Ο Βλαχόφωνος Ελληνισμός

Αχιλλέας ΛαζάρουΟ ΒΛΑΧΟΦΩΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΣΤΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ •Γράφει ο Αχιλλέας Γ. Λαζάρου
Την εποποιία της μεγάλης εθνικής επαναστάσεως του 1821 δημιούργησε σε ολόκληρο το ελληνικό έθνος. Από τον Ακρίτα του ελληνικού – νότου, την Κύπρο, έως τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, στις οποίες ο Ελληνισμός υπερέβαινε το εκατομμύριο ψυχών μεγαλοδύναμων, ενώ στην ελληνική χερσόνησο μόλις έφθαναν τις 800.000 χιλιάδες, καθώς και στην πολύπικρη ανά τον κόσμο ξενιτιά, όπου είχαν ιδρύσει περίφημες παροικίες, οι Πανέλληνες επί αιώνες διακατέχονται διαρκώς από διακαή πόθο να επαναφέρουν την Ελευθερία εκεί όπου γεννήθηκε.

 Πανέτοιμοι παρόντες είναι και οι λεγόμενοι Βλάχοι, αυτοαποκαλούμενοι δε Αρμάνοι [Α+ρ(ω)μάνοι], που θυμίζει την Αρμανία των βυζαντινών χρόνων, όπως οι τότε Έλληνες ονομάζουν την χώρα τους.
Αυτούς τους Βλάχους κατά τις αρχές του 19ου αιώνα απέδειξε «Έλληνες το γένος» ο πρώτος Νεοέλληνας ιστορικός Κωνσταντίνος Κούμας μετά λαμπρές σπουδές στο Εξωτερικό, όπου αναγορεύθηκε διδάκτωρ τριών γερμανικών πανεπιστημίων και αντεπιστέλλον μέλος των Ακαδημιών Βερολίνου και Μοναχού. Είχε δε διδάξει πρωτύτερα και στην Οικονόμειο Σχολή Τσαριτσάνης, στην οποία φαίνεται να αφορμήθηκε την επισταμένη μελέτη τους. Ομολογουμένως με σπάνια επιστημοσύνη, σαφήνεια και παρρησία διατυπώνει το επόμενο πόρισμα των ερευνών του: Οι Βλάχοι «συμπεριφέρονται αδελφικώς με τους Γραικούς ως Γραικοί και δεν δείχνουν ούτε εκείνοι ούτε ούτοι καμμίαν εθνικήν διαφοράν προς αλλήλους, καθώς τωόντι είναι αμφότεροι οι λαοί μιας πατρίδος τέκνα, και των αυτών προγόνων απόγονοι».
Η επιστημονική παρακαταθήκη του Κούμα επιβεβαιώνεται και με απλές περικοπές, αποσπάσματα, επιστολικής αυτοβιογραφίας του Βορειοηπειρώτη Βλάχου Ευαγγέλη Ζάππα, που μας εκμυστηρεύεται και τα εξής: «Από το 1821 μέχρι το 1830 εδούλευσα πιστότατα τη πατρίδα μου στρατιωτικώς υπό την οδηγία του μακαρίτου Μάρκου Μπότσαρη σ΄ όλους τους πολέμους του Σουλίου μέχρι τελευταίως της Σπλάντζας με τον Λάμπρον Βεϊκον και τον Βας. Ζέρβαν. Μετέπειτα απέρασα εις τα Σάλωνα υπό την οδηγία του Πανουρία και Ι. Γκούρα. Εις όλους τους πολέμους της Αν. Ελλάδος, Βασιλικών, Θερμοπυλών, Νευρόπολιν, Πατρατζικίου, Αϊτου, Γραβιάν και εσχάτως της Αμπλιανής υπό την οδηγία του αθάνατου καπ. Κίτσου Τζαβέλλα, επικεφαλής όλων των Βλαχοχωρίων του Σαλώνου με βαθμό ταξιάρχου της ενεργείας και τελευταίως επικεφαλής των στρατιωτών μου και των στρατιωτών του Ν. Πανουρία […] και διάλυσαν αυτού του πολέμου απέρασα εις Πελοπόννησον μέχρι της ελεύσεως του Ι. Καποδιστρίου… Και μάρτυρας δε τούτου επικαλούμαι αυτούς τους πολλά ολίγους τους εκ του επαναστατικού πολέμου σωθέντας ήρωας, αθάνατον Κ. Τζαβέλλα, Σπύρον Μίλιον, Ν. Πανουρίαν, Γ. Δυοβουνιώτην, Δ. Λιούλιαμ, Ι. Βαϊρακτάρην, Παπακώστα Σαλονίτην και τον Ν. Ζέρβαν και εν γένει τους υπό την οδηγίαν τους αξιωματικούς και στρατιώτας, βάφοντας πέτρες και την γη με το αίμα μας υπέρ της ελευθερίας της φιλτάτης ημών πατρίδος, και μετά το τέλος όλων αυτών ήλθα εδώ εις Βουκουρεστίον μετερχόμενος το εμπόριον και αενάως βοηθών και συνδρομών τους εδώ πτωχούς και αδυνάτους Έλληνας…». Πρώτα, λοιπόν, με το καριοφίλι και ύστερα με το πουγγί ο Βορειοηπειρώτης Βλάχος Ζάππας αναδείχθηκε άξιος της ελληνικής πατρίδας και ένας από τους πλέον επιφανείς παράγοντες πραγματώσεως της εθνικής – ελληνικής αναγεννήσεως, για την οποία οι βλαχόφωνοι Έλληνες πασχίζουν ασταμάτητα από το γλυκοχάραμά της.
Αρχικά υποστηρίζουν τον σεβαστοκράτορα Ιωάννη, γιο του δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄, πολέμιο του Παπισμού και υπέρμαχο της Ορθοδοξίας. Κατόπιν, κατά την εξάπλωση των Οθωμανών στην ελληνική χερσόνησο, συνεργάζονται με τον δεσπότη του Μυστρά Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Το γεγονός επισημαίνει και ο ιστορικός W. Miller γράφοντας: «Τότε οι Βλάχοι της Πίνδου ρίχτηκαν εναντίον των Τούρκων του μεγάλου Θεσσαλικού κάμπου και δέχτηκαν από τον Νικηφόρο Κωνσταντίνο ένα διοικητή που η έδρα του είταν στο Φανάρι…».
Αλλά και μετά την άλωση της Πόλης και την καθολική επικράτηση του Οθωμανισμού οι Βλάχοι δεν αδρανούν ούτε ορρωδούν. Τουναντίον συναγωνίζονται ενεργότερα με το σύνολο των Συνελλήνων σε όλα τα προεπαναστατικά κινήματα, στα οποία διακρίνονται Βορειοηπειρώτες Βλάχοι, που κατηφορίζουν έως το Ταίναρο, χωρίς να υστερούν και στα άλλα μέρη της ελληνικής χερσονήσου οι τρισένδοξες κλεφταρματολικές οικογένειες Ζηδραίων, Λαζαίων, Τσαπαίων, Χατζηπετραίων…

Εξίσου έντονη είναι η παρουσία Βλαχοφώνων και στους κόλπους της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία, όπως συχνά τονίζει ο Νίκος Σβαρώνος, «παραμένει σ΄ όλη την περίοδο απ΄ το ιε΄ ως το τέλος του ιζ΄αι, η κατευθυντήρια δύναμη, του Έθνους…». Κληρικοί Βλαχόφωνοι Έλληνες ιχνηλατούνται σε πολλές περιφέρειες και σε όλες τις βαθμίδες της ιερωσύνης. Εκτός των Νεομαρτύρων Νικολάου του εκ Μετσόβου, Νικοδήμον του εξ Ελβασάν, Δημητρίου του εκ Σαμαρίνης, αναφέρονται ο εκ Κλεινοβού Πίνδου Οικουμενικός Πατριάρχης Ματθαίος Β΄, ο επίσης Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄ ο Μεγαλοπρεπής εκ Κρουσόβου της Μακεδονίας, ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Ιερόθεος Α΄, ο Αρχιεπίσκοπος Αχριδών Ιωάσαφ, οι Μητροπολίτες Γρεβενών Νεόφυτος και Γαβριήλ Α΄, Χρυϊνουπόλεως Δοσίθεος, Κίτρους Παρθένιος Βαρδάκας, Σωζοαγαθουπόλεως και μετέπειτα Δημητριάδος Χωρόθεος Σχολάριος, πάμπολλοι δραστήριοι μοναχοί, όπως ο Νεκτάριος Τέρπος, ηγούμενος της μονής Αρδενίτσας της Βορείου Ηπείρου, εκ Μοσχοπόλεως, ο Άνθιμος Ολυ,πιώτης, ηγούμενος της μονής Ολυμπιωτίσσης, εκ Λιβαδίου Ολύμπου, ο Διονύσιος Πύρρος ο Θεσσαλός, ιδρυτής της Ιατρικής Εταιρείας Ελλάδος, εκ Καστανιάς Ασπροποτάμου κ.α. Ο πρώτος διατρέχοντας επί δεκαετίες το γεωγραφικό τρίγωνο Δυρράχιο Άρτα – Τρίκαλα Θεσσαλίας σταματά με τον προφορικό και γραπτό λόγο του, τα «Μιλήματά του», τον ηπειρωτικό, δυτικοθεσσαλικό και δυτικομακεδονικό Ελληνισμό από τον ολοσχερή εξισλαμισμό. Είναι ο μόνος κληρικός, που κατά τη δεινότερη φάση της τουρκοκρατίας προσφέρει και γράφει τον πολυπόθητο όρο «ελευθερία»!

Για την εθνική αναγέννηση αδιάκοπα κοπιάζουν και στην ξενιτιά λαμπρές προσωπικότητες. Στην πρωτοπορία κατατάσσεται ο Ιωάννης Κωττούνικος (1577-1658) εκ Βεροίας της Μακεδονίας. Αφού με μεγάλη επιτυχία επιδόθηκε στις ιατρικές σπουδές στο πανεπιστήμιο της Πάδοβας, συνάμα δε δεν παρέλειψε την απαραίτητη πνευματική διεύρυνση, εκλέχθηκε καθηγητής της φιλοσοφίας και των ελληνικών γραμμάτων. Παράλληλα τον απασχόλησε σοβαρά η προσέλκυση σπουδαστών από τον απανταχού Ελληνισμό εξασφαλίζοντάς τους στέγη και τροφή στο Κωττοννιανό Κολέγιο ή Κωττούνιο Κολέγιο ή Ελληνομουσείο, οικοτροφείο, που ανέθρεψε εκλεκτούς διδασκάλους της Μεγάλης του Γένους Σχολής του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Εκπληκτικής ακτινοβολίας Βλάχος θεωρείται και ο Νικόλαος Σπαθάρης, του οποίου η ιδιόχειρη αυτοβιογραφία σε άπταιστη ελληνική γλώσσα φυλάσσεται στη Βιβλιοθήκη της Οξφόρδης. Φέρεται δε και με την επωνυμία Milescu μετά την αποδημία της πατρικής οικογένειας του στη μολδαβική περιοχή Milesti. Σπουδάζει στη Μεγάλη του Γένους Σχολή του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Γίνεται διάσημος ελληνιστής. Δραστηριοποιείται στη διάδοση της ελληνικής γλώσσας και του ελληνικού βιβλίου στην ανατολική Ευρώπη. Διαπρέπει ως διπλωμάτης διεθνούς κύρους, ο οποίος επέτυχε την πρωτοφανή για την εποχή σύνδεση Μόσχας – Πεκίνου, Ευρώπης – Ασίας, και χαρακτηρίζεται «Homo Universalis». Έσωσε την Ευρώπη κατά την πολιορκία της Βιέννης το 1683 παραδίδοντας τα πολεμικά σχέδια των επιτιθεμένων Οθωμανών στους αμυνομένους, πολιορκημένους, οι οποίοι καλά πληροφορημένοι απώθησαν τους εχθρούς και απέφυγαν τον εξισλαμισμό!

Σχεδόν σύγχρονα ο Βορειοηπειρώτης Βλάχος Βασίλειος Λούπος, μόλις ανήλθε στον θρόνο της Μολδαβίας, έσπευσε στην πρόσκληση Ελλήνων διδασκάλων και κληρικών, φορέων του ελληνικού πολιτισμού και της ελληνικής γλώσσας στην Ηγεμονία του, ιδίως στην τοπική εκκλησία, η οποία έως τότε ήταν σλαβόφωνη, σλαβόγλωσση. Ταυτόχρονα συμπαρίσταται το Οικουμενικό Πατριαρχείο στις πολλαπλές περιπέτειες. Βλαχόφωνος πάλι Βορειοηπειρώτης, ο Δημήτριος Προκοπίου – Πάμπερις, όταν τον 18ο αιώνα δυσφημείται στην Ευρώπη ο Ελληνισμός με δήθεν αφανισμό του ελληνικού πολιτισμού, της ελληνικής επιστήμης, των ελληνικών γραμμάτων και των τεχνών, αποστομώνει τους πάντες με την εκτύπωση αποκαλυπτικής συγγραφής, στην οποία παρουσιάζει τους διακεκριμένους κατά τους χρόνους εκείνους Έλληνες. Αποστομωτική απάντηση έδωσε έμπρακτα και ο Ρήγας Βελεστινλής. Όσες φορές αναφέρει Βλάχους, εννοεί τους πέρα του Δουνάβεως τους Ρουμάνους, ενώ τους ελλαδικούς εκλαμβάνει ως Έλληνες. Αυτό συνάγεται σαφέστατα από αφιέρωση βιβλίου του στον Στέργιον Χατζηκώστα, Ολυμπιώτη, στην οποία τονίζει: «Δεν είναι καμιά εις τούτο απορία ότι ένας καθαρός απόγονος των Ελλήνων, ένας όπου διετήρησε αμίαντα τρόπον τινά εις την περιοχήν του Ολύμπου τα πατρώα ήθη, να μη νομίζει, πρώτην και τελευταίαν ευδαιμονίαν του την ευεξίαν του έθνους του..»
Συναπόδημος του Ρήγα στις παραδουνάβιες ηγεμονίες ο Μετσοβίτης μέγας διδάσκαλος του Γένους Νικόλαος Τζαρτζούλης «υποστήριξε ότι οι συμπατριώτες του ήταν απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων». Εύλογα τα Βλαχόπουλα, όπως σημειώνει ο μαθητής του Τζαρτζούλη Νεόφυτος Δούκας, μέγας μετέπειτα διδάσκαλος του Γένους, διαπαιδαγωγημένα με την «πατρώαν εκείνην αρετήν και παιδείαν» επαυξάνουν αριθμητικά και βελτιώνουν ποιοτικά έμψυχο δυναμικό της Ηπείρου Καλαρρύτες και Συρράκο, πείθει απόλυτα. Πλαισιώνουν και στελεχώνουν τις ένοπλες δυνάμεις κατά την εθνική επανάσταση του 1821, όπως ο Γεωργάκης Ολύμπιος, Αναστάσιος Μανάκης, Νικόλαος Στουρνάρης, Ιωάννης Κωλέττης, Χριστόδουλος Χατζηπέτρος κ.α. Συμμετέχουν ομόθυμα στις μετεπαναστατικές εξεγέρσεις για την ολοκλήρωση της εθνικής αποκαταστάσεως, όπως το 1854 με τη σφαγή των Βλάχων της Φυλλουριάς Δεκάτσης και τη νέα Φιλική Εταιρεία Βίτσα, Φιλιππίδη, Πηχεώνα – Ζουμετίκου.
Το 1878 όταν επαναλαμβάνεται ο χορός του Ζαλόγγου από Βλαχόπουλους στους Αγίους Πάντες της Μακεδονίας, το 1897, κατά τον πόλεμο της Ντροπής, στον οποίο η τιμή των ελληνικών όπλων σύνθηκε από τον Βορειοηπειρώτη ταξίαρχο Κωνσταντίνο Σμολέσκη, πρότυπο ελληνικής παληκαριάς, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των παρισταμένων Γαριβαλδινών, των Κυπρίων εθελοντών και του Παύλου Μελά. Απάλειψη δε της πανελλήνιας ντροπής και της ενδυνάμωσης του εθνικού φρονήματος πραγματώνουν οι Βλάχοι της Κουτσούφλιανης Τρικάλων με το οδυνηρότατο Ολοκαύτωμα του 1898 απορρίπτοντας δελεαστικές προτάσεις για μεγάλα προνόμια με αποδοχή επαναφοράς τους την οθωμανική επικράτεια.
Εν συνεχεία μεγαλειώδης υπήρξε η συμμετοχή των Βλάχων στην τελευταία φάση του Μακεδονικού Αγώνα. Ενδεικτικά μνημονεύονται οι Μακεδονομάχοι Γεώργιος Αρκούδας, Γκίζας, Κολούσιος, Λαχτάρας, Λεπενιώτης, Ρίζος, Ξανθόπουλος, Ποντίκας, Κώστας Τσεκούρας, Ρίζος, Τσιντιλώνης, Λεωνίδας Χατζημπύρος από Σαμαρίνα, Βράκας Ζήσης, Καρτάσιος Στέργιος, Μίλτος Ιωάννης, Μπαλατσός Στέργιος, Σαράντης Ντίνος, Τσάμης Ιωάννης, Τσιουκαντάνης, Χασιώτης, Ιωάννης από Περιβόλι Γρεβενών, Κιτσελόπουλος, Ντούλας από Λιβάδι Ολύμπου του οποίου η συμμετοχή αξιολογείται με την πολύμορφη δράση του Ζάννα και αφοσιωμένων Λιβαδιών, γυναικών και ανδρών. Εξάλλου οι Λιβαδιώτες προσέφεραν ποικίλες και αποτελεσματικές υπηρεσίες κατά τους απελευθερωτικούς πολέμους 12-13.
Συγκινητική και αξιοθαύμαστη κρίνεται η κινητοποίηση των Κοκκινοπλιτών, προ πάντων των αποδήμων που δεν εδίστασαν να προσέλθουν και να πολεμήσουν για την απελευθέρωση των αλύτρωτων αδελφών Ηπείρου, Μακεδονίας, Θράκης. Όσο δε για τα νησιά του Αρχιπελάγους του Αιγαίου είχε μεριμνήσει ο Μετσοβίτης Γεώργιος Αβέρωφ με την καίρια και πολύτιμη προσφορά του ομώνυμου ιστορικού πλέον θωρηκτού. Ακόμη και στην Αυτονομία της Βορείου Ηπείρου πρωτοστατούν Βλάχοι, Βορειοηπειρώτες. Προέχει δε και ο Πρόεδρος της Προσωρινής Κυβερνήσεως της Αυτονόμου Βορείου Ηπείρου Ζωγράφος, γνωστός από τα Ζωγράφεια Σχολεία. Διαθέτοντας τα απαιτούμενα ποσά για την άμεση συγκρότηση της αναγκαίας στρατιωτικής δυνάμεως και την ενδεδειγμένη αποφασιστικότητα εμπνέει τους φιλοπατρίδες συμπατριώτες του, συνάμα Συνέλληνες από την ελεύθερη Ελλάδα και την απέραντη ελληνική διασπορά, νικά στα πεδία των μαχών και πειθαναγκάζει Αλβανούς και τα ευρωπαϊκά «ειρηνευτικά» στρατεύματα υπό Ολλανδό αξιωματικό στο Πρωτόκολλον της Κερκύρας του 1914.
Με την ευκαιρία συμπληρώσεως εφέτος των ενενήντα χρόνων του, υπενθυμίζουμε την ιδιοτυπία του και την ιδιάζουσα σπουδαιότητά του, των οποίων η παραγνώριση παρεμποδίζει την αναγνώριση των ελληνικών δικαίων στην κοιτίδα του Ελληνισμού στη Βόρειο Ήπειρο.

Αναζήτηση