Η μάχη της Φυλλουριάς (10-5-1854)

Παπαθανασίου Γιάννης, «Ιστορία των Βλάχων»Όταν το 1854 οι Ρώσοι άρχισαν να τρώγονται με λύσσα με τους Τούρκους για τη θάλασσα της Κριμαίας φάνηκε ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή για να ξεσηκωθούν οι ακόμη υπόδουλες ελληνικές περιοχές. Οι οπλαρχηγοί στην Ήπειρο στη Μακεδονία και στη Θεσσαλία σχεδίασαν το πρόγραμμα της επίθεσης και άρχισαν ένας ένας να σηκώνουν τις αντάρτικες σημαίες.
Όλα αυτά συνέβαιναν προς το τέλος της Άνοιξης την εποχή που οι Βλάχοι της Μακεδονίας αφήνουν τα χειμαδιά στη Θεσσαλία και αρχίζουν να ανηφορίζουν μαζί τα τσελιγκάτα τους ( δηλαδή τα γιδοπρόβατα, τις γυναίκες, τα παιδιά τα σκυλιά και τα παραπαίδια) στα βλαχοχώρια της Πίνδου. Ο επαναστατικός αναβρασμός τους πέτυχε στο δρόμο και συγκεκριμένα όταν έφταναν στα χωριά που βρίσκονται κοντά στον Τύρναβο και στην Ελασσόνα.

 Όλα αυτά συνέβαιναν προς το τέλος της Άνοιξης την εποχή που οι Βλάχοι της Μακεδονίας αφήνουν τα χειμαδιά στη Θεσσαλία και αρχίζουν να ανηφορίζουν μαζί τα τσελιγκάτα τους ( δηλαδή τα γιδοπρόβατα, τις γυναίκες, τα παιδιά τα σκυλιά και τα παραπαίδια) στα βλαχοχώρια της Πίνδου. Ο επαναστατικός αναβρασμός τους πέτυχε στο δρόμο και συγκεκριμένα όταν έφταναν στα χωριά που βρίσκονται κοντά στον Τύρναβο και στην Ελασσόνα. Οι Βλάχοι παρ΄ ότι είχαν μαζί τους γυναικόπαιδα, αποσκευές και αμέτρητα γιδοπρόβατα, αποφάσισαν να συμμετάσχουν στον ξεσηκωμό και να χτυπήσουν τους Τούρκους από το νότο. Οι βλάχοι αρχηγοί από όλες τις φαμίλιες και τα ορεινά χωριά , από τη Σαμαρίνα από την Νεβέσκα, από τη Φούρκα, από το Περιβόλι, από την Αβδέλλα, από την Σμίξη, από το Μπλάτσι, από το Λιμπόχοβο, από τη Γράμμοστα, από το Ντέντσικο, από τα Κουτσοχώρια, αφού συνεδρίασαν, έβαλαν επικεφαλής στον ξεσηκωμό τον αρχιτσέλιγκα Χατζημάτη – Ακάρμωνα ή Χατζηματούσιο.

  Το τεράστιο πολύβουο, πολύχρωμο και αποφασισμένο καραβάνι, πέρασε τα σύνορα από τη Θεσσαλία (καθότι οι Βλάχοι είχαν όλα τα απαραίτητα χαρτιά για να μπαινοβγαίνουν στην υπόδουλη Μακεδονία) και έφθασε αρχές του Μάη 1854 στο τσιφλίκι του Χατζημάτη – Ακάρμωνα στην Φυλλουριά στην τοποθεσία δηλαδή η οποία βρίσκεται ανάμεσα στη Βουνάσα, το Μακροβούνι, τα Χάσια και τον Αλιάκμονα την οποία έλεγαν έτσι επειδή είναι γεμάτη αρωματικές φιλύρες, με τα ωραία ασπροκίτρινα λουλουδάκια. Το τσιφλίκι είχε έκταση 40.000 στρέμματα και ήταν πνιγμένο στα δέντρα και τη βλάστηση, είχε άφθονα νερά για τα κοπάδια Εκεί οι Βλάχοι σήκωσαν τη δική τους αντάρτικη σημαία, ορκίστηκαν στο ξωκλήσι του Αγίου Δημητρίου μέχρι θανάτου πίστη στα ιερά και όσια της πατρίδας τους και αποφάσισαν να προχωρήσουν και να ενωθούν με τους ήδη ξεσηκωμένους Μακεδόνες του καπετάν Ζιάκα.

Οι Τούρκοι δεν άργησαν καθόλου να φανούν καθότι ο αγάς των Γρεβενών Μεχμέτ Τάγος ( από το Μεχμέτ – Αγάς) είχε ήδη μάθει για τον ξεσηκωμό των Βλάχων. Όταν λέμε Τούρκοι, εννοούμε ένα άτακτο έφιππο λεφούσι από Τουρκομάνους, Κούρδους και Αρβανίτες, ληστές και φονιάδες οι οποίοι έπεσαν πάνω στους Βλάχους όχι φυσικά για να υπερασπιστούν την οθωμανική τάξη πραγμάτων, αλλά για το πλιάτσικο που θα ακολουθούσε. Αυτοί οι Τούρκοι λοιπόν ήρθαν στη Φυλλουριά στις 10 Μαΐου 1854, με μάτι αγριεμένο για σφαγή και κλέψιμο.

  Tο μακελειό που ακολούθησε ήταν δύσκολο να περιγραφεί, καθώς οι Βλάχοι οπλαρχηγοί με τα παλικάρια τους από τη μία χτυπούσαν με θάρρος τους λυσσασμένους καβαλάρηδες και από ην άλλη προσπαθούσαν να σώσουν τα γυναικόπαιδα, τα οποία είχαν σκορπίσει στο δάσος, φορώντας αντρικές πολύχρωμες φορεσιές, τους τζιβρέδες, για να δίνουν την εντύπωση πολυπληθούς στρατού και να προκαλούν σύγχυση στους Τούρκους. Οι Βλάχοι πολεμούσαν με ότι έβρισκαν και μέσα στον πανικό της μάχης εκτυλίσσονταν τρομερές σκηνές με γυναίκες να χτυπάνε τους Τούρκους με πυρωμένους τεντζερέδες, άντρες να χρησιμοποιούν ταψιά για ασπίδες, ενώ κάποιοι είχαν αρπάξει τις σούβλες και σούβλιζαν τα άλογα των Τούρκων για να πέσουν οι καβαλάρηδες και να τους σουβλίσουν κατόπιν και αυτούς. Από τη μάχη δεν έλειψαν ούτε τα περίπου 250 σκυλιά από τα κοπάδια των Βλάχων, τα οποία ρήμαξαν στις δαγκωματιές όποιον Τούρκο έβρισκαν εύκαιρο. Στο τέλος οι Βλάχοι γονάτισαν και σκόρπισαν στα πιο απάτητα λαγκάδια της περιοχής, τα γυναικόπαιδα κρύφτηκαν στα δάση και στον κάμπο έμειναν τα άψυχα σώματα των νεκρών Βλάχων. Οι Τούρκοι κατάκλεψαν τα βλάχικα κοπάδια πήραν αιχμαλώτους και σκλάβους, άρπαξαν ότι μπορούσαν να μεταφέρουν και έφυγαν για τα Γρεβενά. Η χαρά τους δεν κράτησε για πολύ, αφού η σφαγή μαθεύτηκε γρήγορα, ο τρομερός καπετάν Ζιάκας έφτασε στη Φυλλουριά ακόμη γρηγορότερα και πέτυχε τους Τουρκαλβανούς στη Διμηνίτσα, (Καρπερό Γρεβενών) όπου τους διέλυσε κυριολεκτικά, αποκεφαλίζοντας μάλιστα τον ίδιο τον αρβανίτη αρχηγό.

  Η μάχη στη Φυλλουριά δεν είχε συνέχεια, όπως και η μάχη στο Σπήλαιο, λίγες μέρες μετά. Η επανάσταση του 1854 είχε άδοξο τέλος, αφού το επίσημο ελληνικό κράτος του Όθωνα και της Αμαλίας, όχι μόνο δεν έστειλε ίχνος βοηθείας στους εξεγερμένους ( τους οποίους όμως σαφέστατα είχε προηγουμένως παροτρύνει να εξεγερθούν), αλλά μετά την απόβαση των Αγγλογάλλων στον Πειραιά, υποχρέωσαν και όσους συνέχιζαν τις αψιμαχίες με τους Τούρκους να σταματήσουν και να επιστρέψουν στον οθωμανικό τους ζυγό όπως πρόσταζαν οι τότε Μεγάλες Δυνάμεις. Πολλοί Βλάχοι αρχηγοί και τσελιγκάδες σκοτώθηκαν στη Φυλλουριά και ανάμεσά τους ο Χατζηζήσης και ο Κίτσος Μπαλοδήμος. Ο Χατζημάτης – Ακάρμων πιάστηκε αιχμάλωτος, έμεινε πέντε χρόνια φυλακή στη νότια Αλβανία και αφού πλήρωσε αμύθητα ποσά ως λύτρα αφέθηκε ελεύθερος για να δολοφονηθεί το 1871 σε μια τουρκική ενέδρα στη Δεσκάτη. Για τη σφαγή των Βλάχων στη Φυλλουριά μπορεί να μην βρείτε σχεδόν τίποτα στα πιο πολλά ιστορικά βιβλία. Θα ακούσετε όμως πολλά στα δημοτικά τραγούδια της Βλαχουριάς, αν βρεθείτε σε κάποιο από τα μεγάλα καλοκαιρινά πανηγύρια, στα βλαχοχώρια της Πίνδου. Η τραγωδία στη Φυλλουριά επηρέασε τόσο πολύ τους Βλάχους, ώστε μέχρι σήμερα όταν γίνεται κάτι εξαιρετικά άσκημο, λένε ότι “S’ fiatsi filuriana” , δηλαδή “έγινε της Φυλλουριάς”.


Από τις εκδόσεις Μπαρμπουνάκη:
Παπαθανασίου Γιάννης, «Ιστορία των Βλάχων»

Απόστολος Αποστολίδης – Γρεβενά
Οικονομικά-Στατιστική-Χρηματοοικονομικά

Αναζήτηση