Οι Βλάχοι της Ανατολικής Μακεδονίας

Βλάχες απο την Προσοτσάνη ΔράμαςΙστορικά Στοιχεία
Οι Βλάχοι ( Αρμ’νλοι ) της Αν. Μακεδονίας έλκουν την καταγωγή τους από όλο τον μητροπολιτικό χώρο – κοιτίδα των βλάχικων πληθυσμών, τα όρια του οποίου συμπίπτουν με τα όρια του ευρύτερου Ελλαδικού χώρου. Ο χώρος αυτός καθορίζεται από την οροσειρά της Πίνδου, τον ορεινό όγκο του Γράμμου και την περιοχή γύρω και κάτω από την Μοσχόπολη. Θα πρέπει όμως να προϋπήρχαν μικροί θύλακες Βλάχων, κυρίως στον ορεινό χώρο του Όρβηλου αφού και σήμερα ακόμη έντονη είναι η πεποίθηση ότι «εμείς οι Βλάχοι πάμε εκεί που έχει δικούς μας».Την παλαιότερη αυτή ύπαρξη υποστηρίζουν και ερευνητές που μιλούν για εκσλαβισμό Βλάχων της Περιοχής Υπάρχει επίσης η αναφορά από τον Βυζαντινό χρονογράφο Ι.Σκυλίτση και κατόπιν από τον Γ. Δενρινό στα 1014 για το τοπωνύμιο «Κίμβα(ς) Λόγγος» στην τοποθεσία κλειδί της Κρέσνας κατά την εξιστόρηση των μαχών του Βασιλείου Β΄ με τον Σαμουήλ . Η ονομασία αυτή προέρχεται από το Λατινικό campus longus ( αγρός μακρύς ) ή λούγκου κ’μπου στα Βλάχικα.

 

 

Κύριες αιτίες για την μετανάστευση των Βλάχων από τις κοιτίδες τους ήταν:
α) ο υπερπληθυσμός και η στενότητα του χώρου (βοσκοτόπια).
β) η σταδιακή απώλεια αρματολικιών και η ζηλοφθονία για τον πλούτο τους από τους εξισλαμισθέντες Αλβανούς .
γ) η απώλεια των προνομίων της Βαλιντέ Σουλτάνας και οι διώξεις κατά τους χρόνους του Αλή Πασά
δ) η αντιπαλότητα του Ισμαήλ μπέη των Σερρών με τον Αλή Πασά και η ευνοϊκή του μεταχείριση προς τους νεοαφιχθέντες
ε) η αποτυχία επαναστατικών κινημάτων στα οποία συμμετείχαν ενεργά όπως του Διονυσίου του Οικονόμου (Μητροπολίτου Τρίκκης και Σταγών) στις αρχές του 17ου αιώνα, τα Ορλοφικά ( 1770 ), η επανάσταση του 1821 και τα μετεπαναστατικά κινήματα του 1854 και 1865 στη Θεσσαλία, Δυτική Μακεδονία και Ήπειρο.
Έτσι στον χώρο της Αν. Μακεδονίας εγκαταστάθηκαν κυρίως Βλάχοι Αβδελιάτες από την Αβδέλλα Γρεβενών, Γραμμουστιάνοι από την Γράμμουστα Ν. Καστοριάς, Μοσχοπολιάνοι από την Μοσχόπολη Β. Ηπείρου, Μότσιανοι από την περιοχή του Ασπροποτάμου Τρικάλων, Νεβεστιάνοι από το Νυμφαίο Φλώρινας, Μπαϊσιώτες από την Βωβούσα και άλλα Βλαχοζαγοροχώρια των Ιωαννίνων, Μπλατσιώτες από την Βλάστη Κοζάνης, Ντενισκιώτες από την Αετομηλίτσα Γράμμου , Σαμαριναίοι , Μετσοβιάνοι από Μέτσοβο και Μαλακάσι, καθώς επίσης Κοκκινοπλίτες και Λιβαδιώτες από τον Όλυμπο.
Από τους παραπάνω οι Μοσχοπολιάνοι, Νεβεστιάνοι και Μπλατσιώτες ήδη από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα εγκαθίστανται και ιδρύουν μεγάλους εμπορικούς οίκους σε στρατηγικά σημεία – περάσματα της Αν. Μακεδονίας, όπως: Άνω Πορόϊα, Σέρρες, Προσωτσάνη, Δράμα, Καβάλα, Νιγρίτα και Πράβι.
Με την πάροδο του χρόνου γίνονται πυρήνας της αστικής τάξης και χάνουν τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά τους.
Στα Σέρρας ιδρύουν σπουδαίους εμπορικούς οίκους οι αφοι Τζαρτζούλη από το Μέτσοβο, οι οικογένειες Σίνα από Μοσχόπολη, Δούμπα από Μπλάτσι, Κασομούλη από Πισοδέρι όπως και άλλοι .
Εξάγουν αγροτικά προϊόντα, κυρίως βαμβάκι και καπνό , προς τις Χώρες της Κεντρικής Ευρώπης και πολλοί από αυτούς εγκαθίστανται σ’ αυτές .
Οι Μπαϊσιώτες φτάνουν στην περιοχή σε δύο κύματα :α) πριν το 1820 φθάνοντας ως την Πέστερα της Ροδόπης και β) μετά το 1840 στα χωριά Ράμνα, Αχλαδοχώρι, Άγγιστρο, Πέτροβο Σερρών όπου και ασχολούνται κατά βάση με το επάγγελμα του κυρατζή-μεταφορέα (αγωγιάτης).
Οι Ολύμπιοι μαζί με τους προαναφερθέντες Βλάχους κατορθώνουν να διευρύνουν το ρόλο της Τζουμαγιάς (Ηράκλειας) με 10 000 κατοίκους, αναβαθμίζοντας το «χάνι» της σε σπουδαίο κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου. Το τίμημα της εμπορικής τους προόδου και της αστικοποίησής τους ήταν η απώλεια των παραδόσεών τους.
Οι κτηνοτρόφοι Ντενισκιώτες που έφτασαν στην περιοχή της Νιγρίτας εγκατέλειψαν σταδιακά το παραδοσιακό τους επάγγελμα και ασχολήθηκαν με το εμπόριο. Άλλωστε η αστική τάξη της Νιγρίτας προήλθε από Μοσχοπολίτες, Σιπισκιώτες και έποικους, δύο δε χιλιάδες οικογένειες από αυτούς κατέληξαν στην περιοχή των Σερρών όταν περί τα 1767-1770 καταστράφηκαν οι γενέτειρές των.
Στην Χρυσούπολη Καβάλας και Αλιστράτη Σερρών μετοικούν Βλάχοι από Λάϊστα και Ηλιοχώρι Αν. Ζαγορίου που σήμερα μόλις συγκρατούν την μακρινή τους Ηπειρώτικη καταγωγή.
Οι Αβδελλιώτες, Γραμμουστιάνοι αλλά και οι λίγοι σήμερα Μότσιανοι αποτελούν πλέον μία ενιαία πολιτισμική ομάδα, την πιο ενδιαφέρουσα από πλευράς πολιτιστικής κληρονομιάς. Ήρθαν στην περιοχή διωγμένοι από τον Αλή Πασά κατά κύματα στα τέλη του 18ου αιώνα, στα 1810 και 1820. Μετά από πολύχρονη περιπλάνηση στον Μακεδονικό χώρο, εγκαθίστανται τελικά στα χωριά Άνω Πορόϊα, Ράμνα (το μοναδικό με αμιγές Βλαχόφωνο πληθυσμό τον 19ου αιώνα), Λιπόσιοι του Μπέλες και Βαρβάρα στην Αρναία Χαλκιδικής.
Αργότερα περνούν τον Στρυμόνα και σκορπίζουν με τα ποίμνιά τους στα όρη Βροντούς (Λαϊλιάς), Μενοίκιο (Μπόζνταγκ), Πιρίν (Όρβηλος) και Παγγαίο.
Εκεί είτε ενισχύουν είτε ιδρύουν πληθυσμιακά αρκετά ορεινά χωριά όπως Χιονοχώρι, Ραχοβίτσα, Ελαιώνας, Στάρτιστα (Καπνόφυτο), Ζίχνη, Μικρόπολη, Περιθώρι. Ιδρύουν θερινούς κτηνοτροφικούς οικισμούς, όπως τα βλάχικα καλύβια στον Λαϊλιά, Παπά Τσαϊρ, Λόποβα, Σιάτρα στο Πιρίν, Καρά Τάσι στο Τσιγγέλι.
Σε κάποια από τα παραπάνω μέρη βρήκαν οικογένειες Μότσιανων (Ασπροποταμίτες ) που εγκαταστάθηκαν εκεί μετά το κίνημα του 1600.
Εν κατακλείδι οι Βλάχοι που από τα 1600 κατοικούν στην περιοχή της Αν. Μακεδονίας συνεισέφεραν τα μέγιστα στην Εθνική, Κοινωνική, Πολιτική, Οικονομική και Εκπαιδευτική ζωή του Τόπου.
Σήμερα στον Ν, Σερρών ιδιαίτερο λαογραφικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι Βλάχοι του Χιονοχωρίου το οποίο από το 1968 έπαψε να κατοικείται και μετατράπηκε σε τουριστικό θέρετρο, και αυτοί από τα Βλάχικα Καλύβια του Λαϊλιά τα οποία δεν υφίστανται πλέον αφού καταστράφηκαν ολοσχερώς το 1939. Από τους παραπάνω Οικισμούς προέρχονται κυρίως τα Μέλη του Συλλόγου Βλάχων Ν. Σερρών « Γεωργάκης Ολύμπιος » που ιδρύθηκε στα 1976 με σκοπό την διαφύλαξη μιας πλούσιας και ανεκτίμητης πολιτιστικής κληρονομιάς.

Μουσική και Τραγούδια των Βλάχων
Οι Βλάχοι της περιοχής Ανατολικής Μακεδονίας ως κύριο τρόπο έκφρασης στις εκδηλώσεις και διασκεδάσεις τους είχαν το φωνητικό τραγούδι.
Ως προς τα μουσικά όργανα αυτά ήταν κυρίως η φλογέρα και παλαιότερα το καβάλι. Η χρήση τους ήταν διαδεδομένη ανάμεσα στους βοσκούς κατά το σκάρο και στις ελεύθερες ώρες τους.
Η γκάιντα ως μουσικό όργανο εμφανίζεται στις διασκεδάσεις - πανηγύρια , γάμους μετά τους Βαλκανικούς πολέμους. Οι ίδιοι οι Βλάχοι όμως την διδάσκονται και την αποδίδουν από την περίοδο του Μεσοπολέμου και μετά. Παιζόταν κυρίως από τους Βλάχους του ορεινού όγκου Όρβηλου-Πιρίν και Ροδόπης.
Το τραγούδι λοιπόν είτε ως εκδήλωση : αγάπης - χαράς - λύπης, νανούρισμα - παιχνίδι , αρραβώνας - γάμος - βάφτιση , είτε ως εποχική εκδήλωση: αλλαγή χρόνου - απόκρευες - γέννα - κλήδονας - ανεβοκατέβασμα κοπαδιών, ακόμη και σε ονομαστικές και θρησκευτικές εορτές , σε εξύμνηση σημαντικών προσωπικοτήτων - γεγονότων και μοιρολόγια, ήταν αυτό που τους συντρόφευε από την στιγμή της γέννησης μέχρι και τον θάνατο .
Συνοπτικά λοιπόν και με βάση τη ρυθμική αγωγή των τραγουδιών, κατατάσσουμε αυτά μάλλον δόκιμα σε τρεις κατηγορίες: της τάβλας, του δρόμου και του χορού.

Κατάταξη των Βλάχικων τραγουδιών της περιοχής
Α) Της τάβλας: (Κάντισλι ντι σουμπέτι)

Αναφέρονται συνήθως σε ιστορικά γεγονότα – πρόσωπα, στην αγάπη, στην ξενιτιά. Τα τραγουδούσαν στις ονομαστικές εορτές, στα γαμήλια τραπέζια, στον αρραβώνα και στα γυναικεία νυχτέρια. Τα τραγούδια εκτελούνταν από δύο ομάδες αντιφωνικά. Η μία ομάδα τραγουδάει την πρώτη στροφή και την επαναλαμβάνει η άλλη. Σε τραγούδια με πολλούς στίχους οι ομάδες τους τραγουδούσαν εναλλάξ χωρίς επανάληψη.

Β) Του δρόμου ή δρομικά: (Κάντισλι ντι κάλι)
Τα περισσότερα απ’ αυτά λεγόντουσαν στον γάμο. Από το σόι του γαμπρού στο δρόμο για το κάλεσμα του κουμπάρου, όταν πήγαιναν να πάρουν την νύφη ,στον δρόμο για την εκκλησία και μετά την στέψη κατά την πορεία για το σπίτι του γαμπρού, οπότε λεγόταν και «ζαχαριάρικα ή μηνυματάδικα». Τη Δευτέρα την επομένη του γάμου τραγουδούσαν ειδικά σκοπούς συνοδεύοντας το ζευγάρι στη βρύση του χωριού.
Πολλά δρομικά τραγούδια λεγόντουσαν στο έθιμο του κλείδωνα. Οι όμορφες φωνές ακούγονταν, όταν πήγαιναν να μαζέψουν λουλούδια από το βουνό και κατά την περιφορά της γκαλιάτας (δοχείο) από βρύση σε βρύση του χωριού. Παλιότερα τραγουδούσαν στο Χριστός Σερρών και κατά την περιφορά της πιρπιρούνας, έθιμο που περιέπεσε σε αδράνεια γύρω στο 1930. Κατά την εκτέλεση των τραγουδιών δεν συνοδεύονταν από μουσικά όργανα.

Γ) Χορευτικά τραγούδια:
Τα περισσότερα τραγούδια των βλάχων της Αν. Μακεδονίας είναι χορευτικά. Συναντούμε επτάσημους, τρίσημους, τετράσημους και δίσημους ρυθμούς. Οι ρυθμοί και τα τραγούδια είναι σχεδόν κοινά στους Αβδελιώτες, Γραμμουστιάνους και Μότσιανους. Οι Αβδελιώτες είχαν κυρίως ελληνόφωνα τραγούδια με 7σημους και 3σημους ρυθμούς. Τα τετράσημα τραγούδια χαρακτήριζαν περισσότερο τους Γραμμουστιάνους και τα συρτά τους Νεβεστιάνους.
Χορεύανε γενικά σε όλες τις θρησκευτικές εορτές και πανηγύρια, στο γάμο, τα Κυριακάτικα απογεύματα, τις αποκριές, στις ονομαστικές εορτές, στον κλείδωνα και στα νυχτέρια. Ο χορός δεν συνοδευόταν από μουσικά όργανα παρά μόνο μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο οπότε εμφανίστηκαν στις διασκεδάσεις και γκάιντες με τοπικό ρεπερτόριο. (Συρτά, σβαρνιστά, παϊτούσκες.)
Η μορφή του χορού ήταν αυστηρά κυκλική σε σχήμα σπείρας προς το εσωτερικό. Πιθανόν στις μητροπόλεις τους να χορεύανε και σε ελεύθερη διάταξη, αλλά οι νέες συνθήκες απαιτούσαν τη σιγουριά και ασφάλεια της σφιχτής παλάμης του διπλανού. Οι πρώτοι στο χορό ήταν εξ ορισμού καλοί τραγουδιστές και μερακλήδες στον χορό. Ο κάθε πρωτοχορευτής χόρευε τα τραγούδια της αρεσκείας του που δεν υπερέβαιναν τα 5-6. Χόρευε κρατώντας στο χέρι πετσέτα ή κομπολόι ή μαντήλι (πόσι). Υπήρχε για τον μπροστάρη του χορού τέτοιος σεβασμός, που τον τόνο για τα αγαπημένα του τραγούδια έδινε ο ίδιος.
Στην αρχή του κύκλου έμπαιναν οι γέροντες, ακολουθούσανε οι παντρεμένοι άντρες κατά χρονολογία γάμου, οι αρραβωνιασμένοι και στο τέλος οι ελεύθεροι. Η πρώτη ηλικιωμένη γυναίκα πιανόταν από τον τελευταίο χορευτή με μαντήλι και ακολουθούσαν οι υπόλοιπες με την ίδια διάταξη που πιανόταν και οι άντρες. Τον κύκλο κλείνανε τα μικρά αγόρια και κορίτσια. Τις περισσότερες φορές οι χορευτές ξεπερνούσαν στον αριθμό τους 100 και ο χορός σχημάτιζε 3 και 4 «δίπλες». Τα τραγούδια στον χορό τα ξεκινούσαν οι άντρες και ο στίχος επαναλαμβανόταν από τις γυναίκες. Οι χορευτικές εκδηλώσεις γινόταν στο μεσοχώρι ή πλατείες των βλάχικων χωριών.

Ταξινόμηση χορευτικών τραγουδιών
Α) Χοροί τύπου «στα δύο».

Είναι χοροί που χορεύονται όπως ο ηπειρώτικος στα δύο, ξεκινώντας με το αριστερό, κοινό χαρακτηριστικό των βλάχικων χορών, είναι δε συνήθως μέρος του τελετουργικού διαφόρων εθίμων. Η λαβή των γυναικών είναι από τον αγκώνα «αγκαζέ» σε πολύ πυκνή σειρά μεταξύ τους.
Τέτοιοι χοροί είναι: Περδικούλα σεργιανούσε…
Μήλο μου κόκκινο, άσπρο κι (α)ρόϊδο μου…
Η ιδιαιτερότητα των δύο παραπάνω χορευτικών τραγουδιών είναι ότι ο χορός ξεκινάει μετά τον πρώτο στίχο του τραγουδιού και οι μικρές κινητικές παύσεις ανάμεσα στα χορευτικά κινητικά μοτίβα.
Σε άλλα τραγούδια όπως:Λέι ενάν κοράσιο πού’ δα εγώ…
Κάτω στην Αγια Βαρβάρα και στην Παναγιά…,
υπάρχει σε κάθε δεύτερη στροφή μία έξαρση του τραγουδιού που οδηγεί αντίστοιχα σε πιο έντονες χορευτικές κινήσεις.
Σε άλλα χορευτικά τραγούδια του ίδιου τύπου έχουμε μία εναλλαγή του μουσικού μοτίβου από τα 7/8 σε 2/4 οπότε εκτελούνται στο χορό σύνθετα- διπλά βήματα. Τέτοια είναι:Κάτω στον Άγιο Θόδωρο…
Αντίπερα-αντίπερα…, κ.ά.
Τέλος έχουμε τα λεγόμενα συρτά που χορεύονται στα δύο και τα ακούσματά τους παραπέμπουν σε συρτούς χορούς.
Τέτοια είναι:Παναγιωτούλα μου μικρή…
Που είσαι και δε φαίνεσαι Μαριγούλα…
Αυτά χορεύονταν συνήθως τα Κυριακάτικα και τα Τεταρτιάτικα απογεύματα, κατά τις συναθροίσεις των νεαρών κοριτσιών, με λαβή των χεριών σταυρωτά και πιάσιμο απ’ την ποδιά, «ντι-πουάλα».

Β) Χοροί τύπου «στα τρία».
Χορεύονται όπως ο Ηπειρώτικος στα τρία αλλά με πιο γρήγορη χορευτική αγωγή. Είναι ο πιο συνηθισμένος τύπος χορού που συνοδεύεται από δεκάδες τραγούδια. Οι κινήσεις των χεριών είναι αρκετά έντονες είτε με τους αγκώνες λυγισμένους είτε όχι. Οι ρυθμοί είναι κατά βάση επτάσημοι, χωρίς όμως να αποκλείονται ρυθμοί τρίσημοι (τραγ. Πυρουσιάνα κ.ά) και δίσημοι (τραγ. Κάτω στην άκρα του γιαλού, Μ’ άρσου λάϊλου κ.ά.)
Ιδιαίτερα αγαπητά τραγούδια είναι: Πέντε χρόνια περπατούσα…
Κάτω στην άσπρη πέτρα…
Ν’ αέρα μου αέρα μου…
Γιού ανγκισίς λα Λένα, κ.ά.
Οι Γραμμουστιάνοι του Παπατσαίρ που ξεχειμώνιαζαν στους κάμπους της Δράμας και των Σερρών στα βλαχόφωνα τραγούδια αυτού του τύπου, συνήθως πιανότανε χιαστί από τα ζωνάρια(ντι μπρίνου).
Μία τοπική κινητική επιρροή στους χορούς αυτού του τύπου είναι τα τρία βήματα μπροστά με άρση, προς τη φορά του κύκλου και τρία βήματα πίσω με αντίστοιχη άρση προς το κέντρο του κύκλου. Αυτό άρεσε ιδιαίτερα στις γενιές του ΄30 και ΄40, καθώς συμπίπτει η στροφή του τραγουδιού με την κινητική φόρμα. Τέτοια τραγούδια είναι: Στον Ίσβορο ανέβαινα…
Λέλε Στόϊλω μου…
Κούσκρα Χατζιάνε …

Γ) Χοροί και τραγούδια με ιδιότυπο τοπικό κινητικό μοτίβο.
Σε μέτρο 3/8 είναι ο δεύτερος πιο συνηθισμένος τύπος χορού με πολλά συνοδευτικά τραγούδια. Από τους παππούδες αποκαλείται και ως «με τα χέρια ψηλά ή με το πόδι πίσω».Στην τρίτη κίνηση γίνεται άρση του αριστερού ποδιού με παράλληλη κίνηση των χεριών προς τα πάνω, ενώ στην πέμπτη γίνεται ελαφρύ κάθισμα του αριστερού ποδιού πίσω από το δεξί. Είναι κυρίως ελληνόφωνα τραγούδια που αναφέρονται σε ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα, γνωστά ή λιγότερο γνωστά της λαμπρής ιστορίας του τόπου μας. Τέτοια τραγούδια είναι: Τρεις περδικούλες…Παυλή Μελά
Τι έχουν της Ζίχνας τα βουνά…Νικοτζαρόπουλε
Πέντε πλάτανα…πικρέ Βαρσάμη κ. ά.
Σε τραγούδια αυτού του τύπου όπου στους στίχους του τραγουδιού υπάρχει ανέβασμα του τόνου της φωνής, οι πρωτοχορευτές μπορούν να παραλάσουν το βασικό κινητικό μοτίβο. Έτσι κάνουν άρσεις (κουτσά βήματα) ή περπατητά βήματα προς τα εμπρός κινήσεις που παραπέμπουν σε κινητικά μοτίβα της παϊτούσκας.
Τέτοια παραδείγματα είναι τα τραγούδια: Θανάση όντας κίνησες…
Προξενιτάδες έρχονται…
Άι χαρά μωρέ χαρά, κ.α.
Σε μερικά χωριά και ιδιαίτερα στο Γραμμουστιάνικο μαχαλά του Λαϊλιά η προς τα εμπρός κίνηση παρουσιάζεται ως ομοιογενής αλυσιδωτή χορευτική φόρμα. Όπως τα τραγούδια Χατζηστέργιος …
Μάτα μάκα ζάχαρη …
Καραμπέου κ.α.

Δ) Χορευτικά τραγούδια με καθαρά τοπικές επιρροές.
Τέτοιος σκοπός είναι το «Μούντσι ανάλτι», ένα παλιό Αβδελιώτικο τραγούδι, που στο Πετρίτσι το κινητικό του μοτίβο είναι σαφώς επηρεασμένο από τα μη βλάχικα τοπικά: «Γκαϊντα βασί» και «όλες οι βέργες είναι εδώ». Επίσης το τραγούδι «βλαχούλα εροβόλαγε» μπήκε εν μέρει στο τοπικό χορευτικό ρεπερτόριο πολύ αργότερα από ορχήστρες που παίζανε στους γάμου κυρίως. Το τραγούδι αυτό δεν ήταν γνωστό παλαιότερα, τα δε βήματά του παραπέμπουν στην «γκαϊντα βασί».
Τέλος ο ο Ναούμης Καπετάνιος ή Νταμπίζα, το μοναδικό τραγούδι σε ρυθμό τσάμικου που χορευότανε στην περιοχή μας. Η χορευτική του φόρμα είναι συνήθως του τσάμικου των οκτώ κινήσεων. Χορεύονταν την περίοδο του μεσοπολέμου στις ονομαστικές εορτές. Ίσως να ήρθε στην περιοχή μας ως δάνειο από στρατιώτες πολεμιστές της Μικρασιατικής εκστρατείας ή να είναι γνωστό από παλαιότερα αφού αναφέρεται στο Ναούμη, που έδρασε επί Αλί Πασά στις περιοχές Καστοριάς και Φλώρινας.
Γαμήλιοι Τελετουργικοί Χοροί
Χοροί στο «προζύμι».
Χορεύονταν την Πέμπτη το βράδυ στο «προζύμι» μόνο από γυναίκες στο σπίτι του γαμπρού.
Γιάννη μου περήφανε…
Λέι ενάν κοράσιο…
Ο Ζήνδρος κάνει τη χαρά…
Μετά από αυτά τα τρία τελετουργικά τραγούδια ακολουθούσε βέβαια γλέντι με άλλα χορευτικά τραγούδια με ερωτικό κυρίως περιεχόμενο.
Χοροί στη βρύση.
Χορεύονταν την Δευτέρα το πρωί στο μεσοχώρι (πλατεία) αφού προηγουμένως είχαν κάνει τα έθιμα στη βρύση (πότισμα της νύφης) . Η νύφη έκανε τρεις υποκλίσεις από τρεις φορές προς το χορό υποβασταζόμενη από κουνιάδες ή νυφάδες και στην συνέχεια πιανόταν στην μέση του κύκλου των γυναικών. Έπαιρναν μέρος μόνο συγγενείς του γαμπρού με πρώτο τον κουμπάρο.
• Σερριώτικος κάμπος - Βλάχικα καλύβια / Χιονοχώρι
• Κάτω στον Άγιο Θόδωρο - Βλάχικα καλύβια / Χιονοχώρι
• Λεϊν’ απου το τράμορφο βουνό… - Χιονοχώρι
• Ανάργα- ανάργα χόρλουλου Βλάχικα καλύβια (βλαχόφωνο)
Το χαρακτηριστικό των χορών αυτών είναι η μεγαλοπρέπεια της κίνησης και η συγκινησιακή φόρτιση των συμμετεχόντων.
Περιπαιχτικοί χοροί.
Χορεύοταν τη Δευτέρα το βράδυ με τα τραγούδια Ράφτε και Τσαλ’ Τασα, κατά το «χάλασμα» του γάμου. Οι συμμετέχοντες ήταν στενοί συγγενείς των νεονύμφων και ανάμεσα στα κινητικά μοτίβα κάνανε υποκλίσεις με τα χέρια πιασμένα ή χτυπώντας παλαμάκια ή τα γόνατά τους.

Χορευτικά τραγούδια

Τα παραπάνω χορευτικά τραγούδια αποτελούν ένα τμήμα της πλούσιας μουσικοχορευτικής παράδοσης των βλαχόφωνων της Αν. Μακεδονίας. Έχουν καταγραφεί συναίσθημα ευθύνης από τον εισηγητή που επί μακρόν ασχολείται με λαογραφικά δρώμενα των ομοφύλων του, που έλκουν κυρίως την καταγωγή τους από τα χωριά Χιονοχώρι, Βλάχικα καλύβια του Λαϊλιά, Ραχοβίτσα , Ράμνα και Ροδολίβος.


Στο Σερριώτικο το Κάμπο
Περδικούλα σιργιανούσε
στο Σερριώτικο το Κάμπο
έπιασε ψιλή βροχούλα
Μάσε κόρη μ’ το σαγιά σου
να μην λερωθεί η ποδιά σου
σε μαλώσει η πεθερά σου
πεθερά κι ο πεθερός σου.


Ν’ Αντίπερα-Ν’ Αντίπερα
Ν’ αντίπερα , ν’ αντίπερα
μαύρα μου μάτια
στο μαύρο αντί τ’ αλώνι
ρόιδομ ναι ν’ έλα εδώ
ματάκιαμ ναι ν’ έμορφα
‘Ηταν μια μέρα Κυριακή
μαύρα μου μάτια
μια μέρα χρυσομέρα
ρόιδομ ναι ν’ έλα εδώ
ματάκιαμ ναι ν’ έμορφα
Βγήκαν να παίξουν τα σπαθιά
μαύρα μου μάτια
να ρίξουν το λιθάρι
ρόιδομ ναι ν’ έλα εδώ
ματάκιαμ ναι ν’ έμορφα
Το ρίχνει ένας το ρίχνουν δυο
μαύρα μου μάτια
το ρίχνουν τρεις και πέντε
ρόιδομ ναι ν’ έλα εδώ
ματάκιαμ ναι ν’ έμορφα
Το ρίχνει Κόρη ανύπαντρη
μαύρα μου μάτια
και πάει σε παραπέρα
ρόιδομ ναι ν’ έλα εδώ
ματάκιαμ ναι ν’ έμορφα

Κάτω στην Αγια Βαρβάρα
Κάτω στην Αγιά Βαρβάρα και στην Παναγιά
καθονταν δυο παλικαρια και μια λυγερη
κάθονταν και τρων και πίνουν και την ‘ξέταζαν
Διαμαντούλα τι ‘σαι τέτοια , τέτοια κίτρινη
κάνας ίσκιος σε πατάει ‚ κάνα σφάντασμα
ν’ούτε ίσκιος με πατάει ,ν’ούτε σφάντασμα
με πατάει το παλικάρι τα μεσάνυχτα.
Γιέμ’ κάτω στην Αγιά ‚ λαϊ ‘για Βαρβάρα
κάτω στην Αγιά Βαρβάρα
και στην ‚ πάλε και στην Παναγιά
Γιέμ’ κάθονταν δυό , πα λαϊ ‚ παλικάρια
κάθανταν δυό παλικάρια
και μια, λε λαϊ και μια λυγερή
Γιέμ’ κάθονταν και ‚ τρώ λαϊ ‚ τρών και πίνουν
κάθονταν και τρων και πίνουν
και την ‚ ξέ λαϊ και την ‘ξέταζαν
Γιέμ’ Διαμαντούλα , τι λαϊ, τί’σαι τέτοια
Διαμαντούλα τι’σαι τέτοια
τέτοια κι, λαϊ τέτοια κίτρινη
Γιέμ’ κάνας ίσκιος ‚ σε λαϊ, σε πατάει
κάνας ίσκιος σε πατάει
κάνα σφα, λαϊ κανα σφάντασμα
Γιέμ’ νούτε ν’ ίσκιος, με λαϊ με πατάει
ν’ούτε ν’ίσκιος με πατάει
ν’ούτε σφα λαϊ , ν’ούτε σφάντασμα
Γιέμ’ με πατάει, το πα ‚ λαϊ παλικάρι
με πατάει το παλικάρι
τα μεσά λαϊ, τα μεσάνυχτα.

Παυλή Μελάς
Τρεις περδικούλες κάθονταν
στη Στάτιστα τη ράχη
Είχαν τα νύχια κόκκινα
και τα φτερά βαμμένα
αρχηγέ Παυλή Μελά
Είχαν και στα κεφάλια τους
φεσάκια ματωμένα
αρχηγέ Παυλή Μελά
Μοιρολογούσαν κι έλεγαν
μοιρολογούν και λένε
αρχηγέ Παυλή Μελά
Τι χάλευες τι γύρευες
μεσ’ τη Μακεδονία
αρχηγέ Παυλή Μελά
Ήρθα να δω τα αδέρφια μου
που είναι σκλαβωμένα
αρχηγέ Παυλή Μελά.

 

Μάτα Μάκα Ζάχαρη
Ματα μακα ζαχαρη λια φιατα
ντιν τι φιάτσι αχατα μουσιάτα
ντιν αρκάϊ όκλιουλου πρι τίνι
σι νι ντράρα όϊλι του άγρου
ντιν ου ντιέτου αρούγα τούτα
ρούγα τούτα σι τζιριμέλου.
**************************
Η μάνα σου τρώει ζάχαρη κορίτσι
γι αυτό σε έφτιαξε τόσο ωραία
κι έριξα το μάτι μου σε σένα
και τα πρόβατα μου φύγαν στον αγρό
κι έδωσα όλο τον μισθό μου
τον μισθό και την περιουσία.

 

Κάτω στην Άσπρη Πέτρα.
Κάτω στην άσπρη πέτρα μωρέ μάτια μου,
κάτω στην άσπρη πέτρα μωρέ φρύδια μου.
Κάτω σι -λέει- κάτω σι γιαλό,γιώτισσα κυρά βεργιώτισσα.
Βαρέσαν το Γιαννάκη μωρέ μάτια μου,
βαρέσαν το Γιαννάκη μωρέ φρύδια μου.
Τον αρμά -λέει- τον αρματολό, γιώτισσα κυρά βεργιώτισσα.
Τούρκοι τον (ε)βαρέσαν μωρέ μάτια μου,
τούρκοι τον (ε)βαρέσαν μωρέ φρύδια μου.
Κι α-ρωμιοί -λέει- κι α-ρωμιοί τον κλαίν, γιώτισσα κυρά βεργιώτισσα.
Γιαννάκη νά’ χεις μάνα μωρέ μάτια μου,
Γιαννάκη νά’ χεις μάνα μωρέ φρύδια μου.
Νά’χεις κι-ά-λέει- νά’χεις κι αδερφή γιώτισσα κυρά βεργιώτισσα.
Να’χείς καλή γυναίκα μωρέ μάτια μου,
να’χείς καλή γυναίκα μωρέ φρύδια μου.
Νά’ σου κλαί -λέει- να σου κλαίει κι αυτή γιώτισσα κυρά βεργιώτισσα.

 

Λένα
Γιου αγκισισι λια Λενα
τώρα πι νίγκα σιάρα
φιάτα μουσιάτα χαϊδιψίτα
ΑγκισίΙ λια ντάντα συάσπιτα
σα νι τόρκου σι μπουμπάκλου
τρας αντάρου αρμάτα φράτινιου
αρμάτα σι καντούσιλου
τρας αντάρου καντούσια ντι γαμπρό
κου πατρουτζέτσι ντι κλίνι
τρας αντάρου παρπότσλι ντι γαμπρό
κου σιαϊτζάτσι ντι σκουότουρι.
*******************************
Που ξεκίνησες Ελένη τώρα το βραδάκι
κορίτσι όμορφο και χαϊδεμένο
Ξεκίνησα πατέρα φίλη να κλώσω το βαμβάκι
για να κάνω την προίκα τ’ αδερφού μου
την προίκα και την καντούσια
για να κάνω το τσιπούνι του γαμπρού
με σαράντα κλίνες
για να κάνω τις κάλτσες του γαμπρού
με εξήντα βγαλσίματα χρωμάτων.

 

Κούσκρα Χατζιάνε
Νιου ντσι τσιαμ κι’αμά λέλε μάνα
νου τσι τσιάμ κούσκρα χατζιάνιε
τίνι κου κι’αμά λέλε μάνα
τινι κούσκρα σ’νου ντι ντούτσ’
φλουριλι σ νου τσι λι μπατσ
κα βα στρέτσ’ μούντσι ανάλτσι
μούντσι ανάλτσι σ’φούρι αγριάτσ’
ντι φούρ’ άγρι νουν νι’αφρίκα
ντι ήμερι νουν νι άσκαπάϊ
μι μπαγάϊ αγκαλμπουντάτα
μι σκουλάϊ ντισπουλιάτα
λιέλιε μου φλουριϊλι αμιάλι
ντιτ μαντεμι σουν αμιντάτι
σ’ντι πι κέπτου σούντου λουάτι.
*******************
Δεν σου έλεγα συμπεθέρα Χατζήδενα
εσύ συμπεθέρα να μην πας
τα φλουριά να μην τα φορέσεις
γιατί πρέπει να περάσεις βουνά ψηλά
βουνά ψηλά και κλέφτες άγριους
Από κλέφτες άγριους δεν φοβάμαι
από ήμερους δεν γλίτωσα
ξάπλωσα με τα φλουριά ‚ σηκώθηκα γυμνή
αχ τα φλουριά τα δικά μου
από μαντέμι είναι φτιαγμένα
κι από το στήθος είναι παρμένα.



Βέρρος Δήμος
Οικονομολόγος, Χοροδιδάσκαλος, Σέρρες
Οι Βλάχοι της Ανατολικής Μακεδονίας
3o Σεμινάριο Βλάχικων Παραδοσιακών Χορών, Σέρρες, 28-29 Απριλίου 2001

Αναζήτηση