Παραδόσεις του Ασπροποτάμου. Μια ανάγνωση της συλλογής του Αλεξ. Χατζηγάκη

Αλέξανδρος Χατζηγάκης - Τ' Ασπροπόταμο ΠίνδουΠαράδοση,  από το ρήμα παραδίδω, σημαίνει στην ιστορία του πολιτισμού το κεφάλαιο των υλικών και πνευματικών αγαθών που μεταβιβάζεται ως κληρονομιά  από μια γενιά  σε άλλη.

 

Ο Νικόλαος Πολίτης χρησιμοποίησε τον όρο για τις λαϊκές διηγήσεις που μεταδίδονται με τον προφορικό  λόγο από γενιά σε γενιά. Ανάλογος όρος, ο θρύλος, χρησιμοποιήθηκε προκειμένου να χαρακτηρισθεί φανταστική ιστορία με ιστορικό πυρήνα που μεταδίδεται από τόπο σε τόπο κι από γενιά σε γενιά, υποχώρησε μπροστά στη χρήση του όρου παράδοση. Βεβαίως συχνά οι δύο όροι θεωρούνται συνώνυμοι ή συμπληρωματικοί (παραδόσεις και θρύλοι).

Η παράδοση ορίζεται ως «μυθική διήγηση, η οποία συνδέεται με ορισμένο τόπο και χρόνο και με ορισμένο πρόσωπο και την οποία ο λαός πιστεύει ως αληθινή» συνδυάζοντας μυθικά και ιστορικά στοιχεία, συχνά προσωπικό βίωμα ενός υπαρκτού προσώπου, αποδίδοντας νέα διάσταση στην πραγματικότητα. Ο ρεαλισμός της αφήγησης στον οποίο εντάσσονται τόσο ο τόπος, τα ιστορικά όσο και τα βιωματικά στοιχεία της, είναι απαραίτητος προκειμένου να ενισχυθεί η αληθοφάνεια και η εγκυρότητα της πληροφορίας. Όσο διευρύνεται η απόσταση από τα ιστορικά στοιχεία της αφήγησης, τόσο προβάλλονται τα στοιχεία του μύθου και ο συμβολικός, άρα υπερχρονικός, χαρακτήρας της.
Οι παραδόσεις, λοιπόν, σύντομες αφηγήσεις, οι οποίες αναφέρονται  σε γεγονότα που τοποθετούνται σε χώρο και χρόνο, αποτελούν είδος ζωντανό και εξελισσόμενο και στις σύγχρονες κοινωνίες. Η ανάγνωσή τους ως βραχέων χρονικών ιστορικού συμβάντος, χαραγμένου στη μνήμη του λαού, με συμβολικό συχνά  χαρακτήρα,  με όσα στοιχεία είναι απαραίτητα για να μπορεί να ταξιδεύει στο χρόνο, μπορεί να μας δώσει σημαντικές πληροφορίες για την φυσική εξέλιξη του χώρου αλλά και τις παρεμβάσεις του ανθρώπου σ’ αυτόν κατά τη διάρκεια του χρόνου.
Η ανακοίνωσή μας αποτελεί μέρος ευρύτερης μελέτης των παραδόσεων που αναφέρονται  στη δημιουργία  – εξέλιξη ή καταστροφή οικισμών στον ελληνικό χώρο. Για την επιλογή του χώρου στον οποίο πρόκειται να εγκατασταθεί ένας οικισμός στην παραδοσιακή κοινωνία, είναι γνωστό ότι απαραίτητες προϋποθέσεις είναι η εξασφαλισμένη ύδρευσή του, η οχυρή θέση (φυσική ή τεχνητή) και η δυνατότητα επικοινωνίας του με άλλο οικισμό σε απόσταση μέχρι μια ημέρα. Η ασφάλεια ενός οικισμού, η οποία συμβάλλει στην ομαλή εξέλιξή του, επιτυγχάνεται  με την φύσει οχυρή του θέση ή την τεχνητή οχύρωσή του (κάστρα, πύργοι), τους ελεγχόμενους δρόμους επικοινωνίας (βίγλες, καραούλια), την εξασφαλισμένη ύδρευση. Χωρίς αυτά τα βασικά στοιχεία δεν είναι δυνατή, ιδιαίτερα σε ασταθείς περιόδους, η επιβίωση και εξέλιξή του. Η εγκατάλειψη εξ άλλου ενός οικισμού και η ερήμωσή του μπορεί να οφείλεται σε μια σειρά από αίτια, όπως οι επιδρομές εχθρών, οι θανατηφόρες επιδημίες, η ύπαρξη δηλητηριωδών φιδιών, ακρίδας κ.ά. Οι παραδόσεις διασώζουν συνήθως τους λόγους δημιουργίας ενός οικισμού σε συγκεκριμένο χώρο και τα αίτια για την καταστροφή του και λιγότερο την πορεία του ως ιστορία των ανθρώπων που έδρασαν στον συγκεκριμένο χώρο και χρόνο. Εδώ θα μας απασχολήσουν οι παραδόσεις του Ασπροποτάμου, όπως τις κατέγραψε ο Αλέξ. Χατζηγάκης και όπως αυτές διαμορφώθηκαν  στην προφορική  παράδοση μέχρι σήμερα. Παραδόσεις για  τον χώρο, τα φυσικά και υπερφυσικά φαινόμενα  και όντα, τις παρεμβάσεις των ανθρώπων  στο φυσικό και οικισμένο περιβάλλον,  τις αντιλήψεις τους για τον κόσμο κ.ά.
Ο Αλέξ. Χατζηγάκης «ο πιστός υπηρέτης της Λαογραφίας», όπως δηλώνει ο ίδιος, περιγράφει και διασώζει τον πολιτισμό του Ασπροποτάμου στο έργο του. Ειδικότερα στο δημοσιευμένο το 1948 στα Τρίκαλα βιβλίο του «Τ᾽ Ασπροπόταμο Πίνδου. Παραδόσεις», συγκέντρωσε μεθοδικά και κατέταξε, με παρότρυνση και κατά το υπόδειγμα του Νικ. Γ. Πολίτου, τις προφορικές διηγήσεις στα χωριά του Ασπροποτάμου.
Γνώρισε, όπως ο ίδιος γράφει, τον Καθηγητή Νικ. Πολίτη, όταν ήταν φοιτητής στην Αθήνα, μέσω του συμπατριώτη του, γνωστού φιλολόγου Βασ. Βήκα. Ο Βασ. Βήκας εργαζόταν στο γραφείο του Νικ. Γ. Πολίτου. Συγκέντρωνε, με την καθοδήγηση του δασκάλου του, λαογραφικό  υλικό και δημοσίευε στο περιοδικό Λαογραφία. Το επώνυμο Χατζηγάκης, της γνωστής οικογένειας του Ασπροποτάμου, εκίνησε το ενδιαφέρον του Ν. Γ. Πολίτη και παρώτρυνε τον νεαρό Αλέξανδρο να ασχοληθεί με την συγκέντρωση λαογραφικού υλικού από τον τόπο του. Οι συμβουλές του είναι καθοριστικές για την μετέπειτα εργασία του νεαρού Αλέξ. Χατζηγάκη: «Να μαζέψτε, να σημειώσητε, να καταγράψητε τις παλιές ιστορίες που υπάρχουν και σώζουνται  ακόμη  στην πατρίδα σας, στ᾽  άλλα χωριά. Τους θρύλους,  τις παραδόσεις, τα ήθη και έθιμα, κάθε άλλη ιστορία που αφορά την ψυχική, πνευματική, κοινωνική ζωή του λαού μας. Προσοχή όμως, να σημειώσητε ό,τι θα σας αφηγηθούν οι γερόντοι με το δικό τους τρόπο. Να περιγράψητε με σαφήνεια, με ακρίβεια και λεπτομερώς  κάθε τι που εκείνοι θα σας διηγηθούν. Με τον Βασ. Βήκα θα σας στείλω γενικό ερωτηματολόγιο, με οδηγίες και υποδείξεις των θεμάτων» Οι συμβουλές συνοδεύτηκαν από ερωτηματολόγιο με υποδείξεις των θεμάτων, πράγμα που ακολούθησε ο Αλέξ. Χατζηγάκης, αν κρίνουμε από την διάρθρωση της ύλης των παραδόσεων που δημοσίευσε. Βεβαίως ο ίδιος είχε την έφεση και την αγάπη  για τη λαογραφία.  Γιατί όπως εξομολογείται: «πριν τον γνωρίσω, πριν μου δώσει τις σοφές συμβουλές του, κάθε καλοκαίρι που το σχολειό μου αργούσε, ανέβαινα στ όμορφο και γραφικό χωριό της γέννησής μου, στο Περτούλι, όπου μ᾽ άρεσε να παρακολουθώ τις ιστορίες που λέγανε οι γέροι. Αργότερα σαν έβγαλα το Γυμνάσιο, έγραψα ό,τι είχα ακούσει μικρός. Έγραψα την προεπαναστατική αρματολική στιχομύθια, τη διαθήκη του προύχοντα του Περτουλιού, προσπάππου μου, Γάκη Χατζή και μετέβαλα θρύλους του χωριού μου σε πρωτόλεια διηγήματα. Έπει­τα όμως από τη συνάντησή μου με τον Πολίτη, κάθε γιορτή των Χριστουγέννων, του Πάσχα και ιδίως τα καλοκαίρια που άφηνα την Αθήνα, ανέβαινα-­πετούσα κυριολεκτικά­ στην Πίνδο, στα χωριά, πότε μόνος μου και πότε με τον μακαρίτη πατέρα μου, σε προεκλογικές περιοδείες, για να σώσω ό,τι υπήρχε ακόμα ζωντανό στο στόμα του λαού μας.  Μπήκα κι έμεινα σ᾽ αρχοντόσπιτα. Φιλοξενήθηκα σε φτωχόσπιτα. Λημέριασα σε σανιδοκαλύβες. Ξαπλώθηκα και κοιμήθηκα σε καλά στρωσίδια μα και κατάχαμα.  Σκεπάστηκα  με ολόασπρες προικιάτικες βελέντζες, με πλουμιστές μπατανίες, που μοσχοβολούσαν το μύρο του βουνίσιου αγέρα  και νερού, αλλά και με χοντρά χράμια κι ακόμη με τραγίσιες κάππες, που ανάδιναν τη βαρειά μυρωδιά  της άδολης ποιμενικής ζωής. Τα βράδυα αυτά, καθισμένος σταυροπόδι στη γωνιά του τζακιού ακούγοντας το τριζοβολιό που άφινε το ελάτινο κούτσουρο, το κέδρινο αρωματικό κλωνάρι, οι στραβόριζες του πουρναριού, που όλα τα περιτριγύριζαν, σαν παιγνίδι, οι κοκκινοκίτρινες φλόγες,  προσπαθούσα μ᾽  ερωτήσεις ν᾽  ακούσω από τους συνομιλητές  νοικοκυραίους παλιές ιστορίες…. Όταν είχα μπροστά μου εκατοστάρηδες γέρους, καθώς το μαθουσάλα γέρο­Σούκια, όταν είχα γριές σαν τη Ρόιδω Μπάτζιου,  όταν είχα τριγύρω μου, στ᾽ ασπροποταμίτικα  χωριά, ένα πλήθος γερόντων και γεροντισσών, που τόσον απλά, τόσον αβίαστα, μα και τόσο χαριτωμένα, διηγούνταν τα παληά τους, πως ήταν δυνατό να αιστάνουμε την ανάγκη να παραδοθώ στις αγκάλες του Μορφέα;»
Όπως λοιπόν, ο ίδιος ομολογεί «χάρις στην παρότρυνση  και τις συμβουλές τ᾽ αθάνατου Πολίτη, χάρις στ᾽ ατέλειωτα ταξίδια στα χωριά μας, σε επικίνδυνες ορειβασίες, σε γιδόστρατα  και μονοπάτια,  στις ράχες των βουνών, στ᾽ απότομα τσουγκάνια, σε βαθουλές καταβόθρες, σε παγερά σπήλια, σε χαριτωμένες στάνες, σε χιλιοτραγουδισμένες βρύσες, σε μαρμαίρουσες χαράδρες, σε όμορφες βουνοπλαγιές,  σε πυκνά  δαση ελατιού,  κέδρου, πεύκου,  οξυάς, σε ιστορικούς τόπους, που κρύβανε τα λημέρια των κλεφτών και αρματολών μας, σ᾽ απόμερα μοναστήρια, σε ερημικά ξωκλήσια, σε νερόμυλους, μαντάνια, ντριστέλες… μάζευα και γιόμοζα τη Λαογραφήθρα μου, σαν το καλό κι εργατικό μελίσσι, με το πολύτιμο εκείνο μέλι, που άφθονο παρείχε ο Ασπροποταμίτικος Πίνδος, έστω και κατά τι αλλοιωμένο  από τη διήγηση, από στόμα σε στόμα, από τον τόσο χρόνο που πέρασε άγονος στη συλλογή και καταγραφή των λαογραφικών θεμάτων, από τον πανδαμάτορα εκείνον χρόνον που αφανίζει και σβήνει τα πάντα και που δυστυχώς πήρε μαζί του και πολλά απ᾽ τα παλιά μας εθνικά κειμήλια, απ᾽ τα παλιά μας κλέη». Στον πρόλογο του βιβλίου του «Τ᾽ Ασπροπόταμο Πίνδου. Ιστορικά» που δημοσιεύτηκε το 1961 με πρόλογο του ερευνητή των Μετεώρων ακαδημαϊκού  Νίκου Βέη «μεγάλην  σχέσιν έχοντος με την περιοχήν των Τρικάλων», ο Χατζηγάκης ομολογεί ότι «δια την επιτυχή συμπλήρωσιν των υπαρχόντων κενών και δια την καλλιτέραν εμφάνισιν του έργου υπεβλήθην εις μόχθους  και διέτρεξα κινδύνους  αναρριχώμενος αλλεπαλλήλους  σειράς βουνών του Ασπροποταμίτου Πίνδου. Η ερ­γασία μου αυτή δεν υπήρξε τόσον εύκολος, όπως την εφανταζόμην κατ᾽ αρχάς. Είχον ν᾽ αντιπαλαίσω με την περίεργη τω όντι επιφύλαξιν των κατοίκων, αρνουμένων ν᾽ απαντήσουν εις τας ερωτήσεις μου και προσποιουμένων άγνοιαν γεγονότων».
Από τη φράση που παραθέτει στην αρχή του βιβλίου του για τις Παραδόσεις του Ασπροποτάμου φαίνεται  πως υιοθετεί για  τη σημασία της συλλογής που δημοσιεύει την άποψη του Στίλπωνα Κυριακίδη, Καθηγητή της Λαογραφίας τότε στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης: «Αι παραδόσεις είναι τα κατ᾽ εξοχήν εθνικά μνημεία εκείνα, τα οποία καλύτερον παντός άλλου απεικονίζουν την ψυχήν εκάστου λαού». Ο ίδιος εγκρατής, όπως φαίνεται, της λαογραφικής βιβλιογραφίας  επισημαίνει ότι «οι παραδόσεις τ᾽ Ασπροποτάμου πολλές και ποικίλες σε περιεχόμενο – μυθολογικές, ιστορικές, θρησκευτικές και τοπωνυμικές – μας δίνουν το βαθμό της φαντασίας του ασπροποταμίτικου λαού». Στον σύντομο αλλά περιεκτικό πρόλογό του περιγράφει την περιοχή με λυρικό τρόπο αφήνοντας να διαφανούν  οι λόγοι για τους οποίους έχουν δημιουργηθεί τόσες πολλές παραδόσεις. Δημοσιεύει 340 παραδόσεις από τις οποίες μόνο μία εντοπίζεται δημοσιευμένη στο βιβλίο του Ν. Γ. Πολίτη «Παραδόσεις». Ακολουθεί την κατάταξή του Ν. Γ. Πολίτη. Παλιές ιστορίες: 34, η Πόλη κι Αγιά Σοφιά: 2, Χώρες και τόποι: 5, Βουλιαγμένοι τόποι-πολιτείες: 5, Βασιλιάδες και ρηγάδες: 15 παραδόσεις, Έλληνες αντρειωμένοι  γίγαντες:  29 παραδόσεις,  Αρχαία  κτίρια και μάρμαρα: 9, Αρχαίοι θεοί και ήρωες: 3, Ο Χριστός και τα πάθη του: 3, Άγιοι: 26, Εκκλησίες: 13, Ο ουρανός και τ’ άστρα: 5, Οι καιροί: 2, Μαρμαρώματα: 9, Φυτά: 3, Ζώα: 13, Θηρία: 5, Δράκοντες και όφεις: 2, Δράκοι: 9, Θησαυροί και αράπηδες: 3, Στοιχειά και στοιχειωμένοι τόποι: 17, Στοιχειά και στοιχειωμένοι τόποι της θάλασσας: 2, Χαμοδράκια, ποιμενικοί δαίμονες: 5, Καλλικάντζαροι: 4, Ανασκελάδες: 2, Νεράιδες: 25, Λάμιες: 2, Στρίγγλες: 2, Ημέρες: 3, Μάγοι και μάγισσες: 5, Διάβολος: 11, Φαντάσματα: 15, Βραχνάς: 2, Ασθένειες: 4, Μοίρες: 4, Νεκροί και ψυχές: 19, Βρυκόλακες: 16, Θάνατος  Κάτω Κόσμος – Χάρος: 1, Αίτια: 6.
Με όσα γράφει  στον πρόλογο  περιγράφει  συνοπτικά  και ουσιαστικά την ποικιλία των παραδόσεων: «Αν κανείς επισκεφθεί τ᾽ Ασπροπόταμο­σύμπλεγμα από γιγάντια  βουνά, χωρισμένα από γραφικώτατες οροκοιλάδες, βα­θειά γούπατα, στενά και επικίνδυνα μονοπάτια, ακτινοβόλες χαράδρες, απαίσια φαράγγια,  άσπρους ξεριάδες, πολύκλαδα ρέματα, μεγάλες  κεφαλομάνες  κι απέραντα δάση, θα δικαιολογήσει τη ζωηρή μυθοπλαστική φαντασία, που κα­ τέχει έντονα το βουνίσιο κάτοικό του. Δω ψηλά, σε τούτα τα βουνά το πνεύμα εξεγείρεται ποικιλότροπα, ο νους σπινθηροβολεί,  η φαντασία δουλεύει τόσο, ώστε πετώντας  πάει να φτάσει  και να ξεπεράσει τις πιο ψηλές κορφές των βουνών… Ο αγέρας που περνά ανάμεσα από τις φυλλωσιές των ελατιών και των οξιών… οι ψιθυρισμοί,  οι γόοι, τα κλαυθμιρίσματα, οι φοβεροί γδούποι, τ᾽ ανάλαφρα σιγομιλήματα, που δημιουργεί ο αχός αυτός του αγέρα, εξάπτουν τη φαντασία του βουνίσιου, προκαλούν χαρά, τέρψη, ερεθίζουν συγκινούν  προ­ καλούν φόβο… Οι νερομάννες,  τα ρέματα με τα νερά…  προκαλούν άλλους παράξενους ήχους,  ο ένας διαφορετικός από τον άλλο. Ο βουνίσιος φαντάζεται να παθαίνει ψευδαισθήσεις,  πως βλέπει νεράιδες, πως ακούει κιόλας  τα σιγομιλήματά τους… τα δέντρα, τα κοτρώνια, τα κούτσουρα παίρνουν διάφορες μορφές, του αράπη, του κλέφτη που έχει στήσει καρτέρι, του αγίου, που στέκει κάπου για να προστατεύσει, για να διώξει το δαιμονικό… Τα νυχτοπούλια, τα τρυγώνια, οι σαύρες αφίνουν παράξενες φωνές τους και το αντιλάλημά τους  αλλοιωμένο, έρχεται  σαν υπόκωφος γρυλλισμός,  σαν ανατριχιαστικό σφύριγμα που βγαίνει απ᾽ το στόμα μεγάλου φιδιού, δράκου που περνά και πά­ ει να βλάψει ανθρώπους ανθρώπους και ζώα… Τα αγρίμια του βουνού… προ­ καλούν στον τσοπάνη την ψευδεντύπωση πως περνούν διαβόλοι, φαντάσματα, ξωτικά». Τις παραδόσεις καταγράφει  με προσοχή, συχνά με τις παραλλαγές τους και τις σχολιάζει στοιχειωδώς.
Το σώμα των παραδόσεων που κατέγραψε  ο Αλέξ. Χατζηγάκης είναι χρήσιμο να επανεκδοθεί. Σ᾽ αυτό πρέπει να περιληφθεί το Β΄ τεύχος των «Παραδόσεων τ᾽ Ασπροποτάμου», που αναφέρεται μεταξύ των «μη εκδοθέντων» στον κατάλογο των έργων του στο βιβλίο του «Τ᾽ Ασπροπόταμο. Τραγούδια  και ποιήματα» του 1964. Μικρός μόνον αριθμός παραδόσεων εξακολουθεί να  καταγράφεται  μέχρι  πρόσφατα  από  ερευνητές, όπως η υπογράφουσα  και ο ερευνητής του Κέντρου Λαογραφίας  Ευάγγελος Καραμανές σε αποστολές τους στην περιοχή.
Η περιοχή του Ασπροποτάμου, μια χωρική και πολιτισμική ενότητα, κατοικημένη κυρίως από Βλάχους και δευτερευόντως από Σαρακατσάνους αλλά και «παλιοχωρίσιους», όπως οι Βλάχοι  ονομάζουν  τους κατοίκους της Αθαμανίας, Μηλιάς κ.ά. χωριών, υπήρξε κατά την τουρκοκρατία και μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του  20ού αιώνα ιδιαίτερα ανεπτυγμένη περιοχή. Αυτό δείχνουν οι οικισμοί με τα καλοκτισμένα αρχοντικά και τις πλούσια διακοσμημένες εκκλησίες. Άρχοντες, όπως ο Στορνάρης, ο Φίλος, ο Δημάκης, ο ηρωικός Κωνσταντίνος Παπαπολυμέρου (Καστανιά)19, ο Γάκης Χατζηπερτούλης, τσελιγγάδες, όπως ο Γκόγκος Αλιμήτρος, ήρωες, όπως ο Καραϊσκάκης, ο Κατσαντώνης, ο Μπακόλας, ο Γιάννης Μπούλμπος, η Λένω του Μπότσαρη, η Δέσπω Λιακατά, λήσταρχοι, όπως οι Περιστεραίοι, ο Σπανοβαγγέλης,  ο Μαργιόλης Στούπας, ο Λύγκος-Φαρμάκης, ο Καλόγερος, ο Τσιάκαλος, ο Γκάρτζος από τη Τζιούρτζια, βουνά, βρύσες, σπηλιές με ονόματα και ιστορίες ανθρώπων (Αρέντας, Χήρα, Κρεμασμένος, Βρύση Γκρέτσι, Βρύση Παππού, Σπηλιά Κεπτενέλου), η έντονη παρουσία  του Αλή πασά των Ιωαννίνων,  παραδόσεις για τη σοφία των γέρων και την αναγκαιότητα να συνυπάρχουν  με τους νέους και δυνατούς, η προσπάθεια των βουνίσιων να προσεγγίσουν ή να κοροϊδέψουν  την εξουσία και να εξυπηρετήσουν οικογενειακά  ή εθνικά συμφέροντα, Παλιοχώρια σε ερείπια χωριών, που εγκαταλείφθηκαν εξαιτίας ασθενειών, φιδιών,  σεισμών και άλλων φυσικών αιτίων,  ερείπια κάστρων, σπιτιών, αρχαιότητες, παραδόσεις για την Αγιά Σοφιά και άλλες διηγήσεις συγκροτούν την εικόνα των οικισμών του Ασπροποτάμου συνδυάζοντας την πραγματικότητα  με τη φαντασία «καθώς από την Αστραπή, την πιο ψηλή κορφή του Κόζιακα, ο θεατής έχει μπρος του ένα πανοραμικό  ημικύκλιο μέσα στο οποίο κλείνονται οι κοιλάδες του Περτουλιού, Χρυσομηλιάς και Τύρνας. Η κοιλάδα Περτουλιού άγρια, μεγαλόπρεπη, πλαισιωμένη από πυκνότατο δίχτυ πολύμορφων βουνών, μεγάλες ράχες: Μπουντούρα, Βίγγα, Μπισάρκα, Μαρόσα, Λοπάτα, Αβγό ορθώνονται τότε άσπρες, γαλάζιες με νεφέλες ελατοδάσους με αγριόδενδρα.  Ανάμεσα ο Άσπρος. Ο Ξεριάς. Η Κοιλάδα της Τύρνας πιο μαλακή με τον Πορτιάτη ανάμεσα. Η κοιλάδα της Χρυσομηλιάς είναι πιο απαλή, πιο ήμερη. Μεγάλο ρέμα ξεκινά διχαλωτό απ’ τα βουνά. Το ένα από τη Βίγγα και το άλλο από τη Χουτιάνα του Κόζιακα. Τα ρέματα ενώνονται πιο κάτω από το μοναστήρι των Ταξιαρχών και τα νερά χύνονται  στον Κλεινοβίτη, παραπόταμο της Σαλαμπριάς».
Η πρώτη παράδοση που ανήκει στην κατηγορία «Παλιές ιστορίες» αναφέρεται στον Πίνδο, γιό του Μακεδόνα, που κυνηγημένος από τα αδέρφια του κατοικεί στο βουνό και κυνηγάει ζαρκάδια, μοιράζοντας την τροφή του με δράκοντα,  φύλακα και προστάτη της περιοχής. Πρόκειται για θεσσαλική παράδοση γνωστή και από την αρχαιότητα, αναφερόμενη στη φιλία δράκοντα προς τον βασιλιά Αλεύα και παραπέμπει στον κρηνίτη δράκοντα, τον φύλακα των πηγών της περιοχής.
Τα χωριά των Βλάχων είναι κτισμένα σε απρόσιτα υψώματα και σε τρομακτικούς γκρεμούς, παρατηρούν  οι περιηγητές. Στο Γαρδίκι, για παράδειγμα, οι κάτοικοι αφηγούνται  πως πολλά παιδιά  κινδύνεψαν  να κυλήσουν στον γκρεμό και σώθηκαν, όπως πιστεύουν, χάρη στην παρέμβαση αγίου. Γι᾽ αυτό και πολλές φορές οι γυναίκες τα έδεναν στην αυλή για να μην κυλήσουν στο γκρεμό. Βεβαίως και οι δρόμοι ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνοι, καθώς πολλές φορές ιδιαίτερα στενοί οδηγούσαν τους διαβάτες στο γκρεμό. Το υποδηλώνει μια παράδοση που αναφέρεται στην Σαρακατσάνα Ασήμω η οποία φορτωμένη, προσπαθώντας να περάσει στα βλαχοκόνακα στο Βαθύρεμα, γκρεμίστηκε κι ο τόπος έμεινε να θυμίζει το κακό «Σ᾽ τσ᾽ Ασήμ᾽». Μια άλλη παράδοση αιτιολογεί την παρουσία των ανθρώπων σ΄ αυτή την ορεινή και δύσβατη περιοχή. Τα βουνά του Σίμου Τρικάλων είναι ο τίτλος της παράδοσης και αναφέρει: «Όταν έχτισε ο Θεός τα βουνά τον ρώτησαν, -Τι τα θέλεις τα βουνά; Ποιος θα ᾽ρθη να κάτση στα βουνά; Και αυτός τους είπε. -Τα βουνά τά ᾽χω για να καθήσουν οι ζουρλοί». Και όσοι δεν είχαν μυαλό ήρθαν κι έκατσαν στα βουνά, κι επήραν κ᾽ εμάς τα παιδιά τους στο λαιμό τους. Γιατί αν είχαν μυαλό και νου δεν θα ᾽ρχονταν να κάτσουν εδώ στα ξεροβούνια». Η αιτιολογική  αυτή παράδοση, σχολιάζει ο Αλέξ. Χατζηγάκης, είναι προφανώς  υστερογέννημα  πολυβασανισμένου Ασπροποταμίτη, ο οποίος μετακινούμενος κάθε χρόνο  προς τον κάμπο της Θεσσαλίας διέθετε συγκριτικά στοιχεία. Πέρα ωστόσο από το δύσβατο του ορεινού εδάφους της περιοχής η επόμενη παράδοση, όπως τη διέσωσε ο Αλ. Χατζηγάκης και όπως την καταγράψαμε  (1984), στην Αγία Παρασκευή δείχνει τη στενότητα της γης, των βοσκοτόπων:
«Ο Μίχας ή Μητρούσης, αρχιτσέλιγγας Τζουρτζιώτης, κυνηγημένος κάποτε από τον Αληπασά έφυγε στη Μακεδονία με το βιός του. Όταν ο Μίχας, μετά τον θάνατο του Αληπασά θέλησε να γυρίσει στο χωριό του οι συγχωριανοί του δεν τον δέχτηκαν, γιατί είχε πολλά γιδοπρόβατα.  Με ψευτιές ότι δεν είναι Τζουρτζιώτης, πέτυχαν να τον διώξουν από το χωριό. Τότε ο Μίχας πεισμωμένος ζήτησε από τον Δεσπότη να διαβάσει αφορεσμό. Έτσι κι έγινε. Ύστερα από πολλά χρόνια σήκωσε τον αφορεσμό και επέστρεψε το αφοριστήριο έγγραφο. Δυό μέρες διάβαζαν  στην εκκλησία για το λύσιμο του αφορεσμού. Παρά ταύτα οι Τζουρτζιώτες φαίνεται ότι ακόμη δεν έχουν ξεχάσει το θέμα. Αφορεσμός λέγεται ότι διαβάστηκε και στο Λειβάδι, που διεκδικούσαν οι Βετερνικιώτες από τους Λαντζονίτες. Το μέρος κερδήθηκε από τους Βετερνικιώτες. Το ελάτι κάτω από το οποίο διαβάστηκε ο αφορεσμός, λέγεται ότι ξεράθηκε αμέσως. Από τότε τα γύρω χωριά χαρακτηρίζουν τους Βετερνικιώτες αφορεσμένους».
Από τον Ασπροπόταμο  αναφέρεται  ότι πέρασε ο Πατρο-Κοσμάς. Οι προφητείες του για το μέλλον του κόσμου και για τη συμβολή των βουνών  στην επιβίωση του ελληνικού έθνους, που διαφέρουν  τελείως από την προηγούμενη παράδοση, μεταδίδονται μέχρι σήμερα από στόμα σε στόμα. Στο Μυρόκοβο, λένε, πως «αποτάθηκε, κηρύχνοντας  σε δύο δέντρα που ήταν κοντά του, μία κρανιά κι ένα ελατάκι. Και είπε: Τον καιρό που θα γίνει ο πόλεμος η κρανιά θα έχει δείγμα. Συ δε θα να ᾽σαι. Η κρανιά, αν και γέρικη εξακολουθεί ακόμη να βγάζει ένα δυό βλαστάρια. Το ελάτι έβγαλε δυό κλωνάρια που σχηματίζουν το σχήμα του σταυρού».
Οι παραδόσεις για ελάφια που προσέρχονται εθελοντικά για θυσία κατά την εορτή της Αγίας Μαρίνας ή του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου είναι γνωστές και από άλλες περιοχές του ελληνικού χώρου: «Στις 29 Αυγούστου που γιορτάζει η εκκλησία του Αγίου Ιωάννου Προδρόμου, λένε ότι τα παλιά χρόνια ερχόταν ένα λάφι  και το σφάζανε  οι χωριανοί. Μια χρονιά το λάφι ήρθε κουρασμένο. Το σφάξανε και όταν το βάλανε στο καζάνι για να βράσει, ζωντάνεψε  και έφυγε. Έκτοτες δεν ξαναήρθε, δεν τρώνε πια λαδωμένα φαγητά την ημέρα αυτή. Το ίδιο και με το ελάφι της Αγίας Μαρίνας». Πρόκειται για ιδιαίτερα διαδεδομένη παράδοση στον βόρειο ελληνικό χώρο και την Κύπρο, η οποία αναφέρεται κυρίως σε ελάφι και δευτερευόντως σε άλλα ζώα (κριάρι, τραγί, ταύρος κ.ά.), που συμβιώνουν σε παλιότερες περιόδους με τους ξωμάχους κοντά στις στάνες και τα ξωκλήσια, καταλύματά τους τους βαρείς χειμώνες. Η παρουσία τους στους χώρους των εξωχικών καλοκαιρινών  πανηγυριών,  θεόσταλτη και ευπρόσδεκτη για τις λατρευτικές και διατροφικές  ανάγκες  των πανηγυριστών,  συνδυάστηκε με την εθελουσία τους προσέλευση. Η διεκδικητική και επιθετική παρουσία του ανθρώπου στους ίδιους χώρους απομάκρυνε τα άκακα ελάφια από αυτούς. Έτσι το κουρασμένο ελάφι που οι ανυπόμονοι πανηγυριώτες σφάζουν δεν ξανάρχεται πια αλλά κρύβεται βαθιά στο δάσος ή φεύγει κυνηγημένο για αλλού. Το βαθιά οικολογικό μήνυμα συμπληρώνει η παράδοση «τα λάφια του Χριστού»«Γύρω από το Μεγάλο Ρέμα Ντόβα, ανάμεσα από το Περτούλι  και Παν᾽ Περνιάγκο, στις υπώρειες του όμορφου βουνού Βίγγα, ξαπλωνόταν στα παλιά χρόνια, το πιο καλό παρθένο ελάτινο δάσος. Εδώ γυρίζαν, εδώ βοσκούσαν, εδώ φωλιάζαν  τα λάφια. Η παράδοση αναφέρει πως κυνηγοί Περτουλιώτες, ανήμερα των Χριστουγέννων στήσανε καρτέρι και βαρέ­ σανε δώδεκα λάφια.  Λένε ότι  ο Χριστός πεισμωμένος για το έγκλημα  των κυνηγών, διέταξε τα άλλα λάφια, που σωθήκανε από το καρτέρι, ν᾽ αφήσουν τον τόπο αυτό και να πάνε σ᾽ άλλα ήμερα μέρη. Έκτοτες δεν ξαναφάνηκε λάφι στο Περτούλι». Αυτό συμβαίνει ωστόσο, όχι μόνο στο Περτούλι αλλά σχεδόν παντού όπου η ανθρώπινη αδηφαγία  έδιωξε και εξαφάνισε τα άγρια ζώα. Έτσι για τις θυσιαστικές του ανάγκες αναγκάστηκε να χρησιμοποιεί ήμερα ζώα από το κοπάδι.
Σε άλλη παράδοση  που αναφέρεται  ως «το ιερό λάφι», διασώζεται ο απόηχος της θυσίας της Ιφιγένειας. Εδώ «θρήσκα κοπέλα του Περτουλιού μαζεύοντας ξύλα, πλάι στο ξωκκλήσι της Αγίας Κυριακής για να προφυλαχτεί από τη μπόρα που πλάκωσε ξαφνικά μπήκε στην κουφάλα γεροπλάτανου. Τρομαγμένη απ᾽ τ᾽ αστροπελέκια και τα ουρλιάσματα των λύκων παρακαλούσε την αγία να τη σώσει. Λένε πως η κοπέλα δεν ξαναγύρισε στο χωριό. Λένε πως η αγία Κυριακή τη μεταμόρφωσε σε λάφι». Η αγία  Κυριακή, γυναικεία  ιερή μορφή, σαν άλλη Άρτεμις, γλυτώνει την κόρη από τα άγρια θηρία, μεταμορφώνοντάς την σε ελάφι.
Χώρος  κατοικημένος  από  αιώνες  διασώζει ζωντανούς  μέχρι  σήμερα θρύλους για την Πόλη και την Αγιά Σοφιά, για αρχαίους τάφους και θησαυρούς, που τους προστατεύουν δράκοντες, για τους αρχαίους Έλληνες (οι Έλληνοι και τα μνήματά τους, ο Πετρωμένος Δίας, ο Ασκληπιός) κ.ά. Μοναστήρια και ναοί, όπως των Δολιανών, της Παναγίας  στο Χαλίκι, του Προφήτη Ηλία και τόσα άλλα δείχνουν ότι άνθισε ένας ιδιαίτερος πολιτισμός στην περιοχή.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι παραδόσεις για τον θεό Ασκληπιό. Η μία από αυτές αναφέρεται στον θρυλούμενο τάφο του Ασκληπιού στην Καρβουνολεπινίτσα, τη σημερινή Πιαλία. Οι κάτοικοί της πιστεύουν ότι είναι πατρίδα του Ασκληπιού και ότι οι ίδιοι κληρονόμησαν από αυτόν την ιατρική τέχνη. Η παράδοση αναφέρεται στην προσπάθεια του Ασκληπιού να κατακτήσει την αθανασία, όπως συνέβη, κατά την παράδοση, με τον Μεγαλέξανδρο και το αθάνατο νερό. Βεβαίως, όπως και με τον Αλέξανδρο, ένα τυχαίο, αλλά ταυτόχρονα μοιραίο γεγονός, όπως συμβαίνει  πάντα  στους μύθους, του στερεί την πολυπόθητη αθανασία.  «Ο Ασκληπιός διέταξε τον υπηρέτη του να τον σκοτώσει και να βάλει τ᾽ όνομά του σ᾽ ένα κουτί, μέσα στο οποίο ο Ασκληπιός κάτι πέταξε. Κατά τη θέληση του Ασκληπιού, ο υπηρέτης θα έθαβε το σώμα σαν κάτι το άχρηστο. Και το κουτί παράγγειλε να το ανοίξει ύστερα από σαράντα ημέρες, οπότε θά ᾽βρισκε μέσα, τον Ασκληπιό μικρό βρέφος. Ο υπηρέτης όμως δεν υπολόγισε καλά κι άνοιξε το κουτί, αφού περάσανε 39 ημέρες και 40 νύχτες. Ανοίγοντας το κουτί είδε ένα μικρό νήπιο. Ήταν ο Ασκληπιός, που κινώντας τα χείλια του ξεψύχισε. Ο υπηρέτης είχε ανοίξει πρόωρα το κουτί. Λείπανε μερικές ώρες για  να  ωριμάσει. Έπειτα ο υπηρέτης πήρε το χαρτί  που είχε ρίξει στην αρχή ο Ασκληπιός κι έφυγε. Στο χαρτί  αυτό ήταν γραμμένες οι συνταγές για τις διάφορες αρρώστιες. Οι Καρβουνολεπενιώτες πιστεύουν ότι κάποτε θα βρεθεί το χαρτί αυτό και προσδιορίζουν στην Αλμπινίτσα τον τάφο του Ασκληπιού».
Η παράδοση περιέχει στοιχεία γνωστά από ανάλογους μύθους για το εντός σαράντα ημερών ξύπνημα κοιμωμένου-κοιμωμένης (βασιλόπουλο, βασιλοπούλα). Η σπουδή και η αδυναμία  ολοκλήρωσης της θυσίας του αγρυπνούντος  στο πλευρό του επί σαράντα  ημερονύκτια,  οδηγεί  στην αποτυχία του σκοπού της θυσίας. Όσον αφορά στη σημασία του αριθμού των ημερών είναι γνωστή η χρησιμοποίηση του αριθμού σαράντα στις λαϊκές δοξασίες και την εθιμολογία (σαράντισμα λεχώνας, σαρανταήμερο μνημόσυνο, σαράντα κύματα κλπ.). Ο Ασκληπιός ο οποίος, σύμφωνα με την παράδοση, είχε ανακαλύψει το φάρμακο για όλες τις αρρώστειες, δεν εμπιστεύτηκε τα μυστικά του στους ομοτέχνους του, όπως άλλωστε κάνουν  κατά παράδοση  και οι πρακτικοί  γιατροί  και οι γιάτρισσες, αλλά στον υπηρέτη του, ο οποίος δεν είχε την υπομονή να ακολουθήσει τις υποδείξεις του και να διαφυλάξει τα επιτεύγματά του για τους επόμενους.
Στην πραγματικότητα η παράδοση αυτή συνδυάζεται με την ευρύτερη αντίληψη στην περιοχή για πρακτικούς γιατρούς, που κληρονόμησαν την τέχνη τους από τον Ασκληπιό. Οι γυναίκες της περιοχής, –κάτι που γίνεται, βεβαίως, σε όλο τον αγροτικό χώρο-, θεωρούν σημαντική και απαραίτητη απασχόληση την συγκέντρωση κατά την άνοιξη διαφόρων βοτάνων απ᾽ τον Κόζιακα, θεραπευτικών για διάφορες ασθένειες, τα οποία πωλούν στα Τρίκαλα και στα παζάρια του κάμπου. Η παράδοση αναφέρει ότι έχουν εξασφαλίσει μυστικά της βοτανοθεραπείας από τον Ασκληπιό. Σύμφωνα με άλλη παράδοση «ο Ασκληπιός γιάτρευε τη βλογιά και τη λέπρα. Λέγεται ότι ένας λεπριασμένος πήγε στον Ασκληπιό να τον γιατρέψει. Αυτός απάντησε, ότι ξέρει το φάρμακο, αλλά που να το ᾽βρει; Ο λεπριασμένος απελπισμένος πήγε και κλείστηκε σε σπηλιά περιμένοντας το θάνατο. Εκεί όμως είδε μια οχιά. Τη σκοτώνει και παίρνοντας  το φαρμάκι της το καταπίνει για να πεθάνει μια ώρα γρηγορότερα. Ενώ περίμενε το θάνατο, παράδοξα γιατρεύτηκε. Αφήνει τότε τη σπηλιά και τρέχει να σκοτώσει τον Ασκληπιό που του είπε ότι δεν μπορεί να βρει το φάρμακο. Μόλις έφτασε κοντά του, ο Ασκληπιός του λέει. «Πού τον βρήκες τον εμετό του όφι; Έκπληχτος ο λεπριασμένος διηγιέται το περιστατικό της γιατριάς του. Και τότε ο Ασκληπιός του λέει: Το γνώριζα  αυτό το φάρμακο μα που μπορούσα να βρω τον εμετό του όφι για να σε γιάνω!»
Οι επισκέψεις περιηγητών, οι οποίοι έρχονται εφοδιασμένοι με χάρτες και βιβλία  και αναζητούσαν  κυρίως αρχαιότητες  σε διάφορες  περιοχές, προκαλούσαν το ενδιαφέρον στους ντόπιους και δημιουργούσαν  εντυπώσεις, οι οποίες διασώζονται στις προφορικές παραδόσεις. Οι σχετικές παραδόσεις αφορούν στην  έρευνά τους, τον τρόπο συμπεριφοράς τους, τις δικές τους διαπιστώσεις για την περιοχή. Τις διαπιστώσεις τους συζητούσαν με τον χαντζή, τον αγωγιάτη, τους γέροντες στο καφενείο. Τον Ασπροπόταμο επισκέφθηκε ο Γάλλος Πουκεβίλ, μετά από πρόσκληση του καπετάν Νικολού Στορνάρη. Την επίσκεψή του διηγούνται  ως εξής:
«Ο Στορνάρης, έστειλε στην Πόρτα, για να τον μεταφέρει στο χωριό, τ᾽ άτι του σελωμένο με χρυσοποίκιλτη σέλα και ασημοκέντητα χαλινάρια. Μαζί με τ᾽ άλογο, πήγανε στην Πόρτα για συνοδοί του Πουκεβίλ τα αδέλφια και τα ξαδέλφια του Στορνάρη πολλά παλικάρια του, όλα ομορφοντυμένα τις καλές και πλούσιες φορεσιές τους».
Οι παραδόσεις αναφέρονται στους κλεφταρματολούς που αγωνίστηκαν εναντίον των Τούρκων, στους ληστές αλλά και σε μακρινά σύμβολα, όπως ο Αλέξανδρος και ο Άι Γιώργης. Στο Δραγοβίστι ο θρύλος αναφέρεται στο Πάτημα του Μεγαλέξανδρου, γνωστό ως «Πατμασιάου». Εδώ ο Μεγαλέξανδρος συγχέεται με τον Άι Γιώργη. Καβαλλάρηδες, νέοι, ωραίοι και πολεμιστές και οι δύο. Ο Άι Γιώργης,  γνωστός από τις εικόνες του στους ναούς είναι οικείο πρόσωπο που κυκλοφορεί ανάμεσά τους. Έτσι στην παράδοση «το Λιγκέρι» αναφέρεται «Πάτημα τ᾽ αλόγου του Άιγιώργη. Λένε ότι ο Αιγιώργης πότιζε τ᾽ άλογό του στην κοπάνα  αυτή. Οι χωριάτες πολλές φορές είδανε τον Άι Γιώργη καβάλλα στ᾽ άλογό του να περνά σαν αστραπή και να  χάνεται  στο ελάτινο δάσος». Ο Μεγαλέξανδρος άφησε μόνο τα ίχνη από το πάτημα του αλόγου του.

Μια μεγάλη κατηγορία διηγήσεων αφορά στα υπερφυσικά όντα που θρυλείται ότι συχνά παρουσιάζονταν  στους ανθρώπους μέσα στην άγρια φύση του Ασπροποτάμου, όπως προσφυώς επισημαίνει ο Χατζηγάκης στον πρόλογό του. Οι μοίρες, η τύχη, οι νεράιδες, τα φαντάσματα, που παραπέμπουν στις μοίρες των αρχαίων Ελλήνων και στις νύμφες των δασών και των νερών είναι ακόμη ζωντανές στον Ασπροπόταμο, τουλάχιστον όταν ο Αλ. Χατζηγάκης συγκεντρώνει τις πληροφορίες για το βιβλίο του.
Στο Πετρούλι οι νεράιδες ή Καλομοίρες (Καλότ᾽χες) βγαίνουν, σύμφωνα με την παράδοση, από τις σπηλιές και το δάσος, όταν βραδυάσει, και κατεβαίνουν στο ποτάμι. Λούζονται, πλέκουν τις μακριές πλεξούδες τους, ανάβουν φωτιές, γνέθουν μαλλί με μαρμαροσφόντυλα  ή νεραϊδοσφόντυλα κι ύστερα χορεύουν ως την αυγή. Ακούγονται όλη τη νύχτα τα νταούλια και τα βιολιά τους. Τοπωνύμια για νεραϊδοπαρμένους  ή νεραϊδοπαρμένες είναι πολλά στην περιοχή. Νεράιδες, λάμιες, στρίγγλες, μάγισσες δημιουργούν μια μυστηριακή ατμόσφαιρα, όπου η πάλη για επιβίωση σ᾽ ένα χώρο όμορφο αλλά δύσβατο και επικίνδυνο έπλασε παραδόσεις για εξίσου επικίνδυνα στοιχειά, για διαβολοπεράσματα (Βάλε Δαίμονε, ο Βιρός της Χάιδως) κ.λπ.
Μια από τις ωραιότερες παραδόσεις της περιοχής είναι αυτή που αναφέρεται στα τρία ποτάμια. Τον Πηνειό, τον Αχελώο και τον Άραχθο. Η παράδοση, όπως σημειώνει ο Χατζηγάκης «είναι διάχυτη και παραλλαγμένη στ᾽ Ασπροπόταμο. Είναι δε προϊόν συναισθήματος της φύσης που κατέχει το είναι του βουνίσιου». Πρόκειται για παράδοση που με διάφορες παραλλαγές διασώζεται μέχρι σήμερα στη μνήμη των κατοίκων του Ασπροποτάμου. Όπως είναι γνωστό, ο Άσπρος πηγάζει από τα βουνά Περιστέρι και Ρόνα. Ο θρύλος μέχρι σήμερα αναφέρει ότι ήταν τρία αγαπημένα αδέρφια. Ο Άσπρος, ο Άραχθος και η Σαλαμπριά. «Μια μέρα ανέβηκαν στην κορυφή του Περιστεριού για ν αγναντέψουν.  Για μια στιγμή η Σαλαμπριά χάθηκε. Τα παιδιά ανήσυχα σπεύσανε να τη βρουν, τρέχοντας το ένα αντίθετα του άλλου και κλαίγανε πολύ τ᾽ αδέλφια για το χαμό της αδελφής. Κι όσο κατηφορίζανε πιο πολύ δυνάμωνε το κλάμα τους. Η Σαλαμπριά η αδελφή τους, είχε πάρει το δρόμο, που οδηγούσε στο θεσσαλικό κάμπο. Έτρεχε ήρεμα, εντελώς αθόρυβα». Ο ίδιος ο Χατζηγάκης δια σώζει πέντε παραλλαγές. Ο Θεός λυπήθηκε τα τρία αδέρφια και τα μεταμόρφωσε σε ποτάμια. Η Σαλαμπριά,  θηλυκό ποτάμι, κυλάει ήρεμα στον θεσσαλικό κάμπο. Τ᾽ άλλα δυό, ο Άσπρος (Αχελώος) και ο Άραχθος ή ο Αώος, (όπως εσφαλμένα γράφει ο Heuzey) θρηνούν και χτυπιούνται στα φαράγγια  της Πίνδου για τον χαμό της αδερφής τους. Οι κάτοικοι περιγράφουν μέχρι σήμερα αυτή την πορεία προσωποιώντας τα τρία μεγάλα ποτάμια που κατεβαίνουν τις χαράδρες κλαίγοντας σαν μικρά παιδιά, παρόμοια, όπως εκείνοι στις πολυήμερες μετακινήσεις τους από τα ορεινά προς τα χειμαδιά και αντίστροφα. Πρόκειται για τον αρχέγονο μύθο της ανθρωπομορφικής απεικόνισης φυσικών φαινομένων και ιδιαίτερα των ποταμών και των πηγών, στοιχείων ζωντανών της φύσης.
Στοιχειά και τόποι στοιχειωμένοι από φυσικές καταστροφές (Πέντε Αδέρφια στο Μπούκορο), νύφες στοιχειωμένες (Γουδοβάσδα), στο Μπιρμπίλι, η Σπηλιά Σουκόπα, το Γκιντούρι (περιστέρια), η Χουλιάρα στο Παχτούρι (μελόπιττες), η Βρύση στα κορίτσια, τα στοιχειά (η ζωντανή γριά  στα θεμέλια του γεφυριού), η Βρύση του Γκρέκου, ο Αρβανίτης που τιμωρήθηκε, γιατί δεν σεβάστηκε το στοιχειό της πηγής είναι μερικές από τις παραδόσεις που σηματοδοτούν τον τόπο. Άγιοι, αγιονέρια, ιερά σφάγια (ελάφια, πρόβατα), παλιοκλήσια, ιερά αλσύλια (κουριά), μοναστήρια με άγια και θαυματουργά λείψανα (Μυρόκοβο), εικόνες που μετακινούνται  μέχρι να βρουν τον κατάλληλο χώρο για την μόνιμη εγκατάστασή τους (Περνιάγκο), σε συνδυασμό δείχνουν την έντονη θρησκευτική ζωή στην περιοχή, αν κρίνει κανείς και από τον μεγάλο αριθμό των ναών αλλά και την προσπάθεια του ανθρώπου να αξιοποιήσει προς όφελός του το φυσικό περιβάλλον και να το προστατεύσει από την καταστροφή, αφιερώνοντάς το σε υπερφυσικές δυνάμεις και αγίους. Η παρουσία των ιερών (πηγών, ναών, δένδρων, δασών, αλσυλίων-κουριών) εξασφαλίζει ως ένα μεγάλο βαθμό την προστασία τους από την ανθρώπινη βουλιμία. Ό,τι ανήκει σε άγιο είναι ιερό και προστατεύεται. Η ανεξέλγκτη εξ άλλου υλοτομία  συνεπικουρούμενη  από  τις δυνατότητες μεταφοράς της ξυλείας μέσω των των ποταμών οδήγησε στην καταστροφική  εκμετάλλευση των  δασών.  Ο Α. Philippson,  που  περιηγήθηκε  τον Ασπροπόταμο, παρατηρεί ότι από την προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα ο Ασπροπόταμος, που είχε πάντα μεγάλο ρεύμα. Ήταν  τα μόνο ποτάμι που μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τη μεταφορά των κορμών. Με τον τρόπο αυτό μεταφέρονταν  μέχρι την ακτή του Ιονίου οι κορμοί των δένδρων, πoυ υλοτομούσαν οι ξυλοκόποι για λογαριασμό των επιχειρηματιών των Τρικάλων και της Πάτρας. Σύντομα, παρατηρεί ο Philippson, τα έλατα θα έχουν εξαφανισθεί από την περιοχή: τα κωνοφόρα ήταν τα δένδρα που χρησιμοποιούνταν  περισσότερο, ενώ η οξυά ερχόταν σε δεύτερη μοίρα. Ωστόσο και μέσα από τις καταστροφές, η αποψίλωση των δασών στον Ασπροπόταμο δεν έχει προχωρήσει τόσο όσο θα περίμενε κανείς. Η δυσκολία μεταφοράς έσωσε τα περισσότερα δάση.
Παραδόσεις για κοσμικά φαινόμενα  και αστερισμούς όπως η Μεγάλη Άρκτος, ο αστραπόβολος, το φεγγάρι, η πούλια, οι καιροί, μαρμαρώματα εξαιτίας κάποιων συμβάντων, συχνοί βιασμοί κοριτσιών (κοριτσαμπήδημα, η Γιάννω, η Μπράικω), ιστορίες για την ήμερη και άγρια χλωρίδα και πανίδα  του Ασπροποτάμου, για   θηρία και φίδια, όπως ο φοβερός λάκος «ολόασπρο κολοβό φίδι, μήκους μιας σπιθαμής με δυνατό φαρμάκι. Όπου κεντρίζει δεν χαϊρώνει, δεν κάνει προκοπή, δεν ζει», παρουσιάζουν  μεγάλη διάδοση στην περιοχή. Χαρακτηριστική είναι η διήγηση για το φίδι του Γοργογυριού«Στη γιορτή τ᾽  Άη Δημήτρη. Κάθε χρόνο πανηγύριζε  κι ένα πελώριο φίδι κατέβαινε απ᾽ τον Κόζιακα κι έτρωγε πάντα τον πρώτο του χωριού. Έτσι ο χορός χαλούσε και την άλλη χρονιά δεν τολμούσε κανείς να χορέψει. Μια χρονιά στον περίβολο της εκκλησιάς φάνηκε μια γυναίκα με γλυκειά φυσιογνωμία να έχει στη μασχάλη  ρόκα με το γνέμα και είπε στους Γοργογυριάτες να χορέψουν και κανείς δεν πρόκειται να πάθει κακό. Ύστερα απ᾽ τη διαβεβαίωση αυτή ένα παλληκάρι του χωριού, γιομάτο πίστη στα λόγια της γυναίκας, έτρεξε και μπήκε στο χορό. Το φίδι παραμόνευε, κρυμμένο πιο πάνω, κατηφόρισε με γρηγοράδα για να φάει το παλληκάρι, αλλ᾽ η γυναίκα με υψω­μένη την ρόκα, το κυνήγησε. Έντρομο το φίδι πήρε το δρόμο και φτάνοντας πιο ψηλά, τρύπησε το μεγάλο βράχο, που κλειούσε το δρόμο του. Από τότες το μέρος που πέρασε το φίδι, ανοίγοντας τρύπα, λέγεται Τρύπιο Λιθάρι. Οι Γοργο­γυριάτες ᾽ξηγήσανε πως η γυναίκα που έκαμε τον άθλο ήταν η Παναγία».
Επίσης είναι γνωστή η παράδοση για τον Δράκο της Μουτσιάρας. «Στο πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής, κάθε χρόνο κατέβαινε από το βουνό ένας δράκος κι έτρωγε μια γυναίκα. Αφού έφαγε τρεις γυναίκες, οι χωριανοί αποφασίσαν την χρονιά που ερχόταν να μην κάνουν το πανηγύρι, Την παραμονή της γιορτής, μια απλοντυμένη ξένη γυναίκα παρουσιάστηκε σ’ ένα παιδί και του είπε να να εξακολουθήσει να γίνεται πανηγύρι και δεν θα πάθουν  τίποτε, αφού  θα ’ναι κι αυτή εκεί. Οι κάτοικοι είχαν φόβο αλλ᾽ η γυναίκα παρουσιάστηκε άλλες δυο φορές και τους διαβεβαίωσε πως δεν θα πάθουν τίποτε. Έτσι αποφάσισαν να κάνουν πανηγύρι. Το χορό τον έσυρε η γυναίκα αυτή. Τότε έρχεται  και ο δράκος και πιάνει τη γυναίκα. Την σφίγγει αλλ’ εκείνη τον σφίγγει πιο δυνατά. Ο δράκος νιώθει την ανώτερη δύναμη και ανήμπορος αποχωρεί, ενώ η γυναίκα του ρίχνει μια μεγάλη πέτρα που δεν τον χτυπά. Η γυναί­κα παίρνει τρία χαλίκια και τα πετάει στο δράκο. Ο δράκος φεύγοντας ανέβηκε στο βουνό Παχτουρνιάτσα και τρύπωσε σε μια μεγάλη τρύπα. Το ένα χαλίκι θεριό, μπήκε κι αυτό στην τρύπα, ενώ τα άλλα δυό τρέξαν κάτω στο ποτάμι όπου κατέβαινε το βουνό. Ο Δράκος τρύπησε το βουνό και βγήκε κάτω στον Άσπρο, κοντά στην Παλιοκάμαρα. Μόλις βγήκε εκεί τον κυνηγήσανε τα άλλα δυό χαλίκια Θεριά. Πάει να φύγει, γραπατσώνοντας τον απόκρημνο βράχο δεν μπορεί να φύγει. Τον καταφτάνουν  τα τρία θεριά και τον κατασπαράζουν. Λένε ότι η γυναίκα αυτή ήταν η Aγία Παρασκευή». Το γεγονός ότι και στις δύο παραδόσεις την δρακοντοκτονία  πραγματοποιεί  γυναικεία μορφή, η Παναγία  ή η Aγία Παρασκευή, και όχι άγιος, όπως ο Άγιος Γεώργιος, Άγιος Ρηγίνος κ.ά. χρήζει περαιτέρω διερεύνησης.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν δύο παραδόσεις για τεράστια φίδια (το βαλόφιδο και το φίδι τ᾽ Αγιονόρους) που απειλούν ναυτικούς και καράβια. Τις παραδόσεις μετέφεραν κατά την σημείωση του Χατζηγάκη ταξιδεμένοι στην Τεργέστη, την Πόλη και τα Ιεροσόλυμα, προσκυνητές και αγωγιάτες, βλάχοι και ντόπιοι κάτοικοι του Ασπροποτάμου. Από τους ίδιους μεταφέρθηκε και ένα τραγούδι που αφορά στη Μαύρη Θάλασσα.
Επανερχόμενη στην παράδοση για την παρουσία στην περιοχή ενός μικρού φιδιού με την ονομασία λάκος, που ήδη αναφέρθηκε παραπάνω, θα ήθελα να κάνω μια γενικότερη αναφορά στο θέμα της παρουσίας φιδιών στον ευρύτερο χώρο της Ηπειροθεσσαλίας. Προϋπόθεση για την παραμονή των κατοίκων του σε συγκεκριμένο χώρο, τη σύμπηξη οικισμού αλλά και για την εξέλιξή του αποτελούσε η αντιμετώπιση προβλημάτων στο φυσικό περιβάλλον πριν από την ίδρυσή του. Η ύπαρξη για παράδειγμα έλους στην ευρύτερη περιοχή αποτελούσε πάντοτε πρόβλημα για την επιβίωση του πληθυσμού των γύρω οικισμών και η αποξήρανσή του αποτελούσε ευεργεσία. Ευεργέτης και ήρωας κατά την αρχαιότητα  υπήρξε ο Ηρακλής ο οποίος δίδαξε πρώτος την αποξήρανση με τη φωτιά του έλους της Λέρνης, που μάστιζε την περιοχή. Με τον ίδιο ή ανάλογο τρόπο αντιμετωπίζονταν τα δηλητηριώδη ερπετά, ιδιαίτερα στα νησιά, πολλά από τα οποία  είναι  γνωστά  ως Οφιούσσες, Φιδούσσες. Στην Τήνο, που, όπως αναφέρει η παράδοση, «ήταν ακατοίκητη, κι είχε μεγάλα ρουμάνια  και πολλά θηρία», οι πρώτοι οικιστές της «ηβάλαν φωτιά στα ρουμάνια, κι όσο καιγόνταν τα ρουμάνια τα φίδια ησφυρίζαν κ᾽ ηφεύγαν στα β᾽ νά». Ο οικολογικός τρόπος της εξαφάνισης των φιδιών  από τους πελαργούς, γνωστός από την αρχαιότητα, φαίνεται να επιφέρει την ισορροπία στον ελληνικό χώρο με την αισθητή μείωση των επιβλαβών  ερπετών. Στη Θεσσαλία, μάλιστα, όπου το πρόβλημα εξαιτίας των ερπετών ήταν ιδιαίτερα μεγάλο, οι πελαργοί απολάμβαναν  ιδιαίτερες τιμές και προστατεύονταν από τους κατοίκους. Όπως αναφέρει ο Πλούταρχος (74) στο «περί Ίσιδος και Οσίριδος» «Θεσσαλοί πελαργούς, ότι πολλούς όφεις της γης αναδιδούσης επιφα­ νέντες εξώλεσαν άπαντας. Διό και νόμον έθεντο φεύγειν, όστις αν αποκτείνη πελαργόν». Ο Ψευδο-Αριστοτέλης (164) παραδίδει  ότι «Όρθρυς όρος εστί Θετταλίας,  ό φέρει όφεις, τους λεγομένους  σήπας... δάκνοντες δε εμποιούσι δίψος. έστι δε αυτών το δήγμα  ου τραχύ  και έμπυρον,  αλλά κακόηθες». Ο ίδιος (151) αναφέρεται  σε ιερό φίδι, το οποίο σκοτώνει όχι μόνο όποιον δαγκώσει αλλά και όποιον ακουμπήσει. «Διό και όταν φανή και την φωνήν ακούσωσι­φαίνεται δε σπανίως­φεύγουσι και οι όφεις και οι έχεις και τάλλα πάντα θηρία. Τω δε μεγέθει ουκ έστι μέγας, αλλά μέτριος». Πρόκειται, όπως φαίνεται, για γνωστό μέχρι σήμερα, ερπετό με το όνομα σαπίτης, που ζει στα βουνά της Θεσσαλίας (Πήλιο, Όθρυ, Κίσσαβο, Πίνδο) και του οποίου το δήγμα είναι θανατηφόρο, όπως δείχνει το παροιμιακό δίστιχο, που επιχωριάζει στο Πήλιο κ.α.:

    Αν σε φάω εγώ η οχιά βάλε μέλι κι αλατάκι
    αν σε φάει ο γιός μου ο σαπίτης (ή αστρίτης)
    το τσαπί και το φτυαράκι (=πεθαίνεις).

Tο ερπετό «σηπεδών» που αναφέρει ο Αιλιανός, το οποίο εξολοθρεύει και τα άλλα ερπετά και για το λόγο αυτό οι κάτοικοι το θεωρούσαν ιερό και το τιμούσαν έχει τα χαρακτηριστικά του σαπίτη ή αστρίτη. Προφανώς πρόκειται για το ίδιο ερπετό για το οποίο η παράδοση του Ασπροποτάμου αναφέρει:  «Τον κακοποιό δαίμονα κανείς δεν μπόρεσε να τον περιγράψει ως τα σήμερα. Η φαντασία των τσοπάνηδων τον παρέστησε έτσι: Είναι ένα ολόασπρο κολοβό φίδι, μάκρος μιας σπιθαμής, με δυνατό φαρμάκι. Όπου κεν­ τρίζει δεν χαϊρώνει, δεν κάνει προκοπή, δεν ζει». Οι Θεσσαλοί, λοιπόν, παθόντες από την παρουσία δηλητηριωδών φιδιών δίδαξαν  και σε άλλους την καταπολέμησή τους. Έτσι αναφέρεται ότι η ενόχληση από την παρουσία δηλητηριωδών ερπετών για τους κατοίκους ορισμένων περιοχών ήταν τόσο μεγάλη που, εκτός των πελαργών, χρησιμοποίησαν,  κατά το παράδειγμα των Θεσσαλών μαγικά μέσα ή κάλεσαν, σύμφωνα με τον μύθο, Θεσσαλό για να εφαρμόσει τα μαγικά του μέσα. Ανάλογος μύθος αναφέρεται στην μετάκληση στη Χίο, γνωστή επίσης ως Οφιούσσα, για τον ίδιο λόγο του περίφημου κυνηγού Ωρίωνα από τη Βοιωτία. Το σημαντικό και στις δύο περιπτώσεις είναι ότι οι δύο μυθικοί ήρωες για τις σημαντικές υπηρεσίες τους στους ανθρώπους «κατηστερίσθησαν», δηλ. μετά το θάνατό τους δόθηκε τιμητικά το όνομά τους σε αστερισμούς. Στην περιοχή του Ασπροποτάμου, όπου η εξόντωση των φιδιών στάθηκε αδύνατη η παράδοση αναφέρει ότι εγκαταλείφθηκαν οικισμοί και επανιδρύθηκαν αλλού, όπως έγινε με το Γαρδίκι.
Η λίμνη του Κόζιακα, το Τρύπιο Λιθάρι (διάβαση), Ο Δράκος του Κόζιακα είναι μερικές από τις παραδόσεις που αναφέρονται  σε δράκοντες, υπερμεγέθη ερπετά, τα οποία αποτελούσαν το φόβητρο ανθρώπων και ζώων. Ο Χατζηγάκης δεν διακρίνει, όπως και πολλοί άλλοι, τους δράκους από τους δράκοντες. Εδώ, όπως ήδη αναφέρθηκε, θηλυκές υπερφυσικές δυνάμεις,  αγία  Παρασκευή, η Παναγία  είναι  εκείνες που νικούν  τον δράκοντα και αναλαμβάνουν  να απαλλάξουν την περιοχή από την παρουσία τους. Ο άγιος Γεώργιος, ο οποίος συνδέεται με την φύλαξη των νερών, ως Δρακοντοκτόνος απουσιάζει.
Λίμνες ή χάσματα  του εδάφους  (Καταβόθρες Καστανιάς), εντός των οποίων άλλοτε υπήρχαν οικισμοί, οι οποίοι καταποντίστηκαν εξαιτίας σεισμών ή υποχωρήσεως του εδάφους ή για άλλη φυσική αιτία, έχουν συνδεθεί με παραδόσεις αιτιολογικές οι οποίες αποδίδουν σε θαυμαστό συμβάν τη γένεσή τους. Ο καταποντισμός πόλεων αποδόθηκε τις περισσότερες φορές από την αρχαιότητα,  τον μεσαίωνα και τους νεωτέρους Έλληνες στα ανομήματα των κατοίκων του. Βεβαίως οι παραδόσεις αυτές δεν είναι γνωστές μόνο στον ελληνικό κόσμο αλλά και στους ασιατικούς και ευρπαϊκούς λαούς. Σύμφωνα με αυτές ο Χριστός ή άλλος άγιος καταποντίζουν ολόκληρο χωριό ή πόλη, που κατοικείται από αμαρτωλούς ανθρώπους, αφήνοντας ένα μόνο ζευγάρι ή μιά οικογένεια. Η παράδοση που διασώζει ο Νικ. Πολίτης για τη λίμνη της Κωπαϊδας αναφέρει ότι πριν η Κωπαϊδα γίνει λίμνη (την οποία κατόπιν αποξήραναν) ήταν κάμπος στον οποίο έβοσκαν κοπάδια και διακόσια μεγάλα χωριά. Όλα αυτά ανήκαν σ᾽ ένα βασιλιά με δυό γιούς. Ο Βασιλιάς αυτός πεθαίνοντας μοίρασε την περιουσία του στους γιούς του. Στον ένα έδωσε τα χωράφια και στον άλλο τα κοπάδια. Με μιά χειμωνιά ο ένας γιός έχασε το κοπάδι του και ζήτησε τη βοήθεια του άλλου. Εκείνος τον έδιωξε. Τότε ο αδικημένος  αδερφός έφραξε τις καταβόθρες του κάμπου και το χειμώνα πλημμύρισε κι έγινε λίμνη και έπνιξε όλα τα χωριά.
Ο Επίσκοπος ή ο ιερέας συκοφαντείται από τους κατοίκους ενός οικισμού. Αυτός καταριέται να καταστραφεί το χωριό, κάτι που πιστεύεται ότι συμβαίνει: «Πέτρα σε πέτρα να μη μείνη // κι ελαιόδενδρα να γίνη». Αλλά και όταν ο ιερέας παραβιάζει την αργία αγίου εργαζόμενος και μάλιστα προκλητικά, παρασύροντας και το ποίμνιό του, τιμωρείται το σύνολο του οικισμού με αφανισμό.
Στον Ασπροπόταμο «Κοντά στη μεγάλη βρύση Γκούρα  του Πλοπιού, ανάμεσα από ελάτια υπάρχει μιά βαθειά γούρνα. Λένε πως ο τόπος βούλιαξε μαζί μ᾽  ένα Πλοπιώτη που κτηνοβάτησε σε γίδα. Τις νύχτες λένε ακούνε να βγαίνουν  από τη γούρνα βελάσματα γίδας».
Στην ίδια περιοχή σε πετρωτό μέρος στο Μυρόκοβο, στα Πάν᾽ Λακκώματα, ανοίγονται  βαθειές καταβόθρες μες στις οποίες πέφτουν τα βρόχινα καθώς κι εκείνα που προέρχονται απ᾽ το λυωμένο χιόνι νερά. Τα νερά αυτά περνώντας υπόγεια αυλάκια και διαδρόμους βγαίνουν και χύνονται αλλού, σχηματίζοντας νερομάννες, βρύσες, ρυάκια.
Η παράδοση αναφέρει ότι πάνω στο μέρος αυτό υπήρχε μιά καλύβα στην οποία κατοικούσε ένα αντρόγυνο πως η καλύβα αυτή βούλιαξε γιατί ο άντρας έκλεψε απ᾽ το Μυροκοβίτικο Μοναστήρι τα μαζεμένα χρήματά του.
Παραδόσεις αναφέρονται  στις υπόγειες διαδρομές  νερών σε μεγάλες αποστάσεις: Ένας Γοργογυριάτης ρογιάστηκε στα Γιάννενα τσιομπάνος. Φύλαγε τα πρόβατα, πάνω σε μιά μεγάλη γκούρα νερού. Μιά μέρα παίζοντας τη φλογέρα του έπεσε στη βαθειά τρύπα της γκούρας. Ύστερ᾽ από καιρό γύρισε στο χωριό του και παραξενεύτηκε βλέποντας τη φλογέρα του στα χέρια της γυναίκας  του. Όταν  ξαναγύρισε στα Γιάννενα, κοντά στα πρόβατα, άρχισε να σφάζει από ένα πρόβατο κάθε 2-3 μέρες και να το ρίχνει στην τρύπα της Γκούρας. Το σφαχτό έβγαινε στο χωριό του και το ᾽παιρνε η γυναίκα  του. Τ᾽ αφεντικό του ανακάλυψε την κλεψιά. Τον πιάνει, του κόβει το κεφάλι και το ρίχνει στην τρύπα της Γκούρας. Το κεφάλι βγήκε στο Γοργογύρι. Το βρήκαν οι χωριάτες και από τότες, ονόμασαν το παραποτάμι τους «Κεφαλοπόταμο».
Χαμοδράκια και ποιμενικοί  δαίμονες, ενοχλούν τους βοσκούς και τα κοπάδια στις δασωμένες πλαγιές του Κόζιακα, στο Βαλόρεμα (σε μια από τις πηγές του Άσπρου), όπου οι καλόγεροι του Δουσίκου ξεκαλοκαίριαζαν με τα βουβάλια και όπου μια χρονιά, λέγεται πως «ένα ολόμαυρο βάλι με τέσσερα κέρατα παρουσιαζότανε και βάτευε βάλια και βάλες, που έπειτα ψοφούσαν». Έτσι σε καιρό επιζωοτίας, οι κάτοικοι του Βαθυρέματος μαζεύανε τα γελάδια σε ορισμένο μέρος και κάνανε αγιασμό με τα λείψανα του αγίου Μοδέστου. Οι χωρικοί λέγανε πως κάποιο δαιμονικό πείραζε τα γελάδια. Κανένας όμως δεν είχε δει το δαιμονικό αυτό. Μονάχα το φανταστήκανε σαν ένα άγριο φίδι με άσπρες βούλες στο κορμό. Αυτό το δαιμονικό ήταν που κέντριζε στη βοσκή τα γελάδια και ψοφούσαν». Αλλού ο «Λύξας», αρσενική σαρκοβόρα λάμια, σκότωνε τα πρόβατα  με τα νύχια του, ενώ στη Βρύση Γκατζάνι (πάνω από το ψηλό Περιστέρι του Χαλικιού) παραμόνευε ένα θεριό με μεγάλα λευκά γουρλωμένα μάτια, στενόμακρα καφετιά αυτιά και πελώριο κατακόκκινο στόμα, που σκότωνε και κατάπινε το ζώο που θα πλησίαζε να πιεί νερό.
Καλλικαντζάρια στους μύλους και στα σπίτια, ανασκελάδες και ατελείωτες ιστορίες για νεράιδες, στρίγγλες,  λάμιες, φαντάσματα και βαρυπνάδες ­βραχνάδες, που ενοχλούν τους ξωμάχους στον καλοκαιρινό τους ύπνο κάτω από βαθύσκιωτα δέντρα, στις πηγές και τα πηγάδια έχουν τη θέση τους στη συλλογή του Αλεξ. Χατζηγάκη. Νεράιδες της Πύρρας που αρπάζουν όποιο μικρό παιδί βρεθεί στο δρόμο τους, οι νεράιδες και οι νέραϊδοι του Γαρδικιού από το σύρραχο της Κακαρδίτσας, στις θέσεις Σανούρα, Ουραγκίνα, Λάκκου, Πετράλωνο, Γουλά, Άσπρο, Ταμπούρια. με κλαρίνα και βιολιά πηγαίνοντας στη Νεραϊδόβρυση του Κάπ Γκράς τραγουδώντας:
     Αν ήξεραν οι μάνες, τα παιδιά, ποιο είναι το βοτάνι,
    θρούμπι, αρίγανη κι άλλο ένα βοτάνι.

Το άγνωστο αυτό βοτάνι δεν το μαρτυράνε οι νεράιδες γι αυτό κι όποιοι έχουν πρόβλημα σπασμών παραμονεύουν  να δουν το χορό αυτόν και καλοπιάνουν  τις νεράιδες με γλυκίσματα. Οι νεράιδες του Περτουλιού ή Καλομοίρες ή Καλότυχες κατεβαίνουν στο ποτάμι να παίξουν, να πλυθούν και να γνέσουν το μαλλί με νεραϊδοσφόντυλα. Νεράιδες της Καλογριανής, Ξωτικά του Κωθωνιού, η Διαμάντω του Κουρνεσιού, η Νεραϊδόβρυση, η Αλγκίνα της Βεντίστας, η Ξυπόλητη νεράιδα, γυναικείες μορφές στα όρια των οικισμών, εξωτικές, που σαγηνεύουν και παρασύρουν τη φαντασία των ξωτάρηδων βοσκών.
Οι στρίγγλες, οι δρίμες, οι μάγοι και οι μάγισσες με τα κομποδέματα και τα μάγια, οι ξεματιάστρες και τα φυλαχτά, οι αφορισμοί και οι συνεργασίες με τον διάβολο για την εξασφάλιση κέρδους, βρυκόλακες  και ψυχοπομποί είχαν μεγάλη θέση στη ζωή των Ασπροποταμιτών.
Οι λάμιες, το φόβητρο των παιδιών, τρώνε ανθρώπους. Ωστόσο η Λάμια της Τύρνας που κατοικούσε στο Κακόρεμα, είχε ένα γιό με πόδια τράγου. Σαν άλλος Πάνας δεν έτρωγε ανθρώπινο κρέας ούτε κατσικίσιο. Έπινε γάλα των αγριογιδιών,  μασούσε νάνες κι άλλα χορταρικά, γλύκαινε το στόμα του με μέλι αγριομελισσιού. Έβοσκε τα αγριόγιδά  του και δεν τολμούσε κυνηγός να σκοτώσει αγριόγιδο.  Τότε αυτόν τον έπνιγε και τον έρριχνε στα κατάβαθα της σπηλιάς. Όμως κάποτε ο Λάμιας εξαφανίστηκε. Λένε ότι τον έκαψε κεραυνός. Από τότε που αστραποκάηκε ο Λάμιας χάθηκαν και τα αγριόγιδα  του Κόζιακα.
Για τον Ασπροπόταμο, που κατοικήθηκε από χιλιάδες ψυχές, που σκόρπισαν στο πέρασμα του χρόνου, ό,τι απομένει είναι τα έργα τους και τα ίχνη από το πέρασμά τους στο τοπίο. Οι παραδόσεις που έχουν καταγραφεί κατά το παρελθόν και διατηρούνται εν μέρει στη μνήμη των λιγοστών πλέον κατοίκων μέχρι σήμερα συγκροτούν ένα σύστημα αντιλήψεων, απόψεων και συμπεριφορών με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Η επανέκδοση του βιβλίου του Αλεξ. Χατζηγάκη θα δώσει τη δυνατότητα στους μελετητές της περιοχής, που πρέπει να επισημανθεί ότι είναι ανερεύνητη, να προσεγγίσουν μέσα από τα πλήρη κείμενα των παραδόσεων άγνωστες πλευρές του λαϊκού πολιτισμού της περιοχής.

ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΠΟΛΥΜΕΡΟΥ ΚΑΜΗΛΑΚΗ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ ΤΟΥ  ΚΕΝΤΡΟΥ ΕΡΕΥΝΗΣ
ΤΗΣ  ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑΣ ΤΗΣ  ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΑΘΗΝΩΝ

Παραδόσεις του Ασπροποτάμου. Μια ανάγνωση της συλλογής του Αλεξ. Χατζηγάκη
9ο Συμπόσιο Ιστορίας, Λαογραφίας, Βλάχικης Παραδοσιακής Μουσικής και Χορών, 
Ασπροπόταμος Τρικάλων 11-12-13 Μαΐου 2007

Αναζήτηση