Εκλεκτοί προσκεκλημένοι, κυρίες και κύριοι
Οφείλω ευχαριστίες στον πρόεδρο της Ομοσπονδίας μας και την οργανωτική επιτροπή για την ευγενική τους πρόσκληση, η οποία μου δίνει την ευκαιρία να αναπτύξω αυτή την εισήγηση.
Σίγουρα πολλοί από σας αγαπητοί φίλοι, έλκουν την καταγωγή τους, από την Γράμμουστα, η από την ευρύτερη περιοχή του Γράμμου, αυτήν την Μητρόπολη του Βλαχόφωνου Ελληνισμού. Ας επιχειρήσουμε λοιπόν μαζί μία γνωριμία με τη Γράμμουστα, έχοντας σαν βοηθό τις δυνατότητες που μας παρέχει η σύγχρονη τεχνολογία.
Γεωγραφικό ανάγλυφο της περιοχής Γράμμου
Η τοποθεσία του οικισμού βρίσκεται σε ύψος 1450 μ. στην κοιλάδα που σχηματίζουν οι πηγές του Αλιάκμονα ανάμεσα στις αλπικές κορυφές. Απαρτίζεται από τα εξής βουνά από ανατολικά προς δυτικά: Λιβάδι, Στριλιβάδι, Κοτρώνι ή Πέτρα, Φονικό, Μουτσέλι, Φρίνκα, Σακούλι Σακουλίκου, Φάγκο, Γκιζντόβα, Σκίρτσα, Ντάϊα, Ροφουϊλα, Φαρμάκι, Γκούβα, Περιφέρεια. Έχει έκταση 200 χιλιάδες στρέμματα. Υπάρχει μικρή δασική έκταση από δέντρα οξιάς μόνο στο βουνό Γκούβα. Όλα τα βουνά είναι κατάλληλα για βοσκή.
Το Κλίμα είναι Αλπικό ηπειρωτικό, κρύο τον χειμώνα με πολλά χιόνια και δροσερό το καλοκαίρι. Θερμοκρασίες από 24 έως 30 βαθμούς Κελσίου. Άνεμοι μέτριοι έως δυνατοί. Βροχές την άνοιξη και το φθινόπωρο, ξηρασία το καλοκαίρι. Χάρη στα πολλά χιόνια οι βοσκότοποι διατηρούν το χόρτο τους πράσινο καθ' όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού. Γι' αυτό και οι ασχολίες των κατοίκων ήταν η νομαδική κτηνοτροφία από μέσα Μαΐου έως τα μέσα Οκτωβρίου. Εκτός από μερικούς που ασχολούνταν με την βιοτεχνία μάλλινων ειδών και άλλων όπως σιδηροτεχνίτες, σαμαράδες, ράφτες, κα.
Πρώτες ιστορικές καταβολές.
Ο Γράμμος είναι τόπος καταγωγής και κατοίκησης μιας σημαντικής μερίδας βλαχόφωνων Ελλήνων, και είναι ως γνωστός μία από τις σημαντικότερες μητροπόλεις του βλαχόφωνου Ελληνισμού. Ο οικισμός της Γράμμουστας ήταν το κέντρο μιας αξιόλογης ομάδας βλάχικων οικισμών που φαίνεται ότι είναι η πηγή προέλευσης των σημερινών Γραμμουστιάνων.
Όπως γράφει ο Αστέριος Κουκούδης στο βιβλίο του «Οι Μητροπόλεις και η Διασπορά των Βλάχων» (κεφάλαιο ΣΤ΄ oι Βλάχοι του Γράμμου), οι Γραμμουστιάνοι είναι ένας κλάδος του βλαχόφωνου ελληνισμού που γέννησαν οι ιστορικές συνθήκες μετά το 1769 και κυρίως τον 19ο αιώνα σε στενή σχέση με την καταγωγή τους από ένα προσδιορισμένο γεωγραφικό χώρο και την καθήλωση αυτού του πληθυσμού σε μια συγκεκριμένη πολιτισμική κοινωνική και οικονομική οργάνωση στην συγκεκριμένη ορεινή περιοχή της Πίνδου. Δεν μπορούμε να μιλάμε με σιγουριά για το πότε και πως δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για την γέννηση αυτών των οικισμών. Το πιθανότερο είναι ότι υπήρχαν κάποια ισχυρά βλάχικα πληθυσμιακά στοιχεία στην περιοχή του Γράμμου πριν την εμφάνιση ακόμη των Τούρκων από τον 11ο αιώνα χωρίς να αποκλείεται και η παλαιότερη παρουσία τους.
Νεότερα στοιχεία από Οθωμανικές πηγές , μας δίνουν την πληροφορία για χρονολογία ύπαρξης του οικισμού της Γράμμουστας ήδη από το 1530 μ.Χ. Συγκεκριμένα στην Οθωμανική απογραφή του 1530 μ.χ στο Καζά του ΑΣΤΙΝ , καταγράφεται ο οικισμός της Γράμμουστας με πληθυσμό 484 ατόμων, 87 έγγαμους, 21 άγαμους, 7 χήρες και φορολογικά έσοδα 10.202 Άσπρα. Σε απογραφή δε του 1.568 εμφανίζεται σταδιακή αύξηση του πληθυσμού της και των φορολογικών εσόδων , δείγμα ακμής της.
Θα πρέπει να έγινε κάτι ανάλογο και με την περίπτωση της Μοσχόπολης όπου πολλά πληθυσμιακά βλάχικα στοιχεία συνενώθηκαν και έκαναν την μεγάλη αυτή πόλη. Παλαιότερη μνεία για παρουσία Βλάχων στην ευρύτερη περιοχή γίνεται το 976 μ.χ. όταν κάποιοι ταξιδιώτες Βλάχοι σκότωσαν, "παρά τας καλάς Δρυς" το Δαβίδ αδερφό του βούλγαρου τσάρου Σαμουήλ.
Ο Pouqueville κατατάσσει τους Βλάχους του Γράμμου στην ομάδα των Δασσαριτών ή Μεσσαριτών Βλάχων, όπως εντάσσει και τους Μοσχοπολίτες και τους βλάχους της Σαμαριάς. (Pouquevielle " Ηπειρος" σελ. 350). Επιπλέον αναφέρει ότι ανάμεσα στο 1800-1810 κάποιες οικογένειες Βλάχων κατέβαιναν για χειμαδιά στις Πρέσπες στην Πελαγονία και στην λεκάνη της λίμνης της Καστοριάς όπου ήταν χειμαδιό για τους Γραμμουστιάνους.
Πιθανές αιτίες για την συγκέντρωση πληθυσμού στα ορεινά του Γράμμου κατά τους Βυζαντινούς χρόνους θα πρέπει να ήταν οι συνεχείς πολεμικές συγκρούσεις των Βυζαντινών με διάφορους εισβολείς κυρίως Σλάβους. Η ύπαρξη αξιόλογων μεταβυζαντινών εκκλησιών του 16ου αιώνα στην περιοχή του Γράμμου αλλά και παλαιότερων όπως του Αγίου Ζαχαρία του 11ου αιώνα, πιστοποιούν συγκέντρωση ικανού πληθυσμού στο Γράμμο πριν ακόμη από την εδραίωση της Τουρκικής κατάκτησης
Δημιουργία οικισμού του Γράμμου - Κτηνοτροφία – Χειμαδιά
Όπως προείπαμε, είναι άγνωστο το πότε κατοικήθηκε η Γράμμουστα, μπορούμε μόνο υποθετικά και από κάποιες παραδόσεις να υποθέσουμε τον σχηματισμό της σε οικισμό. Η πολιτεία της Γράμμουστας πρέπει να δημιουργήθηκε από μικρότερους οικισμούς που βρισκόταν κατά μήκος της κοιλάδας του Αλιάκμονα. Η συνένωση αυτή, πρέπει να έγινε παράλληλα με τον σχηματισμό και των άλλων βλαχοχωρίων της Πίνδου κυρίως για λόγους ασφάλειας, λαμβάνοντας δε υπόψη και τις παραπάνω Οθωμανικές απογραφές, μπορούμε να μιλάμε με σιγουριά ότι αυτή πρέπει να έγινε πριν από το 1530 μΧ, γιατί από τις απογραφές αυτές προκύπτει σαφέστατα η ύπαρξη συγκροτημένου οικισμού με οικονομική δραστηριότητα πριν από αυτήν την ημερομηνία
Οι περισσότεροι από τους κατοίκους της Γράμμουστας ήταν ημινομάδες και είχαν θερινή κατοικία την Γράμμουστα. Στην τελική της οικιστική μορφή πριν από την μεγάλη καταστροφή της γύρω στα 1760- 1770 είχε τρεις μεγάλες συνοικίες γνωστές με τα ονόματα των τσελιγκάδων. Η κεντρική συνοικία του Χατζηστέργιου Χατζόπουλου με την εκκλησία της Παναγιάς, η συνοικία του Πατσούρα με την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, και η συνοικία του Πισιώτα. Δυτικά προς το Ντένισκο υπήρχε και ο οικισμός του Πισκοχωρίου. Αυτή την περίοδο η Γράμμουστα συγκεντρώνει και τον μεγαλύτερο πληθυσμό της. Αναφέρονται 5.000 σπίτια και 40.000 χιλιάδες κάτοικοι. Οι αριθμοί σαφέστατα είναι υπερβολικοί , αλλά ενδεικτικοί της δυναμικής του οικισμού. Είναι σίγουρο ότι αναφέρονται στο σύνολο των οικισμών του Γράμμου γιατί είναι αρκετά μεγάλοι.
Η κοινωνική δομή της Γράμμουστας εμφανίζεται οργανωμένη γύρω από τους μεγάλους τσελιγκάδες των οποίων τα πλούτη από καταγεγραμμένες παλαιότερες προφορικές παραδόσεις παρουσιάζονται μυθικά. Ονόματα Τσελιγκάδων αναφέρουμε ενδεικτικά αυτά των Σιαπατόροι, Παπούτσα, Αρόση, Κουτσοφούσια, Λάπα κτλ.
Οι μεγαλύτερες φάρες την περίοδο της ακμής ήταν των Χατζηστέργιου, Στάθη, Πατσιούρα, Χατζημπίμπου, Νάκου, Χατζητζούλα, Πισιώτα. Από αυτούς ξεχώριζαν οι οικογένειες του Χατζηστέργιου και του Πατσιούρα Οι Πατσιουραίοι είχαν τόσες χιλιάδες πρόβατα και τόση παραγωγή γάλακτος που είχαν κάνει πήλινες σωληνώσεις πολλών χιλιομέτρων για να κατεβάζουν το γάλα στο τυροκομείο τους. Λείψανα των εγκαταστάσεων αυτών γνωστά σαν κιούγκια υπάρχουν στις πλαγιές του Γράμμου. Σύμφωνα με καταγραφές του G. Weigand λίγο πριν το 1907 οι εγκαταστάσεις είναι γύρω στις 305 και 2.000 άνθρωποι τις κατοικούν.
Από την πολυπληθή δε διασπορά των Γραμμοστάνων δεν θα ήταν υπερβολικό να δεχτούμε ότι μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα και ακόμη περισσότερο σε προηγούμενους χρόνους ακμής η Γράμμουστα είχε τουλάχιστον 3.000 οικογένειες και 15.000 κατοίκους. Μόνο ο υιός του Χατζηστέργιου Χατζόπουλου, ο Κοσμάς (Μάκης) είχε 7.000 πρόβατα και αγέλες αλόγων. Ο Μπίμπος 8.000 χιλιάδες και άλογα με βοσκοτόπια στον Αλμυρό και με πολλά φλουριά κρεμασμένα στις κούνιες των μωρών. Οι Χατζηστεργαίοι φαίνεται να έχουν εκτός από τα πρόβατα μεγάλη αγέλη από φορτηγά ζώα, 20.000 χιλιάδες πρόβατα 40.000 χιλιάδες κατσίκια. Ο αριθμός από φορτηγά ζώα τους ήταν τόσο μεγάλος ώστε αναφέρεται ότι χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή οχυρωματικών έργων στο βιλαέτι Μοναστηρίου. Η φήμη των Χατζηστεργαίων είναι τόσο μεγάλη που καταδεικνύεται και από δύο σχετικά τραγούδια, ένα στα βλάχικα και ένα στα ελληνικά που αναφέρονται στα πλούτη και στη δύναμη του
Χατζηστέργιου τσέλιγκου μάρι
κά τού Γράμμουστι αλτου νού άρι.
Άρι κάσα κά παλάτι,
κουπίι ντί όι νιμισουράτι
άρι σι ντόι άτς μπινάτς αλούι,
σούντ κά χίλιι άλ βιμτoυλoύι.
Τον Χατζηστέργιο τον μεγάλο τσέλιγκα
σαν αυτόν δεν εχει άλλον η Γράμμουστα
Έχει σπίτι σαν παλάτι
κοπάδια από πρόβατα αμέτρητα
έχει και δυό άλογα δίδυμα δικά του
που είναι σαν τους γιούς του ανέμου
Ο χαρακτήρας της οικονομίας της Γράμμουστας ήταν κυρίως κτηνοτροφικός ενώ των άλλων γειτονικών βλάχικων εγκαταστάσεων της Νικολίτσας και Λινοτοπίου ήταν κυρίως βιοτεχνικός και εμπορικός.
Εκπαίδευση - Πνευματική ζωή
Είναι βέβαιο πως η οικονομική ευμάρεια των κατοίκων της Γράμμουστας είχε σαν αποτέλεσμα την λειτουργία ελληνικού σχολείου, σε εποχές μάλιστα που υπήρχαν ελάχιστα σχολεία, πέρα από τα μεγάλα αστικά κέντρα του ελληνισμού εκείνης της εποχής. Αναφέρεται πως το 1764 λειτουργούσε σχολείο στη Γράμμουστα. Ωστόσο το σχολείο της Γράμμουστας φαίνεται να λειτουργεί ήδη από το 1756 και να προσελκύει και μαθητές από άλλες περιοχές. Και αυτό γιατί εκείνη τη χρονιά φαίνεται να είχε πάρει την πρώτη του εκπαίδευση στο σχολείο της Γράμμουστας ο Άνθιμος Ολυμπιώτης, ηγούμενος της Μονής Ολυμπιωτίσσης της Ελασσόνας και αργότερα ιδρυτής του ελληνικού σχολείου του Βλαχολίβαδου στον Όλυμπο. Ένας από τους σχεδόν άγνωστους πνευματικούς ανθρώπους που γέννησε η Γράμμουστα ήταν ο Γιάννης Νικολαΐδης, ιατροφιλόσοφος και δάσκαλος της ιατρικής. Ήταν μέλος του ιατρικού συλλόγου της Βιέννης ήδη το 1871 και μέλος της ιατρικής ακαδημίας της Βιέννης, ο πρώτος μάλιστα ορθόδοξος Χριστιανός μέλος αυτής της ακαδημίας. Το σχολείο αυτό, παρ' όλες τις επιθέσεις που δέχθηκε η Γράμμουστα συνέχισε να λειτουργεί ως το 1800. Πολύ αργότερα, από το 1935 και κατά τους καλοκαιρινούς μήνες και έπειτα λειτουργούσε σχολείο. Από το 1935 και μετά μισθοδοτούνταν από τους Τσελιγκάδες της Γράμμουστας.
Προπολεμικά αλλά και μετά από τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο αρκετοί Γραμμουστιάνων διέπρεψαν σαν γιατροί με μεγάλη προσφορά στον τόπο. Αναφέρουμε ενδεικτικά τον Ευρυπίδη Δ. Πισιώτη, γιατρό και βουλευτή, Λεωνίδα Α. Πισιώτη, καθηγητή οδοντιατρικής του Α.Π.Θ, Χρήστο Α. Πισιώτη καθηγητή Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Εκκλησίες
Υπήρχαν τρεις εκκλησίες όπως ήδη αναφέραμε η εκκλησία της Παναγιάς, η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, Στα Βίνιρι, και η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Επίσης οι κατοικοεδρεύοντες στη Χρούπιστα (Αργος Ορεστικο) Γραμμουστάνοι ανήγειραν περικαλλή ναό της Θεοτόκου για την κάλυψη των θρησκευτικών αναγκών τους, ο οποίος βομβαρδίστηκε από τους Ιταλούς και δυστυχώς μεταπολεμικά κατεδαφίστηκε.
Ο Αι Γιώργης ήταν πίσω από την Κοάστα στην Λεύκα στη γειτονιά των Πισιωταίων. Η εκκλησία της Παναγιάς όπου ερείπια υπάρχουν και σήμερα ήταν ρυθμού βασιλικής, γύρω στις πλευρές είχε πολεμίστρες για να αντιμετωπίζουν τις επιθέσεις των Τουρκαλβανών. Η εικόνα της Παναγιάς της "Οδηγήτριας" ζωγραφισμένη στην Βενετία πριν 400 χρόνια βρίσκεται σήμερα στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής του Αργους Ορεστικού. Στην Βενετία είναι επίσης τυπωμένο και το Ιερό Ευαγγέλιο της Παναγιάς της Γράμμουστας. «Εν Ενετίησιν 1748» μπορούμε να διαβάσουμε. Το ευαγγέλιο δείγμα υψηλής Βενετσιάνικης αισθητικής, είναι θαυμάσια εικονογραφημένο και φέρει παραστάσεις από τη ζωή του Χριστού και από τους Ευαγγελιστές. Ο ναός μετά την καταστροφή του εμφυλίου ερημώθηκε. Η πέτρα με τον τρόπο που είναι τοποθετημένη μας δείχνει την μεγαλοπρέπεια του. Ερείπια υπάρχουν μέχρι σήμερα.
Χειμαδιά
Τα κοπάδια ξεχειμώνιαζαν στην Θεσσαλία στην περιοχή του Αλμυρού στο Βελεστίνο, στο Σέσκλο , Αϊ Γεώργιο και στο Διμήνι. Αργότερα στη λιμνολεκάνη της Καστοριάς και στο Άργος Ορεστικό, όπου σιγά-σιγά έγινε και η μόνιμη εγκατάσταση των περισσότερων κατά τον 20ο αιώνα. Από την οικογένεια του Πατσούρα δεν ακολούθησαν όλοι τα κοπάδια στη Θεσσαλία αλλά διέμεναν στο 'Αργος Ορεστικό σε δικό τους μαχαλά "Πατσούρα". Και σήμερα η συνοικία αυτή είναι γνωστή σαν συνοικία "Πατσιούρα".
Ωστόσο η Γράμμουστα και τον χειμώνα είχε κάποιους κατοίκους που ασχολιόταν με την βιοτεχνική παραγωγή. Φαίνεται όμως ότι η ανάπτυξη της οικονομίας οδήγησε στον υπερπληθυσμό των κοπαδιών και ανθρώπων πριν από την κρίσιμη περίοδο των ανακατατάξεων ανάμεσα στο 1769-1830. Το αποτέλεσμα ήταν να υπάρχουν μετακινήσεις αρχικά του πλεονάζοντος πληθυσμού προς την περιοχή της Βόρειας Ηπείρου. Οι Μουσουλμάνοι Αλβανοί του 17ου και 18ου αιώνα αμφισβήτησαν τα προνόμια και εποφθαλμιούσαν τις περιοχές των βοσκοτόπων των Γραμμουστιάνων και έτσι άρχισαν συνεχείς πιέσεις και συγκρούσεις.
Η καταστροφή της Γράμμουστας από τον Αλή Πασά και ο Θρύλος της Σιάνας
Η Γράμμουστα όμως δεν γνώρισε την ερήμωση και οι κάτοικοι βρέθηκαν μετέπειτα να αντιμετωπίζουν κι άλλες επιθέσεις όπως αυτή του Αλή Πασά των Ιωαννίνων το 1790-1810. Σύμφωνα με μία παράδοση προς τα τέλη του 18ου αιώνα αρχές του 19ου αιώνα ο Αλή Πασάς ζήτησε να πάρει στο χαρέμι του την "Σιάνα" κόρη του τσέλιγκα Χατζηστέργιου Χατζόπουλου. Ο Χατζηστέργιος φυσικά δεν ενέδωσε στις πιέσεις και ο Αλή Πασάς μετά για αντίποινα συνέλαβε 12 κοπέλες όμορφες, τις ξεγύμνωσε και τις έβαζε να χορεύουν γύρω από τη λίμνη και αυτές από ντροπή για να αποφύγουν τον εξευτελισμό της σκλαβιάς έπεφταν μέσα. Αυτή είναι πρώτη εκδοχή του θρύλου και ενισχύεται βέβαια και με το γνωστό τραγούδι της Σιάνας ,στα βλάχικα :
Πίστι τούτι ατσιάλι άρι σι ούνα φιάτα,
κούμ ίι λούνα ατσιά μοuσιάτα
άλμπα αρόσα κά μιλτζιάνα
σι νούμα αλιέι μοuσιάτα Σιάνα.
Μα πάνω από όλα αυτά, έχει και μία κόρη
που είναι όμορφη σαν το φεγγάρι
άσπρη κόκκινη σαν μελιτζάνα
και το όνομα της όμορφη Σιάνα
Σύμφωνα με μια δεύτερη εκδοχή, η οποία πρέπει να ΄ναι και η σωστή, μπροστά στις διεκδικήσεις από τον Αλή Πασά των πλούσιων Λβαδικών εκτάσεων της Γράμμουστας , και μετά από σφοδρές συγκρούσεις οι Γραμμουστιάνοι τράπηκαν σε φυγή έξω από τα όρια της γεωγραφικής τους επικράτειας για να σωθούν. Τα σώματα του Αλή Πασά κατάφεραν να προφτάσουν τους φυγάδες και έτσι να πετύχουν την μεγαλύτερη διασπορά τους. Υστερα απ' όλα αυτά οι Γραμμουστιάνοι κατέφυγαν στις Ανατολικές και Βόρειες περιοχές της Μακεδονίας. Αργότερα κατά την περίοδο της παρακμής του Αλή και πιθανότατα μετά την πτώση του υπήρξαν και άλλες επιδρομές και τότε αρκετές οικογένειες κατά το 1800-1822 έφυγαν για το Μεγάροβο όπου συναντήθηκαν με άλλους φυγάδες που είχαν καταφύγει εκεί νωρίτερα.
Οι Γραμμουστιάνοι κατά τον Μακεδονικό αγώνα
Ως γνωστό κατά τους χρόνους του Μακεδονικού αγώνα η Ρουμανική Κυβέρνηση, σε αγαστή συνεργασία με τις Οθωμανικές αρχές, προσπαθούσε με διάφορα, κυρίως χρηματικά μέσα να διεκδικήσει τμήμα της Μακεδονίας και του πληθυσμού της εκμεταλλευόμενη την ύπαρξη λατινόφωνου ελληνικού πληθυσμού. Στην προσπάθεια της αυτή διέθεσε ένα τεράστιο για την εποχή χρηματικό ποσό για δημιουργία Ρουμανικών σχολείων. Τέτοιο σχολείο λειτούργησε και στο Άργος Ορεστικό για τους Βλαχόφωνους κατοίκους, αλλά ελάχιστοι Γραμμουστιάνοι και Σαμαριναίοι, υπέκυψαν λόγω φτώχειας, για καθαρά λόγους επιβίωσης και μόνο, σε αυτή την προπαγάνδα.
Η συντριπτική πλειοψηφία των Γραμμουστιάνων παρέμεινε πιστή στην Ελλάδα και στο Πατριαρχείο και απέκρουσαν έτσι την προπαγάνδα αυτή. Επιπλέον αντιστάθηκαν και κατά των Βουλγάρων κομιτατζήδων και συμμετείχαν στον Μακεδονικό αγώνα προεξάρχοντος του Χατζηστέργιου Αργυρίου Χατζόπουλου, ο οποίος φυλακίστηκε από τους Τούρκους στο Μοναστήρι, τον Νοέμβριο του 1910 μαζί με τους Θωμά Χατζόπουλο, Μιχαήλ και Ρούσκο Μπίμπο, μετά από κατάδοση τους από τον Ρουμάνο Βουλευτή Μήτσιε, γιατί αντιστρατευόντουσαν στα σχέδια των Ρουμανιζόντων. Απελευθερώθηκαν κατόπιν επέμβασης του Πατριαρχείου και καταβολής λύτρων από τις οικογένειες τους. Αργότερα αναγνωρίστηκε η δράση του Αργυρίου Χατζόπουλου, ως Μακεδονομάχου (πράκτορα Α΄ του Μακεδονικού αγώνα ) σαν σύνδεσμος μεταφοράς πληροφοριών και χρησιμοποιώντας το σπίτι του ως κρύπτη ελλήνων οπλαρχηγών.
Η Γράμμουστα μετά την παρακμή Σύσταση Κοινότητας Γράμμου
Όσοι απέμειναν μετά τις αλλεπάλληλες εξόδους ήταν πολύ λίγοι και κατέβαιναν στα χειμαδιά τον χειμώνα και εγκαταστάθηκαν κυρίως στο Άργος Ορεστικό, κατά την διάρκεια του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ου αιώνα. Έτσι έχουμε και την δημιουργία της Κοινότητας της Γράμμουστας το 1927, με χειμερινή έδρα το Αργος Ορεστικό.
Προήλθε εκ του Δήμου Άργους Ορεστικού.
Οι Γραμμουστιάνοι της Διασποράς
Η Γράμμουστα πριν τις εξόδους ήταν μια σταθερή ορεινή κοινότητα. Μετά τις εξόδους και ο θεσμός της θερινής κοινότητας χάθηκε για τους περισσότερους από αυτούς και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα ο νομαδικός τους βίος να πάρει μια πρωτόγονη μορφή. Κινούνται στην περιοχή της Μακεδονίας χωρίς σταθερούς θερινούς ή χειμερινούς καταυλισμούς. Η Γράμμουστα και οι περιφερειακοί οικισμοί της ήταν η δεύτερη μεγάλη πηγή της διασποράς των Βλάχων μετά την Μοσχόπολη. Οι Μοσχοπολίτες φεύγοντας δημιούργησαν παροικίες με αστικό χαρακτήρα. Οι Γραμμουστιάνοι μετά την έξοδο σε μερικά μέρη όπου κατέφυγαν και εγκαταστάθηκαν συνέβαλαν στην εξέλιξη τους σε αστικά κέντρα όπως το Κρούσοβο και το Μεγάροβο. Ο όρος Γραμμουστιάνοι δεν δηλώνει απλά και μόνο την καταγωγή κάποιων Βλάχων αλλά περισσότερο αυτούς που έχουν νομαδικό κτηνοτροφικό βίο. Αργότερα άρχισαν να δημιουργούν σταθερότερους θερινούς οικισμούς. Όλες αυτές οι εγκαταστάσεις στην αρχή του 20ου αιώνα δεν είχαν την οργάνωση για να χαρακτηριστούν χωριά ήταν απλά καλύβια.
Ο πολιτισμικός χαρακτήρας αυτών των Γραμμουστάνικων εγκαταστάσεων ήταν τόσο ισχυρός που αφομοίωσαν και άλλες μικρότερες ομάδες από την Αβδέλλα, το Περιβόλι και την περιοχή του Ασπροποτάμου. Κάτι τέτοιο φαίνεται ότι σε αρκετό βαθμό έγινε και στην περιοχή της λεκάνης του Στρυμόνα και της ευρύτερης περιοχής των Σερρών.
Ενδεικτικό στοιχείο της πρωτόγονης μορφής και της νομαδικής ζωής είναι η διατήρηση της ενδυμασίας τους. Ο ενδυματολογικός τύπος της φορεσιάς ανήκει σε παλαιότερους τύπους που τα περισσότερα βλαχοχώρια είχαν από πολύ παλιά εγκαταλείψει. Όσον αφορά την γυναικεία φορεσιά λέγεται από υπερήλικες Βλαχόφωνους της περιοχής Ν. Σερρών ότι αυτή ήταν τόσο όμορφη που υιοθετήθηκε από τις γυναίκες των Αβδελλιωτών και των Μοτσιάνων (περιοχή Αγράφων). Οι Γραμμουστιάνες μετά την έξοδο τους έφεραν μαζί τους την εξολοκλήρου χειροποίητη μάλλινη βαρύτατη φορεσιά η οποία δεν απαντάται πουθενά αλλού και αυτές που την φορούν έχουν κάθε λόγο να περηφανεύονται για τη μοναδικότητα της.
Ο καθόλα άξιος ερευνητής Αστέριος Κουκούδης αναφέρθηκε διεξοδικά στις μετακινήσεις και στις εγκαταστάσεις των Βλάχικων πληθυσμών στην περιοχή. Εμείς θα αρκεστούμε σε μία απλή περιγραφή δανειζόμενοι τα στοιχεία που μας παρέχει.
Προς τα ανατολικότερα έχουμε σταθερές θερινές εγκαταστάσεις γύρω από τον Όρβηλο. Έτσι έχουμε εγκαταστάσεις στον Λαϊλιά και Παπά Τσιαίρ. Στην ευρύτερη περιοχή των Σερρών υπάρχουν εγκαταστημένοι στο Σιδηρόκαστρο, στο Χιονοχώρι στο Λαη Λιά, στην Προσοτσάνη,, στα Πορόϊα, και στην Ηράκλεια. Βλάχικα χειμαδιά αναφέρεται πως υπήρχαν κατά διαστήματα και στα γειτονικά σημερινά χωριά Κοίμηση, Σχιστόλιθος, Στρυμονοχώρι, Γεφυρούδι, Αμμουδιά και Σαρακατσαναίικα.
Ο Αστέριος Κουκούδης αναφέρει χαρακτηριστικά ότι "Αν επιχειρήσουμε μια επιγραμματική ανασκόπηση της μαζικής άφιξης και της εγκατάστασης βλάχικων πληθυσμών στην Ανατολική Μακεδονία θα πρέπει να αναφέρουμε πως από την πρώτη καταστροφή της Μοσχόπολης, στα 1769, και μέχρι τα μετεπαναστατικά χρόνια, οι περιοχές πέρα από τον Αξιό υπήρξαν, μάλλον, από τα πλέον ασφαλή και προσοδοφόρα καταφύγια για περισσότερες από δύο γενιές φυγάδων και αργότερα μεταναστών. Έφτασαν κατά κύματα ολόκληρα τσελιγκάτα, μεγάλες ή μικρότερες ομάδες οικογενειών ή και μεμονωμένοι δραστήριοι άντρες από όλους τους προγονικούς, μητροπολιτικούς οικισμούς των Βλάχων στη ραχοκοκαλιά της Πίνδου και των προεκτάσεων της. Ουσιαστικά, η βλάχικη εγκατάσταση στην Ηράκλεια ήταν αποτέλεσμα και δημιούργημα της βλάχικης διασποράς στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα.
Η δημογραφική συμβολή τους στη δημιουργία της βλάχικης εγκατάστασης στην Ηράκλεια ήταν περιορισμένη. Ωστόσο, ο ρόλος τους στην οικονομική ανάπτυξή της ήταν πολύ πιο καθοριστικός. Μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα, οι Γραμμουστιάνοι που είχαν τις ορεινές καλυβικές εγκαταστάσεις τους στους γύρω ορεινούς όγκους κατέβαιναν κάθε χειμώνα και έστηναν ένα πυκνό δίκτυο χειμαδιών στον κάμπο του Στρυμόνα μέχρι τη Χαλκιδική και κυρίως γύρω από την Ηράκλεια.
Οι Γραμμουστιάνοι φυγάδες παρουσίαζαν μεγάλη κινητικότητα καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, προωθούμενοι όλο πιο ανατολικά και πιο βόρεια. Στην Ανατολική Μακεδονία έστηναν τα θερινά καλύβια τους στις πλαγιές της Κερκίνης, του Μενοίκιου και του Όρβηλου.
Σε αντίθεση με άλλους Βλάχους φυγάδες που κατέφυγαν στην Ανατολική Μακεδονία, οι Γραμμουστάνοι διατήρησαν με μια κάποια εμμονή ένα σχεδόν απόλυτο νομαδοκτηνοτροφικό χαρακτήρα. Η πολιτισμική τους ταυτότητα ήταν ιδιαίτερα ισχυρή και υπήρξαν αρκετά πολυπληθείς ώστε να ενσωματώσουν στις τάξεις τους τις όποιες ομάδες Βλάχων διαφορετικής προέλευσης που παρέμεναν και αυτοί νομαδοκτηνοτρόφοι".
Η γενιά του Ρήγα Βελεστινλή και η σχέση του με τους Γραμμουστιάνους
Θα κλείσουμε την εισήγηση μας παραθέτοντας εν συντομία τις πληροφορίες που αφορούν τους απογόνους του Ρήγα, από την πλευρά του αδερφού του Δημητρίου, την σχέση του με την Γράμμουστα και ειδικά με την οικογένεια των Πισιωταίων.
Ο Αντώνης Κολτσίδας στο βιβλίο του «Ιστορία της Βωβούσας» αναφέρει: «την αυτήν χρονιάν εγγενήθη ο μέγας εθνικός ανήρ ο Αντώνιος Ρίζος – ο μετανομασθείς Ρήγας Φεραίος, από πατέρα Βωβουσιώτη, τον Ζήσην Ρίζον, διδάσκαλον του χωριού και από μάνα από την Γράμμουστα- από την οικογένεια Πισιώτα».
Είναι γνωστό βέβαια ότι ο Ρήγας είχε Περιβολιώτικη καταγωγή ενώ επίσης δεν είναι ακριβής η πληροφορία περί της καταγωγής της μητρός του. Η σχέση όμως της οικογένειας του εθνομάρτυρα και οραματιστή Ρήγα με τη Γράμμουστα και την οικογένεια του Τσέλιγκα Νικολάου Πισιώτα τεκμηριώνεται από τις ακόλουθες πηγές τις οποίες εν τάχει θα μνημονεύσουμε.
«Ο Βασίλειος Αναγνώστου στο βιβλίο του ο Ρήγας Βελεστινλής, γράφει ότι κατά τον απελευθερωτικό αγώνα του '21 το Βελεστίνο μετείχε σε αυτόν, επαναστάτησαν δια του οπλαρχηγού Καπετάν Μπασδέκη. Μετά την πολιορκία του όμως το Βελεστίνο περιέρχεται στα χέρια των Τούρκων και ακολουθούν σφαγαί και αιχμαλωσίαι. " Παις δεκατριετής ο Παναγιώτης γιος του Δημητρίου, διαφυγών την σφαγήν και αιχμαλωσία κατέφυγεν εις την Μονήν Ξενιάν". Από εκεί φυγαδεύεται από την οικογένεια Τσελιγκάδων Πισιωταίων, από τη Γράμμουστα της Μακεδονίας. Σημειώνουμε ότι η μητέρα του Παναγιώτη ήταν ανάδοχος-νονά των παιδιών της οικογένειας Νικολάου Πισιώτα, ο οποίος είχε τα χειμαδιά του στην περιοχή του Αλμυρού Βόλου».
«Στο Μακεδονικόν ημερολόγιον» τεύχος 3 του 1910 δημοσιεύτηκε επιστολή με τίτλο : "Τινά περί της οικογένειας του Ρήγα Φεραίου ". Την επιστολή με ημερομηνία " Καστοριά, 8 Αυγούστου 1909 " υπογράφει ο Δημήτριος Π. Φεραίος. Στην επιστολή του αναφέρει την πνευματική συγγένεια που είχε η οικογένεια Φεραίου με την οικογένεια των τσελιγκάδων Πισιωταίων, από την Γράμμουστα της Μακεδονίας. Και αυτό επειδή η μητέρα του Παναγιώτη Φεραίου ήταν νονά των παιδιών της οικογένειας των Πισιωταίων. Επιπλέον αναφέρει ότι μετά την καταστροφή του Βελεστίνου της Θεσσαλίας το 1821, τον Παναγιώτη Φεραίο, δηλαδή τον πατέρα του, ηλικίας τότε 13 ετών, τον έσωσε αυτόν και την μητέρα του, από την αιχμαλωσία των Τούρκων η οικογένεια των Πισιωταίων.
Στη συνέχεια της επιστολής αναφέρει ότι ο μικρός Παναγιώτης ακολούθησε την οικογένεια των Πισιωταίων στη Γράμμουστα. Ο Παναγιώτης Φεραίος στη συνέχεια εγκαταστάθηκε με την φροντίδα της οικογένειας των Πισιωταίων στη Χρούπιστα. Αργότερα, εγκαταστάθηκε στο Βογατσικό με το ψευδώνυμο Παναγιώτης Μπακάλης για να αποφύγει ενδεχόμενη νέα σύλληψη από τους Τούρκους, όπου και πέθανε το 180.
«Επίσης ο Β. Τρ. Αναγνώστου στη μελέτη του αυτή αναφέρεται και σε επιστολή της Ουρανίας Φίλιου, κόρης του Δημητρίου Π. Φεραίου, την οποία έστειλε στις 7 Μαΐου του 1964, από την Καστοριά σε αυτόν. Στην επιστολή αυτή, η Ουρανία Φίλιου, η οποία επιβεβαιώνει τις πιο πάνω πληροφορίες και προσθέτει ότι τον παππού της Παναγιώτη Φεραίο, έφεραν μετά την καταστροφή της Θεσσαλίας, για να αποφύγει το διωγμό του από τους Τούρκους, οι Βλάχοι Πισιώτιδες, με τα πρόβατα τους στο Άργος Ορεστικό.»
Είναι σημαντικό ακόμη ότι στην ίδια επιστολή η Ουρανία Φίλιου γράφει ότι οι Πισιώτιδες κατέθεσαν ενόρκως στα δικαστήρια της Καστοριάς για την κληρονομιά της περιουσίας της οικογένειας του Ρήγα Φεραίου, ότι ο μοναδικός κληρονόμος της ήταν ο παππούς της Παναγιώτης Φεραίος.
Από τον Βασίλειο Αναγνώστου έχουμε την πληροφορία ότι: " Ο Βασιλεύς Γεώργιος Α' επισκέφθη την Θεσσαλίαν κατά την απελευθέρωσίν της. Εις Βελεστίνον τον συνόδευσεν ο Δήμαρχος Γιαννακόπουλος, ο Βασιλεύς έκπληκτος ηρώτησε " δεν υπάρχει κανείς κληρονόμος ; " Του ανέφεραν ότι υπάρχει εις Χρούπισταν της Μακεδονίας ένας ανιψιός επ' αδερφώ του Ρήγα».
«Αρμοδίως ειδοποιηθεί ο Παναγιώτης και μετέβη εις Αθήνας. «Τα εις Αθήνας συμβάντα τα εκθέτει η επιστολή της Ουρανίας Φίλιου, η οποία μεταφέρει τα γεγονότα όπως της τα διηγήθηκε ο παππούς της Παναγιώτης " Όταν επήγα στας Αθήνας με επήρεν ο Πρόεδρος Φιλάρετος και άλλοι και με έκαμαν ένα σωρό ερωτήσεις. Με επαρουσίασε κατόπιν ο Φιλάρετος εις τα Ανάκτορα, όπου ο Βασιλεύς με εδέχθη εις την αίθουσαν του θρόνου και είπεν εις την οικογένειάν του : "Ελάτε να ιδείτε έναν απόγονο συγγενή του Ρήγα ". Με φωτογράφησαν και ο Βασιλεύς μου έδωσε 1.000 δραχμάς. Κατόπιν ο Φιλάρετος με επήγε εις το άγαλμα του Ρήγα, όπου μου πήραν διάφορες φωτογραφίες". Επειδή δε διακόπτοντο αι εργασίαι της Βουλής, μου είπαν να περάσω μετά τρεις μήνας. Ο Παναγιώτης προ της παρελεύσεως του τριμήνου απέθανε και το ζήτημα παρέμεινεν εκκρεμές.»
«Επίσης ο Βασίλειος Αναγνώστου μας δίνει μια άλλη πληροφορία ότι ο γιος του Δημητρίου Φεραίου, Ναούμ του διηγήθηκε στην Αθήνα ότι ο παππούς του Παναγιώτης προς πιστοποίηση της συγγένειας του προς τον Ρήγα, είχε προβεί μετά την εξ' Αθηνών του επιστροφή το 1890, εις την κατάρτισην πρακτικών δ' εξετάσεως μαρτύρων ενώπιον του Μητροπολίτη Καστοριάς » Δυστυχώς τα αρχεία της Μητρόπολης Καστοριάς που αναφέρονται στην περίοδο πριν το Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο έχουν καεί.
Εξήντα τέσσερα χρόνια αργότερα, στις 27 Ιουλίου 1974, ο απόγονος του Παναγιώτη Φεραίος, με δήλωση του δημιουργεί Ίδρυμα "εις μνήμην των γονέων του Αθανασίου και Ασπασίας και των προγόνων των Πισιωταίων τσελιγκάδων Γράμμου " με δωρεά 450.000 δρχ.
"Είμαι Έλλην εγκατεστημένος από πολλών ετών εις Ρεγγίνα Σασκ Καναδά και απόγονος του Εθνομάρτυρος Ρήγα Φεραίου. Μετά τον μαρτυρικόν θάνατον αυτού, οι συγγενείς και προγονοί του, δια να σωθούν από τον διωγμόν των Τούρκων, εγκατέλειψαν την γενέτειρα των, Βελεστίνον Θεσσαλίας, και εγκαταστάθηκαν εις τον Γράμμον μετά των ποιμνίων του, υπό το ψευδώνυμον " Πισιωταίοι - τσελιγκάδες Γράμμου ". Εις μνήμην των γονέων μου Αθανασίου και Ασπασίας Φεραίου και των προγόνων των " Πισιωταίων -Τσελιγκάδων Γράμμου" και χάριν συμβολής κι εμού, κατά δύναμιν, εις προσφοράν υπέρ του Έθνους, επιθυμώ όπως από την κτηθείσαν, δια σκληρός εργασίας εις την Αλλοδαπήν περιουσίαν μου, διαθέσω χρηματικόν ποσόν εκ δραχμών 450.000" .
Από τα προηγούμενα συνεπάγεται ότι:«Ο Ρήγας Βελεστινλής είχε - εκτός από τον Κώστα - και άλλον αδερφό τον Δημήτρη - του οποίου απόγονοι έχουν το οικογενειακό επώνυμο Φεραίος- που περιπετειωδώς σώθηκε από τους Γραμμουστιάνους Πισιωταίους στο Άργος Ορεστικό (Χρούπιστα). Από τις επιστολές Δημητρίου Φεραίου, Ουρανίας Φίλιου και από τη Δήλωση Συστάσεως Ιδρύματος του Παναγιώτου Φεραίου φαίνεται πως οι απόγονοι του αδερφού του Ρήγα, Δημητρίου, χρησιμοποίησαν το όνομα Μπακάλης για να διασωθούν στη Μακεδονία από τις Τουρκικές θηριωδίες και μετά την απελευθέρωση άλλαξαν το επίθετο τους μετά από ένορκες καταθέσεις σε Φεραίος.» Σημειώνουμε ότι μέχρι σήμερα υπάρχει στο Άργος Ορεστικό οικογένεια με το όνομα Φεραίου, αυτή του δασολόγου Ανδρέα Φεραίου.
«Νομίζουμε πως αυτά τα ιστορικά συναγόμενα έχουν αξία για τον ιστορικό ερευνητή, αφού ούτως ή άλλως σχετίζουν την οικογένεια του Ρήγα Βελεστινλή με την οικογένεια του Παναγιώτη Φεραίου, και των Γραμμουστιάνων Πισιωταίων Σχετικές παραδόσεις έχουν καταγραφεί πολλοί νεώτεροι ερευνητές. Οπωσδήποτε όμως δίνουν λαβή για νέες συζητήσεις και σαφώς διανοίγουν πεδίο για παραπέρα έρευνα.»
Τελειώνοντας θεωρούμε χρέος μας να αναφέρουμε ότι η σύνταξη αυτής της εισήγησης στηρίχτηκε στην εργασία "Οδοιπορικό στη Γράμμουστα" των Ανδρομάχη Πισιώτη, και Κωνσταντίνου Αδάμ στο βιβλίο του κ. Αστέριου Κουκούδη "Οι Μητροπόλεις και η Διασπορά των Βλάχων", στο βιβλίο του κ. Γιώργη Έξαρχου « Ρήγας Βελεστινλής» στο βιβλίο του κ. Αντώνη Κολτσίδα «Ιστορία της Βωβούσας»
Επίσης χρησιμοποιήθηκαν πολύτιμα στοιχεία από τις εργασίες "Το Ιστορικό των Βλάχων της Ηράκλειας" του Αστέριου Κουκούδη και "Από την Πίνδο ως την Ροδόπη, αναζητώντας τις εγκαταστάσεις και την ταυτότητα των Βλάχων", των Αστέριου Κουκούδη και Βασίλη Γούναρη.
Η ηλεκτρονική παρουσίαση των φωτογραφιών οφείλεται στα αρχεία των :
Αστέριου Κουκούδη, Χάρτες
Κωνσταντίνου Αδάμ
Συλλόγου Γραμμουσιάνων ΅Η Γράμμουστα Αργους Ορεστικού΅
Μορφωτικού Συλλόγου "Η Ορεστίς" Άργους Ορεστικού.
Και του Συλλόγου Βλάχων Νομού Σερρών "Ο Γεωργάκης Ολύμπιος".
Ευχαριστώ για την προσοχή σας και την υπομονή σας
Από τη Γράμμουστα στη λεκάνη του Στρυμόνα
Κωνσταντίνος Αδάμ
Διευθυντής Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας Καστοριάς
τ. Πρόεδρος Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Πολιτιστικών Συλλόγων Βλάχων
13ο Συμπόσιο Ιστορίας Λαογραφίας & Βλάχικης Παραδοσιακής Μουσικής & Χορού,
Ηράκλεια Σερρών 8-9 Σεπτεμβρίου 2012