Ιστορικά στοιχεία.
Είναι γνωστό ότι μέχρι σήμερα, το όποιο ενδιαφέρον της επιστημονικής κοινότητας, ελληνικής και ξένης, είχε πάντα ως επίκεντρο τον γεωγραφικό χώρο των μητροπολιτικών εγκαταστάσεων των Βλάχων (Δυτική και Κεντρική Μακεδονία, Ήπειρος, Θεσσαλία, Αλβανία), και πολύ λιγότερο τους χώρους της μετεγκατάστασής των. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, η σχετική βιβλιογραφία και η δημοσιευμένη έρευνα, στην οποία θα μπορούσε να ανατρέξει κανείς για να αντλήσει στοιχεία για την παρουσία των Βλάχων στον χώρο της Ανατολικής Μακεδονίας, και ειδικότερα για το χωριό Καλύβια του “Λαϊλιά” να είναι σχεδόν ανύπαρκτη.
Η παρούσα εισήγηση για το χωριό Καλύβια βασίζεται πολύ περισσότερο στη ζώσα καταγραφή αφηγήσεων και περιγραφών ανθρώπων που έζησαν στο χωριό Καλύβια και ελάχιστα στην υπάρχουσα βιβλιογραφία που όπως ανέφερα προηγουμένως είναι σχεδόν ανύπαρκτη.
Πολύτιμα στοιχεία για το χωριό Καλύβια, τη ζωή, τα ήθη και έθιμα, τη φορεσιά, μπορεί να αντλήσει κανείς και από το ανεκτίμητης αξίας αρχειακό υλικό που διαθέτει σήμερα ο Σύλλογος Βλάχων Ν. Σερρών “Γεωργάκης Ολύμπιος”.
Πότε πρωτοήρθαν και εγκαταστάθηκαν οι Βλάχοι στην ευρύτερη περιοχή του βουνού “Λαϊλιάς” δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένο. Είναι βέβαιο όμως ότι περί τα τέλη του 1700, στην πόλη των Σερρών, ζουν και δραστηριοποιούνται αρκετές οικογένειες Βλάχων.
Αναφέρεται ότι ο αρματολός καπετάν Γιάννης Φαρμάκης είχε εγκατεστημένη την οικογένειά του στις Σέρρες από το 1795.
Ο Γερμανός περιηγητής GUSTAVWEIGAND αναφέρει ότι, όταν την άνοιξη του 1890 επισκέφθηκε την περιοχή των Σερρών, γύρω από την λίμνη Αχινού, ξεχειμώνιαζαν Βλάχοι από τα βουνά των Βαλκανίων και ότι υπήρχε ένα καλοκαιρινό χωριό το «Αλή Μπαμπά» με 40 καλύβες. Προφανώς εννοούσε το χωριό Καλύβια.
Ο Cousinery αναφέρει ότι στην περιοχή των Σερρών υπάρχουν δύο Λαϊλιάδες , ο Απάνω (θέρετρο τουρκικό) και ο Κάτω (θέρετρο βλαχοποιμένων).
Συνοψίζοντας τα ιστορικά στοιχεία πιθανολογούμε ότι, από τα τέλη του 18ου αρχές του 19ου αιώνα, Βλάχοι από τη θρυλική Γράμμουστα, και την χιλιοτραγουδισμένη Αβδέλλα, μετά από προηγούμενη πολύχρονη περιπλάνηση τους στο Μακεδονικό χώρο και με ενδιάμεσο σταθμό τα χωριά στις παρυφές του βουνού Κερκίνη Άνω Πορόϊα, Λιπόσι, Ράμνα, διαβαίνουν το Στρυμόνα και δημιουργούν στο βουνό “Λαϊλιάς” καλυβικές εγκαταστάσεις.
Πρώτοι στο βουνό φαίνεται να καταφθάνουν οι Γραμμουστιάνοι οι οποίοι σύμφωνα με τις υπάρχουσες μαρτυρίες έστησαν τις καλύβες τους στη θέση “Μουτσιάρα” λίγο νοτιότερα από τη σημερινή θέση του χωριού Καλύβια.
Από τις πρώτες οικογένειες Γραμμουστιάνων που καταφθάνουν στο «Λαϊλιά» λέγεται ότι ήταν οι οικογένειες Λεβέντη (αρχικό Μπάρμπα) Φράστανλη ή Φράντζαλη (Η ονομασία αυτή είναι νεότερη).
Περί τα τέλη της δεκαετίας του 1850 παρατηρείται ένα δεύτερο σημαντικό μεταναστευτικό κύμα. Καταφθάνουν μαζικά τότε στο “Λαϊλιά” πολλές οικογένειες Αβδελλιωτών. Δημιουργούν νέες καλυβικές εγκαταστάσεις. Μια από τις πρώτες οικογένειες Αβδελλιωτών ήταν η οικογένεια Τζήμα. Σε μικρή απόσταση από το χωριό Καλύβια υπάρχει και σήμερα θέση που την αποκαλούν «λα καλιβι αλ πάπλου-τζιμα» (τα Καλύβια του παπού-Τζήμα).
Η ανάγκη προστασίας από τους ληστές που λυμαίνονται την περιοχή αναγκάζει Γραμμουστιάνους και Αβδελλιώτες να επιλέξουν από κοινού νέα πιο ασφαλή θέση για την εγκατάστασή τους. Έτσι επιλέγεται η σημερινή θέση του χωριού Καλύβια. Ανάμεσα σε δύο βαθιές χαράδρες, το χωριό Καλύβια αποτελεί φύση θέση οχυρά.
Η φήμη του χωριού γρήγορα ξεπερνά τα γεωγραφικά όρια της περιοχής των Σερρών και διαδίδεται σε όλα τα βλαχοχώρια του ευρύτερου χώρου της Ανατολικής Μακεδονίας καθώς και της σημερινής νότιας Βουλγαρίας. Οι Βλάχοι από τα Καλύβια αποκαλούνταν από τους υπόλοιπους Βλάχους του Νομού Σερρών «Αρμινλι ντιτ κιάρι» λόγω του ότι το χωριό ήταν ανήλιο. Οι Βούλγαροι τους αποκαλούσαν «Τσερλίστι Βλαχ». Το χωριό απέχει περίπου 35 χιλιόμετρα από την πόλη των Σερρών και έχει μέσο υψόμετρο 1000 μέτρα.
Περιγραφή του χωριού Καλύβια.
Το χωριό περιελάμβανε δύο συνοικίες. Την κάτω (δίπλα στο ποτάμι) των Γραμμουστιάνων και την επάνω των Αβδελλιωτών. Κάθε συνοικία είχε την δική της πλατεία, την «βουλάγα» όπως αποκαλούσαν την πλατεία των Γραμμουστιάνων και το «μεσοχώρι», την πλατεία των Αββδελλιωτών.
Οι σχέσεις ανάμεσα στις δύο κοινωνίες δεν ήταν και τόσο αγαθές τουλάχιστον κατά την πρώτη χρονική περίοδο. Παρότι διαβιούσαν στον ίδιο χώρο, λειτουργούσαν ως ανεξάρτητες η μία από την άλλη. Ξεχωριστά καφενεία, ξεχωριστούς χορούς και τραγούδια κάθε βράδυ στις δύο μεσοχώρια. Η διαφορετικότητα αυτή γίνονταν πολύ πιο έκδηλη στα μικρά παιδιά με συνέπεια σχεδόν μόνιμα να επικρατεί ανάμεσά των εμπόλεμη κατάσταση. Σφοδροί πετροπόλεμοι με σφεντόνες (προάστια στα βλάχικα) και άγριο κυνηγητό στα σοκάκια του χωριού ήταν φαινόμενο καθημερινό. Οι μεγαλύτεροι και εδώ είναι το παράδοξο, αντί να τα συνετίσουν, θα έλεγε κανείς ότι μάλλον τα παρακινούσαν να το κάνουν!!
Συνολικά το χωριό αριθμούσε κάτι παραπάνω από 100 σπίτια. Αρχικά αυτά ήταν μικρά και ξύλινα ή κλαδόκτιστα, συνήθως με αχυρένια (από σίκαλη) σκεπή. Αργότερα άρχισαν να κτίζονται πέτρινα, μονώροφα και διώροφα, με λαμαρινένια συνήθως σκεπή. Τα σπίτια διέθεταν συνήθως δύο δωμάτια. Τα κρεβάτια ήταν απλά, στημένα πάνω σε ξύλινες τάβλες. Υπήρχε επίσης το τζάκι (βάτρα) και διάφορα άλλα ράφια στους τοίχους όπου τοποθετούσαν όλα τα φαγώσιμα για να μην έρχονται σε επαφή με την υγρασία. Μετά την απελευθέρωση (1913) πολλά σπίτια στα Καλύβια τα κτίζουν Κοζανήτες μάστοροι (πετράδες) οι οποίοι διέμεναν όλο το καλοκαίρι στο χωριό. Η συμφωνία του πρωτομάστορα με τον νοικοκύρη του σπιτιού περιελάμβανε την διαμονή και την σίτιση. Τις πέτρες για την τοιχοποιία τις μετέφεραν από το ποτάμι πότε με τα ζώα πότε στην πλάτη.
Καθημερινά στο χωριό έμεναν οι γυναίκες τα παιδιά και οι ηλικιωμένοι. Η επεξεργασία του μαλλιού, η ύφανση και φυσικά το μαγείρεμα και το πλύσιμο ήταν οι κύριες ασχολίες των γυναικών. Το πλύσιμο των ρούχων γίνονταν στο ποτάμι «λα αρούου» όπου κατά μήκος του στήνονταν τα καζάνια για το ζέσταμα του νερού. Το πόσιμο νερό εξασφαλίζονταν από τις πέτρινες βρύσες που κοσμούσαν το χωριό και που έφερναν τα ονόματα των κατασκευαστή. (βρύση Τάλλα, βρύση Καραγιώργου).
Στο χωριό επίσης υπήρχαν τέσσερις κοινόχρηστοι φούρνοι που χρησιμοποιούνταν εκ περιτροπής και βάσει προγραμματισμού (υπήρχαν γυναίκες που επιφορτίζονταν με τη χρήση τους) ώστε να αποφεύγεται ο συνωστισμός.
Τα δύσκολα χρόνια που πέρασαν, οι απανωτές καταστροφές και λεηλασίες του χωριού, δεν επέτρεψαν ποτέ να ολοκληρωθεί το κτίσιμο της εκκλησίας. Είχε ολοκληρωθεί μόνο η τοιχοποιία και έμεινε να τοποθετηθεί η σκεπή. Μόνο στο χώρο που προορίζονταν για το Ιερό Βήμα είχε τοποθετηθεί ένα προσωρινό σκέπαστρο για να προστατεύονται οι λιγοστές εικόνες. Το τάλαντο της εκκλησίας ήταν κρεμασμένο σε παρακείμενο αιωνόβιο δένδρο (οξιά). Το δένδρο ήταν γέρικο και είχε δημιουργήσει στη βάση του ένα άνοιγμα (κουφάλα) από το οποίο οι γριές του χωριού συνήθιζαν να περνούν τα μικρά παιδιά έτσι «για να μην τα πιάνει το κακό» όπως έλεγαν. Έως το 1916, ένας από αυτούς που κτυπά το τάλαντο της εκκλησίας στα Καλύβια είναι ο Στέργιος Τζήμας (λαλα-Τέγα).
Ο GUSTAV WEIGAND, στο σχετικό πίνακα στατιστικών στοιχείων για τους αμιγείς βλάχικους οικισμούς του 1890, περιλαμβάνει το χωριό «Αλή Μπαμπά» με 200 κατοίκους (προφανώς εννοεί τα Καλύβια). Στον Πίνακα πληθυσμών κατ΄ εθνικότητα των Ν. Σερρών και Δράμας που συνέταξε η Επιτελική Υπηρεσία του Ελληνικού Στρατού, προκύπτει ότι, πριν τον πόλεμο του 1912, στα Καλύβια ζούσαν 400 κάτοικοι. Τον Αύγουστο του 1915 ζούσαν 450 κάτοικοι, από τους οποίους 231 άνδρες και 219 γυναίκες. Όλοι τους χαρακτηρίζονται Έλληνες με την παρατήρηση βλαχόφωνοι σε αντίθεση με τις δύο άλλες κατηγορίες του πίνακα (Βούλγαροι Σχηματικοί , Μωαμεθανοί.). Το χωριό κατοικούνταν μόνο το καλοκαίρι από τον Αη Γιώργη έως τον Αη Δημήτρη). Το χειμώνα οι κάτοικοί του διασκορπίζονταν στις Σέρρες, το Λευκώνα, τη Βίσιανη, το Χριστός, το Μελενικίτσι, το Σιδηρόκαστρο, τη Φαιά Πέτρα, το Καπνόφυτο.
Ένα καλοκαίρι (πιθανολογείται το 1900) οι Τούρκοι, στην προσπάθεια να ελέγξουν τις διάφορες ληστρικές ομάδες, δεν επέτρεψαν στους Βλάχους από τα Καλύβια να ανέβουν στο χωριό. Πολλές οικογένειες από τα Καλύβια αναγκάστηκαν τότε να ξεκαλοκαιριάσουν στη θέση «λα τρέϊ σιόπουτι» (στις τρείς βρύσες), λίγα χιλιόμετρα βόρεια του χωριού Χριστός, όπου όμως τις αποδεκάτισε τότε η αρρώστια.
Το 1916, με την κατάληψη τμήματος της Ανατολικής Μακεδονίας (όριο ο ποταμός Στρυμόνας) από το Βουλγαρικό Στρατό, πολλά κοπάδια του χωριού δημεύτηκαν και το σύνολο σχεδόν του ανδρικού πληθυσμού στάλθηκε όμηρος σε καταναγκαστικά έργα στην Βουλγαρία. Εκεί υπέφεραν τα πάνδεινα. Πολλοί όμως κατάφεραν να δραπετεύσουν και μέσα από τα βουνά να επιστρέψουν πεζή στην Ελλάδα.
Κύρια ενασχόληση των κατοίκων του χωριού η κτηνοτροφία. Το καλοκαίρι τα κοπάδια έβοσκαν στις καταπράσινες πλαγιές του «Λαϊλιά» και των γύρο βουνών και το χειμώνα πλημμύριζαν τους απέραντους βαλτότοπους του κάμπου των Σερρών. Ονομαστές οικογένειες τσελιγκάδων ήταν, του Πράπα, του Νακη (Νάκη αλ Παρίση), του Λεβέντη. Λίγο πριν το 1940 η οικογένεια Λεβέντη (ο Νικόλαος (Κόλα) με το παρατσούκλι «σκλιόπ» μαζί με τον γιό του Θωμά με το παρατσούκλι «Τόμσιου») διέθετε περίπου 2.500 αιγοπρόβατα. Η ίδια οικογένεια λειτουργούσε στα Καλύβια τυροκομείο όπου συγκέντρωνε τα γάλατα της περιοχής. Παρασκεύαζαν τα περιζήτητα κασέρια (κασκαβάλι). Λέγεται ότι για την μεταφορά των κασεριών στα ψυγεία των Σερρών, χρησιμοποιούσαν καραβάνι με καμήλες, που ως γνωστό μπορούν να μεταφέρουν βάρος διπλάσιο από αυτό του αλόγου.
Τo 1928, οι οικογένειες Φράντζαλη, Πουλιράβα, Σιτζίμη, Γρέντσιου, Τζήμα, Γκοάση, και Τσιακάλη, αγοράζουν το τούρκικο κτήμα στη θέση «Μουράμορ» (σημερινό Καπετανούδι) και διαμένουν εκεί πλέον τον χειμώνα σε παλιά σπίτια Τούρκων Κονιάρων που έφυγαν κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών.
Ο κύκλος των θρησκευτικών εορτών στα Καλύβια άνοιγε στις 24 Ιουνίου, με τη γιορτή του Αη Γιάννη του Προδρόμου. Τα κορίτσια (τα ανύπαντρα) του χωριού τελούσαν τότε το γνωστό πανάρχαιο τελετουργικό έθιμο του κλήδονα (γκαλιάτα στα βλάχικα). Ακολουθούσε στις 29-30 Ιουνίου η μεγάλη γιορτή των Αγίων Αποστόλων (Σουνκέτρου) και στη συνέχεια ο δεκαπενταύγουστος (Σταμαρίε) και ο κύκλος των θρησκευτικών εορτών έκλεινε στις 8 Σεπτεμβρίου με τη γιορτή της Γέννησης της Θεοτόκου (νίκα σταμαρίε στα βλάχικα).
Η γιορτή των Αγίων Αποστόλων. (Σουνκέτρου).
Ήταν στα Καλύβια η σημαντικότερη γιορτή του καλοκαιριού. Την ημέρα αυτή Βλάχοι από τις Σέρρες, το Λευκώνα, το Καπετανούδι (Μουράμορ), το Χριστός, το Μελενικίτσι, το Σιδηρόκαστρο, τη Φεά Πέτρα, το Καπνόφυτο (Τσιρβίστι), από παντού, καβάλα πάνω σε ζώα, ανηφόριζαν για το χωριό. Η διαδρομή με ζώο, π.χ. από τη Σέρρες στα Καλύβια, διαρκούσε τουλάχιστον 6 ώρες. Το χωριό την ημέρα αυτή πλημμύριζε και από πολλά νέα παιδιά κυρίως βοσκοί από τις στάνες στα γύρω βουνά. Ήταν έθιμο, στην συμφωνία του τσομπάνη με το αφεντικό να δοθεί μια ημέρα άδεια των Αγίων Αποστόλων. Ήταν για τους νέους η ευκαιρία να έρθουν στο χωριό, να δουν οι μεν παντρεμένοι τις γυναίκες τους και τα παιδιά, οι δε αρραβωνιασμένοι, έστω και για λίγο, έστω και από μακριά, τις αρραβωνιαστικές τους. Το τριήμερο της γιορτής κάθε σπίτι στα Καλύβια φιλοξενούσε δύο και τρεις οικογένειες με ένα πλήθος από μικρά παιδιά. Το μοναδικό καφενείο-μπακάλικο (χάνι) του Φαρμάκη, στον Αβδελλιώτικο μαχαλά, την μέρα αυτή γέμιζε ασφυκτικά. Το ηλιοβασίλεμα άρχιζε ο χορός, ξεχωριστός στα δύο μεσοχώρια. Αρχικά χόρευαν νέοι αγόρια και κορίτσια. Όταν βράδιαζε όμως άρχιζε ο χορός των μεγάλων. Λέγεται ότι, για πολλά χρόνια, την ημέρα αυτή, στο μεσοχώρι των Γραμμουστιάνων, ξεχωριζαν οι φωνές των ραφτάδων Γιώργου Γκοάση και Γιώργου Τσιακάλη. Αργότερα την νύχτα, ο χορός στο μεσοχώρι των Γραμμουστιάνων διαλύονταν και όλοι πλέον μετακόμιζαν στο μεσοχώρι των Αβδελλιωτών όπου εκεί τελούνταν ο τρανός χορός. Όπως πάντα στο κέντρο του χορού δέσποζε η μεγάλη φωτιά.
Στο χορό όλα τελούνταν με τάξη. Μπροστά οι άνδρες και πίσω οι γυναίκες. Πρώτα οι παππούδες, ανάλογα με την ηλικία και σε περίπτωση συνομήλικων ανάλογα με την ημερομηνία γάμου. Ακολουθούσαν οι νεότεροι παντρεμένοι και κατόπιν οι αρραβωνιασμένοι και στη συνέχεια οι ελεύθεροι. Αμέσως μετά οι γυναίκες, με την ίδια τάξη κι αυτές τοποθετημένες όπως και οι άνδρες. Προαιώνιος άγραφος νόμος που τηρούνταν από όλους με θρησκευτική ευλάβεια.
Αντιλαλούσαν οι βαριές και βραχνές φωνές των ανδρών, στο πρώτο τραγούδι της ημέρας. Λέγεται ότι ήταν τόσο δυνατή η βουή που έβγαινε ώστε ακούγονταν μακριά μέχρι τη θέση "λα τρέι κίνιι" (στα τρία έλατα). Ο χορός άρχιζε με το τραγούδι της ημέρας.
Ντιάντι τουάκα λα Άγιου Πέτρου
βίνιρα τζιόνλι λα Σουνκέτρου…….
(Σήμανε το σήμαντρο στον Άγιο Πέτρο
Ήρθαν τα παλικάρια στο Σουνκέτρου.)
Σύμφωνα με μαρτυρίες από το 1880 και για πολλά χρόνια κατόπιν, χρέη χοράρχη εκτελούσε ο Στέργιος Τζήμας (λαλα-Τέγα). Ήταν ο λαλα-Τέγας και αυτός ράφτης. Το επάγγελμα του ράφτη έδινε την δυνατότητα σε αυτόν που το ασκούσε να παραβρίσκεται καθημερινά στο χωριό και να μπαινοβγαίνει στα σπίτια όσων έραβε τις γαμπριάτικες και νυφιάτικες φορεσιές. Φυσικό ήταν να αποκτούσε μια ξεχωριστή οικειότητα με όλους και κυρίως με τις γυναίκες.. Ο λαλα-Τέγας λένε ήταν άνθρωπος σωματώδης και σκληρός σαν χαρακτήρας. Αλίμονο στη γυναίκα πού θα τολμούσε την ώρα του χορού να εμφανιστεί στο μεσοχώρι με την ρόκα γνέθοντας. Αμέσως την πλησίαζε, της άρπαζε από τα χέρια την ρόκα και με μια κίνηση στο γόνατο την έκανε κομμάτια. Ό ίδιος βέβαια φρόντιζε να έχει άλλες έτοιμες και την επόμενη ημέρα τις αντικαθιστούσε.
Εξαίρεση στον άγραφο κανόνα του χορού του «Σουνκέτρου» επιτρέπονταν μόνο στον Νικόλα (Κόλα) Φαρμάκη. Αυτός χόρευε πάντα πρώτος, ποτέ δεύτερος!!!. Μεγάλος και ξακουστός ζωέμπορος, στον ευρύτερο χώρο της Μακεδονίας, γνωστός και από τον Μακεδονικό Αγώνα για τις διασυνδέσεις του με το Ελληνικό Προξενείο των Σερρών, ο Κόλα Φαρμάκης ανέβαινε κάθε χρόνο στα Καλύβια για το πανηγύρι, και οι συγχωριανοί του ως ένδειξη σεβασμού και εκτίμησης, του επέτρεπαν να σύρει πρώτος το χορό.
Ο καθένας είχε το δικό του αγαπημένο τραγούδι που ήθελε να τραγουδήσει και να χορέψει. Λέγεται ότι στον τυροκόμο Στέργιο Μπακάλη (Τέα αλ Πούϊου), από τον Λευκώνα, του άρεσε πολύ το τραγούδι "φουστανέλα με γαζί ποιος λεβέντης τη φορεί…". Του κόλλησαν όμως το παρατσούκλι. Έτσι κάθε φορά που θα ανέβαινε στα Καλύβια, τα μικρά παιδιά φώναζαν στα σοκάκια «βίνι φουστανέλα με γαζί» (ήρθε η φουστανέλα με γαζί).
Η δεύτερη μέρα των Αγίων Αποστόλων ήταν αφιερωμένη στις κοινωνικές υποχρεώσεις. Όσα σπίτια στα Καλύβια συνέβαινε να έχουν αγόρια αρραβωνιασμένα την ημέρα αυτή έστελναν δώρα στη μέλλουσα νύφη. Έστελναν το λεγόμενο «κανίσκου». Σε ένα μεγάλο σινί με ένα λευκό καρέ τοποθετούσαν το δώρο το οποίο στολίζονταν με διάφορα ζαχαρωτά (καραμέλες) και στη συνέχεια το σκέπαζαν με μια μαντήλα τη λεγόμενη «σβόνλου». Το δώρο το έστελναν με ένα συγγενικό κοριτσάκι. Θα ακολουθούσε στη συνέχεια η επίσκεψη από τον μέλλοντα πεθερό. Η νύφη θα τον προϋπαντούσε στην εξώπορτα και θα του φίλαγε το χέρι.
Το βράδυ της δεύτερης ημέρας, όπως και την πρώτη, στο μεσοχώρι πάλι τρανός χορός.
Πολλούς και καλούς τραγουδιστάδες έχουν να επιδείξουν τα Καλύβια. Οι Αβδελλιώτες Στέργιος Τζήμας, Νικόλας Φαρμάκης, Θόδωρος (Θουδουρούς) Τσερμεντσέλης, Δήμος (Κούντα) Ζαπάρας κ.λ.π. και οι Γραμμουστιάνοι Θωμάς Λεβέντης, Στέργιος Λεβέντης (μετέπειτα δήμαρχος Σιδ/στρου), Στέργιος Μουντουλάρης, Χρήστος Φράντζαλης και άλλοι. Ο Γραμμουστιάνος Γεώργιος Τσακάλης ήταν όπως προαναφέρθηκε ράφτης. Έτσι κάθε βράδυ μετά τη δουλειά στο μεσοχώρι των Γραμμουστιάνων έσερνε μπροστά από τις γυναίκες το χορό. Είχε λένε και μια βροντερή φωνή που ακούγονταν μακριά μέχρι το ύψωμα «λα πουάρτα».
Το Δεκαπενταύγουστο (στα Μαριε) οι Καλυβιώτες συνήθιζαν να εκκλησιάζονται στα διπλανά χωριά και κυρίως στην εκκλησία στο Ξηρότοπο (Μιρτάτ). Η τέλεση των γάμων στα Καλύβια γίνονταν συνήθως μετά τον δεκαπενταύγουστο ή ακόμη καλύτερα αρχές του Σεπτέμβρη. Την εποχή αυτή τα κοπάδια σταματούν το γάλα και έτσι υπήρχε άνεση και ελευθερία χρόνου για όλους. Στα Καλύβια, μέχρι τελευταία, τα μυστήρια της εκκλησίας τελούνταν στο σπίτι. Ένας από τους τελευταίους ιερείς που τελούσε τα μυστήρια της εκκλησίας ήταν ο παπα-Γκίτσα, από το Αχλαδοχώρι.
Τα Καλύβια στους εθνικούς αγώνες.
Είναι αλήθεια ότι η μετεγκατάσταση των Βλάχων στο χώρο της Ανατολικής Μακεδονίας ήρθε και κάλυψε ένα σημαντικό πληθυσμιακό κενό της περιοχής, γεγονός που στα χρόνια των εθνικών ανταγωνισμών συντέλεσε αποφασιστικά στην επικράτηση του ελληνισμού. Οι Βλάχοι από τα Καλύβια μαζί με τους αδελφούς του Χιονοχωρίου και του Παπά-Τσιαϊρ (σημερινή Βουλγαρία) πλήρωσαν την περίοδο αυτή βαρύ φόρο αίματος αντιστεκόμενοι στην προσπάθεια των από βορά γειτόνων μας για αφελληνισμό της περιοχής. Αμέτρητες οι ιστορίες για σκοτωμούς, σφαγές και λεηλασίες. Ως και μέσα σε καζάνια που βράζανε το γάλα λέγετε ότι ορισμένοι βρήκαν τραγικό θάνατο.
Τραγική περίπτωση αυτή του δωδεκάχρονου Δήμα Τζήμα από τα Καλύβια που γύρω στα 1890 σφάχτηκε σαν αρνί εκεί στα πρόβατα που βοσκούσε πάνω από το χωριό Φράστιανη (σημερινή Ορεινή), επειδή είχε την παιδική αφέλεια να καλέσει με το όνομα τον συνοδό της βουλγάρικής κομητατζίδικης ομάδας που τυχαία εκείνη τη στιγμή περνούσε από την περιοχή.
Στα αρχεία του Συλλόγου Βλάχων Ν. Σερρών «Γεωργάκης Ολύμπιος» υπάρχει σπάνια ιστορική φωτογραφία κηδείας μακεδονομάχων αποκεφαλισθέντων στις 2 Αυγούστου 1905 από βουλγάρους κομιτατζήδες στο χωριό Μελενικίτσι Σερρών. Πρόκειται για τους Στέργιο (Τέγο) Ζαπάρα από τα Καλύβια του Λαϊλιά και κάποιον Ιωάννη με το παρατσούκλι «Γραμματίκλου». Όπως αναφέρει στην επιστολή του ο τότε Μητροπολίτης Σερρών Γρηγόριος, το γεγονός αυτό συντάραξε την κοινωνία των Σερρών «ήτις έκλεισε επι μίαν ημέρα όλα τα καταστήματα της αγοράς και σύσσωμος εκήδευσεν αυτούς. Προέβη δε εις τας δεούσας παραστάσεις παρα τα τε τοις ενταύθα Γάλλοις αξιωματικοίς ταις κυβερνητικές αρχαίς και ετηλεγράφησεν τα δέοντα εις τον Γενικόν επιθεωρητήν Χιλμί Πασάν και εις τον Γενικόν Διοικητήν Θεσσαλονίκης».
Το τέλος του χωριού Καλύβια.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 30 άρχισε ουσιαστικά να καταγράφεται η αντίστροφη μέτρηση για την τύχη του χωριού. Η απόφαση του Ελληνικού Δημοσίου να κηρύξει για την κτηνοτροφία απαγορευμένη ζώνη το δάσος του Λαϊλιά, επέφερε αποφασιστικό πλήγμα στη ζωή του χωριού. Σήμανε την αρχή του τέλους του. Το 1938 από άγνωστη μέχρι και σήμερα αιτία, μεγάλο μέρος του χωριού κάηκε. Ήρθε στη συνέχει ο 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος και ο εμφύλιος που ακολούθησε και η καταστροφή του χωριού ολοκληρώθηκε.
Με την λήξη των πολεμικών γεγονότων, οι Βλάχοι Καλυβιώτες θέλησαν και πάλι να κτίσουν τα σπίτια τους στα χωριό. Όμως (τι ειρωνεία !!!) αυτό που δεν κατάφεραν να επιφέρουν, κατά τη μακρόχρονη διαδρομή του χωριού, οι απανωτές εχθρικές καταστροφές και λεηλασίες, το κατάφερε η ίδια η Πολιτεία με τις Υπηρεσίες της. Δεν επέτρεψαν στους κατοίκους του να ξαναχτίσουν τα σπίτια τους, θέτοντας οριστικά πλέον την ταφόπλακα του χωριού Καλύβια.
Το 2002 ο Σύλλογός Βλάχων Ν. Σερρών «Γεωργάκης Ολύμπιος» έκτισε στα χαλάσματα του χωριού ένα μικρό εκκλησάκι. Το εκκλησάκι είναι αφιερωμένο στην προστάτιδα Αγία Παρασκευή, αυτή την άγια μορφή που τόσο λάτρεψαν και συνεχίζουν να λατρεύουν οι Βλάχοι. Από τότε εκεί ψηλά στο βουνό δεν υπάρχουν πλέον μόνο σωροί από πέτρες και γκρεμισμένοι από το χρόνο τοίχοι, υπάρχει και το εκκλησάκι για τον περαστικό, τον επισκέπτη, το διαβάτη, να μπορεί να ανάψει ένα κεράκι, να κάνει το σταυρό του στη μνήμη όσων έζησαν κάποτε εκεί.
αναδημοσίευση απο τη σελίδα του Συλλόγου Βλάχων Ν. Σερρών "Γεωργάκης Ολύμπιος"
Τα Καλύβια του Λαϊλιά- Να διατηρηθεί ζωντανή η μνήμη του άλλοτε ονομαστού χωριού
Μιχάλης Μήσιος, Γεωπόνος
τέως προέδρου Συλλόγου Βλάχων Ν. Σερρών "Γεωργάκης Ολύμπιος"
13ο Συμπόσιο Ιστορίας Λαογραφίας & Βλάχικης Παραδοσιακής Μουσικής & Χορού,
Ηράκλεια Σερρών 8-9 Σεπτεμβρίου 2012