Της Σαμαρίνας Χρονικό, Χορός και Τραγούδι

Σαμαρίνα, photo Margaret HasluckΣτοιχεία Χρονικού της Σαμαρίνας περιέχονται διάσπαρτα σε διάφορα δημοσιεύματα υπεραιώνιας διάρκειας και ιδίως στο δίτομο του Weigand (1) των Wace – Thomsson (2) , Αθ. Βακαλόπουλου (3), Θεόδ. Σαράντη (4) , Ν. Hammand (5) , Ελευθερίας Νικολαϊδου (6), Πρακτικά του πρώτου Επιστημονικού Συμποσίου Σαμαρίνας, Αθ. Παπαδημητρίου (7), Μηροπολίτου Γρεβενών Σεργίου Σιγάλα (8), συναφή δε η και καίρια επικουρικά των J. Civic, C. Poghirc κ.α.
Για την οικονομία του χρόνου ο λόγος περιορίζεται στον τελευταίο, που είναι σύγχρονος μας Ρουμάνος , καθηγητής των Πανεπιστημίων Βουκουρεστίου και Bochoum της Γερμανίας, συνάμα δε Γενικός Γραμματέας του Ινστιτούτου Ρουμανικών Σπουδών « Κάρολος ο Α΄» στο Παρίσι.

 

 

Πρωτίστως ο Cicerone Porgirc εκπονώντας διδακτορική διατριβή στο Πανεπιστήμιο του Λένινγκραντ με θέμα την αρχαία μακεδονική διάλεκτο απέδειξε την ελληνικότητα της, καθώς και των χρηστών Μακεδονικής (9). Έπειτα με σύντομη μελέτη έσπευσε στην απόδειξη της ελληνικότητας του γλωσσικού και εθνολογικού υποστρώματος ολόκληρης της ελλαδικής χερσονήσου, ερμηνεύοντας επιτυχώς επίμαχα σημεία χωρίων αρχαίων συγγραφέων.(10). Ύστερα βασιζόμενος στα λατινογενή τοπωνύμια των θεσσαλομακεδονικών περιοχών τονίζει ότι αυτά αρκούν για να δείξουν την παρουσία των Αρμάνων ( Βλάχων) στην τωρινή περιοχή τους κατά τπόπο σταθερό και αδιάκοπο από την αρχαιότητα έως τις μέρες μας(11). Σε διεθνές δε συνέδριο εξετάζει λεπτομερώς και επιτυχώς το περιβόητο χωρίο του Βυζαντινού χρονογράφου Κεκαυμένου και αποκαλύπτει ουσιαστικά την αυτοχθονία των Αρμάνων – Βλάχων, πιστοποιώντας το ως μοναδική μεν πηγή περί καθόδου αλλά « αρκετά αναληθή» (12).Ανάλογη πιστοποίηση διατυπώνει και ο επίσης Ρουμάνος βυζαντινολόγος Petre Nasturel (13). Νωρίτερα ο Γάλλος ακαδημαϊκός Paul Lemerle είχε προσέξει ότι ο ίδιος ο Κεκαυμένος ομολογεί την αυτοχθονία (14).


Εξάλου ο Poghirc στο τελευταίο και μεστότερο αρμανολογικό – βλαχολογικό δημοσίευμα του μία ενότητα επιγράφοντας ¨Η συνέχεια των Αρμάνων στις αρχαίες εστίες τους» και συνοδεύοντάς την με τον υπότιτλο « Οι ιστορικές επισημάνσεις μεταξύ των 6ου – 10ου αιώνων» , διερωτάται : « υπάρχει ικανοποιητικός, ιστορικός λόγος, για να δεχθούμε ότι ένας τόσο ισχυρός πυρήνας εκρωμαϊσμένων – εκλατινισμένων, δημιουργημένος μεταξύ 2ου π.χ και 6ου μ.χ αιώνων, αφανίσθηκε μεταξύ 7ου – 10ου αιώνων ;΄». Και απαντά: « προφανώς όχι» . (15)
Στην απάντηση του Poghirc συνάδει και το γεγονός ότι ο κυρίως βλάχικος οικισμός , το άρτιο Βλαχοχώρι, συγκεκριμένα η Σαμαρίνα, αποκαλείται , όπως στα νησιά η πρωτεύουσα, Χώρα, στο δε αρμανικό – βλαχικό ιδίωμα Ηοαra, όρος σωζόμενος αποκλειστικά στην επισημότερη και μεγαλύτερη τοπική θρησκευτική γιορτή, κατά την οποία στήνεται στην αυλή του καθεδρικού ναού ο Μεγάλος Χορός της Χώρας ( χωριού) Κόρλου ντι Χοάρα. Συνεπώς ο σχηματισμός του οικισμού χρονικά μετατίθεται από τις απαρχές της Τουρκοκρατίας , όπως προτείνει ο Απ. Βακαλόπουλος (16) και ανφέρει ο Κωνσταντίνος Ντίνας (17) στη διδακτορική του διατριβή, αιώνες πρωτύτερα προϋποθέτοντας κοντινούς μικρότερους, όταν επισημαίνεται η επίδοση του όρου Χώρα (18). Η αναγωγή δε της ιδρύσεως του βλαχοχωρίου στους Βυζαντινούς χρόνους υποδηλώνεται και από την αρχιτεκτονική, σύμφωνα με τα συμπεράσματα του Σέρβου εθνολόγου C. Cvijic, που την χαρακτηρίζει ελληνομεσογειακού τύπου.(19) Ομολογουμένως ο χαρακτηρισμός του αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα. Διότι « πέρα των βυζαντινών αυτών επιδράσεων, η οικία αυτή απαντά επίσης και σε όλα τα χωριά των Αρμάνων, μάλιστα και στα ηπειρωτικού κλίματος, καθώς και στους σλαβικούς πληθυσμούς των Mijiaci και Mavrovci (20), οι οποίοι, κατά τον ίδιο Σλάβο επιστήμονα, (21) τον εκρουμανισμένο Τ. Pαpahagi (22), καθηγητή του Πανεπιστημίου Βουκουρεστίου κ,α , εθνολογικά δεν είναι σλαβικά αλλά Αρμάνοι εκσλαβισμένοι.

Εν τέλει, αν η φωνολογική μεταβολή του ελληνικού όρου , που στα βλάχικα προφέρεται Hoara, συνιστά αναγωγή της ιδρύσεως του βλαχοχωρίου στην ύστερη βυζαντινή περίοδο, ένα πολύ αραιότερο φωνολογικό φαινόμενο παρατηρούμενο στον επίσης ελληνικό όρο Χορός , που υπάρχει σε όλες τις γλώσσες της Ν.Α Ευρώπης διατηρώντας το αρχικό Χ, ενώ μόνον στο αρμοανικό – βλαχικό ιδίωμα το Χ τρέπεται σε C(K) , Χορός -Coru, ορίζει την εκλατίνηση Ελλήνων, ήτοι γένεση Αρμάνων, Ελληνοβλάχων, στους προχριστιανικούς – ρωμαϊκούς χρόνους (23). Στην πρωτοχριστιανική άλλωστε ρωμαϊκή αρχαιότητα παραπέμπει και η πολυσχιδής παράδοση της Αγίας Παρασκευής , για την οποία πρόσφατα ο Απ. Παπαδημητρίου (24) έχει προσκομίσει ενδιαφέρουσες πληροφορίες, οι περισσότεροι ερευνητές εντοπίζουν προσφυέστατα το Μοναστήρι της ως κοιτίδα της Σαμαρίνας.
Πάντως από την ανεπάρκεια πάλι χρόνου πλήττεται και το τρίτο τμήμα του θέματος μας, το Τραγούδι (25), για το οποίο πράγματι δεν δίδεται η δέουσα δυνατότητα διεξοδικής επιδείξεως όλων των ειδών του. Εύλογα λιοπόν θα γίνουν απλές και σαφείς μνείες, σχεδόν συνολικά, του Ηρωϊκού – Κλέφτικου Δημοτικού Τραγουδιού των βλαχοχωρίων, όπως ο « Σμαήλ αγάς» (26) των Γρεβενών, που τραγουδιέται στη Σαμαρίνα.
Ευνόητα επιλέγονται δημοσιεύσεις η και δυσεύρετες αναφορές κατά χρονολογική σειρά.

Ήδη το 1860 ο Π. Αραβαντινός είχε ολοκληρώσει Συλλογή Δημωδών Ασμάτων της Ηπείρου. Μετά εικοσαετία, το 1880. την εκδίδουν τα παιδιά του , τα οποία και την προλογίζουν. Σημειώνουν δε ακριβώς και τα εξής: « Γνωστόν ότι την Πίνδίαν σειράν οικούσι κυρίως οι Βλάχοι η Κουτσόβλαχοι λεγόμενοι. Ούτοι καίπερ μη μεταχειριζόμενοι ως οικιακήν γλώσσαν την Ελληνικήν, εις τάυτην όμως συνθέτουσιν τα άσματα αυτών. Θα εύρη ο αναγνώστης εν τη παρούση συλλογή πλείστα τοιαύτα συνειλεγμένα εν Μετσόβω, Γρεβενοίς και Μαλακασίω, επαρχίαις βλαχικαίς εν μέρει, αλλ ΄ένθα ουδέποτε σχεδόν ακούεται άσμα βλαχικόν (27)».
Εξ ίσου εξασφαλισμένος επί τόπου αμητός αναγνωρίζεται και στον πλέον αμφιλεγόμενο σε περισσότερες της μιάς χώρες περιηγητή, χαρακτηρισμένο κιόλας προπαγανδιστή, μάλιστα και μίσθαρνο όργανο , τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Λειψίας Gustav Weigand (28), για τον οποίο η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Ελευθερία Ι. Νικολαϊδου στο προ δεκαετίας σύγγραμμα της, επιγραφόμενο « Η ρουμανική προπαγάνδα στο βιλαέτι Ιωαννίωνων και στα βλαχόφωνα χωριά της Πίνδου» γράφει: « τα πορίσματα του Weigand ανεξάρτητα αν δεν είναι όλα τεκμηριωμένα, όπως π.χ οι απόψεις του για την προέλευση των Κουτσοβλάχων από τους Δάκες, για την ταυτότητα της ρουμανικής γλώσσας με το κουτσοβλαχικό ιδίωμα κι άλλες, με φανερές προπαγανδιστικές θέσεις, είναι προϊόν επιτόπιας έρευνας και προσωπικής εμπειρίας , κι όχι εργασίας γραφείου». (29)
Παρά την προκατάληψη η εσκεμμένη τοποθέτηση του για δήθεν αλλογένεια, μη ελληνικότητα, των Αρμάνων – Βλάχων, ο Weigand σε δύο διαδοχικές περιοδείες ( 1889 – 1890) παραδέχεται ωστόσο, περίπου απόλυτα ότι το δημοτικό τραγούδι τους είναι ελληνόγλωσσο (30). Δεν αφήνει δε απαρατήρητη και την απόπειρα νοθείας με βλαχοφωνικές ποιητικές απομιμήσεις ελληνογλώσσων. Το ίδιο εγχείρημα διαπιστώνει ο καθηγητής Ν. Κατσάνης και στη συγγραφή των Wace – Thompson (31).

O πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών και περίπυστος μεσαιωνοδίφης Σπυρίδων Λάμπρος μας πληροφορεί ότι και διπλωματικός εκπρόσωπος της Ρουμανίας στη Ρώμη, ο Ν. Ρaunescou διενεργώντας λαογραφική έρευνα στους Αρμάνους που κατά το μεσοπόλεμο μετακομίσθηκαν σαν δήθεν Ρουμάνοι (33) στην προσηρτημένη στη Ρουμανία αμφισβητούμενη ζώνη της Δοβρουτσάς, δοκίμασε πρωτόφαντη έκπληξη, αποκτώντας ταυτόχρονα πολύτιμη επιστημονική γνώση. Διότι ζητώντας από τις γυναίκες να τραγουδήσουν βλάχικα, άκουσε πεντακάθαρο και υπέροχο ελληνικό τραγούδι, αν και επί δεκαετίες ζούσαν μακριά από τον ελληνικό κόσμο (34), είχαν φοιτήσει αρκετές σε ρουμανικά σχολεία, οι δε οικογένειες τους, χαρακτηρίζονταν « ρουμανίζουσες».
Το προηγούμενο φαινόμενο, δηλαδή οι Αρμάνοι – Βλάχοι να τραγουδούν ελληνικά , ο ειδημονέστερος ρωμανιστής – βλαχολόγος, καθηγητής του Πανεπιστημίου Βουκουρεστίου και συντάκτης του Αρμανικού Ετυμολογικού Λεξικού Τ. Papaxagi , καταγόμενος από την Αβδέλλα, θεωρεί ως φυσικό (35). Ερμηνεύει δε την επίδοση τους στην αξιοθαύμαστη σύνθεση δημοτικών τραγουδιών σε γλώσσα ελληνική επικαλούμενος την ομολογουμένως διαχρονική διγλωσσία των Αρμάνων – Βλάχων, συννακόλουθη ελληνοαρμανική – ελληνοβλαχική συμβίωση, την εκφραστική ευλυγισία, τον λεκτικό πλούτο και γενικά την πολιτισμική υπεροχή της ελληνικής γλώσσας σε σύγκριση με το ανεπαρκές και ατροφικό αρμανικό – βλαχικό ιδίωμα, που εύστοχα παρομοιάζει με υδροχαρές φυτό σε νερά ελληνικά (36).

Εκτός του Τ. Ρaraxagi και ο Στρατής Δούκας δημοσιεύοντας το 1933 στο Ημερολόγιον Δυτικής Μακεδονίας μελέτημα, επιγραφόμενο « Οι Βλάχοι της Πίνδου» διευρύνει την ελληνογλωσσία τους στο Τραγούδι, δηλαδή πέρα του Ηρωικού – Κλέφτικου. Aκριβέστερα διαβεβαιώνει « Μ΄όλο που η γλώσσα τους είναι η βλάχικη τα τραγούδια των χορών τους είναι ως τα σήμερα ελληνικά». Επιπρόσθετα γράφει» Τα βλάχικα τους τραγούδια ( πάρχισαν να τα τραγουδάνε από τότες που φανερώθηκαν ανάμεσα τους ξένες προπαγάνδας) είναι άλλα ποιήματα ατομικά ντόπιων μορφωμένων ποιητών γεμάτα από φυσιολατρία και νόστο για την αγαπημένη βουνίσια τους πατρίδα , κι άλλα μεταφράσεις παλαιοτέρων ελληνικών τραγουδιών τους» (37) καθολίκευση δε της ελληνογλωσσίας των βλάχικων(!) τραγουδιών επισημαίνει στις αρχές του εικοστού αιώνα ( 1909) ο Μιχαήλ Χρυσοχόος.(38) Εξ άλλου, περί τα τέλη του ίδιου αιώνα, σε διεθνές συνέδριο με θέμα ¨το τραγούδι του Λαζάρου» η Ρουμάνα λαογράφος Εlisabeta Moldoveanou καθορίζει ως αδιαμφισβήτητη την ελληνογλωσσία των βλάχικων τραγουδιών στην εδαφική ζώνη, στην οποία κατοικούν οι Αρμάνοι – Βλάχοι (39).

Εν κατακλείδι, κατά την Δρα Εθνομισουκολογίας Αθηνά Κατσανεβάκη, «..αυτή η έντονη παρουσία των ελληνοφώνων τραγουδιών στη μουσική παράδοση των βλαχοφώνων της Πίνδου πηγάζει όχι από μία εξωτερική επιρροή αλλά μέσα από μία έντονη αυτοσυνειδησία εσωτερικής και μακροχρόνιας σχέσης με τον ελληνισμό, μία σχέση που για τους Αρμάνους της Πίνδου δεν είναι τυχαία αλλά όπως δείχνουν τα δεδομένα πηγάζει από την ίδια τους την καταγωγή» (40) Το ίδιο δε συμπέρασμα ενάγει στη διδακτορική διατριβή της και η Καλλιόπη Δ. Πανοπούλου διερευνώντας ενδελεχώς την χορευτική ταυτότητα των βλάχων του Ν. Σερρών (41). Επί πλέον η Αθηνά Κατσανεβάκη ορθότατα επιμένει ότι το πόρισμα της ελληνικότητας δεν αποδυναμώνεται ούτε στην περίπτωση υπάρξεως δημοτικών τραγουδιών στο βλάχικο – αρμανικό ιδίωμα (42). Διότι και εδώ διαφαίνεται η ελλνογένεια των Αρμάνων – Βλάχων χάρη στα εθνομουσικολογικά αποδεικτικά, όπως είχε διακηρύξει και ο Ελβετός εθνομουσικολόγος Samuel Band –Bovy (43).

Αχιλλεύς Γ. Λαζάρου
Ρωμανιστής Βαλκανολόγος, Δρ. Πανεπιστημίου Αθηνών, Charge de Cours a la Sorbonne
Της Σαμαρίνας Χρονικό, Χορός και Τραγούδι
7o Σεμινάριο Λαογραφίας και Βλάχικων Παραδοσιακών Χορών, Σαμαρίνα 28-29 Μαΐου 2005

 


1. Gustav Weigand , Οι Αρωμούνοι ( Βλάχοι) Φιλολογικός Ιστορικός Λογοτεχνικός Σύνδεσμος ( Φ.Ι.Λ.Ο.Σ) Τρικάλων. Εκδοτικός Οίκος Αδελφών Κυριακίδη Α.Ε. Θεσσαλονίκη 2001, Α΄ τόμος και 2004, Β΄ τόμος , ευρετήρια.
2. Alan J. B. Wace – Maurice S. Thompson, Οι Νομάδες των Βαλκανίων. Περιγραφή της ζωής και των εθίμων των Βλάχων της βόρειας Πίνδου. Φ.Ι.Λ.Ο.Σ Τρικάλων. Εκδοτικός Οίκος Αδελφών Κυριακίδη Α.Ε. Θεσσαλονίκη 1989, ευρετήρια.
3. Απ. Ε. Βακαλόπουλος, « Ιστορικαί έρυευναι εν Σαμαρίνη της Δ. Μακεδονίαες» Γρηγόριος Παλαμά, 21 ( 1937) 316 -323 , 363 –369, 424 -438.
4. Θεόδ. Κ.Π. Σαράντης, Το χωριό Περιβόλι Γρεβενών. ( Συμβολή στην ιστορία του αρματολικιού Πίνδου) Αθήνα 1977.
5. N.G.L Hammond, Δυτική Μακεδονία : Αντίσταση και συμμαχική στρατιωτική αποστολή 1943 – 1944. Εκδόσεις Παπαζήση ( Αθήνα αχρ.) ευρετήρια.
6. Ελευθερία Ι. Νικολαϊδου, Η ρουμανική προπαγάνδα στο βιλαέτι Ιωαννίνων και στα βλαχόφωνα χωριά της Πίνδου. Τ. Α΄( μέσα 19ου αι – 1900) Ιωάννινα 1995 ευρετήρια.
7. Απόστολος Ι. Παπαδημητρίου, Σελίδες Ιστορίας των Γρεβενών. Α΄ Γρεβενά 2002, ευρετήρια.
8. Σέργιος Σιγάλας, Μητροπολίτης Γρεβενών, ο Κώδικας Αλληλογραφίας του Μητροπολίτου Γρεβενών Κυρίλλου( 1874-1888) Τα Πρακτικά της Δημογεροντίας και του Πνευματικού Δικαστηρίου (1882-1887) Συμβολή στην τοπική Ιστορία της Ιεράς Μητροπόλεως και της περιοχής Γρεβενών. Γρεβενά 2004, 131,133,232 κε, και ο Κώδικας αλληλογραφίας του Μητροπολίτου Γρεβενών Κλήμεντος (1888–1896) μετά παραρτήματος διαθηκών( 1893-1896)
Συμβολή στην τοπική Ιστορία της Ιεράς Μητροπόλεως και της περιοχής Γρεβενών. Γρεβενά 2004.
9.C.Poghirc “ Consideratii asupra lexiculi limbi macedonene vechi” Studii si Cercetari Limgvistice(SCL 1957, 303 κ.ε. Ο ίδιος, Relatiile Limbii vechi macedoneme cu greaca vevhe. Bucuresti 1960. Ο ίδιος Philologica ot Linguistica, Bochoum 1983, 37-47. Τα συμπεράσματα γνωστοποιεί σε ανώτατα επιστημονικά ιδρύματα. Βλ. Εστία, 15.1 1970» Ελληνική διάλεκτος η αρχαία μακεδονική . Αδιάσιστοι αποδείξεις και Μακεδονική Ζωή 45, 1970, 15: « Η Ελληνικότης της γλώσσας των αρχαίων Μακεδόνων. Επιστημονική μαρτυρία διαπρεπούς Ρουμάνου καθηγητού»Επηρέασε δε και τον διεθνούς φήμης Βούλγαρο ακαδημαϊκό Vl. Georgiev, ο οποίος προηγουμένως έκλινε υπέρ ιλλυρικής καταγωγής. Βλ. Vl. Georgiev, Introduzione alla storia delle Lingue indoeuropee. Roma 1966, 193. Εν τούτοις, αν και επί δεκαετίες το « Μακεδονικό» σε φλέγουσα επικαιρότητα, η Ελλάς δεν το αξιοποίησε , όπως και το επίσης υπέροχο του Jean Kalleris , Les anciens Macedoniens. Etude linguistique et historiwue. Collection de l ; Institut hors texte. Athenes 1954. Tome II. Premiere partie Athenes 1976. Index αυτοτελής. Αχ. Γ. Λαζάρου,» Εθνολογική αξία του προτοτύπου κειμένου της Αιτωλορωμαϊκής Συνθήκης ( 212 π.χ)» Ηπειρωτικό ημερολόγιο 1989, 223 –243, και Πρακτικά Α ΄Αρχαιολογικού και Ιστορικού Συνεδρίου Αιτωλοακαρνανίας. Αγρίνιο, 21-22-23 Οκτωβρίου 1988. Έκδοση 1991, 76 –99, όπου καίριες περικοπές της διατριβής του Poghirc μεταφρασμένες στην ελληνική γλώσσα.
10.C.Poghirc,” Asupra unui pasaj controversat fin Tucidide ( Περί ενός επιμάχου χωρίου του Θουκυδίδου. ΙΙΙ, 94, 5: αγνωστότατοι γλώσσαν)» Ανάτυπον εκ των Amalele Univesrituti Bucuresti. Seria Stiinte Sosiale – Filologie,αρ. 25 έτος ΧΙ, 1962, 387 –399. Μεταφρ. Μαρίας Γ. Παπαγεωργίου, Δελτίον Ρουμανικής Βιβλιογραφίας, 1, 1971, 5-8,Βλ. και Fanoula Papazoglou,” Quelqes problemes de l; histoire epirote – Apropos du livre “ Epirus” de N. G.L Hammond” Ziva Antika ( ZA0 20, 1970, 116 –117.
11. C. Poghirc, “ Romanisation linguistique et culturelle dans les Balkans” Les Aroumains, INALCO 1989, 36 : « Les faits cites plus haut suffisent a notre avis a demontrer lapresemce d ; Aroumains dans leur region actuelle de maniere constante et iminterrompue de puis l ; Antiquite jusqu ; amos jiours »
12. . C. Poghirc « Latin balkanique ou roumain communs( A propos des origines de l ; aroumain ) « Aktem der Theodor Gartner – Tagung ( Ratoromanisch und Rumanisch) in Vill / Innsbuck 1985 herausgegeben von G.Plangg und M.Iliescu, Romanica Aenipontana, 14, 1987,344 : » En realite , la seule source qui parle d ; un deplacement des Vlaques de la region du Save et du dDanube Vers le sud est Kekaumenos ( Strategikon, 187) quiraconte une histoire assez invraisemblable »Ο Ρουμάνος καθηγής μου έστειλε ανάτυπο της ανακοίνωσης του με πολύ εύγλωτη αφιέρωση: « A Monsieur Achille Lazarou, cette contribution modeste a fonder l; autochtonie des Aroumains, em bon souvenir” Σε πρόταση του άλλωστε οφείλεται η αναγόρευση μου ως μέλους αντεπιστέλλοντος του Ινστιτούτου Ρουμανικών Σπουδών στο Παρίσι.
13. Πβ. P.S. Nasturel , “ Les Valaques de l; espace byzantin st bulgare jusqu; a la conquete ottomans Les Aroumains. INALCO 1989, 51, σημείωση : « ce passage controverse et a la verite obscur de Kekaumenos «
Εκδοση σημαντική μετά την ερωτροπία του με την μεταπολεμική προπαγάνδα, εξ ανάγκης αλλά και συνειδητής, δοθέντος ότι είχε διατελέσει μαθητής του κατ΄εξοχήν ιθύνοντος την, στον οποίο και αφιερώνει την εργασία του « A la memoire de mon profeseur Theodore Capitan ( 1879-1958). Aroumain de Perlepe ( Prilep) grand prix Nasturel de l Academie Roumaine”
14. P.Lemerle,Prolegennemes a une edition critique et commentee des « Conseils et Recits » de Kekaumeneσ. Bruxelles 1960. 75.
15. Poghric. « Romanisation », 31-35. Βλ. και Αχ. Γ. Λαζάρου, « οι Βλάχοι της Ελλαδος διαχρονικά και διεπιστημονικά «. Οι Ελληνογενείς Βλάχοι, Ένωση Βλάχων Επιστημόνων, Αθήνα 2005, 168.
16. Α . Βακαλόπουλος, Ιστορία της Μακεδονίας,( 1354-1833) Θεσσαλονίκη 1969, 102.
17. Κων/νος Ντίνας. Το Κουτσοβλαχικό ιδίωμα της Σαμαρίνας. Φωνολογική ανάλυση. Δ. Δ Θεσσαλονίκη 1986,3.
18. Κ.Δ. Στεργιόπουλος, Παρατηρήσεις εις την νεωτέραν Γεωγραφίαν της Ηπείρου. Διδακτορική Διατριβή, Εν Αθήναις : Εκδοτικός οίκος Πέτρου Δημητράτου. Α.Ε 1937.
19. J.Cvijic, La peninsule balnanique. Paris 1918, 244 « είναι ολοφάνερο ότι προέρχονται από τις αρχαίες βυζαντινές οικίες».
20. Αυτ. Βλ και Αχ.Γ. Λαζάρου « Η Αρωμουνική και αι μετ΄’α της Ελληνικής σχέσεις αυτής. Διατριβή επί διδακτορία. Ιστορική και Λαογραφική Εταιρία των Θεσσαλών. Θεσσαλική βιβλιοθήκη. Σειρά διατριβών και Μελετημάτων. Εν Αθήναις 1976,59 σημ.83.
21. . J.Cvijic, ε.α 458-459.
22. T. Papaxagi, “ O problema de remanitute sud-ilirica” Grai si Suflet 1, 1923 –1924, 84. Π.β. Αντώνης Κολτσίδας Κουτσόβλαχοι. Οι βλαχόφωνοι Έλληνες. Εθνολογική , λαογραφική και γλωσσολογική μελέτη. Εκδοτικός οίκος Αδ. Κυριακίδη. Θεσσαλονίκη, 1993, 82 « δεν υπάρχει λοιπόν περίπτωση εκσλαβισμού των Κουτσόβλαχων, οι οποίοι πάντοτε ένοιωθαν και νοιώθουν δεμένοι με τη λαμπρή συνέχιση της ιστορίας τους, της ελληνικής ιστορίας» Εν τοιαύτη περιπτώσει τι απέγιναν τα εκατομμύρια των λατινοφώνων Ελλήνων, Βλάχων, του 6ου αιώνα μ.χ, που αναφέρει ο Ιωάννης Λυδός ή των Ελλήνων του 11ου αιώνα, σύμφωνα με δημογραφική διερεύνηση του Ακαδημαϊκού Ε. Stein ή των Ελλήνων του 17ου αι, επί τουρκοκρατίας, κατά τον ιστορικόν Μichel Deveze, L’ Europe et monte a ;a fin du XVII siecle. Paris 1970,47, όπου οι υπόδουλοι στους Τούρκους Έλληνες ήσαν το 35% του πληθυσμού του κράτους των κατακτητών επί συνόλου περίπου 25 εκατομμυρίων; Υπάρχει ερμηνεία της μικρότερης πιθανότητας εκσλαβισμού βλάχων και επισημάνθηκε ήδη από τον ακαδημαϊκό Αντ. Κεραμόπουλο. Βλ. και Αχ. Γ. Λαζάρου» Εθνολογικά και πολιτισμικά Βαλκανικής», Πλάτων, 49, 1977, 166 – 187, και ανάτ. Με πρόλογο και ευρετήρια . Ο ίδιος» ο Ιωάννης Λυδός ( 6ος αιώνας μ.χ) και ο Ισίδωρος Σεβίλλης ( 7ος αιώνας) ως εθνολογικές πηγές και διεπιστημονικές διαπιστώσεις ειδικών 2ου αιώνα.» Επετηρίς της Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, ΝΑ, 2003, 333-348 και ανάτυπο.
23. Βλ. Αχ. Λαζάρου « Ο χορός των Βλαχοφώνων ΙΜΧΑ, Θεσσαλονίκη 1979, 392. Ανάτυπο από τα Πρακτικά του Γ ΄Συμποσίου Λαογραφίας του Βορειοελλαδικού Χώρου, 384-395. Ο ίδιος, « ο χορός της αρκαδικής Νεστάνης» Πρακτικά Β΄ Διεθνούς Συνεδρίου για την αναβίωση τυ Αρκαδικού Ιδεώδους» Έκδοση της Αρκαδικής Ακαδημίας. Αθήνα 1987, 63-71. Αντ. Μπουσμπούκης, Αυθεντικές ιστορίες παραφυσικών φαινομένων από την Πίνδο. Αθήνα 1983, 18.
24. Παπαδημητρίου, έ,α, 92. Λαζάρου « Οι Βλάχοι Ελλάδος διαχρονικά και διεπιστημονικά» 81 κε.
25. Achille G. Lazerou , La Singularite des Aroumains dans leur poesie populaire. Athenes 1998. Ανάτυπο από Balkan nStudies, 28, 2, 1987(1989) 373-389. Επανέκδοση, με πρόλογο, όπου παραθέματα κριτικών F. Lassere, Claude Marguerom. I. Korinthios. Επίσης δημοσιεύεται στο Beitrage zur sprachlichem. Literarischem und Kulturellem Vielfalt in dem Philologien. Festschrift fur Rupprecht Rohr zum 70. Geburtstag. Franz Steiner Verlag, Stuttgart 1992, 640 –656.Ο ίδιος, Ιστοριά του Βλάχικου Δημοτικού Τραγουδιού. Ιωάννινα 1988. Ανάτυπ. Από Ηπειρωτικό Ημερολόγιο 1988, 339 –392. Ανατύπωση με πρόλογο και ευρετήριο. Επανέκδοση (αφιερωμένη στον Ευάγγελο Αβέρωφ – Τοσίτσα, με νέα σελιδαρίθμηση και αντί προλόγου άρθρο του Κ.Γ. Σταυρόπουλου, επιγραφόμενο «Ο Αχιλλέας Γ. Λαζάρου και οι Βλάχοι» δημοσιευμένο στις καθημερινές εφημερίδς των Τρικάλων Πρωινός Λόγος και Τρικαλινά Νέα την 29 Ιουνίου 1988.
26. Βλ. Δημ. Λουκόπουλος, 6, 1917-1918, 166-167. Θ Πισπιρίκος «Το τραγούδι του Ισμαήλ αγά», Ωραία Σαμαρίνα 28, 1972, 4. Αναστασίου Ευθυμίου « Τα δημοτικά μας τραγούδια. Το τραγούδι του Σμαήλ αγά, Ω.Σ 64-65, 1975,6. Δημ. Μακρής, Φούρκα. Το μαγευτικό χωριό της Πίνδου. Έκδοση Φιλεκπαιδευτικής Αδελφότητας « Η Φούρκα» των εν Η.Π.Α Φουρκιωτών, Θεσσαλονίκη 1978, 32.
27. Πβ. Θεόδωρος Νημάς, « Η Συλλογή Δημωδών Ασμάτων της Ηπείρου» του Π. Αραβαντινού ( Εν Αθήναις 1880) ως πηγή πληροφοριών για ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα της περιοχής Τρικάλων» Τρικαλινά 19, 1999,387-388.
28. Αχ. Γ. Λαζάρου, «ο Γουσταύος Weigand στη Βοιωτία και οι προπαγανδιστικές εθνολογικές παρατηρήσεις του». Ανακοίνωση στο Ε΄ Διεθνές Συνέδριο Βοιωτικών Μελετών, Θήβα 18.9.2005, υπό εκτύπωση, όπου ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Γεώργιος Χατζηδάκις, πατέρας της Ελληνικής Γλωσσολογίας, αναφερόμενος στον Weigand τονίζει: «της προπαγάνδας αυτής εύρον και το καταλληλον όργανον, τον εν Λειψία καθηγητήν «Προσθέτει δε με σαφήνεια:» απεδείχθη αναντιλέκτως, ότι το βιβλίον είναι προπαγανδιστικόν». Ως προπαγανδιστής χαρακτηρίζεται από τον καθηγητή Πανεπιστήμιου της Σορβόνης V. Berard . Από τον Κώστα Κρυστάλλη « μισθωτός της Ρουμανικής προπαγάνδας» Από τον Κλεόβουλο Τσούρκα, Δρα του Πανεπιστημίου Βουκουρεστίου, « δίδυμος αδελφός του Fallmerayer, « Κατά το περιοδικό Ελληνισμός « ήτο εξωνημένος πράκτορας».
29. Αυτ, 35. Άλλοι συγγράφουν δήθεν Οδοιπορικά αγνοώντας πανετώς τόπους και ανθρώπους. P.x ο D. Bolintineanu, Calatorii,II La Romanii din Macedonia. Bucuresti 1915,XV, που υποτίθεται ότι περιοδεύει το 1858, αν και δεν επισκέφθηκε ποτέ τα Αγραφα, μας πληροφορεί για ύπαρξη 65 ρουμανικών χωριών. Αυτόν ενδεχομένως έχει σαν πηγή σύγχρονος μας ασπούδαστος ρωμανιστής – βλαχολόγος , ο Γιώργης Έξαρχος, ο οποίος πρόσφατα ισχυρίστηκε δημόσια, σε συνέδριο, ότι στην Ευρυτανία κατά τις αρχές του 19ου αιώνα οι Βλάχοι ανέρχονταν σε 600.000, ενώ όλης της ελληνικής χερσονήσου οι κάτοικοι δεν έφθαναν το ένα εκατομμύριο. Πβ. Αχ. Τάγαρης , « Ο Πληθυσμός των Ελλήνων εις το παρελθόν» Η καθημερινή, 15.1.2002 : « ως γνωστόν το 1821 αι επαναστατήσασαι ελληνικαί περιοχαί είχαν κατοίκους 900 χιλ., οι οποίοι μετά τας θυσίας της Εθνεγερσίας, κατήλθον εις 700 χιλ, το 1/ 10 περίπου του συνόλου».
Αλλά οι Έλληνες των Παραδουναβίων Ηγεμονιών, της Ρουμανίας, υπερέβαιναν το εκατομμύριοπ. Βλ. Θεοδόσης Κ. Σπεράντζας, Τα περισωθέντα έργα του Αργύρη Φιλιππίδη. Αθήναι 1978, 323-324.
30. Gustav Weigand , Οι Αρωμούνοι ( Βλάχοι) Β΄51
31. Alan J. B. Wace – Maurice S. Thompson,.ε.α 99 σημ. 65
32. Σπ. Λάμπρος, « Ηπειρωτικά», Νέος Ελληνομνήμων (ΝΕ), 10,1913,384-385.
33. Βλ. ΄Ε. Θ. Μουδόπουλος, Το Ρουμανοκουτσοβλαχικόν ζήτημα.
Εν Αθήναις 1978,45 σημ.112.
M. Cazacu – N.Trifon, Moldavie ex –sovietique: histoire et enjeux actuels suivi de Notes sur les Aroumains en Grece Macedoine et Albanie. Paris, Acratie, 1993,208, σημ. 32.
Γ. Λαζάρου , « Οι Βλάχοι της Ελλάδος» , 46 σημ. 3 και 47 σημ. 1.
34. Δικαιολογημένα ο Σπυρίδων Λάμπρος, Σελίδες εκ της ιστορίας του εν Ουγγαρία και Αυστρία μακεδονικού ελληνισμού, εν Αθήναις 1912, 32, συμπεραίνει ότι οι Βλάχοι , Αρμάνοι της Αυστρίας και Ουγγαρίας «συναποτελούν μέλος της ελληνικής οικογένειας αδιαίρετον εν τε ταις πατρίσι και εν τη ξένη».
Το ίδιο διαπιστώνει και ο Γεώργιος Χ. Μόδης, Μακεδονικός Αγών και Μακεδόνες Αρχηγοί, Θεσσαλονίκη 1950, 125 : « Όσοι Κουτσόβλαχοι ήσαν εγκατεστημένοι από διακόσια και τριακόσια χρόνια σε ρουμανικά μέρη, ποτέ δεν εθεώρησαν τον εαυτό τους ένα ή αδερφό με τους Ρουμάνους και ποτέ δεν τον λογάριασαν ξένο στον Ελληνισμό. Αυτό υπογραμίζει και ο Ρουμάνος ακαδημαϊκός I. Coteanu ( Limba romana ,8,1959,9-10), δηλαδή ότι ποτέ οι απόδημοι Αρμάνοι, Βλάχοι της Ελλάδος δεν αισθάνθηκαν ότι ανήκουν στον ίδιο λαό με τους Ρουμάνους. Εξάλλου, κατά τον επίσης Ρουμάνο ακαδημαικό C. C. Giurescu , « Istoria Bucurestilor » , Bucuresti 1979,220, για τον ρουμάνικο λαό Κουτσοβλάχος σημαίνει Έλληνας. Βλ. και Αχ. Γ. Λαζάρου , « Η αλήθεια για τους Βλάχους και ανεπίτρεπτος εφησυχασμός», Τρικαλινό Ημερολόγιο 2002-2003, Πολιτιστικός Οργανισμός Δήμου Τρικκαίων , Τρίκαλα, 2003, 285-291. Ο ίδιος, «Ρουμάνικη επιστήμη υπέρ της ελληνικότητας των Βλάχων και επισημάνσεις αποπειρών προπαγάνδας των ημερών μας». Ανάτυπο από τα πρακτικά του Β΄ Ιστορικού Συνεδρίου Καλαμπάκας (10,11 και 12.5.2005),
Εκδόσεις Γένεσις , Καλαμπάκα, 2005, 603-611.
35. T.Papahagi, «Aromanii, Grai Folklor, Etnografie cu o introducere istorica » Curs universitar litografiat, Bucuresti, 1932,28 και 130-131.
Έντυπο δυσεύρετο, μου το έστειλε όταν υπηρετούσα στη Μακεδονία, χειρονομία πολυσήμαντη. Αποστομωτική δε για τους εν Ελλάδι ασπούδαστους βλαχολόγους, Ζωή Παπαζήση- Παπαθεοδώρου, Γ. Παδιώτη, Γιώργη Έξαρχο, Στ. Κουκούδη και τον αλλότριο σπουδαρχίδη γεωγράφο Thede Kahl, του οποίου σκιαγράφηση βλ. Στ. Αστ. Παπαγιάννης, Βλάχοι και βλαχόφωνοι Έλληνες, Εκδόσεις Κοκόλη , Αθήνα 2003, 276 : « Είναι ένας ακόμη τακτικότατος επισκέπτης των βλαχοχωριών της Πίνδου … φωτογραφίζει και βιντεοσκοπεί πρόσωπα, κτίσματα, υπάρχοντες και παλιότερους οικισμούς των βλαχοφώνων όπως και τοπία της Πίνδου. Μιλάει με τους βλαχοφώνους, τους διαφωτίζει για την καταγωγή, τη βλάχικη γλώσσα και την ιστορία τους, ακολουθώντας τις απόψεις του G. Weigand, ο οποίος, κατ΄ αυτόν, δέχεται ότι οι Βλάχοι αποτελούν ξεχωριστή εθνότητα. Είναι ένας προκλητικός προπαγανδιστής…»
36. T.Papahagi, Paralele Folclorice Traduceri din poezia populara greaca, Introducere, note de folclor, filologie sietnografie armarite comparativ. Editia a doua- augmentata, 4Editura Minerva, Bucuresti, 1970, 14-15.
Για λαογραφικά παράλληλα ο T. Papahagi , επιδίδεται σε συγκριτική μελέτη λαογραφίας, φιλολογίας, εθνογραφίας, ενώ οι προμνημονευόμενοι (σημ.35), βλαχολόγοι ευκαιρίας αδυνατούν στερούμενοι των ειδικών σπουδών προπάντων ο Γιώργης Έξαρχος, στον οποίο περιεργότατα παραχωρήθηκε βλάχικη παραλλαγή του γεφυριού της Άρτας από τον Γ.Πλατάρη-Τζίμα, Κώδικας Διαθηκών, Μείζονες και Ελάσσονες Ευεργέτες Μετσόβου, Α΄ Έκδοση Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ιωαννίνων και Δήμου Μετσόβου , Αθήνα 2004, 78, σημ. 37 και στον οποίο γίνεται παραπομπή. Αλλά οι παραπεμπόμενοι απλούστατα λαμβάνουν γνώση της κατά Λαζάρου αμετροέπειας του δύσμοιρου αποδέκτη, ο οποίος αν και χρόνια διέτριβε στη Ρουμανία σαν υπότροφος Τσαουσέσκου, τελεί σε ασύγνωστη άγνοια των πλέον σπουδαίων ρουμανικών και ελληνορουμανικών μελετών για την παραλλαγή του γεφυριού της Άρτας.
Π.χ. Mircea Eliade « L’ Orizonte mitico de la balata di Maestro Manole », Annali del Museo Pitre , XIV-XV,Palermo , 1964,80-94.
Andrian Fochi, « Constribution aux recherches concernant la chanson populaire des Balkans », Bulletin Alesee , IX 1-2, 1971,89.
Βλ. και Αχ. Γ. Λαζάρου « Πανάρχαιες Περραιβο-Ηπειρωτικές επικοινωνίες και αυτοχθονία βλαχοφώνων Περραιβών » , Ηπειρωτικά Χρονικά, 38,2004,206, σημ. 86. Και ανάτυπο με πρόλογο της καθηγήτριας Λαογραφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Άννας- Ιωάννας Γουήλ –Μπαδιεριτάκη και ευρετήρια.
37. Τ.2, σελ.112
38. Μ. Χρυσοχόος, Βλάχοι και Κουτσοβλάχοι, εν Αθήναις 1909,52.
39. Πβ. Ile Congrew International de Thracologie, Volume selectif, Editrice Nagard, Paris- Roma- Montreal – Pelham N.Y. 1982,216.
40. Αθηνά Ν. Κατσανεβάκη, Βλαχόφωνα και Ελληνόφωνα τραγούδια της περιοχής Βορείου Πίνδου. Ιστορική – Εθνομουσικολογική προσέγγιση : Ο Αρχαϊσμός τους και η σχέση τους με το ιστορικό υπόβαθρο. Διδακτορική διατριβή. Β΄Μέρος. Τόμος Ι. Θεσσαλονίκη 1998, 59.
41. Καλλιόπη Δ. Πανοπούλου. Η χορευτική ταυτότητα των Βλάχων του Ν. Σερρών. Διάρκεια. Τομές. Διδακτορική διατριβή. Σέρρες 2001, 287-288.
42. Μάλιστα δεν εξαιρεί και τα νόθα βλαχόφωνα, που αποκαλύπτει η ίδια έ.α, 57-58:» μετά την εμπλοκή της ρουμανικής πολιτικής ( προφ.προπαγάνδας) ένας αριθμός βλαχοφώνων επέδειξε κάπως ιδιαίτερο ζήλο για την δημιουργία βλαχοφώνων τραγουδιών και μέσα στα πλαίσια αυτής της προσπάθειας ακολούθησε μια σειρά από μεταφράσεις στα βλάχικα παλιών ελληνοφώνων τραγουδιών. Αυτή η προσπάθεια σίγουρα απείχε πολύ από το να θεωρηθεί αυθόρμητη και γνήσια εφόσον ακολούθησε μετά από την δημιουργία συγκεκριμένης κατάστασης. Έτσι δεν θα ήταν σωστό να θεωρήσουμε σαν γνήσια βλαχόφωνα τραγούδια τις βλαχόφωνες εκδοχές του Γκόγκου – Μήσιου, ένα τραγούδι πασίγνωστο σε όλα τα χωριά της Πίνδου, κυρίως των Γρεβενών, που ακόμα και στα βλαχοχώρια το τραγούδι στα ελληνικά και το οποίο περιλαμβάνεται σε συλλογές σαν βλαχόφωνο(Caranica 1937,80) ,ούτε θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε σαν γνήσιο βλαχόφωνο το τραγούδι» του Ζάκα» που είναι πασίγνωστο σε όλα τα Γρεβενά και που εμφανίζεται ξάφνου ως βλαχόφωνο (Caranica 1937,82) ή ακόμη περισσότερο το τραγούδι» του Κίτσιου η μάνα». Για περισσότερα βλ. Προλεγόμενα του Αχ. Γ. Λαζάρου στον τόμο Β΄του Weigand οι Αρωμούνοι ( Βλάχοι) 11-41.
43. Πβ. S. Baud-Bovy, Chansons Aromounes de Thessalie –Κουτσοβλάχικα τραγούδια της Θεσσαλία, ΦΙΛΟΣ Τρικάλων. Θεσσαλονίκη, Αφοι Κυριακίδη 1990, 22:» ¨έτσι η εθνομουσικολογία θα επιβεβαίωνε κι εδώ τα συμπεράσματα των ανθρωπολόγων:» Οι Σλαβόφωνοι και οι Ρωμανόφωνοι της Ελλάδας είναι στην απόλυτη πλειονότητα τους απόγονοι αυτόχθονες πληθυσμού»
Πρόσφατη συμβολή της ανθρωπολογικής επιστήμης στην επαλήθευση της ελληνικότητας των Αρμάνων – Βλάχων Βλ. Θεόδωρος Κ. Πίτσιος, Εξελικτική Ανθρωπολογία. Πορίσματα και βασικές έννοιες της σύγχρονης ανθρωπολογικής έρευνας. Ιατρικές εκδόσεις Π.Χ. Πασχαλίδης. Αθήνα 2003, 526.-

Αναζήτηση