Featured

Οι Καραγγούνηδες (Πώς υφαίνουν και ντύνονται οι Αιτωλοί)

Ανύπαντρες ΚαραγγούνεςΜοιάζουν τόσο πολύ στη ντυμασιά με τους Ευρυτάνες οι Καραγγούνισσες, ώστε θα ήταν μια παράλειψη να μη γίνη εδώ κάπως πλατύτερος λόγος.

Με το όνομα Καραγγούνηδες είναι γνωστοί στην Αιτωλία ένα απόσπασμα Κουτσοβλάχων που κατοικούν στην ακροποτομιά του Ασπροπόταμου καθώς πιάνει απ' το λεπενιώτικον κάμπο και πίσω τον κατήφορο ως στη Σταμνά κατά το αντελικιώτικον τόπο. Στη γραμμή σχεδόν έχουν χτισμένα τα χωριά τους Σοροβίγλι, (μέσα στα παλιά τείχη της Στράτου πρωτ. των αρχαίων 'Ακαρνάνων), Όχτια, του Κατσαρού, Παλιομάνινα, του Νταγιάντα. Άλλα Καραγγούνικα χωριά είναι κατά του Αστακού τα μέρη, η Γουργιώτισσα, η 'Αγράμπελη, το Στουρνάρι και το Καλέτσι. Μιλούν όλοι την Κουτσοβλάχικη γλώσσα, μιλούν τα καραγγούνικα που λένε στην Αιτωλία. Ξέρουν όμως όλοι, ίσως να μην τα ξέρουν τίποτε γυναίκες και παιδιά ακόμα και τα ελληνικά, και τα μιλούν σαν Έλληνες με τη συνείδηση πως κι αυτοί είναι Έλληνες. Με τα γειτονικά ελληνόφωνα χωριά ποτέ δεν κάνουν συμπεθεριές. Η Καραγγούνα παίρνει γι' άντρα τον Καραγγούνη και τ' αντίθετο. Τους χωρίζει μια διαφορά σπουδαία και δεν ταιριάζουν γάμοι Καραγγούνηδων με ελληνόφωνους. Τους χωρίζει η εντελώς διαφορετική ζωή που κάνουν. Οι Καραγκούνηδες ήταν ως τα τελευταία χρόνια σκηνίτες νομάδες. Το καλοκαίρι ανέβαιναν και ξεκαλοκαίριαζαν στα βουνά πάνω στ' Άγραφα και στην Ήπειρο. Το χειμώνα κατέβαιναν για να ξεχειμάσουν με τα πράματά τους σε τούτους εδώ τους πλούσιους κάμπους. Σιγά σιγά το βρήκαν πιο καλύτερο να στήσουν εδώ τη μόνιμη κατοικία τους κι απ' τα 1865–1870 έχτισαν τα χωριά που ονομάσαμε παραπάνω. Αυτό βέβαια ήταν ένα μεγάλο παραστράτημα απ' την παλιά παράδωση που ποιος ξέρει από πότε κρατούσε, μα άξιζε, γιατί πιάσανε τους πιο πλούσιους τόπους κι έκαναν και καλλιέργεια που πρωτύτερα τους ήταν άγνωστη τέχνη. Και μ' όλο όμως αυτό το παραστράτημα κράτησαν στοργικά το πολύ μέρος της παλιάς των ζωής. Κράτησαν τα πρόβατα. Ο Καραγγούνης πρώτα είναι τσοπάνης.

Το τσοπανιλίκι το βρήκε απ' τον πατέρα του. Εξακολουθεί λοιπόν κι αυτός να βόσκη τα ωραία «καραγγούνικα πρόβατα» – οι καραγγούνικες προβατίνες είναι κυράδες, λένε στην Αιτωλία, και θέλουν να πούν πως είναι ράτσα εκλεκτή στα ίδια λιβάδια που έβοσκαν κι οι προσπαππούληδές του. Είναι και Καραγγούνηδες που κάνουν τον αγωγιάτη με τα μουλάρια τους. Δύο, τρία και περισσότερα κάποτε τέτοια φορτιάρικα συντηράει ο Καραγγούνης. Καραβάνια από καραγγούνικα μουλάρια κουβαλούν εμπορεύματα απ' το Βραχώρι πάνω στα βουνίσια χωριά της Ευρυτανίας. Με τα καραγγούνικα μουλάρια ταξειδεύουν όσοι πάνε για τα Κρεμαστά, λουτρά πάνω στην Ευρυτανία. Με καραγγούνικα μουλάρια κουβαλούν τα πράματά τους όσοι απ' τους Καμπίσιους πάνε στο ξεκαλοκαιριό πάνω στα βουνά. Και βλέποντας το καραγγούνικο καραβάνι που το οδηγούν από πίσω οι Καραγγούνηδες με τις μακρυές τους άσπρες σεγγούνες, νομίζεις πως βλέπεις τ' αδέλφια τους τους Περιβολιώτες και τους Σαμαριναίους κυρατζήδες που κρατούν κι αυτοί την αδιάκοπη συγκοινωνία απ' τους θεσσαλιώτικους και μακεδόνικους κάμπους ως πάνω στην ψηλή Βασιλίτσα και το Σμόλικα. Ίδια κι απαράλλαχτη ζωή!

Κρατούν και κάτι άλλο απ' τα παλιά οι Καραγγούνηδες. Κρατούν την πατριαρχική τους κοινωνική οργάνωση. Το κάθε χωριό έχει τον τρανό τους έχει τον τσέλιγκα που το διαφτύνει. Και το τσελιγγάτο βαστιέται διαδοχικά από γονιό σε παιδί. Ο,τι πη ο τσέλιγγας, αυτό γίνεται στο χωριό. Ψηφίζουν το βουλευτή που θα πη ο τσέλιγγας.

Και σ' όλα τα κοινά συμφέροντά τους παραστέκεται γι' αντιπρόσωπός τους. Με το δημόσιο εισπράχτορα, με τον αποσπασματάρχη και με κάθε όργανο του Κράτους δεν έρχεται σε καμιά επικοινωνία ο Καραγγούνης. Τον αντιπροσωπεύει ο τσέλιγγας. Αυτός πληρώνει τους δημόσιους φόρους του χωριού, αυτός δίνει λόγο για κάθε κοινή υπόθεση Κι' αυτός τα ξεμπερδεύει ύστερα με τους χωριανούς του.

Το τσελιγγάτο του Σοροβιγλιού το κρατεί η γνωστή απ' τ' 'Αλή-πασά τον καιρό οικογένεια του Μίχα Γιάννικα: «Ο Γιάννικας καβαλλίκεψε στα Γιάννινα να πάη», λέει το τραγούδι. Το τσελιγγάτο του Κατσαρού τόχουν οι Κατσαραίοι. Στην Παλιομάνινα ο Κουτσομπίνας, στην Νταγιάντα ο Νταγιάντας και πάει λέοντας.

Αντρίκεια καραγγούνικη ντυμασιά.

Φύλαξαν και κάτι άλλο από τους πατεράδες τους οι Καραγγούνηδες. Φύλαξαν εκτός απ' τη γλώσσα, και τη ντυμασιά που με δικά τους υλικά, με υλικά που τους δίνουν τα πρόβατά τους τη φκειάνουν μόνοι τους.

Έτσι οι άντρες φοράνε άσπρες μάλλινες κάλτσες και τσαρούχια με αγρινιώτικη φκειασιά. Τις κάλτσες στη γλώσσα τους τις λένε: τσόριτς και τις δένουν κάτω απ' το γόνα με μαύρες καλτσοδέτες, που τις λένε: τζόνε. Αντές για φουστανέλλα φοράνε μια μάλλινη άσπρη1 σεγγούνα λαγγιολωτή. Τα λαγγιόλια της πολλά και διπλωμένα (σαν τα ευρυτάνικα φουστάνια) μακρυά ως παρακάτω απ' τις άτζες σου κάνουν την εντύπωση μάλλινης φουστανέλλας. Όλες τις άκρες της σεγγούνας τις σεραδώνουν με μάλλινα άσπρα σεράδια.

Πάνω στο κορμί οι Καραγγούνηδες φοράνε γελέκι άσπρο σεραδωμένο με μαύρα μάλλινα γαιτάνια και το λένε: ντουλαμίτσι. Σωτερικά ενδύματα φορούνε την κορμοφανέλλα, το κοντό και το σώβρακο, που το λένε πρεπότς.

Στο κεφάλι φοράνε την αγρινιώτικη ατλαζένια κεντητή σκούφια, που τη λένε κατσιούλα, και το χειμώνα όλοι πέρα για πέρα σέρνουν τη γνωστή από παραπάνω αιτωλική κάππα με το όνομα: τεμπάρε.

Γυναίκεια καραγγούνικη ντυμασιά.

Ζωγραφισμένη αλήθεια είναι η γυναίκεια καραγγούνικη ντυμασιά! Είναι έργο των χεριών της Καραγγούνας. Ας ονομάσουμε τα ενδύματά της αρχίζοντας απ' τα εσώρουχα. Πρώτο είναι η κορμοφάνελλα, σαν εκείνη των Ευρυτάνων, ίσως με ποιο μεγάλο στολίδι· απ' έξω το ποκάμισο, το κιαμίσι, που λένε, μακρύ ως τα ποδάδια κάτω με πιο μακρύτερα απ' τα ευρυτάνικα μανίκια και με ολοκέντητο ποδόγυρο. Ένας ολόκληρος κόσμος κεντιδιών κόκκινων, γαλάζιων μαύρων είναι πυκνά σκορπισμένα σε μιάς πιθαμής πλατυά λωρίδα που περιτριγυρίζει ολόγυρα τον ποδόγυρο του άσπρου τούτου πουκάμισου και είναι γνωστός με το όνομα πόλε. Με τον ίδιο τρο πο είναι ολοκέντητες κι οι άκρες των μανικιών.

Οι κάλτσες που σκεπάζουν τις γάμπες είναι πλεχτές και δεν έχουν το πολύ στολίδι, που έχουν οι ευρυτάνικες. Δεν είναι ανάγκη, γιατί σκεπάζονται απ' το μακρύ ποκάμισο. Στα πόδια κάτω φορούν θηλυκωτά παπούτσια ή κι απλά και τα λένε πρεπότς.

Για πανώντυμα φοράνε σεγγούνα μαύρη μακρυά ολοκέντητη, που μοιάζει σαν την πλατανιώτικη σάρκα, που θα πούμε παρακάτω. Μπρός στην κοιλιά κρεμάνε μαύρη υφαντή μάλλινη, μακρυά ολοκέντητη με μεταξωτά γαϊτάνια ποδιά, την ποδιάου. Το κέντημα της ποδιάου το γνωρίζουν με το όνομα: φλάμπουρη· τις λωρίδες που τις ζώνουν στη μέση, πλατυές, φκειασμένες από μάλλινο σκουτί πετσωμένες με φέλπα και κεντημένες με ωραιότατο κέντημα από χρυσά γαϊτάνια τις λένε τίζγιες = (ζώνες). Στις άκρες απ' τις τίζγιες κολλιόνται δυό μικρά παρατσούκλια κεντημένα με χρυσά γαϊτάνια και λέγονται αλτίτσιες, στη γλώσσα τους.

Στο κορμί φορούν όπως κι οι Ευρυτάνες το καππί, την κότσια, όπως λένε φκειασμένη από μάλλινο ύφασμα μαύρο και κεντημένη με μεταξωτά χάρτσια.

Στις άκρες οι αλτίτσες έχουν κόπτσες για να πιάνουν την ποδιά. Στον αφαλό πάνω γαντζώνεται το θηλυκωτάρι, το τσουπρέκι στη γλώσσα τους.

Στο κεφάλι φορούν μαύρο η καφέ μαντήλι, το σιαμέϊ· στα αυτιά κρεμούν τα βέρι = (σκουλαρίκια), στα δάχτυλα τα νέλο = (χρυσά δαχτυλίδια) και στο μπράτσο το μπιλιτζούκι = (βραχιόλι).

Το φκειάσιμο των μαλλιών σου θυμίζει εκείνο των Ευρυτάνων· τις πλεξίδες όμως τις λένε κοσίτσες2

Πώς υφαίνουν και ντύνονται οι Αιτωλοί
(μετά προλόγου Στίλπωνος Κυριακίδου)
Δημήτριος Λουκόπουλος
πηγή: Ακαδημία Αθηνών, Ανέμη

1. Με τον ίδιο ακριβώς τύπο σεγγούνα φορούν κι οι Κουτσόβλαχοι του Πίνδου (Σαμαρίνα, Περιβόλι, Σμίξη, Αβδέλλα, Κρανιά, αλλά εδώ τη βάφουν πάντα γαλάζια· άσπρη είναι άγνωστη εκεί.
2. Τις περισσότερες γνώσεις μου για τους Καραγγούνηδες τις οφείλω στο φίλο κ. Κ. Πρέζα, δάσκαλο της Παλιομάνινας, που ζη πολλά χρόνια στα καραγγούνικα χωριά και πήρε και γυναίκα καραγγούνα,

 


Το βιβλίο Πώς υφαίνουν και ντύνονται οι Αιτωλοί δημοσιεύθηκε το 1927. Για τον Δημήτριο Λουκόπουλο μπορείτε να διαβάσετε εδώ. Οι φωτογραφίες είναι του γνωστού φωτοτσιγκογράφου της εποχής Κάρολου Κόλμαν [γεν. 1884 – 1942]. Στο κείμενο έχει διατηρηθεί η αρχική ορθογραφία. Οι παρακάτω φωτογραφίες έχουν επιχρωματιστεί.

Εικ. 72. Παντρεμένη Καραγγούνα

Σχ. 73. Ανύπαντρες ΚαραγγούνεςΣχ. 73. Ανύπαντρες Καραγγούνες

Αναζήτηση