Tα δεδομένα στα οποία στηρίχτηκε η παρούσα μελέτη προέρχονται από τις επιτόπιες έρευνές μου στα χωριά της Διευρυμένης Κοινότητας Ασπροποτάμου. Η έρευνα στο Ασπροπόταμο, που βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού Τρικάλων προς το νομό Ιωαννίνων, έγινε τα καλοκαίρια του 2003, 2004 και 2005 στα πλαίσια τριών εικοσαήμερων εντεταλμένων λαογραφικών αποστολών του Κέντρου Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών. Επισκέφθηκα το σύνολο των χωριών της περιοχής, αλλά, μετά τη δεύτερη αποστολή μου το 2004, εστίασα την έρευνά μου κυρίως στο Χαλίκι (υψόμετρο 1160 μ.), το οποίο εγκαταλείπεται ολοκληρωτικά από τους κατοίκους του κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Το Χαλίκι σε αντίθεση με τα περισσότερα χωριά του Ασπροποτάμου, τα οποία αποτελούν πλέον καλοκαιρινά θέρετρα, διαθέτει μια αξιοθαύμαστη κοινωνική συνοχή λόγω του έντονου κτηνοτροφικού χαρακτήρα του και του γεγονότος ότι η πλειονότητα των κατοίκων είναι μόνιμα εγκατεστημένοι στα Φάρσαλα και σε ορισμένα γειτονικά χωριά κατά τη χειμερινή περίοδο, όπου συνεχίζουν την κοινοτική τους ζωή1.
Το Χαλίκι αναφέρεται ήδη σε έγγραφα των ετών 1336 και 1393, υπέρ της επισκοπής των Σταγών, στην οποία υπαγόταν εκκλησιαστικά και κατοικείται έκτοτε χωρίς διακοπή, όπως προκύπτει από την ιστορική έρευνα2. Η κτηνοτροφία αποτελούσε παραδοσιακά για τους κατοίκους του κυριότερη παραγωγική δραστηριότητα. Όπως συμβαίνει συχνά στους ορεινούς πληθυσμούς της Πίνδου, είχε ημινομαδικό χαρακτήρα, καθώς κατά τους χειμερινούς μήνες το σύνολο των κατοίκων μαζί με τα ζώα τους εγκατέλειπαν το ορεινό χωριό και κατευθύνονταν προς την πεδιάδα της Θεσσαλίας και συγκεκριμένα προς την περιοχή των Φαρσάλων. Από τη δεκαετία του 1920 – λόγω της αγροτικής μεταρρύθμισης, που αποκατέστησε με γεωργικό κλήρο τους γηγενείς ακτήμονες και τους πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής και οδήγησε στη μείωση των βοσκοτόπων, την επέκταση των καλλιεργούμενων εκτάσεων και την κατάργηση της αγρανάπαυσης, της επιβολής του ενοικιοστασίου, που τους ανάγκασε να παραμείνουν στα ίδια χειμερινά λιβάδια – οι Χαλικιώτες συνδέονται περισσότερο με τον τόπο στον οποίο παραχείμαζαν και εξακολουθούν να παραχειμάζουν. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της αγοράς ενός κτήματος στο Δεντροχώρι (παλαιό Ντινόμπασι) Φαρσάλων το 1929, η οποία πραγματοποιήθηκε συλλογικά από τέσσερα αδέρφια μιας σημαντικής κτηνοτροφικής οικογένειας, έναν ξάδερφό τους και δύο άλλους συγχωριανούς. Οι επτά εταίροι το αγόρασαν εξ αδιαιρέτου, αλλά στη συνέχεια το χώρισαν σε ισάριθμα τεμάχια. Σε άλλους οικισμούς (Αχίλλειο, Γκιντίκι) οι Χαλικιώτες έχουν μόνο δικαιώματα νομής, ενώ στον Σταυρό επωφελήθηκαν από τη διαδικασία απαλλοτρίωσης. Στις περισσότερες πάντως περιπτώσεις στην πορεία των ετών πραγματοποίησαν αγορές γης.
Το Χαλίκι από τον δρόμο που έρχεται από τα Τρία Ποτάμια
Έχοντας αποκτήσει με αγορά χωράφια αλλά και εξοικειωθεί με την γεωργική καλλιέργεια κατά τον Μεσοπόλεμο, οι Χαλικιώτες μεταπολεμικά εγκαθίστανται πλέον μόνιμα στην περιοχή και επιδίδονται συστηματικά στην γεωργική καλλιέργεια των ιδιοκτησιών που είχαν αποκτήσει, αλλά και σε ποικίλα άλλα επαγγέλματα (έμποροι, χασάπηδες, τυροκόμοι κ.ά.). Συγκεκριμένα εγκαταστάθηκαν στα Φάρσαλα, στον Σταυρό (Δεμερλί), στο Αχίλλειο (Κακλεντζί), στο Γκιντίκι, στο Δεντροχώρι (Ντινόμπασι), στη Βρυσιά, στον Δομοκό, και στα γειτονικά του χωριά Βαρδαλή, Αγραπιδιά (Γιακαρόμπα), Βελεσιώτες. Μία μόνο οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Φαρκαδόνα (Τσιότι) Τρικάλων. Οι περισσότεροι Χαλικιώτες σήμερα μένουν μόνιμα στα Φάρσαλα, όπου μάλιστα έχουν και συγκεκριμένο καφενείο, στο οποίο συχνάζουν. Στα χωριά που ανέφερα διαθέτουν οικίες, συνήθως παλαιές, οι οποίες σε ορισμένες περιπτώσεις είναι κατοικήσιμες και σε άλλες όχι. Η εγγύτητα των χωριών στην πόλη των Φαρσάλων (το πιο απομακρυσμένο δεν ξεπερνά τα 25 χιλιόμετρα) ενίσχυσε την τάση εγκατάστασής τους εκεί. Όσοι κατευθύνθηκαν μεταπολεμικά προς τις πόλεις, στο πλαίσιο της αγροτικής εξόδου, εγκαταστάθηκαν στα Τρίκαλα, την Λάρισα, την Αθήνα και σε μία περίπτωση στον Αλμυρό Μαγνησίας.
Το Χαλίκι από τον δρόμο που οδηγεί στο Μέτσοβο
Το πεδινό χωριό τους αποτελεί μεταπολεμικά την κύρια οικονομική βάση των Χαλικιωτών και από εκεί ξεκινούν κάθε άνοιξη οι κτηνοτρόφοι για να ανεβούν στα ορεινά. Λίγο αργότερα, όταν καλοκαιριάσει, τους ακολουθούν και πολλοί άλλοι: συνταξιούχοι, αγρότες που τέλειωσαν τον θερισμό, αδειούχοι υπάλληλοι και επαγγελματίες. Κατά την εορτή της αγίας Παρασκευής αλλά και των αγίων Αποστόλων, του προφήτη Ηλία και του αγίου Μάμα – και τα τελευταία χρόνια κατά την βραδιά που οργανώνεται το river party στη Βρύση του Φίλου από τον πολιτιστικό σύλλογο του χωριού όλοι θα φροντίσουν να είναι παρόντες, να εκκλησιαστούν και να χορέψουν στην πλατεία.
Κοπάδι σε βοσκή κοντά στον Μεγάλο Τράπο
Η κοινοτική έκταση του Χαλικίου είναι 35.000 στρέμματα, από τα οποία τα 20.000 είναι βοσκοτόπια. Χαρακτηριστικό των βοσκοτόπων είναι η υψομετρική διαφορά τους, που αρχίζει από τα 1160 μ. που είναι το υψόμετρο του οικισμού, αλλά ξεπερνά τα 2000 μ. (για παράδειγμα το μαντρί στην τοποθεσία Βερλίγκα βρίσκεται στα 2000 μ., ενώ η κορυφή του Περιστερίου υψώνεται στα 2294 μ. και αυτή του Μεγάλου Τράπου στα 2240 μ.).
Όταν, κατά τον Μάιο, τα κοπάδια ανεβαίνουν στο χωριό, τα λιβάδια που βρίσκονται σε μεγαλύτερο υψόμετρο είναι συχνά καλυμμένα από χιόνι και δεν είναι βοσκήσιμα. Δημιουργήθηκε έτσι η ανάγκη για ένα σύστημα ρύθμισης της βοσκής των κοπαδιών, ώστε να αποφεύγονται οι συγκρούσεις μεταξύ των κτηνοτρόφων, αλλά και να διαφυλάσσονται τα λιβάδια από την υπερβόσκηση.
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν το φυσικό ανάγλυφο και την μορφολογία των βοσκοτόπων οριοθετήθηκαν εθιμικά συγκεκριμένα βοσκοτόπια. Αυτά που βρίσκονται σε χαμηλό υψόμετρο προορίζονται για βόσκηση την άνοιξη, ενώ τα αλπικά λιβάδια για το καλοκαίρι. Κάθε ανοιξιάτικο λιβάδι αντιστοιχεί σε ένα καλοκαιρινό, το οποίο είναι γειτονικό αλλά υψομετρικά βρίσκεται πιο ψηλά.
Κάθε λιβάδι έχει τη δυνατότητα να υποστηρίξει 1300 – 1500 πρόβατα. Αυτό σημαίνει ότι κάποιοι κτηνοτρόφοι που έχουν μικρότερα κοπάδια, θα πρέπει να σχηματίσουν μια παρέα για να συμπληρώσουν τον αντίστοιχο αριθμό ζώων. Παλαιότερα, όταν υπήρχαν μεγαλύτερα κοπάδια, ένα τσελιγκάτο μπορούσε να καταλάβει και δεύτερο βοσκοτόπι.
Η κατανομή των θερινών λιβαδιών κατ’ αυτόν τον τρόπο ήταν συνήθης και στα γειτονικά χωριά, όπως οι Καλαρρύτες, το Κατάφυτο, η Ανθούσα κ.ά., αλλά και σε άλλα χωριά της Πίνδου, στα οποία τα οικολογικά χαρακτηριστικά της κοινοτικής έκτασης οδηγούν στην κατανομή των βοσκοτόπων σε δύο υψομετρικές ζώνες, μια σε χαμηλότερο υψόμετρο και εκείνη των αλπικών λιβαδιών3. Στην Ανθούσα (παλαιά Λεπενίτσα) το σύστημα αλλοιώθηκε λόγω της δραματικής μείωσης των ζώων. Αντίθετα στο Χαλίκι που έχει υπολογίσιμη κτηνοτροφία ως σήμερα, η σωστή κατανομή των βοσκοτόπων είναι αναγκαία. Η συνεννόηση γίνεται από την άνοιξη, πριν την αναχώρηση από την περιοχή των Φαρσάλων. Καταρχήν οι κτηνοτρόφοι θα πρέπει να συνεννοηθούν με ποιον θα σχηματίσουν παρέα το επόμενο καλοκαίρι. Εκεί οι επιλογές γίνονται κυρίως με βάση την δυνατότητα καλής συνεννόησης και συνεργασίας μεταξύ τους και κριτήριο είναι η προηγούμενη διαγωγή του καθενός αλλά και η καλή υγεία των ζώων του υποψήφιου συνεργάτη. Η εισαγωγή κοπαδιών με αγελάδες στους βοσκότοπους του Χαλικίου (αλλά και στην ευρύτερη περιοχή του Ασπροποτάμου) είναι ένα από τα θέματα που αντιμετωπίστηκαν τα τελευταία χρόνια.
Οι τελικές αποφάσεις παίρνονται σε μια, συνήθως θυελλώδη, συνάντηση όλων των εμπλεκόμενων κτηνοτρόφων που λαμβάνει χώρα στο γραφείο της Διευρυμένης Κοινότητας Ασπροποτάμου στα Φάρσαλα και τις οποίες ακολουθεί η παραχώρηση των λιβαδιών από την Κοινότητα για την θερινή περίοδο. Με την άφιξή τους στο Χαλίκι στο τέλος του Μαΐου, οι κτηνοτρόφοι εγκαθίστανται στα συγκεκριμένα ανοιξιάτικα λιβάδια που τους παραχωρήθηκαν. Τα ζεύγη των ανοιξιάτικων και καλοκαιρινών λιβαδιών έχουν ως εξής:
|
Ανοιξιάτικα λιβάδια (ξανοιξιά) |
Καλοκαιρινά λιβάδια (ξεκαλοκαιριά) |
1 |
Γκοργκολογκάνι |
Ρόνα |
2 |
Μποβολάρου |
Βερλίγκα |
3 |
Άγιοι Απόστολοι |
Στήνια |
4 |
Κριθάρια |
Παλιομάντρα |
5 |
Μπριτσίνγκου |
Στουρνάρα |
6 |
Μονή Προφήτη Ηλία |
Πλάκα |
Τα κοπάδια των αγελάδων που εισήχθησαν πρόσφατα στους βοσκοτόπους, μένουν εκτός του συστήματος των βοσκοτόπων. Σημειώνουμε ότι στο Χαλίκι εκτρέφονται αγελάδες κρεατοπαραγωγής και όχι γαλακτοπαραγωγής. Η απαιτούμενη εργασία από τον κτηνοτρόφο δεν είναι μεγάλη, καθώς τα μεγάλα αυτά ζώα βόσκουν μόνα τους χωρίς αυστηρή επιτήρηση, και η φροντίδα τους κατά το θέρος δεν απαιτεί εγκαταστάσεις και ζωοτροφές. Η επιδότησή τους από την Ευρωπαϊκή Ένωση συμβάλλει ώστε οι κτηνοτρόφοι που τα εκτρέφουν να είναι ευχαριστημένοι από το εισόδημα που τους αποφέρουν.
Τα γελάδια φτάνουν στο Χαλίκι την άνοιξη, πριν από τα κοπάδια των προβάτων στις αρχές του Μαΐου και βόσκουν κοντά στο χωριό, στις περιοχές Πίτες, Γκουντρουμάρα και Ζιλέγκα. Τελευταία τους δόθηκε το λιβάδι Βουρτόπα στο οποίο βόσκουν αποκλειστικά. Όταν τα πρόβατα φεύγουν από τα ανοιξιάτικα λιβάδια για τα καλοκαιρινά, οι αγελάδες καταλαμβάνουν επίσης τα βοσκοτόπια στο Μποβολάρου και το Γκοργκολογκάνι.
Το σύστημα των λιβαδιών παρουσιάζει αρκετή ευελιξία και προσαρμόζεται από τους κτηνοτρόφους στις ανάγκες των κοπαδιών τους κάθε έτος. Έτσι, για το 2007, οι κτηνοτρόφοι αποφάσισαν στην συνέλευσή τους το ανοιξιάτικο μαντρί του μοναστηριού του προφήτη Ηλία να συνδυαστεί με καλοκαιρινό της Στήνιας και εκείνο των Αγίων Αποστόλων με εκείνο της Πλάκας.
Μετά τις 10 Οκτωβρίου το χορτάρι είναι πλέον άφθονο και κάθε κτηνοτρόφος μπορεί να οδηγήσει το κοπάδι του κατά βούληση. Τα κοπάδια των προβάτων αναχωρούν από το Χαλίκι για τον κάμπο τις 25 Οκτωβρίου το αργότερο, ενώ οι αγελάδες μένουν ως τις αρχές Νοεμβρίου.
Στο σημείο αυτό πρέπει να παρατηρήσουμε ότι κάθε μαντρί (ή τιρούστι στα βλάχικα) που ήταν εγκατεστημένο σε ένα βοσκοτόπι αποτελούσε παραδοσιακά την μονάδα γαλακτοπαραγωγής4. Τα παλαιά περιφραγμένα με πέτρες μαντριά (τιρούστι ντι κιάτρα) χρησιμεύουν για να διανυκτερεύουν τα πρόβατα τις νύχτες. Για το άρμεγμα χρησιμοποιούν τις στρούγκες, πολλές από τις οποίες είναι πετρόχτιστες (στρούγκα ντι κιάτρα). Βάζουν όλο το κοπάδι μέσα και στη συνέχεια διαλέγουν τις προβατίνες που έχουν γάλα και τις αρμέγουν στην έξοδο της στρούγκας όπου έχουν φτιάξει ένα πρόχειρο σκέπαστρο για να προστατεύονται από τον ήλιο5. Το γάλα του κοπαδιού παραδοσιακά μοιραζόταν στους σμίχτες μετά από το γαλομέτρημα.
Σύμφωνα με μια μαρτυρία:
Ε. Καραμανές: Με το γάλα πώς τα βρίσκουν; Καθένας αρμέγει τα δικά του;
Όχι. Δεν τα σμίγουν. Παλιά όταν ήταν δυο τσελιγκάδες στο ίδιο μαντρί μετρούσαν το γάλα. Γαλομέτρημα. Στο τέλος έκαναν λογαριασμό πόσες οκάδες είχαν δώσει στον έμπορα. Μετά ρίχναν στην κάθε προβατίνα πόσο έβγαλε. Δέκα οκάδες; Είχες και τους τσοπάνους και ίσως έναν άλλο σμίχτη. Κι έλεγες: Κύριε έχεις τόσα πρόβατα, πάρε τόσα χρήματα, τόσο παίρνεις για κάθε προβατίνα. Με βάση τα γαλάρια πρόβατα όχι τα στέρφα.
Κοπάδι αγελάδων σταλίζει στο Χαλίκι
Την άνοιξη όταν το χορτάρι είναι άφθονο τα ζώα χορταίνουν και μαζεύονται νωρίς το βράδυ στα μαντριά. Το καλοκαίρι, ιδιαίτερα για το διάστημα που αρμέγονται δύο φορές τη μέρα, τα πρόβατα βόσκουν ως τις 22:00 ή και τις 24:00. Επίσης σηκώνονται σιγά-σιγά από το γρέκι όπου κοιμούνται, πολύ νωρίς, στις 3:30 και κατευθύνονται προς τη στρούγκα για το άρμεγμα ώστε με το χάραμα να φύγουν για βοσκή. Βόσκουν ως τις 11:00 περίπου, ανάλογα με την ζέστη που έχει. Αν έχει συννεφιά μπορούν να συνεχίσουν την βοσκή. Κατά την διάρκεια των πιο θερμών ωρών δηλαδή ως τις 16:00 – 17:00, σταλίζουν. Να σημειωθεί ότι οι παλιοί τσομπάνηδες σήκωναν τα πρόβατα να βοσκήσουν και τη νύχτα για να χορτάσουν και συναγωνίζονταν μεταξύ τους ποιος θα τα βοσκήσει περισσότερες ώρες. Η τοποθεσία του στάλου (αμιρίτζου) δεν είναι απαραίτητα σκιερή αλλά πρέπει να είναι ευάερη. Οι βοσκοί κοιμούνται σε μικρές πέτρινες καλύβες, ενώ χρησιμοποιούν και τα «ταμπούρια», θέσεις τριγυρισμένες από πέτρες, προστατευμένες από τον άνεμο για να «απαγκιάζουν» ενώ παρακολουθούν το κοπάδι.
Η κτηνοτροφία, κύρια οικονομική δραστηριότητα της κοινότητας, εγγράφεται στο χώρο όπως και στο χρόνο. Άλλωστε ο εξανθρωπισμός και η κοινωνικοποίηση του χώρου πραγματοποιείται μέσω της συστηματικής εκμετάλλευσης των φυσικών πηγών όπως έχει δείξει ο A. Leroi-Gourhan6. Η συμβολική οικειοποίηση του χώρου μέσω της γλώσσας, του τοπωνυμικού, είναι αδιαχώριστη από την ανάπτυξη των τεχνικών και τις επιλογές που αφορούν την οργάνωση της παραγωγής7. Τα τοπωνύμια που είναι γνωστά στα μέλη της κοινότητας, κοινά αποδεκτά και ως τέτοια μεταδίδονται προφορικά μέσα στο χρόνο παίζουν ένα κύριο ρόλο στην οικειοποίηση του χώρου. Η σημασία τους αποκαλύπτεται από την γλωσσολογική τους προσέγγιση, δηλαδή από την μελέτη της ετυμολογίας των όρων, αλλά και με βάση την επισήμανση και τη μελέτη των κριτηρίων σύμφωνα με τα οποία ένα συγκεκριμένο στοιχείο επιλέγεται από ένα απεριόριστο σύνολο στοιχείων φυσικής ή πολιτισμικής προέλευσης και θεωρείται κατάλληλο, ειδικό, για να χαρακτηρίσει έναν τόπο8. Υπάρχει μια σειρά από θεματικές σταθερές με βάση τις οποίες οργανώνεται ο πολιτισμικός πίνακας των τοπωνυμίων. Χαρακτηριστικά του γεωγραφικού αναγλύφου και της οικολογίας της περιοχής, ανθρωπωνύμια, αγιωνύμια, ονόματα φυτών και ζώων9. Όλα αυτά για τους κατοίκους της περιοχής συνοδεύονται από συγκεκριμένες παραδόσεις και ιστορικές μνήμες. Στη συνέχεια θα παραθέσουμε τα κυριότερα τοπωνύμια του Χαλικίου και θα συσχετίσουμε ορισμένα από αυτά με τις ζωντανές παραδόσεις της περιοχής.
Κοπάδι αγελάδων σε δρόμο του Ασπροποτάμου
ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ ΧΑΛΙΚΙΟΥ
Τα τοπωνύμια που παραθέταμε καταγράφηκαν κατά τις επιτόπιες έρευνες στο Χαλίκι με την βοήθεια κυρίως των κατοίκων που αναφέραμε. Τον κατάλογο των τοπωνυμίων τον αντιπαραβάλαμε με τις δημοσιευμένες συλλογές παλαιότερων ερευνητών.
Βορειοανατολικά και ανατολικά του οικισμού
Γκοργκολογκάνι (μαντρί)
Γκάβρα ούρσα (τρύπα Αρκούδας) Μουρτζιά (δέντρο)
Μαντάτου (κορυφή)
Βάλια αλ δαιμόνλου (ρέμα διαβόλου)10
Λιαροκάπι (άσπρη κάπα, κορυφή)
Βάλια σιάκα11
Μποβολάρου12 (μαντρί)
Ζιλέγκα (απέναντι από το Μποβολάρου) Φουντάνα ασκούμτα13 (κρυμμένη βρύση) Φουντάνα στιάρπα (στείρα, βρύση χωρίς νερό)
Λα τιρούστι Ζαμάνη (μαντρί του Ζαμάνη. Λέγεται ότι εκεί σκοτώθηκε ο νεαρός Ζιώζιας από τον Ζαμάνη. Το συμβάν φάινεται πως έγινε στα τέλη του 19ου αιώνα)
Μπιρτσίρ (ή μπριτζί) καρά (μαύρη πέτρα) Γκουντρουμάρα14
Βίγλα
Βρύση Φίλου15
Μαντάνι
Νούκα (καρυδιά) Κουλούρι Νεράιδα
Αλγκίνα (μέλισσα) Όχτια
Σκάλα Φίλου (καλντερίμι)
Παλιομονάστερο ή Μοναστήρι16 (εκεί βρισκόταν ο ένας από τους δύο οικισμούς από την ένωση των οποίων σύμφωνα με την παράδοση σχηματίστηκε το Χαλίκι, μαντρί)
Τραμπάντοβα (βρύση)
Νεράιδα (βρύση)
Γκιγκόρια17 (μαλακή πορώδης πέτρα, πουρί)
Γέφυρα Φίλου
Πίτις
Χωράφι του Μπαρούτα
Σάρα γκάλμπαινα (χώμα κίτρινο)
Βορτόμπα (μαντρί)
Πύργια Μιχαλάκη18 ή στα Σύνορα (του 1881)
Σαλεπιτόπι19
Τρυποσβώλου20
Νοάολι φουντάνι (εννέα πηγές)
Ρόνα21 (κύρια πηγή του Ασπροπόταμου, μαντρί)
Μία
Γκούντρου μάρι22
Πάντι λιπουράρου23
Κούκος (κορυφή) Ιουρσιάϊ24 (αρκουδάκι)25
Φουντίνα Τσέρμπου26 (βρύση του ζαρκαδιού)
Μικρή Γκούρα (ρέμα πίσω από το Ιουρσάϊ, αποτελεί το σύνορο με την Ανθούσα27) Σαλατούρα28
Κανάλια
Μακρυγιάννης
Τσουκνίδα
Λάζαινα
Σκαντζούρης (λέγεται πως ο Σκαντζούρης ήταν Σαρακατσάνος βοσκός που έκλεψε μια γυναίκα στα μέσα της δεκαετίας του 1920. Κυνηγημένος δολοφονήθηκε, στα όρια της κοινοτικής περιοχής του Χαλικίου με εκείνης της Ανθούσας όπου και το τοπωνύμιο)
Γκρουστάικο (απέναντι από το μοναστήρι του Προφήτη Ηλία. Οι καλόγεροι καλλιεργούσαν εκεί κηπευτικά ενώ υπήρχε και αλώνι. Στην περιοχή υπήρχε επίσης και γεφύρι, σήμερα γκρεμισμένο).
Βόρεια και βορειοδυτικά του οικισμού
Μαντραχότζα29
Μπάρνα
Τσιτσιμήτσιος30
Τραμπάλα
Στα Ονόματα (πάνω στο δρόμο Χαλίκι-Μέτσοβο. Οι βοσκοί γράφουν τα ονόματά τους στον μαλακό βράχο).
Πλακοπούλα
Σπανούρα
Βρύση των στρατιωτών (την έφτιαξαν στρατιώτες. Συνοριακό φυλάκιο
1881-1912)
Μαντρί Παπαγιάννη
Γκούστο διάσελο (στενό διάσελο)
Λάργκου διάσελου (φαρδύ διάσελο)
Κοάστα (η πλαγιά και το ύψωμα πάνω από το Χαλίκι. Κοάστα σημαίνει το πλευρό)
Κορνοφίλι (κρανιά της Φίλης, Φιλιώς)
Βουρτόπα31 (μαντρί)
Βορτόπ τσιοβάνι (κορυφή από δεξιά)
Πουλιάνες32 (μικρή και μεγάλη)
Πουλιάνα μάρε
Πουλιάνα νίκα
Λα μόρτσε33 (στους πεθαμένους)
Σοτοβίτσα (μαντρί)
Μαλγαριά
Λα φιάτι (στα κορίτσια)
Στήνια34 (μαντρί)
Βρύση Γκατζάνι35
Φαρμακόλακκα (δηλητηριάζονταν τα πρόβατα από ένα χορτάρι)
Χαιμαλί (κορυφή που μοιάζει με χαιμαλί)
Γκούβα (τρύπα)
Δυτικά και Νοτιοδυτικά του οικισμού
Καζάρμα (στρατιωτικό φυλάκιο στην μεθόριο του 1881)
Περιστέρι36
Τσουκαρέλα (κορυφή του Περιστερίου, 2294 μέτρα υψόμετρο)
Βερλίγκα37 (δρακολίμνη, μαντρί)
Φλώρα (βρύση άσπρη)
Καρβελού38 (πηγή της δρακολίμνης Βερλίγκας)
Μεγάλος Τράπος39
Τσιουγκάνι (βράχος)
Μικρός Τράπος
Μπουτάι40
Κατσαρός (κορυφή το περίγραμμα της οποίας φαίνεται κατσαρό)
Παλιομάντρα (μαντρί)
Σκληκιάρα (βρύση)
Πηγαδούλι
Πλάκα (μαντρί)
Πλακοπούλα (βοσκοτόπι)
Μποσδογάνι (ύψωμα)
Στουρνάρα (είδος πετρώματος, μαντρί)
Σόποτος (σχηματίζεται καταρράκτης)
Λάκκα του Αρβανίτη
Στενή χούνι (στενή περιοχή, ανάμεσα σε δύο βουνά)
Μούτα41 (σιγανή πηγή που δεν ακούγεται, μουγκή)
Μπριτσίνγκου ή μπριτσίνγκαρου (έλατος μόνος, μαντρί)
Καγκέλια (ελικοειδές μονοπάτι)
Σύρμα (βοσκοτόπι)
Μπουντάι (περιοχή με απότομη κλίση όπου βόσκουν μόνο αγριόγιδα)
Τσούμα ρόσα (κορυφή)
Κανάλι
Γκουβατομάνι (τρύπα Τομάνη)
Λέουρδα42 (βολβοί)
Λα ουάρτζ43 (στα κριθάρια, παλιά αλώνια, μαντρί)
Βίγλα
Κρανιές (εκεί βρισκόταν κατά παράδοση ο ένας από τους δύο οικισμούς από την ένωση των οποίων σχηματίστηκε το Χαλίκι44)
Άγιοι Απόστολοι (ήταν σύμφωνα με την παράδοση η εκκλησία του οικισμού που βρισκόταν στην θέση Κρανιές45)
Τρουφόλιου
Σικάρα(σίκαλη)
Κουντζέλου (πηγή)
Καπραρία (παραπόταμος Ασπροποτάμου)46
Βρύσες εντός του οικισμού47
Χάβαλι
Ρούσσα (έχει εγκαταλειφθεί)
Στο χάνι (τα εκκλησιαστικά καταστήματα της σημερινής πλατείας τα λέγαν χάνια)
Τροχός (στον Πλάτανο του Δημάκη)
Βρύσες πλησίον του οικισμού αλλά εκτός του κτισμένου χώρου
Αυλότοπα
Φόνισκα (στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων)48
Μπρίσκα (φημισμένη για το κρύο νερό της, στην θέση Πάτερος, δεν υπάρχει σήμερα)49 του Φίλου
ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΝ, ΧΑΛΙΚΙ, ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2003
Παραθέτουμε εδώ απομαγνητοφωνημένα αποσπάσματα από συνεντεύξεις με κατοίκους του Χαλικίου. Οι παραδόσεις που αναφέρονται σε τοπωνύμια είναι ακόμη ζωντανές στο Χαλίκι. Σαν στοιχεία της προφορικότητας εμπλουτίζονται συνεχώς από τους αφηγητές και μεταλλάσσονται. Οι πηγές των αφηγητών και ο τρόπος της ενσωμάτωσης νέων στοιχείων θα αποτελέσουν το αντικείμενο μιας ξεχωριστής εργασίας.
Βερλίγκα
«Ήταν δυο στοιχειά που τσακώθηκαν για τα νερά. Το μεν ήθελε να τα γυρίσει προς την Ήπειρο και το άλλο προς το Χαλίκι, προς τη Θεσσαλία. Λέει ο ένας δράκος που ήταν με το μέρος των Χαλικιωτών, θα πας στο χωριό και θα φέρεις αλάτι εδώ και θα ξεκοιλιάσεις τα πρόβατα και θα βγάλεις τη σκέπη. Και θα τυλίγεις στη σκέπη το αλάτι και θα μου τη δίνεις. Έκανε αυτή τη διαδικασία και εκεί που τσακώθηκαν πέταγε τη σκέπη. Ο άλλος δράκος την έτρωγε αλλά από το πολύ αλάτι δίψασε και έσκυψε να πιει νερό στη Δρακολίμνη και εκεί τον σκότωσε και όλα τα νερά γύρισαν προς αυτή τη μεριά.
Μαντρί στη Βερλίγκα
Κοπάδί σε βοσκή στη Βερλίγκα
Ε. Καραμανές: Ποιος πήγε να πάρει το αλάτι;
Έστειλε έναν τσοπάνο. Και αλάτιζε τις σκέπες και τις πετούσε στον άλλο δράκο σαν μπάλες κι εκείνος τις κατάπινε. Μετά βγήκε ένα μαύρο στοιχείο, ένα κριάρι. Την άλλη τη χρονιά βγήκε το κριάρι και τράβηξε όλα τα πρόβατα και χάθηκαν μέσα στην καταβόθρα [της Βερλίγκας]. Ήταν το στοιχείο, ο δράκος. Τα πρόβατα που είχαν γεννηθεί το χειμώνα από το σπέρμα του στοιχειού. Μόνο τα παιδιά, όχι οι μανάδες. Μόλις βέλαξε ο πατέρας πήγαν μαζί όλα τα μικρά.
[Ρόνα]
Για τον Ασπροπόταμο, υπήρχαν τρία αδέλφια στη Ρόνα. Και κοιμήθηκαν στο βουνό και τα δυο φύγαν τη νύχτα. Ο Πηνειός έφυγε προς τη Θεσσαλία, γι’ αυτό και δεν ακούγεται επειδή έφυγε κρυφά. Μετά έφυγε ο Άραχθος που πήγε προς τα Γιάννενα. Μετά ξυπνά ο Αχελώος, δεν βρίσκει κανένα και βάζει τις φωνές για τ’ αδέλφια του και πήγε ψάχνοντας προς το Μεσολόγγι. Είναι φοβερός ποταμός, αρχίζει η ιστορία του από τη μυθολογία».
Βερλίγκα
«Η πηγή που φεύγει από την Καρβελού κάνει σαν φίδι σε όλη την πεδιάδα. Εκεί έβοσκαν τα πρόβατα και ήρθε ο καιρός να μαρκαλιστούν να γεννήσουν. Εκεί γέννησαν το χειμώνα και έτυχε ο κλήρος να ξαναπάνε εκεί τα αρνιά να βοσκήσουν. Εκεί που βοσκούσαν τ’ αρνιά την άνοιξη γίνεται μια λιμνούλα εκεί που κάνει σαν φίδι και είναι πολύ το νερό και κάνει μια λιμνούλα 30-40 μέτρα. Και βγήκε το κριάρι και βέλαξε και όλα τα πρόβατα εξαφανίστηκαν μέσα στην τρύπα. Ήταν τα παιδιά του και το λένε και Δρακολίμνη. Κάνει αυτό το πράγμα και δεν ενώνεται. Έτσι το θυμάμαι και είμαι 80 χρονών. Και όταν έχει χιόνι λιώνει γίνεται λίμνη και εξαφανίζεται για μια βραδιά. Είναι πολύ μεγάλη. Είναι και 100 στρέμματα και γεμίζει νερό και άμα φυσήξει λίγο αν λιώσουν τα χιόνια ... εξαφανίζεται»50.
ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΧΑΛΙΚΙΟΥ
«Ήταν λένε παλιά δυο χωριά, ένα στο Παλιομονάστηρο και ένα εδώ στις Κρανιές. Το Παλιομονάστηρο είναι όπως πας για Μέτσοβο. Παλιά φαινόταν ότι υπήρχε κτίσμα. Εδώ στις Κρανιές δεν φαίνονται κτίρια. Ήταν και η εκκλησία εδώ. Τώρα φαίνεται μόνο η εκκλησία που πρέπει να ήταν οι Άγιοι Απόστολοι. Κάποιος τώρα ήθελε να ενώσει τα χωριά και βρήκε μια εικόνα της αγίας Παρασκευής. Το βράδυ εξαφανιζόταν και το πρωί ξαναβρισκόταν εδώ κι έτσι αναγκάστηκαν και έκαναν εδώ το χωριό». (Κ. Μ., Γ. Χ.)
Τα τρία αδέρφια, η Δρακόλιμνη της Βερλίγκας, το δέντρο του Πατροκοσμά.
-Όπως λέει η παράδοση, ήταν τρία αδέλφια, που ζούσαν στα βουνά της βόρειας Πίνδου. Για να είναι Σαλαμπριά, η μια πρέπει να ήταν αδελφή. Και μετά ονομάστηκε Πηνειός. Ήταν ο Άσπρος, ο Άραχθος και η Σαλαμπριά, δυο αδέλφια και μια αδελφή. ΄Ενα πρωί σηκώθηκαν και έφυγαν τα δυο μεγαλύτερα. Ο Άραχθος πήρε το δρόμο Μέτσοβο και προς τα κά-
τω, η Σαλαμπριά πήγε νότια και βρήκε Καλαμπάκα και ο Άσπρος σηκώθηκε το πρωί, δεν βλέπει τ’ αδέλφια του, ήταν και μικρός και έβαλε τα κλάματα. Και τώρα το ποτάμι έχει το θόρυβο που βουίζει. Ο Άσπρος είναι στο Χαλίκι, στις πηγές της Ρόνας.
Πηγή στην Βερλίγκα
Βοσκός δίπλα σε πηγή στην Βερλίγκα
E. Καραμανές: Με το δράκο η παράδοση πώς έχει;
Στη Βερλίγκα. Βγήκε κάποιος και έγινε δράκος. Ήταν κάποιοι βοσκοί και έψησαν ένα ζώο. Αυτός έφαγε την καρδιά από το ζώο και έγινε δράκος. Είδε τον εαυτό του ότι μεταμορφώνεται σε δράκο και ήθελε να φύγει να εξαφανιστεί. Γιατί του είπαν μην την φας την καρδιά θα γίνεις δράκος. Αυτός δεν ήθελε και άρχισε να κάνει στροφές και χάθηκε στο βυθό, όπως λέει η παράδοση.
E. Καραμανές: Λένε για ένα μαύρο κριάρι που κάποια στιγμή βγήκε και πήρε στην τρύπα τα παιδιά του;
Αυτά τα διάβασα στον Κρυστάλλη, στα άπαντα. Σαν παράδοση δεν το έχουμε εδώ. Εκεί φανερώθηκε ένα ζώο, ένα όμορφο και παράξενο, σαν κριάρι ή τραγί. Και το έπιασαν και το έφαγαν. Και είπαν την καρδιά να μην τη φάει κανένας. Και ένας από αυτούς σηκώθηκε το βράδυ και την έφαγε. Είναι 2 τόμοι του Κρυστάλλη ένας με τραγούδια κι ένας με παραδόσεις.
E. Καραμανές: Διάβασα κάπου αλλού ότι το κριάρι εμφανίζεται μια χρονιά, μετά εξαφανίζεται, και έρχεται τη δεύτερη χρονιά και παίρνει όλα τα παιδιά του και μπαίνει στην Δρακόλιμνη.
Τώρα αυτά δεν τα ξέρω. Αναλόγως πώς τα διηγήθηκαν. Εμείς όπως τα έχουμε ακούσει για το μαύρο κριάρι που φανερώθηκε τον πρώτη, τη δεύτερη και την τρίτη χρονιά. Και κάποιος είπε να μη φάτε την καρδιά γιατί θα γίνετε δράκοι. Εκείνος δεν πίστεψε και έφαγε και άρχισε να μεταμορφώνεται από την ουρά και μετά από τα πόδια. Αλλά επειδή δεν ήθελε να είναι δράκος, έφυγε. Παναγία μου, είπε, εξαφάνισέ με. Και είδες πώς είναι; Ποταμάκι. Και αυτό χάνεται στον πυθμένα και λένε ότι το νερό βγαίνει πίσω από τον Άη Γιώργη. Γιατί τα παλιά χρόνια λένε πως βάψαν μαλλιά κόκκινα και τα ρίξανε εκεί μέσα και τάχα βγήκε το νερό το κόκκινο.
Το δέντρο του Πατροκοσμά το είδες;
Ε. Καραμανές: Ναι στο ιερό, στον Άη Γιώργη.
Ήταν μια μικρή εκκλησούλα και είπε ότι εδώ που βγάζω αυτόν τον λόγο θα χτιστεί μια εκκλησία και πίσω από το ιερό θα φυτρώσει μόνο του ένα δεντράκι. Μετά από χρόνια. Και θα γίνει ένας πόλεμος που θα πολεμάνε αδέλφια μ’ αδέλφια και θα ξεραθεί το μισό. Και όταν θα ξεραθεί το άλλο, θα γίνει πόλεμος, η συντέλεια, θα περπατάμε 4 ώρες για να βρούμε έναν άνθρωπο να μιλάμε. Και τότε θα τρώμε με χρυσά κουτάλια. Αλλά η αρχόντισσα του χαλικιού δεν πήγε να παρακολουθήσει το λόγο του και του είπαν, μα είναι αρχόντισσα. Και λέει αυτός τι πάει να πει αρχόντισσα. Και ήταν έγκυος και είχε ένα μωρό. Και την ίδια στιγμή πέθανε το παιδί και αυτή απέβαλε. (Μ. Γ.)
Ευάγγελος Καραμανές
Ερευνητής του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνων
Η κτηνοτροφία του Χαλικίου Ασπροποτάμου: Η οργάνωση της βοσκής των κοπαδιών στα θερινά βοσκοτόπια
9ο Συμπόσιο Ιστορίας, Λαογραφίας, Βλάχικης Παραδοσιακής Μουσικής και Χορών,
Ασπροπόταμος Τρικάλων 11-12-13 Μαΐου 2007
1 Σημειώνω ότι η έρευνά μου είναι ακόμη σε εξέλιξη. Για τα δεδομένα που χρησιμοποιώ στο κείμενο αυτό θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους τους συνομιλητές μου στο Χαλίκι, αλλά ιδιαίτερα τους Γιώργο Βουρλίτση, Γρηγόρη Γκέβρο, Κώστα Μαυρογεώργο και Σωτήρη Κοσκοβίτη. Ο τελευταίος μελέτησε τα τοπωνύμια που είχα συλλέξει και το σχεδιάγραμμα και επέφερε πολύτιμες διορθώσεις. Ο Θεόδωρος Νημάς είχε την καλοσύνη να διαβάσει το κείμενο και να προσφέρει τις παρατηρήσεις του.
2 Συγκεκριμένα στο υπέρ της Επισκοπής Σταγών χρυσόβουλλο του Ανδρονίκου Γ΄ Παλαιολόγου, Μάρτ. 1336, ινδ. Δ΄ και στο υπέρ της επισκοπής Σταγών σιγίλλιο του Οικουμενικού Πατριάρχη Αντωνίου Δ΄, Μάρτ. 1393, ινδ. Α΄. Βλ. Δ.Σ. Σοφιανός, «Acta Stagorum. Τα υπέρ της θεσσαλικής επισκοπής Σταγών παλαιά βυζαντινά έγγραφα (των ετών 1163, 1336 και 1393). Συμβολή στην ιστορία της επισκοπής», Τρικαλινά, 13 (1993), σ. 7-67. Για αναφορές στο Χαλίκι σε πηγές της Τουρκοκρατίας, βλ. Β. Κ. Σπανός, Οι οικισμοί της Βορειοδυτικής Θεσσαλίας κατά την Τουρκοκρατία (από τον ΙΔ΄ έως τον ΙΘ΄ αιώνα), Εκδοτικός Οίκος Αντ. Σταμούλη, Θεσσαλονίκη 2004, σ. 570-573.
3 Για την περίπτωση της Αετομηλίτσας βλ. Β. Νιτσιάκος, Χτίζοντας το χώρο και το χρόνο, Αθήνα 2003, σ. 59-64.
4 Τα τυροκομεία του Ασπροποτάμου, οι κασαρίες, ήταν και παραμένουν προσανατολισμένα στην παραγωγή του τυριού κασέρι. Το κασέρι παρουσίαζε το πλεονέκτημα ότι η τεχνική διαδικασία της παρασκευής του μπορούσε να ανασταλεί, όταν ολοκληρωνόταν το στάδιο της παρασκευής του τυροπήγματος (μπασκί). Έτσι, παραδοσιακά, συχνά το τυρόπηγμα παρασκευαζόταν στις στρούγκες, ορισμένες από τις οποίες βρισκόταν αρκετές ώρες μακριά από το χωριό και στη συνέχεια φορτωνόταν στα ζώα και μεταφερόταν στα τυροκομεία της Κρανιάς ή της Καλαμπάκας για την περαιτέρω επεξεργασία. Στις μέρες μας, μετά τις 20 Ιουλίου όταν η γαλακτοπαραγωγή μειώνεται παρασκευάζουν φέτα και σπανιότερα κεφαλοτύρι στα σπίτια τους. Βλ. Ε. Καραμανές, «Τα συστήματα τυροκομίας της Πίνδου: συνέχειες και ασυνέχειες», Η ιστορία του ελληνικού γάλακτος και των προϊόντων του. Ι΄ Τριήμερο Εργασίας, Ξάνθη, 79 Οκτωβρίου 2005, Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, Ίδρυμα Αριστείδης Δασκαλόπουλος, Αθήνα 2008, σ. 425-449.
5 Ενδιαφέρουσα η μαρτυρία του Γάλλου περιηγητή Heuzey που επισκέφτηκε το Χαλίκι στις αρχές Αυγούστου του 1858: «Το ραντεβού μας είναι στον σταθμό των βοσκών πάνω στο βουνό, στο μαντρί, όπως ονομάζουν αυτούς τους μεγάλους περιβόλους με ξερολιθιές, που οι ίδιοι οι βοσκοί χτίζουν για να κλείνουν μέσα τα πρόβατά τους. Κοντά εκεί φτιάχνουν επίσης και μια άθλια καλύβα με τον ίδιο τρόπο, με στέγη από καλαμιές και κλαδιά. Φτάνουμε τη στιγμή που αρμέγουν τις προβατίνες: ένας βοσκός κάθεται σε μια μεγάλη πέτρα κοντά στο μοναδικό άνοιγμα που χρησιμεύει σαν είσοδος και έξοδος του περιβόλου. Περνά τις προβατίνες μιαμια από το στενό άνοιγμα και τις αρμέγει, ενώ τα μαντρόσκυλα στο εσωτερικό συγκεντρώνουν και σπρώχνουν το κοπάδι. Μου θυμίζει το σημείο της Οδύσσειας όπου ο Πολύφημος βγάζει με τον ίδιο τρόπο τα πρόβατά του ψηλαφίζοντας το ένα μετά το άλλο. Έχουμε μπροστά μας ανακάτεμα από βελάσματα, φωνές, κινήσεις, γραφικά κουρέλια, ένα πραγματικό ειδύλλιο ανάμεσα στον Όμηρο και στον Θεόκριτο. Ποτέ δεν υπήρξε καλύτερη ευκαιρία για να φάμε αρνάκι ψημένο κλέφτικα. Δεν την αφήσαμε να χαθεί». L. Heuzey, Excursion dans la Thessalie Turque en 1958, Paris 1927, σ. 111-117. Eλληνική μετάφραση, Οδοιπορικό στην τουρκοκρατούμενη Θεσσαλία το 1858, Μετάφραση Χ. Ι. Δημητρουλόπουλος, σχόλιαεπιμέλεια Θ. Νημάς, Φ.Ι.Λ.Ο.Σ. Τρικάλων 1991, σ. 138-145.
6 Βλ. Α. LeroiGourhan, Le geste et la parole II, Παρίσι 1964, σ. 139.
7 Η γλωσσική μελέτη των τοπωνυμίων καθώς αυτά αποτελούν μία προβολή του χρόνου καταγραφής τους στο παρελθόν είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική για την ιστορία του τόπου και έχει προκαλέσει το ενδιαφέρον πολλών ειδικών μελετητών. Από την πλουσιότατη βιβλιογραφία ενδεικτικά αναφέρω, Ιω. Θωμόπουλος, Τα τοπωνύμιά μας. Η αξία τους και τα προβλήματά τους, Θεσσαλονίκη 1958, σ. 3348. Για μια σύγχρονη ιστορική προσέγγιση του τοπωνυμικού στον νησιωτικό χώρο του Αιγαίου, κριτικά διακείμενη προς εκείνες τις παλαιότερες μελέτες που πρέσβευαν την αρχή της εθνικής συνέχειας από την αρχαιότητα ως τη σύγχρονη Ελλάδα, όπου παρατίθεται πλούσια βιβλιογραφία, βλ. Δ. Δημητρόπουλος, «Τοπωνύμια και μικροτοπωνύμια στα νησιά του Αιγαίου: όψεις της αντοχής της σήμανσης του τόπου στο χρόνο» στο Β. Παναγιωτόπουλος, Λ. Καλλιβρετάκης, Δ. Δημητρόπουλος, Μ. Κοκολάκης, Ε. Ολυμπίτου, Πληθυσμοί και οικισμοί του ελληνικού χώρου. Ιστορικά μελετήματα, Αθήνα 2003, σ. 49-89.
Για μια λαογραφική και ανθρωπολογική προσέγγιση του θέματος βλ. το κλασικό κείμενο της Άλκης Κυριακίδου, «Σημάδια του τόπου ή η λογική του ελληνικού τοπίου» στο Λαογραφικά Μελετήματα Ι, Αθήνα 1989, σ. 15-40 καθώς επίσης Α. Φλωράκης, «Τοπωνυμία και ιερός χώρος. Η θέση Στύλος στο Φαλατάδο Τήνου», Ονόματα, 12, 1988, σ. 609-616 και «Ιστέρνια «Υστέρνια» Τήνου. Τοπονομασία, παρετυμολογία και Ιδεολόγημα», Εθνολογία, 2, 1994, σ. 91-109.
Στο πλαίσιο της γαλλικής εθνολογικής σχολής, η εργασία του B. Martinelli για την οργάνωση του κοινοτικού χώρου στο Pourrières της Προβηγκίας (BasseProvence) αποτελεί εκτός από ένα ενδιαφέρον εθνογραφικό παράδειγμα και μια σημαντική μεθοδολογική πρόταση. Ο B. Martinelli καταδεικνύει πως οι τόποι (lieux) του κοινοτικού χώρου σχηματίζουν μέσω των ονομάτων τους έναν οργανωμένο αστερισμό όρων. Οι όροι αυτοί παρουσιάζουν διαφορετική πυκνότητα κατά περιοχή, ορίζουν τις χωρικές ενότητες (espace) που αποτελούν την κοινοτική περιοχή, αλλά και δείχνουν στους ντόπιους την τοπογραφία, τις ζώνες γεωργικής καλλιέργειας, τις μορφές ιδιοκτησίας, τους καθαγιασμένους τόπους και τις αποστάσεις. Τα τοπωνύμια είναι η προέκταση μέσα στη γλώσσα του τρόπου εγκατάστασης των ανθρώπων στο χώρο, η συμβολική οικειοποίηση αποτελεί δηλ. αναδιπλασιασμό της κοινωνικής οικειοποίησης του χώρου. Βλ. B. Martinelli, «Toponymie et société. Contribution à l’étude de l’espace communautaire en BasseProvence», Etudes rurales, janviermars 1982, 85, σ. 9. Για μια ανθολογία ανθρωπολογικών κειμένων για το χώρο, βλ. F. PaulLevy, M. Segaud, Anthropologie de l’espace, Paris 1983. Βλ. επίσης J. MatrasGuin, Ch. Taillard, Habitations et habitat d’Asie du Sud-Est continentale : pratique et représentations de l’espace, Paris 1992, M. Auge, Non lieux: introduction à une anthropologie de la surmodernité, Paris 1992. Ενδιαφέρουσα είναι η έκδοση του Programme de Recherches Interdisciplinaires Etudes Urbaines de l’E.H.E.S.S., Villes, espaces et territoires, Travaux de l’E.H.E.S.S., Paris 1999.
8 Βλ. B. Martinelli, ό.π., σ. 15.
9 Βλ. Ε. Καραμανές, «Κοινωνική και συμβολική οικειοποίηση του κοινοτικού χώρου: η οργάνωση των τοπωνυμίων σε δύο ορεινές κοινότητες του νομού Γρεβενών», Πρακτικά του συνεδρίου «Η Γη - Μήτρα Ζωής και Δημιουργίας» που διοργάνωσε το Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης στις 19-21 Μαρτίου 2004. Υπό δημοσίευση.
10 Βλ. και Α. Κ. Χατζηγάκης, Παραδόσεις του Ασπροποτάμου, Τρίκαλα 1948, σ. 132-133.
11 Ως «Βάλλεσάκκα (ξηρά κοιλάς)» αναφέρεται από τον Ν. Σχινά. Ο ταγματάρχης Ν. Σχινάς αναφέρει επίσης τα τοπωνύμια Ρόνα, Βορτόμπα, Τρυποσβώλου, Μάνδρα Χότζα, Σοτοβίτσα (όρος), Καπραρία (παραπόταμος Ασπροποτάμου), Μπουτάϊ (όρος), Γκουντρουμάρα, Καγκέλια, Πλάκα, Βάλλε δαιμονλόρ, Κριθάρια, Βερλίγκα, Καρβελού (πηγή), Τσουκαρέλα (όρος). Βλ. Ν. Θ. Σχινάς, Οδοιπορικαί σημειώσεις - Μακεδονίας, Ηπείρου, Νέας οροθετικής γραμμής και Θεσσαλίας, Εν Αθήναις 1886, σ. 134-141.
Ο Ν. Σχινάς αναφέρει για το οικισμό του Χαλικίου: «Έχει 100 οικίας λιθοκτίστους, ων αι πλείσται εισί καλώς διεσκευασμέναι, άνευ όμως υαλοπινάκων, διότι άπαντες οι κάτοικοι παραμένουσιν εν αυτώ από του μηνός Μαΐου μέχρι του Οκτωβρίου, οπότε μετά των εκ 15 χιλ. αιγοπροβάτων ποιμνίων των κατέρχονται εις τας χειμερινάς βοσκάς και κυρίως εις Φάρσαλα και Τρίκαλα, η δε χιών καλύπτει το πλείστον μέρος των διωρόφων οικιών των, ης ένεκεν και πάσα διά τούτου συγκοινωνία διακόπτεται. Έχει δύο μαγαζεία, υδρόμυλον, 2 νεροτριβάς και 2 μαντάνια, εκκλησίαν καλυπτομένην διά θόλου. Μεσημβρινώς δε του χωρίου και εις ¼ ώρας απόστασιν κείνται επί συδένδρου λόφου η Μονή του Προφήτου Ηλία και η της Μεταμορφώσεως. Οι κάτοικοι παρά τας όχθας του ποταμού διατηρούσι κηπάρια, αφ’ ων κατά το έαρ προμηθεύονται τα λαχανικά των. Τα περιβάλλοντα το χωρίον τούτο όρη και καλούμενα το προς βορράν Βάλλεσάκκα (ξηρά κοιλάς), το προς δυσμάς Σοτοβίτσα, το προς μεσημβρίαν Μπουτάϊα και το προς ανατολάς ΚόντροΜάρε, εισίν όλως άδενδρα, εκτός του τελευταίου του οποίου η δυτική κλιτύς, ήτοι η προς το χωρίον Χαλίκι, καλύπτεται υπό δάσους κράνων, αγριομηλεών, λεπτοκαρυών και τινών άλλων, το οποίον μετά σεβασμού φυλάσσεται υπό των εντοπίων.
Το χωρίον τούτο έχει μίαν μεν γέφυραν επί του εκ της Ρώνας κλάδου, 2 δε παρ’ αυτώ επί του μεσημβρινώς τούτου και παρ’ αυτό ρέοντος ποταμού Καπραιρία». Ν. Θ. Σχινάς, ό.π., σ. 127-128.
12 «Σπανοπλαγιά με μαντριά και πολλές λάσπες... μέρος που βόσκουν αγελαδικά». Α. Κ. Χατζηγάκης, Τοπωνυμικά. Τ’ Ασπροποτάμου Πίνδου, Τρίκαλα 1950, σ. 141.
13 Α. Κ. Χατζηγάκης, Τοπωνυμικά, ό.π., σ. 150.
14 «Κοινή πετρωτή ράχη, με λίγα οπωροφόρα δέντρα... Κόντρου = κόθρος και μάρε = μεγάλος, ήτοι μεγάλη ράχη. Α. Κ. Χατζηγάκης, Τοπωνυμικά, ό.π., Τρίκαλα 1946, σ. 37. «Ακρώρεια ράχη», ό.π., σ. 137. Σύμφωνα με τον Ν. Μαλαβάκη: «Γκουντρουμάρα: (πετρόραχη ανάμεσα Χαλίκι και Ανθούσα). Βλαχ. Κόντρου, πληθυντ. Κόντουρ, αλβαν. kodre (= λόφος) + βλαχ. μάρε (= μεγάλος, θηλυκό, μαρ). Ν. Μαλαβάκης, «Ετυμολογημένα τοπωνύμια Νομού Τρικάλων», Τρικαλινά, τομ. 21 (2001), σ. 111.
15 Για τον τσέλιγκα του Χαλικίου, Μιχαλάκη Φίλο στο οποίο αποδίδονται επίσης ένα γεφύρι (Γεφύρι Φίλου) αλλά και η κατασκευή στράτας με καλντερίμι στον βράχο για την διευκόλυνση της μετακίνησης των κοπαδιών προς τα χειμαδιά, βλ. σχετική παράδοση στο Α. Κ. Χατζηγάκης, Παραδόσεις..., ό.π., σ. 11-12.
16 Σύμφωνα με την παράδοση, όταν μετακινήθηκε το χωριό από το Παλαιομονάστερο στην σημερινή του θέση και κατέρρευσε η παλαιά του εκκλησία, στο Χαλίκι έπεσε αρρώστια. Έτσι έχτισαν μια καινούργια εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Αθανάσιο πάνω στο δρόμο που οδηγούσε στο παλαιό χωριό για να «κλείσουν» με αυτό τον τρόπο τον δρόμο στην ασθένεια.
17 Α. Κ. Χατζηγάκης, Τοπωνυμικά, ό.π., σ. 131.
18 Σύμφωνα με τον Α. Χατζηγάκη «Πύργος του παλιού τσέλιγκα Μιχαλάκη ... (Μιχαήλ Τριανταφύλλου ή Φύλλου)», Α. Κ. Χατζηγάκης, Τοπωνυμικά, ό.π., σ. 76 και 94. Αναφέρει επίσης σχετική παράδοση «Πύργος Αλήπασα: Όμορφη οροκοιλάδα, πλαισιωμένη από υψίκομα δέντρα ελάτια ξανοίγεται πίσω από το Χαλίκι. Ανάμεσά της τα νερά της νερομάννας Τρυποσβώλου κατηφορίζοντας για να πέσουν στο Μετσοβίτικο παραποτάμι τ’ Αράχθου, σχηματίζουν το μεγάλο ρέμα το γνωστό με το όνομα Βάλια ντι λα φάλε (ρέμα του Πύργου). Α. Κ. Χατζηγάκης, Παραδόσεις..., ό.π., σ. 30. Ο ισχυρός τσέλιγκας Μιχάλης Φίλος φαίνεται πως έζησε στα τέλη του 17ου αιώνα. Σε τοιχογραφία της Αγίας Παρασκευής και σε εικόνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής στο Χαλίκι διαβάζουμε «δούλος θεού μυχάλυ φιλό αχυθ» (1679).
Στην κοιλάδα αυτή υπήρχε μεγάλος ξύλινος πύργος, που είταν ιδιοχτησία κάποιου Μιχαλάκη, πλούσιου Χαλικιώτη. Τον πύργο αυτό άρπαξε ο Αλήπασας και τον χρησιμοποίησε για καρακόλι, αφού η οροκοιλάδα είταν το μόνο δερβένι-διάβαση από ΄Ηπειρο στ’ Ασπροπόταμο, βάζοντας μαύρους αραπάδες για την φύλαξη του δερβενιού. Το 1822 ο καπετάν Γρηγόρης Λιακατάς του αρματολικίου Κλεινοβού, έκαψε τον Πύργο και σκότωσε τους Αραπάδες. Από τότε τις νύχτες βγαίνουν εκεί μεγάλοι ήσκιοι και ακούγονται ακατάληπτες φωνές τρομαχτικά σφυρίγματα, γοεροί θρήνοι, απαίσιοι αλλαλαγμοί. Λένε πως είναι οι σκοτωμένοι Αραπάδες», Α. Κ. Χατζηγάκης, Παραδόσεις..., ό.π., σ. 30. Για άλλη μια παράδοση σχετικά με τον Φίλο βλ. ό.π., σ. 11-12.
19 Θέση όπου φυτρώνει δύο ειδών σαλέπι. Α. Κ. Χατζηγάκης, Τοπωνυμικά, ό.π., σ. 159.
20 Νερομάνα τα νερά της οποίας καταλήγουν στον Άραχθο. Βλ. και Α. Κ. Χατζηγάκης, Παραδόσεις..., ό.π., σ. 30 και Τοπωνυμικά, ό.π., σ. 37.
21 Η κύρια πηγή του Άσπρου. Α. Κ. Χατζηγάκης, Τοπωνυμικά, ό.π., σ. 95.
22 Μεγάλη ράχη. Βλ. και Α. Κ. Χατζηγάκης, Τοπωνυμικά, ό.π., σ. 37.
23 Δηλ. η λάκκα του λαγού.
24 «Ελατοδάσος στο βουνό Κούκος... Ο αρκουδότοπος». Α. Κ. Χατζηγάκης, Τοπωνυμικά, ό.π., σ. 143.
25 Α. Κ. Χατζηγάκης, Τ’ Ασπροποτάμο Πίνδου (Ιστορικά) Τρίκαλα 1946, σ. 37.
26 Α. Κ. Χατζηγάκης, Τ’ Ασπροποτάμο Πίνδου (Ιστορικά) ό.π., σ. 37 και Α. Κ. Χατζηγάκης, Τοπωνυμικά, ό.π., σ. 154. Το τοπωνύμιο συναντάται και στην Ανθούσα όπου υπάρχει και σχετική παράδοση για την φαντν’ α αλ τσέρπουλ (βρύση του ελαφιού). Α. Κ. Χατζηγάκης, Παραδόσεις..., ό.π., σ. 83.
27 Βλ. και Δ. Α. Αλεξίου, Η Λίπιντζα Ασπροποτάμου, Πολιτιστικός Σύλλογος Ανθούσης, 1998, σ. 24.
28 «Σαλατούρα αλ φιάτιλορ, λάκκα σπανή διάσελο... Οι αλαταργιές των κοριτσιών. ... Η παράδοση αναφέρει ότι τις αυγές, σύθαμπα ακόμα, ερχόταν δω στη σπανόλακκα, τα κορίτσια, δηλαδή οι Νεράιδες και χόρευαν, παίζοντας βιολί, νταούλια κι άλλα παράξενα όργανα». Α. Κ. Χατζηγάκης, Τοπωνυμικά, ό.π., σ. 145. Αναφέρεται σε τόπο όπου παρείχαν αλάτι στα αιγοπρόβατα.
29 Εκεί υπήρχαν συνοριακά φυλάκια κατά την περίοδο 1881-1912. Βλ. Ν. Θ. Σχινάς, ό.π., σ. 136. Βλ. Επίσης Α. Κ. Χατζηγάκης, Τοπωνυμικά, ό.π., σ. 73.
30 Σύμφωνα με προφορική μαρτυρία το 1878 ο ληστής Τσιτσιμήτσιος (ή Τσουτσομήτσιος) έστειλε μήνυμα στον τσέλιγκα του Χαλικίου Μπρίκα, με έναν τσομπάνο του, να του στείλει χρήματα. Την βραδυά εκείνη έτυχε να φιλοξενείται στο σπίτι του τσέλιγκα αρβανίτικο (οθωμανικό) στρατιωτικό απόσπασμα. Ο τσέλιγκας τους έστειλε στο μαντρί του όπου ανέμενε ο ληστής και τον σκότωσαν. Έμεινε έκτοτε το τοπωνύμιο.
31 Ν. Μαλαβάκης, «Ετυμολογημένα τοπωνύμια Νομού Τρικάλων», Τρικαλινά, τομ. 21 (2001), σ. 108.
32 «Κάτω από το βουνό Σουτοβίτσα του Χαλικιού ανοίγεται μια τεράστια σπανή εδαφική έκταση σε σχήμα σκαφιδιού, μ’ ένα ξηρόρεμα. Η έκταση αυτή χωρίζεται σε δύο μεγάλες γραφικές λάκκες, που οι Χαλικιώτες νοματίζουν Πούλιανη μάρι και Πούλιανη νίκα ήτοι μεγάλο επίπεδο μεγάλη λάκκα και μικρό επίπεδο, μικρή λάκκα. Σ. Από την ΠούλιανηΠολίτσα = κάμπος, επίπεδο, οροπέδιο. Στο μέρος αυτό οι κτηνοτρόφοι χαλικιώτες, βάζουν κάθε άνοιξη δυο μαντριά με δύο χιλιάδες πρόβατα σε κάθε λάκκα, και γλεντούν με τα βιολιά, πίνοντας κρασί. Κάθε δε παραμονή των Αϊαποστόλων, οι άλλοι κάτοικοι του χωριού μη κτηνοτρόφοι πηγαίνουν τα βιδούρια και κακάβια στα σπίτια των τσελιγκάδων που κείνοι τα παίρνουν στα μαντριά τους, για να τα γεμίσουν γιαούρτη. Το πρωί της γιορτής, τα κορίτσια του χωριού τραγουδώντας, πηγαίνουν στα μαντριά προσφέρουν πίττες στους τσιοπάνηδες και παίρνοντας τη γιαούρτη γυρίζουν στο χωριό. Κατά το έθιμο πρέπει όλο το γάλα της μέρας των Αϊαποστόλων και της άλλης μέρας (αν δεν φτάνει το πρώτο) να δίνεται απ’ τους τσελιγκάδες για την κατασκευή του γιαουρτιού, των κατοίκων που δεν έχουν πρόβατα». Α. Κ. Χατζηγάκης, Τοπωνυμικά, ό.π., σ. 129.
33 Α. Κ. Χατζηγάκης, Τοπωνυμικά, ό.π., σ. 141.
34 «Μέρος σπανό... Το μαντρί, η στάνη». Α. Κ. Χατζηγάκης, Τοπωνυμικά, ό.π., σ. 146.
35 Σύμφωνα με τον Α. Χατζηγάκη πρόκειται για παραφθορά της λέξης «καζάνι» και αναφέρεται σε μια βρύση που βγάζει πολύ νερό. «Πάνω απ’ το ψηλό Περιστέρι του Χαλικιού, ξεχύνεται σαν από καζάνι, το κατάψυχρο νερό της ομώνυμης βρύσης, που κατά την παράδοση, δεν το πίνουν ούτε τα πρόβατα, γιατί γκριζοάσπρο στοιχειό με μεγάλα λευκά σγουρλωμένα μάτια, στενόμακρα καφετιά αυτιά και πελώριο κατακόκκινο στόμα παραμονεύει, σκοτώνει και καταπίνει το ζώο που θα πλησιάσει στη βρύση για να πιει νερό». Βλ. Α. Κ. Χατζηγάκης, Παραδόσεις..., ό.π., σ. 108 και Α. Κ. Χατζηγάκης, Τοπωνυμικά, ό.π., σ. 122.
36 Με το όρος Περιστέρι που υψώνεται στα 2294 μέτρα όπως και με την περιοχή της Ρόνας συνδέεται η γνωστή παράδοση για τα τρία αδέρφια τον Άσπρο, τον Άραχθο και την Σαλαμπριά (Πηνειό) τα οποία χάνονται μεταξύ τους καθώς καθένα παίρνει μια διαφορετική κατεύθυνση. Ο Άραχθος προς την Ήπειρο, η Σαλαμπριά κυλάει ήσυχα προς τη Θεσσαλία, ενώ ο Άσπρος, αλλόφρων για τον χαμό το δύο αδερφιών του, τα αναζητά κλαίγοντας γοερά και τρέχοντας με ταχύτητα προς τα κάτω. Βλ. Α. Κ. Χατζηγάκης, Παραδόσεις..., ό.π., σ. 78. Μ. Κλιάφα, Μύθοι και θρύλοι της Θεσσαλίας, Κέδρος, Αθήνα 2006, σ. 133.
37 «Βρύση που το νερό της στριφογυρίζει...» Α. Κ. Χατζηγάκης, Τοπωνυμικά, ό.π., σ. 150. Η ελικοειδής πορεία που ακολουθεί το νερό της Βερλίγκας πριν χαθεί μέσα σε καταβόθρα δημιούργησε σχετικές παραδόσεις: Ένας δράκοντας με μορφή φιδιού δημιούργησε το αυλάκι πηγαίνοντας προς την τρύπα στην οποία χάθηκε. Σε άλλη περίπτωση το στοιχειό της λίμνης παίρνει μορφή κριού το οποίο βατεύει τις προβατίνες που βόσκουν γύρω απ’ αυτήν. Την επομένη χρονιά το κριάρι βγήκε και κάλεσε τα αρνιά που είχαν γεννηθεί. Αυτά το ακολούθησαν στην χοάνη της Δρακόλιμνης.
38 Α. Κ. Χατζηγάκης, Τοπωνυμικά, ό.π., σ. 28.
39 «Σπανό μεγάλο πετρόβουνο». Βλ. Α. Κ. Χατζηγάκης, Τοπωνυμικά, ό.π., σ. 119 και 37. Βλ. και Ν. Μαλαβάκης, ό.π., σ. 145.
40 Α. Κ. Χατζηγάκης, Τοπωνυμικά, ό.π., σ. 79.
41 Α. Κ. Χατζηγάκης, Τοπωνυμικά, ό.π., σ. 152.
42 Βρίσκεται κάτω από τον Μικρό Τράπο. «Εδώ βγαίνει ένα χορτάρι που μοιάζει σαν αγριοκρόμμυδο ή αγριοσκόρδο, το οποίο οι κάτοικοι ονοματίζουν λέορδα». Α. Κ. Χατζηγάκης, Τοπωνυμικά, ό.π., σ. 69.
43 «Σπέρναν άλλοτες εδώ κριθάρια». Α. Κ. Χατζηγάκης, Τοπωνυμικά, ό.π., σ. 152.
44 Η θέση του σημερινού οικισμού οφείλεται στην θαυματουργή εύρεση εικόνας της Αγίας Παρασκευής στην θέση της σημερινής εκκλησίας στο κέντρο του οικισμού.
45 Εκεί βρισκόταν σύμφωνα με ορισμένους κατοίκους και το νεκροταφείο ως το κτίσιμο της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου.
46 Ο παραπόταμος του Άσπρου που περνάει κάτω από το Χαλίκι. Σύμφωνα με την παράδοση ονομάστηκε έτσι από μια κυνηγημένη μαυρόγιδα που παρασύρθηκε και πνίγηκε στο ξεχειλισμένο ποτάμι όταν προσπάθησε να το διασχίσει. Όταν το ποτάμι την έβγαλε στην όχθη κανείς δεν την έθαψε και από τότε βρυκολάκιασε και τα βελάσματά της ακούγονται τις ασέληνες νύχτες μέσα στη μπόρα προκαλώντας τον φόβο. Α. Κ. Χατζηγάκης, Παραδόσεις..., ό.π., σ. 160. Βλ. και Ν. Μαλαβάκης, ό.π., σ. 116.
47 Οι βρύσες αποτελούσαν κομβικά σημεία του οικισμού με βάση τις οποίες προσδιορίζονταν και οι συνοικίες του.
48 Α. Κ. Χατζηγάκης, Τοπωνυμικά, ό.π., σ. 37.
49 Α. Κ. Χατζηγάκης, Τοπωνυμικά, ό.π., σ. 33.
50 Για την Δρακολίμνη του Χαλικίου ο Κ. Κρυστάλλης γράφει: «Η λίμνη … είνε στρογγυλή και καλείται βλαχιστί, διότι βλάχοι και περί ταύτην βιούσι, Βρίγγα (κύκλος), είτε εκ του κυκλικού της σχήματος είτε διότι το ύδωρ αυτής, το οποίον εξέρχεται επί της επιφανείας της γης από βράχου και μετά ελικοειδή ρουν σχηματίζει αυτήν, χωνεύει εν τω πυθμένι της περιστρεφόμενον. Ως προς τον τοιούτον δε ρουν και την περιστροφήν του ύδατος της λίμνης ταύτης αναφέρουσιν οι περιοικούντες, ότι ο Δράκος αυτής εξελθών εν μορφή όφεως από του βράχου, αφ’ ου εκπηδά το ύδωρ, έρπων δε επί τι διάστημα ελικοειδώς, εισήλθε πάλιν υπό την γην εις το μέρος, ένθα η λίμνη χωνεύει, δηλ. εις το μέσον αυτής, και ότι αμέσως τότε ανεπήδησαν τα ύδατα, τα οποία, ακολουθούντα τα ίχνη του Δράκου, εσχημάτισαν τον ελικοειδή ρουν των και την περιστρεφομένην Δρακολίμνην. Αλλ’ εκτός της οφειοειδούς μορφής ο Δράκος ούτος λαμβάνει και μορφήν κριού, διότι διηγούνται, ότι ενεφανίσθη ποτέ υπό τοιαύτην μορφήν και εβάτευσε το περί την λίμνην νεμόμενον ποίμνιον προβάτων. Τα πρόβατα εγέννησαν εις τα χειμάδια ωραιοτάτους αμνούς, αλλά κατά την άνοιξιν, ότε το ποίμνιον ανήλθεν εις τας θερινάς βοσκάς των βουνών, άπαντες οι αμνοί ούτοι επήδησαν εις την Δρακολίμνην του Λάκμωνος, εν η και απελιθώθησαν». Κ.Δ. Κρυστάλλης, «Τρεις Δρακολίμναι επί των κορυφών της Πίνδου», Παρνασσός, τόμ. ΙΓ΄, 1890, σ. 347-353.