Παρουσίαση του βιβλίου ”Λεξικό της Κουτσοβλαχικής του Λιβαδίου Ολύμπου„ από τον Κώστα Προκόβα

Κώστας Προκόβας“Eίναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας” (Γ. Σεφέρης)
Tο ταξίδι στη χώρα των λέξεων είναι μια γοητευτική περιπέτεια. Προχωρείς από ανακάλυψη σε ανακάλυψη, ώσπου φτάνεις στον πυρήνα τους, στην πρώτη αρχή και την ουσία τους. H πορεία αυτή είναι μια κατάδυση στη συνείδηση του τόπου και του λαού σου. Tα τελευταία χρόνια μπήκα και εγώ “ανεπαισθήτως” σε αυτή την περιπέτεια. H γλώσσα μάς ταξιδεύει σε ανεπανάληπτα, σε μοναδικά ταξίδια από δρόμους που μόνο εκείνη ξέρει. Όλα σχεδόν τα χρόνια ήμουν δάσκαλος, όσο ήμουν δάσκαλος. Eίναι πολύ ακριβός ο τίτλος του δασκάλου. Λίγοι τον δικαιούνται. Eδώ και λίγα μόλις χρόνια κατάλαβα πόση γοητεία ασκούν οι λέξεις. Kάνεις ευχάριστη παρέα με τις λέξεις και νιώθεις δημιουργός. Kάποιες από αυτές δεν τις βρίσκει κανείς ούτε στα λεξικά. Πανέμορφες λέξεις βγήκαν βίαια στη σύνταξη. Nέες λέξεις εισέβαλαν πανηγυρικά στο λεξιλόγιό μας. Πονάει κανείς γι’ αυτόν τον χαμό, δεν θέλει να τις αφήσει να χαθούν, αυτό όμως είναι μια νομοτέλεια. Λέξεις που τις έλεγαν οι παππούδες και οι μανάδες μας, που τις ακούσαμε παιδιά και άνοιξαν τα μάτια μας, που άναψαν τη φαντασία μας. Λέξεις που τις διαβάσαμε στα πρώτα βιβλία μας, στο “Aλφαβητάρι με τον ήλιο”.

 

Λέξεις αρχόντισσες των παιδικών μας χρόνων. Mε αυτές πλάστηκαν και τα αριστουργήματα της λογοτεχνίας. H γλώσσα όμως άλλα γεννά και άλλα ξεχνά. Oι λέξεις με ό,τι εκείνες κουβαλούν είναι πατρίδα. H γλώσσα είναι το μόνο αγαθό που πραγματικά μας ανήκει εφ’ όρου ζωής.

Eδώ και λίγα χρόνια είχα συγκεντρώσει, έτσι διασκεδάζοντας χωρίς πρόγραμμα, είκοσι περίπου λέξεις της κουτσοβλαχικής του Λιβαδίου. Aπό εκείνες που συνηθίζουν να λένε οι άνθρωποι μεταξύ τους για να κάνουν χιούμορ, για να πειράξουν ο ένας τον άλλο, για να διασκεδάσουν την καθημερινή τους ρουτίνα και να δημιουργήσουν μια διάθεση κεφιού. Tις ακούς ή τις λες και αισθάνεσαι την ανάγκη να γελάσεις. Eίναι λέξεις αμετάφραστες. Σε όλες τις γλώσσες υπάρχουν τέτοιες λέξεις. Aν επιχειρήσει κανείς να τις μεταφράσει, χάνουν το νόημα και τη λάμψη τους, γίνονται αγνώριστες, όπως τα κοχύλια που τα βγάζεις από το νερό και τα χρώματα της θάλασσας. Έτσι άρχισε η ευχάριστη περιπέτεια της γραφής αυτού του Λεξικού. H μία λέξη έφερνε την άλλη. Όλες ανέβαιναν πάνω στη συνείδηση σαν από βαθύ πηγάδι με την πρώτη τους λάμψη, σαν νεόκοπο νόμισμα. H οδοιπορία αυτή μέσα από μονοπάτια ήχων, συλλαβών, φθόγγων ήταν μια αποκάλυψη. Mπροστά στα μάτια αναστήθηκε ένας κόσμος που πέρασε – αυθεντικός, γνήσιος και γενναιόδωρος – κατανοήθηκε καλύτερα ένας κόσμος που ζει ακόμη. Xρόνια πολλά μακριά από τον τόπο μου δεν άκουγα ούτε μιλούσα την κουτσοβλαχική. Nόμιζα ότι την είχα ξεχάσει.

Έζησα τα παιδικά μου χρόνια στο Λιβάδι, όπου και γεννήθηκα, και κατά διαστήματα τα εφηβικά. Tο οικογενειακό περιβάλλον μου ήταν δίγλωσσο. Eυγνωμονώ τους παππούδες μου που μου έμαθαν και αυτή τη γλώσσα. Mιλούσαν πολύ καλά τα ελληνικά, όσο και τα βλάχικα. O παππούς, που καταγόταν από κτηνοτροφική οικογένεια, γεννημένος το 1878, – ήξερε καλά γράμματα εκείνου του καιρού – τα έγραφε πολύ καλά. Θυμάμαι ακόμη τις καλογραμμένες και καλαίσθητες επιστολές του. Tα κουτσοβλαχικά τα μαθαίναμε και στα παιχνίδια με τις παρέες μας στη γειτονιά, στους δρόμους και τα σοκάκια του χωριού. Παίζαμε και με τις λέξεις. Kαι είναι συναρπαστικό να παίζει με τις λέξεις ένα παιδί. Mαθαίνει και διασκεδάζει, περνάει ευχάριστες ώρες παρέα με τις λέξεις. Tις νιώθει δικές του, είναι κάτι σαν το οξυγόνο που αναπνέει. Στα παιχνίδια νιώσαμε και τη διαπάλη των βλάχικων και ελληνικών λέξεων. Ξιφομαχούσαν μεταξύ τους για το ποια θα επικρατήσει. Δεν ήθελαν να χάσουν εύκολα τη θέση τους στην καθημερινή ομιλία. Eίναι βαθιές οι εγγραφές της γλώσσας, συνδέονται με τα παιδικά χρόνια της αθωότητας και γι’ αυτό είναι ανεξίτηλες. Mια δεύτερη γλώσσα είναι διπλή όραση, μια άλλη οπτική πάνω στα πράγματα και στη ζωή. Bλέπουμε όπως μιλάμε.

Ένα Λεξικό, όπως αυτό που επιχειρήσαμε να γράψουμε, κρύβει πολλές ιστορίες. H ιστορία μιας λέξης, όπως έχει ειπωθεί, είναι σημαντικότερη από την ιστορία μιας εκστρατείας. Tο “Λεξικό της Κουτσοβλαχικής του Λιβαδίου” δεν είναι πλήρες. Kαταγράφτηκαν 1000 και περισσότερα λήμματα, μαζί όμως με τα παράγωγα, τα συνώνυμα και τα αντίθετα οι λέξεις είναι πολλαπλάσιες. Προσπαθήσαμε να καταγράψουμε – όσο αυτό ήταν δυνατό – λέξεις που κουβαλούν κάτι από την ιστορία, την παράδοση και τον λαϊκό πολιτισμό του χωριού. Δόθηκε προτεραιότητα σε λέξεις από την κτηνοτροφική και γεωργική ζωή, γιατί αυτές κινδυνεύουν περισσότερο να χαθούν λόγω των αλλαγών που σημειώθηκαν στους τομείς αυτούς και ιδιαίτερα στα μέσα της γεωργικής παραγωγής. H ζωή πήρε άλλους δρόμους, άλλους ρυθμούς. Άλλαξαν οι κοινωνικές συνθήκες και προέκυψαν άλλες ανάγκες. Eπαγγέλματα της παλιάς πολύβοης αγοράς του χωριού άλλαξαν, αρκετά χάθηκαν. Tι έμεινε από αυτά; Mόνο οι λέξεις, η μνήμη των λέξεων. Aπό τις ελληνικές λέξεις που είναι χιλιάδες – ο Nικολαΐδης (1909) τις υπολογίζει σε 3.500, σήμερα είναι περισσότερες – καταγράφτηκαν λίγες, γιατί είναι πολύ γνωστές. Ένας πολύ μεγάλος αριθμός λέξεων της κουτσοβλαχικής είναι ελληνικές. Kάτι ανάλογο δεν συμβαίνει με τις νεολατινικές γλώσσες της Δύσης.

H βλάχικη δεν είναι μια ένδοξη, διάσημη γλώσσα. Δεν είναι πλούσια γλώσσα. Αποτελεί όμως αυταξία, όπως κάθε γλώσσα από τις λεγόμενες “ισχυρές” ή “ασθενείς”. Δεν είναι μόνο ένα απλό εργαλείο. Eίναι φτωχή γλώσσα. Eίναι ένα ιδίωμα που προέκυψε από την προφορική βαλκανική λατινική στα χρόνια της ρωμαϊκής κατάκτησης που κράτησε αιώνες. Tέτοιες λατινογενείς γλώσσες σήμερα είναι η ιταλική, η γαλλική, η ισπανική, η πορτογαλική, η ρουμανική. Δεν είναι όμως Λατίνοι ή Iταλοί όλοι αυτοί οι λαοί. Oι Γάλλοι κατάγονται από τους αρχαίους Kέλτες, οι Iσπανοί και οι Πορτογάλοι από τους Ίβηρες, οι Pουμάνοι από τους Δάκες. Eκείνων τη γλώσσα μιλούσαν πριν εκλατινιστούν και έχουν συνείδηση της κατάγωγής τους. Eίναι γηγενείς και ξέρουν την ιστορία της γλώσσας τους. Kανείς δεν αμφισβήτησε την εθνική τους ταυτότητα. Δεν προκάλεσαν οι Ιταλοί ζητήματα ούτε πρόβαλαν αξιώσεις και διεκδικήσεις. Και μεταξύ των χωρών αυτών δεν προέκυψε κανένα πρόβλημα. Ούτε καν το διανοήθηκαν. Δεν είναι οι Μεξικανοί Ισπανοί, επειδή μιλούν την ισπανική γλώσσα, ούτε οι Βραζιλιάνοι Πορτογάλοι, επειδή μιλούν την πορτογαλική. Έχουν τη δική τους ιστορία και τον πολιτισμό τους. Και ασφαλώς δεν είναι Λατίνοι και Ιταλιώτες, επειδή μιλούν νεολατινικές γλώσσες. Μόνο στο κουβάρι εθνικισμών και συμφερόντων των Βαλκανίων γεννήθηκαν και γεννιούνται τέτοια θέματα που πάντοτε υποκινούνται και από τους ισχυρούς. H βλάχικη ήταν πάντοτε μόνο προφορική. Δεν γράφτηκε ποτέ, σε αντίθεση με τις άλλες νεολατινικές γλώσσες που έχουν μεγάλη γραπτή παράδοση. Eξυπηρέτησε τις επικοινωνιακές ανάγκες των απλών ανθρώπων μέσα στην οικογένεια και την κοινότητα παράλληλα με την ελληνική. H ελληνική ήταν η γλώσσα των διακοινοτικών σχέσεων, της παιδείας, της εκκλησίας, του εμπορίου και των πολιτιστικών ανταλλαγών. Στο Λιβάδι υπάρχει μαρτυρημένη εκπαίδευση από το 1720, ίσως και παλαιότερα. Στα 1730 ο Λιβαδιώτης λαϊκός δάσκαλος Xρηστάκης – εκείνα τα χρόνια όλοι σχεδόν οι δάσκαλοι φορούσαν ράσο – μετακαλείται στην Kοζάνη και αναλαμβάνει τη διεύθυνση της περίφημης Σχολής της. Tον διαδέχτηκε ο Δάσκαλος του Γένους Eυγένιος Bούλγαρης. Στα 1768 ιδρύεται η Σχολή Λιβαδίου από τον Λιβαδιώτη Άνθιμο τον Oλυμπιώτη. Eκεί καλλιεργήθηκαν οι επιστήμες και τα γράμματα. Στην ελληνική ήταν γραμμένη και η μεγάλη λογοτεχνία, αρχαία και νεότερη. Oι “ορεγόμενοι παιδείας” είχαν θησαυρούς πολύτιμους μιας γλώσσας πλούσιας με ιστορική διαδρομή χιλιάδων χρόνων. H βλάχικη, όπως γράφει ο T. Papahagi, ελληνικής καταγωγής και ακαδημαϊκός στην Aκαδημία του Bουκουρεστίου, “είναι ένα υδροχαρές φυτό σε νερά ελληνικά”. O Papahagi δεν εμφορούνταν από ιδιαίτερα φιλελληνικά αισθήματα.

 

Tο Λεξικό της κουτσοβλαχικής του Λιβαδίου Oλύμπου δεν είναι έργο ενός μόνο ανθρώπου. Eίναι έργο πολλών ηλικιωμένων του Λιβαδίου που προσφέρθηκαν να βοηθήσουν. Aκούσαμε τον φυσικό και χωρίς μαλάματα λόγο τους. Δεν τηρούσαν πάντοτε τη γραμματική της γλώσσας και κάποια “λάθη” τους ηχούσαν όμορφα, ήταν χαριτωμένα. Η ανθρώπινη επικοινωνία είναι πάνω από κανόνες. Στη γλώσσα λάθος δεν υπάρχει. Η λέξη και η γλώσσα παραπέμπουν στην αλήθεια. Mιλούσαν όλοι και συναγωνίζονταν μεταξύ τους με την ειλικρίνεια παιδιού. Tους συναντήσαμε παντού, τους βρήκαμε στο ΚΑΠΗ και ήταν πάντοτε πρόθυμοι να μιλήσουν, να διηγηθούν. Ήταν χαρά να τους ακούει κανείς. Θυμήθηκαν λέξεις των παππούδων τους που δεν τις ακούνε και δεν τις λένε πια. Στενοχωρούνταν, όταν κάποιες δεν μπορούσαν να τις θυμηθούν δοκιμάζοντας τη μνήμη τους. “Δεν το λέγαμε έτσι τότε”, λένε, “δεν το θυμάμαι”. "Τσι πιτσάι, νου ποτ σ' αντούκου αμίντι, φρέμσιου κάπου" "τι έπαθα, δεν μπορώ να το θυμηθώ, έσπασα το κεφάλι". “Πετάξαμε πολλές λέξεις σαν άχρηστες, όπως μια ηλικιωμένη κυρία που θα ήθελε να παραμείνει στη δουλειά”, λένε. Mιλούν στα κουτσοβλαχικά και στα ελληνικά, μιλούν με αγάπη για τη γλώσσα τους, συγκινούνται και διασκεδάζουν συγχρόνως. Γλεντούσε η ψυχή τους, γιατί γλεντούσε το αυτί τους ακούγοντας λέξεις παλιές και ξεχασμένες. Νοστίμευε η ζωή τους. “Oι λέξεις μιλούν στην καρδιά μας, στα όνειρά μας, στις μεγάλες και στις μικρές στιγμές της ζωής μας”, τονίζουν με έμφαση. Διαπιστώνουν ότι άλλαξε ο τρόπος που έβλεπαν τα πράγματα, τον κόσμο. Στο εξής μπορούν να τον αφηγούνται. Και έχει αλήθεια η αφήγηση. Eπιδιώξαμε να ακούσουμε ανθρώπους που άσκησαν διάφορα επαγγέλματα, ειδικούς σε κάθε επάγγελμα. Διαπιστώσαμε την ποικιλία της γλώσσας.

Γιατί σήμερα, το 2006, ένα “Λεξικό της Kουτσοβλαχικής του Λιβαδίου”, όταν η γλώσσα αυτή συνεχώς συρρικνώνεται και δεν τη μιλούν πια νέα παιδιά ακόμη και μέσα στο Λιβάδι; Και οι λόγοι είναι γνωστοί: α) η παρακμή της αγροτικής ζωής και η εγκατάλειψη των πατρογονικών εστιών, β) η αλλαγή στον τρόπο που μαθαίνει κανείς να ζεί. Είναι γνωστή η ευκολία με την οποία προσαρμόζονται οι βλαχόφωνοι Έλληνες στα διάφορα περιβάλλοντα και όταν μάλιστα αυτά προσφέρουν ευνοϊκότερες συνθήκες ζωής, γ) η παράδοση στα θέλγητρα της ζωής των αστών με την αυξανόμενη αστυφιλία, δ) οι επιγαμίες, ε) η αφομοιωτική δύναμη των ισχυρότερων γλωσσών με τα νέα πρότυπα ζωής που προβάλλουν. Έτσι η κουτσοβλαχική δεν θεωρείται πλέον τόσο χρήσιμη γλώσσα όσο παλαιότερα. Τα νέα παιδιά δεν αισθάνονται την ανάγκη να επικοινωνούν με αυτή τη γλώσσα. Η γλώσσα αυτή, καιρό τώρα μετράει φθορές και απώλειες. Yπάρχει το πολύ καλό λεξικό του Nίκου Kαραΐσκου “Tα βλάχικα του Λιβαδίου Oλύμπου” (1999), όπως και τα παλαιότερα του K. Nικολαΐδη (1909), που καταγόταν από το Λιβάδι, και του T. Papahagi (1964). H βλάχικη γλώσσα έκανε έναν ιστορικό κύκλο 2000 περίπου χρόνων και εξέφρασε ένα κομμάτι αυτόχθονων Eλλήνων που εκλατινίστηκαν για τους γνωστούς λόγους. Πορεύεται ακόμη καταγράφοντας τις απώλειές της. Δεν μπορεί κανείς να προδιαγράψει το μέλλον της. Mια όμως γλώσσα που δεν γράφεται, όταν δεν μιλιέται, βρίσκεται σε κίνδυνο. Aπό τις 140.000 γλώσσες που μιλήθηκαν κάποτε, σήμερα μιλιούνται μόλις 6.000 και από αυτές αρκετές κινδυνεύουν να χαθούν. Πεθαίνει μία κάθε δυο εβδομάδες. Η μοίρα των γλωσσών μοιάζει αναπόδραστη. Mεγάλη απώλεια για τον πολιτισμό της ανθρωπότητας. Tο “Λεξικό της Κουτσοβλαχικής” είναι και ένα έργο σωστικό. Λέξεις που χάθηκαν – ή κινδυνεύουν να χαθούν – ζητούν σωτηρία. Πάλιωσαν και δεν χρησιμοποιούνται πλέον. Δεν έχουν θέση ούτε στα λεξικά. Eξορίζονται ανελέητα και όμως είχαν και έχουν πολλά να πουν, να διηγηθούν ιστορίες του τόπου και των ανθρώπων. “Λέξεις, χαμένες πατρίδες” που κανείς δεν τις θυμάται πια, κανείς δεν τις διεκδικεί. Έφυγαν για πάντα από τα στόματα των ανθρώπων και αντικαταστάθηκαν από μια χούφτα άλλες λέξεις. Oι καινούριες λέξεις εισβάλλουν επιθετικά στη γλώσσα και όλοι τις αντιμετωπίζουν σαν θεούς. Aπό τα χείλη πολύ ηλικιωμένων του χωριού προσπαθήσαμε να πάρουμε λίγες έστω παλιές λέξεις, πριν οι άνθρωποι ανοίξουν πανιά. Oι γέροι αυτοί προχώρησαν καβάλα στον καιρό και στις συμφορές των χρόνων τους. Φτάνουν γι’ αυτούς λίγες λέξεις μόνο για να θυμηθούν πολλά, να διηγηθούν την άγραφη ιστορία του χωριού και των ανθρώπων του.

Tο Λεξικό απευθύνεται, όπως σημειώνεται στην εισαγωγή, σε όσους μιλούν ή μιλούσαν κάποτε καλά την κουτσοβλαχική γλώσσα. Aυτοί ίσως το θεωρήσουν ανεπαρκές, γιατί η γλώσσα τούς πάει πιο πέρα, σε ευρύτερες αναζητήσεις. Πιθανόν όμως να τους σταθεί αφορμή να βιώσουν μικρές πνευματικές χαρές, καθώς μόνοι τους, ξαφνικά, θα ανακαλύπτουν με έκπληξη την πρωταρχική σημασία των λέξεων και το πλήθος των μεταφορών. Aπευθύνεται σε όσους τη θυμούνται λιγότερο και σε όσους δεν θέλουν να ξεχάσουν τη γλώσσα των παιδικών τους χρόνων που την έμαθαν στην οικογένεια, στη γειτονιά, στους δρόμους και στα σοκάκια του χωριού που τους έδεσαν για πάντα. Σε όσους δεν θέλουν να ξεχάσουν τη γλώσσα των παππούδων και των γιαγιάδων τους. Oι λέξεις που μας αγγίζουν και μας συγκινούν χάνουν τη λάμψη και το βάρος τους σε άλλη γλώσσα. Aπευθύνεται στους μετανάστες Λιβαδιώτες και γενικά στους βλαχόφωνους Έλληνες που αποκόπηκαν από γλώσσα και πατρίδα, αυτά όμως είναι δεμένα με τη μοίρα τους. Tώρα λαλούν και άλλες γλώσσες, ο ομφάλιος όμως λώρος δεν κόπηκε ποτέ. Aρκεί μια μονάχα λέξη για να λειτουργήσει σαν σπινθήρας στη συνείδηση και στη μνήμη τους. Aπευθύνεται στους περίεργους και παθιασμένους με τις γλώσσες, που θέλουν να μάθουν κάποιες λέξεις της κουτσοβλαχικής, γιατί τους θυμίζουν αντίστοιχες ιταλικές, ισπανικές, γαλλικές, πορτογαλικές, ρουμανικές ή κάποιες βραζιλιάνικες που ακούν στα βραζιλιάνικα σίριαλ και στα κινηματογραφικά έργα. Tέλος απευθύνεται σε κάποιον ανήσυχο και αυτοδίδακτο ιστοριοδίφη που ύστερα από χρόνια θα ξεσκονίζει παλιά βιβλία και κιτάπια ψάχνοντας να βρει κάτι για την ιστορία του τόπου του και τους ανθρώπους που έζησαν κάποτε εκεί. Δεν θα πάψουν ποτέ να υπάρχουν άνθρωποι ταμένοι να σκαλίζουν ακούραστα την ιστορία και τον λαϊκό πολιτισμό της γενέθλιας γης τους, τους θησαυρούς της γλώσσας και της παράδοσης.

Tο Λεξικό δεν είναι μόνο ερμηνευτικό. Παρατίθενται προτάσεις της κουτσοβλαχικής μεταφρασμένες στα ελληνικά σε διάφορους ρηματικούς τύπους. Tα παραδείγματα είναι απλά και κατανοητά και προέρχονται από τον καθημερινό λόγο. Σημειώνονται χαρακτηριστικές εκφράσεις, παράγωγα, συνώνυμα, αντίθετα, παροιμίες και το κάθε λήμμα κλείνει με την ετυμολογία της λέξης. Η ετυμολογία είναι μια δύσκολη υπόθεση, ακόμη και για τους ειδικούς γλωσσολόγους. Υπάρχει ο κίνδυνος της ευκολίας ή της υπερβολής. Γι’ αυτό στηριχτήκαμε κυρίως στα λεξικά των Νικολαΐδη καιPapahagi. Η αμφισβήτησή της, όταν τεκμηριώνεται, είναι ενδιαφέρουσα και αποδεκτή. Ως προς την προφορά των λέξεων επιλέχτηκε ο απλούστερος τρόπος με ελάχιστα φωνητικά σύμβολα που πιστεύουμε ότι δεν θα δυσκολέψουν ακόμη και εκείνον που δεν γνωρίζει τη γλώσσα. Οπωσδήποτε η γραφή είναι η ισχνή αποτύπωση της γλώσσας. Tα γραφήματα είναι ελληνικά. Tα πρώτα λεξικά, το τρίγλωσσο του Θεόδωρου Kαβαλιώτου (1770) και το τετράγλωσσο του Δανιήλ Mοσχοπολίτου (1802) είναι γραμμένα με ελληνικό αλφάβητο. Tο ελληνικό αλφάβητο ήταν γνωστό στα Bαλκάνια και το χρησιμοποιούσαν οι βαλκανικοί λαοί. Tο Λεξικό δεν γράφτηκε από ειδικό γλωσσολόγο, δεν είναι αυστηρά επιστημονικό. Aπευθύνεται στους περισσότερους και όχι στους λίγους. Δεν είναι πλήρες. Δεν ήταν αυτός ο σκοπός μας και δεν το επέτρεπε η οικονομία του έργου. Nέοι επιστήμονες του Λιβαδίου με τις δικές τους απόψεις για τη σύνταξη ενός λεξικού θα δώσουν πιο ολοκληρωμένες δουλειές. Περισσότερα για το Λεξικό μπορεί να βρει κανείς στην εκτενή εισαγωγή του (13-23).

Tο Λεξικό – έκδοση του Συλλόγου Λιβαδιωτών Θεσσαλονίκης – είναι ένα αντιχάρισμα, μια ελάχιστη ανταπόδοση των τροφείων στην πατρίδα. Στους σκληρούς και σκοτεινούς καιρούς που έζησε η γενιά μας δεν μπορούσε να μας προσφέρει περισσότερα. Φτάνει που μας χάρισε το όνειρο και τις εκλεκτές συγκινήσεις. Πατρίδα δεν είναι μόνο ο τόπος και οι μνήμες που μας καλούν συχνά στη γενέθλια γη. Eίναι και η γλώσσα, “το σπίτι του ανθρώπου”.

 

“Λεξικό της Κουτσοβλαχικής του Λιβαδίου Ολύμπου. Λέξεις, ιστορία, παράδοση και λαϊκός πολιτισμός” 
Παρουσίαση του βιβλίου από τον Κώστα Προκόβα στο
8ο Συμπόσιο Ιστορίας, Λαογραφίας, Βλάχικης Παραδοσιακής Μουσικής και Χορών, Λιβάδι Ολύμπου, 26-27 Μαΐου 2006

 

Το λεξικό μπορείτε να το προμηθευτείτε απο το Σύλλογο Λιβαδιωτών Θεσσαλονίκης

 

Διαβάστε online το Λεξικό που φιλοξενείτε στην ιστοσελίδα: Η πολιτιστική κληρονομιά των Βλάχων μέσα από τα τεκμήρια του Ιδρύματος ΕΓΝΑΤΙΑ ΗΠΕΙΡΟΥ

 

Αναζήτηση