Βλάχοι Σαμαρινιώτες αγωνιστές διαπρέψαντες κατα την εθνεγερσία

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΡΑΙΑΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΤΟΥ ΣΤΗ ΣΑΜΑΡΙΝΑΟ ΚΑΠΕΤΑΝ  ΦΛΩΡΟΣ
Ο Καπετάν Φλώρος κατήγετο από την Σαμαρίνα. Υπήρξεν απηνής διώκτης των εχθρών του Έθνους Τουρκαλβανών. Συνεπεία του άγώνα που έδινε, κατεδιώχθη υπό των Αλβανών και μετέβη στην περιφέρειαν των Χασίων, η οποία ήταν εξαρχία από του Πάνου Ζήτρου μέχρι και των Λαζαίων αργότερα. Οι εξαρχίες εκείνη την εποχή ήσαν μικρά Βασίλεια και για να εισέλθουν οι Τούρκοι εντός της περιφερείας, έπρεπε προηγουμένως να ζητήσουν άδεια από τον επί κεφαλής, Έξαρχο.
Στις Εξαρχίες μετέβαιναν οι καταζητούμενοι από τους κατακτητές και συνέχιζαν τη δράση των. Εκεί λοιπόν μετέβη και ο Καπετάν Φλώρος και κουμπάριασε με τους Ψειραίους. Στεφάνωσε το Μήτρο Ψείρα και του βάφτισε και τα τρία του παιδιά. Συνέχι σε να αγωνίζεται κατά του κατακτητού, ακολούθησε δε την προσφιλή μέθοδο των άλλων καταζητούμενων, δηλαδή την πειρατικήν, όπου ήτο αδύνατος η σύλληψις από τον εχθρόν.
Λέγεται ότι όταν επανέκαμψε από τους πειρατές, κατεδιώχθη από τους εχθρούς του και κατέφυγε στην οικίαν  του κουμπάρου του Μήτρου Ψείρα για συνδρομή κι εκείνος τον εκτέλεσε πάνω στο τραπέζι που του στρώσανε και  έτρωγε.  Προς τιμήν του η δημοτική μούσα του αφιέρωσε τα παρακάτω άσματα.


 

                                      ΚΑΠΕΤΑΝ  ΦΛΩΡΟΣ

« Ξύπνα καημένη Αναστασιά  και συ Παγώνα χήρα,
   ξύπνα ν’ ανάψεις τη φωτιά, ν’ ανάψεις το λυχνάρι
   και στρώσε μου πλατειά – πλατειά κι έλα σιμά μου κάτσε
   να πλύνεις τους γιαράδες μου και τις λαβωματιές μου,
   ίσως να ξημερώσουμε  για να μας πάρ’ η μέρα ».
« Καλά ήσουν Φλώρε μ’ στα βουνά, ψηλά στα κορφοβούνια,
   τι χάλεβες, τι γύρευες , στους κάμπους να κατέβεις; »
« Με κάλεσαν οι φίλοι μου κι οι αδερφοποιτοί μου,
   να πάω να με φιλέψουνε, στα έρημα τα Χάσια.
   Κει π’ έτρωγα, κει π’ έπινα κι εσήκωνα γεμάτα,
   μια ντουφεκιά μου έδωκε, ο άπιστος κουμπάρος ».


                                   ΚΑΠΕΤΑΝ  ΦΛΩΡΟΣ

 

   Όσα δεντριά κι όσα κλαριά, όλα το Φλώρο κλαίνε.
« Καλά ήσουν Φλώρο μ’ στα νησιά, καλά ήσουν στα καράβια,
   τι χάλεβες τι γύρευες στα έρημα τα Χάσια; »
«Ήρθα να βρω τους φίλους μου, τη σκυλοκουμπαριά μου
   κι ο Μήτρο-Ψείρας το σκυλί, που είχα στεφανωμένο,
   έβαλε τη κακή βουλή, κρυφά να με σκοτώσει.
   Τρία παιδιά του βάφτισα, κανένα μην προκόψει
   κι από το τούρκικο σπαθί, κανένα μη γλυτώσει ».


 

                                   ΟΙ  ΨΕΙΡΑΙΟΙ

   Μην ειν’ κατάρα του γονή, μην είναι και του νούνου,
   μην είναι απ’ το Θεό γραφτό κι από την μοίρα γράμμα
   μήνα ζουλούμια έκαμαν, όξω τα παλικάρια;
   Πολλοί, πολλοί εκλαύτηκαν, στο Σελιχτάρη Μπότα
   κι ο Σελιχτάρης το ‘βαλε, να πιάσει τους Ψειραίους.
   Τρία μπουλούκια ξέβγαλε, σύγνεφα τρία μαύρα,
   Το ‘να ‘ναι ο Νάσιος Μάνταλος(1), τ’ άλλο ο Μαντσαφλάρας,
   το τρίτο το χειρότερο, είν’ ο Ρακίπ Κολώνιας, (2)
   όθε διαβούν κι όθε σταθούν, ρωτάνε και ξετάζουν.
« Ποιος είδε τους περήφανους, ποιος είδε του Ψειραίους;
   Σε τι χωριό απέρασαν, σε τι τόπο κονεύουν; »
« Εμείς εψές τους είδαμε, μέσα στη Ντεμενίτσα (3),
   οπού ‘χαν σκόρπια τα παιδιά, σκόρπια τα παλικάρια ».
   Σαν πήγαν και τους βρήκανε, μια μπαταριά τους ρίχνουν
   και ζωντανούς τους έπιασαν, στα Τρίκαλα τους πάνε.
   Στα Τρίκαλα τους έσφαξαν τους τρεις μες το παζάρι,
   κομμένο το κεφάλι τους κι γλώσσα ματωμένη,
   ψιλή φωνίτσα έβγαλαν, ψιλή λαλίτσα βγάνουν.
« Νάσιο εσύ που γλύτωσες, πολύν καιρό να ζήσεις,
   μολύβι να μη σε κολνάει, σπαθιά να μη σ’αγγίζει
   και γλήγορα το αίμα μας, βαριά να ξαγοράσεις ».

 
(1)  πρόκειται για το γνωστό Αρματολό των ασμάτων που διετέλεσε και πρωτοπαλήκαρο του     
   Θόδωρου Ζιάκα από την Τίστα (ήδη Ζιάκας) Γρεβενών.
(2)  Τουρκαλβανός Κολωνιάτης.
(3) άλλως Δημηνίτσα. Χωριό των Γρεβενών, το σημερινό Καρπερό.

   κατάρα του νούνου: πρόκειται για την κατάρα του κουμπάρου τους  καπετάν Φλώρου,
   αναφερομένου εις προηγούμενον  άσμα, ο οποίος μετέβη στους Ψειραίους, για συνδομή
   και εκείνοι τον δολοφόνησαν.  Την εποχή εκείνη υπήρχε η άποψη ότι ο νονός ήτο πνευ-
   ματικός πατέρας του αναδεξιμιού του (βαφτιστήρι) και η  κατάρα του ήτο περισσότερο
   ισχυρή και από αυτή του φυσικού γονιού.

   ζουλούμια = αρπαγές, βλάβες, ζημίες

 

                             ΤΟΥ  ΓΙΑΝΝΗ  ΦΛΩΡΟΥ (1826)

 

Γιος του περιώνυμου αρματολού της Σαμαρίνας καπετάν – Φλώρου. Ο Γιάννης Φλώρος
μετέβη με τους συντρόφους του στην Πελοπόννησο να λάβει μέρος σε εχθροπραξίες
κατά των Τούρκων και των Αρβανιτών και εφονεύθη.  H δημοτική μούσα του αφιέρωσε
το παρακάτω άσμα:

   Για κάτσε να συλλογιστώ, για κάτσε να λογιάσω,
   σαν τι τραγούδι θα να πω, για το Γιαννάκ’ του Φλώρου,
   που γλύτωσ’ απ’ την Κορυτσά και στο Μοριά εσκοτώθη.
   Εκεί που του ‘βγαινε η ψυχή, είπε στη συντροφιά του.

« Εσείς καημένη συντροφιά, εσείς μωρέ παιδιά μου,
   μην απομείνει ουτ’ ένας σας, όλοι να σκοτωθείτε, (1)
   να μη με πάρουν η Τουρκιά κι αυτοί οι Αρβανίτες
   και πάρτε και το αίμα μου, μεσ’ το χρυσό μου τάσι
   και σύρτε να το θάψετε, στο έρμο το χωριό μας,
   με κλάματα και με ψαλμούς, με διάκους, με παπάδες ».
 

(1)  εννοεί να πολεμήσετε μέχρι θανάτου

 

        ΦΕΖΟΣ  ΚΑΙ ΓΕΡΟ-ΚΟΥΣΙΟΣ  ΔΕΣΠΟΥΛΗΣ

 

   Δεν σ’ άρεζεν η φυλλουριά, δεν σ’ άρεζεν η Λάρ’σα
   και βγήκες Κλέφτης στα βουνά, νύχτα στα Βλαχοχώρια,
   τους τσελιγκάδες μάζωξες και τους τζομπαναραίους.
   Πολύ σκουτιό τους έκαμες, πολύ σκουτιό τους κάνεις,
   κι οι φίλοι σου σου λέγανε κι οι φίλοι σου σου λέγουν:

« Κατά τ’ Βουβούσα να μην πάς, οπίσω από την Κόν’τσα,
   εκεί ‘ναι οι κλέφτες οι πολλοί, εκεί ‘ναι τα παλικάρια.
   Εκεί κι’ ο Κούσιο –γέροντας, με τα τρανά τα γένια,
   που ‘χει το φέσι του στραβά και μακριά τη φούντα ».
   Κάνει ο Φέζος να περάσ’ πο’ πάνω απ’ το γεφύρι,
   μπροστά κι ο Κούσιο – γέροντας τον πιάνει από τα γένεια
   και το σπαθί του έσυρε, λιανά – λιανά τον κάνει.

 

ΛΕΩΝΙΔΑΣ  ΧΑΤΖΗΜΠΥΡΟΣ

 
   Γόνος πλουσίας οικογενείας από τη Σαμαρίνα Γρεβενών εγκατέλειψε τα κτήματα και τα γιδοπρόβατα του πατέρα του και μαζί με τον αδελφό του, ανεβήκανε στα βουνά πολεμώντας τον κατακτητή. Ο Λεωνίδας ήταν ένα ατρόμητο και μορφωμένο παλληκάρι, καθ’ όσον είχε περατώσει το Γυμνάσιο Ιωαννίνων.
              Κατά το Μακεδονικό αγώνα συνεργάστηκε και πολέμησε μαζί με τον Καπετάν Νταβέλη. Γράφτηκαν πολλά για τον ήρωα αυτό (Μακεδονικός αγών 1967, Μακεδονική ζωή 1968 ως και στο ημερολόγιο του Παμμακεδονικού Συλλόγου των Αθηνών, το 1913).
             Οι Σαμαρινιώτες όπου κι αν βρίσκονται τραγουδούν και γλεντούν με τα τραγούδια που εγράφησαν  γι αυτόν, οι δε κτηνοτρόφοι από τη Βλάστη (Μπλάτσι), στην περιφέρεια των οποίων έδρασαν, διηγούνται και σήμερα τα κατορθώματά των, του ιδίου και του συναγωνιστού του,Καπετάν Νταβέλη.  Στον πανάξιο αυτό Μακεδονομάχο η δημοτική μούσα έψαλλε τα παρακάτω
άσματα.

 

                ΛΕΩΝΙΔΑΣ  ΧΑΤΖΗΜΠΥΡΟΣ
 

   Μάνα δεν θέλω κλάματα, δάκρα και μοιρολόγια,
   μένα με κλαίνε τα πουλιά, με κλαίν’ τα χελιδόνια,
   με κλαίν’ τρεις νύφες του παπά, νύφες του Χατζαντώνη,
   στο παραθύρι κάθονται και το τζιαντέ ‘γναντεύουν,
   μη λάχει διάβει το καρβάν’, μη διάβει ο Λεωνίδας.
   Εψές προψές τον είδανε, στα βλάχικα καλύβια,
   οπ’ έτρωγε και οπ’ έπινε, αρνιά και κρασοράκια.
 

   τζιαντές = δημοσιά, δημόσιος αμαξιτός δρόμος

 

                                 ΛΕΩΝΙΔΑΣ  ΚΑΙ  ΝΤΑΒΕΛΗΣ

 

   Μας πήρε η μέρα κι η αυγή, γειά σου Νταβέλη αρχιληστή
   άϊ μας πήρε μεσημέρι, Λεωνίδα και Νταβέλη.
   Και που θα λημεριάσουμε, Νταβέλη θα μας πιάσουνε,
   άϊ που θα στήσουμε λημέρι, γειά σου αρχιληστή Νταβέλη.
   Στου Άη – Λιά τον πλάτανο, ‘κει θα στήσουμε λημέρι,
   άϊ κοντά στην κρύα βρύση και στο μαύρο κυπαρίσσι.
   Πέρα στο μαύρο το βουνό, οπ’ έχει αντάρα και καπνό,
   άϊ θα στήσουμε λημέρι, Λεωνίδα και Νταβέλη.

 

 

         ΓΙΑΝΝΗΣ  ΠΡΙΦΤΗΣ (1)

 

   Κοίτα μπαϊράκια που ‘ρχονται απ’ του Ρωμιού(2) τη ράχη.
   Κι ο Γιάννης χαμογέλαγε, κουνάει το κεφάλι,
   παίρνει και ζώνει το σπαθί κι αδράχνει το ντουφέκι
   κι η μάνα του από κοντά, μον’ σκούζει, μον’ βελιάζει.

« Που πας Γιάννη μου μοναχός, δίχως πολλούς κοντά σου; »
« Και τι τους θέλω τους πολλούς; Φτάνω και μοναχός μου ».
   Και πήγε και τους έφτασε, μεσ’ στου Χασάν Κουπάτσιου(3),
   Ψιλή φωνίτσα έβγαλε, βαριά τους φοβερίζει:
« Που πάτε μωρ’ Αρβανιτιά και σεις οι Κολωνιάτες;
   Εδώ ‘ναι ο Γιάννης του Παπά, από τη Σαμαρίνα ».
   Το λόγο δεν απόσωσε και βαριαναστενάζει,
   από την πλάτη του ‘ρχεται, φαρμακερό μολύβι.
   Με προδοσιά τον σκότωσαν, τον Καπετάν Γιαννάκη.

 

(1)  Ατρόμητος οπλαρχηγός από τη Σαμαρίνα.  (Πρίφτης αλβανιστί = Παπάς).
(2)   Τοποθεσία  της περιοχής (ράχη του Σμόλικα)
(3)   Ετέρα τοποθεσία της περιοχής, όπου ο Γιάννης Πρίφτης απηγχόνησε τον αρχηγό των
    των Αρβανιτών Χασάν Κοπάτση ή Χασάν Τοπάτση  Εις την ιδίαν ως άνω τοποθεσίαν,
    εδολοφονήθη  υπο ενεδρευούσης συμμορίας Αλβανών. Γεγονός είναι ότι υπήρξε απηνής
    διώκτης των Αλβανών και Κολωνιατών ληστών, τους οποίους υποχρέωνε να του παρα-
    δίδουν το ένα τρίτο της λείας των.  (Αραβαντινός, Αθήνα 1880, Ηπειρώτικα Δημοτικά
    Τραγούδια). Ο Κρυστάλλης αναφέρει ότι οι Αλβανίδες μητέρες φοβέριζαν τα παιδιά
    τους με την φράση:  «Έρδε Γιάννη Πρίφτη, πρες τε κόκα» δηλαδή έρχεται ο Γιάννης
    του Παπά και κόβει το κεφάλι. Τόσο μεγάλο φόβητρο έγινε ο ήρωας για τις Αλβανικές
    ορδές που λυμαίνονταν  την ευρύτερη περιοχή την περί τη Σαμαρίνα.

 

                                                             Απόστολος Αποστολίδης, Γρεβενά
                                      Οικονομικά – Στατιστική - Χρηματοοικονομικά
                                              Αυτή η διεύθυνση Email προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

 

Αναζήτηση