Η προβληματική της σημερινής εισήγησης μας αφορά τη μετάβαση από την πολιτιστική δημιουργία και ανάπτυξη κατά το παρελθόν στην ανάπτυξη νέων τρόπων και συνθηκών διαμόρφωσης κοινωνικής ζωής σήμερα, ή πιο συγκεκριμένα αφορά τη μετάβαση από την παραδοσιακή κοινωνία στη σημερινή τεχνοκρατούμενη δηλαδή τη μεταβιομηχανική. Την κατανόηση της διαφοροποίησης της παραδοσιακής κοινωνίας προς τη σημερινή θα βοηθήσει η ανάλυση και ο προσδιορισμός των παραγόντων εκείνων που λειτουργούν ανασταλτικά και παρακωλύουν σήμερα την συλλογική πολιτιστική δημιουργία. Η ανθρωπότητα στη γνωστή ιστορική της πορεία γνωρίζει σημαντικές μεταβολές, στις συνθήκες διαβίωσης του ανθρώπου που άλλαξαν την ζωή του και μετέβαλαν τον πολιτισμό και την κοινωνική του οργάνωση. Οι σημαντικές αυτές εξελίξεις παρατηρούνται κυρίως τόσο κατά την «αγροτική» όσο και κατά την «αστική επανάσταση» δηλαδή γύρω στην 10η και 4η χιλιετηρίδα π.Χ. αντίστοιχα.
Τον 19° αιώνα μ.Χ. σημειώνεται η «βιομηχανική επανάσταση» κατά την οποία ο άνθρωπος χρησιμοποιεί την ενέργεια, την οποία παράγει ο ίδιος. Τα χαρακτηριστικά της γνωρίσματα είναι η βιομηχανική παραγωγή και η συγκέντρωση του πληθυσμού σε μεγάλα αστικά κέντρα. Η βιομηχανική εποχή ολοκληρώνει τον κύκλο της μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και οι ανθρώπινες κοινωνίες εισέρχονται στη μεταβιομηχανική εποχή. Το κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα της νέας αυτής εποχής, σε επίπεδο παραγωγικής διαδικασίας, είναι η πλήρης αυτοματοποίηση της βιομηχανικής παραγωγής.
Η κάθε μία απ αυτές τις επαναστάσεις σηματοδότησε αλλαγές, όχι μόνο στο επίπεδο των παραγωγικών διαδικασιών, αλλά και στο σύνολο του ανθρώπινου πολιτισμού υλικού και πνευματικού. Παρατηρούνται δηλαδή αλλαγές στους κοινωνικούς και τους πολιτικούς θεσμούς, στις αξίες και τα ιδανικά των ανθρώπων και γενικά στον τρόπο ζωής τους. Βλέπουμε λοιπόν ότι καμία κοινωνία δεν είναι στατικής άρα σταθερή στο χρόνο. Έχει επικρατήσει όμως να θεωρούνται ως παραδοσιακές κοινωνίες οι αγροτικές, που συνήθως δεν έχουν περάσει στη φάση της καπιταλιστικής οργάνωσης της παραγωγής.
Ειδικότερα οι Ελληνικές «παραδοσιακές κοινωνίες» αρχίζουν και μετασχηματίζονται σε μια μακρά περίοδο, που, ξεκινάει από τη σύσταση του σύγχρονου ελληνικού κράτους και φθάνει μέχρι τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Αυτή η μακρά περίοδος οφείλεται στο ότι, όταν αναφερόμαστε σε «ελληνικές παραδοσιακές κοινωνίες» εννοούμε τοπικές κοινωνίες που πολλές φορές ήταν αρκετά απομονωμένες και αποκομμένες από το κέντρο. Έτσι μέχρι τον Β' παγκόσμιο πόλεμο, διατηρούν πολλά από τα στοιχεία των ιδιότυπων φεουδαλικών κοινωνιών που αναπτύχθηκαν στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Μετά τον Β' παγκόσμιο πόλεμο οι αλλαγές αυτές εντείνονται και ολοκληρώνονται εξαιτίας της αθρόας μετακίνησης των κατοίκων της υπαίθρου προς τα αστικά κέντρα του εσωτερικού και τα μεγάλα βιομηχανικά κέντρα του εξωτερικού, αλλά και εξαιτίας της ανάπτυξης των μέσω επικοινωνίας, καθώς και του τουρισμού, που φέρνουν νέα ρεύματα πολιτισμού και ένα άλλο τρόπο ζωής στις πόλεις και τα χωριά. Νέες συνθήκες λοιπόν διαμορφώνονται σύμφωνα με τα πρότυπα των αστικών κέντρων και ειδικότερα της πρωτεύουσας που δέχεται τις περισσότερες ξένες επιδράσεις. Έτσι οι παραδοσιακές δομές που είχαν διατηρηθεί από τα χρόνια της Οθωμανικής κατοχής υποχωρούν και δίνουν τη θέση του σε νέες. Για παράδειγμα η αυστηρή κοινωνική διαστρωμάτωση της παραδοσιακής κοινωνίας αντικαθίσταται με μια άλλη όπου μειώνεται σημαντικά η αντίθεση ανάμεσα στη θέση και τον κώδικα συμπεριφοράς των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων.
Οι ραγδαίες αυτές εξελίξεις, στον οικονομικό και κοινωνικό τομέα, καθώς και η πρόοδος της τεχνολογίας, συντελέσαν στη σταδιακή υποχώρηση των στοιχείων του λαϊκού πολιτισμού και κατά συνέπεια στην συρρίκνωση και την υποβάθμιση της μουσικοχορευτικής μας παράδοσης. Και αυτό γιατί ο παραδοσιακός χορός, που είναι στενά συνδεδεμένος με το πολιτισμικό παρελθόν και με τον τρόπο ζωής του λαού μας, μαζί με την μουσική και το τραγούδι, ως μια κοινωνική διαδικασία που μεταδίδεται από γενιά σε γενιά αποτελεί πολιτισμικό στοιχείο που συμβάλλει στην κατανόηση της κοινωνίας αφού ως συλλογικό δημιούργημα κλείνει μέσα του την ιστορία της κοινωνικής ομάδας στην οποία ανήκει.
Διαθέτει για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του Levi Staus έναν κοινωνιολογικό οπλισμό, ο οποίος πληροφορεί για την ύπαρξη και την ιδιαιτερότητα ενός τρόπου ζωής και κάποιων στάσεων, ενός ηθικού και ψυχοσυναισθηματικού στερεώματος που χαρακτηρίζουν κάθε κοινωνικό - πολιτιστικό σύνολο στις παραδοσιακές κοινωνίες. Τελικά ως μία παγιωμένη συλλογική δράση, που εκφράζει την κοινωνική συνοχή, συνιστά ένα θεσμό που αντανακλά και επιβάλλει συγκεκριμένους τρόπους συμπεριφοράς οι οποίοι ρυθμίζονται από κανόνες και εξυπηρετούν ορισμένους σκοπούς. Οι κανόνες συμπεριφοράς στηρίζονται και βγαίνουν από το σύστημα αξιών της Το σύστημα αξιών, ως μέρος του όλου οικοδομήματος στηρίζεται βέβαια στην οικονομική και κοινωνική δομή. Κάθε αλλαγή λοιπόν της δομής αυτής επιφέρει αλλαγές στο σύστημα αξιών και τελικά αλλάζει και αυτή τη μουσικοχορευτική μας παράδοση.
Η πρώτη ρωγμή στη μουσικοχορευτική παράδοση πραγματοποιείται μεταπολεμικά με την εμφάνιση νέων τρόπων ψυχαγωγίας που μεταφέρονται από τα αστικά κέντρα. Μια λοιπόν από τις νέες μορφές ψυχαγωγίας ήταν και το πάρτι, που καθιερώνεται στα περισσότερα χωριά του Ελλαδικού χώρου. Στην καθιέρωση του συνέβαλε και η ευρεία χρήση του γραμμόφωνου, που ήταν ο εναλλακτικός τρόπος διασκέδασης για την νεολαία, η οποία διαφοροποιούνταν από την παραδοσιακή αντίληψη.
Την ίδια περίοδο, τόσο το ραδιόφωνο όσο και η λειτουργία των ντίσκο και της καφετέριας, εγκαινιάζουν νέους τρόπους ψυχαγωγίας και διαχείρισης του ελεύθερου χρόνου. Η εμφάνιση επίσης της τηλεόρασης που υποκατέστησε σε μεγάλο βαθμό τόσο τα νυχτέρια των γυναικών, όσο και το καφενείο των ανδρών, συνέβαλλε στο να αντικατασταθούν πολλοί από τους περιστασιακούς χορούς με τα διάφορα σήριαλ. Πολλά έθιμα επίσης και λαϊκά δρώμενα της παραδοσιακής κοινωνίας, που στηρίζονταν σε, μυθικές αντιλήψεις και δεισιδαιμονίες και συνοδεύονταν από χορούς και τραγούδια, δεν μπορούν να επιβιώσουν σήμερα, γιατί έχουν χάσει όχι μόνο το μαγικοθρησκευτικό τους χαρακτήρα αλλά και την κοινωνική τους σκοπιμότητα. Οι άνθρωποι σήμερα, ολοένα και περισσότερο αμφισβητούν τα αποτελέσματα των μαγικοθρησκευτικών τελετουργιών και τα έθιμα αυτά χάνουν τη ζωτική τους σημασία και με την πάροδο του χρόνου, εξαφανίζονται. Μαζί όμως με το έθιμο χάνονται και δεν χρησιμοποιούνται πλέοντα τραγούδια και οι χοροί που το συνόδευαν. Ο «χορός των νυφών» για παράδειγμα που χορευόταν την ημέρα του Λαζάρου στο χωριό Ελληνικό Ιωαννίνων και στο οποίο συμμετείχαν όλες οι νιόπαντρες πιασμένες μεταξύ τους με κλωνάρια δάφνης για τον εξαγνισμό των κακών πνευμάτων, απαραίτητο για την προκοπή και την τεκνοποίηση, δεν τελείται πια.
Στη σύγχρονη αγροτική κοινωνία, οι χοροί δεν σχετίζονται πλέον με τις επαγγελματικές δραστηριότητες των κατοίκων της υπαίθρου, που βασική τους επιδίωξη ήταν η θεϊκή προστασία για την επιτυχημένη παραγωγή. Τα εθιμικά αυτά δρώμενα σταδιακά καταργήθηκαν και οι χοροί απέβαλαν την λειτουργικότητα τους και δεν εξυπηρετούν πλέον τις σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες.
Τέλος, πολλοί χοροί και τραγούδια χάνονται από το τοπικό ρεπερτόριο και δεν αντικαθίστανται από κάποιους άλλους, που θα δημιουργούσε και θα αποδεχόταν η σύγχρονη κοινωνία. Αυτό βέβαια έχει σχέση με την μείωση των χορευτικών εκδηλώσεων, τον σύγχρονο τρόπο ζωής και τις νέες μορφές ψυχαγωγίας και διασκέδασης. Βλέπουμε λοιπόν ότι οι βασικές προϋποθέσεις του παρελθόντος για τη διατήρηση των στοιχείων της μουσικοχορευτικής μας παράδοσης δεν υφίστανται πλέον. Οι ραγδαίες εξελίξεις που ανέτρεψαν όλα όσα είχαν δημιουργηθεί και παγιωθεί επί πολλές χιλιετηρίδες, περιόρισαν κατά πολύ τις μουσικοχορευτικές μας δραστηριότητες και μετέβαλαν τα στοιχεία της χορευτικής μας παράδοσης. Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά σε μια κρίση της συλλογικής δημιουργίας των κοινωνικών ομάδων, σε μια ισοπέδωση των τοπικών ιδιαιτεροτήτων, γεγονός που μας προκαλεί ανησυχίες για μια γενικότερη πολιτισμική πτώχευση. Να γιατί σήμερα κάνουμε λόγο για διάσωση και διατήρηση της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, των τοπικών πολιτιστικών μας ιδιαιτεροτήτων και όχι επειδή θεωρούμε την παράδοση στατική και σταθερή, δημιούργημα δηλαδή μιας συγκεκριμένης κοινωνίας και χρονικής περιόδου.
Η ενιαία Ευρώπη για να ενισχύσει τη λειτουργία των πολιτικών και οικονομικών δομών, θα πρέπει να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις εκείνες που θα συμβάλλουν στη διαμόρφωση ενός ενιαίου συστήματος αξιών, μιας ενιαίας συνείδησης και συμπεριφοράς. Κατά συνέπεια στη διαμόρφωση μιας Ευρωπαϊκής πολιτισμικής ταυτότητας που θα συγκροτηθεί και θα αναδειχθεί μέσα από την σύνθεση των διαφόρων πολιτισμών που την αποτελούν. Ο Ευρωπαϊκός πολιτισμός για να επιζήσει θα πρέπει να στηριχθεί στην πολυμορφία και στις περιφερειακές τοπικές ιδιαιτερότητες.
Ο προβληματισμός μας λοιπόν αναφέρεται στο πως θα καταστήσουμε ορισμένα τουλάχιστον στοιχεία της παράδοσης λειτουργικά και ζωντανά. Αυτό όσον αφορά τα στοιχεία της παράδοσης που αναφέρονταν στο χορό, τη μουσική και το τραγούδι, πιστεύουμε ότι έχει επιτευχθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό με την αναπαράσταση και την αναβίωση τους, - αυτό δηλαδή που από πολλούς μελετητές αποδίδεται με τον όρο φολκλορισμός - από τους σήμερα λειτουργούντες πολιτιστικούς συλλόγους, την Α΄ βάθμια και Β' βάθμια εκπαίδευση και τα πνευματικά κέντρα των Δήμων. Η ύπαρξη δασκάλου είναι για τη σημερινή εποχή μια επιτακτική ανάγκη για τη διάσωση και τη διατήρηση των στοιχείων του λαϊκού μας παραδοσιακού χορού, σε αντίθεση βέβαια με την παραδοσιακή, που η εκμάθηση τους γινόταν με τις παραδοσιακές διαδικασίες. Οι νέοι όμως αυτοί πολιτιστικοί και κοινωνικοί θεσμοί, που αναδείχθηκαν στη σύγχρονη εποχή και των οποίων η συμβολή στη διάσωση και διατήρηση της μουσικοχορευτικής μας παράδοσης υπήρξε σημαντική, μαζί με τις ξένες επιδράσεις συνέτειναν στην αλλοίωση των παραδοσιακών στοιχείων. Και αυτό γιατί η απειρία του χοροδιδασκάλου και η έλλειψη γνώσεων σχετικών με την παράδοση - κάτι δηλαδή που παρατηρείται συχνά - οι αυθαίρετες επινοήσεις και οι προσθήκες στις οποίες προβαίνει από υπερβολικό ζήλο προφανώς για την καλύτερη σκηνική παρουσίαση, καθώς και η νοοτροπία διεύρυνσης του τοπικού ρεπερτορίου με χορούς άλλων περιοχών που δεν γνωρίζει, συνέβαλε στην αλλοίωση των στοιχείων εκείνων του παραδοσιακού χορού, που παρ όλες τις κοινωνικές μεταβολές μπορεί να παραμείνουν ακόμα αναλλοίωτα και να μην ξεριζωθούν βίαια, προκαλώντας κρίση δημιουργίας.
Συνηθισμένο επίσης φαινόμενο είναι και η αλλοίωση της τοπικής παραδοσιακής μουσικής από τους λαϊκούς οργανοπαίχτες των πολιτιστικών συλλόγων, που δεν γνωρίζουν το τοπικό μουσικό ύφος, τα διάφορα τσακίσματα και τα τοπικά γυρίσματα, αφού στις περισσότερες περιπτώσεις καλύπτουν μουσικά σχεδόν όλες τις περιοχές της Ελλάδος.
Για τον περιορισμό όλων αυτών των αλλοιώσεων, θα πρέπει τόσο ο δάσκαλος του παραδοσιακού χορού, όσο και οι διάφοροι λαϊκοί οργανοπαίχτες, να περιορίζονται στους τοπικού χορούς, ή τουλάχιστον να διευρύνουν το τοπικό χορευτικό ρεπερτόριο με χορούς και τραγούδια άλλων περιοχών των οποίων όμως γνωρίζουν με σαφήνεια τα στοιχεία που τα χαρακτηρίζουν όπως το τοπικό ύφος, τις κινήσεις, το χορευτικό σχήμα, τη μουσική και το τραγούδι. Για να έχει επίσης ο χοροδιδάσκαλος τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα σε μικρότερο χρονικό διάστημα και να εξασφαλίζει κάθε φορά την θετική στάση του παιδιού προς τη μουσικοχορευτική παράδοση που εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό και από τα βιώματα του οικογενειακού του περιβάλλοντος, είναι σημαντικό να γνωρίζει τις σύγχρονες βασικές μεθοδολογικές αρχές καθώς και τις διάφορες θεωρίες μάθησης και ανάλογα να τις εφαρμόζει στη διδασκαλία του Ελληνικού παραδοσιακού χορού σ όλες τις ηλικίες. Σημαντικό προσόν του χοροδιδασκάλου είναι και το να διαθέτει βασικές μουσικές γνώσεις, για την απαραίτητη ρυθμική αγωγή που πάντοτε θα πρέπει να περιέχει το στοιχείο του παιχνιδιού, κυρίως στις μικρές ηλικίες.
Αναφορικά τώρα με την ανάπτυξη θετικών στάσεων του παιδιού απέναντι στην εκμάθηση της μουσικοχορευτικής μας παράδοσης, αυτή συνδέεται άμεσα με την ανάλυση των στόχων και των σκοπών του γνωστικού αντικειμένου, με τους τρόπους (μεθόδους) διδασκαλίας, αλλά και με την προσωπικότητα του διδάσκοντα. Η διδασκαλία λοιπόν των Ελληνικών παραδοσιακών χορών στοχεύει στην εκμάθηση τους και αποσκοπεί στη διάσωση και τη διατήρηση της μουσικοχορευτικής παράδοσης και κατά συνέπεια στην καλλιέργεια της ελληνικής πολιτιστικής συνείδησης, αφού ο λαϊκός παραδοσιακός χορός είναι ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία της πολιτισμικής συνέχειας και παράδοσης του Ελληνικού λαού. Επιπλέον αποσκοπεί στην ανάπτυξη και την καλλιέργεια του ρυθμού, της ισόρροπης ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ανάπτυξης και των κινητικών ικανοτήτων του παιδιού. Ο Ελληνικός παραδοσιακός χορός ψυχαγωγεί και συμβάλλει στην βελτίωση της διάθεσης, τη μείωση του άγχους, την καλλιέργεια των διαπροσωπικών σχέσεων και την κοινωνικοποίηση του ατόμου, την ανάπτυξη της φιλίας, της αλληλεγγύης και της επικοινωνίας. Αναπτύσσει την αντιληπτική κινητική δεξιότητα και την αισθητική και προάγει την αυτοαντίληψη των παιδιών.
Δήμας Ηλίας
Αν. καθηγητής Τ.Ε.Φ.Α.Α Πανεπιστημίου Αθηνών
Παραδοσιακές και Φολκλορικές Πολιτιστικές Διαδικασίες
4o Σεμινάριο Βλάχικων Παραδοσιακών Χορών, Συρράκο, 27-28 Απριλίου 2002