Η Μηλιά ή Αμέρου, στην τοπική βλάχικη διάλεκτο, είναι ένα όμορφο, με περίσσιες φυσικές καλλονές, βλαχοχώρι της Πίνδου, κτισμένο σε υψόμετρο 1300 μέτρα. Η πλούσια παράδοσή του διατηρείται αρκετά ζωντανή σε όλες τις κοινωνικές εκδηλώσεις παρά το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια και σ’ αυτήν την απόμερη γωνιά έχει ραγδαία διεισδύσει ο σύγχρονος τρόπος ζωής. Νομαρχιακώς υπάγεται στο νομό Ιωαννίνων και, ειδικότερα, στην επαρχία Μετσόβου, έχει όμως πρόσβαση, λόγω της θέσης ( είναι χτισμένη στη συμβολή των συνόρων τριών νομών, Ιωαννίνων, Τρικάλων, Γρεβενών) στα Γρεβενά και στα Τρίκαλα. Η γεωγραφική της θέση προσδιόρισε και την ιστορική της μοίρα, μια μοίρα ταραχώδη και περιπετειώδη, όπως μπορεί κανείς να εικάσει από τις σκόρπιες ιστορικές μαρτυρίες που διασώθηκαν. Γιατί ο ένας από τους δύο φυσικούς δρόμους που ένωναν την Ήπειρο με την Μακεδονία διερχόταν από τη Μηλιά και ήταν επόμενο, σε όλες τις ιστορικές περιόδους, κυρίως όμως κατά τη νεότερη και τη σύγχρονη, μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας, η εμπορική και στρατιωτική κίνηση να είναι ιδιαιτέρως αυξημένη. Η κίνηση αυτή ανακόπηκε μεταπολεμικά, ελλείψει ασφαλτοστρωμένου αυτοκινητόδρομου, για να αυξηθεί και πάλι κατακόρυφα τα τελευταία χρόνια, γιατί, επιτέλους, η σύνδεση Ηπείρου – Μακεδονίας με την σύγχρονη Εγνατία Οδό είναι γεγονός.
Κατά την αρχαιότητα η Μηλιά υπαγόταν στην Τυμφαία χώρα δεν υπάρχει όμως μαρτυρία για την ύπαρξη οικισμού στην περιοχή ούτε διασώζονται εμφανή αρχαία μνημεία. Κατά την περίοδο της ρωμαϊκής κυριαρχίας η περιοχή απέκτησε σημαντικό ενδιαφέρον λόγω της γεωγραφικής της θέσης και εξαιτίας της στρατολόγησης των κατοίκων στις ρωμαϊκές λεγεώνες και της ίδρυσης φυλακίων στην περιοχή επήλθε ο εκλατινισμός των κατοίκων της Πίνδου που ήταν γηγενή δωρικά φύλα. Έτσι προήλθε ο βλάχικος πληθυσμός στον οποίο υπάγονται γλωσσικά και οι κάτοικοι της Μηλιάς.
Το ενδιαφέρον για την περιοχή θα ήταν σίγουρα έντονο και κατά την χιλιόχρονη βυζαντινή περίοδο, για στρατιωτικούς και εμπορικούς προφανώς λόγους. Είναι βέβαιο όμως ότι και οι Οθωμανοί κατακτητές στα νεότερα χρόνια φρόντισαν για την ασφάλεια της περιοχής και για άλλους λόγους και κυρίως για να μεταφέρονται με ασφάλεια οι φόροι από το πασαλίκι Ιωαννίνων στην Πόλη. Αψευδή μαρτύρια για του λόγου το αληθές αποτελούν τα τοπωνύμια Καζάρμα ( casa di arma ) και Ταμπούρι ( = Τάγμα ) τα οποία διασώζονται σε οχυρές θέσεις του χωριού.
Ο σημερινός οικισμός, σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες και παραδόσεις που διασώζονται κτίστηκε πριν από τον 16° αιώνα. Από τα μέσα του 16ου αιώνα μέχρι και τις αρχές του Ι9ου «η χώρα Μετσόβου» που εκτός από το Μέτσοβο περιελάμβανε και τη Μηλιά, τη Κουτσούφλιανη, το Ανήλιο, το Ανθοχώρι και το Βοτονόσι, ευνοημένη από τον αυτονομία και τα ειδικά προνόμια που της παραχώρησε η Υψηλή Πύλη προφανώς για να διασφαλιστεί η ομαλή διέλευση από τον περιοχή, διήλθε περίοδο ηρεμίας και ανάπτυξης.
Στις αρχές του 19ου αιώνα ο Αλή πασάς των Ιωαννίνων κατήργησε αρκετά από τα προνόμια της Χώρας Μετσόβου και με τις συχνές επιθέσεις του προς Μακεδονία και Θεσσαλία σκόρπιζε το φόβο και τον τρόμο. Τα τουρκαλβανικά στίφη επίσης με τις ληστρικές τους επιθέσεις λυμαίνονταν την περιοχή. Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης το 1821 πολλοί κλεφταρματωλοί είχαν τα λημέρια τους στα πυκνά και δυσπρόσιτα βουνά της Μηλιάς. Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας το 1881 στα όρη της Μηλιάς αναζητούσαν άσυλο πολλές ληστοσυμμορίες ύστερα από τις ληστρικές τους δραστηριότητες στην ελεύθερη Ελλάδα. Οι γέροντες διηγούνται πολλές ιστορίες και τραγούδια από αυτή την περίοδο.
Η Μηλιά απελευθερώθηκε το Νοέμβριο του 1912 από τον αντισυνταγματάρχη Σταμ. Μήτσα και τον εθελοντικό στρατό του. Οι Μηλιώτες έδωσαν το παρών στις εθνικές περιπέτειες του Μικρασιατικού πολέμου και του Αλβανικού Έπους. Κατά τη δεκαετία 1940 - 1950 θρήνησαν αρκετές δεκάδες θύματα. Το χωριό κάηκε τρεις φορές και οι κάτοικοι κατέφυγαν πρόσφυγες για 3 χρόνια στο Μέτσοβο, στα Ιωάννινα και τα Τρίκαλα. Όταν το 1950 επέστρεψαν, άρχισαν πάλι από την αρχή με κόπο και σκληρή δουλειά να χτίζουν τα σπίτια τους πάνω στα ερείπια. Ασχολήθηκαν στην αρχή με την κτηνοτροφία, την υλοτομία, τη βαρελοποιΐα και το αγωγιατλίκι που ήταν και οι παραδοσιακές ασχολίες τους. Από τη δεκαετία του 1970 όμως η πλειονότητα των κατοίκων του χωριού ασχολείται με την παραγωγή και το εμπόριο προϊόντων λαϊκής τέχνης. Αυτή η επαγγελματική δραστηριότητα συνέβαλε στην οικονομική ευημερία των Μηλιωτών και στην ανακοπή του μεταναστευτικού ρεύματος προς το εσωτερικό και προς το εξωτερικό που είχε αρχίσει από τη δεκαετία του 1950. Σήμερα στο χωριό κατοικούν περίπου 400 μόνιμοι κάτοικοι οι οποίοι ακόμη, κυρίως οι ηλικιωμένοι, ζουν πολύ κοντά στην παράδοση, ενώ οι απανταχού Μηλιώτες ξεπερνούν τους 2000. Στις πόλεις που κατοικούν ( Αθήνα, Γιάννενα, Τρίκαλα και Τορόντο Καναδά κυρίως ), με τη φιλοπονία που τους διακρίνει έχουν ευημερήσει και έχουν αναπτύξει πάρα πολλές πολιτιστικές δραστηριότητες μέσα από τους συλλόγους τους πάντα με αφετηρία την πλούσια παράδοση του χωριού μας. Τα καλοκαίρια οι περισσότεροι ανεβαίνουν στο χωριό και σε συνεργασία και τον τοπικό πολιτιστικό σύλλογο διοργανώνονται πολλές εκδηλώσεις.
Έκανα μια αρκετά εκτενή αναφορά στην ιστορία της Μηλιάς, γιατί πιστεύω ότι η γεωγραφική της θέση και η ιστορική της μοίρα, η περιπετειώδης και ταραχώδης που αναφέραμε στην αρχή έθεσε τη σφραγίδα της και στον πολιτισμό και στα τραγούδια και τους χορούς της.
Συνολικά τα δημοτικά τραγούδια της Μηλιάς που καταγράψαμε κατά τη δεκαετία του 1980 και δημοσιεύσαμε στο βιβλίο μας « Η Βλαχομηλιά της Πίνδου, Αμέρου» το 1987, ανέρχονται στα 120. Από αυτά τα 80 είναι ελληνόφωνα και τα 40 βλαχόφωνα. Η διγλωσσία λοιπόν είναι το πρώτο γνώρισμα των τραγουδιών της Μηλιάς.
Το δεύτερο γνώρισμα είναι η ελληνικότητά τους όσον αφορά τη φωνητική μουσική. Τα μηλιώτικα δημοτικά τραγούδια, καθώς και όλα τα βλάχικα και ελληνικά τραγούδια της Πίνδου, όπως απέδειξε πρόσφατα στη διδακτορική της διατριβή η Αθηνά Κατσανεβάκη με τίτλο «Βλαχόφωνα και Ελληνόφωνα τραγούδια της περιοχής της Βορείας Πίνδου. Ιστορική – Εθνομουσικολογική προσέγγιση: Ο Αρχαϊσμός τους και η σχέση τους με το ιστορικό υπόβαθρο», παρουσιάζουν όσον αφορά τη φωνητική μουσική έναν σπάνιο αρχαϊσμό ο οποίος, αν και παρουσιάζει στοιχεία και πρακτικές που βρίσκουμε σε πολλούς άλλους πρωτόγονους πολιτισμούς, ωστόσο χρησιμοποιεί όλο αυτό το αρχαϊκό μουσικό υλικό οργανωμένο με τέτοιο τρόπο, ώστε να παρουσιάζει για τον ευρύτερο ελληνικό χώρο και πολιτισμό συγκεκριμένο ιστορικό ενδιαφέρον. Μπορούμε λοιπόν άφοβα να τα εντάξουμε στην αρχαία μουσική παράδοση και να ανιχνεύσουμε αρχαϊκές φόρμες της αρχαιοελληνικής μουσικής παράδοσης, όπως αναφέρονται από τον Πλούταρχο. Στο τραγούδι της Πίνδου, σύμφωνα πάντα με την έρευνα της κυρίας Κατσανεβάκη,
1) εντοπίζονται εναρμόνια τετράχορδα τα οποία δημιουργούνται με παρόμοιες μελωδικές κινήσεις με αυτές που περιγράφει ο Πλούταρχος στο σύγγραμμά του «περί Μουσικής» αναφερόμενος στην εφεύρεση του εναρμονίου γένους από τον Όλυμπο,
2) φαίνεται να υπάρχει μία βαθύτερη γενετική σχέση ανάμεσα στο σπονδειασμό και στη δημιουργία του επτάχορδου συστήματος,
3) επιβιώνουν στο τραγούδι της βόρειας Πίνδου τόσο η Δώρια αρμονία, η οποία επέδρασε και στη βυζαντινή μουσική, όσο και η Φρύγια και
4) ανιχνεύεται η ύπαρξη μουσικού μετρικού υποστρώματος στις μελωδίες ελευθέρου ρυθμού κλέφτικων τραγουδιών που συγγενεύει με τον ομηρικό δακτυλικό εξάμετρο.
Όσον αφορά τώρα στη μορφή και στο περιεχόμενό τους, όπως και σε όλα τα δημοτικά τραγούδια, έτσι και στα μηλιώτικα τα θέματα είναι τα ίδια: η χαρά και η λύπη, η αγάπη και η ξενιτιά, τα κατορθώματα των κλεφταρματολών, η σάτιρα, η αγροτική, η κτηνοτροφική και η θρησκευτική ζωή κ. ά. Ίδια είναι και η γλωσσική μορφή τους: λιτή και ακέραιη, δωρική, χωρίς περιττολογίες. Τα μέτρα είναι ιαμβικά και τροχαϊκά.
Για την προέλευσή τους μπορούμε με σιγουριά να πούμε — κι αυτό συμβαίνει συνήθως σε όλα τα χωριά — ότι πολύ λίγα τραγούδια προέρχονται από τον ιστορικό και κοινωνικό βίο της Μηλιάς Τα πιο πολλά είτε τα έφεραν οι διάφορες προσφυγικές οικογένειες, οι οποίες κατά καιρούς κατέφυγαν στη Μηλιά, τον 18ο και 19ο κυρίως αιώνα είτε οι πλανόδιοι μικροπωλητές που έρχονταν σε επαφή με τις κοντινές περιοχές της Μακεδονίας, της Ηπείρου και της Θεσσαλίας. Αυτό όμως που έχει σημασία στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι όλα τα τραγούδια που εισήλθαν από τις γύρω περιοχές αφομοιώθηκαν και προσαρμόστηκαν στο ντόπιο ηχό από τους ταλαντούχους λαϊκούς τραγουδιστάδες, έτσι που να εκφράζουν και να ανταποκρίνονται στο συναισθηματικό κόσμο όλων των κατοίκων του χωριού. Από αυτή την άποψη όλα τα τραγούδια που καταγράφουμε στη συλλογή μας είναι ντόπια.
Τα πιο πολλά τραγούδια αναμφισβήτητα εισήλθαν στη Μηλιά από το Μέτσοβο. Το Μέτσοβο στα χρόνια της Τουρκοκρατίας γνώρισε πνευματική και καλλιτεχνική ανάπτυξη και ως διοικητικό κέντρο της «χώρας Μετσόβου» ασκούσε πολιτιστική επίδραση σε όλα τα γύρω χωριά. Ειδικά στη Μηλιά που δεν είχε δικούς της οργανοπαίχτες και έπαιρνε μετσοβίτες, η μετσοβίτικη μουσική παράδοση διοχετεύτηκε ακώλυτα. Και τα μετσοβίτικα τραγούδια όμως προσαρμόστηκαν και στον ηχό και στην προφορά στα μηλιώτικα δεδομένα. Πρέπει να τονίσουμε ότι το βλάχικο ιδίωμα της Μηλιάς διαφέρει αρκετά τόσο στην προφορά όσο και στο λεξιλόγιο από το αντίστοιχο του Μετσόβου και των γειτονικών χωριών.
Τα τραγούδια που συγκεντρώσαμε τα κατατάξαμε σε κατηγορίες, ανάλογα με τα θέματά τους, σύμφωνα με την κατάταξη που προτείνει ο Δημήτριος Λουκάτος στο βιβλίο του «Εισαγωγή στην Ελληνική Λαογραφία» Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 1978, β’ έκδοση σελ.. 93 - 95. Επίσης τα χωρίσαμε ανάλογα με τη γλώσσα τους σε ελληνικά και σε βλάχικα.
Κρίνοντας με βάση το λεξιλογικό, το γλωσσολογικό και το φωνολογικό υπόβαθρο των τραγουδιών αλλά και ακούγοντας και παρατηρώντας για παραπάνω από 20 χρόνια ως μουσικός τα τραγούδια όλων των γειτονικών χωριών καταλήξαμε – υποθετικά πάντα – στο συμπέρασμα ότι γύρω στα 30 τραγούδια, τα μισά ελληνόφωνα και τα μισά βλαχόφωνα πρέπει να δημιουργήθηκαν στη Μηλιά από τους ντόπιους ανώνυμους αοιδούς.
Όσον αφορά τους χορούς της Μηλιάς τώρα έχουμε να πούμε τα εξής. Όπως και τα τραγούδια της, έτσι και οι χοροί της δεν διαφέρουν πολύ από τους ελληνικούς και είναι οργανικό τμήμα της ηπειρώτικης χορευτικής παράδοσης. Συναντάμε και στη Μηλιά όλα τα γνωστά είδη των χορών ( το συρτό, τον τσάμικο, τους ηπειρώτικους ) και χορεύονται σχεδόν το ίδιο με κάποιες μικρές διαφορές.
Εκείνοι οι χοροί που είναι εντελώς διαφορετικοί και χορεύονται μόνο στη Μηλιά, στο Μέτσοβο και στα γύρω χωριά είναι οι συγκαθιστοί. Συγκαθιστοί χοροί βέβαια απαντούν και σε άλλες περιοχές της χώρας μας, αλλά διαφέρουν πολύ από τους μηλιώτικους.
Οι συγκαθιστοί χοροί της περιοχής Μετσόβου είναι αργοί και έχουν μια σπάνια λεβεντιά και αρχοντιά. Χορεύονται ή αντικρυστά ή κυκλικά. Όλα τα γλέντια και οι χαρές αρχίζουν με αυτούς τους χορούς οι οποίοι έχουν και πάρα πολλά γυρίσματα με συνεχώς επιταχυνόμενο ρυθμό. Οι μεγαλύτεροι στην ηλικία όμως τους προτιμούν και ως ατομικό χορό και τους χορεύουν κυκλικά, μπροστά οι γυναίκες και πίσω οι άντρες. Δυστυχώς η έρευνα δεν έχει ασχοληθεί ακόμα με αυτούς του όμορφους χορούς και έτσι δεν είμαστε σε θέση να αναφέρουμε άλλα πιο λεπτομερή στοιχεία.
Τελειώνοντας αυτή τη σύντομη αναφορά στη μουσικοχορευτική παράδοση της Μηλιάς και υποσχόμενοι ότι στο μέλλον θα ασχοληθούμε πιο διεξοδικά και πιο εμπεριστατωμένα με το θέμα θα σας αναφέρω 12 μηλιώτικα βλάχικα τραγούδια και θα απαγγείλω τα πιο όμορφα κατά τη γνώμη μου, τα οπoία αμέσως μετά θα τα χορέψει η χορευτική ομάδα του χωριού.
1) Budica
2) Pîdurarlu
2) Fiatâ mori musiatâ
3) Ma di cu nica ni ti astiptamu
4) Frintzâ viarnte di sikara
5) Ma tsi ni ts fetsu mori muma ni
6) Vinie uara tî futz;ire
7) Al Gusiu
8) Muma ku xilia
9) Piunelu
10) Mirînesculu( Nu sti arînte fiatâ msiatâ )
11) Tora ni tsî plîntzi mori Muma ni
ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΜΗΛΙΩΤΙΚΗ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ
ΦΟΡΕΜΑ: Πολύπτυχο, μακρύ ρούχο, που το άνοιγμα φθάνει μέχρι τη μέση, αφήνοντας ακάλυπτο το στήθος, για να φαίνεται το χρυσοκέντητο μέρος από το γιλέκι. Έχει μακρυά μανίκια που φτάνουν μέχρι τα δάκτυλα. Είναι συνήθως βελούδινα ή από σιφόν για τις νιόπαντρες και κλαδωτά, στόφας και ατλάζια για τις μεσόκοπες και μάλλινο (αμιρινό) μαύρο ή μπλε χωρίς κεντήματα για τις γριές. Το βελούδινο φόρεμα είναι κεντημένο με ουτουρά, το σιφόν με χρυσό και τα κλαδωτά (Φλουρινάτα) έχουν ουτουρά, και κατωφεδάκι γύρω στους 30 πόντους. Τα ατλάζια επίσης κεντιούνται όπως τα φλουρινάτα, αλλά μπορούν να κεντηθούν στον ποδόγυρο, και με ουτουρά. Είναι μονόχρωμα και φοριούνται από γυναίκες μέσης ηλικίας σαν δεύτερη φορεσιά. Εκτός από τον ποδόγυρο, το φόρεμα είναι κεντημένο στα μανίκια γύρω από το άνοιγμα του στήθους, δεξιά και αριστερά στο κάτω μέρος του θώρακα.
ΓΙΛΕΚΙ: Έχει μπούστο από σατέν καλής ποιότητας και ατλάζι μαύρο. Το πανωκόρμι και το μισό μανίκι από τον αγκώνα και πάνω αποτελείται από ύφασμα δεύτερης ποιότητας. Τα μανίκια από τον αγκώνα και κάτω είναι από σατέν, ατλάζι, βελούδο ή κλαδωτό, ανάλογα με το φόρεμα για να δημιουργήσει αντίθεση. Το γιορτινό είναι και στη γλώσσα από τα μανίκια κεντημένο με χρυσό.Το καλύτερο σχέδιο είναι η ΣΤΑΦΥΛΙΑ (ΑΓΙΤΙΑ).
ΠΟΔΙΑ: Κεντιέται σε καλό μαύρο σατέν ύφασμα. Μέχρι πριν λίγα χρόνια, όλες τις ποδιές τις κεντούσαν με ωραία λουλούδια. Ελάχιστες ήταν κεντημένες με χρυσό. Σήμερα οι καλές ποδιές και, κυρίως, οι νυφιάτικες είναι κεντημένες με χρυσό.
ΚΕΦΑΛΟΔΕΣΜΟΣ: Τριγωνικό μεταξωτό μαντήλι, μαύρο, πλεγμένο γύρω-γύρω με δαντέλλα, το οποίο στερεώνουν με φιόγκο στο κεφάλι και σειρά από φλουριά. Για να στερεωθεί καλά το μαντήλι βάζουν στο κεφάλι ένα είδος κορδέλας (τσουράπε) που τυλίγει τα μαλλιά πλεγμένα σε δύοκοτσίδες.
ΦΛΟΚΑΤΑ (ΣΑΡΙΚΑ): Είναι μαύρη από μάλλινο υφαντό ύφασμα. Είναι στολισμένη στις παρυφές με κόκκινη τσόχα Αυτό είναι διακριτικό γνώρισμα που παραχωρήθηκε από τον Σουλτάνο τον ΙΖ' αιώνα στους κατοίκους της χώρας Μετσόβου για να διακρίνονται από τους υποτελείς, και να γίνονται σεβαστοί.
ΖΩΝΗ( ΠΛΟΤΣ): Είναι ασημένια ή συρμάτινη επάργυρη. Στο μπροστινό μέρος έχει μια πόρπη πολυσκαλισμένη και το δέσιμο της ζώνης αποτελείται από μικρά ασημένια ή συρμάτινα σκαλιστά κομμάτια.
Πουρνάρας Στέργιος φιλόλογος – μουσικός
Η Βλαχομηλιά της Πίνδου και τα τραγούδια της
6o Σεμινάριο Λαογραφίας και Βλάχικων Παραδοσιακών Χορών, Ξάνθη, 25-26 Σεπτεμβρίου 2004