Οι Βλάχοι της Ελλάδας. Ειδική αναφορά στους Βλάχους της Ακαρνανίας.

tiganis5.jpgΘέματα που αφορούν εθνότητες, μειονότητες και γλωσσικά ιδιώματα θεωρούνται «ταμπού» στην Ελλάδα. Εκτός από την άγνοια που τα καλύπτει συνοδεύονται και από μεγάλες παρεξηγήσεις. Μια τέτοια παρεξήγηση συνοδεύει και τη λέξη «Βλάχος» που έχει καταντήσει να σημαίνει το χωριάτη, τον αγράμματο και τον άξεστο. Ελάχιστοι από μας γνωρίζουν ότι υπάρχει ένας ολόκληρος πολιτισμός πίσω από τη λέξη Βλάχος και ότι ακόμα πολλές από τις συνήθειές μας, τα έθιμα μας, αλλά και λέξεις που χρησιμοποιούμε καθημερινά έχουν να κάνουν με τους Βλάχους.
Η ιστορία μας, είναι γεμάτη από πολέμους, κατορθώματα, κατακτήσεις και επιτεύγματα πολιτισμού που μας κάνουν να νιώθουμε περήφανοι, αλλά ταυτόχρονα συστηματικά άδεια από θέματα που συνδέονται με όλους αυτούς τους λαούς και ερωτήματα όπως:


Από που «ξεφύτρωσαν» στη χώρα μας οι Αρβανίτες;
Ποια είναι η καταγωγή των τσιγγάνων που τους έχουμε κάθε μέρα δίπλα μας;
Τι είναι οι «Πομάκοι»;
Τι συμβαίνει με τους «δίγλωσσους» λαούς;


Αμέτρητους εισβολείς και κατακτητές γνώρισε τούτος ο τόπος σε διάστημα 10 αιώνων αρχής γενομένης από τον 6ο αι. π.Χ.. Σλάβοι, Άβαροι, Φράγκοι, Γότθοι, Βούλγαροι, Τούρκοι ακόμα και Καταλανοί άφησαν εδώ το αιματηρό επισκεπτήριο τους, ενώ οι εκ Αλβανίας προερχόμενοι που εγκαταστάθηκαν ειρηνικότατα σε πολλές περιοχές της Ελλάδος, ιδίως στην Αττική και τίποτε δεν δικαιολογεί την αρνητική σημασία που συνοδεύει τη λέξη Αρβανίτης, δεν αναφέρονται πουθενά στην ιστορία.
Μια τέτοια ειρηνική παρουσία είναι και αυτή των Βλάχων. Η καταγωγή τους, η γλώσσα τους δεν έχει ομοιότητες με τις περιπτώσεις που προαναφέραμε. Η γλώσσα τους, λατινογενής παραπέμπει στους αιώνες της ρωμαϊκής κατάκτησης. Βλάχοι, κατά την ομόθυμη άποψη των ειδικών ερευνητών, είναι οι λατινόφωνοι, οι χρήστες της λατινικής γλώσσας παράλληλα με τη δική τους, στα χρόνια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Στην Ελλάδα, λατινοφωνία-διγλωσσία προφορική και γραπτή συναντάται στην Ήπειρο, από τον Αμβρακικό έως το Δυρράχιο, στη Θεσσαλία ειδικότερα αλλά και στο βορειοελλαδικό χώρο γενικότερα. Έτσι παρόλο το μυστήριο και την άγνοια που καλύπτει αυτό το θέμα οι Βλάχοι είναι περισσότερο Έλληνες από πολλούς που υποστηρίζουν ότι είναι απόγονοι του Περικλή. Το μαρτυρούν τα ονόματα των εθνικών ευεργετών που φέρουν οι δρόμοι σε πολλά μέρη της Ελλάδος και είναι ονόματα Βλάχων.
Με την παρούσα εργασία προσπαθήσαμε να συγκεντρώσουμε μερικά στοιχεία και να παρουσιάσουμε την ιστορία των Βλάχων συγκεντρώνοντας . Ειδικότερα θα αναφερθούμε:
α) στην ετυμολογία του ονόματος Βλάχος και τις κυρίαρχες απόψεις για την καταγωγή και τη γλώσσα τους,
β) στην παρουσία τους στον ελλαδικό χώρο σήμερα και στην προσφορά τους στην ελληνική κοινωνία σ’ όλη τη διάρκεια της ελληνικής ιστορίας,
γ) στη γλώσσα τους, το Κουτσοβλάχικο ιδίωμα
δ) στο τέταρτο κομμάτι της εργασίας θα αναφερθούμε ειδικότερα στην ιστορία των Βλάχων της Ακαρνανίας και σε έθιμα που υπάρχουν ακόμα σε χωριά εκεί. Ιδιαίτερη αναφορά στη διαδικασία του γάμου όπως γίνεται ακόμα και σήμερα στο χωριό Παλιομάνινα, το μεγαλύτερο από τα εφτά βλαχοχώρια της Ακαρνανίας.


ΟΙ ΒΛΑΧΟΙ-ΟΙ ΑΡΕΙΜΑΝΙΟΙ (ΑΡΜΑΝΟΙ) ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ


Τι σημαίνει η λέξη «Βλάχος»



Για το όνομα Βλάχος υπάρχουν πολλές ετυμολογίες. Αποδίδουν πολλά ονόματα στους κατοίκους που ασχολούνται με την κτηνοτροφία και κατοικούν από την περιοχή του Αμβρακικού κόλπου μέχρι του Κρούσουβου( πόλη της νότιας Σερβίας) προς το Βορρά, όπως Βλάχοι, Βαλάχοι, Βλόχοι, Βλάσιοι, Μπλάχοι, Μπλάτσιοι και Ολάχοι.
Πριν όμως εξετάσουμε εκτενέστερα στην προέλευση της λέξης «Βλάχος» ας δούμε εν συντομία τι σημαίνει Βλάχος και ποιοι είναι οι Βλάχοι. Βλάχος σημαίνει «λατινόφων». Οι λατινόφωνοι λοιπόν κάτοικοι της Ελλάδας ονομάζονται από τους συντοπίτες τους Βλάχοι ή Κουτσόβλαχοι, προσωνυμίες που οι ίδιοι δεν τις δέχονται για τους εαυτούς τους και ούτε τις χρησιμοποιούν στη λατινογενή τους γλώσσα. Οι ίδιοι αυτοαποκαλούνται Αρμάνοι. Αυτό το όνομα ισοδυναμεί με το Romani (cives) και με το δικό μας Ρωμιοί. Το όνομα, πηγαίνει πίσω στα χρόνια της Ρωμαϊκής κατοχής και δεν φανερώνει εθνότητα, αλλά πολιτική ιδιότητα, μια εξάρτηση από το παλιό ρωμαϊκό κράτος. Κάθε κάτοικος της Ρώμης και γενικά της Ιταλίας ήταν Romanus, αλλά κάθε Romanus =Ρωμαίος πολίτης δεν ήταν αναγκαστικά κάτοικος της Ιταλίας. Η διαφορά τώρα μεταξύ Ρωμιού και Armanu είναι ότι ο μεν πρώτος είχε αποκτήσει το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη αλλά μιλούσε μόνο την ελληνική, ο δε δεύτερος πέραν αυτού του δικαιώματος έκανε χρήση και της λατινικής γλώσσας. Κατείχε και τις δυο γλώσσες , ήταν δηλαδή δίγλωσσος.
Υπάρχει όμως και η εξαίρεση των Μετσοβιτών, που εκτός από Αρμάνοι (Armanji) χρησιμοποιούν και την ονομασία Βλαχσάνιοι και Βλάχοι (Vlahianji και Vlahi ) και ονομάζουν τη βλάχικη γλώσσα Vlahieshti (βλάχικα), αντί του armaneshti (αρμάνικα), που χρησιμοποιεί η πλειονότητα των Βλάχων/Αρμάνων ή Αρουμάνων. Εκτός των προσωνυμιών που προαναφέρθηκαν, ονομάζονται και Ελληνόβλαχοι ή Γραικόβλαχοι. Το συμπέρασμα που βγάζει κανείς διατρέχοντας την ελληνική βιβλιογραφία για τους βλάχους είναι ότι πρόκειται για αυτόχθονες Έλληνες που γλωσσικά είχαν εκλατινιστεί από τους Ρωμαίους. Έχουν πλούσια ιστορική παράδοση, που οι ρίζες της φτάνουν στην εποχή των κλασσικών χρόνων. Βαθύτατα θρησκευόμενοι και διατηρώντας ισχυρούς οικογενειακούς δεσμούς έχουν συμβάλλει ουσιαστικά στην οικονομική, πολιτική και πολιτιστική ανάπτυξη της Ελλάδας.



Προέλευση της λέξης «Βλάχος»


Η λέξη Βλάχος, σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές, προέρχεται από τη γερμανική λέξη Walschen που σημαίνει τον ξένο, τον μη Γερμανό, αυτόν που μιλάει λατινικά. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί η θέση του Αντ. Κεραμόπουλο που λέει ότι το συνηθισμένο σε μας όνομα Βλάχος ακούγεται και σε πολλά άλλα μέρη της Ευρώπης «… στη Βλαχία της Ρουμανίας, στη Γερμανία (Walachen), όπου ονομάζουν τη Βόρειον κυρίως Ιταλίαν Welsch(land) και μέρος της Ελβετίας την Βαλαισίαν Wallis (γαλλικά Vallais) , εις την Γαλλία και το Βέλγιο έχουμε τους Wallons πάντοτε στα όρια της λατινικής γλώσσας και εις την Αγγλίαν, έχουμε την Ουαλία (Wales) Welsch(men) εις στα όρια του ρωμαΐκού κράτους» Δηλαδή όλες οι χώρες που είχαν κατακτηθεί από τους Ρωμαίους άρχισαν με την πάροδο του χρόνου να αφομοιώνουν την έννοια της λέξης Βλάχος και να την αποδίδουν στους υπηκόους των που χρησιμοποιούσαν το λατινογενές γλωσσικό ιδίωμα.
Κατά άλλους ερευνητές η λέξη Βλάχος προέρχεται από την παλαιοσλαβική λέξη Vlah ή Wlach που φαίνεται να την υιοθέτησαν από τους γερμανούς όταν, διώχνοντας τα γερμανικά φύλλα από την περιοχή τους, ήρθαν σε επαφή με όλους εκείνους τους λατινόφωνους λαούς που οι Γερμανοί τους αποκαλούσαν Welsch. Συγκεκριμένα ο Άμαντος γράφει: « ότι το όνομα Βλάχος τον 10ο αι. συναντάται στις περιοχές που ζουν οι Σλάβοι…»
Οι Βυζαντινοί αργότερα δέχτηκαν αυτό τον όρο μη γνωρίζοντας κάτι για την καταγωγή των λαών που είχαν στην κυριαρχία τους. Έτσι λοιπόν Βλάχους ονόμαζαν όλους τους γείτονες υπηκόους τους.
Άλλες απόψεις που θέλουν την προέλευση του ονόματος από την αιγυπτιακή λέξη Φελάχος που σημαίνει γεωργός ή από τη λέξη βλήχημα (βελάχημα) που σημαίνει βέλασμα θεωρούνται ότι στερούνται επιστημονικής βάσης.
Τα τελευταία χρόνια η αναφορά στους Βλάχους γίνεται και στη νεοελληνική γλώσσα με το όνομα Αρωμούνιοι, όρο που πρωτοχρησιμοποίησε ο Γερμανός εθνολόγος W. Weigand και στο ελληνικό κοινό τον εισήγαγε ο γλωσσολόγος Ν. Ανδριώτης.Επίσης γίνεται χρήση του όρου Αρμάνοι που τον έχει εισηγηθεί ο ερευνητής Σωκράτης Ν. Λιάκος. Οι ίδιοι στην ερώτηση για την εθνικότητά τους απαντούν με το όνομα Αρουμούνιοι, όνομα που ισοδυναμεί με το Romani (cives) αλλά και με το δικό μας Ρωμιοί που αναφερόταν σε όλους τους κατοίκους της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και της Βυζαντινής αργότερα.

Παραλλαγές του όρου Βλάχος

Η ονομασία Βλάχος, με την επίδραση του ελληνικού περιβάλλοντος, συναντάται σε δυο παραλλαγές τον όρο Κουτσόβλαχος και Αρβανιτοβλάχος.
Η λέξη Κουτσόβλαχοι είναι η λόγια νεοελληνική απόδοση του τουρκικού Κιουτσούκ-Βαλάχ που σημαίνει Μικροβλάχοι, δηλαδή κάτοικοι της Μικρής Βλαχίας (τουρκ. Κιουτσούκ Βαλαχί), όπως ονομαζόταν η Αιτωλοακαρνανία κατά την περίοδο της Ρωμανίας (δηλ: της Βυζαντινής αυτοκρατορίας όταν κατακτήθηκε από τους Τούρκους), σε σχέση με τους Μπουγιούκ-Βαλάχ τους Μεγαλοβλάχους, τους κατοίκους της Μεγάλης Βλαχίας όπως ονομαζόταν η Θεσσαλία την ίδια εποχή.
Μια άλλη εκδοχή που δίνει ο Μιχ. Χρυσοχόου είναι: Μετά την κατάκτηση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας από τους Τούρκους οι Τούρκοι ονόμασαν την Βλαχία(Δακία) Καραβλάχ που σημαίνει μεγάλη, απέραντη Βλαχία το δε ελληνικό κομμάτι που κατοικούσαν οι Βλάχοι Κουτσούκ-Βλαχ, από όπου και το Κουτσόβλαχος.
Μια εξίσου ενδιαφέρουσα εκδοχή δίνεται από τον Αντ. Κολτσίδα σύμφωνα με την οποία οι πραγματικοί Βλάχοι της Μακεδονίας, της Ηπείρου και της Θεσσαλίας όταν αρχίζουν να εξαπλώνονται προς τα νότια τμήματα της χώρας έρχονται σε επαφή με οικισμούς που μιλούσαν ελληνικά αλλά διατηρούσαν και την γλώσσα τους καλλιεργώντας μια διγλωσσία. Έτσι ο λαός τους ονόμασε «Κουτσόβλαχους» που σημαίνει ότι δεν είναι τόσο γνήσιοι Βλάχοι όπως εκείνοι που μιλούσαν αποκλειστικά και μόνο βλάχικα. Όρος που με την πάροδο των χρόνων έχει επικρατήσει γενικότερα.
Αρβανιτοβλάχοι είναι οι Βλάχοι, που ζούσαν στην Αλβανία ή κατάγονται από περιοχές του ευρύτερου βορειοηπειρωτικού χώρου, ήρθαν στην Ελλάδα και μιλούν πέρα από τα βλάχικα τα ελληνικά αλλά και μια από τις αλβανικές διαλέκτους. Κατάγονται από τους εκλατινισμένους Ιλλυριούς και πρώτη κοιτίδα τους ήταν η περιφέρεια της κωμόπολης Φράσαρη κοντά στην Αυλώνα.Οι ίδιοι αυτοαποκαλούνται Φαρσαριώτες ή Φρασιαρώτες(Farshirotsi) αλλά και Καραγκούνοι. Καραγκούνοι αυτοαποκαλούνται οι κάτοικοι των χωριών της Αιτωλοακαρνανίας Σωροβίγλη ή Στράτος, Κουτσομπίνα ή Παλαιομάνινα, Κατσαρού ή Γουργιώτισσα, Νταγιάντα ή Αγράμπελη, Παγκέικα ή Όχθια, Γακέικα ή Στρογγυλοβούνι.
Η ανάμιξη Αρβανιτοβλάχων και Κουτσόβλαχων ωφέλησε πολύ, σύμφωνα με ττον Κ. Άμαντο διότι ενίσχυσε τον ελληνικό πληθυσμό της υπαίθρου με ευρωστο πολεμικό στοιχείο πράγμα πολύτιμο κατά τη διάρκεια των αγώνων ενάντια στους Τούρκους.


Απόψεις περί καταγωγής των Βλάχων

Για την καταγωγή των Βλάχων/Αρμάνων ιστορικοί και εθνολόγοι έχουν εκφράσει και υποστηρίξει διάφορες απόψεις για την καταγωγή των Βλάχων που συνοπτικά συγκλίνουν στις παρακάτω θέσεις:
1. Οι Βλάχοι κατάγονται από Ρωμαίους κτηνοτρόφους και στρατιωτικούς αποίκους.
2. Οι Βλάχοι είναι δακορουμανικό παρακλάδι. (Δακία ονομαζόταν η Βλαχία)
3. Είναι απόγονοι του αρχαίου θρακικού λαού των Βησσών ή ιλλυρικό φύλο.
4. Είναι αυτόχθονες Έλληνες που εκλατινίστηκαν γλωσσικά από τους Ρωμαίους.

Εδώ αναρωτιέται κανείς: Ποια άποψη είναι άραγε ορθή και περισσότερο παραδεκτή;
Απαντούμε: Εκείνη που τεκμηριώθηκε με επιστημονική μέθοδο, με βάση τις ιστορικές πηγές και μαρτυρίες και που απέχει από την εξυπηρέτηση των οποιονδήποτε σκοπιμοτήτων (πολιτικών, προπαγανδιστικών, εθνικοφροσύνης). Ο εθνικός μας ποιητής Δ. Σολωμός το υποστηρίζει λέγοντας « εθνικόν είναι ό,τι είναι αληθές».
Στα πλαίσια της παρούσης εργασίας είναι αδύνατη η παρουσίαση και των τεσσάρων παραπάνω απόψεων αναλυτικά. Για πληρέστερη ενημέρωση παραπέμπουμε τον κάθε ενδιαφερόμενο στην ελληνική και διεθνή βιβλιογραφία που είναι πλουσιότατη πάνω στο συγκεκριμένο θέμα.
Η ενασχόληση μας με το θέμα μας έδωσε την ευκαιρία να σχηματίσουμε τη δική μας άποψη που συγκλίνει με την τέταρτη από τις προαναφερθείσες και με την οποία θα ασχοληθούμε εκτενέστερα παρακάτω.
Οι Βλάχοι/ Αρμάνοι είναι γηγενείς κάτοικοι των ελληνικών χωρών της Βαλκανικής, με κέντρο έναν χώρο ευρύτερο του Θεσσαλο-Ηπειρωτο-Μακεδονικού.
Μετά την νίκη των Ρωμαίων επί του τελευταίου αυτοκράτορα της Μακεδονίας Περσέα (178-168π.Χ), το ρωμαϊκό κράτος επεκτάθηκε στην Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία και σε χρονική περίοδο 50 ετών κατέλαβε ολόκληρη σχεδόν την Ελλάδα.
Οι Ρωμαίοι για να διασφαλίσουν τη φύλαξη των συγκοινωνιών τους στα κατεχόμενα εδάφη, υιοθέτησαν το μακεδονικό θεσμό, των κλεισουροφυλάκων (φύλακες των επικίνδυνων σημείων), και εγκατέστησαν στρατιωτικές φρουρές στους οδικούς άξονες σύνδεσης της Ρώμης με την Ανατολή.
Αναμφίβολα, η κατάκτηση των ελληνικών χωρών από τους Ρωμαίους επί 800 χρόνια περίπου, συνοδεύτηκε από γλωσσικό εκρωμαϊσμό ή εκλατινισμό των κατοίκων τους. Όπου το πολιτιστικό επίπεδο των αυτόχθονων κατοίκων ήταν χαμηλό (π.χ χωριά στην επαρχία) ο γλωσσικός εκλατινισμός επεκτάθηκε, ενώ εκεί που το πολιτιστικό επίπεδο ήταν υψηλό (π.χ πόλεις της εποχής) υπήρξε- αντιθέτως- γλωσσικός εξελληνισμός των Ρωμαίων που ήταν εγκατεστημένοι εκεί.
Μεικτή γλώσσα: Οι Ρωμαίοι κλεισουροφύλακες των ρωμαϊκών στρατιωτικών φρουρίων, ερχόμενοι σε επιμιξία με τους αυτόχθονες κατοίκους των ορεινών κυρίως περιοχών, γίνονταν φορείς του γλωσσικού εκλατινισμού των ντόπιων. Στο γλωσσικό εκλατινισμό των ορεινών όγκων της κεντρικής Βαλκανικής
-στα ευρύτερα όρια της μείζονος Μακεδονίας- συνέβαλε σημαντικά η κατάταξη των αγοριών ως μισθοφόρων στις ρωμαϊκές λεγεώνες για περίοδο μεγαλύτερη από 20-25 χρόνια. Μετά από μια τέτοια μακρόχρονη «στρατιωτική θητεία» αναγκαζόταν οι γηγενείς μισθοφόροι να μάθουν τη λατινική γλώσσα.
Μετά την αποστρατεία τους και επιστρέφοντας στους τόπους καταγωγής τους οι «μισθοφόροι» μετέδιδαν στις οικογένειές τους τις ξένες λέξεις που είχαν μάθει, δημιουργώντας έτσι μια ελληνολατινική διάλεκτο ή γλώσσα που σήμερα είναι γνωστή σαν βλάχικη γλώσσα, αρμάνικη ή αρωμουνική, ή κουτσοβλάχικη στο λεξιλόγιο της οποίας υπάρχει σημαντικός αριθμός λέξεων της αρχαιομακεδονικής και της γλώσσας του Ομήρου.
Οι απολυόμενοι λεγεωνάριοι, κάνοντας χρήση του δικαιώματος που είχε παραχωρηθεί πριν από την περίοδο του αυτοκράτορα Καρακάλλα(212μ.Χ), άρχισαν να αποκαλούν τιμητικά τους εαυτούς τους Romanus , δηλ. Ρωμαίους πολίτες, αυτό που δηλώνει και το όνομά τους με το οποίο αυτοαποκαλούνται: Αρμάνου
[Armanu<Ar(o)manu(s)<a+Romanus].

Οι μετέπειτα επιδρομές των Σλάβων και των Βουλγάρων δεν έθιξαν καθόλου τους βλαχόφωνους ορεινούς κατοίκους-πρώην λεγεωνάριους στην πλειοψηφία τους- των ευρύτερων περιοχών Θεσσαλίας, Ηπείρου, Μακεδονίας αφού οι επιτιθέμενοι δεν είχαν να κερδίσουν τίποτε από συγκρούσεις με αυτούς τους αρειμάνιους και σκληρούς μαχητές.
Για τη συναγωγή αυτού του συμπεράσματος συνηγορεί το γεγονός ότι ένας πολύ μικρός αριθμός σλάβικων λέξεων υπάρχει στην αρμάνικη βλάχικη γλώσσα.



Η παρουσία των Βλάχων στην ελληνική κοινωνία

Οι Βλάχοι σήμερα.


Σήμερα παρατηρείται γλωσσικός αποβλαχισμός των Βλάχων του Ελλαδικού χώρου. Το ίδιο βέβαια έχει συμβεί και στ’ άλλα βαλκανικά κράτη. Να τι γράφουν περί αυτού οι A.J.Wace και M.S.Thomson:
« Αν και μεγάλο μέρος της ιστορίας των Βλάχων της Βαλκανικής είναι σκοτεινό, ένα γεγονός προέχει φανερά, ότι απ’ την εποχή που πρωτοεμφανίστηκαν στην ιστορία αφέθηκαν να απορροφηθούν σιγά σιγά απ’ τα μεγαλύτερα έθνη που τους περικυκλώνουν. Η φυσική αύξηση του ορεινού πληθυσμού, η τουρκική κατάκτηση και η αργή πρόοδος της εκπαίδευσης και του εμπορίου υπήρξαν όλα αιτίες που καθυστέρησαν την εξαφάνισή τους.
Παρ’ όλα αυτά, ο αριθμός των κατοίκων τους υπήρξε σταθερός αλλά αργά ελαττούμενος και οι ίδιοι βοήθησαν σε αυτό με την έλλειψη εθνικού φρονήματος, με το διασκορπισμό τους και με τη δύναμη αυτοεξάλειψης. Ο σερ Άρθρουρ Έβανς βρήκε άφθονα ίχνη στο Βορρά γύρω από τα Σκόπια και σ’ όλη τη Δαρδανία και τη Δαλματία όπου οι Σλάβοι απορρόφησαν ένα βλαχόφωνο λαό και η ίδια διαδικασία συνεχίζεται στα Μεγλενά σήμερα. Στη Δύση οι Φαρσεριώτες γίνονται σιγά σιγά Αλβανοί.
Τελικά στο Νότο είναι πολύ γνωστό ότι η ίδια η Ελλάδα προσήλκυσε / προσέλκυσε στον Ελληνισμό μεγάλο αριθμό Βλάχων και ότι στη Θεσσαλία, μια μεγάλη μερίδα πληθυσμού των πόλεων είναι βλάχικης καταγωγής.»

Πόσοι όμως είναι οι Βλάχοι σήμερα; Σε πόσες χιλιάδες ανέρχονται; Οι Wace και Tomson γράφουν σχετικά:
« Μια ελληνική εκτίμηση πριν το 1930 μιλάει για 600.000 Βλάχους στον Ελλαδικό χώρο. Μεταγενέστερες εκτιμήσεις δίνουν συνήθως έναν πολύ μικρότερο αριθμό.
Ο G.Weigand, που έδωσε μεγαλύτερη προσοχή από οποιονδήποτε άλλον περιηγητή, τοποθετεί το συνολικό αριθμό των Βλάχων σ’ όλη τη Βαλκανική Χερσόνησο στις 373.520.
Μια άλλη άποψη εκείνη του Γάλλου Μ.Ε.Picot 1875, άποψη η οποία υιοθετείται από τους Ρουμάνους, μιλάει για την ύπαρξη 1.200.000 Βλάχων, το 1875, που ζούσαν στις περιοχές: Μακεδονία: 450.000, Θεσσαλία: 200.000, Ήπειρο και Αλβανία 350.000 και Θράκη 200.000.
Ο Ε.Α. Αβέρωφ εκτιμούσε, το έτος 1940, ότι οι Βλάχοι/ Αρμάνοι της Ελλάδας ανέρχονταν σε 400.000 από τους οποίους οι 200.000 μιλού
σαν τη βλάχικη γλώσσα και οι υπόλοιποι ενώ καταλάβαιναν την βλάχικη/αρμάνικη διάλεκτο δεν την μιλούσαν.
Ο καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Κ.Α. Βακαλόπουλος γράφει πως σήμερα ζουν 200.000 Ελληνοβλάχοι στο κράτος των Σκοπίων. (Ελευθεροτυπία, 17-12-1991)
Στην Ελλάδα τα τελευταία επίσημα στοιχεία είναι το 1951 και ομιλούν για 39.855 κατοίκους που έχουν ως μητρική γλώσσα την «Κουτσοβλάχικην».
Το θέμα του πληθυσμού των Βλάχων απασχολεί φαίνεται να έχει απασχολήσει πολλούς. Εντυπωσιακές είναι οι αριθμητικές διαφορές που κυμαίνονται από 2.000.000 το 1863, αναφορά του Chr.Tell, ενώ το 1859 ένας άλλος ερευνητής, ο F. Kanitz τους κατεβάζει στις 500.000 και o Bιrard το 1897 τους θέλει 300.000 συμπεριλαμβάνοντας και τους Βλάχους της Αδριατικής και της Αλβανίας.
Εκτός από τους πολιτικούς λόγους που φαίνεται να οδηγούν σε αυτές τις διαφορές υπάρχουν και κοινωνικά προβλήματα που εμποδίζουν μια πιο ξεκάθαρη απάντηση. Πώς άραγε να χαρακτηρίσεις έναν Έλληνα που οι γονείς και οι προπάπποι του μιλούσαν τη βλάχικη/αρμάνικη γλώσσα; Πώς να χαρακτηρίσεις συμπαγείς πληθυσμούς των μεγάλων αστικών κέντρων(Θεσσαλονίκης, Ιωαννίνων, Πρέβεζας, Άρτας, Αγρινίου, Βόλου, Λάρισας, κ.α) που ενώ είναι βλάχικης καταγωγής δε μιλούν τη βλάχικη γλώσσα εδώ και δεκαετίες, από τότε που ενσωματώθηκαν ως αστοί στις πόλεις, εγκαταλείποντας τις δικές τους κοιτίδες;
Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι πολλές από τις κοιτίδες του βλάχικου πολιτισμού λειτούργησαν ως πρώιμα αστικά κέντρα του Ελληνισμού στην Ελλάδα αλλά και σε όλα τα Βαλκάνια (Μοσχόπολη, Νέβεσκα, Μέτσοβο, Κλεισούρα, Σαμαρίνα, Περιβόλι, Συρράκο Κρούσοβο, κ.α)

ΤΟ ΚΟΥΤΣΟΒΛΑΧΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ

Οι Βλάχοι εκτός από την ελληνική γλώσσα την οποία γράφουν και μιλούν κατά τρόπο υποδειγματικό, χρησιμοποιούν σε περιβάλλον στενό, οικογενειακό, φιλικό, επαγγελματικό, ως προφορική μόνο γλώσσα, παράλληλα με την ελληνική και την κουτσοβλάχικη(τα βλάχικα). Η γλώσσα αυτή ανήκει στη μεγάλη οικογένεια των ρωμανικών γλωσσών
Ο Littrι αποκαλεί ρωμανικές γλώσσες τις ιδιωματικές μορφές που προήλθαν από τη λατινική γλώσσα μετά την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Από τη διαφορετική εξέλιξη της λατινικής έχουμε τις διάφορες ρωμανικές ή λατινογενείς γλώσσες οι οποίες χωρίζονται σε δυο ομάδες την ανατολική και τη δυτική ομάδα. Στην ανατολική ανήκουν οι: βλάχικη, ρουμάνικη, ιστρορρωμάνικη, μεγλενίτικη και στη δυτική οι: ιταλική, γαλλική, ισπανική, πορτογαλική. Το νεολατινικό ιδίωμα της κουτσοβλάχικης είναι γνωστότερο στους γλωσσολογικούς κύκλους με τον όρο αρωμουνική, παράγωγο του Αρωμούνος (Armanu, Α προσθετικό +Romanus), όνομα με το οποίο αυτοαποκαλούνται οι Βλάχοι ή Κουτσόβλαχοι του Ελληνικού χώρου.
Η γένεση της αρωμουνικής χρονολογείται από την εμφάνιση των Ρωμαίων στην ελληνική χερσόνησο. Το 171 π.Χ ο ρωμαίος στρατηγός Παύλος Αιμίλιος κυριεύει την Ήπειρο και στη συνέχεια τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία (168 π.Χ) που μαζί με τη νότιο Ιλλυρία αποτέλεσαν μια ρωμαϊκή επαρχία με το γενικό όνομα Μακεδονία. Οι Ρωμαίοι εγκατέστησαν ένοπλες φρουρές, τις οροφυλακές για τη φύλαξη των συνόρων και των επικίνδυνων οδικών κόμβων από επιθέσεις. Από τους χρόνους του Αύγουστου το 31 π.Χ οι στρατιώτες για τις λεγεώνες του ανατολικού κράτους στρατολογούνται από τις χώρες της ελληνικής επιρροής και μειώνεται αισθητά η παρουσία του ρωμαϊκού στοιχείου στις επαρχίες της ανατολικής αυτοκρατορίας. Τη εποχή του Αδριανού 117μ.Χ, στις οροφυλακές των Ανατολικών επαρχιών, στρατολογούνταν ντόπιοι στρατιώτες, οι κλεισουροφύλακες όπως έχει προαναφερθεί στην εισαγωγή, και μόνο οι αξιωματικοί είναι Ρωμαίοι που κι αυτοί σιγά-σιγά τείνουν ν’ αφομοιωθούν από τους αυτόχθονες κατοίκους. Είχε δημιουργηθεί μια νέα πλέον πίστη στους στρατιώτες που κάθε άλλο παρά «ρωμαϊκό συμφέρον» υποστήριζαν. Γι αυτό ο αυτοκράτορας Καρακάλλας(211-217μ.Χ) ανακήρυξε σε Ρωμαίους πολίτες όλους τους μη Ιταλούς στρατιώτες. Δημιουργήθηκαν λοιπόν όλες οι προϋποθέσεις επιμιξίας Ελλήνων και Λατίνων.
Οι απόστρατοι, οι veterani, έπαιρναν σαν αμοιβή διάφορες καλλιεργήσιμες εκτάσεις, τις οποίες και εκμεταλλεύονταν. Τα παιδιά των απόστρατων γίνονταν με τη σειρά τους και αυτά στρατιώτες που υπηρετούσαν κατά την ειρηνική περίοδο συνήθως στη χώρα τους γιατί γνώρι- ζαν καλά τη γλώσσα του τόπου. Σε περιόδους πολέμου καλούνταν να πάρουν μέρος σε εκστρατείες και ζούσαν για αρκετά χρονικά διαστήματα μακριά από την πατρίδα τους πολεμώντας. Κοινό λοιπόν όργανο συνεννόησης σ’ αυτές τις εκστρατείες όλοι αυτοί οι στρατιώτες είχαν τη λατινική γλώσσα. Ανάγκη λοιπόν συνεννόησης ήταν να βρεθεί ένα κοινό γλωσσικό μέτρο κατανοητό σε όλους, αφού όλη η στρατιωτική εκπαίδευση και οι διαταγές δίνονταν μέχρι και την εποχή του Μαυρικίου στη λατινική γλώσσα, που ήταν η επίσημη γλώσσα του κράτους. Επομένως όλοι οι υπήκοοι-στρατιώτες έπρεπε να προσαρμοστούν στο γλωσσικό αυτό ιδίωμα. Έτσι αρχίζει με γρήγορο ρυθμό η γλωσσική αφομοίωση.
Η γνώση της λατινικής αποβαίνει επίσης απαραίτητο εφόδιο για τους δημοσίους υπαλλήλους του ρωμαϊκού κράτους, το οποίο επιλέγει αυτούς που την μιλούν μεταξύ των Ελλήνων, τόσο της μητροπολιτικής Ελλάδας όσο και της διασποράς. Εξίσου χρήσιμη είναι η λατινική στους εμπόρους, ξενοδόχους, ταχυδρομικούς, τεχνίτες, επιστήμονες και παντός είδους επαγγελματίες που επιθυμούν να κινούνται ελεύθερα στον τεράστιο χώρο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, εφ’ όσον γίνουν κάτοχοι της ρωμαϊκής ισοπολιτείας και ταυτόχρονα της λατινικής γλώσσας, την οποία απαιτούσαν οι αυτοκράτορες. Έτσι λοιπόν άρχισε να αφομοιώνει η λατινική την ελληνική και αντίστροφα. Η συνένωση των δυο γλωσσικών μορφών οδήγησε στη γέννηση μιας λατινογενούς γλώσσας της Βλάχικης ή Κουτσοβλάχικης όπως σήμερα λέγεται. Τα γλωσσικά στοιχεία παθαίνουν πλήρη αφομοίωση και σύγχυση που δεν προδίδουν την ταυτότητα της μιας ή της άλλης γλώσσας(ελληνικής ή λατινικής) με μια πρόχειρη κι επιφανειακή εξέταση. Μόνο ένας ειδικός μπορεί πλέον να μας ενημερώσει για το ποια λέξη της βλάχικης προέρχεται από την μια ή την άλλη γλωσσική μορφή.
Η λατινική, σαν πρόσκαιρη άλλη γλώσσα κατακτητή, αφομοίωσε πολλά ελληνικά στοιχεία. Στο λεξιλόγιο των Βλάχων φαίνεται να υπερισχύουν οι ελληνικοί γλωσσικοί τύποι. Όπως μας πληροφορεί ο Νικολαΐδης από τις 6.657 λέξεις που αναφέρει το λεξικό της Κουτσοβλάχικης γλώσσας οι 2.605 είναι λατινικής καταγωγής ενώ οι 3.460, που αποτελούν και το 52% του λεξιλογίου τους, είναι ελληνικής προέλευσης. Μικρή επίδραση φαίνεται να έχει η σλαβική με 185 λέξεις, ποσοστό 2,8% και η αλβανική με 150 λέξεις, ποσοστό 2,3%, που οφείλεται στη γειτονική συνύπαρξη των λαών.
Η ύπαρξη πολλών λέξεων, στη βλάχικη γλώσσα, από την ομηρική περίοδο αποτελεί ένα ακόμα στοιχείο, ότι οι πρόγονοι των Βλάχων κατοικούσαν εδώ από τα χρόνια του Ομήρου. Στο βιβλίο του Γιώργη Έξαρχου «Αυτοί είναι οι Βλάχοι»σ.58, υπάρχει αναφορά σε μια σειρά λέξεων που συναντιούνται στα γραπτά του Ομήρου.
Η συρρίκνωση της αρωμουνικής επέρχεται βαθμιαία με την μετανάστευση, ακούσια ή εκούσια, των κατοίκων των βλαχοχωριών προς τα πεδινά αστικά κέντρα.
Παρότι υπάρχουν ομοιότητες μεταξύ βλάχικης και ρουμάνικης αφού ανήκουν και οι δυο στην ανατολική ομάδα των ρωμανικών γλωσσών, όπως προαναφέρθηκε, αισθητές είναι οι διαφορές τους σε όλα τα επίπεδα, λεξιλόγιο, σύνταξη και φωνητική φωνολογία. Ωστόσο λόγοι πολιτικής σκοπιμότητας ήταν αυτοί που οδήγησαν στο χαρακτηρισμό της αρωμουνικής ως διαλέκτου της ρουμανικής και των Βλάχων των ελληνικών χωριών ως Ρουμάνων, Δακών, εκρωμαϊσμένων, που κατέβηκαν από το Δούναβη στην Πίνδο.
΄Ηδη η διεπιστημονική έρευνα έχει αναιρέσει την υπόθεση αυτή, όπως κάθε παρόμοια θεωρία των Ρουμάνων, επαληθεύοντας την ελληνική καταγωγή των Βλάχων της Πίνδου.

Η ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΜΑΣ


Η παρουσία των Βλάχων στην ελληνική κοινωνία είναι έντονη και υπάρχουν αρκετές αναφορές ιστορικών και χρονογράφων που μιλούν γι’ αυτό. Ειδικότερα θα αναφερθούμε στην παρουσία τους μέσα από τα γράμματα και τη φιλολογία τους αλλά και τη συμμετοχή τους στους αγώνες της Ελλάδας εναντίον των κατά καιρούς κατακτητών που την απείλησαν.

Η προσφορά τους στα γράμματα και τη φιλολογία

Ο παραπάνω τίτλος μας κάνει να αναρωτηθούμε πρώτα απ’ όλα:
1. Υπάρχει βλάχικη φιλολογία;
2. Γράφεται η βλάχικη γλώσσα;
3. Υπάρχει βλάχικο αλφάβητο;


Εδώ θα απαντήσουμε, βασισμένοι στις έρευνες που έχουν γίνει, ότι και βέβαια υπάρχει βλάχικη φιλολογία. Πρόκειται για «προφορική φιλολογία» και εννοούμε το σύνολο των δημοτικών και παραδοσιακών τραγουδιών αλλά και το σύνολο των λαϊκών παραμυθιών στη βλάχικη/αρμάνικη γλώσσα, που δυστυχώς πέρα από ατομικές προσπάθειες δεν έχει γίνει τίποτε επίσημο για την καταγραφή και την διάσωση αυτού του πολιτισμού.
Αντίθετα η «γραπτή φιλολογία» της βλάχικης/αρμάνικης γλώσσας δεν έχει μακρόχρονη παράδοση και αυτό οφείλεται σε δυο λόγους:
α) Οι Βλάχοι της Ελλάδας έγραψαν και γράφουν στη Νεοελληνική γλώσσα, γιατί ο πλούτος του λεξιλογίου της παρέχει απεριόριστες δυνατότητες έκφρασης και όχι στη βλάχικη. Το πόσο ενεργή είναι η παρουσία των Βλάχων στα γράμματα φαίνεται, από τα ονόματα πολλών Βλάχων οι οποίοι και έγραψαν στη Νεοελληνική γλώσσα της εποχής αλλά και υπήρξαν μεγάλοι δάσκαλοι του Γένους: Καλλίνικος Ακαρνάν από το Καρπενήσι(1630-1702), Νικόλαος Ζερτζούλης από το Μέτσοβο, Ρήγας Φερραίος από το Βελεστίνο(1754-1798) για τον οποίο λέγεται ότι έχει γράψει και στη «Κουτσοβλάχικη» τα πρώτα ερωτικά ποιήματά του τα οποία και αναζητούντα, Ιώσηπος Μοισιόδακας, Κωνσταντίνος Κούμας, Νεόφυτος Δούκας και πλάι σ’ αυτούς ονόματα μεγάλων λογοτεχνών όπως Κ. Κρυστάλλη, Α. Βαλαωρίτη, Γ. Ζαλοκώστα, Ε. Αβέρωφ και πολλών άλλων που δεν έχουν παρατεθεί σ’ αυτόν τον κατάλογο.
β) Ο δεύτερος λόγος, που η γραπτή φιλολογία της αρμάνικης γλώσσας έχει τόσο μικρή ιστορία, είναι ότι ουδέποτε παλιότερα οι Βλάχοι ένιωσαν ότι κινδύνευε να χαθεί.
Η παλαιότερη προσπάθεια για να γραφεί η βλάχικη γλώσσα, είτε με τη χρήση του ελληνικού είτε με τη χρήση του λατινικού αλφαβήτου, έχει ιστορία δυόμισι περίπου αιώνων.
Παλαιότερο δείγμα βλάχικου γραπτού λόγου είναι μια επιγραφή του 1731, σε εικόνα της εκκλησίας Παναγίτσα του χωριού Αρδενίτσα της πεδιάδας των Μουζακιών της Αλβανίας, γραμμένη σε μικρογράμματη ελληνική γραφή και λέει:
«Βίργιρε Μούμα-λ τουμνεζί ώρε τρε νόϊ πεκετόσσλοιι»
και σημαίνει:
«Παρθένος μητέρα του Θεού δεήσου και για μας τους αμαρτωλούς»

Υπάρχουν κι άλλες αξιόλογες προσπάθειες για να γραφτούν κείμενα στην αρμάνικη γλώσσα που έγιναν στα τέλη του 18ου αι. Αξίζει να αναφερθεί η «Εισαγωγική Διδασκαλία» του Δανιήλ Μοσκοβίτη που επανεκδίδεται το 1802 περιέχοντας ένα τετράγλωσσο λεξικό «της απλής ρωμαϊκής [ελληνικής], της εν Μοισία βλαχικής, της Βουλγαρικής, και της αλβανιτικής» που ο Αχ. Λαζάρου, γνωστός μελετητής της ιστορίας των Βλάχων, θεωρεί αυτό το βιβλίο σαν πρώτη μέθοδο άνευ διδασκάλου εκμάθησης ξένης γλώσσας.
Το 1813 τυπώνεται στη Βιέννη η πρώτη βλάχικη γραμματική χρησιμοποιώντας το λατινικό αλφάβητο για τη γραφή βλάχικων λέξεων. Το βιβλίο με τον τίτλο «Γραμματική Ρωμανική, ήτοι Μακεδονοβλαχική» τυπώνεται στα γερμανικά και στα ελληνικά από τον Μιχαήλ Μποϊτζή.
Περισσότερα τέτοια παραδείγματα αναφέρει ο Γιώργης Έξαρχος στο βιβλίο του «Αυτοί είναι οι Βλάχοι» σ.53-56. Όλα αυτά κάνουν ολοφάνερη την ανάγκη για καταγραφή και προστασία αυτής της γλώσσας από την πολιτεία μια και αποτελεί κομμάτι της ελληνικής ιστορίας.

Οι Βλάχοι παρόντες σ’ όλους τους αγώνες

Η παρουσία των Βλάχων στους αγώνες του ελληνισμού είναι φανερή σε κάθε περίοδο της ελληνικής ιστορίας ξεκινώντας από τα χρόνια του Βυζαντίου και συνεχίζοντας στα χρόνια της ελληνικής επανάστασης.
1. Το 1420 οι Βλάχοι συμμετέχουν στην υπεράσπιση της Θεσσαλονίκης από τις επιδρομές του Μουράτ Β΄ . Το περιστατικό καταγράφεται σε έγγραφο των αρχείων της Βενετίας με ημερομηνία 27 Ιουλίου 1423.
2. Πριν τη Άλωση της Πόλης, όταν οι Οθωμανοί επιχειρούν βαθμιαία να καταλάβουν τη Βαλκανική οι Βλάχοι συνεννοούνται με τον Δεσπότη του Μυστρά Κωνσταντίνο Παλαιολόγο και προβάλλουν σθεναρή αντίδραση.
3. Το 1453 βρίσκονται στην υπεράσπιση της Πόλης με ένα σώμα 2000 ιππέων.
4. Ο θεσμός των αρματολικιών, αναφέρει ο Γιώργης Έξαρχος, φαίνεται να ξεκίνησε στους οικισμούς των Βλάχων. Η λέξη φαίνεται να προέρχεται από το armatus=οπλίτης των Ρωμαίων, με τη χρήση του αρθρου lu. Απ’ αυτό προέκυψε το armatus+lu= που ελληνοποιήθηκε σε αρματωλός και σημαίνει το καθεστώς αυτονομίας που αναγνώρισαν οι Οθωμανοί στους Βλάχικους οικισμούς πριν ακόμα την άλωση της Κωνσταντινούπολης.
5. Πριν την επανάσταση, ο βλάχος όπως προαναφέρθηκε, Ρήγας Βελενστινλής, ξεσηκώνει το γένος ενάντια στον τούρκικο ζυγό βοηθούμενος από τον ομόγλωσσό του Αρμάνο Χριστόφορο Περραιβό. Οι, επίσης Βλάχοι στην καταγωγή, Γιωργάκης Ολύμπιος και Γιάννης Φαρμάκης ενεργά μέλη του επαναστατικού κινήματος στη Μολδοβλαχία.
6. Πολέμησαν κάτω από τις διαταγές του Κολοκοτρώνη. Ο λαός της Πελοποννήσου τον αποκαλεί «Βλαχοβασιλιά», αναφέρει ο ιστορικός Φρατζής. Ο Φωτάκος-γραμματικός του Κολοκοτρώνη- λέει «οι πολεμιστές τούτου ήταν κατά το πλείστον τζιομπάνοι από τις φάρες των βλαχοποιμένων, που λέγονταν και σκηνίται και ήσαν Ρουμελιώται οι οποίοι εγεννήθησαν εις την Πελοπόννησον, έζων κατά γενεάς και ευρέθησαν εκεί κατά την Επανάστασιν». Ο Κουζινερί, Γάλλος πρόξενος στη Θεσσαλονίκη, έρχεται να επιβεβαιώσει την ύπαρξη Βλάχων στην Πελοπόννησο στην περιοχή του Άργους όπου ασκούν κυρίως τα επαγγέλματα του εμπόρου και του κτηνοτρόφου
7. Στο Μακεδονικό αγώνα η παρουσία των Βλάχων είναι εξίσου σημαντική. Η συμβολή τους εγκωμιάζεται από τον Παύλο Μελά, με Βλάχους από τη Σαμαρίνα, το Περιβόλι, τη Σμίξη. Η ελληνική κοινότητα του Μοναστηρίου αποτελούσε τη σπουδαιότερη ελληνοβλάχικη ομάδα και σ’ αυτή πρωταρχικά στηρίχτηκε ο αγώνας.
Ο πρόξενος του Μοναστηρίου την 3η Δεκεμβρίου 1906 έγραφε προς το Υπουργείο Εξωτερικών: «Έχομεν ευτυχώς εδώ άνδρας προθύμους, ούς ο ένθερμος πατριωτισμός και η άγρυπνος νοημοσύνη καθιστούν πολύτιμους συνεργάτας. Οιαδήποτε και αν είναι η τύχη,… οι άνδρες ούτοι εκτήσαντο από του νυν δικαιώματα επί της αιωνίου ευγνωμοσύνης του έθνους»
Ο Κ.Ι Μαζαράκης-Αινιάνος σχετικά αναφέρει: (1904) «Αι βλαχόφωνοι ελληνικαί πόλεις, ήασαν τα πατριωτικώτερα ελληνικά κέντρα. Το Μοναστήρι υπερείχε πάντων με τα πλησίον χωρία Μεγάροβον, Νιζόπολιν, Πισοδέρι..»
Τελειώνοντας αυτήν την αναφορά στην προσφορά των Βλάχων θα επαναλάβουμε τα λόγια του προξένου που προαναφέρθηκαν: «Οι άντρες αυτοί απόκτησαν από τώρα και στο εξής το δικαίωμα αιώνιας ευγνωμοσύνης του έθνους»



ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ ΤΗΣ ΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ


Στην Ακαρνανία σήμερα υπάρχουν έξι βλαχοχώρια. Απ’ αυτά το μεγαλύτερο είναι η Παλιομάνινα, με χίλιους κατοίκους περίπου. Βρίσκεται στη δεξιά όχθη του Αχελώου ποταμού και απέχει 35 χιλιόμετρα από το Αγρίνιο και άλλα τόσα από το Μεσσολόγγι. Έχει χτιστεί στη θέση μιας απέραντης, αλλά άγνωστης ακόμα αρχαίας, πόλης που εκτείνονταν στις όχθες του Αχελώου. Εκεί υπάρχει μέχρι σήμερα η διεθνώς πια γνωστή Μεγάλη Πύλη ή Αυλόπορτα ή Πόρτα όπως λένε οι ντόπιοι.
Τα πρώτα σπίτια άρχισαν να χτίζονται στα μέσα του 19ου αι. από ελληνόβλαχους κτηνοτρόφους, οι οποίοι κατέβαιναν από τα ηπειρώτικα βουνά μόνο για χειμαδιό. Έτσι σιγά-σιγά χτίστηκαν τα έξι βλαχοχώρια, που αρχικά πήραν το όνομά τους από το όνομα του ισχυρότερου κτηνοτρόφου αρχιτσέλιγκα.
Έτσι το πρώτο όνομα της Παλαιομάνινας ήταν Κουτσομπίνα (ο Κουτσομπίνας ήταν άρχοντας της περιοχής). Με τον ίδιο τρόπο το όνομα της Γουργιώτισσας είναι Κατσαρού, του Αγράμπελου Νταγιάντα ή Μπούστα, των Οχθίων Παγγέικα, το Στρογγυλοβούνι Ρακέικα και το σημερινό Στράτο Σοροβίγλι. Υπήρχε και έβδομο βλαχοχώρι στην περιοχή, τα Νουσέικα, αλλά αυτό εγκαταλείφτηκε νωρίς.
Η λατινογλωσσία των κατοίκων αυτών της Ακαρνανίας εξηγείται από την εποχική παραμονή των ποιμένων αυτών στις ηπειρωτικές περιοχές που ήταν η πηγή του βλαχισμού. Οι κάτοικοι των έξι βλαχοχωρίων της Ακαρνανίας, φέρουν ακόμα έντονα την επιρροή ηπειρωτικών παραδόσεων(χοροί, τραγούδια κλπ). Σίγουρο είναι λοιπόν ότι οι Ελληνόβλαχοι της Ακαρνανίας έκαναν επί αιώνες νομαδική ζωή μεταξύ Ηπείρου (ξεκαλοκαιριό) και Ακαρνανίας(χειμαδιό).
Γι αυτό θεωρούν και τις συγκεκριμένες περιοχές αποκλειστικά «δικές τους». Πρέπει να σημειώσουμε ότι κατά την Βυζαντινή εποχή η Ακαρνανία ήταν γνωστή ως Μικρή Βλαχία σε αντίθεση με τη Θεσσαλία που ήταν γνωστή σαν Μεγάλη Βλαχία. Η άποψη ότι οι ελληνόβλαχοι της Ακαρνανίας εγκαταστάθηκαν μόνιμα πια στην Ακαρνανία μετά το 1840, επιβεβαιώνεται και από σχετικό έγγραφο των ιδίων προς την Κυβέρνηση Ιωάννη Καποδίστρια με το οποίο οι βλαχοποιμένες αυτοί ζητούν από τον Κυβερνήτη την άδεια να εγκατασταθούν μόνιμα στην περιοχή αυτή. Το έγγραφο αυτό έχει ημερομηνία 27 Σεπτεμβρίου 1827, εστάλλει από τη Ναύπακτο και υπογράφεται από τον Αθαν. Δημ. Κραψίτη. Όσον αφορά δε τη μόνιμη εγκατάστασή τους μέχρι σήμερα σώζεται η εξής ιστορία:
«Ήταν τέλος της άνοιξης και οι τσοπαναραίοι (που βρίσκονταν στην Ακαρνανία για χειμαδιό), άρχισαν τις ετοιμασίες για να πάνε στα βουνά. Οι ετοιμασίες ήταν πολλές. Οι άντρες μπάλωσαν τα σαμάρια, πετάλωσαν τ’ αλογομούλαρα. Οι γυναίκες σάκιασαν, ξεσάκιασαν, ετοίμασαν τα απαραίτητα για το άρμεγμα καζάνια, τσαντίλες, πιτιά και γενικότερα όλα τα αναγκαία για το ξεκαλοκαιριό στα βουνά. Όλα αυτά έπρεπε να τα φορτώσουν στ’ αλογομούλαρα. Ο γέρο τσέλιγκας τακτοποίησε τους λογαριασμούς με τους ιδιοκτήτες των βοσκοτόπων και άλλες υποχρεώσεις. Ο τσέλιγκας ήταν ο μόνος υπεύθυνος για όλα, όχι μόνο για την χειμερινή περίοδο αλλά και για την άλλη που θα ερχόταν. Επιβεβαιώνεται δηλαδή η διαπίστωση ότι η διοικητική οργάνωση των Βλάχων ήταν μυκηναϊκή και ομηρική. «Τις κείρανος έστω» δηλαδή ένας να είναι ο αρχηγός όπως έλεγε ο Όμηρος. Την παραμονή της ημέρας που θα έφευγαν μαζεύονταν κατά στάνες κι έκαναν ένα είδος γιορτής. Άναβαν φωτιές, έψηναν αρνιά, έτρωγαν και έπιναν. Ήξεραν ότι το ταξίδι τους θα ήταν κουραστικό. Ταξίδευαν με τα πόδια - τ’ αλογομούλαρα ήταν φορτωμένα με τα πράγματα- και στο τέλος του καλοκαιριού έπρεπε να το επαναλάβουν και να περάσουν ξανά τις ίδιες δυσκολίες. Τη συγκεκριμένη χρονιά, αφού έφαγαν - οι πρόγονοι των σημερινών Βλάχων της Ακαρνανίας- μαζεύτηκαν στο κονάκι του γέρο-τσέλιγκα. Ο τσέλιγκας ανέβηκε σε μια πέτρα, έτοιμος να εκφωνήσει το λόγο του. Συμβουλές για το ταξίδι και οδηγίες. Αντί να πει όμως τα αναμενόμενα είπε:

«Ω! παιδιά μου ορφανά μου! Ως πότε θα αφήνουμε γεια στα παλιοκούνακα, στα βοσκοτόπια και στις βελανιδιές!!»

Είναι προφανές ότι οι συνεχείς μετακινήσεις τον είχαν κουράσει. Έγινε σύσκεψη κι αποφασίστηκε ομόφωνα η οριστική ματαίωση του βλαχοξεκινήματος. Από τότε οι Βλάχοι δεν ξανάφυγαν από την Ακαρνανία.
Μεγάλη ήταν η συμμετοχή των Βλάχων της Ακαρνανίας στους εθνικούς αγώνες και κυρίως στην επανάσταση του 1821. Από τις πρώτες κιόλας μέρες μετά την άλωση της Πόλης, οι Βλάχοι πύκνωσαν τις τάξεις των κλεφτών και αρματωλών. Γνωστά ονόματα πολεμιστών είναι των: Νούσια, Μήλα, Φέρρα Χολέβα, Σπανού, Κάμπου, Μπομπόλη, Μπίκα, και Αποστόλου. Ιστοριοδίφες αναφέρουν ότι οι Βλάχοι της Ακαρνανίας πήραν μέρος σε πολλές μάχες. Η μάχη της 8ης Ιουνίου 1821 στο Αγρίνιο, της 10ης Αυγούστου 1822 στην Πλάκα, η πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου το 1822, το Σεπτέμβριο του 1823 η μάχη του Αιτωλικού, η έξοδο του Μεσολογγίου ήταν μερικές από αυτές.



Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

Σήμερα στην Ακαρνανία υπάρχουν, όπως έχει προαναφερθεί, έξι βλαχοχώρια: η Γουργιώτισσα, τα Αγράμπελα, τα Όχθια, το Στρογγυλοβούνι, ο Στράτος και η Παλαιομάνινα. Κύρια απασχόληση των κατοίκων είναι οι αγροκαλλιέργειες και η κτηνοτροφία. Δεν θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι τα χωριά αυτά έχουν ανεπτυγμένο κοινωνικό-οικονομικό επίπεδο. Ένδειξη αποτελεί το γεγονός ότι οι κάτοικοι εγκαταλείπουν συνεχώς τα χωριά τους, αναζητώντας καλύτερο επίπεδο ζωής στις κοντινές πόλεις ή στην Αθήνα. Εκτιμάται ότι μόνο στην Αθήνα σήμερα ζουν περίπου 250 οικογένειες Παλαιομανιτών. Οι εναπομείναντες στα χωριά τους κάτοικοι προσπαθούν να κρατήσουν την πλούσια πολιτισμική τους παράδοση, αλλά μέχρι σήμερα οικονομικά αναξιοποίητη. Αυτή αφορά την παραδοσιακή ενδυμασία τους, προϊόντα οικοτεχνίας (παραδοσιακοί αργαλειοί, στους οποίους υφαίνουν κιλίμια, ταγάρια, κ.α και παραδοσιακά κτηνοτροφικά προϊόντα), αλλά και τα ήθη και έθιμα σχετικά με το γάμο, τη γέννηση, το θάνατο, τη διασκέδαση, τη γενικότερη αντιμετώπιση της ζωής. Αυτή την πολιτισμική κληρονομιά θα προσπαθήσουμε παρακάτω να περιγράψουμε.

Α. ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΕΘΙΜΙΚΗ ΖΩΗ

Τα οικογενειακά έθιμα είναι τα πιο έντονα στη ζωή των Βλάχων, γιατί η οικογένεια αποτελεί το σημαντικότερο δεσμό της ελληνικής ζωής. Έτσι θα αναφέρουμε δοξασίες και εθιμικές διαδικασίες που σχετίζονται με τη στοργή προς το νέο παιδί, τη φροντίδα για το νέο ανδρόγυνο, και την αγωνία για τη μεταθανάτια τύχη του νεκρού.

1. ΓΕΝΝΗΣΗ

Ένας από τους κυριότερους σκοπούς του γάμου των Βλάχων ήταν, κι ακόμα είναι, όπως και στην αρχαία Ελλάδα, η γέννηση των παιδιών και μάλιστα των αρσενικών, που θα αποτελούσαν τη συνέχεια της γενιάς. Σε περιπτώσεις ατεκνίας ή πίστευαν ότι τους έχουν κάνει μάγια οπότε πήγαιναν στη γύφτισσα για να τους «λύσει τα μάγια» ή έπαιρναν βότανα για να ξεπεράσουν τα προβλήματα και να τεκνοποιήσουν. Όταν η γυναίκα ήταν έγκυος φυλαγόταν από κάθε τι που θα μπορούσε να γίνει αιτία, να χάσει το παιδί, να «πέσει» το παιδί. Η αγωνία όμως δεν περιοριζόταν στην ανάγκη να γεννήσει εξάπαντος η γυναίκα αλλά και στο φύλο του παιδιού που θα ερχόταν στον κόσμο. Έτσι προσπαθούσαν να μαντέψουν με διάφορους τρόπους το φύλο του παιδιού. Έπαιρναν κουκούτσια από πορτοκάλι και τα ‘ριχναν στη φωτιά. Αν σκάζοντας έκαναν θόρυβο, έλεγαν ότι η γυναίκα θα κάνει αγόρι. Αν όχι, τότε θα γεννούσε κορίτσι.
Οι Βλάχες γεννούσαν όπως και στην αρχαία Αθήνα περιτριγυρισμένες από τις γυναίκες του σπιτιού, υπό την επίβλεψη της μαίας που ήταν ικανή να κόψει τον ομφάλιο λώρο και να φροντίσει τη μητέρα και το βρέφος. Όταν γεννιόταν το παιδί η λεχώνα έπρεπε για σαράντα μέρες να φυλάγεται από το «κακό μάτι». Φορούσε γι αυτό στο κεφάλι μαντήλι, που δεν το έβγαζε καθόλου όλες αυτές τις μέρες ούτε για να το πλύνει.
Τις πρώτες μέρες γύρω από το κρεβάτι της λεχώνας σκορπούσαν στάρι για να χορτάσει ο χάρος και να μην πάρει τη γυναίκα και το παιδί. Τα μωρά τους οι Βλάχες τα ξάπλωναν πάντα ανάσκελα γι αυτό και το πίσω μέρος του κεφαλιού τους ήταν σχεδόν επίπεδο. Αναφέρεται, επίσης, ότι τα σπάργανα των μωρών απαγορευόταν να μείνουν απλωμένα έξω το βράδυ μετά την δύση του ηλίου. Οι Ελληνόβλαχοι έδιναν στο πρώτο παιδί το όνομα του παππού του (πατέρα του πατέρα του) αν ήταν αγόρι και της γιαγιάς (μητέρας του πατέρα του) αν ήταν κορίτσι. Εδώ φαίνεται ξεκάθαρα πόσο σημαντικό ήταν για τη συνέχιση του ονόματος της οικογένειας ήταν το αγόρι αφού και τα όνοματα ων παιδιών καθορίζονταν από την οικογένεια του άντρα-πατέρα της οικογένειας. Το ίδιο συμβαίνει μέχρι και σήμερα και πρέπει να αναφέρουμε ότι υιοθετήθηκε και από πολλές ελληνικές οικογένειες που ήρθαν σε επαφή με τους Βλάχους. Το παιδί λοιπόν είχε τρία ονόματα: το δικό του, του πατέρα του και του παππού του ή με το επώνυμό του και το παρατσούκλι του που σχεδόν πάντα είχε.



2. ΕΘΙΜΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΗΔΕΙΑ


Ο θάνατος και ο αποχωρισμός του ανθρώπου από την εφήμερη και ματαιη ζωή συντάρασσε βαθύτατα τον Βλάχο. Τα συναισθήματα που του προξενούσε τα εξέφραζε με έθιμα που περιγράφουμε παρακάτω.
Οι Ελληνόβλαχοι έπλεναν το νεκρό με νερό και κρασί, τον σαβάνωναν με λευκό σεντόνι, του έκλειναν τα μάτια, του σταύρωναν τα χέρια, του έβαζαν τριαντάφυλλο στο στόμα και τον τοποθετούσαν στο πάτωμα με το κεφάλι προς τη δύση. Νεκρικά έθιμα που θυμίζουν πολύ τα έθιμα των αρχαίων Ελλήνων.
Αν ο νεκρός ήταν ανύπαντρος άντρας του φορούσαν ένα στεφάνι στο κεφάλι, αν ήταν γυναίκα το νυφικό της και τη στόλιζαν σαν νύφη, συνήθεια που συνεχίζεται και σήμερα.
Στο νεκρό έφερναν «πίτα ντι νιέρι» που σημαίνει πίτα με μέλι. Αυτό ήταν ένα είδος μπακλαβά για να πάει χαιρετίσματα στους άλλους πεθαμένους.
Από την ώρα που πέθαινε κάποιος η μάνα και η αδερφή του είχαν τα μαλλιά τους ξέπλεκα, δείγμα μεγάλης θλίψης. Κατά τη διάρκεια της ταφής η μάνα καθόταν πάνω σε μια πέτρα, όπως η Παναγία. Φορούσαν μαύρα ρούχα και ένα μαύρο μαντίλι δεμένο σαν ζώνη στο μέτωπο. Όσο ο νεκρός παρέμενε στο σπίτι ακούγονταν γοεροί θρήνοι από τις μοιρολογίστρες που αυτοσχεδίαζαν ποιήματα σχετικά με το νεκρό. Μιλούσαν για την εμφάνισή του και τα κατορθώματά του. Το μοιρολόγι όπως και το τραγούδι των Βλάχων είναι πολυφωνικά. Υπάρχει πάντα ένας κορυφαίος, άντρας ή γυναίκα, που λέει τα λόγια του θρήνου και οι άλλοι τα επαναλαμβάνουν. Το μοιρολόγι συνηθίζεται ακόμα και σήμερα με την ίδια μορφή.
Όταν «σήκωναν» το νεκρό, δηλαδή τον έπαιρναν απ’ το σπίτι, κάρφωναν ένα καρφί στο σημείο που βρισκόταν ο νεκρός για να καρφώσουν το Χάρο. Μετά την ταφή οι συγγενείς πήγαιναν στους άμεσα θλιμμένους κρέας, κρασί και ψωμί για παρηγοριά. Αν είχαν ολόκληρο σφαχτό το πήγαιναν χωρίς κεφάλι.
Στο τραπέζι της παρηγοριάς που ακολουθούσε την κηδεία ήταν πλούσιο ανάλογα με την ηλικία του νεκρού. Όσο πιο νέος ήταν ο νεκρός τόσο πιο πλούσιο ήταν το τραπέζι.
Πίστευαν ακόμα ότι η ψυχή του νεκρού πλανιέται επί σαράντα μέρες στα μέρη που είχε περάσει και αγαπήσει όσο ήταν ζωντανός. Δοξασία που υπάρχει ακόμα και σήμερα στα βλαχοχώρια.




Β. ΕΘΙΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΖΩΗ




tiganis1.jpg1. ΤΟ ΕΘΙΜΟ ΤΗΣ «ΠΕΡΠΕΡΟΥΝΑΣ» - ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΝΟΜΒΡΙΑΣ

Κατά τις περιόδους που υπήρχε έντονη ανομβρία, οι Βλάχοι της Ακαρνανίας έκαναν την «Περπερούνα» ή «Πιρπιρούνα», μια τελετή με την οποία πίστευαν ότι προκαλούσαν βροχή.


Σύμφωνα με το έθιμο αυτό ένας άντρας ντύνονταν με χοντρά μάλλινα ρούχα πάνω στα οποία τοποθετούσαν κλαριά φτέρης και λουλούδια. Ο άντρας αυτός -επικεφαλής μιας πομπής- γύριζε σε όλους τους δρόμους του χωριού. Από όπου περνούσε η «Περπερούνα», αυτό ήταν τ’ όνομα του μεταμφιεσμένου άντρα, οι κάτοικοι του χωριού ή οι θεατές του έριχναν νερό και τον έκαναν μούσκεμα, «λούτσα» όπως συνηθίζουν να λένε, ενώ συγχρόνως έδιναν χρήματα και τραγουδούσαν ένα σκωπτικό τραγούδι. Το έθιμο της «Περπερούνας» αναβιώνει και σήμερα κάθε καλοκαίρι στην Παλαιομάνινα κατά την διάρκεια των πολιτιστικών εκδηλώσεων.


Το ίδιο έθιμο με μερικές παραλλαγές συναντάται στην Ήπειρο και στους Καραγκούνηδες της Θεσσαλίας.
Ο Π. Αραβαντινός στο βιβλίο του «Ηπειρώτικα τραγούδια Συλ-λογή Δημωδών ασμάτων» αναφέρει ότι η «Περπερούνα» έχει σχέση με τις τελετές των Ελευσίνιων Μυστηρίων ή κατά άλλους «Περφερίες» δηλαδή της πομπές στη Δήλο.Στο βιβλίο αυτό παρατίθεται η ακόλουθη «επίκλησις εις βροχήν»


Περπερούνα περπατεί,
περπατεί καμαρωτή,
και τον θιον παρακαλεί
για να στείλει μια βροχή,
Μια βροχή καλή, καλή,
για ν’ ανθίσουν τα λιβάδια,
να φυτρώσουν τα σιτάρια,
να μεθύσουν τ’ αμπελάκια
να καρπίσουν σταφυλάκια




Η ανομβρία αποτελεί μεγάλο πρόβλημα για τους αγροτοποιμένες. Έτσι με το έθιμο αυτό οι Βλάχοι έλπιζαν και προσπαθούσαν με σκηνικά δρώμενα να φέρουν το νερό στη γη, να δώσουν λύση στο συγκεκριμένο προβλημα.



2. ΕΘΙΜΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΚΑΚΟΤΥΧΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΑΚΟΚΑΙΡΙΑΣ



Κάθε χρόνο την 1η Μαρτίου, ξημερώματα, οι Βλάχες μέχρι σήμερα στρίβουν κόκκινες και άσπρες κλωστές με τις οποίες τυλίγουν το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού, τα δάχτυλα και τους καρπούς των χεριών. Αυτές τις κλωστές τους «Μάρτηδες» όπως τους λένε τις βγάζουν στο τέλος του μήνα ή όταν πρωτοδούν χελιδόνι ή πελαργό.
Στο μεγάλο δάχτυλο δένουν την κλωστή για να προφυλαχτούν από τα χτυπήματα. Εδώ πρέπει να θυμηθούμε ότι παλιότερα όταν καλυτέρευε ο καιρός οι Βλάχοι και οι Βλάχες περπατούσαν ξυπόλητοι. Τις κλωστές στα δάχτυλα και στον καρπό συνηθίζουν να τα δένουν ακόμα και σήμερα για να μην τις μαυρίσει ο ήλιος και να διατηρήσουν το ροδαλό τους δέρμα. Τις άσπρες κλωστές τις πετούν στα δέντρα για να τις βρουν τα πουλιά και να φτιάξουν τις φωλιές τους.
Γενικότερα το έθιμο συνδέεται με τις προσδοκίες των ανθρώπων για μέρες καλοσυνάτες, μετά την βαρυχειμωνιά, ευνοϊκές για τις αγροτικές τους δουλειές.


Γ. ΕΘΙΜΑ ΑΠΟ ΤΗ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΖΩΗ


Το έθιμο που θα περιγράψουμε αναβιώνει μέχρι σήμερα. Την παραμονή της γιορτής του Λαζάρου, σε όλα τα βλάχικα χωριά της Ακαρνανίας τα παιδιά-μαθητές προετοιμάζονται για το Λάζαρο. Με τρία ξύλα σχηματίζουν ένα ισοσκελές τρίγωνο. Ύστερα μ’ ένα μεγάλο ίσιο ξύλο, περίπου στο ύψος των παιδιών, τέμνουν κάθετα το τρίγωνο από την κορφή μέχρι τη βάση. Στη συνέχεια κρεμούν δεξιά κι αριστερά μεγάλα κουδούνια από πρόβατα ή γίδια - κύπρια τα λένε- και τέλος στολίζουν το τρίγωνο με δάφνες και χρωματιστά μαντίλια. Ανήμερα του Λαζάρου κάθε παιδί περιφέρει στο χωριό του τον δικό του Λάζαρο κουνώντας τον για να χτυπάνε όσο γίνεται πιο δυνατά τα κύπρια και ταυτόχρονα τραγουδούν το ακόλουθο τραγούδι.

- Μάρθα, που ‘ναι ο Λάζαρος, ο αδερφός μας,
ο φίλος κι αγαπητικός μας;
- Είναι, είναι πεθαμένος
και στον τάφο του χωμένος
- Λαζαρέ μου Λάζαρέ μου
φίλε κι αγαπητέ μου.
- Λάζαρε για έβγα έξω
κι απ’ τον τάφο σου απ’ έξω.
Πες μας Λάζαρε τι είδες
στο σκοτάδι εκεί που πήγες;
Είδα φόβους είδα τρόμους
είδα βάσανα και πόνους!


Το έθιμο του Λαζάρου το συναντάμε όχι μόνο στα βλάχικα χωριά αλλά σε όλα τα χωριά και τις πόλεις της Αιτωλοακαρνανίας. Από χωριό σε χωριό διαφέρουν λίγο τα λόγια του τραγουδιού. Επίσης, με ελαφριά παραλλαγή το συναντάμε σε χωριά της Β. Ηπείρου.


Δ. ΠΩΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΟΥΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΟΙ ΒΛΑΧΟΙ



1. ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΕΣ ΜΕΘΟΔΟΙ

Μη έχοντας στα χωριά τους επιστήμονες γιατρούς αλλά και επειδή μετακινούνταν συχνά, οι Βλάχοι αναγκάστηκαν ν’ ανακαλύψουν τις θεραπευτικές ιδιότητες των φυτών κυρίως, και ν’ αντιμετωπίζουν μ’ αυτά συνηθισμένες αρρώστιες.
Ακόμα και σήμερα χρησιμοποιούν τέτοιες θεραπευτικές μεθόδους, μερικές από τις οποίες παραθέτουμε παρακάτω.

· Πλευρίτιδα ή Πούντα: Σαν μέσο θεραπείας χρησιμοποιείται το «βυζικαυτό». Παίρνουν, βυζικαντόμυγες(είδος μύγας), τις ξεραίνουν στον ήλιο και τις κονιορτοποιούν (τις κάνουν σκόνη). Στη συνέχεια ζυμώνουν τη σκόνη με ζυμάρι και τοποθετούν το μίγμα στην πλάτη του αρρώστου. Μετά από λίγο το μίγμα αυτό καίει υπερβολικά. Η πλάτη του αρρώστου κοκκινίζει. Χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή μήπως ο άρρωστος πάθει έγκαυμα.
· Κεραμίδι: Αφού το θερμάνουν το χρησιμοποιούν για να θεραπεύσουν νευραλγίες, δυσεντερίες αλλά και το κρυολόγημα. Τοποθετούν το ζεστό κεραμίδι, τυλιγμένο σε πανί, στο πάσχον σημείο.
· Σινασπισμός: Πρόκειται για έμπλαστρο από κοπανισμένο σιναπόσπορο. Κοπανίζουν το σιναπόσπορο, του βάζουν λίγο λάδι και τον βάζουν σε ένα πανί. Βάζουν το πανί πάνω στο σημείο του σώματος που πονάει. Εναλλακτικός τρόπος θεραπείας της πλευρίτιδας.
· Βδέλλες: Οι βδέλλες τοποθετούνται στη μέση για να θεραπεύσουν την οσφυαλγία, στην πλάτη για να θεραπεύσουν το κρυολόγημα και σε πρησμένα πόδια για να θεραπεύσουν κυκλοφοριακά προβλήματα.
· Κοκύτης: ( καρκαλέτσου στα βλάχικα) Δίνουν γάλα γαϊδούρας στα παιδιά που έχουν κοκύτη.
· Παιδική Ωτίτιδα: Στο παιδικό αυτί σταλάζουν γάλα από γυναίκα που μόλις γέννησε.
· Εμβολιασμός: Για την πρόληψη των δυσάρεστων συνεπειών από το δάγκωμα του σκορπιού, οι Βλάχοι επινόησαν τον φυσικό εμβολιασμό. Έδιναν στα παιδιά τους και ενώ ήταν ακόμα σε ηλικία περίπου 3 μηνών, να φάνε καβουρντισμένο σκορπιό. Έτσι αποκτούσαν φυσικά αντισώματα.
· Σκόρδο: Το χρησιμοποιούν για να θεραπεύσουν τα τσιμπήματα των εντόμων, το τρίβουν πάνω στο σημείο του τσιμπήματος, και την υπέρταση.
· Σερνικοβότανο: Δίνουν στη νύφη ειδικό βοτάνι, το γνωστό σαλέπι, για να γεννήσει αρσενικά παιδιά.
· Αγριάδα: Για να θεραπεύσουν την πέτρα στα νεφρά πίνουν ζουμί βρασμένης αγριάδας.

Πολλές απ’ αυτές τις «συνταγές» τις συναντούμε και σήμερα και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, όπου φτάνουν από στόμα σε στόμα, και δεν είναι λίγοι εκείνοι που πιστεύουν στην αποτελεσματικότητά τους.







2. ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ ΚΑΙ ΔΕΙΣΙΔΑΙΜΟΝΙΕΣ


Οι προλήψεις και οι δεισιδαιμονίες αναφέρονται στον φόβο και στην προφύλαξη από κάθε μεταφυσικό κίνδυνο ή ακόμα την πρόγνωση και επομένως την πρόληψη δυσάρεστου γεγονότος.

Εγκυμοσύνη: Όταν η κρούστα της πίτας που ψήνεται στη φωτιά φουσκώνει σε κάποιο σημείο, σημαίνει ότι η νύφη είναι έγγυος, στο πρώτο στάδιο μάλιστα της κύησης.
Λάλημα της κότας: Αν η κότα λαλήσει σαν κόκορας σημαίνει πως κάτι κακό θα συμβεί στην οικογένεια, γι αυτό και βιάζονται να την σφάξουν.
Ωμοπλατοσκοπεία: Η δεξιά ωμοπλάτη αρνιού ή κατσικιού, που θα ψηθεί το Πάσχα, με την προϋπόθεση ότι θα έχει διανυχτερεύσει ζωντανό στο σπίτι της οικογένειας πρέπει να περιέχει και τις δυο γραμμές που συμβολίζουν το ανδρόγυνο. Αν λείπει η μια λένε ότι την επόμενη χρονιά δεν θα ζει ο ένας από τους δυο συζύγους. Η μεγάλη γραμμή συμβολίζει τον άντρα και η μικρή τη γυναίκα.
Φωτιά: Δεν δανείζουν φωτιά μετά τη δύση του ήλιου.
Πολυσπόρια: Βράζουν το πρωί της εορτής των Εισοδίων της Θεοτόκου πολυσπόρια(ρύζι, φακές, φασόλια, καλαμπόκι, σιτάρι κ.α) για να πάει καλά η σοδιά.
Πέσιμο δοντιού: Όταν «πέσει» δηλαδή αντικατασταθεί το δόντι του μικρού παιδιού, το πετάνε στη σκεπή και λένε: «Σου δίνω κόκαλο μου δίνεις σίδερο» δηλαδή γερό δόντι. Το ίδιο ακριβώς έθιμο το συναντάμε στη Β. Ήπειρο.
Πένθιμο ουρλιαχτό σκύλου: Αν ακουστεί στο σπίτι θεωρούν ότι κάτι κακό θα συμβεί στην οικογένεια.
Κούκος: Δεν πρέπει ν’ ακούσεις λάλημα κούκου νηστικός!
Λύκος: Δεν πρέπει να σε δει πρώτος ο λύκος γιατι θα σου κοπεί η φωνή.
Σφύριγμα: Δεν πρέπει να σφυρίζει κανείς μέσα στη νύχτα γιατί θα μαζευτούν διάβολοι.
Επιληψία: Η επιληψία αποδίδεται στην επίδραση της σελήνης.
Παλμός ματιού: Όταν παίζει το βλέφαρο του ματιού, θα δεις αγαπημένο πρόσωπο που είναι στα ξένα.
Βούισμα αυτιού: Όταν βουΐζει το αυτί, καλή ή κακή είδηση έρχεται.
Πυρομαντεία: Όταν βουΐζει η φωτιά στο τζάκι σημαίνει πως κάποιος μας κουβεντιάζει.
Στοιχειό-φυλαχτό: Για το καλό του σπιτιού βάζουν σε μια γωνιά το «φόρεμα του φιδιού»(το δέρμα του φιδιού).
Φυλαχτό από δόντια λύκου: Σε ειδική ασημένια θήκη βάζουν δόντια λύκου τα οποία κουβαλούν μαζί τους σε κάθε δύσκολη περίσταση.
Φυλαχτό-κρατητήρας: Ένα κεχριμπαρένιος αντικείμενο το κρεμούν οι γυναίκες στο λαιμό τους όσο καιρό είναι σε κατάσταση εγκυμοσύνης.
Καθαρή Δευτέρα: Την Καθαρή Δευτέρα το βράδυ οι ανύπαντροι και οι ανύπαντρες τρώνε αλμυρή κουλούρα για να δουν ποιον ή ποια θα παντρευτούν.
Γουρούνια Χριστουγέννων: Στα γουρούνια των Χριστουγέννων μπήγουν ένα σιδερικό(μαχαίρι ή πιρούνι) και ψωμί για μην τα «βαρέσει ο ίσκιος» (ξωτικό)
Ρούχα: Στα καινούρια παιδικά ρούχα περνάνε σταυρωτά ένα μαχαίρι κι ένα ψαλίδι για να είναι το παιδί σιδερένιο, δηλαδή να μην αρρωσταίνει.
Προζύμι: Δεν δίνουν το βράδυ προζύμι οι νοικοκυρές γιατί έτσι λένε ψοφούν τα πρόβατα.
Ηλιακό ρολόι: Όταν τοποθετηθεί το τσαπί με το κοντάρι όρθιο, ο ίσκιος του δείχνει την πραγματική ώρα.
Μετεωρολογία: Οι Βλάχοι λένε ότι όταν το κοίλο μέρος του φεγγαριού είναι προς τα πάνω θα βρέξει, αν συμβαίνει το ανάποδο θα έχει ανομβρία.

Πολλές από αυτές τις δοξασίες, προλήψεις και δεισιδαιμονίες συναντώνται ακόμα και σήμερα κυρίως στα χωριά. Διατηρούνται από στόμα σε στόμα όπου υπάρχουν παππούδες και γιαγιάδες που τα περνούν στους νεώτερους. Σιγά- σιγά όμως τείνουν να χαθούν.
Οφείλουμε να τα σώσουμε γιατί είναι η ιστορία μας και λαοί που ξέρουν την ιστορία τους μπορούν να βαδίζουν στο μέλλον με μεγαλύτερη σιγουριά αφού πατάνε σε γερά θεμέλια.




Ο ΒΛΑΧΙΚΟΣ ΓΑΜΟΣ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΟΜΑΝΙΝΑΣ


Αναμφισβήτητα ο γάμος είναι το πιο σημαντικό γεγονός στη ζωή των ανθρώπων και κατέχει σημαντικό κομμάτι στη ζωή κάθε κοινωνίας.
Στα έξι Βλαχοχώρια της Αιτωλοακαρνανίας συναντούμε ακόμα και σήμερα τις περισσότερες παραδόσεις και τα έθιμα που συνοδεύουν τις προετοιμασίες του βλάχικου γάμου εδώ και αιώνες.
Στη συνέχεια θα δούμε όλη τη διαδικασία του γάμου όπως γινόταν στα παλιότερα χρόνια σ’ ένα από τα έξι βλαχοχώρια της Αιτωλοακαρνανίας, το μεγαλύτερο απ’ αυτά την Παλαιομάνινα.

1. Το προξενιό

Τα παλαιότερα χρόνια οι γάμοι των Ελληνόβλαχων βασίζονταν στο προξενιό.Σπάνια παντρεύονταν οι Βλάχοι από αγάπη. Τον κύριο λόγο είχε ο πατέρας ή στενός συγγενής της κοπέλας, στον οποίο έκαναν προτάσεις ή μεσολαβούσαν προξενητάδες, είτε από το μέρος του άντρα είτε από το μέρος της κοπέλας. Βασική προϋπόθεση για να έχει αίσια έκβαση το προξενιό ήταν η καταγωγή τους, το σόι - το τζάκι τους, και φυσικά η ανάλογη οικονομική-περιουσιακή κατάστασή τους. Η γνώμη των μελλονύμφων ελάχιστα λαμβάνονταν υπόψη. Στην περίπτωση που αποφασίζονταν και από τις δυο πλευρές «το συμπεθεριό», οι δυο οικογένειες έδιναν «λόγο». Ο λόγος αυτός ήταν συμβόλαιο.

2. Ο αρραβώνας

Στη συνέχεια, κάποιο βράδυ, ο πατέρας ή ο θείος της νύφης πήγαιναν στο σπίτι του μέλλοντα γαμπρού με ένα παγούρι γεμάτο ούζο για να «πιάσουν το χέρι» όπως έλεγαν. Η οικογένεια του γαμπρού έβαζε σ’ ένα άσπρο μαντίλι μαύρες σταφίδες, λουκούμια και ένα νόμισμα για να τα πάνε στην υποψήφια νύφη. Η κοπέλα, με τη σειρά της, πρόσφερε ένα χειρομάντιλο. Κάθε Κυριακή γινόταν επίσκεψη στο σπίτι της αρραβωνιασμένης κοπέλας, από την οικογένεια του γαμπρού, και της πρόσφεραν δώρα(κεράσματα). Η αρραβωνιασμένη, με τη σειρά της, έκανε δώρα στους συγγενείς του αρραβωνιαστικού της.
Ακολουθούσε η τελετή του «καφέ», καφέι όπως λέγεται στα βλάχικα, όπου το σόι του γαμπρού και άλλοι στενοί συγγενείς πήγαιναν καλεσμένοι στο σπίτι της νύφης. Εκεί πρόσφεραν στη νύφη στολίδια- αρμαλί (από το ρήμα αρματώνω εδώ με τη σημασία του εξοπλίζω με κοσμήματα) και χρήματα. Η νύφη έδινε «αμπόλιες» (πετσέτες προσώπου) τις οποίες οι καλεσμένοι έριχναν στον ώμο τους επιστρέφοντας στα σπίτια τους. Στο δρόμο εκείνοι που τους έβλεπαν τους έδιναν ευχές όπως:

Ντι ίνιμα αταάου (Από την καρδιά σου)

Άλμπε σ’ τι βέντου (Λευκή να σε δούμε)


Ακολουθούσε το κάλεσμα της μητέρας του γαμπρού που με γυναίκες συγγενείς πήγαινε κι αυτή στο σπίτι της νύφης όπου μέσα από ένα διπλό σακούλι(ντισάγκα) πρόσφερε στη νύφη δώρα και το βλάχικο γλυκό «πίτα ντι νιέρι ( πίτα από μέλι), ένα είδος στριφτού μπακλαβά. Η νύφη με τη σειρά της πρόσφερε ποδιές και χειρομάντιλα και στην πεθερά της ένα κόκκινο λουλουδιασμένο μαντίλι.
Ερχόταν στη συνέχεια και η σειρά του γαμπρού να επισκεφτεί το σπίτι της νύφης. Καλούσε λοιπόν κι εκείνος στενούς συγγενείς και φίλους και πήγαινε στο σπίτι της πεθεράς του. Οι συγγενείς προσέφεραν στη νύφη χρήματα. Ο γαμπρός πρόσφερε στην μέν πεθερά μια οκά ζάχαρη και στην αρραβωνιαστικιά του ένα «αρμαλί» (χρυσή αλυσίδα με χρυσό σταυρό). Η νύφη πρόσφερε σ’ όλους ένα χειρομάντιλο. Έτσι ολοκληρώνονταν τα έθιμα του αρραβώνα.
Η νύφη, για όσο καιρό ήταν αρραβωνιασμένη, δεν πήγαινε στο σπίτι των πεθερικών της αλλά ούτε κι απ’ έξω περνούσε. Όταν πήγαινε ο γαμπρός στο σπίτι της μόλις τον έβλεπε έπρεπε να φύγει από το σπίτι της. Σύμφωνα μ’ αυτά τα έθιμα ποτέ οι δυο αρραβωνιασμένοι δεν βρίσκονταν μόνοι τους πριν το γάμο έστω να κουβεντιάσουν, τουλάχιστον φανερά. Επιπλέον όταν η νύφη μιλούσε για τον αρραβωνιαστικό της χρησιμοποιούσε τη λέξη «ίο»=αυτός και εκείνος χρησιμοποιούσε τη λέξη «ία»=αυτή, ομηρικές λέξεις. (Ιλιάδα, Δ-437)

Οι προετοιμασίες


Ένα περίπου μήνα πριν από το γάμο οι συμπέθεροι κανόνιζαν την ακριβή ημερομηνία του γάμου. Από κείνη τη στιγμή άρχιζαν οι προετοιμασίες:
3. Στο δάσος για ξύλα «σουρτσέλια»: Μια εβδομάδα πριν το γάμο από το σπίτι του γαμπρού καλούσαν τις νέες κοπέλες για να πάνε Κυριακή το πρωί να μαζέψουν ξερά, λιανά(λεπτά) ξύλα, τα «κάγκανα» λέξη ομηρική κι αυτή (Ιλιάδα Φ-364).
Πήγαιναν λοιπόν στο δάσος, μάζευαν λιανόξυλα και τα συγκέντρωναν σ’ ένα σημείο όπου τις περίμενε η μάνα του γαμπρού και τους πρόσφερε «κουάστου»(ψωμί ζυμωτό).
4. Τα Φλάμπουρα: Δυο μεγάλα αγόρια, συγγενείς του γαμπρού, είχαν ετοιμάσει τα «φλάμπουρα», τις σημαίες. Τα κοντάρια τους ήταν από ξύλο αγραπιδιάς. Το ένα φλάμπουρο ήταν από κόκκινο πανί με τέσσερις πέντε φούντες = «φλόκου» από μαλλί προβάτου. Το άλλο ήταν από άσπρο πανί με τέσσερις ή πέντε κόκκινες φούντες. Στα μυτερά άκρα των κονταριών έμπηγαν τρεις στρογγυλές «μπουσελιέ»=μαλακούς καρπούς βαλανιδιάς ή μήλα. Αυτά ήταν τα σύμβολα του γάμου. Μετά τη συλλογή των ξύλων και την κατασκευή των φλάμπουρων, ξεκινούσαν για το χωριό με χορούς και τραγούδια. Τα φλάμπουρα τα κρατούσαν δυο μικρά αγόρια των οποίων και οι δυο γονείς ζούσαν.
Όταν όλα ήταν έτοιμα, οι γυναίκες φορτώνονταν με τα ξύλα = «ζαλί γκα» και γύριζαν στο σπίτι του γαμπρού. Το ένα αγόρι έπαιρνε το κόκ κινο φλάμπουρο και έμπαινε στο χορό:
Εκείνη τη στιγμή ακούγονταν το ακόλουθο τραγούδι:

Ουν μέρου ρόσιου του λεβάντι Ένα μήλο κόκκινο στο λιβάδι
τριανταφίου ακό ντι πάντι, τριαντάφυλλο εκεί από τη λάκκα
έσιοθ, τύνη τριανταφίου ρόσιου, έβγα, συ τριαντάφυλλο κόκκινο
τσι άι τζόνι τσι σ’ πόρτε. που έχεις λεβέντη και σε φοράει.







Ακολουθούσε το αγόρι με το άσπρο φλάμπουρο. Όταν έμπαινε στο χορό έλεγαν το τραγούδι:

Έσιου, τύνη τριανταφίου άλμπε
Έβγα συ τριαντάφυλλο άσπρο,
τσι τι άρε αούσλιε πι μπαρμπε που σ’ έχουν οι γέροι στα γένια



Έφταναν έτσι όλοι στο σπίτι του γαμπρού, οι γυναίκες με τα ξύλα στον ώμο και τ’ αγόρια με τα φλάμπουρα. άφηναν τα ξύλα και στη συνέχεια έστηναν έστηναν χορό. Κρεμούσαν τα φλάμπουρα πάνω και αριστερα και δεξιά της πόρτας του γαμπρού. Εκεί έμεναν για σαράντα μέρες για να δείχνουν ότι το σπίτι έχει γάμο, έχει χαρά.
Πριν κρεμαστούν τα φλάμπουρα, μια από τις γυναίκες που ήταν στενή συγγενής του γαμπρού έσερνε πρώτη το χορό με το φλάμπουρο στον ώμο της. Το τραγούδι που τραγουδούσαν ήταν:

Κάι εστ τύνη τσι τράτζε κορ, Ποια είσαι εσύ που τραβάς το χορό;
άι κι πλέντζι μόι φιτσιόρ, Έλα γιατί κλαίει το παιδί σου
εγινόι, σ’ φούτζε νεπόι. Έλα και φεύγεις μετά
Μίνι έσκου, ουά, μίνι έσκου, Εγώ είμαι βρε, εγώ είμαι.
κιάμα πλέντζι τσι σ’ φάκου, Κι αν κλαίει, τι να του κάνω
μίνι κόρου νου ασπάργκου, εγώ το χορό δεν τον χαλάω
κι νομ κότσιε τσα σ’ μπάκου, γιατί δεν έχω ποδιά να φορέσω
κότσιε νου φέτσι ράπτρου, ντι ντράκου. Ποδιά δε μου έκανε αυτός ο ράφτης ο διάβολος
Εγινόι, σ’ φούτζε νεπόι Έλα και φεύγεις μετά.






tiganis2.jpg Μετά έκοβαν τρία ξύλα. Ένα για τη νύφη, ένα για το γαμπρό κι ένα για το νονό. Τα έπαιρνε ένα κορίτσι, τυλιγμένα σε μια «ντισάγκα» και τα έδινε στην πεθερά. Συνέχιζαν όλη την ημέρα χορεύοντας και τρώγοντας σταφίδα, λουκούμια και στάρι που είχαν βράσει στο καζάνι.
Σ’ όλα τα έθιμα και τις παραδόσεις των Βλάχων κυριαρχεί ο αριθμός «3» τρία καθώς και η σταφίδα, τα μήλα, το στάρι που στην αρχαιότητα ήταν ιερά σύμβολα της γονιμότητας και του έρωτα.
Τα λιανόξυλα, που έφερναν οι γυναίκες, μαζί με τα χοντρά ξύλα που κουβαλούσαν τα παλικάρια του χωριού την Πέμπτη χρησιμοποιούνταν για το βράσιμο του γαμήλιου φαγητού το Σάββατο και την Κυριακή το βράδυ. Έβραζαν κρέας με μακαρόνια χοντρά στα καζάνια. Κι αυτό γιατί ο γαμπρός έκανε και κάνει ακόμα γαμήλιο τραπέζι για όλο το χωριό.

tiganis3.jpg5. Τα προζύμια: Μετά τα «σουρτσέλια» μπαίνουμε στην τελευταία εβδομάδα πριν το γάμο. Την Τρίτη το βράδυ συγκεντρώνονταν στο σπίτι του γαμπρού για τα προζύμια (αώτου στα βλάχικα). Όλοι μαζί, γυναικόπαιδα κυρίως , ξεκινούσαν για το δρόμο προς την εκκλησία του χωριού. Δυο παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι, των οποίων ζούσαν και οι δυο γονείς, κρατούσαν στα χέρια τους από ένα «γκιούμι» δηλαδή μαστραπά δοχείο στο οποίο είχαν ρίξει λίγο νερό.

Γύριζαν ξανά στο σπίτι του γαμπρού, όπου τα δυο παιδιά κοσκίνιζαν το αλεύρι με τη σίτα σε μια σκάφη «καπιστέρια» και μια ανύπαντρη κοπέλα έφτιαχνε το προζύμι. Το προζύμι το γύριζαν σ’ όλους τους καλεσμένους που το ασήμωναν, έβαζαν κέρματα στο ζυμάρι. Το ζυμάρι το έβαζαν σ’ ένα άσπρο μαντίλι αφού πρώτα λέρωναν μ’ αυτό την πεθερά και όσους ήταν εκεί.
Η μάνα του γαμπρού κρατούσε το ζυμάρι στο σπίτι της μέχρι την Κυριακή, την ημέρα του γάμου, μαζί με δυο άλλες κουλούρες ψωμί και άσπρη σταφίδα, στη «ντισάγκα» τη σακούλα που έχουμε ξανασυναντήσει.

6. Πέμπτη πρωί: Την Πέμπτη το πρωί οι συγγενείς της νύφης και του γαμπρού πήγαιναν για ξύλα στο δάσος για να τα χρησιμοποιήσουν να βράσουν το κρέας με τα μακαρόνια που πρόσφεραν σε όλο το χωριό το Σάββατο το βράδυ, όταν γινόταν το τραπέζι στο σπίτι της νύφης αλλά και του γαμπρού. Την ίδια μέρα, στο σπίτι της νύφης μαζεύονταν όλα τα κορίτσια-φίλες της και δίπλωναν τα προικιά της.

7. Σάββατο βράδυ: Από την Πέμπτη ως το Σάββατο το βράδυ αρχίζουν οι συγγενείς να φέρνουν στο σπίτι του γαμπρού και της νύφης σφαχτά, «κανίσκια» και σχεδόν όλο το χωριό κουλούρες από ζυμωτό ψωμί, το «κουάτσου» όπως το λένε. Στη νύφη ειδικότερα έφερναν και διάφορα δώρα, κυρίως χάλκινα σκεύη, τηγάνια, ταψιά, τετζερέδες για το νέο της σπιτικό. Η συνήθεια των δώρων συνεχίζεται και σήμερα και έχει τη μορφή ανταποδοτικού χαρακτήρα.
Από το απόγευμα του Σαββάτου άρχιζε του μαγείρεμα του βλάχικου γαμήλιου φαγητού. Το τραπέζι ήταν για όλο το χωριό και προσφερόταν χωριστά και από το γαμπρό και από τη νύφη. Δεν έστρωναν τραπέζια αλλά στην αυλή του σπιτιού έστρωναν μάλλινα «χαλιά» και έτρωγαν σταυροπόδι.
Δεν γινόταν ούτε και σήμερα νοείται γάμος χωρίς όργανα. Οι οργανοπαίχτες έρχονταν από το ηλιοβασίλεμα του Σαββάτου και έπαιζαν το πρώτο τραγούδι μέσα στο σπίτι του γαμπρού. Έλεγαν και λένε ότι το πρώτο τραγούδι είναι του σπιτιού, «α λα κάσια» όπως λένε στη γλώσσα τους. Το τραγούδι αυτό προκαλούσε συγκίνηση στους γονείς και στους συγγενείς γιατί τους έφερνε στο νου ανθρώπους που δεν ήταν στη ζωή και απουσίαζαν απ’ αυτό το τόσο σημαντικό γεγονός της οικογένειας.

tiganis4.jpg


Στη συνέχεια τα κλαρίνα και τα βιολιά έβγαιναν στην αυλή και το γλέντι κρατούσε μέχρι τις πρωινές ώρες.

8. Κυριακή πρωί:
Η νύφη ντύνονταν την τοπική φορεσιά, τη σιγκούνια. Στολίζονταν και κάθονταν δίπλα στη μάνα της. Οι γυναίκες απ’ όλο το χωριό έρχονταν για ευχές και κεράσματα προς τη νύφη. Της έδιναν χρήματα τα οποία έδινε στη μάνα της κι εκείνη τα έβαζε πάνω σ’ ένα μαξιλάρι που κρατούσε και της έλεγαν:

Σ’ τι κερδισιέσκου ντι ίνιμα - Σε κερνώ από την καρδιά μου
Του άλμπε σ’ τι βέντου - Στ’ άσπρα να σε δω




9. Ξύρισμα του γαμπρού:
Πριν ο γαμπρός πάει στην εκκλησία έπρεπε να ξυριστεί. Το ξύρισμα ήταν μια τελετουργία. Ο κουρέας έρχονταν στο σπίτι και την ώρα που ξύριζε το γαμπρό συγγενείς του έρχονταν και τον «κερνούσαν», έριχναν χρήματα(κεράσματα) σε μια απλωμένη πετσέτα προσώπου που την κρατούσαν ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Σ’ όλη τη διάρκεια του ξυρίσματος συγγενείς και καλεσμένοι τραγουδούσαν βλάχικα τραγούδια. Μετά το ξύρισμα ο γαμπρός ντύνονταν κι αυτός την παραδοσιακή του φορεσιά, με κύριο ρούχο τη μάλλινη φουστανέλα.

Στη συνέχεια οι συγγενείς του γαμπρού ξεκινούσαν να πάρουν τον κουμπάρο, «νούνο» τον λένε στα βλάχικα, από το σπίτι του με κλαρίνα και βιολιά. Γύριζαν όλοι στο σπίτι του γαμπρού.

Τώρα θα πήγαιναν μαζί με το γαμπρό να πάρουν τη νύφη από το σπίτι της. Για να βγει ο γαμπρός από το σπίτι του η μάνα του έστρωνε ένα ύφασμα από το τζάκι μέχρι την πόρτα του σπιτιού. Ο γαμπρός ξεκινώντας από το τζάκι και περπατώντας πάνω στο ύφασμα έφτανε στην πόρτα. Εκεί, στο πρώτο σκαλί υπήρχε ένα ταψί μ’ ένα μαστραπά γεμάτο με νερό ή κρασί. Ο γαμπρός κλωτσούσε το μαστραπά, πατούσε πάνω στο ταψί και έβγαινε. Όλα αυτά για να ‘ναι η ζωή του δροσερή. Στην τσέπη του έβαζε ένα κλειδί.
Όλοι μαζί ξεκινούσαν για το σπίτι της νύφης. Προπορεύονταν τα κλαρίνα και τα βιολιά.

Στο σπίτι της νύφης η αδερφή του γαμπρού φορούσε τα παπούτσια στη νύφη αφού πρώτα είχε ρίξει κέρματα μέσα σ’ αυτά. Συμπεθεριό, συγγενείς και φίλοι του γαμπρού και της νύφης περίμεναν στην αυλή να βγει η νύφη από το σπίτι της. Την έπαιρνε ο πατέρας της και ο θείος της από το χέρι και προχωρούσαν προς την έξοδο του σπιτιού. Στο μεταξύ συγγενείς φόρτωναν σε τρία άλογα τα προικιά της. Έβαζαν όλο το μάλλινο ρουχισμό που είχε για το σπίτι της μέσα σε μεγάλα μπαούλα, τα « φουρτσέλιε» Πάνω στα μπαούλα έριχναν εντυπωσιακά παραδοσιακά είδη ρούχων όπως μπατανίες, κουβέρτες, φλοκάτες, μαξιλάρια. Τ’ άλογα που χρησιμοποιούσαν για τη μεταφορά της προίκας ήταν συνήθως άσπρα με βούλες «μπάλια» όπως τα έλεγαν ( Βάλλιος λεγόταν ένα από τα άλογα του Αχιλλέα και πιθανόν η λέξη να προέρχεται από κεί).

Όλοι μαζί έπαιρναν το δρόμο για την εκκλησία. Μπροστά πάντα πήγαιναν οι μουσικοί. Μετά την τελετή του γάμου οι νεόνυμφοι έβγαιναν από την εκκλησία και οι μουσικοί ξανάρχιζαν τα τραγούδια. Κατευθύνονταν τώρα στο σπίτι του γαμπρού.

Στα μέσα της διαδρομής γινόταν η τελετή «της παράδοσης και παραλαβής». Τώρα τα χέρια της νύφης κρατούσε ο πατέρας και ο θείος του γαμπρού για να οδηγήσουν τη νύφη στο καινούριο της σπίτι.

Στο μεταξύ γαμπρός, κουμπάρος και συγγενείς πήγαιναν στο καφενείο του χωριού να πιουν καφέ και στη συνέχεια γαμπρός και κουμπάρος πήγαιναν στο σπίτι της νύφης να ζητήσουν τα κλειδιά από το μπαούλο. Αφού τα έπαιρναν γύριζαν στο σπίτι του γαμπρού.

tiganis5.jpg Η νύφη έχει φτάσει στο καινούριο της σπίτι. Στην πόρτα την περίμενε η πεθερά της με ένα πιάτο γεμάτο αχλάδια, μήλα, σταφίδα και ένα κουταλάκι βούτυρο τα οποία έδινε στη νύφη σταυρώνοντας πρώτα την πόρτα του σπιτιού. Η νύφη τα έπαιρνε και έριχνε τα φρούτα σταυρωτά (μπρος, πίσω, αριστερά και δεξιά) και όλοι προσπαθούσαν να τα πιάσουν. Στο τέλος πετούσε το πιάτο και όποιος το έπιανε θεωρούνταν παλικάρι, «πουτσαρέου». Η νύφη έμπαινε με το δεξί πόδι στο νέο σπιτικό της. Προσκυνούσε τρεις φορές την πεθερά της και μετα την φιλούσε. Προχωρούσε προς το τζάκι και το χτυπούσε τρεις φορές. Αυτό σήμαινε ότι: θα έμενε στο σπίτι της και δεν θα ήταν τριγυρίστρα (θα γύριζε)!!!. Η πεθερά πρόσφερε λουκούμι το οποίο είχε δαγκώσει πρώτα η ίδια. Η νύφη το δάγκωνε τρεις φορές και έπινε νερό. Στη συνέχεια έδινε κέρματα στους συγγενείς.

Μετά την τελετή της εισόδου της νύφης στο νέο της σπίτι συγκεντρώνονταν όλοι στο σπίτι του γαμπρού και άρχιζαν το χορό και το γλέντι. Πρώτα έμπαιναν στο χορό οι συγγενείς του γαμπρού. Έπειτα χόρευε η νύφη, ο γαμπρός, ο κουμπάρος και οι συγγενείς.


Πρώτος έσερνε το χορό ο κουμπάρος τον οποίο κρατούσε η νύφη. Μετά χόρευε η νύφη την οποία κρατούσε η νύφη. Μετά χόρευε η νύφη την οποία κρατούσε κουμπάρος. Επίσης ο κουμπάρος κρατούσε το γαμπρό. Χόρευαν όλοι και το γλέντι κρατούσε ως το πρωί. Έτρωγαν το ξακουστό βλάχικο γαμήλιο κρέας με μακαρόνια.


Αφού είχαν φάει και πιει, ο γαμπρός και ο πατέρας περνούσαν μπροστά από τον καθένα που ήταν στο τραπέζι κρατώντας ένα κοφίνι(μεγάλο καλάθι) στα χέρια. Μέσα στο κοφίνι οι προσκεκλημένοι έριχναν ένα κλεισμένο φάκελο που είχε γραμμένο πάνω τ’ όνομά τους. Καθώς έπεφτε ο φάκελος στο καλάθι ο γαμπρός και ο πατέρας του έλεγαν σε κείνον που έδωσε το φάκελο «πριμούτ» = δανεικά!! Αυτό σήμαινε πως θα ανταποδώσουν το κέρασμα αυτό σε ανάλογη περίπτωση. Η διαδικασία αυτή λεγόταν «κούπα» ή «απορίε».

10. Δευτέρα: Τη Δευτέρα στις 11 το πρωί, η νύφη καλούσε το σόι του γαμπρού, κυρίως γυναίκες για να δείξει τα προικιά της. Μέσα σ’ αυτά είχε και διάφορα δώρα για το σόι του γαμπρού τα οποία ήταν ανάλογα με το βαθμό συγγενείας. Στον κουμπάρο έδινε ένα ξεχωριστό δώρο, μια φλοκάτη. Τη Δευτέρα το βράδυ οι νεόνυμφοι ήταν καλεσμένοι στο σπίτι του κουμπάρου όπου ο κουμπάρος τους έκανε τραπέζι.

Διαβάζοντας τις παραπάνω συνήθειες θα διακρίνουμε πολλές ομοιότητες με τις συνήθειες που έχουμε σήμερα στους γάμους, τα κεράσματα, τα δώρα το ειδικό δώρο στον κουμπάρο, το γαμήλιο τραπέζι, ο χορός της νύφης, του γαμπρού και των συγγενών τους είναι μερικά απ’ αυτά.
Αυτή η συνέχεια είναι ένας πολύ σημαντικός λόγος για τη καταγραφή και διατήρηση όλων αυτών των εθίμων και συνηθειών.
Σήμερα στη Λάρισα εδρεύει η Πανελλήνια Ένωση πολιτιστικών Συλλόγων Βλάχων. Εκεί ανήκουν περίπου 120 τοπικά σωματεία τα οποία προσπαθούν να διατηρήσουν την τόσο πλούσια ιστορία των Βλάχων.



ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΠΟ ΒΛΑΧΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ

Στην πορεία αυτής της εργασίας παραθέσαμε κάποιες λέξεις που χρησιμοποιούν οι Βλάχοι σε διάφορες κοινωνικές εκδηλώσεις τους ακόμα και σήμερα. Παρακάτω παραθέτουμε, μερικές ακόμα, από τις πιο εύχρηστες λέξεις με την ελληνική τους μετάφραση που η ρίζες τους πάνε πίσω στα αρχαία χρόνια.

ΑΡΧΑΙΕΣ
άωρτο (Οδύσσεια ο,106)
αλλέγω(Ιλιάδα Ψ252,Φ321)
ιος-ια (Ομηρικό λεξικό)
όϊς (Οδύσσεια κ, 572,ι,425)
λιμός(Οδύσσεια,ζ,227)
αιόλ-λω(αιόλλη-αιFολ)(Οδύσσεια,υ, 27)
ξείνος (Ιλιάδα Κ,269)
αυδή (Ιλιάδα Σ, 419)
σαγμάριον (Λεξικό)
στύπος(Πολύβιος)
τίνι ή τύνη(Ιλιάδα Ε,485,Ζ262)
τορνόω
φράτρα(Ιλιάδα Β,362-363)
τάτα(Οδύσσεια,π,31,Ιλιάδα Ι,607)
*κοπή(Βυζαντινή)
κάγκανα(Ιλιάδα Φ,369)
ΒΛΑΧΙΚΗ
αώρτου
αλλέγκου
ίο-ία
όϊα
λιμόσου
φόλιε
ξείνου
άβντε
σαμαρου
στούπου
τίνι
τόρνου
φράτρε
τάτι
κοπία
γκαγκάνου
ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
προζύμι
διαλέγω
εκείνος-εκείνη
πρόβατο
πείνα
κοιλιά
ξένος
φωνή ανθρώπου
σαμάρι
κυψέλη
εσύ
γέρνω, γυρίζω
αδερφός
πατέρας
κοπάδι
ξερά ξύλα





Η διαπίστωση ότι βλάχικες λέξεις έχουν αρχαιοελληνική ρίζα, υπάρχουν περισσότερες στο βιβλίο του Δημήτρη Στεργίου, ενισχύει την άποψη ότι οι Βλάχοι είναι ντόπιοι Έλληνες, οι οποίοι έμαθαν τα λατινικά την περίοδο της Ρωμαϊκής αυτοκρατορία για τους λόγους που ήδη έχουν προαναφερθεί.

ΤΗΓΑΝΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ
εκπαιδευτικός




ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1.Γιώργης Έξαρχος: Αυτοί είναι οι Βλάχοι, Αθήνα 1994, Εκδόσεις Γαβριηλίδης
2.Αχιλλέας Γ. Λαζάρου: Καταγωγή και επιτομή ιστορία των Βλάχων της Αλβανίας, Ιωάννινα 1994
3.Αχιλλέας Γ. Λαζάρου: Βλάχοι Ελλάδας και Ευρωπαϊκή Ένωση, Αθήνα 1996
4.Αχιλλέας Γ. Λαζάρου: Η Αρωμανική, Αθήνα 1986
5.Δημήτρης Στεργίου: Τα βλαχικα έθιμα της Παλαιομάνινας, Αθήνα 2001, Εκδόσεις Παπαδήμα
6.Δημήτρης Στεργίου: Παλαιομάνινα, Απ’ τα βάθη των αιώνων μέχρι σήμερα, Αθήνα 1996
7.Ο Βλάχικος γάμος της Παλαιομάνινας: Εταιρεία φίλων μνημείων της Παλαιομάνινας
8.Μιχάλη Τρίτου: Το Μέτσοβο, Ιωάννινα 1995
9.Αμύνεσθαι: Περιοδικό της εφημερίδας Ελεύθερος Τύπος ,Αθήνα 7-3-2002
10.Alan J.B. Wace-Maurice S. Thompson : Οι νομάδες των Βαλκανίων. Περιγραφή της ζωής και των εθίμων των Βλάχων της βόρειας Πίνδου,Θεσ/νίκη 1989
11.Αντώνη Μιχ. Κολτσίδα: Οι Κουτσόβλαχοι, Θεσσαλονίκη 1976
12.Κων/νος Νικολαΐδης: «Ετυμολογικό Λεξικόν Κουτσοβλάχικης Γλώσσης»,1909
13.Gustav Weigand, «Die Aromoynen», Οι Αρωμούνοι, Λειψία 1895
14.Ε.Α. Αβέρωφ: Η πολιτική του πλευρά του Κουτσοβλαχικού Ζητήματος, Αθήνα 1948
15.Κ Παπαρηγόπουλος: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Αθήνα 1932
16.Αντ. Κεραμόπουλος: Τι είναι οι Κουτσόβλαχοι, Αθήνα 1939
17.Κ. Άμαντος: Μακεδονικά, Αθήνα 1920
18.Δ. Κ. Τσοποτού: Γη και γεωργοί της Θεσσαλίας, Αθήνα 1983
19.Μιχάλη Χρυσοχόου: Βλάχοι και Κουτσόβλαχοι, Αθήνα 1909
20.Απόστολος Βακαλόπουλος: Ιστορία του Νέου Ελληνισμού
21.Κ.Ι Μαζαράκης-Αινιάνος: Μακεδονικός Αγών, 1903-1908, Αθήνα 1937

 


** Στο Λαογραφικό Μουσείο Παλαιομάνινας βρίσκονται οι φωτογραφίες οι οποίες συμπεριλαμβάνονται στην εργασία.

 

Αναζήτηση