Παρουσίαση του βιβλίου «Λεξικό βλάχικης γλώσσας των Μεγάλων Λιβαδίων»

ΛΕΞΙΚΟ ΑΡΩΜΑΝΙΚΗΣ (ΒΛΑΧΙΚΗΣ) ΓΛΩΣΣΑΣ των Βλαχόφωνων Ελλήνων των Μ. ΛΙΒΑΔΙΩΝ Πάικου ΚιλκίςΟ Σύλλογος Βλάχων Θέρμης - Τριαδίου «ο Άγιος Νικόλαος» θα παρουσιάσει το νέο βιβλίο της δασκάλας Κούλας Λέντζιου Τρίκου, το «ΛΕΞΙΚΟ ΑΡΩΜΑΝΙΚΗΣ (ΒΛΑΧΙΚΗΣ) ΓΛΩΣΣΑΣ» των Βλαχόφωνων Ελλήνων των Μ. ΛΙΒΑΔΙΩΝ Πάικου Κιλκίς, στις 30 Νοεμβρίου 2014, ημέρα Κυριακή και ώρα 5.30 μ.μ., στην αίθουσα θεάτρου του Πολιτιστικού Κέντρου του Δήμου Θέρμης.

Ένα ΛΕΞΙΚΟ που, στις περίπου 1000 σελίδες του, ξεπερνά τα 3.500 λήμματα. Ξεφυλλίζοντάς το θα βρείτε ένα πλούτο λέξεων, πρωτογενές υλικό, ανέγγιχτο στο χρόνο, ένα γλωσσικό θησαυρό και έχει τις ρίζες του στα βάθη των προηγούμενων αιώνων. Κάθε λέξη συνοδεύεται από την ερμηνεία της σε ελληνική και λατινική γραφή, τα παράγωγά της και πολλές πολιτισμικές και λαογραφικές επεξηγήσεις. Γράφονται πολλά παραδείγματα, βιωματικές εκφράσεις, για να μπορεί ο αναγνώστης να κατανοήσει όσο το δυνατόν καλύτερα τη δομή της βλάχικης γλώσσας, να μπορεί να τη μάθει ή να την ερευνήσει σε βάθος. Το ΛΕΞΙΚΟ θα παρουσιάσουν οι εξαιρετικοί επιστήμονες (βλάχικης καταγωγής, από Λάιστα και Λιβάδι Ολύμπου): Ιωάννης Κογκούλης, Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. Κώστας Προκόβας, Φιλόλογος,συγγραφέας, πρ. Δ/της του Ιδρύματος Μ. Τριανταφυλλίδη.

Για πληροφορίες: ΚΟΥΛΑ ΛΕΝΤΖΙΟΥ - ΤΡΙΚΟΥ
κιν. 6976855033.
e-mail: koulent[papaki]yahoo.gr

 

ΑΠΟ ΤΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΩΜΑΝΙΚΗΣ (ΒΛΑΧΙΚΗΣ) ΓΛΩΣΣΑΣ των ΜΕΓΑΛΩΝ ΛΙΒΑΔΙΩΝ ΠΑΙΚΟΥ ΚΙΛΚΙΣ

(της Κούλας Λέντζιου-Τρίκου)

ασαρνοάπτεα ή ασεάρα νοάπτεα = ψες, χθες το βράδυ, το προηγούμενο βράδυ (asarnoaptea = pses)

ΠΑΡΑΔ. ασαρνοάπτεα νού πουτούι σ’ ντόρμου (= χθές βράδυ δεν μπόρεσα να κοιμηθώ), βίννιου ασαρνοάπτεα λα κάσα ατά σσι νού τι αφλάι (=ήρθα χθες βράδυ στο σπίτι σου και δεν σε βρήκα), ασαρνοάπτε α νού ντουρννίι (= χθες το βράδυ δεν κοιμήθηκα), ασαρνοάπτεα ννι βίνι (= χθές βράδυ μου ήρθε)

ασεάρα = χθες (aseara = hθes)

ΠΑΡΑΔ. ασεάρα ντιντεά νεάου (= χθες έριχνε χιόνι, χιόνιζε), νού πουτούι, τας ζίνου ασέαρα (= δεν μπόρεσα, να ρθω χθες), καρά σ’ πότσι, ζίννι μίνι (= εάν μπορείς, να ρθεις αύριο)

ασκουκιτούρα (θηλ) φτύσμα μύγας (askukitura = ftisma miγas)
ΠΑΡΑΔ. ασκουκιτούρλι ακιρούτσλορ (= τα μυγοφτύσματα των ανυπόστατων -μεταφορικά-), αφλάι ασκουκιτούρρι ντι μούστι, πί μακάρι (= βρήκα μυγοφτύσματα, πάνω στο φαγητό)

ασκούλτου = ακούω προσεχτικά, υπακούω, αφουγκράζομαι (askultu = akuo, ipakuo, afugrazome)

ΟΥΣ. ασκουλτάρι (= άκουσμα με προσοχή, υπακοή)

ΜΕΤ. (αρσ.) ασκουλτάτου, ασκουλτάτλου, αασκουλτάτλουι = του ασκουλτάτσι = υπάκουοι, ασκουλτάτσλλι, αασκουλτάτσλορ (θηλ) ασκουλτάτα, ασκουλτάτα = υπάκουη, αασκουλτάτιλλιι ασκουλτάτι = υπάκουες, ασκουλτάτιλι, αασκουλτάτιλορ = των

ΠΑΡΑΔ. σ’ ασκούλτσι παρίντσιλλι (= ν’ ακούς τους γονείς σου), κούμ ασκούλτι αέστου φτσσιόρου! (= πώς υπακούει αυτό το παιδί!), τούτσι λλι ασκούλτου (= όλους τους ακούω προσεχτικά), ασκουλτάι τσί τζίσι (= άκουσα τι είπε ), ασκουλτάτσι φτσσιόρρι (= υπάκουα παιδιά), βα σ’ ασκούλτου (= θα αφουγκράζομαι),

ΠΛΗΡΟΦ. νεασκούλτου (= δεν υπακούω), νεασκουλτάτου (= ανυπάκουος, απρόσεχτος), νεασκουλτάρι (= ανυπακοή)

βάκα (θηλ.) αγελάδα (vaka = aγelaδa)

βάκα = η αγελάδα, αβάκαλλιι = της αγελάδας

βαέτσι = αγελάδες, βαέτσλι = οι αγελάδες, αβαέτσλορ =των αγελ

ΠΑΡΑΔ. βάκα ιάστι τού αχούρι (= η αγελάδα είναι στο σταύλο),

άρι μούλτου λάπτι βάκα! (= έχει πολύ γάλα η αγελάδα!), σ’τράτζι βάκα (= σέρνεται η αγελάδα), βάκα φιταέ ούνου γιτσέλου (= η αγελάδα γέννησε ένα μοσχάρι), βαέτσλι, λι πιτρικούμου κού βακάρλου, τεά παστεάρι (= τις αγελάδες, τις στείλαμε με τον αγελαδάρη, για βοσκή), λάπτι ντι βάκα (= αγελαδινό γάλα), λόμου λάπτι ντι βαέτσι (= παίρνουμε γάλα από αγελάδες)

ίτρου (αρσ.) έξυπνος, τετραπέρατος (itru = exipnos)

ίτρουλου = ο έξυπνος, αϊτρουλουι = του έξυπνου

ίτσρρι = έξυπνοι, ίτσριλλι = οι έξυπνοι, αϊτσριλορ = των έξυπνων

(θηλ.) ίτρα = έξυπνη, ίτρα = η έξυπνη, αϊτριλλιι = της έξυπνης

ίτρι = έξυπνες, ίτριλι = οι έξυπνες, αϊτριλορ = των έξυπνων

ΠΑΡΑΔ. μούλτου ίτρου, νού έσστσι; (= πολύ έξυπνος, δεν είσαι;) ιάστι, μά ίτρα ντι τούτι (= είναι, η πιο έξυπνη απ’ όλες), κίτου ίτρου ιάστι! (= πόσο έξυπνος είναι!), ν’ αντάρι ίτσριλλι (= μας κάνουν τους έξυπνους), άριφεάτι ίτρι (= έχει κορίτσια έξυπνα)

Καλίβι (θηλ.) 2. Καλύβια, -Μεγάλα και Μικρά Λιβάδια- (Kalivi = Kalivia, -Meγala ke Mikra Livaδia-)

Έτσι ονομάζουν οι Μεγαλολιβαδιώτες στα βλάχικα, τα Μεγάλα και Μικρά Λιβάδια στην καθημερινή τους επικοινωνία.

ΠΛΗΡΟΦ. Όταν άρχισαν να πρωτοέρχονται στο Πάικο κατά οικογένειες, φάρες, τα φαλκάρια, έχτιζαν πρόχειρα μερικές καλύβες για να προστατευθούν προσωρινά. Ήταν φτιαγμένες από ξύλο οξιάς και σοβατισμένες με λάσπη. Έκαναν χωρίσματα για να έχουν και δωμάτια. Η στέγη τους ήταν φτιαγμένη από πέτρινες πλάκες. Οι πρώτες αυτές καλύβες έδωσαν και το πρώτο όνομα: Καλίβι (= Καλύβια). Έτσι τα αποκαλούμε στα βλάχικα τα Μεγάλα Λιβάδια. Σύμφωνα με προφορικές παραδόσεις, το χωριό πρέπει να κατοικήθηκε γύρω στα 1790 αφού πρώτα περιπλανήθηκαν σ’ άλλα μέρη μετά την καταστροφή της Γράμμουστας (σήμερα Γράμμος στην Πίνδο), κυνηγημένοι από τον Αλή Πασά.

Αργότερα, όταν εξέλειπε ο κίνδυνος, θεώρησαν ότι το μέρος αυτό, πέρα από τον Αξιό ποταμό, είναι ο τόπος που θα ήθελαν να μείνουν. Έχτισαν, λοιπόν, τα μόνιμα σπίτια. Μεγάλα, διώροφα, κτισμένα με πέτρα και στέγες με πέτρινες πλάκες (πλοάτσι). Έκτισαν τα σπίτια τους σε δυο μέρη του οροπεδίου-λιβαδιού- κατά μαχαλάδες ανάλογα με το πώς ερχόταν τα φαλκάρια. Το μέρος όπου κτίστηκαν τα Μ.Λιβάδια, ήταν ένα απέραντο λιβάδι κι από μόνο του πλέον ονομάστηκε: Μεγάλα Λιβάδια και Μικρά Λιβάδια, που ο πληθυσμός τους συνολικά ξεπερνούσε τους 5000 κατοίκους.

ΠΑΡΑΔ. νκισίμου τι λά Καλίβι (= ξεκινήσαμε για τα Μ. Λιβάδια), Λε-λεμ Καλίβι κού ντόρου (= αχ! Καλίβια με πόνο, πονεμένα Μ.Λιβάδια), χουάρα μουσσιάτα, Καλίβιλι (= χωριό όμορφο, τα Μ. Λιβάδια), Καλίβιλι αβεά ντάου σούτι ννίλλι, όι σσι καέπαρρι (= τα Μ. Λιβάδια είχαν διακόσιες χιλιάδες, αιγοπρόβατα), νόστιμι παταέτσι ντί λα Καλίβι (= νόστιμες πατάτες από τα Μ.Λιβάδια)

κιτρόσου (αρσ.) πετρώδης, . (kitrosu = petroδis)

κιτρόσλου = o πετρώδης, ακιτρόσλουι = του πετρώδ.

κιτρόσσι = πετρώδεις, κιτρόσλλι = οι πετρώδεις, ακιτρόσσιλορ

(θηλ.) κιτρουάσα = πετρώδης, κιτρουάσι = πετρώδεις,

ΠΑΡΑΔ. μούντσι κιτρόσσι (= βουνά πετρώδη), λόκουρρι κιτρόσσι (= περιοχές πετρώδεις)

κιχαϊέ (αρσ.) κεχαγιάς, προϊστάμενος ποιμενικής πατριάς, αρχηγός τσελιγκάτου. (kihaie = kehaγias)

κιχαϊέλου = ο κεγαγιάς, ακιχαϊέλουι = του κεγαγιά

κιχαϊάτζι =κεγαγιάδες, κιχαϊιάτζλλι=οι κεχαγιάδες, ακιχαϊιάτζλορ

ΠΑΡΑΔ. πάπλου Τζιώγα αλ Λέντζιου ιαρά μάρι κιχαϊέ, αβεά σσι ντάου κασσιρίι (= ο παππούς Τζιώγας Λέντζιος ήταν μεγάλος κεχαγιάς, είχε και δυο τυροκομεία), πάπ’ Τάσια αλ Γιρουκόστα σσι πάπ’ Τέγια αλ Σοτηρίου ιαρά μαέρρι κιχαϊάτζι σσι ουρτάτσι (= ο παππούς Τάσος Γεροκώστας και ο παππούς Στέργιος Σωτηρίου ήταν μεγάλοι κεχαγιάδες και συνέταιροι), αβεά μούλτσι κιχαϊάτζι λα Καλίβι, ιαρά νικουκιριψίτα σσι αβούτα χουάρα, κού νταουσούτι ντι ννίλλι όι σσι καέπαρρι (= είχε πολλούς κεγαγιάδες στα Μ.Λιβάδια, ήταν νοικοκυρεμένο και πλούσιο χωριό, με διακόσιες χιλιάδες αιγοπρόβατα), τούτσι σότσι ιαρά κιχαϊάτζλλι (= όλοι φίλοι ήταν οι τσελιγκάδες)

μίσουρου (αρσ.) καλαμπόκι -καρπός- (misuru = kalaboki),

μίσουρλου = το καλαμπόκι, αμίσουρλουι = του καλαμποκιού

μίσουρρι = φυτείες καλαμποκιού, μίσουρλλι, αμίσουρλορ = των ΠΛΗΡΟΦ. ΄Ετσι λέγεται το φυτό ή η φυτεία καλαμποκιού.

Προσοχή στον τόνο γιατί μισούρου (= μετρώ),

επίσης: Μισίρι (= Κάιρο της Αίγυπτου -αραβικά: Misr-)

ΠΑΡΑΔ. αρούκι μίσουρου λα γκαλλίννι (= ρίξε καλαμπόκι στις κότες), μπαργκαντάνλου σ’ φάτσι κού φαρίνα ντι μίσουρου (= το κατσαμάκι φτιάχνεται με αλεύρι από καλαμπόκι), μισούρου μίσουρλου (= μετρώ το καλαμπόκι), μισούρρι μίσουρρι; (= μετράς καλαμπόκια-φυτείες-;), μισούρου παράτζι (= μετρώ χρήματα), μίσουρου βα σ’ χέρμπου (= καλαμπόκι θα βράσω)

μισστιάρι (misstiari), (θηλ.) δώρισμα, κέρασμα, φιλοδώρημα

ΠΛΗΡΟΦ. Κυρίως ήταν το δώρισμα στη νέα νύφη από το σόι του γαμπρού, με λίρες, πεντόλιρα, μαχμουντέδες, βενέτικα κ.λ.π.

ΠΑΡΑΔ. μισστιάρεα ανβεάστιλλιι (= το δώρισμα της νύφης), αντναέ μούλτι ντί μισστιάρι (= μάζεψε αρκετά από κεράσματα)

μουάρτι (θηλ.) θάνατος (muarti = θanatos )

μουάρτεα = ο θάνατος, αμουάρτιλλιι = του θανάτου

ΠΑΡΑΔ. μάσσι μουάρτεα νού σ’ νντρεάτζι, τούτι αλάνττι σ’φάκου (= μόνο ο θάνατος δεν διορθώνεται, όλα τα άλλα γίνονται), ντί μουάρτι κάνι νού ασκάπι (= από τον θάνατο κανείς δε γλυτώνει), όμλου άρι σσι μπάνα σσι μουάρτι (= ο άνθρωπος έχει και ζωή και θάνατο), μουάρτι ί ναφουάρα (= θάνατος -ψόφος - είναι έξω)

μουάσσι (θηλ.) γριά (muassi = γria)

μουάσσια = η γριά, αμουάσσιλλιι = της γριάς

μουάσσι = γριές, μουάσσιλι = οι γριές, αμουάσσιλορ = των γρ.

ΠΑΡΑΔ. τσί ν’ βρέτσι νόι μουάσσιλι (= τι μας θέλετε εμάς τις γριές), βιτσίνα ν’ ιάστι μουάσσι (= η γειτόνισσά μας είναι γριά),

ΠΛΗΡΟΦ. αούσσιου (= γέρος)

τράγκου = τραβώ, σέρνω (tragu = travo, serno)

ΟΥΣ. τριτζεάρι (= τράβηγμα) (trigeari = traviγma)

ΜΕΤ. (αρσ.) τράπτου = τραβηγμένος, τράπτουλου, ατράπτουλουι (θηλ.) τράπτα = η τραβηγμένη, ατράπτιλλιι = της τραβηγμένης ΠΑΡΑΔ. τράτζιτσι κάλεα σσι νού άβντι κάνι (= τράβα το δρόμο σου και μην ακούς κανένα), τράπσιου φούν εα (= τράβηξα το σχοινί), τρατζέτσι κατά ν’κλό (= τραβήξτε προς τα εκεί), τράπσιρι κατά βάλι (= τράβηξαν κατά τη ρεματιά), άμου τράπτι μούλτι (= έχω τραβήξει πολλά), σσι έλου τράπσι (= κι αυτός τράβηξε), τράγκου χίρλου, τράτζι σσι τίνι (= τραβώ την κλωστή, τράβα κι εσύ), νού λ’ τράτζι ζμπόρλου … (= μη τραβάς την κουβέντα…), τρατζέσβι νκλό (= τραβηχτείτε πέρα), σ’τράτζι βάκα (= σέρνεται η αγελάδα)

χέρου (αρσ.) σίδερο (heru = siδero)

χέρλου = το σίδερο, αχέρλουι = του σιδέρου

χιάρι = σίδερα, χιάριλι = τα σίδερα, αχιάριλορ = των σίδ.

ΠΛΗΡΟΦ. ντάου πι χέρου (= σιδερώνω)

ΠΑΡΑΔ. ιό έσκου ντί χέρου, νού άμου ανάγκι (= εγώ είμαι από σίδερο, δεν έχω ανάγκη), ντάου πι χέρου στράννιλι (= σιδερώνω τα ρούχα), γκάρντου ντί χέρου (= περίφραξη σιδερένια),

ΟΙ ΑΡΙΘΜΟΙ

(Από το 1 έως το 10 )

 

Μισούρου = Μετρώ (misuru = metro)

 

Ούνου (unu = ena) ένα 1
Ντάου (dau = δiο) δύο 2
Τρέι (trei = tria) τρία 3
Πάτρου (patru = tessera) τέσσερα 4
Τσίντσι (tsintsi = pende) πέντε 5
Σσιάσι (ssiasi = exi) έξι 6
Σσιάπτι (ssiapti = epta) επτά 7
Όπτου (optu = okto) οκτώ 8
Νάου (nau = ennea) εννιά 9
Τζάτσι (tzatsi = δeka) δέκα 10

 

ΠΛΗΡΟΦ. ούνα (= μία), (una = mia)

ντόι (= δυο -για αρσενικά-) (doi = δiο)

νούλα (= το μηδέν) (nula = miδen)

Σσι ιάρα μισούρου (= και πάλι μετρώ, ξαναμετρώ)

ούνου όου = ένα αυγό

ούνα μλλιάρι (= μία γυναίκα)

ντάου πρέκλλι = δύο ζευγάρια

(ντόι παπίννι = δυο παππούδες,

ντόλλι παρίντσι = οι δυο γονείς)

τρέι στίζννι = τρεις τοίχοι

πάτρου ννιέλλι = τέσσερα αρνιά

τσίντσι σιόπατι = πέντε βρύσες

σσιάσι λόκουρρι = έξι τοποθεσίες (μέρη)

σσιάπτι μπουνέλι = επτά πιρούνια

όπτου γκόρτσι = οκτώ αχλάδια

νάου λίρι = εννέα λίρες

τζάτσι κάσι = δέκα σπίτια

Αναζήτηση