Κυρίες καί κύριοι, Τό επονομαζόμενο «Βλαχικό Ζήτημα», μέ ενεργή παρουσία άνω τών 150 ετών στήν πολιτική καί διπλωματική αρένα, καί όχι μόνον τής χώρας μας, εμφανίζει πλέον όλες εκείνες τίς νοητικές στρεβλώσεις καί ερμηνευτικές παραμορφώσεις, οί οποίες νομοτελειακά αναπτύσσονται καί ανδρώνονται σέ τέτοιου είδους χρονίζουσες αλυσιτελείς, θά υποστήριζα παθογενείς, πολιτικές καταστάσεις, γιά τίς οποίες όμως, όλως περιέργως, κανείς τελικά δέν επιθυμεί πραγματικά τήν ριζική επίλυση καί τήν οριστική ίασή τους.
Οσο καί εάν η διαπίστωση αυτή μάς ξενίζει, από διαφορετικές πάντοτε οπτικές γωνίες ορώμενη, έν τούτοις είμαστε δυστυχώς αναγκασμένοι νά αποδεχθούμε εκ τών πραγμάτων τήν υπαρκτή αυτή στήν καθημερινή μας ζωή πραγματικότητά της.
Η σύγχρονη ιστορία τού απανταχού ελληνισμού μπορεί κάλλιστα νά παραλληλισθεί μέ χαρακτηριστικές, μεταφορικές ζωόμορφες καταστάσεις καί παραστάσεις, όπως ο στρουθοκαμηλισμός καί η πιθήκεια τριλογία τού δέν βλέπω, δέν ακούω, δέν μιλάω, καταστάσεις, οί οποίες μάλλον δέν συνάδουν μέ τήν άκρως διαδεδομένη ψευδαίσθηση καί τήν επίσης άκρως διαδεδομένη λαϊκή δοξασία, ότι δηλαδή είμαστε, όλοι ανεξαιρέτως εννοείται, απόγονοι καί κάτοχοι τών γονιδίων τού πανέξυπνου καί πανούργου Οδυσσέα.
Ο χρυσελεφάντινος πύργος τής εικονικής πραγματικότητας, στήν οποία ώς λαός αυτόβουλα αυτο-πειθαναγκαζόμαστε νά αυτο-φυλακισθούμε, μάς οδηγεί στήν ακλόνητη ψευδαισθησιακή πίστη ότι, οί επιθυμίες μας, ο εικονικός κόσμος δηλαδή τόν οποίον άλογα κάθε φορά κατασκευάζουμε σύμφωνα μέ τίς κάθε είδους ενδόμυχες προσδοκίες μας, αποτελεί καί τήν υπαρκτή, καί μάλιστα γιά τούς άλλους, όχι μόνον γιά εμάς, πραγματικότητα, τήν οποία, αυτονοήτως καί υποχρεωτικά, πρέπει καί «οί άλλοι» ασυζητητί νά αποδεχθούν καί μάλιστα νά ενστερνισθούν!
Δέν θά σάς κουράσω αναφέροντας τήν πληθώρα τών σχετικών διαχρονικών παραδειγμάτων, θά περιορισθώ μόνον σέ τρία. Στό Μακεδονικό Ζήτημα, τό οποίο συν-δημιουργήσαμε, στό Θρακικό Ζήτημα, τό οποίο αυτοκτονικά, ιδίως αυτή τήν χρονική περίοδο, συν-δημιουργούμε καί στό Βλαχικό Ζήτημα, τό οποίο κατά κύριο λόγο συν-δημιουργήσαμε καί ανδρώσαμε καί δυστυχώς εξακολουθούμε, αυτοτελώς καί μέ ίδιαν δυναμικήν πλέον, επιμελώς νά κακοδιαχειριζόμαστε καί συνακόλουθα νά συντηρούμε.
Τά τρία αυτά, κατ’ επίφαση «Ζητήματα», παρουσιάζουν εξαιρετικά ανησυχητικές ομοιότητες μεταξύ τους, αν καί περιέργως δημιουργούνται καί ανδρώνονται κάτω από διαφορετικές γεωπολιτικές καί ιστορικές συνθήκες, συγκυρίες καί καταστάσεις. Αναλυτικότερα:
1. καί στά τρία «Ζητήματα», τό επίσημο ελληνικό κράτος αναγνωρίζει μέ επίσημες διακρατικές συνθήκες, ή καί σιωπηρά αποδέχεται, ότι υπάρχει υπαρκτό πρόβλημα μειονοτικής φύσεως εντός τών συνόρων του.
2. τό πρόβλημα αυτό δέν τό ανακινεί ποτέ εξ αρχής η, στά όρια τού ελληνικού κράτους δρώσα, «μειονότητα», αλλά πάντοτε μία ξένη δύναμη, ή στήν χειρότερη περίπτωση, τό ίδιο τό Ελληνικό κράτος.
3. τό ελληνικό κράτος ουδέποτε μελετεί, η καλύτερα ουδέποτε γνωρίζει ή έστω καταβάλλει κάποια προσπάθεια νά γνωρίσει επακριβώς τήν φύση, τήν δομή, τήν ιστορική πορεία καί τήν πιθανή εθνογενετική διαδικασία τού τμήματος εκείνου τού ελληνικού κορμού, τό οποίο αβασάνιστα, μέ αφάνταστη ελαφρότητα τού είναι, «χαρίζει» σέ κάποιο άλλο κρατικό μόρφωμα.
4. τό ότι ουδέποτε μελετήθηκαν οί μελλοντικές, δηλαδή οί σέ βάθος χρόνου πολιτικές καί πληθυσμιακές συνέπειες τέτοιων «αναγνωρίσεων» ή άλλων παρομοίων σχετικών ενεργειών, εξακολουθεί νά αποτελεί καί στίς ημέρες μας δυστυχώς μίαν αυτονόητη πραγματικότητα.
5. καί στίς τρείς περιπτώσεις τό ελληνικό κράτος, μέ πρωτόγνωρη γιά τά ελληνικά δεδομένα συνέπεια καί συνέχεια, συνδράμει αποφασιστικά στήν διαιώνιση τού προβλήματος, δημιουργώντας τήν τεκμηριωμένη εντύπωση ότι πλέον δέν γνωρίζει τίς καί τί ποιεί.
Δέν θά συνεχίσω τήν απαρίθμηση τών δομικών σφαλμάτων τής ελληνικής πολιτικής, γιατί δυστυχώς αφ’ ενός έχουν πλέον παγιωθεί ανεπιστρεπτί τά δυσάρεστα πολιτικά αποτελέσματά τους, τά οποία όμως νομοτελειακά θά αποτελέσουν πηγή μελλοντικών περιπετειών, αλλά καί γιατί δέν υφίσταται πλέον καμία ελπίδα τά λάθη τού παρελθόντος νά αποτελέσουν μάθημα γιά τίς μελλοντικές πολιτικές ενέργειες.
Θά επιμείνω όμως σέ δύο πρόσφατες ιστορικές πολιτικές συγκυρίες, οί οποίες, μέ τούς κατάλληλους χειρισμούς από τήν ελληνική πλευρά, ίσως θά μπορούσαν νά αδρανοποιήσουν πολλές αρνητικές ενέργειες καί συνακόλουθα αποτελέσματα τών λανθασμένων πολιτικών ενεργειών τού παρελθόντος, εφ’ όσον τόσο τό ελληνικό κράτος, όσο καί οί διάφορες κοινωνίες τών πολιτών, όπως π.χ. οί Πολιτιστικοί Σύλλογοι τών Αρμάνων, θά ήταν διατεθειμένοι νά καταναλώσουν φαιά ουσία καί νά υλοποιήσουν μέ συνέπεια καί συνέχεια τίς τυχόν λογικές καί εποικοδομητικές αποφάσεις καί ενέργειες, οί οποίες θά θεωρηθούν αναγκαίες καί απαραίτητες γιά τήν αναστροφή τού ευρωπαϊκού πολιτικού κλίματος.
Η πρώτη συγκυρία είναι η προϊούσα μορφοποίηση τής Ευρωπαϊκής Ενωσης σέ σταθερό πολιτικό μόρφωμα καί η δεύτερη η κατάρρευση τών σοβιετικών καθεστώτων στήν άμεση γειτονία μας, τά οποία όμως μάς κληροδότησαν παράταιρους γιά τήν εποχή μας νέο-εθνικισμούς.
Τά ερωτήματα πού τίθενται από τήν δημιουργηθείσα αυτή τήν χρονική περίοδο κατάσταση αναλυτικότερα:
1. Πώς επηρεάζουν οί εξελίξεις αυτές τό επονομαζόμενο «Βλαχικό Ζήτημα» καί ειδικότερα ποιές από τίς ποικιλόμορφες πτυχές του θεωρούνται ιδιαίτερα ευπαθείς?
2. Ποιοί παράγοντες έχουν τήν εγγενή ικανότητα νά δημιουργούν αλληλοεπιδράσεις στά τρία προαναφερθέντα αυτά «Ζητήματα» καί ποιές κοινές καί αποφασιστικής φύσεως αλληλοεπιδράσεις καί αλληλοεξαρτήσεις, ανεξάρτητα εάν αυτές είναι πραγματικές, πλασματικές ή πολιτικά κατασκευασμένες, δημιουργούνται σέ βάθος χρόνου?
3. Τί μέλει γενέσθαι από τήν ελληνική πλευρά, ώστε τά ψευδο-Ζητήματα αυτά νά επανέλθουν στήν πραγματική πολιτική καί πληθυσμιακή τους διάσταση, καί νά σταματήσουν νά αποτελούν πηγές προβληματικών διπλωματικών καί πολιτικών καταστάσεων καί τριβών?
4. Τί μέλει γενέσθαι από τήν ελληνική πλευρά, ώστε ο αναπόφευκτος εξευρωπαϊσμός τών προβλημάτων αυτών, δηλαδή η επεξεργασία τους από τίς ευρωπαϊκές γραφειοκρατικές δομές, νά μήν εμπεριέχει εξ αρχής, αλλά απαραιτήτως καί σέ βάθος χρόνου, αρνητικές, γιά τήν πραγματική φύση τους, συνιστώσες?
Ειλικρινείς απαντήσεις είναι προφανές ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο νά δοθούν, γιατί η παραμετροποίηση τών, εκ τής φύσεώς τους πολιτικά ρευστών ακόμη, ευρογενών καταστάσεων δέν είναι πάντα ικανοποιητικά εφικτή, τουλάχιστον στήν παρούσα χρονική περίοδο.
Γεγονός αδιαμφισβήτητο όμως αποτελεί από τήν άλλη πλευρά καί η εκπεφρασμένη θέληση τής Ευρωπαϊκής Ενωσης νά περισώσει, νά διατηρήσει καί νά προαγάγει κάθε πολιτισμικό στοιχείο, τό οποίο δημιουργήθηκε καθ’ οιονδήποτε τρόπο καί κατόρθωσε νά επιζήσει μέχρι σήμερα, στό κοινό πλέον έδαφός της. Τέτοια πολιτισμικά στοιχεία θεωρούνται κυρίως η γλώσσα, η θρησκεία, όπως καί κάθε άλλο πολιτισμικό παράγωγο, τό οποίο χαρακτηρίζει καί καθορίζει αποφασιστικά σέ ένα, κυρίως ψυχολογικό επίπεδο (αυτό τής φαντασιακής κοινότητας) έναν επί μέρους ανθρώπινο πληθυσμό τού Ευρωπαϊκού χώρου, ανεξαρτήτως τού πληθυσμιακού του μεγέθους, χαρίζοντάς του μία ταυτότητα εμφανέστερης, ή λιγότερο εμφανούς, γενικά αποδεκτής ιδιαιτερότητας.
Είναι προφανές λοιπόν, ότι κάθε εχέφρων πολίτης τής Ευρωπαϊκής Ενωσης δέν μπορεί παρά νά αποδεχθεί καί νά στηρίξει τέτοιου είδους διαδικασίες προστασίας τών πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων, δέν θά ήταν μάλιστα υπερβολή νά υποστηριχθεί ότι είναι καί υποχρεωμένος νά τό πράξει.
Είναι επίσης προφανές ότι, στίς υπό διαμόρφωση Ηνωμένες Πολιτείες τής Ευρώπης, η διατήρηση τών πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων δέν μπορεί νά αποτελεί πολιτικό, ή οποιασδήποτε άλλης φύσεως, κίνδυνο γιά κανέναν, πολύ λιγότερο μάλιστα νά αποτελέσει πηγή αλυτρωτικών επιδιώξεων καί περιπετειών, ή καί νά έχει ώς τελικό αποτέλεσμα τήν δημιουργία, ή καλύτερα τήν ηθελημένη κατασκευή καί διαχωριστική ή καί αποσχηστική δράση, τών λεγομένων Στρατηγικών Μειονοτήτων.
Σκοπός καί στόχος τής Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι φυσικά η διατήρηση καί η αβίαστη μετεξέλιξη τών υπαρχουσών στήν επικράτειά της ποικιλοτρόπων Πολιτισμικών Κοινοτήτων, ανεξαρτήτως τής φύσεως καί τού προσανατολισμού τού πολιτισμικού περιεχομένου τους καί όχι φυσικά η δημιουργία Εθνικιστικών ή καί Στρατηγικών Μειονοτήτων, σαφούς αλυτρωτικού προσανατολισμού, μιά καί η θεσμική υποστήριξή τους θά ήταν παράλογη καί άνευ νοήματος στόν κοινό γεωγραφικό μας χώρο, όπου δέν υπάρχουν, ή σύντομα δέν θά υπάρχουν ακόμη, διαχωριστικές συνοριακές γραμμές.
Η ειδυλλιακή, καί προφανώς γενικά αποδεκτή καί υποστηρικτέα, αυτή πρόθεση καί ο ευγενικός στόχος της, παρερμηνεύθηκαν δυστυχώς επιλεκτικά καί εν πολλοίς ριζικά από ορισμένους πολιτικούς κύκλους, μέ αποτέλεσμα τήν δημιουργία πληθώρας προβλημάτων, τά οποία προκαλούν εύλογες σκέψεις καί ανησυχίες γιά τούς ήδη αναφαινομένους κινδύνους, οί οποίοι ενδεχομένως θά μπορούσαν νά επηρεάσουν αρνητικά καί επιπλέον νά επιβραδύνουν τήν εύθραυστη ακόμη ευρωπαϊκή συνοχή.
Η δημιουργία τού Ευρωπαϊκού Γραφείου γιά τίς Ολιγότερο Ομιλούμενες Γλώσσες, η δημιουργία τού Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου Μειονοτήτων στό Flensburg, η δημιουργία τής βάσεως δεδομένων τών ευρωπαϊκών μειονοτήτων Mercator, τού Ινστιτούτου Μελέτης Γλωσσικών Συγκρούσεων στίς Βρυξέλλες, τής Ευρωπαϊκής Ακαδημίας στό Bolzano καί πληθώρας διαφόρων ποικιλωνύμων Μή Κυβερνητικών Οργανώσεων μέ παρόμοιες, ευγενείς επιφανειακά, επιδιώξεις καί σκοπούς, δημιούργησε τελικά ένα, δικαιολογημένα, αρνητικό κλίμα καχυποψίας καί έντονου προβληματισμού γιά τέτοιου είδους επιστημονικούς μέν, αλλά κατά βάση πολιτικούς, πειραματισμούς.
Ιδίως όταν οί οργανώσεις αυτές έχουν τό δικαίωμα νά εισηγούνται στά επίσημα ευρωπαϊκά όργανα γιά εμάς, προφανώς πάντοτε γιά τό καλό μας, χωρίς όμως εμείς νά τό γνωρίζουμε ή τό κυριώτερο, νά τό επιδιώξουμε μέ οιονδήποτε τρόπο.
Θά περιορισθώ μόνο σέ δύο παραδείγματα πρός αποφυγήν στήν χώρα μας. Τό πρώτο αφορά τό Κέντρο Μελέτης Μειονοτικών Ομάδων, τό οποίο εμφανίζεται στό προσκήνιο κάτω από κάπως περίεργες συνθήκες συγκροτήσεως. Τίς θεωρώ περίεργες καθαρά καί μόνο στό συγκεκριμένο επιστημονικό πεδίο τής μελέτης τών Μειονοτικών Ομάδων, γιατί οί προσεγγίσεις τους χαρακτηρίζονται από μία, ομολογώ, χαριτωμένη πολιτική αφέλεια. Συγκεκριμένα ένα από τά νεόκοπα ιδρυτικά μέλη τού ΚΕ.Μ.Μ.Ο επισκέπτεται τόν τότε Πρύτανη τού Δημοκριτείου Πανεπιστημίου καί ζητά τήν επιστημονική κάλυψη τού Κέντρου από τό Πανεπιστήμιο. Ο Πρύτανης τόν παραπέμπει σέ μένα καί διατυπώνεται τό αίτημα νά τούς δώσω «ότι βιβλιογραφία» έχω «γιά Πομάκους, Τούρκους καί Βλάχους, γιατί δέν» γνωρίζουν «γιά αυτούς τίποτε». Παρά τήν ομολογηθείσα άγνοια τους, καί παρά τό γεγονός ότι στό Κέντρο δέν συμμετείχαν τότε επιστήμονες μέ αυτόνομη επιστημονική έρευνα σέ κάποια, έστω καί εκ τού μακρόθεν χαρακτηριζόμενη ώς «Μειονοτική» ομάδα, ότι καί εάν σημαίνει ο όρος αυτός, εν τούτοις διοργανώνουν μία σειρά αμφιλεγόμενων σχετικών συμποσίων, τά οποία έχουν ώς κοινό χαρακτηριστικό όμως τό γεγονός ότι η επιστημονική προσέγγιση είναι δευτερεύουσα, πρωτεύουσα σημασία έχει πάντα μόνον η κατά περίπτωση αυθαίρετα προβαλλόμενη πολιτική πλευρά, είτε αυτή είναι πραγματική, είτε, ώς συνήθως, φανταστική καί κατασκευασμένη.
Τά ίδια σχεδόν άτομα ιδρύουν καί τό Ελληνικό Παράρτημα τού Ευρωπαϊκού Γραφείου γιά τίς Ολιγότερο Ομιλούμενες Γλώσσες, τό οποίο, εάν είμαι σωστά πληροφορημένος, δέν έχει νά παρουσιάσει μέχρι σήμερα οτιδήποτε θά μπορούσε νά θεωρηθεί αντικειμενικά ώς έμπρακτη προσπάθεια διατηρήσεως ή καλλιέργειας κάποιου απειλουμένου μέ εξαφάνιση γλωσσικού στοιχείου ή παράδοσης.
Εάν κάνουμε έναν απολογισμό τής δράσεως τών δύο ομάδων, καί όχι μόνον γιά τούς Αρμάνους, θά διαπιστώσουμε ότι απέχουν παρασάγγας τού προβαλομένου σκοπού τους, γιατί ούτε σοβαρή μελέτη «Μειονοτικών Ομάδων» σέ αυστηρά επιστημονικό επίπεδο έχει γίνει, ούτε οτιδήποτε θά μπορούσε νά χαρακτηρισθεί ώς προστασία ή καλλιέργεια μιάς θεωρουμένης ώς λιγότερο ομιλούμενης γλώσσας. Απεναντίας, ο απόηχος τών δράσεών τους υποδηλώνει ότι κινούνται στήν κατεύθυνση τής άλογης πολιτικοποίησης μίας γλωσσικής ή θρησκευτικής κοινότητας, γεγονός τό οποίο δέν προάγει ποσώς τήν κοινή ευρωπαϊκή ιδέα καί δέν δημιουργεί τίς αντικειμενικές παραμέτρους «προστασίας καί διατήρησης», τίς οποίες υποτίθεται ότι ευαγγελίζονται.
Ανάλογες ενέργειες, οί οποίες θυμίζουν τήν άναρχη καί ομιχλώδη κατάσταση, η οποία επικρατούσε στά Βαλκάνια τού προπερασμένου αιώνα, όταν άρχισε νά αναδύεται ένας πρωτόγνωρος γλωσσικός – θρησκευτικός εθνικισμός, υποστηριζόμενος όμως καί θεμελιούμενος «επιστημονικά» από τίς τότε μεγάλες Δυνάμεις, παρατηρούνται, ώς μή όφειλαν, καί σήμερα. Καί η υποστήριξη τών συγχρόνων μεγάλων Δυνάμεων σέ τέτοιου είδους ενέργειες εξακολουθεί περιέργως νά υφίσταται, κατάλληλα προσαρμοσμένης βέβαια στά νέα δεδομένα.
Τό τέλος τού Ψυχρού Πολέμου, η κατάρρευση τών σοβιετικών καθεστώτων στήν άμεση γειτονία μας καί η εφαρμογή τής Νέας Τάξεως Πραγμάτων, μάς βρήκε ώς Εθνος πολιτικά καί διπλωματικά απροετοίμαστους, μέ αποτέλεσμα νά είμαστε αναγκαστικά απλοί παρατηρητές καί ουσιαστικά ουραγοί τών επιτελουμένων χωρικών ανακατατάξεων καί πολιτικών μεταμορφώσεων, μέ όλες εκείνες τίς βραχυπρόθεσμες καί μακροπρόθεσμες συνέπειες, πού αναγκαστικά συνεπάγονται.
Τό πολιτικό κενό, τό οποίο διαμορφώθηκε, προφανώς από άγνοια τών πραγματικών καταστάσεων τήν περίοδο αυτή στίς πάγιες στρατηγικές επιδιώξεις μας, επηρέασε αποφασιστικά τήν μελλοντική πορεία τού λεγομένου Βλαχικού Ζητήματος, έστω καί εάν τά αποτελέσματά της σήμερα δέν είναι ακόμη μέ απόλυτη ευκρίνεια ορατά καί κατανοητά.
Η μακρά Ψυχροπολεμική Περίοδος είχε ώς, προσωρινά θετικό, αποτέλεσμα τό λεγόμενο Βλαχικό Ζήτημα νά περιπέσει στήν κατάσταση τής χειμερίας νάρκης, η οποία λανθασμένα ερμηνεύθηκε τότε καί ώς οριστική λύση του, καί άρα οριστική εξαφάνιση, τού προβλήματος.
Η Μεταψυχροπολεμική όμως Περίοδος είχε ώς απρόσμενο αποτέλεσμα τήν νεκρανάσταση τών θεωρουμένων ώς, μακρινό πλέον, παρελθόν καταστάσεων καί προβλημάτων, η οποία όμως ενεφάνισε επιπλέον καί μία νέα παράμετρο μέ ιδιαίτερη δυναμική. Τήν αποδοχή δηλαδή ορισμένων πτυχών τών θεωρητικών απόψεων καί τών πρακτικών στρατηγικών τής πρώην σοβιετικής πολιτικής στά Βαλκάνια, οί οποίες πλέον δέν θεωρούνται κομμουνιστικές καί άρα «κακές, εχθρικές αντιδυτικές καί άρα απορριπτέες». Πρωταγωνιστικό ρόλο στήν Νέα Δυτική, Αμερικανική κυρίως, Πολιτική γιά τά Βαλκάνια καί τούς λαούς αυτής τής περιοχής, έχουν οί απόψεις τού Λέοντος Τρότσκυ, όπως αυτές έχουν ενσωματωθεί καί ερμηνευθεί στίς προσβάσιμες από τό κοινό μελέτες τού Αμερικανικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών! Βέβαια υποτίθεται ότι, όταν η Ιστορία επαναλαμβάνεται, γίνεται κωμωδία. Στήν προκειμένη περίπτωση όμως θά πρέπει νά λάβουμε σοβαρά υπ’ όψιν μας τίς παράταιρες αυτές αναλύσεις γιά τά Βαλκάνια, γιατί δυστυχώς αποτελούν πλέον επίσημη πολιτική μέ ήδη ορατά καί συγκεκριμένα αποτελέσματα, τήν οποία εκόντες άκοντες κάποια στιγμή θά αναγκασθούμε νά ακολουθήσουμε καί νά νομιμοποιήσουμε, ώς συνήθως ώς ουραγοί.
Ο Τρότσκυ λοιπόν υποστήριζε ότι οί λεγόμενοι Βλάχοι αποτελούν ιδιαίτερη Εθνότητα, άποψη πού ενστερνίσθηκε ο τότε θεωρητικός τού ΚΚΕ Γεώργιος Σκληρός, καθώς καί μία πλειάδα διανοουμένων τής εποχής εκείνης στήν χώρα μας. Η, μή επίκαιρη γιά τά σύγχρονα δεδομένα, προσέγγιση αυτή γιά τούς Αρμάνους, γιατί είναι τό μόνο πού μάς ενδιαφέρει από όσα ανέφερα γιά τόν Τρότσκυ, φαίνεται ότι συζητείται σοβαρά πλέον στό επίπεδο σχεδιασμού τής αμερικανικής, αλλά καί τής ευρωπαϊκής πολιτικής.
Πρός τό παρόν μόνο στό τεχνιτό κρατίδιο τών Σκοπίων έγινε υλοποίηση καί πρακτική εφαρμογή τών προσεγγίσεων αυτών, όπου εκεί η λεγομένη Εθνότητα τών Αρμάνων είναι συνταγματικά συνιδρυτικό μέλος τού κρατιδίου καί η Αρμανική γλώσσα έχει εν μέρει εισαχθεί στό εκπαιδευτικό σύστημα καί στήν ραδιοτηλεόραση. Επίσης παρατηρείται μεταφραστική δραστηριότητα, κυρίως γερμανικών καί γαλλικών φιλολογικών έργων, στήν αρμανική. Τό σπουδαιότερο όμως εγχείρημα τής πολιτικής αυτής τής κρατικά κατευθυνομένης μειονοτικοποίησης, είναι καί η προσπάθεια τής αναγκαστικής τυποποιήσεως τών τοπικών Αρμανικών διαλέκτων καί η δημιουργία μίας επίσημης «Αρμανικής γλώσσας», μέ τήν επιλογή κυρίως τού ιδιώματος τού Κρουσόβου ώς τυπικής μορφής έκφρασης, μέ τήν ανάλογη βέβαια τυποποίηση καί τής γραφής.
Καταβάλλεται δηλαδή η προσπάθεια νά εμφανισθεί μία πληθυσμιακή ομάδα ώς πολιτικά αναγνωρισμένη υπαρκτή οντότητα, η οποία διαθέτει καί γραπτή γλώσσα, η οποία μάλιστα έχει εισαχθεί στό εκπαιδευτικό σύστημα καί διδάσκεται συστηματικά, όπως επίσης καί χρησιμοποιείται στά μαζικά μέσα ενημέρωσης. Δηλαδή επιχειρείται νά πληρωθούν όλες εκείνες οί προϋποθέσεις, τίς οποίες θέτει καί απαιτεί η Ευρωπαϊκή Ενωση γιά νά αποδεχθεί καί νά αναγνωρίσει τό status μίας μειονότητας.
Η προσπάθεια αυτή οντοποιήσεως καί μορφοποιήσεως τής μειονότητας τών Αρμάνων επεκτείνεται καί στόν οικονομικό τομέα, όπου επιχειρείται η υλοποίηση ενός δικτύου οικονομικών συμφερόντων, μέ τήν ίδρυση ενός είδους Αρμανικού «Εμπορικού Επιμελητηρίου» στίς χώρες τής νότιας Βαλκανικής μέ τήν κοινή επωνυμία Mandra (σημαδιακή?). Μόνο στήν Ελλάδα δέν έχει ιδρυθεί ακόμη κάτι παρόμοιο, παρά τό γεγονός ότι ευάριθμοι Αρμάνοι τής χώρας μας συμμετέχουν ενεργά στίς εκάστοτε συνελεύσεις τής Mandra τών Σκοπίων. Τής προσπάθειας αυτής ηγείται ο πρώην πρωθυπουργός τής FYROM Κοστώφ, ο οποίος κατάγεται από τά Μεγάλα Λειβάδια Παϊκου καί ο οποίος διακατέχεται (?) από έντονα ανθελληνικά αισθήματα.
Δέν θά πρέπει επίσης νά παραλειφθεί η αναφορά στήν γνωστή απόφαση 1333, η οποία αφορά τήν προστασία καί διατήρηση τής Αρμανικής γλώσσας κυρίως στήν Ελλάδα, καί εδώ θά πρέπει νά τονισθεί ότι τήν απόφαση αυτή τήν υπερψήφισαν καί οί Ελληνες Ευρωβουλευτές, προφανώς μή γνωρίζοντες τί πράττουν, καθώς καί οί άλλες παρόμοιες αποφάσεις, οί οποίες άπτονται τού λεγομένου Βλαχικού Ζητήματος. Αξιοσημείωτη καί αξιοπερίεργη ταυτόχρονα είναι καί η διαπίστωση ότι, στίς ενέργειες αυτές πρωτοστατούν μέ επιτυχία οί Καταλανοί Ευρωβουλευτές, ίσως γιατί η Καταλανική γλώσσα αποτελεί τήν πλέον λατινοποιημένη γλώσσα τής Ιβηρικής οικογένειας?
Εάν τά ανωτέρω συνδυασθούν μέ τίς γνωστές εκθέσεις περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων στήν Ελλάδα τού State Department, όπου μέ επιμονή καί συνέπεια αναφέρονται, μεταξύ άλλων, ώς έχοντες ανάγκη προστασίας καί οί Αρμάνοι, παρά τίς επίσημες διαμαρτυρίες τών εκλεγμένων οργάνων μας, τότε η ομιχλώδης ατμόσφαιρα πού περιβάλλει τούς Αρμάνους αρχίζει καί γίνεται πιό πυκνή.
Μία επιπλέον ένδειξη τού στρατηγικού αυτού σχεδιασμού αποτελεί καί τό ενδιαφέρον, τό οποίο επιδεικνύεται από διάφορα ευρωπαϊκά κράτη, τά οποία χρηματοδοτούν τά τελευταία δέκα χρόνια τήν επιστημονική διερεύνηση διαφόρων βιολογικών καί πολιτισμικών παραμέτρων τών Αρμάνων τών Βαλκανίων. Ενδεικτικά αναφέρω: Η Γερμανική Εταιρεία Ερευνών π.χ. χρηματοδότησε πρόγραμμα γιά τήν «Εθνική αφύπνιση τών Αρμάνων τής Αλβανίας», όπως καί πρόγραμμα γιά τήν «Μελέτη τής γενετικής δομής τών Αρμάνων τών Βαλκανίων», αλλά καί πρόγραμμα γιά τόν «Αυτοπροσδιορισμό τών Αρμάνων τής Ελλάδος», ενώ τό Αυστριακό Ινστιτούτο Ανατολικής καί Νοτιοανατολικής Ευρώπης ειδικεύεται παραδοσιακά στούς λατινόφωνους πληθυσμούς τής Βαλκανικής, μέ πληθώρα σχετικών ερευνητικών προγραμμάτων, πάντοτε όμως μέ τήν συνεργασία ειδικών επιστημόνων από τήν Ρουμανία.
Επειδή παρατηρείται τά τελευταία χρόνια μία συγγραφική έξαρση στήν εν γένει επιστημονική προσέγγιση τού βιολογικού-πολιτισμικού μορφώματος τών Αρμάνων, η οποία, λόγω τών περιορισμένων χρονικών πλαισίων, δέν είναι δυνατόν νά αναλυθεί λεπτομερειακά αυτή τήν στιγμή, θά αναφέρω απλώς μόνο ότι η γενική κατεύθυνση στήν εξαγωγή τών συμπερασμάτων προσανατολίζεται στό νά εμφανισθούμε ώς διάκριτη πληθυσμιακή καί πολιτισμική οντότητα, μή έχουσα ουδεμία σχέση μέ τούς εκάστοτε περιβάλλοντες πληθυσμούς τής Βαλκανικής.
Κυρίες καί κύριοι,
Ο συνδυασμός πολιτικής καί επιστήμης γενικώς είναι ανεπίτρεπτος καί η μέχρι τούδε εμπειρία έχει καταδείξει ότι οί συνέπειές του ήταν πάντοτε καταστροφικές γιά τήν αξιοπιστία τής επιστήμης. Παρά ταύτα οί σημερινές συγκυρίες ευνοούν τήν κατευθυνόμενη αυτήν διαπλοκή, γιατί τά πολιτικά οφέλη προφανώς είναι άμεσα, ενώ η αποκατάσταση τής επιστημονικής αλήθειας απαιτεί πολύ χρόνο καί δύσκολα θά επηρεάσει ή θά ανατρέψει πολιτικά τετελεσμένες πλέον καταστάσεις, όπως δυστυχώς μάς διδάσκουν τά πρόσφατα παραδείγματα τού Κοσόβου καί τής Κύπρου.
Στήν αρχή τής ομιλίας μου έθεσα 4 ερωτήματα σχετικά μέ τήν συσχέτιση τών 3 ψευδοζητημάτων καί ιδίως τού λεγομένου «Βλαχικού Ζητήματος» μέ τά νέα δεδομένα στήν περιοχή μας.
Οί απαντήσεις, δηλαδή η προσωπική μου προσέγγιση στά τεκταινόμενα, δέν αφήνουν πολλά αντικειμενικά περιθώρια αισιοδοξίας.
Είμαστε κράτος, πλήρες μέλος τής Ευρωπαϊκής Ενωσης καί κατά συνέπειαν είμαστε υποχρεωμένοι νά εφαρμόζουμε τήν Κοινοτική Νομοθεσία καί τίς αποφάσεις τής Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Στό κεφάλαιο τών μειονοτήτων, ανεξάρτητα εάν αυτές είναι πραγματικές ή πλασματικές, δέν έχουμε περιθώρια ελιγμών, όταν μελλοντικά τό θέμα αυτό θά τεθεί πρός συζήτηση μέ σοβαρή καί τεκμηριωμένη αντικειμενικά βάση από τήν Ευρωπαϊκή Ενωση. Ιδίως όταν τό ίδιο τό επίσημο ελληνικό κράτος, καί τό χειρότερο, γιά λόγους καθαρά κάποιας χρονικής αναγκαίας ή καί όχι σκοπιμότητος, όχι μόνο μάς χαρακτήρισε μέ επίσημες συνθήκες 2 φορές ώς Ρουμανική Μειονότητα, αλλά μάλιστα στήν περίοδο τού Μεσοπολέμου επενέβη δικαστικά καί επισήμως εναντίον όλων εκείνων τών πατριωτών, οί οποίοι αντιδρούσαν στήν λειτουργία τών ρουμανικών μειονοτικών σχολείων.
Η δέ πρόσφατη κατάληψη τής θέσεως τού Ευρωπαίου Commissioner for Multilingualism από τόν Ρουμάνο Leonard Orban πιθανότατα θά δημιουργήσει προβληματικές καταστάσεις γιά τήν παραπαίουσα ακόμη υπόθεση τών Αρμάνων τών Βαλκανίων.
Δέν γνωρίζω εάν τό Ελληνικό κράτος κατήγγειλε νομοτύπως μετά τό 1949, όταν σταμάτησε επισήμως η λει-τουργία καί τού τελευταίου Ρουμανικού σχολείου στήν χώρα μας, τίς δύο αυτές συνθήκες, ή απλώς τίς άφησε νά αδρανήσουν λόγω Σιδηρού Παραπετάσματος, οπότε μάλλον θά εξακολουθούν νά ισχύουν.
Τό Ελληνικό κράτος ουδέποτε ζήτησε συγνώμη, ώς όφειλε, από τό παραγωγικότερο κομμάτι τού Ελληνισμού, τό οποίο σήμερα συγκεντρωθήκαμε εδώ γιά νά τιμήσουμε, γιατί χωρίς νά τό ζητήσει κανείς Αρμάνος, μέ άκρατη αυθαιρεσία καί καταχρηστικά τό χαρακτήρισε γιά δεκαετίες, καί πιθανόν καί σήμερα εξακολουθεί άθελα νά τό χαρακτηρίζει, ώς Ρουμανική μειονότητα.
Οταν κάποτε μία αμερικανίδα υποπρόξενος, κατά τήν ετήσια επίσημη επίσκεψή της στήν Θράκη, ηρωτήθη μέ ποίαν λογική ασχολείται η χώρα της μέ τήν καταπάτηση τών ανθρωπίνων δικαιωμάτων τών Αρμάνων, οί οποίοι ώς γνωστόν δέν θεωρούν τόν εαυτό τους μειονότητα, απάντησε ξερά καί αποστομωτικά ότι η κυβέρνησή της ασχολείται μόνον μέ μειονότητες, τίς οποίες αναγνωρίζει επισήμως τό Ελληνικό κράτος.
Προτείνω στήν Π.Ο.Π.Σ.Β. νά σχηματίσει επιτροπή Αρμάνων νομικών γιά νά ερευνήσει τό θέμα αυτό έγκαιρα. Καί νά υποβάλλει αίτημα στήν Βουλή τών Ελλήνων γιά τήν έκφραση δημοσίας συγνώμης τού Ελληνικού κράτους πρός τούς απανταχού Αρμάνους, διότι αδίκως καί καταχρηστικώς τούς χαρακτήρισε ώς μή Ελληνες καί μάλιστα Ρουμάνους μειονοτικούς. Γιατί στήν αντίθετη περίπτωση θά πρέπει νά ξαναγραφεί επισήμως η πρόσφατη Ελληνική Ιστορία, διότι ο Σπυρίδων Λάμπρου, Αρμάνος πρωθυπουργός τής Ελλάδος μετά τήν υπογραφή τής μειονοτικής συνθήκης, κακώς αναφέρεται ώς Ελληνας, ενώ ήταν, μέ τήν λογική τής συνθήκης, Ρουμάνος. Οπως επίσης καί ο πρώτος εκλεγμένος πρωθυπουργός τού νεοσύστατου Ελληνικού κράτους Ιωάννης Κωλέττης καί η πληθώρα τών υπουργών καί υφυπουργών Αρμανικής καταγωγής όλων τών ελληνικών κυβερνητικών σχημάτων μέχρι σήμερα.
Εάν η τραγελαφική αυτή κατάσταση δέν αποκατασταθεί τάχιστα στό ορθόν, φοβάμαι ότι για πολλοστή φορά θά ανοίξουν καί πάλι οί ασκοί τού Αιόλου, αποκλειστικά μέ δική μας υπαιτιότητα καί ολιγωρία.
Ο δεύτερος πυλώνας τών προσπαθειών μας θά πρέπει νά επικεντρωθεί στήν εκτεταμένη διερεύνηση τής ιστορικής πορείας τών Αρμάνων, από τήν εποχή τής Ρωμαιοκρατίας μέχρι σήμερα, τόσο στό πολιτισμικό σκέλος, όσο καί στό γενετικό. Δυστυχώς τά βασικά αυτά επιστημονικά πεδία, τά οποία καθορίζουν αποφασιστικά τίς παραμέτρους τής ιστορικής ταυτότητας τών Αρμάνων είχαν παραμεληθεί εντελώς, είτε γιατί δέν θεωρήθηκε αναγκαίο νά ερευνηθούν, ήταν λίγο-πολύ γνωστά, γιατί ήδη είχαν δημιουργηθεί διαφόρων μορφών φαντασιακές κοινότητες, είτε γιατί υπήρχε ο ανομολόγητος φόβος ότι θά ήταν πιθανό νά αποκαλυφθούν ιστορικά γεγονότα καί καταστάσεις, τά οποία θά έθεταν υπό αμφισβήτηση τήν ελληνικότητά τους. Αυτό δέν σημαίνει ότι η σχετική βιβλιογραφία είναι μικρή, απεναντίας, αλλά τό μειονέκτημά της επικεντρώνεται στό γεγονός ότι αποτελείται βασικά από «στρατευμένη» παρουσίαση τών κρατικών δογμάτων τών δύο πλευρών, συνήθως άκριτη. Ελάχιστα είναι τά έργα, τά οποία χαρακτηρίζονται από αντικειμενικότητα στήν προσέγγιση τού προβλήματος εκείνων τών εθνογενετικών διαδικασιών, οί οποίες τελικά μορφοποιούν τήν σημερινή οντότητα τών Αρμάνων. Οί διαδικασίες αυτές είναι αέναες καί συνεχίζονται καί σήμερα, ιδίως μέ τήν παρατηρουμένη τάση τής διασπάσεως τής γενετικής απομόνωσης καί τήν δημιουργία πλέον παμμεικτικών πληθυσμιακών συνόλων.
Αυτή τήν ανάγκη τήν διέβλεψε ήδη καί τήν ενέταξε στά πρακτέα η Π.Ο.Π.Σ.Β. καί έκκληση πρός όλους τούς Αρμάνους νά βοηθήσουν τήν προσπάθεια αυτήν μέ κάθε τρόπο καί όπως ο καθένας μπορεί. Τά πρώτα αποτελέσματα είναι πολύ ενθαρρυντικά, αλλά θά απαιτηθεί ακόμη μεγάλη προσπάθεια. Διότι δέν είναι δυνατόν νά μιλάμε γιά τούς Αρμάνους ευεργέτες, αλλά νά σιωπούμε αιδημόνως στά γραπτά μας γιά τήν καταγωγή τών Αρμάνων, μέ τό σαθρό καί υποβολιμαίο αιτιολογικό ότι τίποτε δέν είναι γνωστό.
Ιδιαίτερη σημασία θά πρέπει νά δοθεί καί στήν διαχρονική γεωγραφική επέκταση τών Αρμάνων, γιατί είναι φαιδρό νά τούς περιορίζουμε στήν γνωστή σημερινή μικρή γεωγραφική έκταση, όπου ομιλείται ακόμη η νεολατινική γλώσσα τής Αρμανικής. Η μερική ή ολική γλωσσική λατινοποίηση τού σημερινού ελληνικού γεωγραφικού χώρου δέν λαμβάνεται ιδιαίτερα υπ’ όψιν στήν ερμηνευτική προσέγγιση τού προβλήματός μας, συνήθως αγνοείται επιδεικτικά. Η Στερεά Ελλάδα, καί ιδίως η Οίτη είναι περιοχές επέκτασης τών Αρμάνων καί χώρος διατήρησης παλαιών εθίμων, όπως η μέ παμπάλαιες ρίζες τελετή Χορ στό Νεοχώρι Υπάτης. Η δέ Πελοπόννησος είναι γνωστό ότι εποικίσθηκε μαζικά μέ Αρμάνους τής Ηπείρου, τούς οποίους, μετά τήν ερημωτική επιδημία πανώλης, μετέφερε εκεί ο Προβλεπτής τής Βενετίας στήν περιοχή Μοροζίνι. Καί οφείλουμε ευχαριστίες στόν Γ. Εξαρχο, στόν Α. Κουκούδη καί στόν Ν. Μέρτζο, πού έκαναν προσιτές τίς αντίστοιχες πηγές. Καί θά πρέπει νά διαφωτίσουμε τούς κατοίκους τής Βλαχοκερασιάς, τών Δολιανών καί τών άλλων Αρμανοχωριών τής Αρκαδίας καί τής Βόρειας Πελοποννήσου, αλλά καί τούς τοπικούς πολιτικούς άνδρες, ενδεικτικά αναφέρω τούς κ.κ. Λάλα (Λαλιώτη), Ρέπα κλπ. γιά τήν συνειδητά ξεχασμένη πραγματική καταγωγή τους.
Καί θά πρέπει νά ξεκαθαρίσουμε πλέον επιστημονικά τήν καταγωγή τών σύγχρονων Αρμάνων στίς γειτονικές μας χώρες, γιατί δέν είναι γηγενείς Μακεδο-ρουμάνοι, όπως προπαγανδιστικά καί υποβολιμαία υποστηρίζουν κάποιοι Σκοπιανοί καί Ρουμάνοι επιστήμονες, αλλά αποτελούν κυρίως απογόνους μεταναστών από τά Αρμανοχώρια τής Ηπείρου. Η είσοδος όμως τής Ρουμανίας από τήν 1.1.2007 στήν Ευρωπαϊκή Ενωση δημιουργεί ένα επιπλέον πρόβλημα, διότι τίθεται πλέον σέ πρακτική εφαρμογή τό δόγμα τών «ethnic Romanians», οί οποίοι κατοικούν στίς εκτός Ευρωπαϊκής Ενωσης χώρες τής Νότιο-Ανατολικής Ευρώπης, στούς οποίους είναι δυνατόν νά χορηγηθεί νόμιμα Ρουμανικό διαβατήριο, όπως π.χ. συνέβη μέ 400.000 Μολδαβούς (πραγματικής όμως ρουμανικής καταγωγής) καί όπως εμείς χορηγήσαμε ή θά χορηγήσουμε ελληνικό διαβατήριο σέ περίπου 70.000 (?)«ethnic Greeks» τής Αλβανίας, σύμφωνα μέ τίς πηγές τής Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Ο τρίτος πυλώνας τών προσπαθειών μας θά είναι η επιθετική πλέον πολιτική τής Π.Ο.Π.Σ.Β. σέ διεθνές επίπεδο, μέ λεπτομερειακή καί αντικειμενική ενημέρωση τών ευρωπαϊκών καί διεθνών Οργανισμών, αλλά καί τών επιστημονικών κύκλων γιά τήν πραγματική ταυτότητα καί τήν ιστορική πορεία τών Αρμάνων. Καί αυτή η ενέργεια θά έχει αγαθά αποτελέσματα, όπως, δειγματοληπτικά π.χ., φάνηκε στό Διεθνές Συνέδριο γιά τήν Γενετική Καταγωγή τών Αρμάνων τής Βαλκανικής τόν περασμένο Σεπτέμβριο στά Σκόπια, όπου ακυρώθηκαν μέ εξαιρετική ευκολία οί καλά προετοιμασμένες προσπάθειες τών αυτοαποκαλουμένων Μακεδο-ρουμάνων νά τεκμηριωθεί επιστημονικά τό «Εθνος τών Βλάχων», συνέβη ακριβώς τό αντίθετο!
Καί αποτελεί αδήριτη ανάγκη νά αποσπασθεί ο τρόπος σκέψεώς μας, τόσο στό επιστημονικό, όσο καί στό συναισθηματικό πεδίο, από τήν φημολογούμενη γενετική-πολιτισμική σύνδεσή μας μέ τούς Ρουμάνους καί νά προσεγγίσουμε τό φαινόμενο τού εκρωμαϊσμού καί τής λατινοφωνίας ώς σύνολο καί στά πραγματικά ευρωπαϊκά τους πλαίσια, χωρίς φοβίες καί δισταγμούς. Καί θά πρέπει νά στραφούμε πρός όλες εκείνες τίς μικρές απομεμονωμένες ομάδες πληθυσμών, οί οποίες μέχρι σήμερα διατήρησαν τήν λατινοφωνία καί τίς όποιες παλαιές κοινές πολιτισμικές παραμέτρους καί τρόπους ζωής, όπως π.χ. τούς λατινοφώνους τού Νοτίου Τυρόλου, τού Friul, τού Graubuenden κλπ., καί νά δημιουργήσουμε ένα πολιτισμικό δίκτυο στά πλαίσια τής Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Τά πάντα είναι δυνατόν νά ανατραπούν καί νά τεθούν στήν σωστή τους βάση, φθάνει νά τό θελήσουμε.
Νίκος Ξηροτύρης
Quo Vadis Arman? Προοπτικές καί κίνδυνοι μιάς πορείας στόν 21ο αιώνα
1η ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΣΥΝΑΞΗ ΒΛΑΧΙΚΩΝ ΣΥΛΛΟΓΩΝ
Τιμή στον Βλαχόφωνο Ελληνισμό
3 και 4 Φεβρουαρίου 2007