Η παρούσα πτυχιακή εργασία εκπονήθηκε στο πλαίσιο των προπτυχιακών μου σπουδών στο Τμήμα Ιστορίας και Εθνολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης και εντάσσεται στο σύνολο των μελετών σχετικά με τους βλαχόφωνους πληθυσμούς στην Ελλάδα.
Πιο συγκεκριμένα με απασχολεί το ζήτημα της χρήσης της βλαχικής στο Λιβάδι της Ελασσόνας από όπου κατάγομαι και το οποίο επισκέπτομαι τακτικά ιδίως κατά τους θερινούς μήνες. Η βλάχικη καταγωγή μου και το δίγλωσσο περιβάλλον στο οποίο κατά διαστήματα βρισκόμουν-εξαιτίας των επισκέψεών μου στο Λιβάδι Ελασσόνας- αποτέλεσε το έναυσμα για την ενασχόλησή μου με το συγκεκριμένο θέμα και ταυτόχρονα με παρακίνησε να εμβαθύνω περισσότερο στα επιστημονικά ερωτήματα που αφορούν στην ετερογλωσσία και τη διαχείρισή της από τους ίδιους τους βλαχόφωνους στη συγκεκριμένη περιοχή. Το μάθημα της «Κοινωνικής προσέγγισης της γλώσσας και της δίγλωσσης εκπαίδευσης» το οποίο παρακολούθησα κατά τη διάρκεια των σπουδών μου, με διδάσκουσα την κα Αικατερίνη Μάρκου, ενέτεινε το ενδιαφέρον μου για τη βλαχική και μου έδωσε την ευκαιρία να αναπτύξω τον προβληματισμό πάνω σε ζητήματα γλωσσικής πολιτικής και γλωσσικών φαινομένων όπως για παράδειγμα, της γλωσσικής υποχώρησης ή εξαφάνισης γλωσσών και των παραγόντων που συμβάλλουν στη διαμόρφωση της γλωσσικής κατάστασης ετερόγλωσσων ομάδων στο πλαίσιο εθνικών κρατών.
Οι Βλάχοι συνιστούν μια διακριτή πολιτισμική ομάδα με εθνογλωσσική ιδιαιτερότητα η πορεία της οποίας εξαρτήθηκε από τις εκάστοτε ιστορικές, γεωγραφικές, οικονομικές και πολιτικές συνθήκες οι οποίες διαμόρφωσαν τόσο την ταυτότητα και τη σχέση των Βλάχων με τις άλλες ομάδες εντός της ελληνικής επικράτειας όσο και την εξέλιξη της βλαχικής μέσα στην ίδια την ομάδα. Η διασπορά και η κινητικότητά τους στο χώρο όπως και η πολιτική του βλάχικου ευεργετισμού όχι μόνο εμπόδισαν την ανάπτυξη ξεχωριστής εθνικής ταυτότητας αλλά, αντιθέτως, συνέβαλαν στην ανάπτυξη ισχυρής ελληνικής συνείδησης ήδη από την εποχή της συγκρότησης του ελληνικού έθνους-κράτους. Η βλαχική ανήκει στις γλώσσες της ανατολικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών που συναντώνται στα Βαλκάνια (Ελλάδα, Αλβανία, Βόρεια Μακεδονία, Ρουμανία). Πρόκειται για μια γλώσσα προφορικής παράδοσης η οποία στις μέρες μας ομιλείται όλο και λιγότερο στις ελληνικές περιοχές της Ηπείρου, της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας ενώ διάσπαρτοι ομιλητές βρίσκονται και σε άλλα γεωγραφικά διαμερίσματα εξαιτίας της μετακίνησης σε αυτά βλαχόφωνων πληθυσμών. Στην Ελλάδα, η βλαχική αποτελεί ένα σύνολο διαφορετικών μεταξύ τους ιδιωμάτων κάποια από τα οποία, στη διάρκεια των τελευταίων χρόνων, έχουν καταγραφεί και παρουσιάζονται είτε σε διάφορες μορφές λογοτεχνικών κειμένων είτε ως επιστημονικές περιγραφές από βλαχόφωνους διαφόρων περιοχών. Σε αντίθεση με την προφορική χρήση της βλαχικής η οποία συρρικνώνεται, αυτό που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια είναι η όλο και πιο συχνή γραπτή χρήση της, με διαφορετικούς τύπους γραφής, κυρίως στο διαδίκτυο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ενώ δεν απουσιάζουν οι προσπάθειες διαφόρων βλάχικων συλλόγων ή μεμονωμένων ατόμων που ενδιαφέρονται για την γραπτή απόδοση της βλαχικής προτείνοντας διάφορα μέτρα χωρίς ωστόσο να συμφωνούν αναγκαστικά ως προς τον τρόπο της διάσωσης της γλώσσας.
Οι παραπάνω διαπιστώσεις και τα ερωτήματα που τις συνοδεύουν αποτέλεσαν τη βάση για τη διερεύνηση του θέματος όσον αφορά στη χρήση της βλαχικής. Οι πηγές έπρεπε, αρχικά, να καλύψουν το θεωρητικό κομμάτι της κοινωνικής προσέγγισης της γλώσσας και της ανάλογης ορολογίας γι αυτό και επιλέχθηκε η κατάλληλη βιβλιογραφία από το επιστημονικό πεδίο της Κοινωνιογλωσσολογίας. Ειδικότερα για το θέμα μου, το βάρος δόθηκε στον τομέα της Εθνογραφίας της Επικοινωνίας η οποία εστιάζει στη χρήση της γλώσσας κάτω από διάφορες συνθήκες και μέσα από ποικίλες περιστάσεις. Παράλληλα, χρησιμοποιήθηκε η βιβλιογραφία σχετικά με τους Βλάχους στην Ελλάδα προκειμένου να αποτυπωθεί συνοπτικά η ιστορική εξέλιξη αυτού του πληθυσμού και της γλώσσας του. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να σημειωθεί ότι η υπάρχουσα βιβλιογραφία είναι αρκετά μεγάλη την οποία δεν ήταν δυνατόν να την επεξεργαστώ στο σύνολό της. Εξάλλου η ποικιλία των απόψεων θα απαιτούσε μια εκτεταμένη ιστορική έρευνα για τους Βλάχους γεγονός που θα με απομάκρυνε από τους στόχους της παρούσας εργασίας. Για το λόγο αυτό, άντλησα το υλικό που μου χρειαζόταν προκειμένου να γίνει η ιστορική σύνδεση και να γίνει αντιληπτή η πορεία που οδήγησε στη σημερινή γλωσσική κατάσταση.
Ως προς τη μεθοδολογία, η επιτόπια έρευνα κρίθηκε απαραίτητη αφού θα έπρεπε να εξεταστεί η χρήση της βλαχικής σε διάφορα περιβάλλοντα και περιστάσεις που σημαίνει ότι ως ερευνήτρια θα έπρεπε να έρθω σε επαφή με τους ομιλητές της βλαχικής, να παρατηρήσω και να καταγράψω τις παρατηρήσεις μου, να δω τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούν τη γλώσσα, υπό ποιες συνθήκες, πως αλληλεπιδρούν μεταξύ τους αλλά και με τους μη βλαχόφωνους. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε ένα «χαλαρό» και σχεδόν οικογενειακό κλίμα θα μπορούσε να πει κανείς, καθώς σχεδόν όλοι οι συνεντευξιαζόμενοι γνώριζαν εμένα και την οικογένειά μου. Εξαιτίας αυτού, είχα τη δυνατότητα να τους παρατηρήσω σε στιγμές της καθημερινότητάς τους, ενώ και οι ίδιοι ήταν απαλλαγμένοι από το πιθανό στρες που ίσως να τους δημιουργούσε η όλη διαδικασία της συνέντευξης. Για τις συνεντεύξεις συνέταξα ένα ερωτηματολόγιο (βλ. Παράρτημα) το οποίο χρησιμοποίησα σαν οδηγό, αν και η διαδικασία δε στηρίχθηκε αποκλειστικά στις ερωτήσεις του ερωτηματολογίου, αλλά έγινε στο πλαίσιο συζήτησης.
Στο πρώτο κεφάλαιο, αναπτύσσεται το θέμα της γλωσσικής ετερότητας μέσα από την ανάλυση σχετικών ορισμών και εννοιών. Πιο αναλυτικά, παρατίθενται κάποιοι ορισμοί της διγλωσσίας, αλλά και της κοινωνικής διγλωσσίας, παρουσιάζονται μερικοί από τους υπάρχοντες ορισμούς της μειονοτικής γλώσσας καθώς και τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για να θεωρηθεί μια γλώσσα μειονοτική. Στη συνέχεια, γίνεται εκτενής αναφορά τόσο στην γλωσσική επιλογή όσο και στην γλωσσική χρήση, πεδία τα οποία εντάσσονται στο πεδίο έρευνας της Εθνογραφίας της Επικοινωνίας. Επίσης, παρουσιάζονται τα μακροπρόθεσμα συλλογικά αποτελέσματα της γλωσσικής επιλογής που μπορεί να οδηγήσουν στη διατήρηση ή στη υποχώρηση μιας γλώσσας και εξετάζονται οι παράγοντες που καθορίζουν τη γλωσσική διατήρηση και υποχώρηση. Στο δεύτερο κεφάλαιο, επιχειρείται μια ιστορική αναδρομή που αφορά τους βλαχόφωνους της Ελλάδας. Παρουσιάζονται οι υπάρχουσες απόψεις αναφορικά με την ονοματολογία και την καταγωγή των Βλάχων, η γεωγραφική τους κατανομή, τα οικονομικά και πολιτικά δεδομένα, ενώ στο ίδιο κεφάλαιο γίνεται σύγκριση μεταξύ της εθνοτοπικής ομάδας των Βλάχων του Λιβαδίου και των Βλάχων του Ζαγορίου, όπως οι τελευταίοι παρουσιάζονται στη μελέτη περίπτωσης των εθνοτοπικών ταυτοτήτων στο Ζαγόρι της Ηπείρου του κ. Δαλκαβούκη, με τίτλο: Ζαγορίσιοι, βλάχοι, σαρακατσάνοι, γύφτοι: εθνοτοπικές ομάδες στο Ζαγόρι τον 20ο αιώνα. Έτσι, εντοπίζονται κάποιες ομοιότητες και διαφορές ανάμεσα στις δυο εθνοτοπικές ομάδες. Στη συνέχεια, παρουσιάζονται τα ερωτήματα που αναδύονται γύρω από το ζήτημα της βλαχοφωνίας, όπως αυτά διατυπώνονται στη σχετική βιβλιογραφία. Εξετάζεται ο ρόλος του «Κουτσοβλαχικού Ζητήματος» στην εξέλιξη και πορεία της βλαχικής στον ελλαδικό χώρο από το 1850 ως το 1945, αλλά και οι επιπτώσεις στη χρήση της γλώσσας από τους ομιλητές. Το κεφάλαιο ολοκληρώνεται εξετάζοντας την ανάσχεση της φθίνουσας πορείας της βλάχικης γλώσσας με βάση τις διαπιστώσεις σύγχρονων μελετών και τα συμπεράσματα διημερίδων καθώς και τους παράγοντες που μπορούν να την επηρεάσουν. Το τρίτο κεφάλαιο, αφορά πιο συγκεκριμένα την έρευνα γύρω από τη χρήση της βλάχικης γλώσσας στο Λιβάδι Ελασσόνας. Παρουσιάζονται ιστορικά, γεωγραφικά και οικονομικά δεδομένα για την περιοχή, οι πληθυσμιακές μετακινήσεις και δημογραφικά στοιχεία των Λιβαδιωτών σε διάφορες περιόδους. Στο υπόλοιπο μέρος του κεφαλαίου περιγράφονται τα στοιχεία της επιτόπιας έρευνας όπου παρουσιάζονται οι φάσεις της έρευνας και οι ερωτήσεις του ερωτηματολογίου και, τέλος, αναλύονται τα δεδομένα που προέκυψαν μέσα από τις συνεντεύξεις. Ακολουθούν τα συμπεράσματα, η βιβλιογραφία που χρησιμοποιήθηκε καθώς και ο οδηγός των συνεντεύξεων που παρατίθεται σε παράρτημα.
Οι Βλαχόφωνοι στην Ελλάδα: Η χρήση της βλάχικης γλώσσας στο Λιβάδι Ελασσόνας
Παπακώστα Σουλτάνα
Πτυχιακή εργασία
Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης. Σχολή Κλασικών και Ανθρωπιστικών Σπουδών. Τμήμα Ιστορίας και Εθνολογίας
Διαβάστε την εργασία παρακάτω ή κατεβάστε τη
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1. ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΕΤΕΡΟΤΗΤΑ: ΟΡΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΕΝΝΟΙΕΣ
1.1. Διγλωσσία
1.2. Μειονοτική γλώσσα
1.3. Γλωσσική επιλογή και χρήση
1.4. Διατήρηση και υποχώρηση των γλωσσών
1.4.1. Παράγοντες που καθορίζουν τη γλωσσική διατήρηση και υποχώρηση
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2. ΟΙ ΒΛΑΧΟΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ: ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΑΙ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ, ΒΛΑΧΟΦΩΝΙΑ
2.1. Ονοματολογία και απόψεις για την καταγωγή των Βλάχων
2.2. Γεωγραφική κατανομή των Βλάχων
2.3. Τα βλάχικα και τα ερωτήματα που αναδύονται γύρω από το ζήτημα της βλαχοφωνίας
2.4. Ο ρόλος του «κουτσοβλαχικού ζητήματος» στην εξέλιξη και πορεία της βλαχικής στον ελλαδικό χώρο
2.5. Δείγματα αναστροφής της φθίνουσας πορείας της βλαχικής σήμερα
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3. Η ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΒΛΑΧΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΣΤΟ ΛΙΒΑΔΙ ΕΛΑΣΣΟΝΑΣ
3.1. Ιστορικά, γεωγραφικά και οικονομικά δεδομένα για το Λιβάδι Ελασσόνας
3.2. Πληθυσμιακές μετακινήσεις και δημογραφικά στοιχεία
3.3. Εισαγωγικά στοιχεία για την έρευνα
3.4. Ανάλυση δεδομένων από τα ερωτηματολόγια
ΣΥΖΗΤΗΣΗ-ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ