Στις 21 Μαΐου του 1911 ο Γερμανός αλπινιστής και φυσιοδίφης Έντουαρντ Ρίχτερ φθάνει στον Κοκκινοπλό, μέσω Θεσσαλονίκης και Κατερίνης, με σκοπό να ερευνήσει τις κορυφές του Ολύμπου. Εκεί φιλοξενείται, όπως και το προηγούμενο καλοκαίρι, στο σπίτι του Κοκκινοπλίτη εμπόρου Γιάννη Μαρωνίδη, ο οποίος ήταν επίσης πρόεδρος της μυστικής οργάνωσης του Κοκκινοπλού «Επιτροπή Μακεδονικού Αγώνα».
Ύστερα από μια μυστική και καλά συντονισμένη συνεννόηση τηςΕιδικής Ελληνικής Στρατιωτικής Υπηρεσία Λαρίσης, τωνΕλληνικών Προξενείων Θεσσαλονίκης και Ελασσόνας, της « Επιτροπής Μακεδονικού Αγώνα» Κοκκινοπλού και ληστών του Ολύμπου, ο Ρίχτερ απήχθη από τους ληστές για εθνικούς λόγους, ενώ επέστρεφε από μια πρώτη προσπάθεια ανάβασης στην κορυφή «Φλάμπουρο». Η ομηρία του Γερμανού επιστήμονα διήρκεσε τρείς μήνες, αφού οι απαγωγής απαιτούσαν από τις οθωμανικές αρχές ένα τεράστιο ποσό σε χρυσές λίρες, ως λίτρα. Όλο αυτό το χρονικό διάστημα διαδραματίστηκαν πολλά γεγονότα στο χώρο της διπλωματίας και της πολιτικής, κυρίως μεταξύ της Ελλάδας, της Γερμανίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Παράλληλα ο τουρκικός στρατός και άλλες υπηρεσίες έψαχναν διακαώς το μεγάλο προστατευόμενό τους, ενώ απειλούσαν, έδερναν και εκβίαζαν τους κατοίκους της δυτικής περιοχής του Ολύμπου και κυρίως αυτούς του Κοκκινοπλού. Τελικά στις 22 Αυγούστου του 1911 (ύστερα από τρεις μήνες) ο Γερμανός αφέθηκε ελεύθερος, αφού καταβλήθηκαν 38 χιλ. χρυσές λίρες, για να εκπληρωθούν έτσι όλοι οι σκοποί που είχαν θέσει οι Έλληνες.
Σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν να ερευνηθεί ο αντίκτυπος που είχε η λεγόμενη « υπόθεσης Ρίχτερ» στα διπλωματικά και εθνικά θέματα της Ελλάδας. Κυρίως αναδείχτηκαν τα οφέλη που προέκυψαν στην Ελλάδα από το παραπάνω τολμηρό εγχείρημα.
Αντί προλόγου
Ακόμη και στις μέρες μας, κάποιοι υπερήλικες Kοκκινοπλίτες, όταν θέλουν να περιγράψουν, η να αναφερθούν σε ένα μεγάλο κακό, σε μια μεγάλη δυστυχία, χρησιμοποιούν τη βλάχικη φράση « κα ντι άννλου ντι φράγκου», η οποία στα ελληνικά σημαίνει «όπως στη χρόνια του φράγκου». Με αυτή τη φράση αναφέρονται μεταφορικά και πολλές φορές ασυνείδητα στο μεγάλο κακό που υπέστη ο Κοκκινοπλός το καλοκαίρι του 1911 από τα τούρκικα στρατεύματα (ανελέητοι ξυλοδαρμοί, απειλές και τρομοκρατία για τρεις περίπου μήνες), εξ αιτίας της απαγωγής και ομηρίας του Γερμανού ερευνητή - φυσιοδίφη Έντουαρντ Ρίχτερ. Πρόκειται για την πολύκροτη «υπόθεση Ρίχτερ», εξ αιτίας της οποίας δημιουργήθηκαν πολλά διπλωματικά επεισόδια, οξύνθηκαν οι σχέσεις μεταξύ Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και Ελλάδας και κυρίως μεταξύ Γερμανίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τελικά όπως θα φανεί και στη συνέχεια ωφελήθηκε η Ελλάδα σε μια περίοδο πολύ κρίσιμη.
Σε όσους γνωρίζουν την ιστορία του Κοκκινοπλού, ίσως η παραπάνω φράση « όπως στη χρονιά του φράγκου» φανεί υπερβολική, αφού στην περίπτωση του Ρίχτερ το χωριό δεν πυρολύθηκε, ούτε υπέστη κάποια ιδιαίτερη καταστροφή, και το κυριότερο δεν υπήρχαν εκτελέσεις κατοίκων. Αντίθετα σε άλλες περιπτώσεις της μακραίωνης ιστορίας του χωριού αυτού, είχαμε ολοκληρωτική καταστροφή, συθέμελη πυρπόληση και σφαγιασμό κατοίκων.
-Γιατί λοιπόν έμεινε αυτή η φράση, ενώ στην ιστορική πορεία του χωριού φαίνεται ότι οι Κοκκινοπλίτες πέρασαν πολύ χειρότερες καταστάσεις;
-Γιατί κάποιοι από τους κατοίκους του Κοκκινοπλού, ενός χωριού που πάνω απ’ όλα φημιζόταν για την φιλοξενία, πρωτοστάτησαν στην απαγωγή ενός ξένου ανθρώπου, τον οποίο μάλιστα φιλοξενούσαν;
-Σε τι απέβλεπε ένα τέτοιο «απονενοημένο εγχείρημα;»
-Πως και γιατί αυτή η πράξη εξυπηρετούσε τα εθνικά συμφέροντα της Ελλάδας;
-Γιατί εξαιτίας της υπόθεσης αυτής δημιουργήθηκαν διπλωματικά επεισόδια;
-Επιτεύχθηκαν όλοι οι στόχοι που είχαν θέση οι εμπνευστές αυτής της απαγωγής και ομηρίας;
Ας πάρουμε λοιπόν την πολύκροτη αυτή υπόθεση με τη σειρά για να δούμε πως εκτυλίσσεται η όλη ιστορία και πως προκύπτουν οι απαντήσεις στα παραπάνω πολύ ενδιαφέροντα ερωτηματικά. Να σημειωθεί ότι η περιοχή για την οποία γίνεται λόγος ήταν ακόμη υπό τουρκική κατοχή, αφού τα σύνορα της Ελλάδας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μέχρι τις 6 Οκτωβρίου του 1912 ήταν στη Μελούνα (Νότια από την Ελασσόνα και Τσαριτσάνη).
Μέθοδος- πηγές
Στην παρούσα εργασία γίνεται προσπάθεια να καταγραφεί και να αναδειχτεί η απαγωγή του Ρίχτερ και οι επιπτώσεις- θετικές και αρνητικές- τόσο στις τοπικές κοινωνίες του Ολύμπου, όσο και στα διπλωματικά και εθνικά θέματα της Ελλάδας. Επίσης ερευνώνται και αναδεικνύονται οι επιπτώσεις στις σχέσεις μεταξύ των άμεσα εμπλεκόμενων κρατών (Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, Ελλάδας, Γερμανίας) και τα τελικά οφέλη της Ελλάδας.
Η μέθοδος που χρησιμοποιείται είναι αυτή του πεδίου αναζήτησης, ενώ η συλλογή των δεδομένων έγινε με βάση την αρχειακή ιστορική έρευνα.
Πολλές από τις πηγές που χρησιμοποιήθηκαν είναι πρωτογενείς, όπου διατυπώνουν τις απόψεις και μας δίνουν πληροφορίες αυτόπτες μάρτυρες, αλλά και διάφορα έγγραφα της εποχής. Ένας από αυτούς είναι ο ίδιος ο Ρίχτερ, αφού αμέσως μετά την απελευθέρωσή του έγραψε και εξέδωσε ένα εμπεριστατωμένο βιβλίο για την περιπέτειά του αυτή [1] .
Σημαντική πηγή αποτελεί και το βιβλίο του Καλογιάννη Β. [2] , το οποίο γράφτηκε το 1955, μια εποχή που ζούσαν σχεδόν οι περισσότεροι που πρωταγωνίστησαν στην απαγωγή και ομηρία του Ρίχτερ. Επίσης παρατίθενται και απόψεις έγκυρων σύγχρονων συγγραφέων, όπως το βιβλίο και τα διάφορα άρθρα του συγγραφέα [3] , αλλά και του λαογράφου και αξιόλογου συγγραφέα Αδάμου Ι., ο οποίος ήταν μάλιστα και εγγονός του Γιάννη Μαρωνίδη, για τον οποίο θα γίνει στη συνέχεια λόγος [4] . Σημαντικές είναι επίσης οι προφορικές πληροφορίες που προέρχονται από τα παιδιά, τους συγγενείς και τους συγχωριανούς αυτών που πρωτοστάτησαν στην απαγωγή του Ρίχτερ [5] .
Ο Γερμανός επιστήμονας Ρίχτερ έρχεται για τρίτη φορά στον Όλυμπο, προκειμένου να τον εξερευνήσει
Το καλοκαίρι του 1909 και του 1910 ο Γερμανός επιστήμονας και αλπινιστής Έντουαρντ Ρίχτερ είχε πραγματοποιήσει προσπάθειες να ερευνήσει τον Όλυμπο και να κατακτήσει τις ψηλότερες κορυφές του. Οι προσπάθειες αυτές, οι οποίες περιγράφονται από τον ίδιο και από σχετική βιβλιογραφία αποβήκαν άκαρπες [6] . Την πρώτη την πραγματοποίησε από το Λιτόχωρο, ενώ τη δεύτερη από τον Κοκκινοπλό.
Ύστερα λοιπόν και από τη δεύτερη αποτυχία του, ο Ρίχτερ, όχι μόνο δεν πτοήθηκε, αλλά ο πόθος του και το πείσμα για την κατάκτηση και εξερεύνηση του θρυλικού βουνού αυξήθηκαν ακόμη περισσότερο. Πανέτοιμος λοιπόν φθάνει στη Θεσσαλονίκη στις 20 Μαΐου του 1911. Ήταν η τρίτη φορά, και όπως θα φανεί στη συνέχεια ήταν η μοιραία για το Γερμανό ερευνητή.
Από τη Θεσσαλονίκη πλέει με καΐκι στην παραλία της Κατερίνης, όπου οι τούρκικες αρχές του έδωσαν τέσσερες αστυνομικούς να τον φυλάνε από τους ληστές του Ολύμπου, αφού ο Γερμανός επιστήμονας « τελούσε υπό την προστασία» της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Από την Κατερίνη όλη η ομάδα ακολούθησε το δρόμο προς Πέτρα και Άγιο Δημήτριο με τελικό προορισμό τον Κοκκινοπλό, όπου θα ήταν η βάση και το ορμητήριό του για τις διάφορες εξορμήσεις στις κορυφές του Ολύμπου. Εκεί οι κάτοικοι και ιδιαίτερα οι φίλοι που ο Ρίχτερ είχε αποκτήσει την προηγούμενη χρονιά τον υποδέχθηκαν με εγκαρδιότητα. Μάλιστα ο γνωστός έμπορος του χωριού Γιάννης Μαρωνίδης, τον φιλοξένησε στο αρχοντικό του, όπως και την προηγούμενη χρονιά.
Το Ελληνικό Γενικό Επιτελείο Στρατού κινητοποιείται και δίνει εντολή για να επαχθεί ο Ρίχτερ
Από τη στιγμή που ο Ρίχτερ πάτησε το πόδι του στη Θεσσαλονίκη άρχισε από ελληνικής πλευράς να τίθεται σε εφαρμογή ένα παράτολμο εγχείρημα, που είχε σκοπό την απαγωγή και ομηρία του, για εθνικούς λόγους. Έτσι λοιπόν πρώτα ενημερώθηκε από τους πληροφοριοδότες το Ελληνικό Προξενείο Θεσσαλονίκης και αυτό με τη σειρά του ενημέρωσε με άκρα μυστικότητα την « Ειδική Στρατιωτική Υπηρεσία Λαρίσης». Στη συνεχεία με ειδικό αξιωματικό ενημερώθηκε το Προξενείο Ελασσόνας και αυτό με τη σειρά του τον πρόεδρο της «Επιτροπής Μακεδονικού Αγώνα» (ονομαζόταν και Μυστική Επαναστατική Επιτροπή) Γιάννη Μαρωνίδη. Αμέσως μετά ο τελευταίος, που φιλοξενούσε, όπως προαναφέρθηκε το Ρίχτερ κατέβηκε με άκρα μυστικότητα στην Ελασσόνα [7] .
Έτσι διαγράφτηκε μια αδιάσπαστη και θαυμαστή αλυσίδα επικοινωνίας, ένας καλά οργανωμένος κύκλος συνεννόησης και μετάδοσης των πληροφοριών, που παραπέμπει σε κινηματογραφικά κατασκοπευτικά έργα. Ένας σημαντικός κρίκος της αλυσίδας αυτής ήταν και ο Μητροπολίτης Ελασσόνας Νεόφυτος Ευαγγελίδης, ο οποίος «ευλόγησε» τη συμμετοχή των τριών ιερέων του Κοκκινοπλού στην «Επαναστατική Οργάνωση», ενώ έλαβε και αυτός γνώση του εγχειρήματος.
Αυτή η κεραυνοβόλα κινητοποίηση κάνει τον καθένα να υποψιαστεί ότι, τα διάφορα σενάρια της απαγωγής ήταν ίσως προ πολλού έτοιμα, αφού γνώριζαν ότι θα επανέλθει ο Ρίχτερ. Απλά περίμεναν το «θύμα» να δουν πως θα κινηθεί για να κινητοποιηθούν και να πράξουν και αυτοί ανάλογα.
Στην Ελασσόνα τον Μαρωνίδη τον περίμενε ο πρόξενος Λεωνίδας Χρυσανθόπουλος και ένας ¨Έλληνας αξιωματικός (αγνώστων λοιπών στοιχείων), που είχε περάσει μυστικά τα σύνορα της Μελούνας. Εκεί οι δυο άνδρες μίλησαν στον Μαρωνίδη για το «μεγάλο εγχείρημα», τα οφέλη της πατρίδας από μια ευτυχή έκβαση και βέβαια τον κίνδυνο που ενδεχομένως θα διέτρεχε ο ίδιος, η « Επαναστατική Επιτροπή» και πρώτα απ’ όλα το χωριό. Του εξήγησαν αναλυτικά τους εθνικούς- πατριωτικούς λόγους για τους οποίους έπρεπε να απαχθεί ο «Φράγγος» (Δυτικός).
Αφού οι δυο άνδρες εξέθεσαν όλους αυτούς τους πολύ σημαντικούς εθνικούς - πατριωτικούς λόγους στον Μαρωνίδη, χωρίς να περιμένουν να απαντήσει του επισήμαναν κατευθείαν και τις εξής δυο βασικές προϋποθέσεις:
πρώτον ότι «ο όμηρος δεν θα έπρεπε σε καμία περίπτωση να πατήσει ελληνικό έδαφος» και δεύτερον «οι απαγωγείς δεν θα έπρεπε να είναι νοικοκυραίοι και ευυπόληπτοι πολίτες του χωριού, αλλά ανυπόληπτοι και άγνωστοι και αν είναι δυνατόν ληστές του Ολύμπου».
Αμέσως μετά ρώτησαν τον πρόεδρο της Επαναστατικής Οργάνωσης του Κοκκινοπλού, εάν αυτός και η Επιτροπή του Κοκκινοπλου μπορούσαν, ήταν σε θέση να αναλάβουν ένα τόσο επικίνδυνο, αλλά εθνικά ωφέλιμο εγχείρημα.
Ο καθένας μπορεί να καταλάβει τη δεινή θέση, στην οποία βρέθηκε ο Μαρωνίδης, τόσο ως ο πρόεδρος, όσο και ως νοικοκύρης. Το δίλημμα και η ψυχική σύγκρουση ήταν τεραστία. Από τη μια πλευρά το συναίσθημα της ιερής και απαράβατης φιλοξενίας, η οποία ιδιαίτερα στους Κοκκινοπλίτες, μέχρι σήμερα θεωρείται μια βασική αρετή. Από την άλλη το καθήκον, το χρέος προς την πατρίδα, που δεν επιδεχόταν καμία συζήτηση, ούτε την παραμικρή επιφύλαξη. Άλλωστε ως πρόεδρος μιας τέτοιας αυστηρά απαγορευμένης οργάνωσης ήταν ούτως η άλλως αφιερωμένος στην πατρίδα, αφού πρώτα απ’ όλα « έβαζε το δικό του κεφάλι στον τορβά». Και άντε το δικό του κεφάλι και το κεφάλι των υπόλοιπων μελών της «Επιτροπής». Άντε και η « παρασπονδία» σε βάρος του «μουσαφίρη» (φιλοξενούμενου). Εκείνο που τον βασάνιζε ιδιαίτερα στην υπόθεση αυτή, ήταν το ότι θα έβαζε ενδεχομένως σε μεγάλη περιπέτεια ολόκληρο το χωριό, κάτι που όπως θα φανεί συνέβη.
Το μυαλό του ορεσίβιου Βλαχόφωνου εμπόρου «έκοβε» πολύ, γι’ αυτό άλλωστε επέλεξαν αυτόν. Αφού μονολόγησε πρώτα λέγοντας « πέφτει βαριά στην ψυχή μου γιατί είναι μουσαφίρης ο Φράγγος», συνέχισε με αυτοπεποίθηση και μετρημένα λόγια λέγοντας ότι « θα γίνουν όλα όπως θέλετε και πιστεύω θα πάνε καλά. Εγώ και τα μέλη της Επιτροπής του Κοκκινοπλού αναλαμβάνουμε να φέρουμε σε πέρας την υπόθεση, αλλά θέτουμε και εμείς δυο βασικές προϋποθέσεις ». Είναι βέβαιο ότι το μυαλό των δυο συνομιλητών πήγε σε κάποια υλικά ανταλλάγματα, που μπορεί να είχαν σχέση ακόμη και με τα λίτρα. Όμως ο Μαρωνίδης δεν τους άφησε πολύ σε αγωνιά και περισσότερο περιθώριο για άλλες σκέψεις, αφού τους εξήγησε: « εμείς ζητάμε πρώτον να μη χαλαστεί (θανατωθεί) ο Φράγγος, οποία κατάληξη και αν έχει η υπόθεση και δεύτερον όσο γίνεται να ταλαιπωρηθεί λιγότερο».
Όσο απλές και εύκολες και εάν φαίνονται οι απαιτήσεις του Μαρωνίδη, ήταν δύσκολες, διότι τίποτε δεν μπορεί κανείς σε τέτοια εγχειρήματα να προβλέψει και να τηρήσει απαρέγκλιτα. Όμως ο αξιωματικός και ο πρόξενος γνώριζαν ότι ο λόγος τους, ιδιαίτερα όταν έχουν να κάνουν με τέτοιους ορεσίβιους ανθρώπους, που «καινέ την κάπα για μια ψείρα», έπρεπε να είναι « συμβόλαιο», διαφορετικά θα τα τινάζανε όλα στον αέρα.
Τελικά οι τρεις άνδρες συμφώνησαν σε όλα και αφού έδωσαν τα χέρια, ο Μαρωνίδης έφυγε εσπευσμένα για τον Κοκκινοπλό. Στο Πύθιο πέρασε από τον πρόεδρο της εκεί «Επιτροπής», το Δημήτρη Αδάμου τον ενημέρωσε διεξοδικά και συνέχισε για τον προορισμό του.
Στον Κοκκινοπλό κάλεσε με άκρα μυστικότητα τα μέλη της «Επιτροπής », τους ενημέρωσε και αφού συμφώνησαν άρχισαν να «στύβουν» τα μυαλά τους για να βρουν, τους πιο κατάλληλους απαγωγείς. Τελικά κατέληξαν στον αποκηρυγμένο ληστή-κλέφτη Γιώργο Λιόλιο (από το Φλάμπουρο Ελασσόνας) και την παρέα του. Αυτός θα μπορούσε άριστα να συνεργαστεί και να φέρει εις πέρας μια τέτοια υπόθεση, αφού συγκέντρωνε, μεταξύ άλλων και τα εξής προσόντα:
-Ήταν πανέξυπνος και δεινός διαπραγματευτής.
-Γνώριζε την περιοχή «πιθαμή προς πιθαμή» και τους ανθρώπους που τον προστάτευαν στις στάνες, στα χώρια, ακόμη και στις κωμοπόλεις, πολύ καλά.
-Αν και ληστής είχε «μπέσα», αφού δεν αθετούσε ποτέ το λόγο του.
-Ήταν επικηρυγμένος ληστής και υποτίθεται ότι ήταν εχθρός και των Ρωμιών. Ως εκ τούτου δεν είχε να δώσει λόγο σε κανέναν. Ουσιαστικά κανείς δε θα μπορούσε να ζητήσει ευθύνες, από κανέναν και να προβεί σε αντίποινα για τις πράξεις ενός τέτοιου ανθρώπου.
-Τέλος οι Κοκκινοπλίτες γνώριζαν ότι, όταν θα ερχόταν το λεγόμενο « Ελληνικό» (απελευθέρωση), ο Λιόλιος είχε την πρόθεση να εγκαταλείψει την ληστρική ζωή.
Έτσι λοιπόν με ειδικό άνθρωπο ειδοποιήθηκε ο Λιόλιος να πάει στον Κοκκινοπλό και αυτός έχοντας εμπιστοσύνη στους Κοκκινοπλίτες ανταποκρίθηκε. Εκεί του εκμυστηρεύτηκαν όλο το σχέδιο και κυρίως το σκοπό. Του τόνισαν, μεταξύ άλλων, ότι στο εξής θα έχει επαφή μόνο με ειδικό αξιωματικό του Ελληνικού Στρατού, ο οποίος κάτω από κάποιο ανυποψίαστο επάγγελμα θα κυκλοφορούσε στις στάνες και στα χωριά [8] . Ο κλέφτης συμφώνησε και αφού συζήτησε μαζί τους και την τελευταία λεπτομέρεια έφυγε να προετοιμαστεί με τους συντρόφους του.
Σύλληψη, απαγωγή και ομηρία του Ρίχτερ
Αφού ο Ρίχτερ έμεινε έξι ημέρες στον Κοκκινοπλό- φιλοξενούμενος, όπως προαναφέρθηκε στο αρχοντικό του Μαρωνίδη- ξεκίνησε στις 27 του Μάη για δοκιμαστική ανάβαση και εξερεύνηση μιας ημέρας, μέχρι την κορυφή « Φλάμπουρο». Στη συνοδεία του ήταν δυο Τούρκοι αστυνομικοί και οι Κοκκινοπλίτες αγωγιάτες-βοηθοί Γεώργιος Γιαμουζής και Βασίλης Μπαλούκας, οι οποίοι δεν ήταν παρά οργανωμένα μέλη της « Μυστικής Επαναστατικής Επιτροπής Κοκκινοπλού», σε ειδική αποστολή.
Αφού ο Ρίχτερ πραγματοποίησε τη δοκιμαστική αυτή ανάβαση, αργά το απόγευμα μαζί με τους συνοδούς του πήρε το δρόμο της επιστροφής. Στα βορειανατολικά του χωριού στη γνωστή βρύση «Ρουδί» (πάνω προς το βουνό σε απόσταση μιας ώρας από το χωριό), όλη η παρέα κάθισε στη βρύση να ξεκουραστεί, να δροσιστεί και να δειπνήσει.
Δεν πρόλαβαν καλά, καλά να «στρωθούν» και ξαφνικά ακουστήκαν πυροβολισμοί, ενώ την ίδια στιγμή μια ομάδα ανδρών έπεσε επάνω τους σαν αρπακτικά. Οι πυροβολισμοί άφησαν σχεδόν επιτόπου τους δυο Τούρκους χωροφύλακες, ενώ την ίδια στιγμή (χωρίς ιδιαίτερη αντίσταση) ακινητοποιήθηκε ο Ρίχτερ. Ήταν η ομάδα του καπετάν Λιόλιου με τον υπαρχηγό του Στρατή και τέσσερες άλλοι συνεργάτες, οι οποίοι δρούσαν σύμφωνα με το σχέδιο και τη συμφωνία που είχε γίνει με την « Επαναστατική Επιτροπή».
Οι δυο Κοκκινοπλίτες ήταν οι υποτιθέμενοι οδηγοί του Ρίχτερ, οι οποίοι γνώριζαν την περιοχή πιθαμή, προς πιθαμή, αλλά συγχρόνως ήταν αυτοί που κανόνισαν τα πάντα βάση σχεδίου (δρομολόγιο, ρυθμός βαδίσματος, ώρα επιστροφής, μέρος ανάπαυσης κτλ). Σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες ο Γεώργιος (Γκόγκος) Γιαμουζής είχε και την ειδική αποστολή, στην κρίσιμη στιγμή να συλλάβει και να ακινητοποιήσει το Ρίχτερ, αφού φημιζόταν για τη σωματική ρώμη, την επιδεξιότητα και την ταχύτητα. Βέβαια, τόσο αυτός όσο και ο άλλος «συνοδός» ο Βασίλης Μπαλούκας επέστρεψαν στο χωριό, υποκρινόμενοι ότι υπέστησαν σοκ από την επίθεση των ληστών, χωρίς βέβαια να αποφύγουν τις ανακρίσεις και τους ξυλοδαρμούς. Βέβαια μετά από κάποιο χρονικό διάστημα «εξαφανίστηκαν» από το χωριό, αφού «μυρίσθηκαν» ότι οι τούρκοι κάτι κακό «μαγειρεύουν» γι’ αυτούς. Να σημειωθεί ότι οι δυο παραπάνω Κοκκινοπλίτες πέρασαν κρυφά στο Ελληνικό και από εκεί έφυγαν για Αμερική, για να επιστρέψουν την άλλη χρονιά, όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος.
Ύστερα από την επίθεση αυτή που τελείωσε με δυο Τούρκους αστυνομικούς νεκρούς και την σύλληψη και ομηρία του Ρίχτερ, μπορεί κανείς να πει ότι παίχτηκε η «πρώτη κρίσιμη σκηνή» του όλου έργου της λεγόμενης « πολύκροτης υπόθεσης Ρίχτερ».
Αμέσως μετά και αφού οι απαγωγείς καθησύχασαν πρώτα τον όμηρο, κάθισαν όλοι μαζί στη βρύση, δείπνησαν, δροσίστηκαν και όταν σουρούπωσε άναψαν συνθηματικές φωτιές για να ενημερώσουν τους συνεργάτες της Επιτροπής ότι « ο πρώτος στόχος επετεύχθη».
Ένας από την παρέα έφυγε για την Ελασσόνα να ενημερώσει το προξενείο και τον αξιωματικό του Ελληνικού Επιτελείου Στρατού και να πάρει ίσως και κάποιες οδηγίες. Η υπόλοιπη ομάδα του καπετάν Λιόλιου με τον όμηρο, κατέβητε προς την απόληξη της χαράδρας της Σταλαματιάς, πέρασε βόρεια του Πυθίου και κατευθύνθηκε προς τα χωριά Καλύβια, Φλάμπουρο και στη συνέχεια προς Διάβα, Μελούνα, με τελικό προορισμό τα ελληνοτουρκικά σύνορα, χωρίς όμως να μπουν σε ελληνικό έδαφος.
Αμέσως μετά οι απαγωγείς έκαναν γνωστό στις οθωμανικές αρχές ότι ο Γερμανός επιστήμονας κρατείται σε ομηρία και ότι θα αφεθεί ελεύθερος μόνο αν καταβληθούν 19 χιλιάδες χρυσές λύρες. Διαφορετικά θα τους έστελναν το κεφάλι του «πεσκέσι» και υπεύθυνοι γι’ αυτό θα ήταν μόνο αυτοί (οι οθωμανικές αρχές).
Ύστερα λοιπόν από την πρώτη αυτή πράξη, ακολουθεί ένα τρίμηνο [9] , όπου διαδραματίζονται οι παρακάτω τέσσερες ξεχωριστές πράξεις της όλης « υπόθεσης Ριχτερ»:
-Από τη μια έχουμε τους απαγωγείς με τον όμηρο, οι οποίοι για τρεις μήνες κρύβονται σε διαφορές κατοικημένες περιοχές και σπήλαια, όπου γραφούν τη δική τους ιστορία- περιπέτεια (ιδιαιτέρα ο Ρίχτερ).
-Από την άλλη, έχουμε τις οθωμανικές αρχές, οι οποίες όταν πληροφορηθήκαν το γεγονός καταληφθήκαν από ένα είδος αμόκ, αφού για την ανεύρεση του Γερμανού κινητοποίησαν σε όλη την περιοχή χιλιάδες στρατού και διάφορες άλλες υπηρεσίες. Το χωριό όμως που ιδιαιτέρα ταλαιπωρήθηκε και υπέστη τα πάνδεινα, εξ αιτίας της υπόθεσης αυτής ήταν ο Κοκκινοπλός [10] . Οι Τούρκοι ζητούσαν επίμονα τον Ρίχτερ από τους Κοκκινοπλίτες. Όχι τόσο επειδή πίστευαν ότι είχαν κάποια άμεση σχέση, αλλά επειδή πίστευαν ότι εάν «έστυβαν» τα μυαλά τους και προσπαθούσαν θα τον εύρισκαν, αφού γνώριζαν ότι οι Κοκκινοπλίτες ανέκαθεν είχαν σχέση με ληστές.
Ο κύκλος εκβιασμών και πιέσεων, άρχιζε από το γερμανικό κράτος, το οποίο πίεζε την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αυτή πίεζε τον Καϊμακάμη (έπαρχο) Ελασσόνας, την στρατιωτική αρχή και τους άλλους υπεύθυνους της υπόθεσης αυτής. Όλοι αυτοί με τη σειρά τους ξεσπούσαν με βία και αγριότητα με χιλιάδες στρατιώτες στους κατοίκους της περιοχής και ιδιαίτερα στους Κοκκινοπλίτες.
Βέβαια η πρωτογενής αιτία του «κύκλου πίεσης» ήταν οι απαγωγείς και ιδιαίτερα το «αόρατο πρόσωπο» του Ελληνικού Επιτελείου Στρατού, το οποίο έδινε τις εντολές στους απαγωγείς, και το οποίο για λόγους ευνόητους ήθελε να παρατείνει όσο γίνεται περισσότερο την ομηρία, αλλά και να αυξήσει τα λύτρα. Βέβαια κανείς δεν είχε υποψιαστεί (για πολλά χρόνια) ότι πίσω από τους αδίστακτους ληστές του Ολύμπου κρυβόταν ο Ελληνικός Στρατός, τα Προξενεία και οι τοπικές Επαναστατικές Μακεδονικές Οργανώσεις.
Μια άλλη ιστορία εξ αιτίας της υπόθεσης αυτής γράφεται και διαδραματίζεται στο χώρο της διπλωματίας και της πολιτικής, αφού το γεγονός αυτό κάποιους ωφέλησε (την Ελλάδα), κάποιους άλλους έβλαψε (την Οθωμανική Αυτοκρατορία), ενώ διατάραξε ιδιαίτερα τις πολύ καλές σχέσεις μεταξύ της Γερμανίας και Της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η τελική πράξη της πολύκροτης αυτής υπόθεσης παίχτηκε στις 22 Αυγούστου του 1911, όταν ο Ρίχτερ αφέθηκε ελεύθερος, αφού βέβαια πρώτα καταβλήθηκαν 38 χιλιάδες χρυσές λίρες. Να σημειωθεί ότι οι απαγωγείς αύξησαν τα λίτρα από το αρχικό πόσο που ήταν 19 χιλιάδες λύρες, σε 30 και μετά σε 38, ανάλογα με τις εντολές που έπαιρναν από το Ελληνικό Στρατηγείο Λάρισας. Έτσι έλαβε τέλος και η περίπλοκη αυτή ιστορία, αφού επιτεύχθηκαν στο ακέραιο όλοι οι στόχοι που είχαν τεθεί.
Πέρα από τα οφέλη που είχε οι Ελλάδα ταλαιπωρήθηκε, όπως προαναφέρθηκε, μια ολόκληρη περιοχή και ιδιαίτερα ο Κοκκινοπλός. Εξ αιτίας όμως των ελληνικών συμφερόντων, ταλαιπωρήθηκε αφάνταστα και ένας Γερμανός πολίτης δηλαδή ο Έντουαρντ Ρίχτερ. Πρόκειται για ένα αθώο άνθρωπο, ένα μεγάλο επιστήμονα, ένα φιλοξενούμενο και ένα καλό φίλο. Το γεγονός όμως ότι οι Έλληνες πέρασαν στην αιωνιότητα αυτή την προσωπικότητα, αφού στην πολύκροτη αυτή υπόθεση έδωσαν το όνομα του, ως «υπόθεση Ρίχτερ», ισχύει ίσως και ως μια συγνώμη, μια ελάχιστη τιμή και ένα μεγάλο ευχαριστώ εκ μέρους τους.
Ως συγνώμη ισχύει και το γεγονός ότι ο Μαρωνίδης στο αρχοντικό του σπίτι είχε για 40 χρόνια αναρτημένες δυο φωτογραφίες της οικογένειας Ρίχτερ. Τις είχε στείλει ο Ρίχτερ αμέσως μετά την απελευθέρωσή του από την ομηρία, χωρίς βέβαια να γνωρίζει (ευτυχώς) το ρόλο του φίλου του Γιάννη Μαρωνίδη.
Το 1943, οι συμπατριώτες του Ρίχτερ πυρπόλησαν ολοσχερώς τον Κοκκινοπλό, ενώ την ίδια τύχη είχε και το αρχοντικό του Μαρωνίδη και μαζί με αυτό φυσικά και οι φωτογραφίες της οικογένειας Ρίχτερ.
Τέλος, σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες- διαδόσεις της εποχής εκείνης (ίσως να αποτελούν και αυτές μέρος της παραπληροφόρησης, των μυστικών υπηρεσιών), οι προθέσεις, τα κίνητρα και ο πραγματικός σκοπός του Γερμανού να μην ήταν τόσο αγαθά όσο φαίνονταν. Λέγεται δηλαδή ότι ο ένθερμος εραστής του Ολύμπου έψαχνε στην πραγματικότητα να βρει τη χρυσή κεφαλή του Περσέα, του τελευταίου βασιλιά της Μακεδονίας. Όπως και αν έχει το θέμα αυτό, γεγονός είναι ότι η πατρίδας μας ωφελήθηκε τα μέγιστα από την πολύκροτη « υπόθεση Ρίχτερ», αφού επιτεύχθηκαν στην πιο κατάλληλη στιγμή όλοι οι στόχοι, που είχαν τεθεί εκ μέρους των Ελλήνων.
Συμπέρασμα
Μελετώντας κανείς την τρίτη απόπειρα κατάκτησης και έρευνας του Ολύμπου εκ μέρους του Γερμανού επιστήμονα Έντουαρντ Ρίχτερ θα μπορούσε να τη χωρίσει στα εξής μέρη:
-Άφιξη σιδηροδρομικώς στη Θεσσαλονίκη και από εκεί με καΐκι στην Κατερίνη και στη συνέχεια οδικώς στον Κοκκινοπλό, όπου φιλοξενήθηκε στο σπίτι του Γιάννη Μαρωνίδη, πρόεδρου της παράνομης Οργάνωσης για την απελευθέρωση της Μακεδονίας.
-Συγκρότηση σχεδίου απαγωγής του Γερμανού εκ μέρους ελληνικών φορέων (Στρατού, Προξενείων, Μακεδονικής Οργάνωσης Κοκκινοπλού) και απαγωγή του Ρίχτερ από κλέφτες- ληστές του Ολύμπου για εθνικούς- πατριωτικούς λόγους.
-Τρίμηνη ομηρία του Ρίχτερ και απαίτηση πολλών λίτρων εκ μέρους των απαγωγέων. Παράλληλα διαδραματίζονται πολλά γεγονότα στο χώρο της διπλωματίας και της πολιτικής, κυρίως μεταξύ της Ελλάδας, της Γερμανίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
-Κατά τη διάρκεια της ομηρίας ο τουρκικός στρατός και άλλες υπηρεσίες ψάχνουν απεγνωσμένα το μεγάλο προστατευόμενό τους, ενώ απειλούν, δέρνουν και εκβιάζουν τους κατοίκους της δυτικής περιοχής του Ολύμπου και κυρίως αυτούς του Κοκκινοπλού.
Η πολύκροτη αυτή υπόθεση έληξε στις 22 Αυγούστου του 1911, αφού βέβαια πρώτα καταβλήθηκαν 38 χιλιάδες χρυσές λίρες.
Τελικά με την απαγωγή και ομηρία του Ρίχτερ οι Έλληνες εκπλήρωσαν τους εξής στόχους:
-Εξετέθη η Οθωμανική Αυτοκρατορία στα μάτια της φίλης και πανίσχυρης Γερμανίας σε μια χρονική περίοδο πολύ κρίσιμη για την πρώτη και πολύ ευνοϊκή για την Ελλάδα.
-Αποδείχθηκε, κυρίως στην Ευρώπη ότι « όντως ο βασιλιάς είναι γυμνός», αφού ο μεγάλος ασθενής, δηλαδή η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν είναι σε θέση ούτε τους πολίτες να προφυλάξει, ούτε τα εδάφη της να ελέγξει.
-Αυτή η ενέργεια ανέβασε το ηθικό και αναπτέρωσε τους Έλληνες των σκλαβωμένων περιοχών, του ελληνικού κράτους και των όπου γης Ελλήνων.
-Τα λίτρα που εισπράχθηκαν από την απαγωγή «έπιασαν τόπο» στον Ελληνικό Στρατό, ο οποίος ετοιμαζόταν για τη μεγάλη ώρα (για τον πόλεμο του 1912).
Καϊμακάμης Β., Αναπληρωτής Καθηγητής ΤΕΦΑΑ-ΑΠΘ
Η «Υπόθεση Ρίχτερ» και ο αντίκτυπος της στα διπλωματικά και εθνικά θέματα των διαφόρων χωρών
Πρακτικά Ημερίδας 22ου Πανελλήνιου Ανταμώματος Βλάχων, Κατερίνη 2 Ιουλίου 2005
Βιβλιογραφία
-Αδάμου Ι., Απόπειρες κατάκτησης του Ολύμπου, Ελασσόνα 1982.
-Αδάμου Ι., Η υπόθεση Ρίχτερ, Ελασσόνα 1972.
-Εγκυκλοπαίδεια, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τομ. ΙΔ.
-Εγκυκλοπαίδεια, Λαρούς Μριτάνικα, τόμ., 24ος , σσ. 291-295.
-Καϊμακάμης Β., «Γεώργιος (Γκόγκος) Γιαμούζης. Ένας κρίκος στην πολύκροτη υπόθεση «Ρίχτερ», Ολύμπιο Φως, 8(1996)11,12.
-Καϊμακάμης Β., Απαγωγή και Ομηρία στον Όλυμπο, Θεσσαλονίκη 2007.
-Καϊμακάμης Β., Ελληνόβλαχοι. Ο Κοκκινοπλός το βλαχοχώρι του Ολύμπου, εκδ. Μαίανδρος, Θεσσαλονίκη 1984.
-Καλογιάννης Β., Ιστορία του Κοκκινοπλού, Λάρισα 1955.
-Richter F. (1911). Meine Erlebnisse in der Gefangenschaf am Olymp, Leipzig, Verl. Born.
[1] Richter F. (1911), Meine Erlebnisse in der Gefangenschaf am Olymp, Verl. Born Leipzig.
[2] Καλογιάννης Β. (1955), Ιστορία του Κοκκινοπλού, Λάρισα.
[3] Καϊμακάμης Β., «Γεώργιος (Γκόγκος) Γιαμούζης. Ένας κρίκος στην πολύκροτη υπόθεση «Ρίχτερ», Ολύμπιο Φως, 8(1996)11,12./ Καϊμακάμης Β., Απαγωγή και Ομηρία στον Όλυμπο, Θεσσαλονίκη 2007.
[4] Αδάμου Ι. (1972), Η υπόθεση Ρίχτερ, Ελασσόνα.
[5] Στο βιβλίο του Β. Καϊμακάμη, παρατίθενται τα ονόματα και η ηλικία όλων αυτών που έδωσαν προφορικές πληροφορίες για την απαγωγή και ομηρία του Ρίχτερ.
[6] Οι δυο προηγούμενες προσπάθειες περιγράφονται αναλυτικά στη βιβλιογραφία των παραπομπών 1 έως 4.
[7] Στην Ελασσόνα και στη γειτονική Τσαριτσάνη ζούσαν εκείνη την εποχή μερικοί επιφανείς Κοκκινοπλίτες, όπως γιατρός Νικόλαος Δημάδης και ο γιατρός Νικόλαος Παλάγκας, οι οποίοι ήταν μυημένοι και ηγετικά στελέχη των Ελληνικών Μυστικών Οργανώσεων.
[9] Αναλυτικά για την ομηρία, τα κρησφύγετα και για τις διαπραγματεύσεις κυρίως στο: Richter F. (1911), Meine Erlebnisse in der Gefangenschaf am Olymp, Verl. Born Leipzig.
[10] Αναλυτικά για την περιπέτεια των Κοκκινοπλιτών κυρίως στο: Καϊμακάμης Β., Απαγωγή και Ομηρία στον Όλυμπο, Θεσσαλονίκη 2007.