Βλάχοι - Αρμάνοι - Τσιντσάροι: Διαδίδοντας τον ελληνικό πολιτισμό στις Σερβικές χώρες

Ο τίτλος ευγενείας του Βαρόνου Παύλου ΣπίρταΑδήριτες οικονομικές, πολιτικές και δημογραφικές ανάγκες ώθησαν τους κατοίκους της Βόρειας Ελλάδας, κυρίως της Ηπείρου και της Μακεδονίας, να μεταναστεύσουν κατά την Τουρκοκρατία στις χώρες της Βαλκανικής και της Κεντρικής Ευρώπης, όπου δημιούργησαν ανθηρές ελληνικές παροικίες. Οι Έλληνες απόδημοι, με τη σκληρή και τίμια εργασία τους, απέκτησαν μεγάλη οικονομική επιφάνεια και μπόρεσαν έτσι να βοηθήσουν τις γενέτειρές τους που ήταν τότε υπόδουλες, αλλά να ευεργετήσουν ακόμη και τις θετές τους πατρίδες.
Η παρουσία ελληνικού στοιχείου, κυρίως βλαχοφώνου, στις σερβικές περιοχές, ανάγεται από τα μέσα του 18ου αιώνα. Προέρχεται κυρίως από τη δυτική Μακεδονία (Μπλάτσι, Κλεισούρα, Καστοριά, Κοζάνη) αλλά και από την Βόρεια Ήπειρο,τα Γιάννενα και τη Μοσχόπολη. Οι Βλάχοι, κυρίως έμποροι και ξενοδόχοι, εγκαταστάθηκαν κατά μήκος του εμπορικού δρόμου στον άξονα από Θεσσαλονίκη προς Βελεσσά-Σκόπια-Νις-Βελιγράδι –Νόβισαντ-Πέστη-Βιέννη αλλά και βορειότερα έως το Πόζναν της Πολωνίας με τους ονομαστούς Μοσχοπολίτες εμπόρους κρασιού.
Οι Βλάχοι ή οι αυτοαποκαλούμενοι Αρμάνοι στις σερβικές περιοχές αποκαλούνται από τους ντόπιους Σέρβους «Τσιντσάροι». Αναφορικά με την προέλευση του παρωνυμίου αυτού δεν υπάρχει σύμφωνη γνώμη ανάμεσα στους μελετητές. Κάποιοι θεωρούν ότι προέρχεται από το λατινικό «quinque = πέντε» προκειμένου να αποδώσει το στοιχείο εκείνο που απέμεινε από την πέμπτη Ρωμαϊκή λεγεώνα.

Έθιμα παρά Βλαχοφώνοις

Έθιμα παρά ΒλαχοφώνοιςΛέγεται ότι οι βλαχόφωνοι ούτοι περί τα μέσα της 6ης εκατονταετηρίδος μ.Χ. κατήλθον από του Αίμου και ότι μετά πολλάς περιπλανήσεις αποκατεστάθησαν εις την και σήμερον υπ' αυτών, κατά το πλείστον, οικουμένην Πίνδον. Αλλ' είτε ούτως έχει το πράγμα είτε είναι ανέκαθεν οι κάτοικοι των μερών εκείνων, είναι όμως εκτός πάσης αμφιβολίας την τε καταγωγήν και τους τρόπους Έλληνες, υποστάντες κατά καιρούς παντοίας βαρβαρικάς επιδρομάς. Περί τούτου πείθεται τις, αν εξετάσει και αυτήν έτι την παράξενον γλώσσαν των, την οποίαν οι αντιφρονούντες προβάλλουσιν ως επιχείρημα κατά της ελληνικότητος αυτών· αλλά πολύ περισσότερον αν εξετάσει την σωματικήν κατασκευήν και ψυχικήν αυτών διάπλασιν, τον τρόπον του βίου, τας προλήψεις και δεισιδαιμονίας των, τα αισθήματα των, τας παραδόσεις των και προ παντός αλλου τα ήθη και έθιμα αυτών και τα παραμύθια των.
Και περί μεν των άλλων ίσως άλλοτε γράψωμεν. Αλλ' ήδη θα προσπαθήσωμεν να περιγράψωμεν, όσα ηδυνήθημεν να περισυλλέξωμεν έθιμα των Βλαχοφώνων, όπως ακριβώς γίνονται παρ' αυτοίς. Κατά δεν την περιγραφήν των εθίμων ηκολουθήσαμεν την χρονολογικήν σειράν αρξάμενοι από της πρώτης του έτους· τελευταία δε κατετάξαμεν τα συνήθη μεν, αλλ' ουχί εν ωρισμέναις ημέραις τελούμενα.

Βασίλειος Ι. Βήκας, Περιοδικό Λαογραφία, τόμος 6ος, έτη 1917-1918

Γκλίτσα: Νοηματοδότηση και ανανοηματοδότηση «ταπεινών» αντικειμένων

Αναμνηστική φωτογραφία που απεικονίζει ένα τσελιγκόπουλο στον κάμπο της Σαλονίκης, το 1927.Η ενασχόληση μου με την γκλίτσα ως είδος του υλικού πολιτισμού και ως έκφραση της λαϊκής τέχνης προσδιορίστηκε από τον τρόπο αναπαράστασης της τόσο στη διαδικασία της συγκρότησης πολιτισμικής τοπικότητας όσο και στην εστίαση της έρευνας καταγραφής και συλλογής του υλικού πολιτισμού. Όσον αφορά το πρώτο, αντλώ το τεκμηριωτικό υλικό από προσωπική εμπειρία, όταν πριν από πολλά χρόνια άρχισα να επαναδιαπραγματεύομαι τη σχέση μου με το Συρράκο, το γενέθλιο χωριό των γονιών μου, του οποίου η σκιά βάρυνε τους ώμους των γεννημένων στα κράσπεδα ενός μικρού αστικού κέντρου, των Συρρακιωτών δεύτερα γενιάς. Όλο καμάρι ανακοίνωσα την πρόθεση μου να επισκεφτώ το χωριό στον τότε πρόεδρο της κοινότητας, παρουσιάζοντας την γκλίτσα που συνόδευε, όπως είχα ενημερωθεί, την άνοδο των συμπατριωτών στο αυγουστιάτικο πανηγύρι της Παναγίας. «Μην πας χωρίς γκλίτσα», με συμβούλευαν κάποιοι συνομήλικοι. Αγόρασα μία από το Μέτσοβο. «Μην ανεβείς μ’ αυτό το πράμα στο χωριό μας», είπε ο πρόεδρος και ούτε καν πήρε στα χέρια του την ξομπλιασμένη με διάφορα μοτίβα γκλίτσα. Αιφνιδιάστηκα. Περίμενα τον έπαινο κι αντ’ αυτού εισέπραξα έναν υπαινικτικό αποτροπιασμό. «Δεν είναι δικιά μας», συμπλήρωσε ο συνομιλητής μου, «θα σε γελάσουν στην Γκούρα. Δεν τις κεντάμε εμείς». Ομολογώ ότι η αντίδραση με προβλημάτισε. Με στενοχώρησε. Τότε δεν είχα τα θεωρητικά εργαλεία να την εξηγήσω. Δεν είχα ανοιχτεί ακόμη στο επιστημονικό πεδίο. Την απέδωσα σε συρρακιώτικη στενοκεφαλιά. Διαισθανόμουν όμως ότι κινδύνευα να χάσω την αξιοπιστία της προσπάθειας για ανάπτυξη σχέσεων με την πατρογονική μήτρα.

Τα κατα τον γάμον έθιμα εν Σαμαρίνα της Μακεδονίας

Τα κατα τον γάμον έθιμα εν Σαμαρίνα της ΜακεδονίαςΟ πατήρ ή ο πλησιαίτατος των συγγενών του νέου, όταν ούτος υπερβή το εικοστόν της ηλικίας του έτος, αφού σκεφθούν πρότερον οι οικείοι εις το σπίτι των και αποφασίσουν «ποιά κάνει για το παιδί των» (care face trĭ ficiorlu ameu), στέλλουσι τον προξενητήν (pruxenitulu) λεγόμενον, ίνα συναντήση είς το μεσοχώρι ή την οικίαν τον πατέραν ή τον κηδεμόνα της νέας και ομιλήσουν (tră si sburască) δια την ληφθείσαν απόφασιν υπ' αυτών. Αφού λοιπόν αμφότεροι συγκατανεύσωσιν εις την ένωσιν δια γάμου των τέκνων ή ανεψιών αυτών, δια του προξενήτου, «λέγουν για τον αρραβώνα» (ḑicu tră issosiire). Ορίζουν δε συνήθως το προσεχές σάββατον, πάντοτε την εσπέραν και ως εκ τούτου πυρετώδης γίνεται ετοιμασία «για φαγοπότι» (tră mânkare çi bĕare) αλλ' εις την οικίαν του μελλονύμφου μόνον. Η αναμενόμενη «με καρδιοχτύπι» (cu inima la bricu) εσπέρα του Σαββάτου ήλθε και εκκινεί από της του νέου οικίας η υπό την ηγεσίαν του προξενήτου στελλομένη πομπή, αποτελουμένη από πολύ ολίγους πλησιαιτάτους συγγενείς. Ο νέος δεν είναι μετ' αυτών, αλλ' ουδ' οι γονείς του, οίτινες έπεμψαν τας ευχάς των δια την ευόδωσιν της αποστολής των συγγενών. Φθάνουσι δε σιωπηλοί, ίνα μή τις εννοήση αυτούς εις την οικίαν της νέας.

Στέργιος Ζ. Παπαγεωργίου, Περιοδικό Λαογραφία, τόμος 2ος, 1910

Αναζήτηση