Ο χορός, όπως και κάθε άλλο υλικό ή άυλο δημιούργημα τού ανθρώπινου νου, θα υποστεί νομοτελειακά τις επιδράσεις τού εκάστοτε περιβάλλοντος, μέσα στα πλαίσια τού οποίου είναι υποχρεωμένο να δρα, είτε αυτό ανήκει στον υλικό φυσικό κόσμο, είτε στο άυλο σύμπαν των περιρρεουσών, την κάθε κοινωνική συγκρότηση και κάθε κοινωνικό μόρφωμα, ιδεών.
Όσο και εάν δυσκολευόμαστε, ακόμη και σήμερα, να αποδεχθούμε τις θεωρήσεις αυτές, κυρίως γιατί στην χώρα μας η δημόσια κατανόηση της επιστήμης χωλαίνει απελπιστικά, όλες οι ιδέες και γενικότερα όλα ανεξαιρέτως τα άυλα παράγωγα της νόησης και της σκέψης μας, υπόκεινται στην δράση των νόμων και των διαδικασιών της Εξέλιξης.
Η ιλιγγιώδης πρόοδος, η οποία έχει συντελεσθεί τα τελευταία χρόνια στην κατανόηση των εγκεφαλικών λειτουργιών και τού συμπλέγματος της νοόσφαιρας, τού τρόπου σκέψεως μας και των διαδικασιών νοητικής ανάδρασης με το εκάστοτε περιβάλλον μας, είτε αυτό προσδιορίζεται ως υλικό, είτε ως άυλο, έχει διευρύνει τον ορίζοντα και την δυνατότητα ερμηνείας της παραγωγής της σκέψης και των ιδεών.
Γνωρίζουμε σήμερα ότι όλες οι πολιτισμικές ιδέες εμφανίζουν μίαν σπονδυλωτή διάρθρωση, η οποία υπόκειται στην αναπόφευκτη επίδραση των πάσης φύσεως περιβαλλοντικών παραμέτρων. Θα μπορούσε κανείς να παρομοιάσει μία ιδέα ως ένα άτομο, με την έννοια την οποία το προσδιορίζει η Φυσικοχημεία. Το άτομο αποτελεί την μικρότερη, συγκροτημένη σπονδυλωτά, μονάδα έκφρασης της ύλης, όπως περίπου την νόησε ο Δημόκριτος. Γνωρίζουμε επίσης ότι το άτομο αποτελείται από τον πυρήνα και μία πληθώρα άλλων υποστοιχειωδών σωματιδίων. Κάθε αλλαγή στην δομή του, δηλαδή στον αριθμό των υπομονάδων, τα οποία το απαρτίζουν, δημιουργεί μία διαφορετική έκφραση της ύλης, δηλαδή κάτι καινούργιο.
Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τις ιδέες. Μία ιδέα είναι και αυτή σπονδυλωτά διαρθρωμένη, αποτελείται από υπομονάδες εννοιολογικού περιεχομένου και κάθε αλλαγή τους θα δημιουργήσει μία νέα ιδέα, περισσότερο ή λιγότερο συμβατή με την αρχική. Οι μηχανισμοί, οι οποίοι διέπουν τις διεργασίες αυτές είναι οι ίδιοι εξελικτικοί μηχανισμοί, οι οποίοι δρουν στον φυσικό, υλικό κόσμο. Έτσι μία ιδέα μπορεί να συζευχθεί με μία άλλη, να αναπαραχθεί, σύμφωνα με τούς νόμους της κληρονομικότητας, να υποστεί μετάλλαξη, να προσαρμοσθεί σε ένα νέο και συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον ιδεών, ή να πεθάνει, να αποσυντεθεί και να εξαφανισθεί ως αυτόνομη οντότητα. Ακόμη και στην περίπτωση αυτή τα στοιχεία της, οι υπομονάδες, οι οποίες την απαρτίζουν, δεν θα εξαφανισθούν, αλλά θα απορροφηθούν και θα μετουσιωθούν ποικιλότροπα σε άλλες ιδέες. Ο κύκλος ζωής των ιδεών δεν διαφέρει σε τίποτε από τον κύκλο ζωής τού φυσικού κόσμου.
Κατ’ αντιστοιχία προς το γονίδιο, έχει προταθεί για αυτήν την στοιχειώδη πολιτισμική μονάδα ο ατυχής επανελληνοποιημένος όρος μιμίδιο.
Εύλογα θα αναρωτηθεί κανείς, εάν όντως υφίσταται το μιμίδιο τού χορού, δηλαδή μία στοιχειώδης πολιτισμική μονάδα η οποία είναι λειτουργικά υπεύθυνη και καθορίζει την όλη διαδικασία. Η απάντηση είναι διπλά καταφατική και μάλιστα παρατηρούμε στην περίπτωση αυτή έναν ιδανικό συνδυασμό βιολογικών και πολιτισμικών στοιχείων και παραμέτρων.
Τι είναι λοιπόν ο χορός? Γενικά κάθε κίνηση τού ανθρώπινου σώματος, η οποία είτε χρησιμοποιείται ως μορφή έκφρασης διαφόρων συναισθηματικών καταστάσεων είτε χρησιμοποιείται στα πλαίσια κοινωνικών, θρησκευτικών ή άλλων τελετουργικών δρωμένων. Ουσιαστικά ο χορός δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία σύνθετη μορφή της γλώσσας τού σώματος και ανήκει στην κατηγορία των μη λεκτικών μορφών επικοινωνίας μεταξύ ανθρώπων. Η μορφή αυτή της επικοινωνίας παρατηρείται και μεταξύ των ζώων, τόσο των κοινωνικά οργανωμένων, π.χ. ο χορός των μελισσών, όσο και των μοναχικών, όπως π.χ. ο χορός της αναπαραγωγής σε ορισμένα ήδη πτηνών.
Το ποια λειτουργική διαδικασία θα χαρακτηρισθεί ως χορός, εξαρτάται από τους εκάστοτε ισχύοντες κοινωνικούς, πολιτισμικούς, αισθητικούς, καλλιτεχνικούς και ηθικούς κανόνες και παραμέτρους κάθε κοινωνίας, οι οποίοι όμως δεν παραμένουν σταθεροί στην πορεία τού χρόνου. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την δημιουργία διαφορετικών συστημάτων προσδιορισμού και ταξινόμησης των δραστηριοτήτων τού χορού, εξαρτώμενα από την γεω-πολιτισμική περιοχή.
Είναι προφανές ότι πολλά είδη χορού, ιδίως των προϊστορικών χρόνων και έως την αναγέννηση, έχουν οριστικά εξαφανισθεί, χωρίς να αφήσουν ίχνη, σε ελάχιστες περιπτώσεις έχουν διασωθεί μόνο τα ονόματά τους και σπαράγματα μόνον κάποιων εθνογραφικών πληροφοριών. Εάν μάλιστα ο καθηγητής των μαθηματικών τού 15ου αιώνα Jehande Tabourot δεν είχε την φαεινή ιδέα να εκδώσει ένα εγχειρίδιο χορού, την Ορχηστογραφία, πολλές από τις πρώιμες μορφές χορών της Δυτικής Ευρώπης, θα είχαν παραμείνει άγνωστες.
Μετά τη σύντομη και ανεπαρκή αυτή εισαγωγή, θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε κοινωνιοβιολογικά το φαινόμενο τού χορού.
Ο χορός, όπως και η μουσική, έχουν τις ρίζες τους στην παλαιολιθική εποχή, μία περίοδο της ανθρώπινης ιστορίας στην οποία τίθενται οι βάσεις και οι αρχές των πολιτισμικών αγαθών της σημερινής μας ζωής.
Ο ρυθμός και ο ήχος είναι παράγωγα της κίνησης και αντίστροφα η μουσική μπορεί να παραγάγει κίνηση. Η μουσική και η κίνηση βρίσκονται σε σχέση αλληλεξάρτησης, σε μία σχέση συμβίωσης, η οποία είναι εντονότερη στις παλιότερες εποχές. Κατόπιν θα αρχίσει η φυσιολογική ανεξαρτητοποίηση και εξειδίκευση των συμβαλλομένων μερών και σήμερα θα την παρατηρήσουμε μόνο στο μπαλέτο και στους εθνικούς χορούς.
Ο ρυθμός είναι μία κατάσταση ρήξης και αναδιοργάνωσης, δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηρίξει κανείς ότι αποτελεί μία εγγενή ιδιότητα της ύλης αυτής καθ’ εαυτής. Μπορούμε να τον προσομοιάσουμε ως αιθέρα, ο οποίος ρέει μέσα στον άνθρωπο και μεταξύ των ανθρώπων. Οι περισσότερες φιλοσοφικές ή μουσικολογικές θεωρίες αποδέχονται μία οντολογική διχοτομία της φύσης του ρυθμού. Η μία πλευρά της οντότητάς του εκφράζει μία μηχανική και διακεκομμένη επανάληψη ενοτήτων, οι οποίες υπάγονται στους κανόνες των φυσικών νόμων, όπως ακριβώς διατυπώνεται στην θεωρία τού Πλάτωνα για τον ρυθμό, και η άλλη εκφράζει μία οργανική, ανεξέλεγκτη και διαρκώς περιρρέουσα κατάσταση τού φυσικού κόσμου.
Ο ρυθμός αποδιοργανώνει την γραμμική κίνηση τού σώματος και αδρανοποιεί την αισθητηριακή του πρόσληψη, για να τις αναδιοργανώσει με τούς δικούς του κανόνες. Θα δράσει σε τρία επίπεδα:
- στο βιοφυσικό, με επίκεντρο την βιολογική, ανατομική και αισθητηριακή πρόσληψη τού ήχου.
- στο πολιτισμικό, με επίκεντρο την ενσωμάτωση του στο ιδιαίτερο κοινωνικό και γεωγραφικό περιβάλλον.
- στο τεχνικό, με επίκεντρο τούς τρόπους παραγωγής τού ήχου.
Η περιοδική επανάληψη ρυθμικών ενοτήτων, έχει ως αποτέλεσμα την δημιουργία ενός νέου κώδικα συμπεριφοράς, ο οποίος θα επιτρέψει την πρόσκαιρη χειραγώγηση τού σώματος και των κινήσεών του.
Η εισβολή τού ρυθμού στην οντότητα προκαλεί συνεχή μεταβολή και παραλλαγή των επί μέρους κινήσεων, μεταμορφώνοντας τον χορό από μία ελεγχόμενη κίνηση τού σώματος σε μία απρόβλεπτη έκρηξη παραλλαγών κινήσεων και χειρονομιών. Το σώμα εγκαταλείπει την συνήθη θέση του μέσα στον χώρο, η ακολουθία και ο συντονισμός των κινήσεων και των βημάτων χάνουν την συνήθη λογική τάξη τους, προκαλώντας έναν γενικό αποπροσανατολισμό των αισθητηριακών και κινητικών ικανοτήτων και ακολουθιών, επιτρέποντας απρόβλεπτες και άθελες. Το σώμα αποδρά από την λογική της οργάνωσης και τού εγγενούς προτύπου, πραγματοποιώντας μία σειρά συνεχών μεταμορφώσεων, αυτοσχηματισμών και απο-σχηματισμών, κατά μήκος της πορείας μίας ακολουθίας συνεχών μεταβολών και παραλλάξεων.
Δια μέσου τού ρυθμού, ο χορός αποσυνθέτει το κρατούν σύστημα επιβολής δύναμης και κυριαρχίας και το μετουσιώνει σε έκφραση και επικοινωνία φυσικής δύναμης και σε όργανο κοινωνικού ελέγχου.
Η μετατροπή και μετάβαση τού ρυθμού από την μορφή τού ηχητικού κύματος στην σωματική κίνηση, μάς επιτρέπει να παρατηρήσουμε πως, η εκτέλεση αυτής της κίνησης, οργανώνεται πολιτισμικά από τις διάφορες κοινωνικές ομάδες. Στην κοινωνική του διάσταση, ο χορός προσδιορίζεται από την κίνηση ενός συλλογικού σώματος, μίας ομάδος, σύμφωνα με έναν κοινά αποδεκτό ρυθμό. με εξελικτικούς όρους, αυτή η δραστηριότητα συμβάλει στην ομογενοποίηση της ομάδος και ο χορός καθίσταται το μέσον, το οποίο θα επιτρέψει την ολοκλήρωση και σταθεροποίηση της πολιτισμικής συνοχής της.
Αναλύοντας την διαδικασία αυτή, θα διαπιστώσουμε ότι, στο φυσικό και στο ανατομικό επίπεδο, οργανώνεται ένα σύστημα κωδικοποιημένων χειρονομιών, κινήσεων και βηματισμών, το οποίο σχηματοποιεί και εκφράζει το παραδοσιακό πρότυπο συμπεριφοράς των διαφόρων εθνικών ομάδων.
Στό επίπεδο αυτό η φυσική οργάνωση τού σώματος τού χορευτή μετατρέπεται σε ένα εργαλείο παραγωγής γραμμικά συντεταγμένων ακολουθιών μιμιδιακών κινήσεων, δηλαδή πολιτισμικών ενοτήτων πληροφοριών, οι οποίες εκφράζουν πρότυπα συμπεριφοράς και (κατα)νόησης. Τα πρότυπα αυτά αντιγράφονται και μεταφέρονται από την μνήμη τού ενός ατόμου στο άλλο. Συνήθειες και παραδόσεις, όπως π.χ. ο βηματισμός ενός χορού, εκφράζονται ως ανεξάρτητες οντότητες σε συμβιωτική σχέση με τούς διάφορους ανθρώπινους πολιτισμούς, αυτο-αναπαραγώμενες στους ανθρώπους ξενιστές, επηρεάζοντας με τόν τρόπο αυτόν την συμπεριφορά τους.
Σύμφωνα με το μιμιδιακό μοντέλο, η κοινωνική και πολιτισμική εξέλιξη ακολουθούν και δρούν με τούς ίδιους κανόνες της βιολογικής εξέλιξης. το σύστημα της γραμμικής μιμιδιακής και γνωστικής επικοινωνίας μεταξύ των γενεών της ίδιας ομάδος, διά μέσου ενός μηχανισμού κάθετης μετάδοσης, έχει ως αποτέλεσμα την δημιουργία, με την πάροδο τού χρόνου, μίας ειδικής εθνικής παράδοσης, όπως π.χ. παρατηρούμε στον βηματισμό ενός χορού.
Μέ την πρόοδο όμως της δυνατότητας επικοινωνίας μεταξύ των ανθρωπίνων ομάδων, είναι νομοτελειακά αναπόφευκτη η οριζόντια μετάδοση των ρυθμών και ο επηρεασμός, η μόλυνση, και η μεταλλαγή, τού παραδοσιακού κάθετου τρόπου επικοινωνίας και μετάδοσης των μιμιδίων, ιδίως με τις τεχνολογικές δυνατότητες της εποχής μας. Η αναπόφευκτη μόλυνση και μεταλλαγή των μιμιδίων, ήταν ιδιαίτερα ενεργή από παλιά στην περιοχή της Μεσογείου, σήμερα έχει γίνει παγκόσμιο φαινόμενο.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η οριζόντια εξάπλωση τού μεσοανατολικού ρυθμού, η οποία επηρέασε την κάθετη μετάδοση από γενιά σε γενιά των παραδοσιακών ρυθμών τού γεωγραφικού μας χώρου, δηλαδή το μεσοανατολικό μιμίδιο μόλυνε το παραδοσιακό μας, διακόπτοντας την κληρονομική μετάδοσή του σε ορισμένες περιοχές, ή επηρέασε και τροποποίησε τον παραδοσιακό ρυθμό του, με αποτέλεσμα την παραγωγή, αποδοχή και μετάδοση υβριδικών μιμιδίων. Έτσι σήμερα ακούει κανείς δημοτικά τραγούδια με χροιά σκυλάδικου, ή μάταια τα αναζητεί στην καθημερινότητα των πόλεων, όπου η υποκατάσταση είναι πλήρης.
Ανάλογα παραδείγματα έχουμε και στους βηματισμούς των χορών, οι οποίοι επηρεάσθηκαν από περίτεχνα χορεογραφικά στοιχεία, παντελώς ξένα προς την παράδοση μας.
Τα σημεία των καιρών είναι αποθαρρυντικά και είναι χρέος όλων μας να αντισταθούμε στην οριζόντια εισβολή των ξένων στοιχείων.
Ξηροτύρης Νικόλαος
καθηγητής Ιστορίας και Εθνολογίας Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης
8ο Συμπόσιο Ιστορίας, Λαογραφίας, Βλάχικης Παραδοσιακής Μουσικής και Χορών,
Λιβάδι Ολύμπου, 26-27 Μαΐου 2006