Η παρουσία των Βλαχοφώνων Ελλήνων στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη και ιδιαίτερα στην Ξάνθη

Γάμος στην ΠροσοτσάνηΘέλω καταρχήν να ευχαριστήσω τον καθηγητή κ. Νικόλαο Ξηροτύρη, Πρόεδρο του Συλλόγου Βλάχων Ν. Ξάνθης, για την τιμή να αναθέσει σε μένα να αναφερθώ στην παρουσία του Βλαχόφωνου Ελληνικού στοιχείου γενικά στον χώρο της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης και ιδιαίτερα στην Ξάνθη. Η αναφορά αυτή στηρίζεται αφενός μεν σε μία σχετική βιβλιογραφική έρευνα αφετέρου δε σ’ ένα προσωπικό αρχείο, που ανακάλυψα καταχωνιασμένο και ξεχασμένο σ’ ένα παλιό σεντούκι του σπιτιού μου, καθώς σε προφορικές μαρτυρίες αλλά και σε προσωπικές μνήμες και γεγονότα. Με πολλή συγκίνηση ασχολήθηκα μ’ αυτήν την μικρή έρευνα και αφιερώνω την σημερινή παρουσίαση στους πρωτοπόρους προγόνους μας, σαν ένα μικρό μνημόσυνο, έναν ελάχιστο φόρο τιμής σ’ αυτούς τους ταπεινούς και απλούς ανθρώπους, που, ξεριζωμένοι από την ιδιαίτερη πατρίδα τους, αναζήτησαν μια καλύτερη ζωή σ’ αυτές τις περιοχές.

 

 

Ας ξετυλίξουμε λοιπόν το κουβάρι και, σαν παραμύθι, ας κάνουμε μια συνοπτική ιστορική αναδρομή παρακολουθώντας την μεταναστευτική αυτή κίνηση, τα αίτιά της, τον τόπο καταγωγής των μετοίκων, τον χρόνο και τους χώρους επιλογής της εγκατάστασής τους.
Οι περισσότεροι Βλάχοι, που μετανάστευσαν πρώτοι σ’ αυτές τις περιοχές, κατάγονται από τα Βλαχόφωνα χωριά του Ανατολικού Ζαγορίου της Ηπείρου, κυρίως από την Λάιστα, το Παλαιοχώρι, το Βρυσοχώρι, το Ηλιοχώρι, την Βωβούσα.
Ακολουθούν οι κάτοικοι: α) των χωριών της Βόρειας Πίνδου, της Αβδέλας, της Σαμαρίνας, του Περιβολιού, της Σμίξης, της Φούρκας, β) των χωριών της Νότιας Πίνδου, του Ασπροποτάμου, (από τα χωριά) του Μαλακασίου, γ) από «την χώρα Μετσόβου», δ) από τα χωριά της βορειοδυτικής Μακεδονίας, Κλεισούρα, Βλάστη, Χρούπιστα, Κρούσοβο και ε) από τα χωριά του Γράμμου, της Κόνιτσας και της Μοσχόπολης.
Οι μέτοικοι έρχονται και εγκαθίστανται εδώ είτε οικειοθελώς είτε κυνηγημένοι, ανάλογα με τις επικρατούσες κατά καιρούς συνθήκες και τα ιστορικά γεγονότα που ελάμβαναν χώρα και επηρέαζαν τις περιοχές τους.

1. ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Στα τελευταία χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, με τους τιμαριούχους άρχοντες, υπήρχε γενική δυσαρέσκεια στην Ηπειρο. Ετσι όταν εμφανίστηκαν στον Ηπειρωτικό χώρο οι Οθωμανοί, το 1430, και συγκεκριμένα ο αντιπρόσωπος του Σουλτάνου Μουράτ του Δευτέρου, ο Καρά Σινάν πασάς, τον επισκέφθηκε πρεσβεία από το Κεντρικό Ζαγόρι και του παρέσχε τη δυνατότητα διέλευσης προς τα Ιωάννινα με αντάλλαγμα την αυτονομία τους, την αυτοδιοίκηση, την απαλλαγή από τους φόρους και την κατάργηση του τιμαριωτικού καθεστώτος. Ο Καρά Σινάν συναινεί με την εξής προϋπόθεση: να στέλνουν οι Ζαγορίσιοι ετησίως ορισμένο αριθμό ανδρών, για να περιποιούνται τα άλογα και να επισκευάζουν τις άμαξες του αυτοκρατορικού στρατού στην Κωνσταντινούπολη. Τα άτομα αυτά λέγονταν ΒΟΪΝΙΚΕΣ, από το βοϊνίκ που σημαίνει ιπποκόμος.
Στον θεσμό αυτόν εντάσσονται το 1479 και τα χωριά του Βλαχοζάγορου σύμφωνα δε με τον θεσμό αυτό, τα χωριά αυτά ήταν ενταγμένα σ’ ένα προνομιακό φορολογικό καθεστώς, που υπαγόταν στο Ταμείο της εκάστοτε μητέρας του σουλτάνου, της Βαλιντέ σουλτάνας. Τα προνόμια αυτά απολάμβαναν το Μέτσοβο, το Περιβόλι και τα άλλα χωριά της περιοχής.
Στις αρχές του 17ου αιώνα ο θεσμός αυτός, της αποστολής δηλαδή των Βοϊνίκων, ατονεί και καταργείται και αντικαθίσταται από τον θεσμό του «κεφαλικού φόρου», που καταβάλλουν οι Ζαγορίσιοι στους Οθωμανούς ενώ ουσιαστικά τα προνόμια παραμένουν, καίτοι άλλαζαν κατά περιόδους μέχρι το 1868.
Οι ετήσιες αυτές μετακινήσεις, στάθηκαν το προδρομικό στάδιο για το μετέπειτα μεταναστευτικό ρεύμα, προς αναζήτηση εμποροβιοτεχνικού βιοπορισμού, όπως αναφέρει ο Αστέριος Κουκούδης στον δεύτερο τόμο της εξαίρετης μελέτης του σχετικά με τις μητροπόλεις και την διασπορά των Βλάχων.
Άλλες αφορμές είναι ενδεικτικά:
• Το 1600-1611, στην Θεσσαλία και στην Ηπειρο, οι ορεινοί πληθυσμοί, κυρίως βλάχοι, ανταποκρίνονται στο κάλεσμα του Μητροπολίτη Τρίκκης, Διονυσίου του Φιλοσόφου, να καταλάβουν τα Ιωάννινα, με άδοξο όμως αποτέλεσμα, ώστε τελικά οι επαναστάτες, κυνηγημένοι, τρέπονται σε φυγή προς την Μοσχόπολη, Θεσσαλία και Ανατολική Μακεδονία.
• Ακολουθεί η γενική πολεμική και επαναστατική αναστάτωση με τη σύγκρουση Ρωσίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, από το 1768 μέχρι το 1774, με αποκορύφωμα τα Ορλωφικά γεγονότα και την καταστροφή της Μοσχόπολης το 1769. Παράλληλα, οι Οθωμανοί καταργούν τα προνόμια και επιβάλλουν πλέον σκληρή φορολογία (το χαράτσι) και αυξάνουν γενικά τις οικονομικές απαιτήσεις τους.
• Οι ληστρικές επιθέσεις Τουρκαλβανών, ιδιαίτερα στα χρόνια της ταυτόχρονης εμφάνισης και κυριαρχίας του Αλή Πασά, οι οποίες ξεκινούν από το 1788 μέχρι τον θάνατο του Αλή Πασά και συνεχίζονται στα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης μέχρι και το 1832.
• Η επανάσταση του Ιλιντεν, το 1903, που υποκινήθηκε από τους Βουλγάρους με επίκεντρο το Κρούσοβο.
• Οι διωγμοί των Χριστιανών από την Ανατολική Ρωμυλία και το Αχρί Τσελεμπί, που άρχισαν το 1885, όταν οι περιοχές αυτές προσαρτήθηκαν στη Βουλγαρία και που κορυφώθηκαν το 1906.
• Η χάραξη νέων συνόρων το 1912 και η παραχώρηση του Μοναστηρίου και του Κρούσοβου στην Σερβία.
• Οι ληστρικές επιθέσεις Χριστιανών ληστών στις αρχές του 20ου αιώνα.
• Η απελευθέρωση της Θράκης το 1919 και η ένωσή της με την Ελλάδα.
• Σημαντικό ρόλο για τις μετακινήσεις αυτές κατέχει και η μορφολογία του εδάφους. Τα χωριά αυτά είναι κτισμένα σε δυσπρόσιτες πλαγιές της Πίνδου και όπως πολύ παραστατικά αναφέρει ο Ιωακείμ Μαρτινιανός, Μητροπολίτης Ξάνθης, στο βιβλίο του «Συμβολαί εις την ιστορίαν της Μοσχοπόλεως», σε απόκεντρα κρησφύγετα, εις οροπέδια πολλάκις υψηλά και μαγευτικότατα με προτίμηση να περιστέφωνται ταύτα πανταχόθεν υπό υψωμάτων και επομένως η καλλιέργεια και η εκμετάλλευση της γης είναι πολύ περιορισμένες. Οι κάτοικοι των χωριών των Γρεβενών, Μετσόβου, Γράμμου, Καστοριάς ασχολούνται περισσότερο με την κτηνοτροφία και είναι στην πλειοψηφία τους, ημινομάδες. Το καλοκαίρι δηλαδή μένουν στα χωριά τους και τον χειμώνα κατεβαίνουν στα χειμαδιά της Θεσσαλίας. Υπάρχουν βέβαια και οικογένειες που ασχολούνται με το εμπόριο, που δημιουργούν μικρές βιοτεχνίες ενώ υπάρχει και η τάξη των μεταφορέων (των κυρατζήδων) με τα καραβάνια, τα οποία αποτελούνται από 100 και 200 ζώα. Από την τάξη αυτή, των κυρατζήδων, που μετέφεραν μετοίκους, εμπορεύματα και προμήθειες προέκυψαν αργότερα οι έμποροι. Στα χωριά του Ζαγορίου οι κάτοικοι είναι κατεξοχήν μόνιμοι, έχουν περιορισμένη αγροκτηνοτροφική οικονομία, η καλλιεργήσιμη γη είναι ελάχιστη κι έτσι, πολύ νωρίς, αναζητούν διέξοδο στην ξενιτιά.
• Ο υπερπληθυσμός των χωριών αυτών, που οφείλεται και στην συνένωση μικρών οικισμών, ήταν μια άλλη αιτία μετανάστευσης. Ο τόπος δεν τους χωρούσε πια. Οι Wace και Thompson, αναφέρουν ότι σύμφωνα με τις παραδόσεις, η Σαμαρίνα ανάμεσα στο 1769-1832 είχε φτάσει στο σημείο να έχει 15.000 κατοίκους. Ο Αραβαντινός γράφει ότι η Αβδέλα, το 1856 είχε περίπου 450 οικογένειες. Η Λάιστα κατά τον Pouqueville, το 1870, είχε 3.500 κατοίκους.
• Αλλα αίτια είναι οι επιδημίες πανώλης και χολέρας, διάφορα φυσικά φαινόμενα, όπως σεισμοί και κατολισθήσεις.

2. ΧΩΡΟΙ ΜΕΤΟΙΚΕΣΙΑΣ
Όπως είδαμε τα αίτια της μετανάστευσης και της μετοικεσίας είναι πολλά. Αυτό που αναζητούν είναι να βρουν προνομιακούς χώρους, για ν’ ασκήσουν δραστηριότητες, εμπορικές κυρίως, με σκοπό την δυνατόν ταχύτερη απόκτηση οικονομικής επιφάνειας.
Οι περιοχές της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης είναι ήδη γνωστές, μια που από τον 15ο και 16ο αιώνα διασχίζονται από τους Ζαγορίσιους Βοϊνίκους για να φτάσουν στην Κωνσταντινούπολη. Έτσι, όταν καταργείται ο θεσμός των Βοϊνίκων, οι κάτοικοι του Βλαχοζάγορου και των χωριών των Γρεβενών επιλέγουν σαν χώρους εγκατάστασης τις εύφορες πεδιάδες των περιοχών αυτών. Οι περιοχές αυτές απετέλεσαν για τους ορεσίβιους αυτούς κατοίκους την Εδέμ, γιατί εκτός του ότι ήταν εύφορες, ήταν και περάσματα για να φτάσει κανείς στα μεγάλα αστικά κέντρα, την Αδριανούπολη, Κωνσταντινούπολη, Φιλιππούπολη καθώς τα διέσχιζε η Εγνατία Οδός. Η Θράκη, ήταν η ενδοχώρα της Κωνσταντινούπολης και αποτελούσε ένα μωσαϊκο εθνοτήτων. Χριστιανοί, Εβραίοι, Βούλγαροι, Αρμένιοι συνδιαλέγονται και κρατούν το εμπόριο στα χέρια τους μια που οι Οθωμανοί, τιμαριούχοι και τσιφλικάδες όντες, δεν ασχολούνται μ’ αυτό.
Τα μεγάλα καραβάνια που ξεκινούσαν από την ιδιαίτερη πατρίδα των μετοίκων διέσχιζαν μία ορισμένη ορεινή διάβαση, μια παραεγνατία οδό και η διάρκεια του ταξιδιού ήταν ανάλογη, περίπου 30 ημέρες.
Αν παρακολουθήσουμε τον χάρτη του Ζαγορίου και ακολουθήσουμε την διαδρομή, που και σήμερα ανήκει στο οδικό δίκτυο, που συνδέει τα Γιάννενα με τα Ζαγοροχώρια μέχρι τα Γρεβενά, θα δούμε ότι συγκεκριμένα στις περιοχές αυτές της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης και ιδιαίτερα της Ξάνθης έχουμε κυρίως μετοίκους από το Ανατολικό και Κεντρικό Ζαγόρι και τα χωριά των Γρεβενών. Ετσι, γίνεται φανερό ότι ο ένας παρέσυρε τον άλλον.
Στον τόπο επιλογής τους δημιουργούνται εστίες, πυρήνες, σαν μικρές αποικίες που ανάλογα με τις συνθήκες υποδέχονται νέα κύματα μεταναστών.
Ετσι έχουμε παρουσίες στο Δοξάτο, Αγιο Αθανάσιο, Χωριστή, Προσοτσάνη, Νικηφόρο, Δράμα, Καβάλα, Χρυσούπολη, Γενισέα, Αβδηρα, Βαφέικα, Ευλαλο, Ξάνθη, Ιασμο, Σάππες, Κομοτηνή, Αλεξανδρούπολη, Σώστη, Ανθεια, Φέρρες, Σουφλί, Διδυμότειχο, Ανδριανούπολη, Καλλίπολη, Ραιδεστό, Κωνσταντινούπολη καθώς και σε περιοχές του Αχρί Τσελεμπί, το Πασμακλί, Μελένικο, Ράικοβο, Φάτοβα.
Σύμφωνα με μαρτυρίες, πρωτοπόροι αυτών των μεταναστευτικών κινήσεων από τα μέσα του 18ου αιώνα φαίνεται να είναι κυρίως κάτοικοι της Λάιστας. Το 1992 βρέθηκα στο Σμόλιαν – πρώην Πασμακλί- της Βουλγαρίας και εκεί συναντήθηκα με συγγενείς μου, Λαϊστινούς απογόνους μετοίκων, που επιβεβαίωσαν την παρουσία τους από το 1770 περίπου.
Στις αρχές του 20ου αιώνα είναι μόνο στην περιοχή της Ξάνθης περίπου 80-100 οικογένειες Λαϊστινών, πολύ λιγότερες από Σαμαρίνα και Αβδέλα.
Σε πολλές περιπτώσεις είναι οι πρώτοι Χριστιανοί που εγκαταστάθηκαν, σαν δραστήριοι εμποροβιοτέχνες και μάλιστα σε περιοχές που κατοικούσαν αποκλειστικά Οθωμανοί, όπως στο Σαρή Σαμπάν, Κεραμωτή, Καγιά Μπουνάρ (Πετροπηγή), Κύργια και Άγιο Αθανάσιο Δράμας.
Στον τρίτο τόμο των Προξενικών Αρχείων Θράκης, του Πέτρου Γεωργαντζή, ο Γενικός Επιθεωρητής Σχολείων, Δημήτριος Σάρος, στις 30 Απριλίου 1906, αναφέρει ότι στα 18 χωριά της περιοχής της Χρυσούπολης είναι εγκατεστημένοι παντοπώλες Βλαχόφωνοι Ελληνες Ηπειρώτες, ιδιοκτήτες κτηματικής περιουσίας και ότι το Σαρή Σαμπάν προοδεύει με την ανέγερση νέων οικοδομών και την εγκατάσταση καθημερινά περισσότερων Βλαχόφωνων Ηπειρωτών. Και συνεχίζει…«Η Ελληνική Κοινότης ήρχισε να καταρτίζεται το 1884, ότε εκτίσθη και η ημετέρα κομψή Εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, δαπάνη και φροντίδι κυρίως Ηπειρωτών (Λαϊστινών) απάντων σχεδόν παντοπωλών. Ως διδακτήριο χρησιμεύει ένα δωμάτιο που παραχωρεί στο χάνι του ο Λαϊστινός Παπαδόπουλος. Στη Δράμα, αναφέρει πάλι ο Σάρος, τον Μάρτιο του 1906, είναι εγκατεστημένοι περίπου 100 Κρουσοβίτες κι ότι στους 3.203 Έλληνες οι 1.500 είναι παρεπιδημούντες Ελληνόβλαχοι.
Ο ξενιτεμός, ξεκινά από την τρυφερή ηλικία των οκτώ, δέκα και δεκαπέντε ετών και στην αρχή οι μέτοικοι γίνονται μπακαλόπαιδα, παιδιά για θελήματα, σε ξένες δουλειές για να μάθουν πρώτα να εκτιμούν «το ξένο ψωμί». Συγχρόνως μαθαίνουν και γράμματα.
Σιγά σιγά, δημιουργούν δικές τους δουλειές, επιχειρήσεις, συνεταιρισμούς, επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους και σε άλλες περιοχές εκτός των ορίων του Νομού Ξάνθης, γίνονται αρτοποιοί, εστιάτορες, παντοπώλες, οπλουργοί και μαχαιροποιοί, αργυραμοιβοί, χρυσοχόοι, πανδοχείς, ξενοδόχοι, δημιουργούν σησαμοτριβεία, γίνονται μυλωνάδες, αλευροβιομήχανοι και ιδρύουν τους πρώτους κυλινδρόμυλους, όπως ο Χριστόφορος Ποάλας, Νίκος Χαληγιάννης και ο Ευάγγελος Μπλέτσας στην Κομοτηνή, οι Ιωάννης Σούρης και Νικόλαος Σαφαρίκας στην Χρυσούπολη και στην Καβάλα. Ασχολούνται με τις εισαγωγές εμπορευμάτων και το καπνεμπόριο, ανοίγουν κινηματογραφικές αίθουσες. Συναλλάσσονται με Οθωμανούς, με τους οποίους διατηρούν πολύ καλές σχέσεις, με άλλους Ηπειρώτες συμπατριώτες, με Εβραίους, Αρμένιους, Βουλγάρους, σ’ όλη τη Θράκη και Ανατολική Μακεδονία, Κωνσταντινούπολη, Θεσσαλονίκη, Γρεβενά, Πασμακλί, Μελένικο, Ράικοβο, Φάτοβα, Μοναστήρι, Σιδηρόκαστρο, όπως όλα αυτά αποδεικνύονται και από τα εμπορικά βιβλία και κατάστιχα της εποχής, που έχω στην κατοχή μου και που χρονολογούνται από το 1897 καθώς και από ομόλογα και συμφωνητικά, που ξεκινούν από το 1864.
Οι μεταρρυθμίσεις που επιφέρει το Τανζιμάτ (δηλαδή νεότεροι νομικοί κανόνες κατά μίμηση της Ευρωπαϊκής Νομοθεσίας, σε αντίθεση με το δίκαιο που πηγάζει από το Κοράνι), ξεκινούν από το 1856 και καταργούν στην αρχή το τιμαριακό καθεστώς και δίνουν τη δυνατότητα στους Χριστιανούς υπηκόους να αποκτούν πλέον ιδιοκτησία. Αγοράζουν γη, χτίζουν σπίτια, δικά τους χάνια (με φούρνο και μαγαζί) όπως ονειρεύονταν. Ανεγείρουν ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα με καταστήματα και καπναποθήκες.
Μόνο στην Ξάνθη, υπήρχαν 10-15 περίπου πανδοχεία και ξενοδοχεία Λαϊστινών. Σε δύο απ’ αυτά, που σώζονται μέχρι σήμερα, μπορεί να διαβάσει κανείς, ακόμη και τώρα, τις κτητορικές μαρμάρινες πλάκες: «Αδελφοί ΛαλαΖΗΣΗ, εξ Ηπείρου, 1880» και αντίστοιχα: «ο Δημήτριος Μοράβας-Μαργαρίτης Ιωάννου, Ηπηρώται, έτος 1880». Η Ξάνθη, με την ανάπτυξη της καλλιέργειας και επεξεργασίας του καπνού και την δημιουργία του Μονοπωλίου του καπνού, με έδρα την Κωνσταντινούπολη το 1884, την κατασκευή του σιδηροδρομικού δικτύου, διανύει την χρυσή της εποχή στο τέλος του 19ου και αρχές του 20ου αιώνα. Εξάλλου εδώ καλλιεργείται ο περίφημος αρωματικός καπνός, ο μπασμάς, γνωστός με το όνομα Κιρέτσιλερ.
Η ανοδική αυτή πορεία, ανακόπτεται όταν ο Βουλγαρικός στρατός, στις 8 Νοεμβρίου του 1912 καταλαμβάνει τη Δυτική Θράκη και την Ανατολική Μακεδονία. Στη διάρκεια αυτής της κατοχής, που κρατά μέχρι τις 12 Ιουλίου 1913, οι Χριστιανοί υπέστησαν πολλά δεινά, διώκονται, συλλαμβάνονται, φυλακίζονται, οδηγούνται όμηροι στη Βουλγαρία. Στη Δράμα και στο Δοξάτο, μεταξύ των σφαγιασθέντων, είναι και Βλαχόφωνοι Έλληνες, στη Χρυσούπολη, δολοφονείται από τους Βουλγάρους, ο Λαϊστινός Θεόδωρος Σαχρόνης. Μεταξύ των ομήρων είναι από την Ξάνθη, ο έμπορος και κτηματίας, Γεώργιος Λαλαζήσης, ο Παναγιώτης Μπαρτζόπουλος και ο Γεώργιος Χούλας από την Αβδέλα. Από την Κομοτηνή, ο Λαϊστινός, Χριστόφορος Ποάλας, ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου «Κωνσταντινούπολης» και από τα χωριά της Κόνιτσας ο Μπλέτσας Ευάγγελος, πατέρας του πρώην Δημάρχου Κομοτηνής, Δημητρίου Μπλέτσα, οι Λαϊστινοί, Νικόλαος και Αλέξιος Αλεξίου από τα Κιμμέρια Ξάνθης.
Στις 13 Ιουλίου 1913 η Ξάνθη απελευθερώνεται πριν όμως προφτάσει να πανηγυρίσει την απελευθέρωσή της, στις 28 Ιουλίου του 1913, όλη η Δυτική Θράκη μέχρι τον Νέστο, εκτός από την περιοχή της Σταυρούπολης, με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου, παραχωρείται στους Βουλγάρους. Οι κάτοικοι εγκαταλείπουν την πόλη κι όσοι μένουν, φυγαδεύουν τις οικογένειές τους πέρα από τον Νέστο, στη Χρυσούπολη, Καβάλα, Δράμα, Θεσσαλονίκη καθώς και στις ιδιαίτερες πατρίδες τους. Αυτοί που παρέμειναν είναι υποχρεωμένοι να πληρώνουν φόρους δυσβάστακτους. Ορισμένοι συνεχίζουν τις δραστηριότητές τους σε άλλες πόλεις.
Στις 4 Οκτωβρίου του 1919 η Ξάνθη απελευθερώνεται από τον Βουλγαρικό ζυγό. Η 9η μεραρχία, που εισέρχεται νικηφόρα στην πόλη, υπό τις διαταγές του στρατηγού Λεοναρδόπουλου, αποτελείται από Ηπειρώτες στρατιώτες. Μεταξύ αυτών είναι και οι Λαϊστινοί, κάτοικοι Ξάνθης πριν τον πόλεμο, Ξάνθης, Νικόλαος Αλεξίκος, Στέργιος Παπαστεργίου, Γεώργιος Γούσιος, Σπύρος Καπετάνης, Ιωάννης Μαργαριτόπουλος, Εμμανουήλ Νούσης, που υπηρέτησαν επί επτά χρόνια στον ελληνικό στρατό.
Με την απελευθέρωση της Ξάνθης, της Κομοτηνής και της Αλεξανδρούπολης, την αποχώρηση των συμμαχικών δυνάμεων, την οριστική προσχώρηση της Δυτικής Θράκης στην Ελλάδα, με την συνθήκη των Σεβρών, το 1920, επιστρέφουν όσοι είχαν εγκαταλείψει αυτές τις περιοχές και εγκαθίστανται περισσότεροι βλαχόφωνοι και από άλλες περιοχές.
Οι περισσότεροι πρέπει να ξαναρχίσουν από την αρχή, να ξαναχτίσουν τα γκρεμισμένα σπίτια τους, να ξαναστήσουν τις επιχειρήσεις τους. Τα πράγματα βέβαια έχουν αλλάξει πολύ. Η μικρασιατική καταστροφή που ακολουθεί φέρνει κύμα προσφύγων, οι συνθήκες διαφοροποιούνται, η χρυσή εποχή της Ξάνθης είναι πια παρελθόν, μια που έχει δημιουργηθεί οικονομικό χάος. Η νέα τους δραστηριοποίηση προχωρεί αργά και δύσκολα, για να ανακοπεί και πάλι με την έναρξη του Β΄ παγκοσμίου πολέμου. Η κατοχή αυτών των περιοχών από τους Βουλγάρους είχε αρνητικό αντίκτυπο σε όλους τους κατοίκους. Πολλοί φεύγουν και ορισμένοι απ’ αυτούς δεν ξαναγυρνούν. Δεν επιστρέφουν στις γενέτειρές τους, μια που ο εμφύλιος πόλεμος, που ακολουθεί ερημώνει τα χωριά και επιλέγουν μεγαλύτερα αστικά κέντρα. Η γερμανική κατοχή είχε συντελέσει στη φυγή των κατοίκων αυτών των μητροπόλεων, αφού ο γερμανικός στρατός είχε φτάσει στα δυσπρόσιτα αυτά χωριά και είχε κάψει τα περισσότερα σπίτια.

3. Η ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΟΦΩΝΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΚΑΙ ΘΡΑΚΗ.
Οι πρώτες γενιές των μετοίκων αγωνίζονται να δημιουργηθούν, δουλεύουν σκληρά, κάνουν αιματηρές οικονομίες κι έτσι δίνουν την δυνατότητα στις επόμενες γενιές να στραφούν πλέον στις σπουδές. Αρκετοί φοιτούν στα Πανεπιστήμια των Αθηνών, της Κωνσταντινούπολης και της Ευρώπης. Γίνονται γιατροί, δικηγόροι, συμβολαιογράφοι, καθηγητές, δάσκαλοι, δημόσιοι και τραπεζικοί υπάλληλοι. Ήδη το 1897 ο Λαϊστινός γιατρός, Γεώργιος Μέρτζος, ασκεί την ιατρική στην Ξάνθη καθώς επίσης ο Νικόλαος Ιωαννίδης το 1910 από το Βρυσοχώρι. Στη Χρυσούπολη ο Ιωάννης Σαφαρίκας το 1898, ο δημαρχιακός γιατρός Αντώνιος Ράπτης το 1906 καθώς και ο Οικονομίδης όλοι από την Λάιστα ασκούν την ιατρική στην Χρυσούπολη.
Για αρκετά χρόνια οι μέτοικοι αποτελούν μία κλειστή κοινωνία. Σιγά σιγά αρχίζουν να συμμετέχουν στην κοινωνική, πολιτιστική και πολιτική ζωή των πόλεων και κωμοπόλεων όπου ζουν.
Το 1909 ιδρύεται ο Σύλλογος Λαϊστινών Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης με έδρα την Καβάλα, του οποίου κύριος σκοπός ήταν η αλληλοβοήθεια των ξενιτεμένων αλλά και κάθε είδους βοήθεια και μέριμνα για την ανάπτυξη της γενέτειρας.
Κυρίως, μετά την απελευθέρωση της Θράκης το 1919 αρχίζει και η συμμετοχή τους στα κοινά. Το 1919 ο Θεόδωρος Παυλίδης από την Λάιστα γίνεται μέλος της Δημογεροντίας του Δεδέαγατς (Αλεξανδρούπολης). Στην Κομοτηνή επί 33 χρόνια ο Δημήτριος Μπλέτσας καταγόμενος από τα χωριά της Κονίτσης εκλέγεται Δήμαρχος. Στο Σαπσί (Σάππες) στην δεκαετία του ’30 ο Στέργιος Παπαστεργίου εκλέγεται πρόεδρος και αφήνει πίσω του ένα σημαντικό έργο. Προς τιμήν του οι Σαππαίοι έδωσαν σ’ ένα δρόμο της κωμόπολής τους τ’ όνομά του καθώς και σαν αναγνώριση της προσφοράς των Λαιστινών, υπάρχει η οδός Λαϊστης. Στην Ξάνθη, στον Γεώργιο Λαλαζήση του Αλεξίου ανατίθεται η διεύθυνση των οικονομικών από τον Φρανσέ ντ’ Εσπεραί, τον ανώτατο Γάλλο στρατιωτικό Διοικητή, το 1919. Είναι ο ίδιος που είχε οδηγηθεί όμηρος στην Βουλγαρία το 1913. Το 1924 για ένα χρόνο χρημάτισε δήμαρχος Ξάνθης και έφορος σχολείων και εξελέγη βουλευτής με το κόμμα των φιλελευθέρων. Αργότερα έγινε στέλεχος του Εθνικού Ριζοσπαστικού κόμματος που ίδρυσε ο Γεώργιος Κονδύλης και επανεξελέγη βουλευτής το 1935.
Το 1930 ο Ζήσης Παπαθανασίου γίνεται διευθυντής της Ενώσεως Γεωργικών Συνεταιρισμών Τοξοτών, το 1939 πρόεδρος του ορειβατικού Συνδέσμου και το 1940 εκδίδεται το μυθιστόρημά του «ένα νευρωτικό κορίτσι». Αργότερα δίδαξε σε σχολή κινηματογράφου στην Αθήνα. Εντωμεταξύ στην Χρυσούπολη γεννήθηκε ο Μαργαρίτης Καστέλλης γνωστός μουσικοσυνθέτης και στην Καβάλα ο Τζον Λιτερίνας, ζωγράφος. Όλοι αυτοί κατάγονται από την Λάιστα.
Ο Εμμανουήλ Δαλιάνης, επίσης Λαϊστινός, χρημάτισε πρόεδρος του Εμπορικού Επιμελητηρίου Ξάνθης, λίγο πριν από τον πόλεμο του ’40 και μετά την απελευθέρωση του 1945.
Το 1935 τοποθετείται ως Μητροπολίτης Ξάνθης και Περιθεωρίου, ο Ιωακείμ Μαρτινιανός, γεννημένος στη Μοσχόπολη το 1875. Στις 6 Απριλίου του ’41, μέρα κήρυξης του πολέμου, φεύγει από την Ξάνθη και επιστρέφει το 1945, όπου έζησε μέχρι τον θάνατό του το 1953. Άφησε πλούσιο συγγραφικό έργο, που αφορούσε την ιδιαίτερη πατρίδα του, την Μοσχόπολη.
Φτάνοντας στην μεταπολεμική περίοδο το 1944 με 1945 διορίζεται πρόεδρος της κοινότητας Χρυσούπολης, ο Δημήτριος Γουβίτσας και το 1950 με 1952 εκλέγεται πρόεδρος ο Αθανάσιος Παπαθανασίου και οι δυο καταγόμενοι από τη Λάιστα.
Ο σημερινός πρόεδρος του Συλλόγου Ηπειρωτών Χρυσούπολης, Χρήστος Γκόρδης, που κατάγεται από την Λάιστα, εκλέγεται επί 4 θητείες δημοτικός σύμβουλος και προεδρεύει του Δημοτικού συμβουλίου για 8 χρόνια. Στην Αλεξανδρούπολη, στην δεκαετία του 1960, εκλέγεται πρόεδρος του δικηγορικού συλλόγου και διορίζεται πρόεδρος του κρατικού νοσοκομείου, ο Δημήτριος Παυλίδης από την Λάιστα. Ο Νικόλαος Κουκουράβας, από το Βρυσοχώρι, εκλέγεται δήμαρχος για 2 θητείες. Στην Ξάνθη, για 3 θητείες από το 1978 μέχρι το 1990 εκλέγεται δήμαρχος ο αείμνηστος Κωνσταντίνος Μπένης, με καταγωγή από την Αβδέλα. Επί σειρά ετών εκλέγεται δημοτικός σύμβουλος, ο Αντώνιος Τσαβδάρης από την Λάιστα. Και οι δύο ήταν σπουδαίοι ποδοσφαιριστές του Ορφέα Ξάνθης.
Σήμερα, οι απόγονοι των πρώτων μεταναστών-μετοίκων, που γεννήθηκαν στην Ξάνθη καθώς και άλλοι απόγονοι που εγκαταστάθηκαν εδώ, μετέχουν ενεργά στα κοινά της πόλης. Γίνονται πρόεδροι επιστημονικών, πολιτιστικών συλλόγων και οργανισμών.
Στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο, διδάσκουν καθηγητές βλαχικής καταγωγής, όπως στην Ιατρική, ο καρδιολόγος κ. Χατσέρας, στην Νομική οι κ Χελιδώνης και Χαραλαμπάκης, στο τμήμα Εθνολογίας ο κ. Νικόλαος Ξηροτύρης, στο Πολυτεχνείο οι κ. Στέργιος Λιόλιος, Παναγιώτης Μυλωνάς, Ιωάννης Σούλης.
Υπάρχουν βέβαια και ευεργέτες, επώνυμοι και ανώνυμοι. Η οικογένεια Παπαρρώση, καταγόμενη από την Αβδέλα, με μεγάλη κτηματική περιουσία, δωρίζει αρκετά εκατομμύρια και κτίζεται μια νέα πτέρυγα στο Γηροκομείο Ξάνθης. Επίσης ανώνυμα, έχουν προσφερθεί μεγάλα χρηματικά ποσά που ανέρχονται σε εκατομμύρια, τόσο στην Μητρόπολη Ξάνθης όσο και στο Πατριαρχείο.
Παρά την μακρόχρονη παραμονή τους στα ξένα, οι δεσμοί των μετοίκων με την ιδιαίτερη πατρίδα τους παραμένουν στενοί και άρρηκτοι, είναι δεμένοι μ’ αυτόν σαν τον ομφάλιο λώρο και δεν αποκόπτονται εύκολα, ακόμη δε και σε αυτοκρατορικούς τίτλους ιδιοκτησίας, αναγράφουν με υπερηφάνεια τον τόπο καταγωγής τους «εξ Ηπείρου». Οι περισσότεροι τουλάχιστον μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, εξακολουθούν να είναι γραμμένοι στις κοινότητές τους, έτσι ιδιαίτερα στα χρόνια της τουρκοκρατίας, πλήρωναν φόρους τόσο στα χωριά τους όσο και στον τόπο των εμπορικών τους δραστηριοτήτων.
Στέλνουν χρήματα στις οικογένειές τους, προμήθειες, διαθέτουν κεφάλαια στις κοινότητές τους, χρηματοδοτούν και συντηρούν τα σχολεία τους, προικοδοτούν άπορα και ορφανά κορίτσια, κτίζουν περικαλλείς ναούς και σπίτια αρχοντικά.
Έτσι η γόνιμη οικονομική και πνευματική ζωή που καταμαρτυρείται σ’ αυτούς τους πανέμορφους ορεινούς οικισμούς, ιδιαίτερα στο Ζαγόρι, ίσως να μην είχε αναπτυχθεί αν οι ξενιτεμένοι δεν στήριζαν την οικονομία της πατρίδας τους με πλούσια εμβάσματα και κληροδοτήματα. Κρατούν επίσης τα ήθη και τα έθιμα της πατρίδας τους και τα μεταλαμπαδεύουν στα παιδιά τους. Το «δημώδες, λατινόφωνο γλωσσικό τους ιδίωμα», όπως το αναφέρει ο Μαρτιμιανός, με το πέρασμα των χρόνων σχεδόν χάνεται. Σ’ αυτό συνετέλεσε η συμβίωση μ’ ελληνόφωνους, η ρουμανική προπαγάνδα, η πύρινοι λόγοι του Κοσμά του Αιτωλού και οι επιγαμίες.
Κυρίες και κύριοι, το θέμα είναι ανεξάντλητο. Προσπάθησα, όσο μπορούσα πιο σύντομα και συνοπτικά, να αναφερθώ, στην παρουσία των Βλαχόφωνων στην ανατολική Μακεδονία και Θράκη και ιδιαίτερα στην Ξάνθη.
Ανακεφαλαιώνοντας και αποτιμώντας την παρουσία τους και την προσφορά των Βλαχόφωνων, μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα και υπερηφάνεια ότι: Η παρουσία του Βλάχικου στοιχείου, ανάμεσα σ’ ένα μωσαϊκό πολλών κοινοτήτων, συνέβαλε σημαντικά στον εκχριστιανισμό και εκπολιτισμό ιδιαίτερα ορισμένων περιοχών, συνετέλεσε ουσιαστικά στην πληθυσμιακή αύξηση, στην ενδυνάμωση και τον σχηματισμό της Ελληνικής αστικής τάξης, συμμετείχε σημαντικά στην μεγάλη ανάπτυξη του εμπορίου.
Η λαϊκή μούσα τραγούδησε με ανεπανάληπτο και μοναδικό τρόπο τους καημούς και τον πόνο της ξενιτειάς και του χωρισμού και θα ’θελα να κλείσω την παρουσίαση αυτή με μια ζωντανή ανάμνηση, όταν τις γιορτές και τις Κυριακές και στις διάφορες κοινωνικές εκδηλώσεις αντάμωναν οι ξενιτεμένοι, συγγενείς και φίλοι, και αφού έτρωγαν και έπιναν, άρχιζαν το τραγούδι, και συνήθως μ’ αυτό που ταιριάζει και στην σημερινή μας συνάντηση:


«Καλώς ανταμωθήκαμαν εμείς οι ντερτιλήδες,
να κλάψουμε τα ντέρτια μας και τα παράπονά μας.
Η ξενιτειά έχει βάσανα, η ξενιτειά έχει πίκρες
κι ο ζωντανός ο χωρισμός, παρηγορία δεν έχει.
Τούτον τον χρόνο τον καλό, τον άλλο ποιος το ξέρει,
για ζούμε, για πεθαίνουμε,
για σ’ άλλους τόπους πάμε».

 

Μαργαριτοπούλου Χαρίκλεια, Οδοντίατρος, Πρόεδρος Λυκείου Ελληνίδων Ξάνθης.
Η παρουσία των Βλαχοφώνων Ελλήνων στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη και ιδιαίτερα στην Ξάνθη

6o Σεμινάριο Λαογραφίας και Βλάχικων Παραδοσιακών Χορών, Ξάνθη, 25-26 Σεπτεμβρίου 2004


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

1. Βλαχόπουλου Ιορδάνη: «Σαρί-Σαμπάν-Σαπαίοι-Χρυσούπολης», (1990),
2. Γεωργαντζή Α. Πέτρου: Θρακικός Αγώνας 1912-1920, (1993),
3. Γεωργαντζή Α. Πέτρου: Προξενικά Αρχεία Θράκης, (1993),
4. Δαλκαβούκης Κ. Βασιλείου: Μετοικκεσίες Ζαγορισίων (1750-1922), (1999),
5. Εξάρχου Θωμά: Οι Ηπειρώτες στην Ξάνθη, (2002),
6. Εξάρχου Θωμά: Καπναποθήκη του Οθωμανικού Μονοπωλίου Ξάνθης, (1999),
7. Εξάρχου Θωμά: Οι Δημοτικές Εκλογές Αυγούστου 1929 στην Ξάνθης: Μία αναφορά, (1999),
8. Κουκούδη Αστέριου: Οι μητροπόλεις και η διασπορά των Βλάχων, τόμος Β΄, (2000),
9. Μαρτινιανού Ιωακείμ: Συμβολαί είς την ιστορίαν της Μοσχοπόλεως, (1939),
10. Μέρτζου Α. Γεωργίου: Λάϊστα Ζαγορίου Ιωαννίνων, (1991),
11. Τερζή Δ. Αντωνίου: Αλεξανδρούπολη, Ιστορικά Ανάλεκτα, (2004),
12. Χατζόπουλου Κωνσταντίνου: Η Θράκη από την Οθωμανική Κατάκτηση ως την Συνθήκη της Λωζάννης-Περιοδικό Προσέγγιση-6ο Παγκόσμιο Συνέδριο Θρακών, (τεύχος 118, Φεβρ. 2004),
13. Ριζαρείου Ιδρύματος: Ζαγορισίων Βίος, (2004).
14. Μαργαριτοπούλου Χαρίκλεια: Προσωπικό αρχείο.

Αναζήτηση