Τα βλαχοχώρια της σημερινής Δυτικής Μακεδονίας αναπτύχθηκαν στα ορεινά και τις διαβάσεις της περιοχής ως δορυφόροι ενός οικιστικού συστήματος με αναμφισβήτητο μητροπολιτικό κέντρο την περιοχή στη ραχοκοκαλιά της Πίνδου. Το Πισοδέρι, το Νυμφαίο (Νέβεσκα) και η Κλεισούρα, αλλά και η Βλάστη (Μπλάτσι), τα Νάματα (Πιπιλίστα) και το Σισάνι, παρά την αμφιλεγόμενη συμμετοχή Βλάχων στην εδραίωσή τους, σχημάτιζαν το βασικό δίκτυο. Υπήρξαν οικισμοί που δέχθηκαν κύματα Βλάχων προσφύγων από τις περιοχές της Μοσχόπολης και του Γράμμου, στα τέλη του 18ου αιώνα, και με τη σειρά τους προώθησαν νέες κινήσεις μετοικεσίας. Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, ανέπτυξαν μια κοινωνική και οικονομική ταυτότητα που βασίστηκε κατά πολύ στις μεταφορές, τη βιοτεχνία, το εμπόριο και την περιοδική μετανάστευση σε αναζήτηση επαγγελματικών ευκαιριών. Αρχικά, οι κάτοικοί τους στράφηκαν σε αρκετά μακρινές περιοχές, στο βορρά των Βαλκανίων και μέχρι την Κωνσταντινούπολη. Αυτή η πληθυσμιακή κινητικότητα έδωσε ευκαιρίες για το σταδιακό σχηματισμό οικογενειακών δικτύων οικονομικής δράσης και επαγγελματικής αλληλοϋποστήριξης. Τόσο οι βίαιες μαζικές μετακινήσεις, όσο και ακόλουθες, ομαδικές, μεταναστευτικές κινήσεις είχαν ως αποτέλεσμα την εδραίωση και την ανάπτυξη στη γύρω περιοχή μίας σειράς νέων βλάχικων εγκαταστάσεων στα τοπικά διοικητικά, οικονομικά και αστικά κέντρα, ανάμεσα σε δημογραφικά πλειοψηφούντες, αλλόγλωσσους πληθυσμούς.
Υπάρχουν αναφορές πως, καθώς η Μοσχόπολη όδευε στη μεγάλη «καταστροφή» του 1769, μία ομάδων κατοίκων της προσπάθησε να εγκατασταθεί στην ίδια την Καστοριά. Παρουσιάζονται να ζήτησαν να τους παραχωρηθεί η περιοχή Μύτκας, δίπλα στη λίμνη, ώστε να δημιουργήσουν μία νέα Μοσχόπολη. Οι Καστοριανοί, όμως, φοβούμενοι την ανταγωνιστική, εμπορική δεινότητα των Μοσχοπολιτών δεν παραχώρησαν την περιοχή με διάφορες προφάσεις. Αργότερα, οι μεταγενέστερες γενιές των Καστοριανών αναγνώριζαν ως λανθασμένη αυτή την απόφαση, καθώς πίστευαν πως η άφιξη και η εγκατάσταση των Μοσχοπολιτών θα ενδυνάμωνε πληθυσμιακά και οικονομικά την πόλη τους. Μπορεί να αποτράπηκε μία μαζική μετοικεσία, όμως, εξελικτικά, δεν αποφεύχθηκε η εγκατάσταση αρκετών Μοσχοπολιτών και άλλων Βλάχων προσφύγων και στην Καστοριά. Κάποιες οικογένειες ήρθαν κατευθείαν εδώ ή αφού πέρασαν πρώτα από την Αχρίδα, το Κρούσοβο και άλλες παροδικές εγκαταστάσεις. Το γεγονός επιβεβαιώνει στα απομνημονεύματά του ο επίσης μοσχοπολίτικης καταγωγής Καστοριανός αγωνιστής Αναστάσιος Πηχέων, όταν αναφέρει πως, λίγο μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, η ανώτερη τάξη των Ελλήνων της πόλης αποτελούταν κυρίως από οικογένειες βλάχικης καταγωγής που είχαν εγκατασταθεί στην Καστοριά προερχόμενες από τη Μοσχόπολη, τη Νικολίτσα, το Βιθκούκι και αλλού. Στα τέλη πια του 19ου αιώνα, ο Γάλλος δημοσιογράφος Victor Berard επισημαίνει την έντονη παρουσία αυτού του βλάχικου στοιχείου στους κόλπους της τοπικής ελληνορθόδοξης κοινότητας, καθώς αναφέρει πως μεγάλος αριθμός των χριστιανών της πόλης μιλούσε ή καταλάβαινε τα βλάχικα.
Μέρος των Μοσχοπολιτών, που δεν μπόρεσε να εγκατασταθεί ομαδικά στην Καστοριά, φαίνεται πως στράφηκε σε μικρότερους οικισμούς κοντά σε αυτή. Όταν, γύρω στα 1810, ο Γάλλος διπλωμάτης και περιηγητής François Pouqueville πέρασε από την περιοχή παρατήρησε πως 100 περίπου οικογένειες από τη Μοσχόπολη είχαν, ήδη, δημιουργήσει μία δική τους, ξεχωριστή συνοικία στο γειτονικό Άργος Ορεστικό (Χρούπιστα). Όπως σημειώνει ο Pouqueville, οι οικογένειες αυτές διατηρούσαν τα έθιμά τους και ζούσαν μοιράζοντας το χρόνο τους ανάμεσα στη φροντίδα των ζώων τους, τη γεωργία και την υφαντουργική. Κατασκεύαζαν χονδρά μάλλινα υφάσματα από τα οποία ράβονταν τα λαϊκά ρούχα. Είναι σίγουρο πως, κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα και μέχρι τις αρχές του 20ού, αυτοί οι σταδιακά αφομοιούμενοι πρόσφυγες δεν ήταν οι μόνοι Βλάχοι κάτοικοι του Άργους Ορεστικού. Αν και μετά τις μεγάλες εξόδους οι οικογένειες των Γραμμοστιάνων που συνέχιζαν να περνούν τα καλοκαίρια στην πατρογονική, ορεινή κοινότητάς τους είχαν περιοριστεί δημογραφικά κατά πολύ, αρκετές από αυτές τις ημινομαδικές οικογένειες και κυρίως αυτές των τσελιγκάδων προτιμούσαν να περνούν τους χειμώνες στο κοντινό Άργος Ορεστικό, όπου σχημάτιζαν ολόκληρους μαχαλάδες, ενώ οι περισσότεροι άντρες, οδηγώντας τα όποια κοπάδια τους είχαν απομείνει, συνέχιζαν να στήνουν τα παραδοσιακά χειμαδιά τους στην ανατολική Θεσσαλία. Αυτές οι οικογένειες ήταν που μετέφεραν την εικόνα της προστάτιδας Παναγίας της Γράμμοστας. Την ίδια πρακτική χειμερινής εγκατάστασης στο Άργος Ορεστικό ακολουθούσε και μία ομάδα προερχόμενη από τη Σαμαρίνα. Στην περίπτωση τους έχουμε να κάνουμε περισσότερο με εμποροβιοτέχνες και επαγγελματίες Βλάχους και πολύ λιγότερο με κτηνοτρόφους. Αυτοί οι Σαμαριναίοι αναζητούσαν στο Άργος Ορεστικό ευκαιρίες για τη χειμερινή συνέχιση των δραστηριοτήτων τους, με αποτέλεσμα να ριζώσουν οριστικά στη μικρή πολιτεία. Πολλοί λιγότεροι ήταν οι Αετομηλιτσιώτες που βρέθηκαν να εγκαθίστανται εδώ ακολουθώντας ανάλογες πρακτικές.
Παραδόσεις από το γειτονικό Βογατσικό αναφέρουν πως, προς τα τέλη του 18ου αιώνα, οι Καστοριανοί είχαν αποτρέψει την εγκατάσταση κάποιων ηπειρωτών προσφύγων στην πόλη τους. Έτσι, 70 περίπου οικογένειες από διάφορα μέρη και κυρίως από τη Μοσχόπολη, τη Φούρκα, το Σούλι και την Πάργα, εγκαταστάθηκαν τελικά στο Βογατσικό. Στη στατιστική του 1889 του Σέρβου Spiridon Gopgevic, το Βογατσικό παρουσιάζεται να κατοικείται από 3.000 ελληνόφωνους και βλαχόφωνους χριστιανούς, ενώ σε μία άλλη επισήμανση του ίδιου αναφέρεται η συνύπαρξη 400 ελληνόφωνων και 100 βλαχόφωνων φορολογούμενων. Με τον καιρό, οι Βλάχοι μέτοικοι του Βογατσικού αφομοιώθηκαν και χάθηκαν ανάμεσα στους πολυπληθέστερους ελληνόφωνους συμπολίτες τους. Ανάλογη ήταν η τύχη μίας μικρότερης ομάδας βλάχικων οικογενειών από το Λινοτόπι του Γράμμου που είχαν εγκατασταθεί στο γειτονικό Νεστόριο και εξελικτικά αφομοιώθηκαν ανάμεσα στους παλαιότερους σλαβόφωνους κατοίκους. Σε στατιστική των αρχών του 20ού αιώνα αναφέρεται πως ανάμεσα στα 455 νοικοκυριά σλαβόφωνων οικογενειών του Νεστορίου υπήρχαν ακόμη 16 βλάχικα νοικοκυριά.
Παραδόσεις, και πάλι, αναφέρουν πως ένας αδιευκρίνιστος, αλλά σημαντικός, αριθμός Μοσχοπολιτών κατέφυγε και στη Σιάτιστα. Η μικρή πολιτεία της Σιάτιστας είχε ήδη στενές εμπορικές σχέσεις με τη Μοσχόπολη, σε τέτοιο, μάλιστα, βαθμό ώστε οι Σιατιστινοί και οι Μοσχοπολίτες να συνεταιρίζονται συχνά, πριν τα γεγονότα του 1769. Ωστόσο, όταν στα 1810, ο Pouqueville πέρασε και από τη Σιάτιστα, δεν κατέγραψε την παρουσία Βλάχων, καθώς πολύ πιθανά είχαν, ήδη, αφομοιωθεί σε μεγάλο βαθμό. Κάποια αξιόλογη ομάδα Μοσχοπολιτών και άλλων Βλάχων φυγάδων από τα μέρη της Ηπείρου εγκαταστάθηκε και στη γειτονική Εράτυρα, την παλιά Σέλιτσα. Το γεγονός αυτής της μετεγκατάστασης έρχεται να επιβεβαιωθεί από ισχυρές, μέχρι και σήμερα, οικογενειακές παραδόσεις, αλλά και τα δεκάδες επώνυμα βλάχικης προέλευσης ανάμεσα στους κατοίκους της Εράτυρας. Έτσι, προς τα τέλη του 19ου αιώνα, στη στατιστική του Gopgevic επισημαίνεται η πιθανή συνύπαρξη στη Σιάτιστα 7.500 ελληνόφωνων και 2.500 βλαχόφωνων κατοίκων και κατ’ αναλογία καταγράφονται 1.500 σπιτικά ελληνοφώνων και 600 σπιτικά βλαχοφώνων. Στην περίπτωση της Εράτυρας αναφέρονται 200 σπιτικά ελληνόφωνων και 100 σπιτικά βλαχοφώνων, αλλά και 28 Τσιγγάνοι.
Βέβαια, οι Βλάχοι που αναφέρει ο Gopgevic ήταν εν μέρει μοσχοπολίτικης καταγωγής, καθώς, κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, τόσο στη Σιάτιστα όσο και στην Εράτυρα, εγκαταστάθηκαν κι άλλοι Βλάχοι προερχόμενοι κι από άλλες περιοχές Επιπλέον, οι περιπτώσεις αυτές θα πρέπει να εξεταστούν σε στενή σχέση με ανάλογες και μαζικότερες εγκαταστάσεις Βλάχων στη γειτονική Βλάστη, τα Νάματα και το Σισάνι. Είναι σίγουρο πως οι πρόσφυγες της Μοσχόπολης και του Γράμμου συμπαρέσυραν στις μετακινήσεις τους και κατοίκους της Φούρκας Κόνιτσας και της Σαμαρίνας Γρεβενών. Στην περίπτωση της Φούρκας, τις τάσεις εξόδου φαίνεται πως ενίσχυσε, ιδιαίτερα, η πολιτική Αλή Πασά που ακολούθησε και ο οποίος παρουσιάζεται να πίεζε τους κατοίκους, έτσι ώστε να μετατρέψει το χωριό σε δικό του τσιφλίκι. Και ενώ ορισμένοι από αυτούς τους Βλάχους βρέθηκαν στα βλαχοχώρια του Άσκιου, μεμονωμένες οικογένειες ή και μικρές ομάδες οικογενειών βρέθηκαν να εγκαθίστανται στην Εράτυρα, τη Σιάτιστα, το Τσοτύλι, τον Πελεκάνο, τη Γαλατινή κι άλλους μικρότερους, ελληνόφωνους οικισμούς της Ανεσελίτσας, της σημερινής επαρχίας Βοΐου και εξελικτικά στην Κλεισούρα και το Νυμφαίο.
Το δίκτυο των βλάχικων εγκαταστάσεων στη Δυτική Μακεδονία πήρε μία πιο οριστική μορφή και σύνθεση λίγο μετά την επαναστατική κίνηση του 1854. Ομάδες, κυρίως, κτηνοτρόφων από τα ημινομαδικά βλαχοχώρια των Γρεβενών, που είχαν εμπλακεί στα τότε γεγονότα και φέρονται να ενοχοποιήθηκαν και να έχασαν σημαντικό μέρος των περιουσιών τους στην περίφημη Μάχη της Φυλλουριάς, αναγκάστηκαν να αναζήτησαν νέες ευκαιρίες εγκατάστασης ανάμεσα στους εύπορους εμποροβιοτέχνες κατοίκους των βλαχοχωριών της περιοχής, όπως στην Κλεισούρα, τη Βλάστη και τα Νάματα, αλλά και σε κατ’ εξοχήν ελληνόφωνους οικισμούς, όπως η Εράτυρα, η Σιάτιστα και το Τσοτύλι. Σε κάποιες περιπτώσεις οι μετακινήσεις ήταν αποτέλεσμα σοβαρών ενδοκοινοτικών συγκρούσεων. Όπως και να είχε, αυτές τις κινήσεις μετοικεσίας ακολούθησαν στενά και ομάδες ελληνόφωνων κτηνοτρόφων από τα χωριά των Κουπατσαραίων, στην περιοχή δυτικά των Γρεβενών. Παρά τις γλωσσικές διαφορές, η κοινή κοινωνική και οικονομική ταυτότητα αυτών των τελευταίων Βλάχων και Κουπατσαραίων μέτοικων τους ώθησε σε στενότερη συμβίωση και αμοιβαία αφομοίωση, καθιστώντας δύσκολο το διαχωρισμό τους. Τους ημινομάδες κτηνοτρόφους δεν άργησαν να ακολουθήσουν ορισμένοι εμποροβιοτέχνες και επαγγελματίες. Έτσι, στα 1904 και σύμφωνα με έκθεση του τότε μητροπολίτη Σισανίου και Σιατίστης Σεραφείμ, πληροφορούμαστε πως μικρές, αλλά, δραστήριες ομάδες εδραίων Βλάχων υπήρχαν τόσο στο Τσοτύλι όσο και στη Σιάτιστα κι, όπως επισημαίνεται, αυτοί οι σταδιακά αφομοιωμένοι Βλάχοι προέρχονταν, κυρίως, από τη Σαμαρίνα, τη Φούρκα και την Αβδέλα. Τοπικές παραδόσεις έρχονται να ενισχύσουν την άποψη πως η βλάχικη εγκατάσταση στο Τσοτύλι έγινε με τη σύμφωνη γνώμη, με τη συγκατάθεση ή και με την πρόσκληση ισχυρών τοπικών μπέηδων. Αυτοί οι ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι της Ανεσελίτσας, γνωστοί και ως Βαλαάδες, παρουσιάζονται να αναγνώριζαν τις εμπορικές και επαγγελματικές ικανότητες των Βλάχων μετοίκων και να ήλπιζαν πως η εκεί εγκατάστασή τους θα βοηθούσε την οικονομία της περιοχής τους.
Είναι βέβαιο πως οι κάτοικοι των ημινομαδικών χωριών της Βόρειας Πίνδου είχαν μια συνεχή παρουσία στο μικρό διοικητικό και οικονομικό κέντρο των Γρεβενών, αν και η δημογραφική τους παρουσία αυξομειωνόταν ανάμεσα στη θερινή και τη χειμερινή περίοδο. Οι αριθμοί τόσο των παραχειμαζόντων όσο και των οριστικά εγκατεστημένων επαγγελματιών προσαυξήθηκαν σημαντικά μετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα, στα 1881. Η ύπαρξη της νέας συνοριακής γραμμής φαίνεται πως είχε δημιουργήσει προβλήματα στην παραδοσιακή κάθοδο στα πεδινά της Θεσσαλίας και ενίσχυσε την επιλογή των Γρεβενών ως τόπο χειμερινής διαβίωσης. Παρά τη φημολογούμενη συμμετοχή και Βλάχων στην ίδρυση της Κοζάνης, αυτή η δραστήρια πόλη αναπτύχθηκε ως μια κλειστή, ελληνόφωνη, χριστιανική κοινότητα με ισχυρό εμποροβιοτεχνικό και αστικό χαρακτήρα. Εντούτοις, ούτε εδώ αποφεύχθηκε η εγκατάσταση κάποιων Βλάχων. Μία έκθεση των τοπικών εκκλησιαστικών αρχών, έρχεται, στα 1904, να γνωστοποιήσει την παρουσία 50 βλάχικων οικογενειών και στην Κοζάνη, προερχόμενων από τη Σαμαρίνα, ανάμεσα στις 2.500 κατ’ εξοχήν ελληνόφωνες οικογένειες της πόλης. Και ενώ οι περισσότερες από αυτές τις οικογένειες ακολουθούσαν μια μακροχρόνια πρακτική απλής παραχείμασης, ορισμένες εύπορες οικογένειες είχαν εγκατασταθεί οριστικά εκεί. Ακόμη και στην περίπτωση της Πτολεμαΐδας, οι πρώτοι χριστιανοί επαγγελματίες που μπόρεσαν σαν εγκατασταθούν σταθερά σε αυτή την τουρκική πολιτεία ήταν μέτοικοι από τη Βλάστη και την Κλεισούρα.
Η πιο άγνωστη από τις αστικές βλάχικες εγκαταστάσεις στη Δυτική Μακεδονία είναι αυτή στα Σερβία. Το παλιότερο βλάχικο στοιχείο της μικρής πολιτείας θα πρέπει να δημιούργησε μια κάποια βάση όταν οι αντιπαραθέσεις ανάμεσα στον Αλή Πασά των Ιωαννίνων και τους ισχυρούς τοπικούς αρματολούς εξανάγκασαν σε έξοδο από τα γειτονικά βλαχοχώρια του Ολύμπου ενός σημαντικού αριθμού οικογενειών, που ανήκαν, κυρίως, στις τάξεις των εμποροβιοτεχνών. Αναφέρεται πως, ήδη στα 1814 με 1815, προεστός των χριστιανών της πόλης ήταν ο Λιβαδιώτης Αναστάσιος Χατζή-Πούσιος. Η άφιξη των Ολύμπιων Βλάχων είναι σίγουρο πως αναζωογόνησε την περιορισμένη ομάδων των χριστιανών κατοίκων, αν και μόλις το ένα τέταρτο των 800 σπιτιών των Σερβίων κατοικούνταν, τότε, από χριστιανούς. Οι μετοικεσίες Ολύμπιων Βλάχων, ιδιαίτερα από το Λιβάδι ή Βλαχολίβαδο και το γειτονικό, αλλά μικρό και σχεδόν άγνωστο βλαχοχώρι με το όνομα Νεοχώρι ή Νιχώρι συνεχίστηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Κάποιες από αυτές θα πρέπει να ήταν οργανωμένες και ομαδικές. Σύμφωνα με έγγραφη πηγή, προερχόμενη από το προξενείο Ελασσόνας, υπήρξαν δύο μαζικά κύματα από το Λιβάδι. Το πρώτο σημειώθηκε με τη λήξη των τοπικών γεγονότων και τη συμμετοχή των Ολύμπιων Βλάχων στην επανάσταση του 1821 και το δεύτερο μετά το 1870. Και στις δύο περιπτώσεις, οι μέτοικοι θα πρέπει να αναζήτησαν ασφάλεια και ευκαιρίες βιοπορισμού στην πόλη των Σερβίων, όπου μπόρεσαν να συνεχίσουν τις εμποροβιοτεχνικές δραστηριότητές τους. Από το Νεοχώρι θα πρέπει να υπήρξε μία συνεχής ροή οικογενειών προς τα Σέρβια, λόγω της ανασφάλειας που προκαλούσαν οι συχνές, εκείνη την εποχή, ληστρικές επιθέσεις. Κάποια σοβαρότερη επίθεση, πιθανότατα στα 1858, οδήγησε σε συλλογική έξοδο και των τελευταίων κατοίκων του. Τελικά, σχεδόν στο σύνολό τους, οι Νιχωρίτες βρέθηκαν εγκατεστημένοι στα Σέρβια, όπου φέρονται να δημιούργησαν μία δική τους συνοικία γνωστή με το όνομα Νιχώρι, δίπλα στη συνοικία Ισνάφι των Λιβαδιωτών. Οι δύο αυτές συνοικίες επικράτησε να είναι γνωστές με το συλλογικότερο όνομα Βλάχικα. Το τοπωνύμιο Ισνάφι από μόνο του μπορεί να μαρτυρεί τον εμποροβιοτεχνικό χαρακτήρα της εγκατάστασης των Βλάχων κατοίκων. Τα Σερβία στάθηκαν πόλος έλξης μεμονωμένων ατόμων, οικογενειών, αλλά και μικρών ομάδων κι από άλλα μακρινότερα βλαχοχώρια και ιδιαίτερα προς τα τέλη του 19ου αιώνα, καθώς οι οθωμανικές αρχές είχαν καταστήσει τη μικρή πολιτεία διοικητική έδρα σαντζακίου. Αναφέρεται πως υπήρχαν οικογένειες με καταγωγή από τη Φτέρη και τη Μηλιά Πιερίας, όπως κάποιοι από τους απογόνους των Λαζαίων, των γνωστών αρματωλών, αλλά κι οικογένειες από τη Σαμαρίνα, το Νυμφαίο, τη Δάρδα ή τη Μοσχόπολη και το Μοναστήρι. Στα 1895, ο γερμανός μελετητής των Βλάχων Gustav Weigand δημοσιεύει την πληροφορία πως ανάμεσα στους δημογραφικά κυρίαρχους Τούρκους κατοίκους υπήρχαν 150 οικογένειες χριστιανικών, από τις οποίες οι 50 ήταν οικογένειες Βλάχων με καταγωγή από το Λιβάδι και το Νεοχώρι. Προχωρεί, μάλιστα, στην αξιοσημείωτη παρατήρηση πως πολλοί από τους ελληνόφωνους χριστιανούς άνδρες μιλούσαν με άνεση τα βλάχικα, όντας φτωχότεροι και εξαρτώμενοι οικονομικά από τους ισχυρότερους βλαχόφωνους της πόλης . Στα 1904 και σύμφωνα με αναφορά των τοπικών εκκλησιαστικών αρχών, στα Σέρβια υπήρχαν 250 χριστιανικές οικογένειες. Από αυτές οι 100, περίπου, ήταν βλάχικης καταγωγής, προερχόμενες, κυρίως, από το Λιβάδι . Στις 30 Μαρτίου 1907, 133 Βλάχοι οικογενειάρχες των Σερβίων συνυπέγραψαν και απέστειλαν επιστολή διαμαρτυρίας προς το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως για τη συνεχιζόμενη δράση της ρουμανικής προπαγάνδας στην πόλη τους και την περιοχή . Βασιζόμενοι στον αριθμό των υπογραφών, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως οι Βλάχοι κάτοικοι των Σερβίων αριθμούσαν περισσότερες από 500 ψυχές.
Η χαρακτηριστικότερη, ίσως, αστική βλάχικη εγκατάσταση στην περιοχή είναι αυτή που σχηματίστηκε στη Φλώρινα. Μία αναλυτική διπλωματική έκθεση, που χρονολογείται στα 1905, μας μεταφέρει πολύτιμες πληροφορίες, καθώς καταγράφονται ονομαστικά 29 κεφαλές οικογενειών βλάχικης καταγωγής. Από αυτούς οι 18 προέρχονταν από το γειτονικό Πισοδέρι, 2 από το Τύρνοβο, 2 από τη Σαμαρίνα, 2 από το Κρούσοβο, 2 από τη Μηλόβιστα, 1 από το Μεγάροβο, 1 από το Νυμφαίο και 1 από τη Βέροια. Αυτοί με την αρχαιότερη εγκατάσταση στην πόλη είχαν συμπληρώσει 35 ή 30 και χρόνια συνεχής παρουσίας, ενώ 11 είχαν, ήδη, αποκτήσει κτηματική περιουσία σε αυτή. Κρίνοντας από τα επώνυμα ορισμένων μπορούμε να υποθέσουμε τις επαγγελματικές τους ενασχολήσεις. Χαρακτηριστικά αναφέρονται τα επώνυμα Μαχαιροποιός, Τσαρουχάς, Φραγγοράπτης, Γανωτής, Χρυσοχόου, Ξενοδόχος, Ταπάσκας, Ζαπτιές, Μαραγκός, Σχοινοπώλης, Κεραμεύς, Ράπτης, Κασάπης, Ζαχαροπλάστης, ενώ υπήρχαν και δύο μοναχοί. Υποθέτουμε πως ο ισχυρότερος ανάμεσα τους ήταν ο αρβανιτοβλάχικης καταγωγής αρχιτσέλιγκας και κτηματίας Χρήστος Τζέγκας από τη Βέροια, καθώς καταγράφεται πρώτος στον κατάλογο.
Είναι σίγουρο πως η Φλώρινα συνέχισε να προσελκύει Βλάχους εμποροβιοτέχνες και επαγγελματίες μέχρι την απελευθέρωση στα 1912. Ωστόσο, πολύ πιο ιδιαίτερη ήταν η μαζική εγκατάσταση Βλάχων προσφύγων που ακολούθησε. Αυτή η, σχεδόν, άγνωστη ή και αγνοημένη προσφυγική ομάδα προερχόταν από τη γειτονική περιοχή της Πελαγονίας, η οποία με τις μάχες των Βαλκανικών Πολέμων και τις συμφωνίες της εποχής πέρασε, τότε, στην κυριαρχία των Σέρβων. Παρά τις αρχικές και, μάλλον, άτυπες συμφωνίες, οι νέες σερβικές αρχές προτίμησαν να παραγκωνίσουν τις ακμαιότατες, μέχρι τότε, τοπικές και, κυρίως, αστικού χαρακτήρα ελληνορθόδοξες κοινότητες, οι οποίες, σχεδόν, στο σύνολό τους αποτελούνταν από Βλάχους. Τα πολυάριθμα μέλη τους βρέθηκαν αντιμέτωπα με την επιλογή ανάμεσα στην προσαρμογή, την περιθωριοποίηση και την αφομοίωση και από την άλλη μεριά την έμπρακτη υποστήριξη των εθνικών επιλογών τους και το σκληρό και αβέβαιο μέλλον της προσφυγοποίησης. Η αρχική ροή προς την ελληνική επικράτεια ήταν μικρή, άτονη και ανοργάνωτη και αφορούσε περισσότερο τα σημαίνοντα μέλη της τοπικής ελίτ. Στην πορεία, αυτά τα αρχηγικά στελέχη, ακολούθησαν ελάσσονες εκπρόσωποι των εκκλησιαστικών και κοινοτικών αρχών, οι εκπαιδευτικοί, οι τραπεζίτες και οι κεφαλαιούχοι, οι επιστήμονες και οι μεγαλύτεροι από τους εμπόρους. Σταδιακά, συμπαρέσυραν τους μικρότερους επαγγελματίες και τους απλούς ανθρώπους της αγοράς και τους βιοπαλεστές, οι οποίοι μεθόδευσαν την τμηματική αναχώρησή τους, καθώς προσέβλεπαν στην εκπλήρωση μίας αμφίβολης υπόσχεσης, εκ μέρους των ελληνικών αρχών, για τη δημιουργία ενός Νέου Μοναστηρίου στην τόσο κοντινή και γνώριμη για αυτούς Φλώρινα . Μετέφεραν τις οικογένειες και τις δραστηριότητές τους άλλοι στη Φλώρινα και άλλοι στη Θεσσαλονίκη, κοντά σε συγγενείς και συμπατριώτες που είχαν βρεθεί να ζουν εκεί πολύ πριν το 1912. Δεν άργησαν να οργανώσουν, ήδη από 1913, προσφυγικούς συλλόγους και στις δύο πόλεις, που στόχευσαν στην περίθαλψη των λιγότερο προνομιούχων και την εκπλήρωση των υποσχέσεων . Την προσφυγική έξοδο επιτάχυναν, δυο τρία χρόνια αργότερα, οι εξελίξεις του Α’ Παγκόσμιου Πόλεμου, οι μάχες του Μακεδονικού Μετώπου και η κατάληψη της περιοχής από τους Βούλγαρους. Όσοι δεν είχαν φροντίσει να αναχωρήσουν έγκαιρα για την ελληνική επικράτεια βρέθηκαν αντιμέτωποι με τις μαζικές εκτοπίσεις στο εσωτερικό της Βουλγαρίας και την καταναγκαστική εργασία. Η λήξη του πολέμου, στα 1918, βρήκε τις άλλοτε δραστήριες ελληνορθόδοξες κοινότητες της Πελαγονίας διαλυμένες, κυριολεκτικά αποδεκατισμένες και όσους επιβίωσαν κατεστραμμένους οικονομικά. Η προσφυγοποίησή τους επιταχύνθηκε και οριστικοποιήθηκε. Η Φλώρινα είχε γεμίσει από Βλάχους πρόσφυγες προερχόμενους από το Μοναστήρι, το Κρούσοβο, το Μεγάροβο, το Τύρνοβο, τη Νιζόπολη, τη Μηλόβιστα, το Γκόπεσι, τη Ρέσνα, την Αχρίδα και την Άνω και Κάτω Μπεάλα . Από το 1912-13 και με μετριοπαθείς εκτιμήσεις, ίσως μέχρι και 7.000 Βλάχοι πρόσφυγες από τη σημερινή π.Γ.Δ.Μ. κατέφυγαν και εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα .
Φαίνεται πως τα πικρά αισθήματα για την απώλεια των εστιών τους είχαν πολιτικές προεκτάσεις και διαπλοκές. Η έλλειψη ουσιαστικών διακρατικών συμφωνιών, αρχικά με τη Σερβία και εξελικτικά με τη Γιουγκοσλαβία, ενίσχυσαν τα όποια προβλήματα. Ως αποτέλεσμα η αποκατάστασή τους στη Φλώρινα αντιμετώπισε διακρίσεις σε σύγκριση με τους πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής και των επίσημων ανταλλαγών πληθυσμών που ακολούθησαν. Οι προσφυγικοί σύλλογοι της Πελαγονίας αντιδρούσαν και ασκούσαν έντονες πιέσεις για τη δικαιότερη αποκατάσταση και περίθαλψη των μελών τους. Στα τέλη πια της δεκαετίας του ’20, δημιουργήθηκε μία νέα προσφυγική συνοικία, αυτή της Αγίας Παρασκευής, για την αποκατάσταση ενός μέρους των 600 περίπου οικογενειών που παρέμειναν, τελικά, στη Φλώρινα. Στις αποσκευές τους μετέφεραν όχι μόνο τη χαρακτηριστική βλάχικη δεινότητα στο εμπόριο, τις βιοτεχνικές δραστηριότητες και τα επαγγέλματα της αγοράς, αλλά και τις γνώσεις και τα βιώματα του αστισμού του Μοναστηρίου. Δεν άργησαν να επανασυστήσουν τον πνευματικό βίο τους και μέχρι ένα βαθμό να επιβληθούν κοινωνικά και οικονομικά στην τοπική κοινωνία.
Μέσα από αυτή τη, σχεδόν, επιγραμματική παρουσίαση του ιστορικού των αστικών βλάχικων εγκαταστάσεων στη Δυτική Μακεδονία, στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα, μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα πως δεν υπήρξαν κάποιοι σταθεροί και μη ανατρέψιμοι κανόνες οι οποίοι καθόρισαν την εδραίωση και την ανάπτυξή τους. Απεναντίας, η πορεία των Βλάχων προς αστική αποκατάσταση επηρεάστηκε από όλα τα ιστορικά γεγονότα κι όλες τις κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές που σημειώθηκαν αυτή την περίοδο. Το μόνο βέβαιο είναι οι Βλάχοι ήταν παντού παρόντες, σε μικρότερους ή μεγαλύτερους αριθμούς, στην πορεία προόδου όλων των διοικητικών, οικονομικών και αστικών κέντρων της περιοχής. Η πρωταρχική κτηνοτροφική ταυτότητά τους και ο συνεπακόλουθος εμποροβιοτεχνικός προσανατολισμός τους ήταν αδύνατον να τους περιορίσουν απομονωμένους κάπου στα ορεινά.
Κλεισούρα,
Κυριακή, 11 Σεπτεμβρίου 2010
11ο Συμπόσιο Ιστορίας, Λαογραφίας, Βλάχικης Παραδοσιακής Μουσικής και Χορών, Κλεισούρα Καστοριάς 11-12 Σεπτεμβρίου 2010
ΒΛΑΧΙΚΕΣ ΑΣΤΙΚΕΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗ ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ,
τέλη 19ου - αρχές 20ού αιώνα
Αστέρης Κουκούδης