Πολιτισμοί και κοινωνίες της νότιας Πίνδου

 Αυδίκος Ευάγγελος Γ. Πολιτισμοί και κοινωνίες της νότιας ΠίνδουΓεννήθηκα στα κράσπεδα μιας πόλης (Πρέβεζα), όπου και μεγάλωσα με τις αφηγήσεις για τη ζωή στα βουνά. Στη διατριβή μου μελέτησα τη γενέτειρα πόλη, την Πρέβεζα. Παρά το γεγονός όμως ότι γνώρισα τους ορεινούς πολιτισμούς με καθυστέρηση, ήταν –και είναι– εδραία η πεποίθησή μου πως είναι αδύνατον για κάποιον –οποιονδήποτε, αλλά προπάντων τον ερευνητή– να κατανοήσει το νεοελληνικό πολιτισμό χωρίς να στρέψει την προσοχή του, έστω και ως αναγνώστης, στα βουνά που κράτησαν όρθια την Ελλάδα σε καιρούς χαλεπούς, αλλά και όπου αναπτύχθηκαν πολιτισμοί περίοπτοι. Είναι ο πλούτος αυτών των ανθρώπων, ο αποκτημένος στη Διασπορά, που τους επέτρεψε να κοσμήσουν τις πόλεις του νεοελληνικού κράτους με επιβλητικά κτίρια, πανεπιστημιακά ιδρύματα, στά δια, με πολλά και διάφορα. Περπατώντας στην παραλία της Πρέβεζας συναντούσα πάντα το τότε καφενείο Ολύμπια, που ήταν το σπίτι του επιφανούς Συρρακιώτη εμπόρου Μπαλτατζή. Φρόντισε να αφήσει το σπίτι του στο Συρράκο για να υποστηρίξει με τα εισοδήματα των ενοικίων τα άπορα κορίτσια στο γάμο τους. Κάτι αντίστοιχο έπραξε κι ο Χρήστος Δήμας στην Τζούρτζια (Αγία Παρασκευή). Δημιούργησε Αδελφότητα η οποία κράτησε όρθιους πολλούς από τους συμπατριώτες του, που προγραμμάτιζαν την κάθοδο στα χειμαδιά ή τη γαμήλια στρατηγική τους με μεγαλύτερη ευκολία χάρη στην αλληλεγγύη και τα δάνεια της Αδελφότητας.
Η ενασχόληση με τον αστικό χώρο, στον οποίο επικεντρώθηκα στο επιστημονικό μου ξεκίνημα, με διευκόλυνε να αντιληφθώ ότι η ερμηνεία των διαδικασιών και των παραγόντων που διαμόρφωσαν το χώρο και τις πολιτισμικές συμπεριφορές στην ελληνική πόλη δεν είναι αυθύπαρκτη. Τα ίχνη οδηγούν στον ορεινό χώρο. Πολλά κτίρια της Πρέβεζας αλλά και επιφανείς παράγοντες της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής είχαν την αναφορά τους σε πληθυσμιακές ομάδες ή οικογένειες που μετακινήθηκαν από τα ορεινά της Ηπείρου.

Το Μοναστήρι

Bitola PanoramaΗ περιέργεια να δεις πίσω από την κουρτίνα. Ιδίως όταν η κουρτίνα αφήνει χάσματα από όπου περνούν μνήμες, ακούσματα, ονόματα οικεία, δικά σου. Και ακόμη περισσότερο όταν το δίχτυ της ζωής σε δένει με την άλλη πλευρά. Να δεις, να ακούσεις, να σκεφθείς έξω από τα στερεότυπα της μαζικής εκδρομής - επιδρομής. Μοναχική πορεία σε τόπους έρημους και πολυσύχναστους για να ακούσεις το ψιθύρισμα του Ελληνικού· και να γευθείς το κοινό του τόπου και των ανθρώπων που βρίσκεται χωμένο άλλοτε βαθιά και άλλοτε μόλις κάτω από την επιφάνεια. Βόλτα στις γειτονιές από την άλλη πλευρά των συνόρων μας. Στο κομμάτι της γης που άλλοι το λένε Νοτιοανατολική Ευρώπη και άλλοι Βαλκάνια.
Από την Οχρίδα στο Μοναστήρι, 70 χλμ., ο άνετος δρόμος ακολουθεί πιστά την Εγνατία οδό. Εμείς όμως κάναμε κύκλο για να περάσουμε το βουνό Γκαλίσιτσα και να συναντήσουμε τον διεθνή δρόμο στο Ρέζεν. Προχωρήσαμε λοιπόν νότια στις όχθες της λίμνης ως το χωριό Τραπέϊτσε (Τραπεζίτσα). Ανεβήκαμε τη στενή άσφαλτο μέσα από τις οξυές και τις βαλανιδιές στις απότομες πλαγιές του βουνού.

Πεσόντες υπέρ πατρίδος στη λήθη από απάτριδες

Πεσόντες υπέρ Πατρίδος στη λήθη από απάτριδες, Τηλέμαχος ΛαχανάςΕίναι ο τίτλος του νέου ιστορικού μου βιβλίου που κυκλοφόρησε πρόσφατα. Μέσα από συγγράμματα ιστοριοδιφών της περιόδου του 1821, επίσης από τα αρχεία της Παλιγγενεσίας και κατοπινών συγγραφέων, κατόρθωσα να συλλέξω πληροφορίες για να συνθέσω και να βγάλω από την αφάνεια τους πρώτους τέσσερις από τους πολυάριθμους «ήρωες» οι οποίοι, μαζί με μια ολόκληρη στρατιά Άνω Ηπειρωτών αγνώστων στοιχείων (όπως ονομάζονταν τότε), έδωσαν το παρών και έπεσαν μαχόμενοι ηρωικά πολύ μακριά από την γενέτειρα τους.
Ήρωες που ενίσχυσαν τον αγώνα με τις περιουσίες τους και πότισαν με το αίμα τους τα πεδία μαχών σε κάθε γωνιά της επαναστατημένης Ελλάδας, με την ελπίδα ότι ο πρώτος ανεξάρτητος πυρήνας θα άπλωνε τον βραχίονα μέχρι και την δική τους ιδιαίτερη πατρίδα.
Άγνωστος ο αριθμός των δικών μας αγωνιστών του 1821! Μάλλον πάρα πολλές χιλιάδες! Άγνωστο και αν οι πεσόντες ενταφιάστηκαν, ή αν τα οστά τους κάπου ανεμοδέρνονται! Στην γενέτειρα δεν επέστρεψαν, οι καμπάνες δεν χτύπησαν λυπηρά, δεν τους έκλαψαν οι μανάδες, οι αδερφές και οι συγγενείς τους, ούτε οι περιοχές στις οποίες  γεννήθηκαν!
Ε, λοιπόν ιερό μας καθήκον να επιστρέψουμε στη γενέτειρα έστω την μνήμη τους, την ιστορία τους που δεν γράφτηκε, που δεν μας διδάχτηκε, που απάτριδες την πέρασαν στην λήθη. Χρέος μας να υποκλιθούμε στην μνήμη τους και να διεκδικήσουμε επίσημα την αναγνώριση του αγώνα και των θυσιών τους.

Ντουλμπέρα

Ντουλμπέρα, της Χριστίνας ΡούσσουΝέβεσκα, Αύγουστος 1937
Η ηλικιωμένη γυναίκα σήκωσε το κεφάλι απ’ το τετράδιο. Άφησε το βλέμμα της να πλανηθεί, σ’ όλα είχε πέσει πάνω το ροδοχρυσαφί της δύσης, στα πέτρινα σπίτια με τις πανομοιότυπες στέγες από χοντρή λαμαρίνα, στα καλντερίμια, μέχρι κάτω χαμηλά στην πλατεία. Παιχνίδιζαν τα χρώματα με τις φυλλωσιές των δέντρων και το ελαφρύ αεράκι έκανε χώρο ανάμεσα, να φανεί η εκκλησιά του Αϊ-Νικόλα. Οι λόφοι γύρω, λειτουργώντας σαν χωνί, έφερναν στ’ αυτιά της αχνά φωνές παιδιών που έπαιζαν σε κάποια γειτονιά πιο κάτω.
Χαμογέλασε. Πότε ήταν κι αυτή παιδί! Σαν χθες…
Ο δρόσος που ακουμπούσε στα καταπράσινα δέντρα ξεσήκωνε τ’ αρώματά τους. Μπερδεύονταν οι μυρωδιές, μοσχοβολούσε ο τόπος.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και την άφησε να βγει αργά. Ηρεμία απλώθηκε στην ψυχή.
Ο αγαπημένος Πέτρος φάνηκε στα μάτια της. Δεν χρειαζόταν να τα κλείνει για να τον βλέπει. Την προηγούμενη νύχτα ήρθε στο όνειρο. Όμορφος και ευθυτενής, χαμογέλασε και της έτεινε το χέρι. Χαρούμενη τ’ ακούμπησε, κι αυτός με ορμή την έσφιξε στην αγκαλιά. Ανάσανε τη μυρωδιά του και αγαλλίασε. Βυθίστηκε στις αναμνήσεις. Πόση ώρα πέρασε έτσι ούτε και αυτή ήξερε. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει για τα καλά, όταν αισθάνθηκε την ψύχρα. Τύλιξε το χοντρό μάλλινο σάλι καλύτερα στους ώμους.

Αναζήτηση