Μια περιγραφική και ερμηνευτική προσέγγιση της γυναικείας φορεσιάς του Ασπροποτάμου, με έμφαση στον ρόλο της ποδιάς.
Η φορεσιά ενός λαού, εκφράζει άμεσα – όπως είναι γνωστό- το αισθητικό επίπεδο και τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες τις οποίες βιώνει σε κάθε χρονική περίοδο. Τα χωριά του Ασπροποτάμου δεν αποτελούν εξαίρεση και οι φορεσιές των κατοίκων μαρτυρούν όχι μόνο τις κλιματολογικές συνθήκες του τόπου αλλά και τα επαγγέλματα των κατοίκων και τις κοινωνικές και οικονομικές τάξεις του. Η γυναικεία φορεσιά του Ασπροποτάμου παρουσιάζει πολλά κοινά στοιχεία με αυτή άλλων ορεινών χωριών της Ελλάδας με βλαχόφωνους πληθυσμούς, με χαρακτηριστικότερη τη φορεσιά του Μετσόβου.
Μετά από μια σύντομη περιγραφή των κύριων τμημάτων και εξαρτημάτων της φορεσιάς, θα ακολουθήσει μια ενδεικτική ανάλυση του πολυδιάστατου ρόλου της ποδιάς.
Η φορεσιά λοιπόν του Ασπροποτάμου αποτελείται από το φουστάνι που είναι συνήθως σκούρου χρώματος, έχει μακριά μανίκια που διπλώνονταν και βαθύ στρόγγυλο άνοιγμα στο στήθος. Στο τελείωμα του φουστανιού καθώς και στην άκρη των μανικιών και του λαιμού υπάρχει κέντημα, το οποίο στις επίσημες φορεσιές είναι με χρυσή κλωστή. Κάτω από το φόρεμα φοριόταν ένα εφαρμοστό πουκάμισο που το μπροστινό του μέρος που φαινόταν κάτω από το άνοιγμα του φορέματος ήταν συνήθως σκουρόχρωμο βελούδο, ενώ τα μανίκια που πρόβαλαν κάτω από τα αναδιπλωμένα του φορέματος ήταν από άλλο ύφασμα και είχαν μύτες στο τελείωμα. Σε νεότερες εκδοχές της φορεσιάς, τα μανίκια του πουκάμισου δεν φαίνονται κάτω από αυτά του φορέματος. Τον χειμώνα –κυρίως- η φορεσιά συνοδευόταν από το ‘φλοκάτο’, ένα είδος κάπας χωρίς μανίκια που σκέπαζε μόνο την πλάτη, από πυκνοϋφασμένο μάλλινο ύφασμα που γύρω-γύρω είχε μια κόκκινη φάσα.Η ποδιά ήταν απαραίτητο συμπλήρωμα της φορεσιάς, τόσο της καθημερινής όσο και της επίσημης και της νυφιάτικης, όπως απαραίτητο ήταν και το μαντίλι στο κεφάλι. Τα διάφορα χρυσά κοσμήματα στο στήθος καθώς και η ασημένια συνήθως ζώνη ολοκλήρωναν την επίσημη φορεσιά. Είναι εντυπωσιακή η διαπίστωση ότι οι Ασπροποταμίτισες είχαν υιοθετήσει πολύ νωρίς το δυτικότροπο ένδυμα, όπως μαρτυρούν προπολεμικές φωτογραφίες της δεκαετίας του ’30. Αυτό οφείλεται ίσως στο γεγονός ότι οι Ασπροποταμίτες κατέβηκαν νωρίτερα στις πόλεις, όπου περνούσαν μεγάλα διαστήματα, και η αστικοποίηση ήταν αναπόφευκτη σε όλους τους τομείς. Έτσι, σε φωτογραφίες της εποχής βλέπουμε γυναίκες με μακρόταλο φόρεμα αλλά σχεδόν πάντα με το μαντίλι στο κεφάλι, που φαίνεται να είναι το τελευταίο εξάρτημα της παραδοσιακής φορεσιάς που αποχωρίστηκαν, εκτός από την ποδιά που παρέμεινε στον χρηστικό της κυρίως ρόλο.
Αυτός και οι άλλοι ρόλοι της ποδιάς θα παρουσιαστούν στη συνέχεια.
Η ποδιά είναι ένα από τα κυρίαρχα εξαρτήματα της Ελληνικής τοπικής γυναικείας ενδυμασίας, νησιώτικης και ηπειρωτικής. Αποτελεί επίσης την ταυτότητα της φορεσιάς, μια που πολλές φορές είναι η ποδιά που διαφοροποιεί και ξεχωρίζει παρόμοιες ενδυμασίες από γειτονικές περιοχές. Επιπλέον, η ποδιά διαφοροποιεί και διαχωρίζει τις ηλικίες και την κοινωνική τάξη των γυναικών που την φοράνε, την καθημερινή /εργατική από την επίσημη φορεσιά, την αστική από την αγροτική κλπ. Ακριβώς λόγω των παραπάνω πολλαπλών ιδιοτήτων αυτού του εξαρτήματος της ελληνικής ενδυμασίας, και ο ρόλος του είναι επίσης πολλαπλός και ποικίλος. Μπορούμε λοιπόν να προσδιορίσουμε τέσσερις βασικούς ρόλους που παίζει η ποδιά και αυτοί είναι οι εξής:
Α. Πρακτικός Χρηστικός
Καθώς η ποδιά φοριέται πάνω από το φουστάνι, λειτουργεί ως προστατευτικό στρώμα. Είναι γνωστό ότι η διαδικασία κατασκευής των φορεμάτων, τόσο των καθημερινών και πολύ περισσότερο των ‘καλών’ είναι και χρονοβόρα και δαπανηρή. Καθώς το μπροστινό μέρος του φορέματος είναι το περισσότερο εκτεθειμένο, με αποτέλεσμα να λερώνεται και να φθείρεται πιο εύκολα, είναι ευνόητο ότι η ποδιά το προφυλάσσει και το προστατεύει, μια που είναι πιο εύκολο και να πλυθεί και -αν χρειαστεί να αντικατασταθεί. Αυτό δεν σημαίνει ότι η διαδικασία ή το κόστος κατασκευής της ποδιάς είναι αμελητέα, αλλά οπωσδήποτε είναι πολύ χαμηλότερα απ’ αυτά που απαιτούνται για το φόρεμα.
Στις παλιότερες εποχές που οι ζυγαριές δεν ήταν τόσο διαδεδομένες, η καθημερινή ποδιά χρησίμευε και ως μέτρο χωρητικότητας ή βάρους. Οι γυναίκες μπορούσαν να υπολογίσουν την αναγκαία γι’ αυτές ποσότητα οσπρίων ή αλευριού για παράδειγμα, ανάλογα με το πόσο απ’ το είδος αυτό μπορούσε να χωρέσει στην κατάλληλα διπλωμένη ποδιά τους. Έτσι οι εκφράσεις ‘μια ποδιά φασόλια’ ή ‘μια ποδιά αλεύρι’ ακούγονταν συχνά όταν οι γυναίκες πήγαιναν στον μπακάλη ή για να ζητήσουν δανεικά από τη γειτόνισσα.
Τέλος, η ποδιά δρούσε και ως μια επιπλέον προστασία στην ευαίσθητη γυναικεία περιοχή της κοιλιακής χώρας. Είναι γνωστές οι συμβουλές των μεγαλύτερων γυναικών προς τις νεότερες ‘να φυλάν την κοιλιά τους για να μη πάθουν μητρικά!’, και σίγουρα έχουν μεγάλη δόση αλήθειας αν αναλογιστεί κανείς τις σκληρότερες συνθήκες ζωής και εργασίας τα παλιά χρόνια και την έλλειψη καλής θέρμανσης στο σπίτι σε συνδυασμό με το ψυχρό ορεινό κλίμα. Έτσι, η μάλλινη υφαντή -κυρίως- ποδιά παίζει και αυτόν τον προστατευτικό ρόλο, που είναι ιδιαίτερα σημαντικός.
Β. Κοινωνικός
Εκτός από τον πρακτικό και χρηστικό ρόλο, η ποδιά έχει και κοινωνικό ρόλο, που κάθε άλλο παρά μονοδιάστατος είναι. Ανάλογα με το υλικό κατασκευής, το σχέδιο και το χρώμα της, διαφοροποιούνται οι ηλικίες των γυναικών που την φοράνε, οι κοινωνικές τάξεις στις οποίες ανήκουν, καθώς και το κοινωνικό γεγονός στο οποίο φοριούνται.
Στα χωριά του Ασπροποτάμου, μέχρι και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, μπορούσε κανείς να διακρίνει τρεις κοινωνικές τάξεις. Στην ‘κατώτερη’ τάξη ανήκαν άτομα που ασχολούνταν με οικονομικώς ‘κατώτερα’ επαγγέλματα, όπως αγωγιάτες, μικροεπαγγελματίες, ξυλουργοί κλπ. Οι γυναίκες που ανήκαν σ’ αυτή την τάξη, φορούσαν στις καθημερινές τους εργασίες κατ’ εξοχήν ντρίλινη ή απλή πάνινη ποδιά ενώ τις Κυριακές ή γιορτές η ποδιά τους ήταν υφαντή ‘δίμτη’ ή τσόχινη, γνωστή στα Βλάχικα ως ‘πουάλα ντι τσουάχα’. Η ποδιά αυτή ήταν πυκνοϋφασμένη στον αργαλειό, μονόχρωμη, με μια γιρλάντα -κυρίως με φυτικό διάκοσμοστο πάνω και στο κάτω μέρος της. Το χρώμα στις ποδιές των μεγαλύτερων και παντρεμένων γυναικών αυτής της τάξης ήταν συνήθως καφέ του καρυδιού ή μπλε λουλακί, ενώ των νεαρότερων και ανύμφευτων γυναικών ήταν συχνά κόκκινο -κυρίως κόκκινη τσόχα-.
Στη μεσαία κοινωνική θέση ανήκαν οι κτηνοτρόφοι αλλά και όσοι ασχολούνταν με το εμπόριο ή άλλα ελεύθερα επαγγέλματα που απέδιδαν ένα ικανοποιητικό εισόδημα. Οι γυναίκες της μεσαίας αυτής τάξης φορούσαν κυρίως καλοδουλεμένες υφαντές ποδιές, σε αποχρώσεις του μπλε, του σκούρου κόκκινου (μπορντό), του καφέ και του πράσινου, με φυτικό διακοσμητικό μοτίβο στο τελείωμα, και συχνά πλεχτή με το βελονάκι δαντέλα κάτω-κάτω. Τέλος, οι ποδιές των γυναικών που ανήκαν στην ανώτερη οικονομική και κοινωνική τάξη, ξεχώριζαν τόσο από το υλικό της κατασκευής τους (που ταίριαζε με αυτό της όλης φορεσιάς) όσο και από τα διακοσμητικά τους μοτίβα. Οι ποδιές αυτές, αν μεν ήταν μάλλινες, τότε ήταν υφασμένες με φίνο, λεπτό μαλλί ποικιλίας ‘μερινό’ και ήταν γνωστές ως ‘πουάλα ντι μερινό’. Όσο για τις ποδιές που φοριόντουσαν με την επίσημη φορεσιά, αυτές ήταν φτιαγμένες από ατλάζι και τα διακοσμητικά τους μοτίβα, που ήταν παρμένα κυρίως από τον κόσμο των φυτών και των πουλιών, ήταν εντυπωσιακά και κεντημένα με μεταξωτές ή χρυσές κλωστές. Οι ‘επίσημες’ αυτές ποδιές ήταν γνωστές με το όνομα ‘πουάλα ντι ατλάζι’.
Εκτός από τις παραπάνω κατηγορίες των ποδιών, που είναι ενδεικτικές κάποιας κοινωνικής ομάδας, υπάρχει άλλη μία που φοριόταν μόνο τις μέρες πριν τον γάμο από νεαρές φίλες και συγγενείς της νύφης. Η ποδιά αυτή μπορούσε να ήταν αγοραστή βαμβακερή με κόκκινο και λευκό καρό, ή και μάλλινη υφαντή στον αργαλειό, και χαριζόταν από την νύφη σε όλες τις φίλες και συγγένισσες της (τις λεγόμενες ‘βλάμισσες’) που θα την βοηθήσουν στην προετοιμασία του γάμου της και κυρίως στις λεπτομέρειες των τελευταίων ημερών. Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι στον Ασπροπόταμο, η ποδιά των βλάμηδων φοριόταν και από άνδρες, όπως δείχνει μια πολύ ενδιαφέρουσα φωτογραφία από παλιό γάμο.
Βλέπουμε λοιπόν ότι η ποδιά στην περίπτωση αυτή δρούσε ως μια δημόσια κοινοποίηση ενός χαρμόσυνου γεγονότος, για το οποίο -μ’ αυτό τον τρόπο- ενημερωνόταν όλο το χωριό και έμμεσα καλείτο να συμμετάσχει στη χαρά της κοπέλας που παντρευόταν.
Γ. Αποτροπαϊκός
Είναι γνωστή η σημασία που δίνει η λαϊκή δοξασία στο ‘κακό μάτι’, ή ‘μάτιασμα’, ή ‘βασκανία’, και τις ολέθριες -μερικές φορές επιπτώσεις που μπορεί αυτό να έχει στο άτομο προς το οποίο απευθύνεται. Έτσι, για να αποτραπεί το ‘κακό μάτι’, κυρίως από άτομα που θεωρούνται ευάλωτα, όπως τα μικρά παιδιά και οι όμορφες γυναίκες, έχει ‘επιστρατευτεί’ μια σειρά από ‘ματάκια’, φυλαχτά και κρεμαστάρια που πιστεύεται ότι δρουν σαν ασπίδα προστασίας. Η ιδέα είναι ότι τα φυλαχτά θα τραβήξουν αυτά πάνω τους το κακό μάτι και έτσι δεν θα πάθει τίποτα το πρόσωπο που ελκύει την προσοχή, τον θαυμασμό και ακόμα και τον φθόνο των γύρω του.
Η ιδέα της βασκανίας δεν αφορά μόνο τα έμψυχα όντα αλλά και τα υλικά αγαθά, κυρίως έργα χειροτεχνίας που μπορεί κι αυτά, λόγω της ομορφιάς τους, να τραβήξουν πάνω τους το κακό μάτι. Έτσι, συχνά ράβεται ένα είδος φυλαχτού σε μια άκρη των υφαντών, και ιδίως αυτών που θα σταλούν στη δριστέλα ή το μαντάνι και άρα θα εκτεθούν στην κοινή θέα, ή γίνεται επίτηδες ένα λάθος σε κάποιο σχέδιο του υφαντού, ώστε το κομμάτι να μην είναι άψογο και ως εκ τούτου να μην αξίζει να ελκύει τον θαυμασμό ή την ζήλια.
Βάσει λοιπόν της παραπάνω ισχύουσας δοξασίας, δεν θα ήταν άτοπο και ‘τολμηρό’ να θεωρήσουμε ότι η ποδιά, εκτός των άλλων, παίζει και αποτροπαϊκό ρόλο και προστατεύει ποικιλοτρόπως την γυναίκα που την φοράει. Είναι γνωστό ότι η ποδιά, ανάλογα με την φορεσιά της συγκεκριμένης περιοχής, φοριέται έτσι ώστε να καλύπτει το μπροστινό μέρος του γυναικείου σώματος, και δένει ψηλά κάτω από το στήθος, όπως στην περίπτωση του Ασπροποτάμου, στην μέση, ή χαμηλά κάτω από τον αφαλό, όπως η ‘παναγούλα’ των Σαρακατσάνων. Σε όλες τις περιπτώσεις όμως η ποδιά καλύπτει την ευαίσθητη αναπαραγωγική ζώνη της γυναίκας, και εκεί ακριβώς έγκειται ο αποτροπαϊκός της ρόλος, ειδικά αν η γυναίκα που την φοράει είναι νιόπαντρη ή έγκυος, οπότε θα τραβάει περισσότερα βλέμματα επάνω της. Θαυμάζοντας την όμορφη ποδιά, το ‘μάτι’ θα μείνει εκεί και δεν θα διεισδύσει πιο μέσα όπου θα μπορούσε ίσως να ‘βλάψει’ αυτό που καλύπτεται πίσω απ’ την ποδιά, και έτσι ‘προφυλάσσει’ αυτή που την φοράει.
Δ. Διακοσμητικός
H ομορφιά και η αισθητική στην εμφάνιση, και συγκεκριμένα στο ένδυμα, είναι ίσως αυτό που κυρίως λαμβάνεται υπ’ όψη όταν κατασκευάζονται τα διάφορα κομμάτια και εξαρτήματα της γυναικείας παραδοσιακής φορεσιάς. Έτσι, ιδιαίτερη έμφαση δίνεται και στην εμφάνιση της ποδιάς, η οποία καθώς δεσπόζει στο κέντρο της φορεσιάς, παίζει -συν τοις άλλοιςκαι σημαντικό διακοσμητικό ρόλο.
Από τις ποδιές που συναντούμε στον Ασπροπόταμο, οι καθημερινές, απλές, σκουρόχρωμες βαμβακερές που φοριούνται από τις γυναίκες για τις δουλειές του σπιτιού δεν έχουν κανένα διάκοσμο, πέρα από ένα μονό ή διπλό σειριτάκι γαζωμένο στο τελείωμά τους. Όμως, τόσο οι υφαντές όσο και (κυρίως αυτές) οι ατλαζένιες και μεταξωτές ποδιές, έχουν χαρακτηριστικά διακοσμητικά μοτίβα, δουλεμένα με μεράκι και τέχνη.
Οι μάλλινες υφασμένες στον αργαλειό ποδιές είναι -όπως προαναφέρθηκε- αρκετά λιτές, συνήθως σε χρώματα μπορντό, καφέ, και πράσινο. Στο κάτω μέρος τους, περίπου δέκα εκατοστά πριν το τελείωμά τους, υπάρχει πάντα γιρλάντα με λουλούδια, ενώ κάτω στο τελείωμά τους έχουν κάποτε δαντέλα στο ίδιο χρώμα με το φόντο τους, πλεγμένη με το βελονάκι. Άλλοτε η δαντέλα αυτή είναι πλεγμένη με μάλλινο νήμα σε ένα από τα χρώματα της γιρλάντας, που συνήθως κάνει αντίθεση με το φόντο της ποδιάς. Οι ποδιές που παρουσιάζουν τον πιο πλούσιο διάκοσμο, και που απαιτούν και χρόνο και χρήμα για την κατασκευή τους, είναι αυτές που συνοδεύουν το ‘καλό’ φουστάνι και είναι φτιαγμένες από ατλάζι ή μεταξωτό. Τα υφάσματα αυτά, τα παλιά χρόνια τα αγόραζαν από τα αστικά κέντρα ή και το εξωτερικό οι άνδρες που ταξίδευαν και οι γυναίκες τα κεντούσαν οι ίδιες ή τα έδιναν σε γνωστές κεντήστρες να τα κοσμήσουν. Τα διακοσμητικά μοτίβα στις ποδιές αυτές είναι, ως επί το πλείστον, απεικονίσεις λουλουδιών ή πουλιών, ή συνδυασμός και των δύο. Είναι δε τόσο παραστατικές αυτές οι απεικονίσεις, ώστε η ομορφιά της ποδιάς της βλάχας έγινε αντικείμενο θαυμασμού στο γνωστό δημοτικό τραγούδι, όπου παινεύεται με τα εξής λόγια:
“Στην κεντημένη σου ποδιά, μωρ’ βλάχα,
λαλούν αηδόνια και πουλιά, μωρ’ βλάχα!”
Τα λουλούδια και τα πουλιά που κοσμούν τις ποδιές είναι κεντημένα, κυρίως με σταυροβελονιά, πάνω στο ύφασμα με φίνες βαμβακερές ή μεταξωτές κλωστές σε έντονα και πολύ ζωντανά χρώματα, όπως κόκκινο, κίτρινο, πορτοκαλί, γαλάζιο, πολλές αποχρώσεις του πράσινου, κλπ. Τα διακοσμητικά θέματα κυριαρχούν κυρίως στο κάτω μέρος της ποδιάς, ενώ στις περιπτώσεις που υπάρχει κέντημα στο πάνω μέρος και στα πλάγια, αυτό είναι πολύ πιο λεπτό και περιορίζεται σε μια γιρλάντα με λουλούδια.
Τα λουλούδια κεντιούνται συνήθως σε μπουκέτα, και τρία, πέντε ή επτά επαναλαμβανόμενα μοτίβα καταλαμβάνουν το κάτω μέρος της ποδιάς. Τα πουλιά, αηδόνια και παγώνια, κεντιούνται συνήθως αντικριστά ανά δύο και ‘κάθονται’ πάνω σε μία συνεχόμενη γιρλάντα ή σε ξεχωριστό μπουκέτο το κάθε ζευγάρι.
Φαίνεται λοιπόν από όλα τα παραπάνω πως ο ρόλος της ποδιάς στην παραδοσιακή Ασπροποταμίτικη γυναικεία φορεσιά, αλλά και σε όλες τις παραδοσιακές ελληνικές φορεσιές, είναι πράγματι πολλαπλός και πολυδιάστατος και ο κάθε ένας είναι ξεχωριστός μεν, αλλά συνυφασμένος και εξ’ ίσου σημαντικός με τους άλλους.
Δρ. ΦΑΝΗ ΜΠΑΛΑΜΩΤΗ
Φιλόλογος - Κοινωνική Ανθρωπολόγος
Στην κεντημένη σου ποδιά μωρ' βλάχα
Μια περιγραφική και ερμηνευτική προσέγγιση της γυναικείας
φορεσιάς του Ασπροποτάμου, με έμφαση στον ρόλο της ποδιάς.
9ο Συμπόσιο Ιστορίας, Λαογραφίας, Βλάχικης Παραδοσιακής Μουσικής και Χορών,
Ασπροπόταμος Τρικάλων 11-12-13 Μαΐου 2007