Όψεις των ελληνορουμάνικων πολιτικών σχέσεων (1892-1906), Σταματιάδου Ελένη

Όψεις των ελληνορουμάνικων πολιτικών σχέσεων (1892-1906), Ελένη ΣταματιάδουΤο ζήτημα των ελληνορουμανικών σχέσεων έχει απασχολήσει πολλούς ξένους ερευνητές, όμως στην ελληνική βιβλιογραφία εξακολουθεί να υπάρχει ακόμη ένα σημαντικό κενό.

Ο βασικός λόγος έγκειται στο γεγονός ότι οι Έλληνες μελετητές εστίασαν έως σήμερα το ενδιαφέρον τους μονάχα σε ορισμένες πτυχές των ελληνορουμανικών σχέσεων, όπως για παράδειγμα στην καταγωγή των Κουτσόβλαχων καθώς και στην οργάνωση των κοινοτήτων και των σχολείων της Ρουμανίας στην περιοχή της γεωγραφικής Μακεδονίας. Μόλις τα τελευταία χρόνια εκπονήθηκαν μελέτες και διατριβές που αφορούσαν αποκλειστικά τις πολιτικές και πνευματικές σχέσεις της Ελλάδας και της Ρουμανίας.

Ωστόσο, ανατρέχοντας στο παρελθόν μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι η παρουσία των Ελλήνων στα εδάφη της σημερινής Ρουμανίας έχει βαθιές ρίζες μέσα στο χρόνο, υπήρξε δε πολυποίκιλη. Οι πρώτες μεγάλες εστίες, για τις οποίες έχουμε επαρκή και εξακριβωμένα στοιχεία, ανάγονται στα χρόνια μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453). Το προνομιακό καθεστώς αυτονομίας που επιβλήθηκε από την Υψηλή Πύλη στις τότε Παραδουνάβιες Ηγεμονίες τις κατέστησε το προσφιλέστερο έδαφος για την μεταλαμπάδευση της βυζαντινής παράδοσης. Επρόκειτο για το «Βυζάντιο μετά το Βυζάντιο», σύμφωνα με την έκφραση του κορυφαίου Ρουμάνου ιστορικού Nicolae Iorga.1 Στο ίδιο πλαίσιο, η μετακίνηση των Ελλήνων προς την Τρανσυλβανία ευνοήθηκε από τις διακρατικές συμφωνίες που υπέγραψαν οι Αψβούργοι με τους Οθωμανούς. Πρώτη η συνθήκη του Κάρλοβιτς (1699) και δεύτερη αυτή του Πασάροβιτς (1718) έθεσαν τους όρους σύμφωνα με τους οποίους έμελλε να διεξαχθεί το διαμετακομιστικό εμπόριο ανάμεσα στην Αψβουργική και Οθωμανική αυτοκρατορία.2 

Οι παραπάνω ευνοϊκές συνθήκες ενθάρρυναν στις αρχές του 17ου αιώνα Έλληνες λόγιους, εμπόρους αλλά και ανθρώπους της Εκκλησίας, ιδιαίτερα ιερείς, κυρίως από τις περιοχές της Μακεδονίας και της Ηπείρου, να μεταβούν στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες και την Τρανσυλβανία. Η επιλογή των Ηγεμονιών ως τόπο διαμονής για όσους κατάγονταν από τις βλαχόφωνες περιοχές της Μακεδονίας δεν ήταν τυχαία. Θεωρούσαν ευνοϊκότερο περιβάλλον τις Ηγεμονίες, καθώς εκεί μιλούσαν μια διάλεκτο που έφερε πολλές ομοιότητες με την δική τους. Οι Έλληνες, προκειμένου να γίνει πιο ομαλή η προσαρμογή τους στον νέο τόπο, δεν δίστασαν μάλιστα να τονίσουν τις ομοιότητές τους με τον ντόπιο πληθυσμό.3

Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι οι ομοιότητες αυτές χρησιμοποιήθηκαν και από τους Ρουμάνους, τους επόμενους αιώνες, ως ένα από τα επιχειρήματα για τη νομιμοποίηση των διεκδικήσεών τους σχετικά με τους βλαχόφωνους πληθυσμούς της μείζονος Μακεδονίας. Οι διαφωνίες για την ταυτότητα αυτού του πληθυσμού αποτέλεσαν ένα σημαντικό σημείο τριβής ανάμεσα στην Ελλάδα και την Ρουμανία και αναδείχθηκαν εν τέλει σε σημαντικό παράγοντα για την διακοπή των διμερών διπλωματικών σχέσεων.

Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα μετά την εγκατάστασή τους, οι Έλληνες ξεχώρισαν από τους γηγενείς κατοίκους, προόδευσαν και διακρίθηκαν για τις επιτυχημένες επαγγελματικές τους δραστηριότητες. Πρότυπο της πολύπλευρης δραστηριότητάς τους αποτελούσαν την εποχή εκείνη, μεταξύ άλλων, τα ναυτιλιακά γραφεία, τα εμπορικά καταστήματα, τα ζυθεστιατόρια, τα ζαχαροπλαστεία, τα ξενοδοχεία, καθώς και τα εργοστάσια κεραμουργείας, αλευροποιίας, υποδημάτων, μεταλλουργίας, κ.ά. Στα χέρια των Ελλήνων, επίσης, βρισκόταν το μεγαλύτερο μέρος του εισαγωγικού και του εξαγωγικού εμπορίου της περιοχής.4 Εισήγαν από την Ελλάδα, κυρίως εσπεριδοειδή, ελαιόλαδο και έλαια, ενώ εξήγαν ζώα και ξυλεία. Φυσικό επακόλουθο των παραπάνω δραστηριοτήτων στάθηκε η χορήγηση σχετικής άδειας από τον ηγεμόνα της Τρανσυλβανίας, Γεώργιο Ρακότσι, το 1636, για την ίδρυση της πρώτης ελληνικής Κομπανίας στο Σιμπίου, η οποία εξυπηρέτησε το διαμετακομιστικό εμπόριο προς την κεντρική Ευρώπη. Το 1678, εμπορική Κομπανία ιδρύθηκε και στο Μπρασόβ.5

Οι παραπάνω ενέργειες αποτελούσαν μια μόνο πτυχή της δραστηριότητας των Ελλήνων, οι οποίοι ως κύριο μέλημα είχαν ταυτόχρονα την οργάνωσή τους σε κοινότητες και την ίδρυση εκκλησιών και σχολείων. Έτσι, σταδιακά σχηματίσθηκαν κοινότητες και κομπανίες σε πολλές πόλεις, όπως στο Βουκουρέστι, την Κωστάντζα, τη Βράιλα, το Γαλάτσι, το Σουλινά, την Τούλτσεα, το Ισμαήλιο, το Πλοέστι, το Μπρασόβ, το Τουργκόβιστε, το Ιάσιο, το Πιτέστι, το Καλαράσι, την Κραϊόβα και αλλού.6

Η μετακίνηση των Ελλήνων στις Ηγεμονίες βρήκε πρόσφορο έδαφος, καθώς οι ντόπιοι ηγεμόνες, γνωστοί ως βογιάροι, είχαν ενθαρρύνει την εγκατάστασή τους. Συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του Ματθαίου Bessaraba (1632- 1654) στη Βλαχία και του Vasile Lupu στη Μολδαβία, σημειώθηκε σύσφιξη των σχέσεων με τους Έλληνες και κυρίως με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Οι βογιάροι προσέφεραν πλούσιες δωρεές στα Πατριαρχεία Κωνσταντινουπόλεως και Ιεροσολύμων αλλά και προς το Άγιο Όρος. Πλήθος Ελλήνων μοναχών του Αγίου Όρους μετέβησαν τότε στις Ηγεμονίες προκειμένου να ενισχύσουν την ελληνική παιδεία έναντι της σλαβονικής. Η βαθμιαία ευημερία των Ελλήνων δημιούργησε έτσι ένα σοβαρό αντίρροπο κατά του σλαβισμού.7

Οι Έλληνες ανέπτυξαν σημαντική οικονομική, κοινωνική και πολιτισμική δραστηριότητα στην περιοχή. Ως προς αυτό καθοριστικό ρόλο έπαιξε, τον επόμενο αιώνα, η διακυβέρνηση των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών από μια σειρά ελληνικής καταγωγής ηγεμόνες, γνωστούς ως Φαναριώτες. Αυτοί διακυβέρνησαν τον τόπο από το 1711 ως το 1821 και προώθησαν την πνευματική και πολιτιστική ανάπτυξή του. Η δράση τους στον πνευματικό, πολιτισμικό και νομοθετικό τομέα δημιούργησε μάλιστα ένα πρόσφορο έδαφος ώστε να εισχωρήσουν οι ιδέες του Διαφωτισμού και του Φιλελευθερισμού.8

Εντούτοις, παρά την ευεργετική δράση τους, οι Φαναριώτες έμειναν στην ρουμανική συνείδηση ως διαφθορείς και εμπόδια στην εξέλιξη της ρουμανικής παιδείας.9 Εξαρχής, ρίζα της υποβόσκουσας διαμάχης υπήρξε ο τρόπος με τον οποίο ανατέθηκε στους Φαναριώτες η διοίκηση των Ηγεμονιών. Η έλευσή τους πραγματοποιήθηκε, όταν οι ηγεμόνες των Ηγεμονιών Καντεμήρ και Μπρουνκοβεάνου, την πρώτη δεκαετία του 18ου αιώνα, οργάνωσαν κίνημα προκειμένου να αποτινάξουν την οθωμανική κυριαρχία. Επρόκειτο για ενέργεια η οποία έγινε αντιληπτή από τους Οθωμανούς. Τότε η Υψηλή Πύλη αποφάσισε να πάρει δραστικά μέτρα και να αντικαταστήσει την τοπική ελίτ από μια ομάδα ανθρώπων πειθήνιων και μορφωμένων, τους Φαναριώτες.10 Μολονότι οι τελευταίοι ακολούθησαν σημαντικό μεταρρυθμιστικό έργο, οι κάτοικοι των Ηγεμονιών αντιμετώπισαν με εμπάθεια το έργο τους επειδή ήταν εντολοδόχοι της Υψηλής Πύλης.11

Η δυσφήμιση των Ελλήνων της Ρουμανίας. (Adevărul, 12 Αυγούστου 1905)Η δυσφήμιση των Ελλήνων της Ρουμανίας.
(Adevărul, 12 Αυγούστου 1905)
Τα ανθελληνικά αισθήματα στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες ενισχύθηκαν την περίοδο της κήρυξης της ελληνικής Επανάστασης του 1821. Είναι γνωστό ότι τότε ο Ρουμάνος επαναστάτης Tudor Vladimirescu, μετά από τις συζητήσεις με τους Φιλικούς για τη συμμετοχή του στον ελληνικό Αγώνα, τον Φεβρουάριο του 1821, διοχέτευσε πληροφορίες στους Οθωμανούς σχετικά με τις κινήσεις των Φιλικών. Για τις «προδοτικές» του συναλλαγές συνελήφθη από τους Φιλικούς και εκτελέστηκε τον Μάιο του 1821 στο Γκολέστι. Καθοριστικό λοιπόν, ρόλο για την ενίσχυση της αρνητικής εικόνας, που είχε διαμορφωθεί για τους Έλληνες, διαδραμάτισε η δολοφονία του ανθρώπου που θεωρήθηκε αργότερα από τους Ρουμάνους ως εθνικός ήρωας.12

Η έκρηξη όμως της Επανάστασης είχε και άλλο αντίκτυπο, καθώς η διοίκηση των Ηγεμονιών ανατέθηκε ξανά στους βογιάρους. Οι τελευταίοι άδραξαν την ευκαιρία και εμφύτευσαν στο λαό αισθήματα ξενοφοβίας. Στο στόχαστρο μπήκαν και οι Έλληνες, οι οποίοι κυριαρχούσαν στον πολιτικό και οικονομικό τομέα του τόπου. Η εικόνα των πλούσιων Ελλήνων, σε σύγκριση με αυτή του φτωχού Ρουμάνου που ζούσε σε συνθήκες οικονομικής εξαθλίωσης και πλήρους ανέχειας, προκαλούσε, όπως ήταν φυσικό, αντιδράσεις και αντιπάθειες.13

Ωστόσο, αν και η νέα διοίκηση επέφερε αλλαγές ενισχύοντας την αμοιβαία αντιπάθεια ανάμεσα στους Έλληνες και τους Ρουμάνους, η κοινωνική ζωή και η εμπορική δραστηριότητα ιδιαίτερα των Ελλήνων δεν επηρεάστηκε. Θα μπορούσαν μάλιστα να χαρακτηρισθούν τα επόμενα χρόνια ως «χρυσή εποχή» για τους Έλληνες. Σε αυτό συνετέλεσαν οι τρεις διαδοχικές συμφωνίες που υπογράφηκαν. Η ρωσοτουρκική συνθήκη της Αδριανούπολης το 1829, η οποία εξασφάλισε πλήρη αυτονομία στις Ηγεμονίες, η αγγλοτουρκική συνθήκη του 1838 που οδήγησε στο άνοιγμα των Στενών του Ελλησπόντου για τα εμπορικά πλοία και η Συνθήκη των Παρισίων το 1856 που διεθνοποίησε τη ναυσιπλοΐα στον Δούναβη και τον Εύξεινο Πόντο.14 Σε ελληνικά χέρια βρέθηκε τότε ο έλεγχος του εμπορίου που διεξαγόταν μέσω του Δούναβη. Έλληνες επιχειρηματίες, κυρίως από τα Επτάνησα και την Ήπειρο, δραστηριοποιήθηκαν στη ναυτιλία και το εμπόριο, απέκτησαν τεράστιες περιουσίες και πολιτική δύναμη. Ταυτόχρονα, δεκάδες σχολεία, πολιτισμικοί σύλλογοι, θεατρικά, πολιτιστικά και αθλητικά σωματεία προσέδιδαν αριστοκρατικά χαρακτηριστικά στις εκδηλώσεις της ελληνικής κοινότητας. Με αυτό τον τρόπο εξηγείται και η ίδρυση πολλών ελληνικών προξενείων στις ρουμανικές πόλεις, με πρώτο αυτό που ιδρύθηκε στο Ιάσιο το 1835.15

Οι επαφές των δύο κρατών εντάθηκαν και στο δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα. Η Ελλάδα και η Ρουμανία, ως εθνικά πλέον κράτη, προχώρησαν σε διαπραγματεύσεις με σκοπό την επίτευξη μιας μορφής συνεργασίας, κυρίως στον πολιτικό και εμπορικό τομέα. Μολονότι οι συζητήσεις κινήθηκαν σε αντιτουρκική βάση, δεν επέφεραν ένα ουσιαστικό αποτέλεσμα, εξαιτίας της διαφοράς που ενέκυψε για τον χαρακτήρα που θα λάμβανε η συμμαχία. Η Ελλάδα από τη μια προωθούσε μια ενδοβαλκανική συμμαχία κατά των Τούρκων, ενόψει της κρητικής εξέγερσης του 1866, ενώ η Ρουμανία από την άλλη ήθελε να εξασφαλίσει την ανεξαρτησία της μέσω της διπλωματίας.16

Αναθέρμανση των σχέσεων σημειώθηκε εκ νέου κατά τη διάρκεια της κρίσης του Ανατολικού Ζητήματος, το 1875-1878, όταν ο σλαβικός κίνδυνος έφερε εκ νέου κοντά την Ελλάδα και τη Ρουμανία. Η δημιουργία της βουλγαρικής Εξαρχίας το 1870 και οι επεκτατικές βλέψεις των Βουλγάρων στη Μακεδονία δημιούργησαν στην Αθήνα μια αντισλαβική ατμόσφαιρα.17 Η Ρουμανία δε, μετά την προσάρτηση της Νότιας Βεσσαραβίας από τη Ρωσία, είχε να αντιμετωπίσει την ρωσική απειλή τόσο από τα βόρεια όσο και από τα νότια μέσω του προτεκτοράτου της, τη Βουλγαρία. Δεν ήταν τυχαίο λοιπόν ότι η Ελλάδα και η Ρουμανία αποκατέστησαν τις διπλωματικές τους σχέσεις σε πρεσβευτικό επίπεδο μετά το συνέδριο του Βερολίνου. Ελληνική πρεσβεία ιδρύθηκε στο Βουκουρέστι, με πρώτο πρέσβη τον Μάρκο Δραγούμη, και υποπροξενεία στην Κωστάντζα και τη Σινάια. Η φιλία αυτή επικυρώθηκε το 1880 με την υπογραφή Εμπορικής Σύμβασης διάρκειας επτά ετών.18

Ωστόσο, η ρευστή κατάσταση στη διεθνή σκηνή δημιούργησε νέες διακυμάνσεις στις σχέσεις των δύο χωρών. Η Ρουμανία, προκειμένου να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο που διέτρεχε, στράφηκε προς την Αυστροουγγαρία και τη Γερμανία. Οι τελευταίες, όπως όριζε η μυστική αμυντική συνθήκη που υπέγραψαν, θα της προσέφεραν στρατιωτική βοήθεια σε περίπτωση ρωσικής επίθεσης. Η Ρουμανία ως αντάλλαγμα θα παραιτούνταν από τη διεκδίκηση της Τρανσυλβανίας, του Βανάτου και της Βουκοβίνας. Ωστόσο, η μεταπήδηση της Ρουμανίας στη σφαίρα επιρροής της Αυστροουγγαρίας και της Γερμανίας δημιούργησε νέα δεδομένα τα οποία έδωσαν άλλη τροπή στην εξέλιξη των ελληνορουμανικών σχέσεων. Λόγος γίνεται για την επιθυμία της Ρουμανίας να διεκδικήσει την περιοχή της νότιας Δοβρουτσάς ως αντιστάθμισμα για την πιθανή επέκταση της Βουλγαρίας στη Μακεδονία. Η πολιτική αυτή καθόρισε και την οργανωμένη εμπλοκή της Ρουμανίας στο λεγόμενο Κουτσοβλαχικό ζήτημα19.

Συνεργασία Ελλάδας - Ρουμανίας για την αντιμετώπιση των βουλγαρικών βλέψεων στη Μακεδονία. (Voinţa Noţională, 22 Απριλίου 1901.)Συνεργασία Ελλάδας - Ρουμανίας για την αντιμετώπιση των βουλγαρικών βλέψεων στη Μακεδονία. (Voinţa Noţională, 22 Απριλίου 1901.)Η βαλκανική κρίση που προκλήθηκε το 1885, μετά την πραξικοπηματική προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας από την Βουλγαρία, έφερε την Ελλάδα και την Ρουμανία πάλι στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Ο κίνδυνος της βουλγαρικής εξέγερσης στη Μακεδονία και τη βόρεια Δοβρουτσά ήταν μεγάλος. Η Ρουμανία τελικά ακολούθησε τη γραμμή που της είχε δοθεί από τη Βιέννη και το Βερολίνο και αποδέχθηκε την ένωση της Βουλγαρίας με την Ανατολική Ρωμυλία. Η συνεργασία Ελλάδας και Ρουμανίας παρέμεινε έτσι ατελέσφορη.20

Παράλληλα όμως με τις εξελίξεις στον τομέα της διπλωματίας, οι ελληνορουμανικές σχέσεις κλονίζονταν και από ειδικότερα ζητήματα. Συγκεκριμένα, από τα κληρονομικά δικαιώματα επί της περιουσίας Ελλήνων επιχειρηματιών που δεν είχαν απογόνους, οι οποίοι ήταν εγκατεστημένοι στη Ρουμανία. Η επιθυμία των πλούσιων Ελλήνων να κληροδοτήσουν τις περιουσίες τους και να διαθέσουν σημαντικά ποσά σε αγαθοεργή ιδρύματα στην Ελλάδα, θεωρήθηκε προκλητική από τους Ρουμάνους. Προκειμένου μάλιστα να αποτρέψει η ρουμανική κυβέρνηση την εκροή κεφαλαίων, θεώρησε ότι οι περιουσίες που είχαν αποκτηθεί στη Ρουμανία αποτελούσαν κτήμα του ρουμανικού κράτους.21 Αυτή η εξέλιξη κλόνισε τις ήδη τεταμένες σχέσεις Ελλάδας και Ρουμανίας. Το αίσθημα ξενοφοβίας, που εμφυτεύθηκε στον ρουμανικό λαό τα χρόνια που ακολούθησαν μετά το τέλος της ηγεμονίας των Φαναριωτών, ενισχύθηκε από τη διαμάχη για τους Κουτσόβλαχους και βρήκε καταληκτική μορφή με το ζήτημα των ελληνικών περιουσιών. Με βάση τα οσάνω, στα τέλη του αιώνα οι σχέσεις Ελλάδας και Ρουμανίας επιδεινώθηκαν και οδηγήθηκαν το 1892 στη διακοπή τους.

Βασικό λοιπόν κίνητρο για τη σύνθεση της παρούσας εργασίας υπήρξε το ενδιαφέρον για όλους εκείνους τους παράγοντες που διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στην περαιτέρω διαμόρφωση των ελληνορουμανικών σχέσεων. Για λόγους πρακτικούς και μεθοδολογικούς έπρεπε να επιλεχθούν χρονικά όρια που θα επέτρεπαν την εξέταση του θέματος στο πλαίσιο μιας όσο το δυνατόν πιο χαρακτηριστικής χρονικής περιόδου. Έτσι, επιλέχθηκε ως αφετηρία της εργασίας το 1892, έτος κατά το οποίο οι δύο χώρες διέκοψαν τις διπλωματικές τους σχέσεις, εξαιτίας της αποκαλούμενης «υπόθεσης Ζάππα». Βέβαια η υπόθεση αυτή δεν ήταν παρά η κορυφή του παγόβουνου. Το Κουτσοβλαχικό ζήτημα και το ανθελληνικό αίσθημα των Ρουμάνων αποτέλεσαν τα βαθύτερα αίτια της ρήξης Ελλάδας και Ρουμανίας. Ως καταληκτήριο έτος για την παρούσα εργασία ορίσθηκε το 1905, όταν εκδηλώθηκε το ανθελληνικό κίνημα στην Ρουμανία που επέφερε την εκ νέου διακοπή των σχέσεων των δύο χωρών. Το χρονικό διάστημα 1892-1905 είναι πολύ πλούσιο σε γεγονότα, τα οποία εμμέσως επηρέασαν τη στάση αμφότερων των δύο χωρών. Η Ελλάδα είχε εμπλακεί στον ελληνοτουρκικό πόλεμο και στο Μακεδονικό Αγώνα, ενώ η Ρουμανία έπρεπε να εγκαταλείψει την Μεγάλη Ιδέα της και να αντιμετωπίσει την Βουλγαρία και την Ρωσία που επιδίωκαν την αύξηση της επιρροής τους στο βαλκανικό χώρο.

Η διάρθρωση της παρούσας εργασίας έγινε βάσει χρονολογικών αλλά και θεματικών κριτηρίων, καθώς στην προκειμένη περίπτωση έπρεπε να διερευνηθούν τόσο η χρονική εξέλιξη του ζητήματος, όσο και οι παράγοντες που οδήγησαν στην διακοπή των διπλωματικών σχέσεων. Έτσι, κρίθηκε απαραίτητο να χωριστεί η εργασία σε τρία κεφάλαια. Το πρώτο κεφάλαιο καλύπτει το χρονικό διάστημα από το 1892 έως το 1896, κατά το οποίο οι δύο χώρες δεν διατηρούσαν διπλωματικές σχέσεις. Αρχικά, σκιαγραφούνται το ιστορικό υπόβαθρο και οι παράγοντες διαμόρφωσης των σχέσεων Ελλάδας και Ρουμανίας μέχρι το 1892, επί της ουσίας το Κουτσοβλαχικό και η ξενοφοβία των Ρουμάνων και στη συνέχεια διερευνάται η υπόθεση Ζάππα και η δυναμική της να προκαλέσει την διακοπή των σχέσεων. Τέλος, παρουσιάζεται η εξέλιξη του Κουτσοβλαχικού ζητήματος κατά τη διάρκεια της τετραετούς διακοπής των ελληνορουμανικών διπλωματικών σχέσεων. Το δεύτερο κεφάλαιο καλύπτει τα χρόνια της συγκυριακής φιλίας, 1896-1902, κατά τα οποία οι διπλωματικές σχέσεις είχαν αποκατασταθεί και γίνονταν προσπάθειες επίλυσης των διαφορών Ελλάδας-Ρουμανίας στο πλαίσιο της εξισορρόπησης του σλαβικού κινδύνου. Το τρίτο και τελευταίο κεφάλαιο πραγματεύεται την επανεμφάνιση του Κουτσοβλαχικού στη ρουμανική πολιτική σκηνή ως αποτέλεσμα των εξελίξεων στη Μακεδονία, τους λόγους που οδήγησαν την Υψηλή Πύλη να εκδώσει τον σουλτανικό ιράδε, το 1905 σχετικά με την ίδρυση ρουμανικής Επισκοπής στη Μακεδονία και τέλος, το ανθελληνικό κίνημα που ξέσπασε στην Ρουμανία.

Η εργασία στηρίζεται σε σημαντικό βαθμό στον Τύπο της εποχής, ο οποίος εκδιδόταν στην Ελλάδα και στην Ρουμανία. Ιδιαίτερα η εφημερίδα «Ίρις των λαών της Ανατολής» αποτέλεσε μια σημαντικότατη πηγή, η οποία συνέβαλε στο να κατανοήσω άμεσα τα γεγονότα που εξελίσσονταν την εποχή εκείνη στη Ρουμανία. Ο εκδότης της, Ζαχαρίας Π. Σαρδέλης, μεταξύ άλλων, συμπεριλάμβανε στην αρθρογραφία του και άρθρα που αφορούσαν τον Ελληνισμό της Ρουμανίας καθώς και τα διεθνή τεκταινόμενα. Επίσης, για την εκπόνηση της εργασίας χρησιμοποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό το Αρχείο του Ευάγγελου Κωφού, το οποίο βρίσκεται στο Κέντρο Έρευνας Μακεδονικής Ιστορίας και Τεκμηρίωσης (ΚΕΜΙΤ) του Ιδρύματος Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα (ΙΜΜΑ) και περιέχει διπλωματικά έγγραφα του ελληνικού Υπουργείου των Εξωτερικών, αλληλογραφία των ελληνικών πρεσβειών καθώς επίσης αποκόμματα εφημερίδων. Τέλος, χρησιμοποιήθηκαν δημοσιευμένα έγγραφα της Ελληνικής Πρεσβείας του Βουκουρεστίου, του Υπουργείου Εξωτερικών της Αυστροουγγαρίας, του Υπουργείου των Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας καθώς και πλήθος μελετών και άρθρων σχετικών με το θέμα.

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να ευχαριστήσω τον επιβλέποντα καθηγητή μου, Αναπληρωτή Καθηγητή Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας, κ. Σπυρίδων Σφέτα, ο οποίος με την καθοδήγησή του και τις επισημάνσεις του συνέδραμε τα μέγιστα στην επιτυχή ολοκλήρωση της παρούσας εργασίας. Θερμές ευχαριστίες οφείλω στον κ. Ιάκωβο Μιχαηλίδη, Επίκουρο Καθηγητή Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας, ο οποίος μου επέτρεψε να μελετήσω την εφημερίδα Η Ίρις των λαών της Ανατολής του Βουκουρεστίου, τμήμα της οποίας βρίσκεται στο Κέντρο Ερευνών της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών. Πολλές ευχαριστίες ακόμα οφείλω στο προσωπικό του Ιδρύματος Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα του Κέντρου Έρευνας Μακεδονικής Ιστορίας και Τεκμηρίωσης, το οποίο διευκόλυνε σημαντικά την έρευνα μου. Πάνω από όλα, θα ήθελα να ευχαριστήσω την οικογένεια μου, που με στηρίζει και βιώνει μαζί μου την ανάγκη μου να συνεχίσω τις σπουδές μου.

ΕΛΕΝΗ ΣΤΑΜΑΤΙΑΔΟΥ
ΟΨΕΙΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΟΡΟΥΜΑΝΙΚΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ (1892-1906):
ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ΖΑΠΠΑ ΣΤΟ ΑΝΘΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ
Μεταπτυχιακή διατριβή στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Α.Π.Θ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2011
Διαβάστε ολόκληρη την εργασία


1. Ι. Μιχαηλίδης, «Ο Ελληνισμός της Ρουμανίας 17ος-20ος αιώνας», Εμπορικοί σταθμοί των Ελλήνων στη Ρουμανία, (επιμέλεια Ε. Γαβρά), Θεσσαλονίκη2007, 31.
2. Ε. Τσαρουχά-Szàbo, «Ουγγαρία», Οι Έλληνες στη Διασπορά 15ος -20ος αιώνας, (επιμέλεια Ι.Κ. Χασιώτης, Ο. Κατσιαρδή-Hering, Ε. Α. Αμπατζή),Αθήνα 2006, 175.
3. Α. Βακαλόπουλος, Ιστορία της Μακεδονίας 1354 -1833, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 366.
4. Α. Ταμπάκη, «Οι Έλληνες στην Ρουμανία, 17ος – 19ος αι.», Ιστορικά, τεύχος 98, 2001, 9.
5. Ο. Cicanci, «Το εμπόριο και οι ελληνικές εταιρείες της Τρανσυλβανίας», Ιστορικά, τεύχος 98, 2001, 20-21.
6. Σχετικά με Κομπανίες στην Τρανσυλβανία βλ. Δ. Τσούρκα Παπαστάθη, Η ελληνική εμπορική κομπανία Σιμπίου Τρανσυλβανίας 1636-1878, Θεσσαλονίκη 2001.
7. Βακαλόπουλος, όπ.π. , σ. 365.
8. Μιχαηλίδης, όπ.π.., σ.31.
9. Σπ. Γ. Φωκά, Ο Ζαλλώνης, οι Φαναριώτες και οι Ρουμάνοι, Αθήνα 1989, σ. 113.
10. Σχετικά βλ. G. Florea, Greci în slujba Inaltei Porti, Bucure ti 2011.
11. P. F. Sugar, Η Νοτιοανατολική Ευρώπη κάτω από οθωμανική κυριαρχία (1354-1804), τ. β΄, (μετάφραση Παυλίνα Χ. Μπαλουξή), Αθήνα 1994, σ.46.
12. D. Dakin, H ενοποίηση της Ελλάδας 1770-1923, (μετάφραση Α. Ξανθοπούλου), Αθήνα 2001, σσ.68-69.
13. Μ. Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, Οι βαλκανικοί λαοί. Από την τουρκική κατάκτηση στην εθνική αποκατάσταση (14ος - 19ος αι.), Θεσσαλονίκη 1991β΄, σ. 71.
14. Ι. Χασιώτης, Επισκόπηση της Ιστορίας της νεοελληνικής διασποράς, Θεσσαλονίκη 1993, σ.84.
15. Ε. Δ. Μπελιά, «Ο ελληνισμός της Ρουμανίας κατά το διάστημα 1835-1878», Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος XXVI, (1983), 49-53.
16. C. Velichi, «Les relations roumano-grecqeus durand la periode 1865-1879», Revue des etudes Sud- Est Europeennes 3(1970), 538-539.
17. Ε. Κωφός, Η Ελλάδα και το Ανατολικό Ζήτημα 1875-1881, Αθήνα 2001, σσ.62-64.
18. Σ. Σφέτας, «Το ιστορικό πλαίσιο των ελληνορουμανικών πολιτικών σχέσεων (1866-1913)», Μακεδονικά 33ος, (2001-2002), 131.
19. M. D. Peyfuss, Die aromunische frage. Ihne Entwicklung von den ursprüngen bis zum frieden von Bukarest (1913) und die Haltung Österreich-Ungarns, Μπόλαους(Böhlaus) 1974, σσ. 35-36.
20. Z. Popov, Bălgarskijat nacionalen văpros v bulgaro-rumănskite otnošenija 1878-1902, Σόφια 1994, σσ. 162-164.
21. Η Ίρις των λαών της Ανατολής, 25 Ιανουαρίου 1892. 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'. ΑΠΟ ΤΗ ΦΙΛΙΑ ΣΤΗ ΡΗΞΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΟΡΟΥΜΑΝΙΚΩΝ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ (1892-1896)
1.1 Η εμπλοκή του Κουτσοβλαχικού ζητήματος ως σημείου τριβής στις ελληνορουμανικές σχέσεις
1.2 Η υπόθεση Ζάππα και ο ρόλος της στη διακοπή των ελληνορουμανικών διπλωματικών σχέσεων
1.3 Η εξέλιξη του Κουτσοβλαχικού ζητήματος μετά την διακοπή των ελληνορουμανικών σχέσεων (1892-1896)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β' ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΣΥΓΚΥΡΙΑΚΗΣ ΦΙΛΙΑΣ (1896-1902)
2.1 Η αποκατάσταση των ελληνορουμανικών διπλωματικών σχέσεων ως εξισορρόπηση του σλαβικού κινδύνου
2.2 Περίοδος ομαλότητας και αμοιβαίας κατανόησης

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ' Η ΕΛΛΗΝΟΡΟΥΜΑΝΙΚΗ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗ (1902-1906)
3.1 Η δυναμική πολιτική της Ρουμανίας στο Κουτσοβλαχικό ως αποτέλεσμα της εξέγερσης του Ίλιντεν – Ο σουλτανικός ιραδές
3.2 Το ανθελληνικό κίνημα στη Ρουμανία (1905/6)

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Αναζήτηση