Είναι μεγάλη σε όγκο και ποιότητα η ιστοριογραφική παραγωγή, αναμφισβήτητα, για τους βλάχους στη σημερινή βαλκανική χερσόνησο.
Από τον 19ο αιώνα έως και σήμερα, ιστορικοί διαφορετικών εθνοτήτων, προσπάθησαν να αναδείξουν με ιδιαίτερη επιτυχία την ιστορική πορεία αυτής της «υπερτοπικής» και «υπερεθνικής ομάδας», και τη συμβολή της στη διαμόρφωση της ιστορίας της βαλκανικής χερσονήσου.
Ωστόσο μέσα σε αυτή τη μεγάλη πληθυσμιακά ομάδα, υπήρχαν και υποομάδες, που δεν έτυχαν της ανάλογης μελέτης, αν και τουλάχιστον για διακόσια χρόνια μετακινούνταν με τα αιγοπρόβατά τους σε έκταση που περιλαμβάνεται σήμερα στα εθνικά- κράτη της Ελλάδας, της Αλβανίας, και της Δημοκρατίας της Β. Μακεδονίας, στα πλαίσια της νομαδικής κτηνοτροφίας που ασκούσαν. Μία από αυτές τις ομάδες βλαχόφωνων που δεν έτυχαν της ανάλογης μελέτης είναι οι αποκαλούμενοι από τους άλλους Ελληνες «Αρβανιτόβλαχοι», ενώ οι ίδιοι αυτοαποκαλούνται “Rrămanj” ή “Rremeni”.
Στην παρούσα εργασία επιχειρήθηκε να αποτυπωθεί η συλλογική μνήμη για τους Αρβανιτόβλαχους μέσα από την ιστοριογραφία και τον δημόσιο λόγο. Παρουσιάστηκαν οι θεωρίες για την καταγωγή τους και οι χώροι εγκατάστασης και δραστηριοποίησής τους. Αναφέρθηκαν οι σχέσεις τους με τους άλλους βλάχους και τους μη βλαχόφωνους γείτονες τους. Έγινε προσπάθεια να παρουσιασθούν και να ερμηνευθούν οι ιδιαίτερες μορφές της κοινωνικής οργάνωσης τους και η πολιτιστική τους παραγωγή. Παρουσιάστηκαν οι βιβλιογραφικές αναφορές για την εθνοτική τους ένταξη. Στο δεύτερο μέρος της εργασίας επιχειρήθηκε να παρουσιαστούν οι παραπάνω πτυχές στον σημερινό δημόσιο λόγο των συλλογών τους στο ελληνικό κράτος αλλά και στο εξωτερικό.
Εισαγωγή
Η ιστοριογραφική παραγωγή στο τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα στρέφεται στη καταγραφή της συλλογικής μνήμης μειονοτήτων ή υπερεθνικών ομάδων στα πλαίσια της δημόσιας ιστορίας. Τα έθνη -κράτη κατά τον 19ο και 20ό αιώνα επιχείρησαν να εντάξουν ή να αφομοιώσουν πληθυσμούς, που η ταυτότητα τους εξαρτιόνταν σε μεγάλο βαθμό από το θρήσκευμα, την επαγγελματική ενασχόληση και τη γλωσσική έκφραση. Σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο της νομαδικής κτηνοτροφικής παραγωγής, μετακινούνται πληθυσμοί που είναι γνωστοί ως «βλάχοι»(ετερωνύμιο)ή «Αrmăɲ»(αυτωνύμιο) που ήταν αρχικά τουλάχιστον νομάδες ποιμένες αιγοπροβάτων.
Οι βλαχόφωνοι στη Βαλκανική χερσόνησο θα μπορούσαν να «χαρακτηριστούν νομαδικές υπερτοπικές, ίσως και διεθνικές ομάδες, υπό την έννοια ότι είναι διασπαρμένοι σε όλα τα Βαλκάνια», σύμφωνα με τον Σταματόπουλο. Στην παρούσα εργασία επιχειρήθηκε να μελετηθεί η ιστοριογραφική απεικόνιση και η εκφορά του δημοσίου λόγου για μία από τις πολυπληθέστερες ομάδες των Βλάχων, τους «Αρβανιτόβλαχους»(ετερωνύμιο), «Rramanjie»(αυτωνύμιο).Ο όρος προσδιορίζει τις ομάδες βλάχων που προέρχονται από τη σημερινή Ν. Αλβανία και ειδικότερα από την περιοχή του Νταγκλί(Dangelli), της Πρεμετής.
Ειδικότερα στο πρώτο κεφάλαιο παρατίθενται οι απόψεις για την καταγωγή τους. Στην ουσία μελετάται η προέλευση των πολλών τοπωνυμικών ονομασιών τους και η προέλευση του όρου «Αρβανιτόβλαχοι», με τον οποίο είναι ευρέως γνωστοί. Στη συνέχεια ερευνώνται οι σχέσεις που είχαν με τους άλλους Βλάχους στα πλαίσια της νομαδικής κτηνοτροφίας και η ποιότητα αυτών των σχέσεων. Στη συνέχεια θα ερευνηθούν οι λόγοι της μεγάλης διασποράς των Αρβανιτόβλαχων. Διαπιστώνεται ότι οι μετακινήσεις για την εξεύρεση κοπαδιών ήταν η κύρια αιτία διασποράς. Εκτός αυτού παράγοντες που πίεζαν τους νομάδες για μετακίνηση σε ασφαλέστερες περιοχές ήταν οι πολεμικές επιχειρήσεις και οι εθνικοί ανταγωνισμοί.
Επίσης επιχειρήθηκε να παρουσιαστούν οι τόποι εγκατάστασης των Αρβανιτόβλαχων και η οικονομική και κοινωνική τους οργάνωση. Αναφέρονται οι περισσότερες τοποθεσίες όπου μέσα από την έρευνα διακρίνονται ως μέρη δραστηριότητας των Αρβανιτόβλαχων. Έπειτα η εργασία επιχειρεί να αναδείξει την επαγγελματική ζωή των Αρβανιτόβλαχων, που κινήθηκαν στα πλαίσια του του «φαλκαριού» και του «τσελιγκάτου». Με τον όρο «φαλκάρι» εννοούμε το σύνολο συγγενικών πατριαρχικών οικογενειών, με όλα τα περιουσιακά τους στοιχεία, συμπεριλαμβανομένου και του ζωικού κεφαλαίου. Με τον όρο «Τσελιγκάτο» εννοούμε ένα είδος κοινοπραξίας ανάμεσα σε αριθμό κτηνοτροφικών εστιακών μονάδων υπό την ηγεσία του επικεφαλής της οικονομικά και κοινωνικά ισχυρότερης.
Στη συνέχεια η εργασία επιχειρεί να αναδείξει τα ιδιαίτερα έθιμα των Αρβανιτοβλάχων και τα ήθη τους, που αντικατοπτρίζουν μια κοινωνία εσωστρεφή με κανόνες δικαίου που στηρίζονται στην αντεκδίκηση, στη «βεντέτα». Επίσης επιχειρήθηκαν να παρουσιαστούν η μορφή της κατοικίας και της ενδυμασίας, που και τα δύο είναι διακριτά σημεία των Αρβανιτόβλαχων. Ακόμη στο δεύτερο κεφάλαιο επιχειρείται να αναδειχθούν δύο σημαντικά μνημεία άυλου πολιτισμού και μεταφοράς της συλλογικής μνήμης των Αρβανιτόβλαχων, το πολυφωνικό τραγούδι και τη γλώσσα. Η εργασία αναδεικνύει τη μεγάλη σημασία που έχει το τραγούδι για πληθυσμούς που τους χαρακτηρίζει η προφορικότητα, αφού είναι δίαυλος επικοινωνίας ανάμεσα σε γενιές. Επίσης η εργασία παρουσιάζει τα rrămăneshti, που είναι η μορφή της αρμανικής γλώσσας, που μιλούν οι Αρβανιτόβλαχοι.. Παρατέθηκαν οι διαφορές μεταξύ των δύο μορφών της βλάχικης γλώσσας και οι λόγοι που δεν παρατηρείται σήμερα από τους Βλάχους ενδιαφέρον διδασκαλίας της γλώσσας.
Στο δεύτερο κεφάλαιο της εργασίας παρατίθενται οι βιβλιογραφικές αναφορές για την εθνοτική ένταξη των Αρβανιτοβλάχων. Ειδικότερα το υλικό περιλαμβάνει έργα που αφορούν ή αναφέρονται στους Αρβανιτόβλαχους ή Φαρσεριώτες ή Rrămanj και καλύπτουν το β΄ μισό του 19ου αιώνα ,Weigand , το α μισό του 20ού αιώνα, Κεραμόπουλος, και κείμενα νεότερα, από τα μέσα του 20ού έως και τις αρχές του 21ου αιώνα.
Στο τρίτο κεφάλαιο, εξετάζεται και αναλύεται η συλλογική ταυτότητα και η ιστορική μνήμη που διαχέεται από τις αναφορές των Αρβανιτόβλαχων στον δημόσιο λόγο και ειδικότερα από τη δράση των συλλόγων τους, στο διαδίκτυο ή στα κοινωνικά δίκτυα. Αυτή η προσπάθεια έγινε μέσα σε ένα θεωρητικό πλαίσιο και τέθηκαν και τα ερωτήματα για την εξαγωγή συμπερασμάτων.
Στην έρευνα χρησιμοποιήθηκαν όπου είναι δυνατόν τα σημερινά τοπωνύμια με την ελληνική ορθογραφία. Επίσης αποδόθηκαν όροι σε τουρκική ή σε λατινική γραφή. Χρησιμοποιήθηκε ο ελληνικός όρος «Αρβανιτόβλαχοι», για τη γενική απόδοση αλλά και για την κατανόηση, αφού είναι ευρέως γνωστός όρος ετεροπροσδιορισμού. Ακόμη χρησιμοποιούνται οι όροι «Φαρσεριώτες» ή «(Ρεμένοι)/Rrămanj» ή «Αρβαντόβλαχοι», που αυτοπροσδιορίζονται στην Ελλάδα και «Fãrshãrots» ή «Farsarotul» στο εξωτερικό.
Έπειτα επιχειρήθηκε από την ανάλυση του δημόσιου λόγου αυτών των συλλόγων να δοθούν οι απόψεις που έχουν οι απόγονοι Αρβανιτοβλάχων απέναντι στην ιστορική μνήμη που τους παραδίδεται, ποια είναι η σχέση τους με το παρελθόν και πως επηρεάζει η συλλογική μνήμη το παρόν της κοινότητας. Έγινε προσπάθεια να αποτυπωθούν όλοι οι σύλλογοι στην Ελλάδα, μέσα από τη δράση τους στο διαδίκτυο ή την εκδοτική τους δραστηριότητα, όπως και ο σύλλογος στις Η.Π.Α καθώς και ομάδες στα κοινωνικά δίκτυα (Facebook), που αυτοπροσδιορίζονται Rrămanj ή Fãrshãrots.
Στο τρίτο μέρος παρατίθενται τα συμπεράσματα της εργασίας μας. Τα συμπεράσματα απαντούν στα ερωτήματα που δημιουργήθηκαν μέσα από την ιστοριογραφική ανάλυση και τη δημόσια ιστορία των απογόνων των Αρβανιτοβλάχων. Έγινε μία προσπάθεια να αποτυπωθεί για πρώτη φορά η εικόνα των Αρβανιτόβλαχων, από τις αναφορές των άλλων αλλά και από τον δημόσιο λόγο, όπως εκφέρεται από άτομα που σήμερα εμφανίζονται ως απόγονοί τους. Έτσι θα αναδειχθούν η συλλογική ταυτότητα και η πορεία στο ιστορικό συνεχές αυτής της ιδιαίτερης βλαχόφωνης ομάδας. Η συνεχής μετακίνηση για την εξεύρεση λιβαδιών και της μεταφοράς προϊόντων, ως κυρατζήδες, εφοδίαζε τον αστικό ιστό και τόνωνε την οικονομία της υπαίθρου. Ταυτόχρονα φιλοδοξία αυτής της εργασίας είναι να συμβάλλει στην έρευνα για την αποτύπωση της μνήμης για εθνοτικούς πληθυσμούς που δεν έτυχαν της ανάλογης προβολής μέσα από την ιστορική έρευνα.
Οι Αρβανιτόβλαχοι: μεταξύ ιστοριογραφίας και δημόσιου λόγου
Στάτος Νικόλαος
Διπλωματική εργασία
Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο
Σχολή Ανθρωπιστικών Επιστημών, Δημόσια ιστορία
Πάτρα, 2022
Διαβάστε online την εργασία παρακάτω ή κατεβάστε τη
Οικογένεια Φαρσαριωτών της Κορυτσάς με καταγωγή από τη Πλεάσα. Romeni do Albania, C.N. Burileanu