Βλάχικοι νομαδοκτηνοτροφικοί πληθυσμοί, οικισμοί και εγκαταστάσεις στο Σαντζακι Σερρών στα 1900

Γραμμουστιάνοι στα χειμαδιά Είναι γνωστό [1] από την ιστοριογραφία περί Βλάχων πως μία σειρά από ιστορικά γεγονότα, στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα, στάθηκαν αφορμές και αιτίες για τη μαζική διασπορά βλάχικων πληθυσμών από τις ορεινές μητροπολιτικές περιοχές τους κατά μήκος της Πίνδου και των προεκτάσεών της. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι οι Βλάχοι που, ακολουθώντας τα κύματα των εξόδων, αναζήτησαν ασφάλεια και τρόπους επιβίωσης πέρα από τον ποταμό Αξιό, το μέχρι τότε ανατολικό γεωγραφικό όριό τους, όπου δε συνάντησαν προηγούμενους τοπικούς βλάχικους πληθυσμούς.

 


Αν και οι περιοχές των Σερρών δεν τούς ήταν απόλυτα άγνωστες καθώς είχαν, ήδη, προσελκύσει το ενδιαφέρον Βλάχων μεταφορέων, εμποροβιοτεχνών και επαγγελματιών. Είναι σαφές πως οι αφήξεις Βλάχων στην περιοχή διήρκησαν για 60 περίπου χρόνια και για δυο με τρεις γενιές. Τα κύματα ήταν διαδοχικά και πήραν τη μορφή είτε μεμονωμένων ατόμων είτε μικρών ή μεγαλύτερων ομάδων οικογενειών ή ακόμη και ολόκληρων τσελιγκάτων, αλλά και ομάδων πολεμιστών. Ανάμεσά τους υπήρχαν άνθρωποι από όλες τις οικονομικές και κοινωνικές ομάδες της διαστρωμάτωσης των Βλάχων εκείνων των εποχών. Επιπλέον, προέρχονταν από πολλά και διαφορετικά βλαχοχώρια και ιδιαίτερα από τις περιοχές του Γράμμου και της Μοσχόπολης, του Ζαγορίου, των Γρεβενών, του Ασπροπόταμου, της Δυτικής Μακεδονίας και του Ολύμπου. Προς τα τέλη του 19ου αιώνα, τα πρώτα μαζικά κύματα των φυγάδων - προσφύγων ακολούθησαν και συμπλήρωσαν νεότερες ομάδες εσωτερικών μεταναστών, αυτή τη φορά, από τα βλαχοχώρια της Κόνιτσας και του Ζαγορίου στην Ήπειρο κι από τις βλάχικες εγκαταστάσεις της Πελαγονίας.  

 


Οι περιοχές των Σερρών μοιάζει να συγκέντρωναν ένα μεγάλο αριθμό χαρακτηριστικών και πλεονεκτημάτων ευνοϊκών για την προσέλκυση των Βλάχων φυγάδων, προσφύγων, εποίκων και μεταναστών. Πέρα από την προβεβλημένη πολιτική του Οθωμανού τοπάρχη Ισμαήλ Μπέη και του γιού του Γιουσούφ, οι Βλάχοι εκμεταλλεύτηκαν και αξιοποίησαν τα γεωγραφικά και πλουτοπαραγωγικά στοιχεία της περιοχής έτσι ώστε να συνεχίσουν τους παραδοσιακούς τρόπους βιοπορισμού που γνώριζαν καλά. Και ενώ κάποιοι από τους φυγάδες κτηνοτρόφους έφτασαν στην περιοχή έχοντας απολέσει τις περιουσίες τους, κάποιοι άλλοι βρέθηκαν εδώ έχοντας σώσει ένα, τουλάχιστον, μέρος του ζωικού τους κεφαλαίου. Οι ορεινοί όγκοι βόρεια και ανατολικά των Σερρών με τις εκτεταμένες κενές και προσφερόμενες θερινές βοσκές προσέλκυσαν το ενδιαφέρον των κτηνοτρόφων. Το ίδιο σημαντικές για αυτούς ήταν και οι χαμηλές, χειμερινές βοσκές κατά μήκος του Στρυμόνα και του Αγγίτη μέχρι τις ακτές του βόρειου Αιγαίου. Η Ruth Marie Yeager περιγράφει, πολύ εύστοχα, τη γεωμορφολογία της περιοχής των Σερρών και τις ευνοϊκές οικονομικές και πολιτικές συγκυρίες για την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας του τροπαλισμού. Έτσι, είναι πραγματικά αναπόφευκτο να συγκρίνουμε το τοπικό σκηνικό με τα προγονικά λιβάδια που είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν οι φυγάδες, τόσο στην Πίνδο όσο και στην πεδινή Θεσσαλία, και το οποίο μας περιγράφει, αναλυτικότερα, ο Michel Sivignon[2]. Ήταν επόμενο, κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, να παρατηρηθεί μια συνεχής γεωγραφική και δημογραφική κινητικότητα μέχρι την ανάπτυξη ενός δικτύου βλάχικων εγκαταστάσεων και οικισμών όλων των τύπων. Στα ορεινά, δημιουργήθηκαν θερινές, νομαδοκτηνοτροφικές και αρχικά καλυβικές εγκαταστάσεις και οικισμοί, άλλοτε δίπλα και σε εξάρτηση με κάποιο προϋπάρχον ορεινό χωριό ή εντελώς ανεξάρτητοι και με την προοπτική της εξέλιξης σε ορεινή ημινομαδική κοινότητα κατά τα πρότυπα της Πίνδου, όπως και ένα μεγάλο πλήθος από αναγκαία χειμαδιά, σχεδόν, παντού στα πεδινά. Εδραιώθηκαν και αναπτύχθηκαν μικρές ή μεγάλες και αξιόλογες συγκεντρώσεις οικογενειών σε κεφαλοχώρια και μικρές πολιτείες, στα ημιορεινά και τα πεδινά, με μικτή αγροτοκτηνοτροφική και εμποροβιοτεχνική οικονομία και κάποιες φορές με ημιαστικό χαρακτήρα. Κι επιπλέον, υπήρξαν σημαντικές αστικές εγκαταστάσεις στις μεγάλες πόλεις και τα οικονομικά και διοικητικά κέντρα της περιοχής. Σε αυτά τα μέρη αξιοποιήθηκαν αποτελεσματικότερα εμποροβιοτεχνικές γνώσεις και επαγγελματικές δραστηριότητες.
 
Το ενδιαφέρον μας εστιάζεται στο δίκτυο των νομαδοκτηνοτροφικών οικισμών και των εγκαταστάσεων, όπως αυτό είχε αναπτυχθεί στη διοικητική περιφέρεια του σαντζακίου των Σερρών στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν κρινόταν το μέλλον των τελευταίων οθωμανικών επαρχιών στα Βαλκάνια. Το σαντζάκι αυτό, υποδιαίρεση του βιλαετίου Θεσσαλονίκης, περιελάμβανε τους σημερινούς τρεις νομούς της Ανατολικής Μακεδονίας, Σερρών, Δράμας και Καβάλας, όπως και τη σημερινή νοτιοδυτική βουλγαρική επαρχία του Μπλαγκόεβγκραντ.  Για την παρούσα μελέτη αξιοποιήθηκαν άγνωστες ελληνικές αρχειακές πηγές, κυρίως διπλωματικά έγγραφα του Ιστορικού Αρχείου του Υπουργείου Εξωτερικών,  τα στοιχεία των οποίων παραθέτονται αναλυτικότερα στις παραπομπές. Τα στοιχεία αυτά διασταυρώθηκαν με βουλγαρικές δημογραφικές αναφορές, μα κυρίως επιβεβαιώθηκαν μέσα από προσωπικές μαρτυρίες και συνεντεύξεις που πραγματοποιήθηκαν στην περιοχή [3].
 
Στον καζά Σερρών και τις πλαγιές του Μενοίκιου ημινομάδες κτηνοτρόφοι, προερχόμενοι από την Αβδέλλα κι ορισμένοι από το Περιβόλι Γρεβενών, είχαν δημιουργήσει μια μικρή, αλλά σταθερή και αρχικά καλυβική εγκατάσταση δίπλα στον προϋπάρχοντα οικισμό και τους εδραίους, ντόπιους κατοίκους του Χιονοχωρίου (Καρλίκιοϊ). Συγγενικές τους ήταν κι οι δύο ανάλογες, αλλά μικρότερες, και, μάλλον, μονιμότερες εγκαταστάσεις κτηνοτρόφων στα γειτονικά χωριά Ελαιώνας (Ντουτλί) και Μαρμαράς (Ραχοβίτσα). Ωστόσο, οι παραδόσεις λένε πως οι λίγες βλάχικες κτηνοτροφικές οικογένειες στο κοντινό Δράνοβο προέρχονταν από τη νότια Πίνδο. Σύμφωνα με τοπικές παραδόσεις, οι Αβδελλιάτες φέρονται να προωθήθηκαν εδώ αφού πρώτα πέρασαν από τα Άνω Πορόια και τις πλαγιές του Μπέλλες / Κερκίνης. Εκείνες τις εποχές, οι Χιονοχωρίτες κατέβαιναν για χειμαδιά γύρω από την πόλη των Σερρών, δείχνοντας προτίμηση στις θέσεις Αλημπέκιοϊ, Άγιος Γιώργης Κρυονερίτης, Άγιος Ιωάννης, Οινούσσα (Δεβέρσιανη) και αλλού. Αβδελλιάτες ήταν και οι περισσότεροι από τους συνοικιστές  των Καλυβίων του Λαϊλιά στις πλαγιές του Όρβηλου, κοντά στον ομώνυμο παραθεριστικό οικισμών των Τούρκων, κυρίως, κατοίκων των Σερρών. Οι υπόλοιποι προέρχονταν από τη Γράμμοστα στο νομό Καστορίας. Οι δύο ομάδες των συνοικιστών στο Λαϊλιά φέρονται να διατηρούσαν μια κάποια αυτοτέλεια κι ίσως και κάποια αντιπαλότητα με αποτέλεσμα να επέλεγαν διαφορετικά χειμαδιά. Οι Γραμμοστιάνοι προτιμούσαν περιοχές του Σιδηροκάστρου, όπως την τοποθεσία Φαιά Πέτρα (Ελέσνιτσα) ή και το ίδιο το Σιδηρόκαστρο, ενώ οι Αβδελλιάτες προτιμούσαν περιοχές των Σερρών και ιδιαίτερα χορτολιβαδικές εκτάσεις στα χωριά Καπετανούδι (Μαραμούρι), Μελενικίτσι, Χριστός και Λευκώνας (Καβακλί)[4].
 
Στον καζά του Σιδηροκάστρου (Ντεμίρ Χισάρ) συναντούμε ένα σημαντικό αριθμό εδραίων βλάχικων εγκαταστάσεων με μικτή οικονομία εμποροβιοτεχνικού και αγροτοκτηνοτροφικού προσανατολισμού, οι οποίες εδραιώθηκαν ανάμεσα στους κατοίκους προϋπαρχόντων οικισμών, όπως στα Άνω Πορόια. Η δε γειτονική Ράμνα ήταν το μόνο χωριό όλης της περιοχής με αποκλειστικά εδραίους Βλάχους κατοίκους. Ανάλογες αλλά μικρότερες βλάχικες ομάδες υπήρχαν και στο Σιδηρόκαστρο και στα χωριά Κάτω Πορόια, Φιλύρα (Λιπόσι), Άγγιστρο (Τσεγκέλι), Καπνόφυτο (Τσέρβιστα) και Αχλαδοχώρι (Κρούσοβο). Στην περίπτωση, μάλιστα, της Φιλύρας και του Καπνόφυτου, οι Βλάχοι κάτοικοι παρουσιάζονται ως φτωχοί νομαδοκτηνοτρόφοι της περιοχής που αναζητούσαν ευκαιρίες για μονιμότερη εγκατάσταση[5].
 
Μετά το 1913 και τους Βαλκανικούς Πολέμους, ο καζάς του Νευροκοπίου, με έδρα το σημερινό Κότσε Ντέλτσεφ στη Βουλγαρία, μοιράστηκε ανάμεσα στις δύο χώρες και το νότιο κομμάτι του ενσωματώθηκε στο νομό Δράμας. Ο σημαντικότερος νομαδοκτηνοτροφικός οικισμών Βλάχων είχε αναπτυχθεί στη θέση Παπά Τσαΐρι[6] (Πόποβι Λιβάντι) στις ανατολικές πλαγιές του Πιρίν. Επρόκειτο για ένα σταθερό καλυβικό ημινομαδικό οικισμό που δημιούργησαν από κοινού δύο διακριτές μεταξύ τους ομάδες, μία ομάδα Γραμμοστιάνων και μία ομάδα Μότσιανων. Τοπικές παραδόσεις σχετίζουν την καταγωγή της δεύτερη ομάδας με το χωριό Αμάραντος (Βεντίστα) των Τρικάλων. Οι Βλάχοι που προέρχονταν από τη νότια Πίνδο και ειδικότερα την περιοχή του Ασπροπόταμου επικράτησε να είναι γνωστοί, τοπικά, με το προσωνύμιο Μότσιανοι[7]. Μετά την άφιξή τους στην Ανατολική Μακεδονία και σε αντίθεση με τους Γραμμοστιάνους, οι περισσότεροι από τους Μότσιανους παρουσιάζονται να διασκορπίστηκαν σε μικρές ομάδες και να εγκαταστάθηκαν μόνιμα σε διάφορα κεφαλοχώρια, οικονομικά κέντρα και πολιτείες της περιοχής, είτε γιατί είχαν απολέσει το όποιο ζωικό τους κεφάλαιο είτε γιατί είχαν, ήδη, την τάση να βιοπορούν ασκώντας εμποροβιοτεχνικές και επαγγελματικές δραστηριότητες. Τέτοιες εγκαταστάσεις στον καζά Νευροκοπίου[8] υπήρχαν, εκτός από την πόλη του Νευροκοπίου και στα χωριά Περιθώρι (Στάρτσιστα), Βαθύτοπος (Τερλίς), Εξοχή (Βέσμη), Λευκόγεια (Μπελοτίντσι), Παγονέρι (Τσερέσοβο) και Κάτω Νευροκόπι (Ζίρνοβο). Ανάλογες εγκαταστάσεις επεκτείνονταν και σε χωριά και πολιτείες των καζάδων Δράμας[9] και Ζίχνης[10]. Όπως και να έχει, οι Παπατσιαϊρινοί έδειχναν προτίμηση για χειμαδιά σε περιοχές των καζάδων Ζίχνης, Σερρών, δίπλα στις εκεί εδραίες βλάχικες εγκαταστάσεις, και το ανατολικό τμήμα του καζά Λαγκαδά. Ενδεικτικά αναφέρονται χειμαδιά τους μέχρι και τα χωριά Καστρί και Κερδύλλια Βισαλτίας και Άνω και Κάτω Βρασνά Λαγκαδά[11].
 
Βορειότερα, πέραν των σημερινών συνόρων, στον τότε καζά του Μελενίκου και ειδικότερα στις πλαγιές του όρους Πιρίν είχαν σταθεροποιηθεί τρεις καλυβικοί οικισμοί δίπλα στο χωριό  Μπόζντοβα και στις θέσεις Σιάτροβα και Λόποβα. Στην περίπτωση, μάλιστα, της Μπόζντοβας οι κτηνοτρόφοι είχαν αρχίσει να νοικιάζουν σπίτια εντός του χωριού, ενώ στην περίπτωση της Λόποβας μερικές φτωχικές οικογένειες παρέμεναν εκεί όλο το χρόνο εκεί, αδυνατώντας να ακολουθήσουν τις ετήσιες μετακινήσεις στα πεδινά. Οι δημιουργοί αυτών των εγκαταστάσεων ήταν Γραμμουστιάνοι, αν και υπάρχουν αναφορές πως ανάμεσά τους υπήρχαν κάποιες ελάχιστες οικογένειες προερχόμενες από την Αβδέλλα και το Περιβόλι. Είναι πολύ πιθανό κάποια λιγότερο οργανωμένα τσελιγκάτα να κινούνταν στα ορεινά της περιοχής δίχως να έχουν εδραιώσει μονιμότερες εγκαταστάσεις. Εκτός από τους μετακινούμενους νομαδοκτηνοτρόφους, στην περιοχή είχαν αναπτυχθεί και μικρές εδραίες εγκαταστάσεις εμποροβιοτεχνών και επαγγελματιών, όπως στο Μελένικο και το Πετρίτσι και στα χωριά Πέτροβο, Γιάννοβο, Σουσίτσα, Σπάντσεβο, Τσιγκούρεβο και Πιρίν[12]. Σε αυτές τις περιπτώσεις και σύμφωνα με οικογενειακές παραδόσεις, οι περισσότεροι από τους Βλάχους κατοίκους είχαν απώτερη καταγωγή είτε από τη Βωβούσα και τη νότια Πίνδο είτε επρόκειτο για  νομαδοκτηνοτρόφους που αναζητούσαν ευκαιρίες μόνιμης εγκατάστασης. Όσον αφορά στα χειμαδιά αυτών των τριών ορεινών καλυβικών οικισμών, έχουμε την πληροφορία πως, σε παλαιότερους χρόνους, οι κάτοικοί τους συνήθιζαν να σχηματίζουν ξεχωριστά, μεγάλα και συλλογικά χειμαδιά. Ωστόσο, η ανασφάλεια στα χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα τούς είχε αναγκάσει να διασπόνται σε μικρές ομάδες και να στήνουν πολλά και μικρά χειμαδιά τα οποία εκτείνονταν από τα πεδινά χωριά του Μελένικου[13] και του Πετριτσίου[14] μέχρι τα χωριά της Ασπροβάλτας και της ανατολικής Χαλκιδικής[15]. Όπως θα εξετάσουμε αναλυτικότερα, μεγαλύτερες συγκεντρώσεις τους παρατηρούνταν ανάμεσα στο Σιδηρόκαστρο και την Ηράκλεια. 
 
Ακόμη πιο βόρεια, στον καζά της Άνω Τζουμαγιάς, το σημερινό Μπλαγκόεβγκραντ, ορεινές νομαδοκτηνοτροφικές εγκαταστάσεις αναφέρονται με βεβαιότητα στις πλαγιές της νότιας Ρίλα και ειδικότερα στις τοποθεσίες Αρτσαλίε ή Αργκάτς, Μπίστριτσα, Ντομπροπόλε, Μπακίρ Τεπέ και Ρίσοβο ή Χρίσοβο (Οσενόβσκι Κολίμπι). Οι περισσότερες από αυτές, αν όχι όλες, είχαν εδραιωθεί από Γραμμοστιάνους, αν και στην περιοχή αναφέρονται και τσελιγκάτα Σαρακατσαναίων με τους οποίους συχνά τους μπέρδευαν. Μικρές ομάδες οικογενειών της ίδιας προέλευσης βρισκόταν σε ένα μεταβατικό κοινωνικοοικονομικό στάδιο και επιχειρούσαν να εγκατασταθούν οριστικά μέσα στην πόλη και δίπλα σε εμποροβιοτέχνες Βλάχους προερχόμενους, κυρίως, από την Πελαγονία, αλλά και σε χαμηλούς οικισμούς στον άνω ρου του Στρυμόνα, όπως στη Γκραμάντα, το Στρούμσκι Τσιφλίκ και το Κρούπνικ. Ωστόσο, αυτοί που παρέμεναν νομαδοκτηνοτρόφοι έδειχναν προτίμηση για μακρινά χειμαδιά μέχρι τις περιοχές της Νιγρίτας, της Ασπροβάλτας και της ανατολικής Χαλκιδικής[16]. Χαρακτηριστικά αναφέρεται πως δίπλα στις λιγοστές τουρκικές οικογένειες της Ασπροβάλτας παραχείμαζε σταθερά μία ομάδα 10 οικογενειών Γραμμοστιάνων από την Άνω Τζουμαγία. Είχαν, μάλιστα, προχωρίσει στην αγορά και την αξιοποίηση ενός μέρους των κτημάτων του χωριού. Άλλες 5 οικογένειες της ίδιας προέλευσης παραχείμαζαν στα γειτονικά Στεφανινά[17].
 
Στον ιδιαίτερα ορεινό καζά του Ραζλόγκ (Μαχομία) καλυβικές εγκαταστάσεις είχαν δημιουργηθεί στις πλαγιές τις Δυτικής Ροδόπης, κοντά ή και μέσα στα χωριά Μπάτσεβο, Γκόλντοβα, Νεντομπάρσκο, Ντράγκλιστα, Γιακορούντα και στις θέσεις Σουφάν Ντερέ και Καραμάντα, σχεδόν δίπλα στην τότε  συνοριακή γραμμή με τη Βουλγαρία. Τα τσελιγκάτα αυτής της ομάδας προέρχονταν κατά κύριο λόγο από τη Γράμμοστα, αν κι ελληνικά διπλωματικά έγγραφα κάνουν αναφορά για μερική καταγωγή από την Αβδέλλα. Ο δε Gustav Weigand αναφέρει πως οι δημιουργοί των καλυβίων της Καραμάντρας προέρχονταν από την Αετομηλίτσα (Ντένισκο) της Κόνιτσας στις πλαγιές του Γράμμου.  Επιπλέον, περιορισμένοι αριθμοί οικογενειών της ίδιας ομάδας είχαν εγκατασταθεί μόνιμα μέσα στους οικισμούς της Μπέλιτσα και του Ραζλόγκ[18]. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα, τα τσελιγκάτα αυτής της ομάδας προτιμούσαν να κατεβαίνουν μέχρι τα χωριά της Δράμας (Προσωτσάνη, Δοξάτο κ.ά.), της Ζίχνης (Κωστάκι, Πρώτη, Ροδολίβος κ.ά.) και της Ελευθερούπολης[19]. Στον καζά της Ελευθερούπολης, τέτοια χειμαδιά αναφέρονται, εκτός από την ίδια την μικρή πόλη, και στα χωριά Ακροπόταμος, Κάργιανη, Φτέρη, Φωλιά, Ελευθερές, Άγιος Ανδρέας και Γενίκιοϊ (?), όπου οι παραχειμάζοντες ενίσχυαν τον τοπικό χριστιανικό πληθυσμό, έστω και περιοδικά[20]
 
Ωστόσο, η έντονη κινητικότητα των βλάχικων τσελιγκάτων και η συνεχής αναζήτηση νέων λιβαδιών αδυνατούσαν να τα  περιορίσουν σε μία διοικητική περιοχή. Έτσι, κάποιες ομάδες είχαν, ήδη, σκορπίσει σε βορειότερες και ανατολικότερες περιοχές, έξω από τα όρια του σαντζακίου Σερρών. Ιδιαίτερα πολυπληθή και ακμαία παρουσιάζονται τα τσελιγκάτα που βρέθηκαν να στήνουν καλυβικές εγκαταστάσεις στις πλαγιές της Ροδόπης, σε εδάφη που, μετά τα 1878, περιελήφθησαν στην κυριότητα της νέας μικρής ηγεμονίας της Ανατολικής Ρωμυλίας[21]. Κάποια τσελιγκάτα, μάλιστα, εκμεταλλεύτηκαν τις τότε πολιτικές συγκυρίες, εγκατέλειψαν τις περιοχές του Μελένικου και τις πλαγιές του Πιρίν και αναζήτησαν λιβάδια με μεγαλύτερη ασφάλεια πέρα από τα τότε νέα σύνορα, στις βόρειες πλαγιές της Ρίλα και εντός των ορίων της πρώτης βουλγαρικής ηγεμονίας[22].
 
Οι διάφορες μαρτυρίες και οι έγγραφες πηγές για τη δημογραφία των Βλάχων στην περιοχή μας βοηθούν να συμπεράνουμε πως, από όλες τις προγονικές ομάδες που βρέθηκαν να ριζώνουν στην Ανατολική Μακεδονία, αναζητώντας ασφάλεια και προοπτική, οι Γραμμοστιάνοι είχαν, ίσως, τη μεγαλύτερη πληθυσμιακή ισχύ. Πέραν τούτου, παρουσιάζονται να διατήρησαν, με μια κάποια επιμονή είναι αλήθεια, μία έντονα χαρακτηριστική νομαδοκτηνοτροφική ταυτότητα. Έχοντας αναγκαστεί να εγκαταλείψει την ημινομαδική κοινότητά τους στο Γράμμο, εξέπεσαν στο καθεστώς του νομάδα για αρκετές γενιές, αν και τους παρατηρούμε να αναζητούν ευκαιρίες για τη δημιουργία σταθερότερων ημινομαδικών οικισμών στα ορεινά. Ωστόσο, σε αντίθεση με τις άλλες ομάδες Βλάχων που προέρχονταν από άλλες προγονικές εστίες, λίγοι ήταν οι Γραμμοστιάνοι που,  μέχρι τις αρχές 20ου αιώνα, είχαν εγκαταλείψει την κτηνοτροφία του τροπαλισμού προς χάρην μίας οριστικής εγκατάστασης κάπου στα πεδινά. Αυτή η πολιτισμική, κοινωνική και οικονομική τους ταυτότητα ήταν τόσο ισχυρή ώστε να ενσωματώσουν στις τάξεις τους και τους άλλους Βλάχους της περιοχής, που παρέμεναν νομαδοκτηνοτρόφοι, και να τους επιβάλουν τα δικά τους παραδοσιακά πρότυπα. Είναι ενδεικτικό πως τούς επέβαλαν τις ενδυματολογικές επιλογές τους, που είχαν, πια, χαθεί από τις μητροπόλεις της Πίνδου. Ο σκληροτράχηλος βίος τους και οι συνήθειές τους φάνταζαν τόσο απόκοσμες ώστε, σε αντίθεση με τους μόνιμα εγκατεστημένους Βλάχους, φορείς προόδου στην περιοχή, τους αποδόθηκε η προσωνυμία Αγριόβλαχοι[23].
 
Από την άλλη μεριά, η καθήλωσή τους σε έναν αυστηρά παραδοσιακό τρόπο  ζωής ευνόησε και ευνοήθηκε από την παράλληλη ανάπτυξη ενός πλήθους βλάχικων εγκαταστάσεων με εμποροβιοτεχνικό χαρακτήρα στα κεφαλοχώρια, τα ημιαστικά, τα αστικά, τα οικονομικά και τα διοικητικά κέντρα. Χαρακτηριστική περίπτωση αυτής της σχέσης παραμένει η ανάπτυξη της Ηράκλειας Σερρών ως η μεγαλύτερη και η πλέον ακμαία βλάχικη εγκατάσταση σε όλη την περιοχή, στη μέση του κάμπου κι ανάμεσα σε ένα πλήθος βλάχικων χειμαδιών[24]. Μπορεί η παρουσία των νομαδοκτηνοτρόφων στην Ηράκλεια να ήταν περιοδική, όμως ένα σημαντικό μέρος της παραγωγής τους διακινούταν μέσω της αγοράς της, όπου έκαναν κι ένα μεγάλο μέρος των προμηθειών τους. Σύμφωνα με αρχειακές πηγές[25], στα μέσα της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα, ο βλάχικος πληθυσμός της Ηράκλειας παρουσίαζε διακυμάνσεις ανάμεσα στη θερινή και τη χειμερινή περίοδο. Οι διαφορές ήταν αποτέλεσμα της διαχείμασης εδώ πολλών και κυρίως τσελιγκάδικων οικογενειών.
 
Οι περισσότερες από αυτές τις οικογένειες, αν όχι όλες, προέρχονταν από την Μπόζντοβα, τη Λόποβα και τη Σιάτροβα. Από την Μπόζντοβα κατέβαιναν οι οικογένειες των τσελιγκάδων Νίτσιου Στεργιούτσα και Νικόλαου, από τη Σιάτροβα οι οικογένειες των κεχαγιάδων Δημήτριου Μπαλιγκάρη και Μήτρου Καραμάνου κι από τη Λόποβα οι οικογένειες των κεχαγιάδων Κώστα και Μήτσου Ιντζέ, Γιαννάκη και Νικόλαου Μπουλιούκμπαση, Μίχου Οικονόμου και Θύμιου Παναγιώτου ή Τσίτσου. Χειμαδιά της ίδιας προέλευσης  υπήρχαν σε πολλά από τα γειτονικά χωριά και τσιφλίκια. Στο Ποντισμένο (Ερνίκοϊ) κατέβαινε το φαλκάρι του αρχιτσέλιγκα Νικόλαου Στεργίου Παφλιάνου από τη Λόποβα με 10 οικογένειες και  600 με 700 πρόβατα. Στο Μεγαλοχώρι (Μπουγιούκ Μαχαλέ), κτήμα του Ακήλ Βέη, είχε χειμαδιό ο τσέλιγκας Αλέξης με 10 οικογένειες, 700 πρόβατα και 60 άλογα. Στο Νεοχώρι (Αλή Πασά Μαχαλέ), κτήμα του Αντωνάκη Παρίση, είχε χειμαδιό ο τσέλιγκας Γιώργης με 4 οικογένειες, 600 πρόβατα και 30 άλογα. Στο Λιμνοχώρι (Μπορσούκι), κτήμα του Χατζηαβδούλ Εφέντη, είχε χειμαδιό ο τσέλιγκας Μίχος Οικονόμου από τη Λόποβα με 13 οικογένειες, 800 πρόβατα και 60 άλογα. Στο Δενδροχώρι (Μπαχτιάρ), κτήμα της πρόκριτης οικογένειας Χατζηλαζάρου από τις Σέρρες, είχε χειμαδιό ο τσέλιγκας Χρήστος με 5 βλάχικες οικογένειες, 400 πρόβατα και 30 άλογα. Στο Χορτερό (Λάτρεβο) έστηνε χειμαδιό ο κεχαγιάς Βασίλειος Παφλιάνος από τη Λόποβα με 10 οικογένειες, 1.100 πρόβατα και 60 άλογα. Στο Καμαρωτό (Καμαροτί) έστηνε χειμαδιό ο κεχαγιάς Αδάμος με 5 οικογένειες, 600 πρόβατα και 10 άλογα. Στη Θερμοπηγή (Πούλιοβο) έστηνε χειμαδιό ο κεχαγιάς Παρίσης με 20 οικογένειες, 1.000 πρόβατα και 30 άλογα. Στο Μελενικίτσι έστηναν χειμαδιά οι κεχαγιάδες Αναγνώστης, Χρήστος και Σιαμάτας από την Μπόζντοβα. Οι ίδιοι είχαν χειμαδιά και στο Χριστό. Βλάχικα χειμαδιά αναφέρεται πως υπήρχαν κατά διαστήματα και στα γειτονικά σημερινά χωριά Κοίμηση, Σχιστόλιθος, Στρυμονοχώρι, Γεφυρούδι, Αμμουδιά και Σαρακατσαναίικα.
 
Με τη βοήθεια των ελληνικών διπλωματικών εγγράφων κατανοούμε το πραγματικό δημογραφικό μέγεθος των βλάχικων νομαδοκτηνοτροφικών πληθυσμών στο σαντζάκι Σερρών στις αρχές του 20ού αιώνα. Κι αυτό όταν οι ίδιοι Βλάχοι είχαν καταστεί αντικείμενο επιστημονικού ενδιαφέροντος, αλλά και πολιτικών και, πολλές φορές, βίων εθνικών διεκδικήσεων. Αν, μάλιστα, συγκρίνουμε το πληθυσμιακό δυναμικό τους με αντίστοιχες ρουμανικές δημογραφικές καταγραφές εκείνης της εποχής γίνεται αντιληπτή η έκταση των εσκεμμένων υπερβολών τους[26]. Από την άλλη μεριά, κατανοούμε καλύτερα το ρυθμιστικό ρόλο αυτών των πληθυσμών στην ανάπτυξη του δικτύου των βλάχικων οικισμών και εγκαταστάσεων της περιοχής. Αντιλαμβανόμαστε τη στενά συμπληρωματική σχέση αλληλεξάρτησης και αμοιβαίας ενίσχυσης, τόσο οικονομικής όσο και δημογραφικής, που αναπτύχθηκε ανάμεσα στις νομαδοκτηνοτροφικές και τις εδραίες εγκαταστάσεις όλων των τύπων. Παρά την αναπόφευκτη αφομοίωση, αυτή η ισχυρή σχέση φαίνεται ήταν ένας από τους παράγοντες που βοήθησε τους Βλάχους ώστε να διαιωνίσουν, μέχρι τότε, την ιδιαίτερη παρουσία τους ως μια διακριτή ομάδα ανάμεσα στις άλλες πολυπληθέστερες γλωσσικές ομάδες. Επιπλέον, μοιάζει να τούς βοήθησε ώστε να διεκδικήσουν, από θέση ισχύος, ένα μεγάλο μέρος της τοπικής αγροτοκτηνοτροφικής, μεταπρατικής και εμπορικής οικονομίας, παραμένοντας, στη συντριπτική πλειοψηφία τους, συστατικό στοιχείο της διαμορφούμενης νεοελληνικής πραγματικότητας στην περιοχή.

 

πηγή: www.vlachs.gr
 

ΒΛΑΧΙΚΟΙ ΝΟΜΑΔΟΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΟΙ ΠΛΗΘΥΣΜΟΙ, ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ
ΣΤΟ ΣΑΝΤΖΑΚΙ ΣΕΡΡΩΝ ΣΤΑ 1900.
Αστέριος Ι. Κουκούδης

13ο Συμπόσιο Ιστορίας Λαογραφίας & Βλάχικης Παραδοσιακής Μουσικής & Χορού, 
Ηράκλεια Σερρών 8-9 Σεπτεμβρίου 2012

 

 


 

 

Αναζήτηση