Η Παραδοσιακή (γιορτινή) Φορεσιά της Σαμαρίνας

Φορεσιές Σαμαρίνας  Μία από τις κυριότερες εκφράσεις της λαϊκής μας παράδοσης είναι η παραδοσιακή φορεσιά,όπου διακρίνουμε πολλά στοιχεία των αρχαιότερων εποχών.1 Διάφορα τμήματα της ανδρικής και γυναικείας φορεσιάς συνεχίζουν άλλα την αρχαία ελληνική κι άλλα τη βυζαντινή τους παράδοση.Από το κοντό στρατιωτικό χιτώνιο που στερεώνεται με ζώνη γύρω στην οσφυϊκή χώρα και το οποίο είχε πολλές λεπτές κανονικές πτυχές,προέρχεται εξελιγμένη η πολύπτυχη φουστανέλα, που δίνει κατ’ επέκταση το όνομά της σε όλη την ενδυμασία.2 Στα ρωμαϊκά χρόνια η στολή με τον πολύπτυχο χιτώνα  καθιερώθηκε σ’όλα  τα μισθοφορικά στρατεύματα,επομένως και στα ελληνικά κι αποτελεί την προδρομική μορφή της νεοελληνικής φουστανέλας.«Η φουστανέλα κατά τον Στίλπωνα Κυριακίδη(καθηγητή λαογραφίας) κατάγεται από το δωρικό χιτώνα».3

 

 

 Τα γιλέκι, το μεϊντάνι,η φερμέλη, το κοντόσι, με τον διάκοσμό τους θυμίζουν το διακοσμημένο αρχαίο θώρακα.4 Εμείς προσθέτουμε και το σαμαρινιώτικο «τζιμαντάνι».Αλλά και τα χολέβια (τσιοάριτσι) αποτελούν την εξέλιξη των περικνημίδων των αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων πολεμιστών.
Οι πρώτες πληροφορίες που έχουμε για τις φορεσιές, προέρχονται από τα κείμενα ξένων περιηγητών.
Η σαμαρινιώτικη φορεσιά δεν διακρίνεται σε καλοκαιρινή και χειμερινή.Τα περισσότερα κομμάτια της γίνονται από τα υφαντά της οικιακής βιοτεχνίας και κυρίως το δίμιτο(αντίμτα),που για 
την ύφανσή του απαιτούνται τέσσερα μιτάρια και τέσσερις πατήτρες. 5

Μετά από κατάλληλη επεξεργασία στα μαντάνια ήταν έτοιμο για ράψιμο.Το δίμιτο ήταν ένα από τα πολλά σαμαρινιώτικα προϊόντα που οι κυρατζήδες μετέφεραν με τα μουλάρια τους στις τότε γνωστές αγορές των πόλεων:Κων/πολη ,Βελιγράδι, Βιτόλια 6 αλλά και προς την Αλβανία με κατάληξη το λιμάνι της Αυλώνας.7 Επιστρέφοντας εφοδίαζαν την αγορά της Σαμαρίνας και πολλών αστικών κέντρων με νέα προϊόντα που δημιούργησε η βιομηχανική επανάσταση της Ευρώπης όπως: χημικές βαφές, βαμβακερά νήματα, μάλλινα υφάσματα αγγλικής κυρίως προέλευσης, μεταξωτά και βελούδα, καθώς και διάφορα διακοσμητικά σειρίτια για τα φορέματα των γυναικών π.χ πασμαντερί που προέρχονταν από τη Λυών της Γαλλίας.

Ανδρική φορεσιά
Η ανδρική γαμπριάτικη ή γιορτινή φορεσιά είναι σχετικά λιτή. Ράβεται και κεντιέται από ντόπιους ραφτάδες, που χρησιμοποιούν λευκό δίμιτο και διακοσμητικά σειρίτια και γαϊτάνια, τους ουτράδες, «τουρέ».Η επικράτηση του λευκού χρώματος έδωσε την ονομασία «άλμπιλε» στη φορεσιά, που φοριόταν μόνο στις επίσημες μέρες και φυλαγόταν για το μεγάλο ταξίδι στον άλλο κόσμο « του αλάντ’ ε λούμε».
Ανδρικά εσώρουχα είναι: το «κατασάρκου», φανέλα από μάλλινο ύφασμα, που οφείλει το όνομά της στο ότι φοριόταν κατάσαρκα και είχε μακριά μανίκια διακοσμημένα στον καρπό με πλεκτές άκρες, τα «χειρότια» και το μακρύ κάτω εσώρουχο από το ίδιο μάλλινο ύφασμα που λεγόταν «συντρόφι».
Στα πόδια φορούν άσπρες χειρόπλεκτες κάλτσες. Πάνω από τις κάλτσες φορούν τα χολέβια, «τσιοάριτσι»,καμωμένα από άσπρο δίμιτο. Φθάνουν ψηλά στην αρχή του μηρού, έχουν μάλλινα κλωστάρια τις «βρακοθηλιές» και δένουν στη μέση από το συντρόφι .Δεν έχουν πατούσα, κουμπώνουν με κόπιτσες στις γάμπες και πρέπει να εφαρμόζουν τέλεια.Χαμηλά, πάνω από τα παπούτσια σχηματίζουν στρογγυλάδα, ενώ πίσω καταλήγουν σε στρογγυλεμένες μύτες που πέφτουν πάνω στο τακούνι του παπουτσιού. Το τελείωμά τους γαρνίρεται με «τουρέ».Κάτω από τα γόνατα δένουν μαύρες αγοραστές καλτσοδέτες με διακοσμητικό δίχρωμο κορδόνι που καταλήγει σε φούντες.
Παλιότερα κύριο ρούχο ήταν η «καμιάσια»,μακριά μονοκόμματη πουκαμίσα από λευκό,λεπτό υφαντό ύφασμα, που αργότερα αντικαταστάθηκε από βαμβακερό αγοραστό.Είχε λιγοστές πιέτες μόνο μπροστά κι έφτανε μέχρι τα γόνατα. Στη μέση είχε υφασμάτινη φάσα σαν ζώνη, που έδενε πίσω και στερέωνε το ρούχο Η κορμοφουστανέλα αυτή είχε μακριά φαρδιά μανίκια και κούμπωνε μπροστά μέχρι τη μέση.
Το «καμίσι»,διαδεδομένος λεκτικός τύπος για το πουκάμισο,απαντά σε βυζαντινά κείμενα. «φορούντων των δημοτών καμίσια». 8 Στη γιορτινή φορεσιά επικράτησε να φοριέται ξεχωριστά το πουκάμισο από τη φουστανέλα . Το πουκάμισο ράβεται από βαμβακερό ύφασμα λινό ή χασέ.Τα μανίκια είναι φαρδιά, μακριά ως τον καρπό ή λίγο κοντύτερα και στους ώμους έχουν πλούσια σούρα ή πολλές άσπαστες πιετούλες. Έχει λαιμόκοψη με μικρό όρθιο γιακά, κούμπωμα μπροστά με φιλντισένια κουμπάκια και πολλά γαζωμέμα πιετάκια δεξιά κι αριστερά που καλύπτουν όλο το φάρδος των μπροστινών φύλλων.

  Η φουστανέλα είναι πολύπτυχη ανδρική φούστα από λευκό βαμβακερό ύφασμα με πολλά λαγκιόλια, « κλίνιε».Όσο πιο πολλά έχει, τόσο πιο ωραία είναι. Σ’άλλες περιοχές ράφτηκαν φουστανέλες με 400 λαγκιόλια, «μάνες»,όσα τα χρόνια της σκλαβιάς ή 360 όσες οι μέρες του χρόνου. 9 Τα λαγκιόλια είναι ορθογώνια τρίγωνα κομμάτια υφάσματος,που ράβονται μεταξύ τους ίσιο με λοξό και σουρώνουν στη μέση. Το μήκος της φουστανέλας φτάνει μέχρι το γόνατο.  Πάνω από το πουκάμισο φοριέται αμάνικο γιλέκο από βελούδο ή άλλο ακριβό ύφασμα. Είναι κεντημένο στα μπροστινά του φύλλα με μαύρα ή κόκκινα σειρίτια, που σχηματίζουν θηλιές και κουμπάκια. Κουμπώνει μόνο χαμηλά στη μέση.
Πάνω από το γιλέκο φοριέται το «τσιπούνι», χακτηριστικός μακρύς επενδύτης. Ράβεται από λευκό δίμιτο .Είναι αμάνικο, χωρίς κούμπωμα, φτάνει μέχρι τα γόνατα και είναι ίσο ή λίγο μακρύτερο από τη φουστανέλα. Τα μπροστινά φύλλα είναι μονοκόμματα,λίγο λοξά ,ενώ πίσω έχει πολλά λαγκιόλια(περίπου 20).Στις πλαϊνές ραφές έχει όρθιες εσωτερικές τσέπες.Στις παρυφές του ολόγυρα γαρνίρεται με λευκά σειρίτια. Πολλά τσιπούνια έχουν κέντημα στο πάνω μέρος των μπροστινών φύλλων που είναι κάθετες και παράλληλες μεταξύ τους σειρές. Γύρω στη μέση και πάνω από το τσιπούνι φοριέται μαύρο μάλλινο ή μεταξωτό ζωνάρι Η πεθερά τη μέρα του γάμου έζωνε το γαμπρό με μεταξωτό ζωνάρι « branu di sirma».10 O Κρυστάλλης το αποκαλεί «ζωνάρι της πεθεράς»11 και ήταν κομμάτι από το μαύρο, «δευτεριάτικο» φόρεμα της νύφης. Μερικοί φορούσαν από κλαρωτή στόφα.
Το επόμενο ρούχο που φοριέται πάνω από το τσιπούνι είναι το « πισλί» ή « κοντούσιου» ή «κοντάντερο».Είναι κοντός, διμιτένιος χειριδωτός επενδύτης με ελεύθερα τα μακριά του μανίκια που κρέμονται(αχρησιμοποίητα συνήθως) πίσω στην πλάτη. Παρουσιάζει μια ιδιαιτερότητα στο ράψιμο. Οι μασχάλες είναι άραφτες στο μπροστινό τους μέρος καθώς και η ραφή των μανικιών. Αυτή είναι ραμμένη μόνο 10 εκ. περίπου στον καρπό. Το πισλί δεν έχει κούμπωμα και γαρνίρεται κι αυτό ολόγυρα με ουτράδες στις ραμμένες κι άραφτες ραφές του.
Παλιότερα, γιορτινό κεφαλοκάλυμμα των Σαμαριναίων, όπως και όλων των υπηκόων της Τουρκίας,ήταν το κόκκινο φέσι με τη μαύρη φούντα, που οφείλει την ονομασία του στην πόλη Φεζ του Μαρόκου, όπου πρωτοκατασκευάστηκε. 12 Ονομαζόταν όμως και «μπαρμπαρούσιε»,επειδή οι  χώρες Μαρόκο, Αλγερία και Τυνησία όπου πρωτοφορέθηκε, ονομάζονταν Μπαρμπαριά(Βερβερία).13 Άλλος τύπος γιορτινού φεσιού ήταν το «κελιπόσε»,που ήταν λευκό με κίτρινα μεταξωτά κεντήματα. Μετά την απελευθέρωση το φέσι αντικαταστάθηκε από τον «κούκο», μικρό στρογγυλό σκούφο με επίπεδο το πάνω μέρος του. Ο κούκος είναι μαύρος, από το γούνινο δέρμα των νεογνών προβάτων της φυλής καρακούλ της περιοχής Μπουχάρα, που ,επειδή πρώτοι το έφεραν στη αγορά οι έμποροι της πόλης Αστραχάν της Ρωσίας, πήρε το όνομά της.14
  Αρχικά στα πόδια φορούσαν τσαρούχια, τα οποία αντικαταστάθηκαν από μαύρα δερμάτινα μυτερά παπούτσια χωρίς κορδόνια, με μακριά γλώσσα, που τα ονόμαζαν «μισά».Αντρικό κόσμημα ήταν η αλυσίδα  ή το κιουστέκι του ρολογιού που φοριόταν στο στήθος.

Γυναικεία φορεσιά

  Οι γυναικείες φορεσιές των ορεσίβιων βλάχων έχουν ως βάση το μεσάτο φόρεμα με τη σουρωτή φούστα, που χρονολογείται στις πόλεις της Δυτ. Μακεδονίας πριν τις αρχές του 19ου αιώνα, ενώ πρέπει να μεσολάβησε κάποια αλλαγή προς το τέλος του 19ου αιώνα.15
Το γιορτινό φόρεμα ράβεται από ακριβό εισαγόμενο μεταξωτό ύφασμα ,τη στόφα .Χαρακτηριστικό της στόφας είναι η κόσμηση με άνθη, φυλλώματα, κλώνους, λαχούρια.(Αυτά είναι διακοσμητικά σχέδια που οφείλουν την ονομασία τους στην πόλη Λαχώρη του Πακιστάν, όπου πρωτοεμφανίστηκαν).16 Στη Σαμαρίνα παρατηρείται μια ιδιαίτερη προτίμηση στις σκουρόχρωμες στόφες. Μαύρες με ιδιόχρωμα ή διαφορετικού χρώματος μοτίβα, όπως μπλε, μοβ ,σκούρα πράσινα, χρυσαφιά κ.ά. Πολύ παλιά η σκουρόχρωμη στόφα κατείχε και τη θέση του νυφικού φορέματος .Αργότερα το νυφικό ραβόταν από ανοιχτόχρωμη στόφα γλυκού εκρού χρώματος, ώσπου κατέληξε στην λευκή στόφα. Κάθε κοπέλα εκτός από τη νυφιάτικη στόφα έπρεπε να έχει στην προίκα της κι ένα άλλο σκούρο μεταξωτό ή βελούδινο (κατιφένιο) φόρεμα, το « δεύτερο ή δευτεριάτικο» όπως το ονόμαζαν, γιατί το φορούσε τη Δευτέρα μετά το γάμο στη γιορτή που γινόταν στο καινούριο σπιτικό της. Η στόφα είναι επενδυμένη εσωτερικά με φόδρα «αστάρι»,17 από φτηνό ύφασμα (μπασμά),μονόχρωμη ή με διάφορα σχεδιάκια (κυρίως καρό).Έχει λαιμόκοψη απ’ όπου φαινόταν η διακοσμητική μπιμπίλα(δαντέλα) του πουκάμισου ή της τραχηλιάς, «παρτίτσα»,που φοριόταν εσωτερικά. «Επενδύτης το εσώτατον ιμάτιον, ο και υποκάμισον λέγεται». 18 Το φόρεμα κουμπώνει μπροστά με μπρισιμένια ή βελούδινα κουμπάκια. Είναι μακρύ μέχρι τον αστράγαλο κι έχει ολόγυρα πολλές άσπαστες πιέτες.Τα μανίκια είναι μακριά και στη μανικοκόλληση σχηματίζουν μικρά πιετάκια ή ελαφρές σούρες που προσδίδουν μια χαριτωμένη εμφάνιση. Βελούδινες γαρνιτούρες στολίζουν το στήθος δίπλα από το κούμπωμα ,τα μανίκια σαν μανσέτες και μια-δυο ταινίες κοντά στον ποδόγυρο. Εκτός από βελούδο η φούστα της στόφας γαρνιριζόταν με μαύρες φράντζες. Στην άκρη του ποδόγυρου έραβαν τη «βούρτσα», αγοραστό σειρίτι, που προστάτευε τη στόφα από τη φθορά. Κάτω από το φόρεμα φορούσαν ολόσωμη, αμάνικη, μάλλινη φούστα από υφαντό ύφασμα σε έντονα χρώματα. Στο τελείωμά της η φούστα αυτή κατέληγε ή σε γλώσσες κεντημένες με βελονιά φεστόνι ή είχε φάσα βελούδου κεντημένη με χρωματιστές μάλλινες κλωστές. Όσο πιο φουντωτή ήταν η μάλλινη φούστα τόσο πιο ωραία έπεφτε πάνω της η στόφα. Από το ίδιο ύφασμα του φορέματος είναι  ραμμένη η ποδιά, « ποάλα». «Αι ευπορώτεραι φορούσι και φουστάνια και δη μεταξωτά καθώς και ποδιές» γράφει ο Κρυστάλλης.19

Η ποδιά είναι φοδραρισμένη κι έχει ίδια γαρνιρίσματα με τη στόφα. Η λευκή μεταξωτή ποδιά στολισμένη με μαύρες γαρνιτούρες, μετέτρεπε τη σκουρόχρωμη στόφα σε νυφιάτικη φορεσιά. Η μαύρη μεταξωτή ή βελούδινη ποδιά έχει πολύχρωμο κέντημα και αγοραστή μαύρη δαντέλα ή φραμπαλά στο τελείωμά της. Ο κεντητός διάκοσμός της είναι στενή ή φαρδιά λωρίδα που τα θέματά του είναι κυρίως ανθικά μοτίβα. Το κέντημα είναι «γραφτό» δηλ.προηγείται η αποτύπωση του σχεδίου στο ύφασμα και ακολουθεί η εκτέλεση με διάφορες βελονιές (ρίζα,βυζαντινή ,μεταξοβελονιά,κ.ά.),που επιτρέπουν ελεύθερες νατουραλιστικές απεικονίσεις.20
Πάνω από τη στόφα η γυναίκα φοράει το τσικέτο, κοντό αμάνικο εφαρμοστό μπολερό από μαύρο μάλλινο ύφασμα ή τσόχα. Το τσικέτο στολίζεται με το πιο βαρύτιμο είδος της ελληνικής κεντητικής, το χρυσοκέντημα. Κεντιέται από τον τερζή, ράφτη και χρυσοκεντητή,21 με επίχρυσο νήμα,το τιρτίρι. Δεν έχει κούμπωμα και ο διάκοσμός του είναι γιρλάντα με ανθοφόρους κλώνους και σύνθετες σπείρες που στολίζει ολόγυρα τις παρυφές του ρούχου. Στην πλάτη συχνά κεντιόταν μοτίβο με τριγωνική σύνθεση.
Στο κεφάλι παλιά φοριόταν κόκκινο φέσι πλούσια στολισμένο με χρυσά νήματα και γύρω καλυμμένο με σειρές χρυσών και αργυρών νομισμάτων.22 Επεκράτησε όμως το μαύρο μεταξωτό μαντίλι ,τα περίφημα «κουκάκια»,23 η σκέπη ,δώρο της πεθεράς προς τη νύφη. Γραπτά κείμενα μας πληροφορούν ότι τα κουκάκια φοριόταν ήδη στον Τίρναβο το 1881.24 Είναι τριγωνικό μαντίλι στολισμένο στις δυο μικρότερες πλευρές του με ανθεμωτή μπιμπίλα. Η μπιμπίλα γίνεται με το βελόνι ραψίματος και χρωματιστές μεταξωτές κλωστές. Τα άνθη της πλέκονταν γύρω από τρίχες αλόγου και ψιλό συρματάκι .Το δέσιμο απαιτούσε υπομονή κι επιδεξιότητα. Για να μην γλιστράει, τοποθετούσαν πρώτα στο κεφάλι υφασμάτινη κορδέλα και το στερέωναν σ’αυτή με καρφίτσες,που είχαν μαύρο κεφαλάκι .Πρόσεχαν τα λουλούδια της μπιμπίλας να στέκονται όρθια, αλλά και να είναι καλά τεντωμένη η τριγωνική επιφάνεια του μαντιλιού στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Κάτω από την επιφάνεια αυτή έπεφταν στην πλάτη οι μακριές πλεξούδες .Πολλές νιόπαντρες φορούσαν κουκάκια από άσπρο μεταξωτό ύφασμα κι άσπρη μπιμπίλα ,25 φαρδύτερη ή στενότερη ανάλογα με την οικονομική κατάσταση της οικογένειας.
Συμπλήρωμα της φορεσιάς είναι τα κοσμήματα που αποτελούσαν δείγμα κοινωνικού και οικονομικού προσδιορισμού. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας το κόσμημα αποτελούσε εύκολο τρόπο αποταμίευσης και μεταφοράς σε περίπτωση ανάγκης. Ο Κρυστάλλης μας πληροφορεί ότι οι γυναίκες στόλιζαν το στήθος τους με χρυσά κι ασημένια νομίσματα, τα «γκιουρντάνια».Συχνά τα έραβαν πάνω σε ύφασμα. Τα πιο περιζήτητα ήταν οι «ντούμπλες» χρυσά νομίσματα γνωστά σαν  «αυστριακάτζ»,που απεικόνιζαν τον Αυστριακό αυτοκράτορα Φραγκίσκο Ιωσήφ. 26 

Άλλα νομίσματα που φοριούνταν ήταν τούρκικα πεντόλιρα «ντούπκες»,ναπολεόνια και τούρκικα φλουράκια. Τα τελευταία  φοριούνταν κυρίως σαν σκουλαρίκια  ή καρφίτσες στη βάση του λαιμού. Κόσμημα κρεμασμένο στο λαιμό ήταν το « αγκιδωτό» ή «αγκαθωτό».Αυτό ήταν χρυσό κωνσταντινάτο ή τούρκικο φλουρί, που είχε ολόγυρα λεπτεπίλεπτη ασημένια δαντέλα δουλεμένη με την τεχνική της φιλιγκράνας από ντόπιους ή Γιαννιώτες χρυσικούς. Στη μέση φορούσαν ασημοκαπνισμένες ζώνες που κούμπωναν μπροστά με περίτεχνες πόρπες ,τα γνωστά «κλειδώματα» ή «πλάκες» , «πλουάτσε» .Οι αδύναμες οικονομικά φορούσαν δερμάτινη ζώνη με ασημένιο ή επίχρυσο τοκά. Από τη ζώνη είχαν κρεμασμένο το κιουστέκι μέσης. Πρόκειται για κόσμημα που συνδυάζει αρμαθιές από ασημένιες αλυσίδες που συνδέονται μεταξύ τους με ασημένιες πλάκες. Το κιουστέκι καταλήγει σε ασημένιο κουτάκι ή μικρό σουγιά.
Μια γυναίκα ντυμένη με το γιορτινό φουστάνι κι όλα της τα κοσμήματα, την «αρματωσιά»,προκαλούσε θαυμασμό που συνοδευόταν από τη φράση: «Τσε ήδεσμα ιάστε» δηλ. τί ωραία είναι! Ο Φ.Κουκουλές γράφει: « Νυν εν Γρεβενοίς ηδέσματα λέγονται τα χρυσά και αργυρά κοσμήματα ,τα αυτά δε εν Σκοπέλω και Ηπείρω ηδύσματα».27
Οι νυφιάτικες και γιορτινές κάλτσες ήταν άσπρες από ρούντο μαλλί ψιλογνεσμένο στη ρόκα, με πολύχρωμο κέντημα στη μύτη του ποδιού και στη φτέρνα.
Tη φορεσιά συμπλήρωναν οι διάφοροι επενδύτες που φορούσαν οι παντρεμένες και μεγαλύτερες σε ηλικία γυναίκες. Οι επενδύτες διακρίνονται σε κοντούς και μακρείς και ράβονται από μπλε δίμιτο. Στους πρώτους ανήκουν το «τσικέτο» και το «σιρικούτσιε» ή « σαρικούσια»,ενώ στους δεύτερους ο «ντουλουμάς»,η «σάρκα» και το παλτό ή «γούνα».Ο ντουλουμάς είναι μακρύ αμάνικο πανωφόρι με πολλά λαγκιόλια πίσω. Στο στήθος έχει πολύπλοκο πυκνό κέντημα με κόκκινα μεταξωτά γαϊτάνια. Στο άνοιγμα του στήθους δεξιά κι αριστερά οι γυναίκες φορούσαν ασημένια κουμπιά, «νάστουρι»,σε σχήμα ωοειδούς κογχυλιού. Πάνω του φορούσαν το «σιρικούτσιε», κοντό μπολερό,που κι αυτό είχε ολόγυρα κόκκινο κέντημα. Πολύ εντυπωσιακή είναι η «σάρκα ή φλοκάτα».«…ως επανωφόριον δε βαρείαν μελανόχρουν φλοκάταν έξωθεν πεποικιλμένην,έσωθεν δε πλήρη μαλλίνων θυσάνων (φλόκου)».28 Είναι αμάνικος επενδύτης χωρίς πιέτες πίσω, που φοριόταν πάνω από το ντουλουμά. Η πλάτη του έχει ιδιόμορφο κέντημα από κόκκινα και χρυσά σειρίτια, ενώ γαρνίρεται περιμετρικά με κόκκινη τσόχα. Το παλτό ή «γούνα» είναι ο μόνος μανικωτός επενδύτης από μαύρο μάλλινο ύφασμα. Δεν έχει κούμπωμα και φέρει γούνα στις άκρες των μπροστινών φύλλων και στα μανίκια, από την οποία πήρε και το όνομά του.
Η γυναίκα διατήρησε με περισσότερη συντηρητικότητα την τοπική στολή,ενώ οι άντρες άλλαξαν ευκολότερα την ενδυμασία τους. Με το πέρασμα των χρόνων και ακολουθώντας την εξέλιξη, η τοπική φορεσιά άρχισε να καταργείται με τη δυναμική εισβολή της δυτικής μόδας, που καθιέρωσε τα «φράγκικα».

Χάϊδω Αγορογιάννη-Βουτσά Εκπαιδευτικός
Η Παραδοσιακή  (γιορτινή) Φορεσιά της   Σαμαρίνας
7o Σεμινάριο Λαογραφίας και Βλάχικων Παραδοσιακών Χορών, Σαμαρίνα 28-29 Μαΐου 2005



----------------------------------------
1.Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια (Δρανδάκη) τομ.1,σελ.226
2.Νεώτερον εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν (Έκδοσις της εγκυκλ.επιθ/σεως «ΗΛΙΟΣ») Αθήναι,τομ.Ζ,σελ.975
3.α)Πρακτικά Α΄ Συμποσίου Ιστορίας-Λαογραφίας-Γλωσσολογίας. Ανάτυπο «Λαογραφικές ομοιότητες ΒΟΪΟΥ-ΔΥΤ.ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ-ΗΠΕΙΡΟΥ» Θεσ/νίκη 1976,Αλεξάνδρα Παραφεντίδου,σελ.114,(όπου επίσης διαβάζουμε ότι: «…κοιτίδα της θεωρείται από τους περισσότερους μελετητές του παραδοσιακού μας πολιτισμού η Τσαμουργιά της Ηπείρου».Βλ.Αλέξανδρου Μαμόπουλου « ΗΠΕΙΡΟΣ» τ.Β΄,σελ.210-212.)
β)…της φουστανέλλας η γένεση διαπιστώνεται πανάρχαια στην Ελλάδα.Βλ.Αχ.Γ.Λαζάρου « Οι εύζωνοι της Φθιώτιδας ως φορείς πανάρχαιης φορεσιάς»,Α΄Συνέδριο φθιωτικών ερευνών,γλώσσα,ιστορία, λαογραφία..Πρακτικά ,Λαμία 1993, 161-181.
Βλ. «ΟΙ ΕΛΛΗΝΟΓΕΝΕΙΣ ΒΛΑΧΟΙ»Αχιλλεύς Λαζάρου ,Ρίτα Λαζάρου-Παναγάκη
Λεωνίδας Τζημοζιώγας , Δημήτριος Τσακτάνης  σελ.76-77 , σημείωση 3.
γ) Ο Ι.Μ.Παναγιωτόπουλος στην εισαγωγή του (1954) στα «ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ» του Ζαχ.Παπαντωνίου(ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ «ΕΣΤΙΑΣ» Ι.Δ.ΚΟΛΛΑΡΟΥ και ΣΙΑΣ Α.Ε.) σελ.25,γράφει: «Ο ΄Οθων  εφόρεσε την ελληνική φουστανέλλα».
4.Νεώτερον εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν (Έκδοσις της εγκυκλ.επιθ/σεως «ΗΛΙΟΣ»)
Αθήναι,τομ.Ζ, σελ.975.
5.Κυριακίδου-Νέστορος Άλκη «Τα υφαντά της Μακεδονίας και της Θράκης» Αθήναι 1965,σελ.40
6.Βακαλόπουλος Απόστ. «Ιστορία της Μακεδονίας» Θεσ/νίκη 1969,σελ.402
7.Παπαδημητρίου Απόστ. «Σελίδες ιστορίας των Γρεβενών» τ. Α΄,σελ.193
8.Χατζημιχάλη Αγγελική «Ελληνική λαϊκή φορεσιά» τομ.1,σημ.9.Βλ.Κων/νου Πορφυρογέννητου,»Έκθεσις της Βασιλείου τάξεως» Migne P.G.τόμος CXII στήλη 949.
9.Βλ. «ΠΕΛΛΑ» ΝΟΜΑΡΧΙΑΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ ΠΕΛΛΑΣ « ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ» Χρήστος Μπρούφας Καθηγητής Ενδυματολογίας-Σκηνογραφίας Δραματικής Σχολής ΚΘΒΕ,σελ.129.
10.Αδάμου Γ. «Η ΣΑΜΑΡΙΝΑ» (Τα κατά τον γάμον έθιμα εν ΣΑΜΑΡΙΝΗ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ) υπό Στέργιου Παπαγεωργίου. Ελασσόνα 1993,σελ.117.
11.Κ Κρυστάλλη «ΑΠΑΝΤΑ» Εκδόσεις Μέρμηγκας,τ.Β΄,σελ.54
12.Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα τ.59ος ,σελ.243
13.Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα τ.14ος ,σελ.86
14.Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα τ.12ος ,σελ.58
15.Παπαντωνίου Ιωάννα α) «Μακεδονικές φορεσιές,β) «Ελληνικές φορεσιές» σελ.63-64 Συλλογή Λυκείου των Ελληνίδων Καλαμάτας.  Εκδοτική Αθηνών.
16.Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα τ.38ος ,σελ.11
17.Φ.Κουκουλές « Θεσ/νίκης Ευσταθίου ΤΑ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ» σελ.430 (μαρτυρίες του Ζωναρά και του Μόσχου), «…υφαινόμενον πανίον και ο υφαντικός ιστός ονομάζονται ιστάρι».Ο Κουκουλές γράφει ότι,εκ του ιστάρι τούτου προήλθε και το κοινότερον σήμερον «αστάρι».18.Φ.Κουκουλές « Θεσ/νίκης Ευσταθίου ΤΑ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ» τ.Α΄,σελ.105
19.Κ. Κρυστάλλη «ΑΠΑΝΤΑ» Εκδόσεις Γ.Μέρμηγκα Αθήνα 1974,τ.Β΄,σελ.40
20.Πάπυρος-Ελλάς τ. Β΄,σελ.522
21.Ζώρα Πόπη «Κεντήματα και κοσμήματα της ελληνικής φορεσιάς» Αθήνα 1981,σελ.16-17
22.Κ. Κρυστάλλη «ΑΠΑΝΤΑ» Εκδόσεις Γ.Μέρμηγκα Αθήνα 1974,τ.Β΄,σελ.40
23.Κορρέ-Ζωγράφου Κατερίνα « Νεοελληνικός κεφαλόδεσμος» σελ.11
24.ΕΝΘΥΜΙΟΝ ΧΩΡΑΣ ΤΥΡΝΑΒΟΥ Αλ.Ζούκας-Σ.Σδρόλια-Γ.Τουφεξής ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΛΛΑ 1994,σελ.79
25.Η Αγγελ.Χατζημιχάλη μας πληροφορεί ότι η « μπιμπίλα» θεωρείται ως « κατ’εξοχήν ελληνική δαντέλα».Βλ.Μεγάλη Ελλην.Εγκυκ/δεια (Δρανδάκη),τ.Ι΄,σελ.227
26.WACE A.-THOMPSON M. « ΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ ΤΩΝ ΒΑΛΚΑΝΙΩΝ» Εκδόσεις Α/φοί Κυριακίδη Θεσ/νίκη 1989,σελ.105
27.Φ.Κουκουλές « Θεσ/νίκης Ευσταθίου ΤΑ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ» τ.Α΄,σελ.154
28.Κ.Κρυστάλλη «ΑΠΑΝΤΑ» Εκδόσεις Μέρμηγκα σελ.40

Αναζήτηση