σαμαρινιώτικης φορεσιάς είναι το σιγκούνι ή σάρικα. Η σάρικα φοριόταν πάντα πάνω από τον ντουλουμά. Διακοσμημένη από την πίσω όψη με χρυσά γαϊτάνια και πολύχρωμες φούντες, ήταν ένα εντυπωσιακό ρούχο που φοριόταν από τις παντρεμένες και τις ηλικιωμένες.
Στη μέση, τις καθημερινές, φορούσαν υφαντό ζωνάρι και αργότερα αγοραστό υφασμάτινο. Πάνω από το ντουλουμά και κάτω από τη σάρικα φορούσαν πάντα ποδιά. Παλαιότερα, η καθημερινή ποδιά ήταν μάλλινη ενώ η επίσημη τσόχινη, τερζήδικης τέχνης. Στο λαιμό, κάτω από το ντουλουμά, φορούσαν τραχηλιά, την «παρτίτσα», κομμάτι λεπτού υφαντού υφάσματος με πιέτες, για να καλύπτουν το στήθος.
Στα πόδια φορούσαν λευκές μάλλινες κάλτσες με ανθικό κέντημα στην μύτη και στην φτέρνα. Τις καθημερινές φορούσαν τσαρούχια με φούντες, ενώ τις επίσημες ημέρες φορούσαν κουντούρια, στρογγυλεμένα μπροστά, κόκκινου χρώματος, που έκλειναν στα πλάγια με δερμάτινο λουράκι. Μάλιστα, συνήθιζαν να τα φορούν πατημένα ώστε να φαίνεται η κεντημένη φτέρνα της κάλτσας.
Τέλος, τις καθημερινές, στο κεφάλι φορούσαν στριμμένο μαντίλι. Τις επίσημες ημέρες οι νέες και οι φρεσκοπαντρεμένες φορούσαν φέσι στολισμένο με παράδες και ασημένιο τεπέ.
Δαδαλιάρης Ιωάννης
Ιστορικός Τέχνης