Συνέπειες των δημογραφικών και κοινωνικών ανακατατάξεων στο βλαχόφωνο στοιχείο της ελληνικής Μακεδονίας (1923-1926)

Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλέιου της Ελλάδος. Τεύχος Α'. Αριθ. φύλλου 217. Εν Αθήναις τη 28 Οκτωβρίου 1913. Συνθήκη περί ειρήνηςΣτις 10 Αυγούστου του 1913 υπογράφηκε στο Βουκουρέστι από τους αντιπροσώπους της Ελλάδας, της Σερβίας, του Μαυροβουνίου, της Βουλγαρίας, της Ρουμανίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας η ομώνυμη συνθήκη, η οποία παγίωνε την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί στη Βαλκανική την επαύριο του Β' Βαλκανικού Πολέμου.

Με τη συνθήκη αυτή διευθετήθηκαν μια σειρά από ζητήματα όπως το συνοριακό, της κυριότητας των νησιών του Αιγαίου και των εθνικών μειονοτήτων που παρέμεναν στο έδαφος γειτονικών κρατών. Σε παράρτημα της συνθήκης αναφερόταν ότι η Ελλάδα, η Βουλγαρία και η Σερβία ήταν υποχρεωμένες να παρέχουν εκπαιδευτική και εκκλησιαστική αυτονομία στους ρουμανίζοντες Βλάχους που κατοικούσαν στην επικράτειά τους και να δέχονται την οικονομική χορηγία της Ρουμανίας προς τα ρουμανικά εκκλησιαστικά και εκπαιδευτικά ιδρύματα 1 .

Ο όρος αυτός μπορεί να ξάφνιασε την κοινή γνώμη της εποχής όχι όμως και εκείνους που κινούνταν στα παρασκήνια του συνεδρίου της ειρήνης. Στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων και συγκεκριμένα στις 23 Ιουλίου 1913 ο Βενιζέλος είχε ανταλλάξει επιστολές με τον πρωθυπουργό της Ρουμανίας, Μαγιορέσκο, σχετικά με το μέλλον των ρουμανιζόντων Βλάχων της Μακεδονίας. Σύμφωνα με την επιστολή του Βενιζέλου " η Ελλάς συγκατατίθεται να παράσχη αυτονομίαν εις τας κουτσοβλαχικάς σχολάς και εκκλησίας τας ευρισκομένας εν ταις μελλούσαις Ελληνικαίς κτήσεσι και να επιτρέψη την σύστασιν επισκοπής διά τους κουτσοβλάχους τούτους, της Ρουμανικής Κυβερνήσεως δυναμένης να επιχορηγή υπό την επίβλεψιν της Ελληνικής Κυβερνήσεως τα ειρημένα ενεστώτα ή μέλλοντα θρησκευτικά και εθνικά καθιδρύματα " 2 . Τα κείμενα των επιστολών αυτών συμπεριλήφθηκαν στο παράρτημα της συνθήκης του Βουκουρεστίου και ρύθμιζαν κατά τον πλέον επίσημο τρόπο τη θέση των ρουμανιζόντων Κουτσόβλαχων στον ελλαδικό χώρο 3 .

Η εξέλιξη αυτή μπορεί από πρώτη άποψη να θεωρηθεί ως ήττα του Ελληνισμού, αφού οι εθνικές επιδιώξεις δεν αναγνώριζαν τις διεκδικήσεις της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας στα εδάφη της νότιας Μακεδονίας. Το ελληνικό κράτος αναγκαζόταν όχι μόνον να αποδεχθεί αλλά και να προστατεύσει τους Κουτσόβλαχους εκείνους που για κάποιο λόγο είχαν προτιμήσει να ταχθούν με τη ρουμανική και όχι με την ελληνική πλευρά στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αι., όταν τα νεοσύστατα βαλκανικά κράτη μέσω της εκκλησιαστικής και της εκπαιδευτικής προπαγάνδας προσπαθούσαν να αυξήσουν τα ερείσματά τους στον χώρο της Μακεδονίας. Ήταν όμως μια κίνηση ελιγμού του Βενιζέλου στο Συνέδριο της Ειρήνης προκειμένου να εξασφαλίσει την υποστήριξη της Ρουμανίας σε μια σειρά από ζητήματα που εκκρεμούσαν, όπως της τύχης της Καβάλας, της Βορείου Ηπείρου και του καθεστώτος των νησιών του Αιγαίου καθώς και το μέλλον δεν προμηνύονταν ευοίωνο για την ελληνική πλευρά αφού η μόνη Μεγάλη Δύναμη που υποστήριζε τις ελληνικές θέσεις ήταν η Γαλλία 4 .

Η διατήρηση ρουμανικών σχολείων και εκκλησιών στο ελληνικό έδαφος και η κατοχύρωση του δικαιώματος της Ρουμανίας να επεμβαίνει επίσημα στις υποθέσεις του ελληνικού κράτους σχετικά με τους Κουτσόβλαχους μπορεί να πει κανείς ότι δικαίωσε την προσπάθεια της Ρουμανίας που χρονολογούνταν από τα μέσα του 19ου αι. να αποκτήσει σημαντικά ερείσματα στο χώρο της Μακεδονίας με την προσέγγιση των Κουτσόβλαχων. Η πρώτη επαφή είχε γίνει με το ταξίδι του Ιωάννη Ραντουλέσκου και του Δημήτρη Μπολτινεάνου στην Ήπειρο και στη Μακεδονία, όπου ανακαλύπτουν ότι υπάρχουν πληθυσμοί που έχουν ομοιότητες κυρίως στο θέμα της γλώσσας με τους Ρουμάνους. Γυρνώντας πίσω στη Ρουμανία ο Μπολτινεάνου άρχισε να γράφει φλογερά άρθρα σε εφημερίδες για τους Κουτσόβλαχους και ο Ραντουλέσκου εξέδωσε το βιβλίο "Όνειρο ενός απόκληρου" με το οποίο υποστήριζε ότι οι Έλληνες περιορίζονταν στο Ταίναρο και οι υπόλοιποι ήταν Ρωμούνοι 5 . Το επόμενο βήμα ήταν η ίδρυση στα I860 του "Μακεδονορουμανικού Κομιτάτου" στο Βουκουρέστι από προσωπικότητες της ρουμανικής κοινωνίας με σκοπό ν' αναπτύξει εκπαιδευτική δραστηριότητα μεταξύ των Κουτσόβλαχων της Μακεδονίας 6 . Παράλληλα το ρουμανικό κράτος αρχίζει να δείχνει ενδιαφέρον για το ζήτημα των Κουτσόβλαχων. Το πρώτο ρουμανικό σχολείο στη Μακεδονία ιδρύθηκε το 1864 στην Κλεισούρα και το επόμενο άρχισε να λειτουργεί τρία χρόνια αργότερα στην Αβδέλλα. Η ανάθεση της ρουμανικής προπαγάνδας στον Απόστολο Μαργαρίτη βοήθησε στην εξάπλωση της ρουμανικής επιρροής μεταξύ των Κουτσόβλαχων της Μακεδονίας παρά την οξεία αντίδραση της κυβέρνησης των Αθηνών και ντόπιων Ελλήνων παραγόντων. Στα 1900 υπήρχαν στην Μακεδονία 6 ρουμανικά γυμνάσια και 113 δημοτικά σχολεία 7 .

Εύλογα προκύπτει το ερώτημα ποιοι θεωρούνταν από το ελληνικό κράτος και από τις τοπικές κοινωνίες των κωμοπόλεων και των χωριών της Μακεδονίας ως ρουμανίζοντες. Στους ρουμανίζοντες ανήκαν πρωταρχικά οι οικογένειες των δασκάλων, ιερέων, ιεροψαλτών, προπαγανδιστών του ρουμανικού κράτους ιδιαίτερα εκείνες που είχαν θρηνήσει θύματα κατά την περίοδο των εθνικών ανταγωνισμών στη Μακεδονία 8 . Επιπλέον αρκετοί σλαβόφωνοι βουλγαρόφρονες είχαν προτιμήσει να πολιτογραφηθούν ως ρουμανίζοντες προκειμένου να έχουν μεγαλύτερη ελευθερία δράσης και για να αποφύγουν την επικείμενη μετανάστευση στη Βουλγαρία στα πλαίσια της σύμβασης για την ανταλλαγή των ελληνοβουλγαρικών πληθυσμών του Νεϊγύ 9 . Όμως στην κατηγορία των ρουμανιζόντων δεν ανήκαν μόνον άτομα που είχαν αναπτύξει στο παρελθόν ανθελληνική δράση ή απλώς ήταν διακείμενα αρνητικά απέναντι στην ελληνική εξουσία, αλλά και άτομα που μέχρι τότε δεν είχαν καμιά συμμετοχή στους εθνικούς ανταγωνισμούς. Αυτοί ήταν και οι περισσότεροι. Οι περισσότεροι από αυτούς είχαν μείνει ανεπηρέαστοι από τις αντιμαχόμενες εθνικές προπαγάνδες των αρχών του αιώνα στη Μακεδονία και δεν ενδιαφέρονταν αν ήταν οι Έλληνες, οι Βούλγαροι ή οι Ρουμάνοι που θα αντικαθιστούσαν το Οθωμανικό κράτος στην περιοχή τους. Η ενσωμάτωση του μεγαλύτερου μέρους της Μακεδονίας στο ελληνικό κράτος δεν γινόταν εύκολα αντιληπτή αφού λόγω των συνεχών πολεμικών αναμετρήσεων το ελληνικό κράτος αδυνατούσε να επιφέρει βελτιώσεις σε κανένα τομέα της καθημερινής ζωής. Η κατάσταση στην εκπαίδευση, στην υγεία και στην δημόσια ασφάλεια παρέμενε στάσιμη.

Έτσι αρκετοί Κουτσόβλαχοι που δεν έτρεφαν την παραμικρή συμπάθεια προς τη Ρουμανία έστελναν τα παιδιά τους στα ρουμανικά σχολεία λόγω των προσωρινών αδυναμιών της ελληνικής εκπαίδευσης. Τέτοιες αδυναμίες ήταν η έλλειψη δασκάλων, η κακή κατάσταση των κτιριακών εγκαταστάσεων, ακόμη και η αδυναμία να διατεθούν τα πενιχρά ποσά που απαιτούνταν για την καθημερινή λειτουργία των σχολείων 10 . Σε μερικές περιπτώσεις, μάλιστα, η κατάσταση ήταν τόσο άθλια, που ακόμη και οικογένειες Κουτσόβλαχων με ακραιφνή ελληνικά αισθήματα αναγκάζονταν να στείλουν τα παιδιά τους στα ρουμανικά σχολεία προκειμένου να μείνουν αγράμματα. Εκπαιδευτικοί που υπηρετούσαν στη Μακεδονία ανέφεραν περιπτώσεις Κουτσοβλαχικών χωριών που οι κάτοικοί τους, αφού περίμεναν για μεγάλο χρονικό διάστημα να έρθει Έλληνας δάσκαλος, αναγκάστηκαν να στείλουν τα παιδιά τους στο ρουμανικό σχολείο 11 . Αλλά ακόμη και στην περίπτωση που λειτουργούσαν ελληνικά σχολεία στα χωριά των Κουτσόβλαχων η δωρεάν παροχή, βιβλίων, γραφικής ύλης, ρούχων και επιδομάτων στους απόρους μαθητές προσέλκυε ένα σημαντικό ποσοστό μαθητών στα ρουμανικά σχολεία 12 .

Όλοι αυτοί που από ανάγκη στρέφονταν προς τη ρουμανική εκπαίδευση δεν θεωρούσαν τους εαυτούς τους Ρουμάνους, ούτε και συμμετείχαν ενεργά στις ρουμανικές κοινότητες που είχαν δημιουργηθεί στα περισσότερα χωριά που υπήρχαν ρουμανική εκπαιδευτικά και εκκλησιαστικά ιδρύματα. Οι εκπρόσωποι του ελληνικού κράτους και ιδιαίτερα τα κατώτερα όργανά του, άσχετα συνήθως με τα ντόπια προβλήματα, δεν είχαν κανένα ενδοιασμό να εντάξουν ακόμη και οικογένειες Κουτσόβλαχων με ακραιφνή ελληνικά αισθήματα στους ρουμανίζοντες, επειδή κάποια μέλη τους πήγαιναν σε ρουμανικό σχολείο ή είχαν εκκλησιαστεί σε ρουμανική εκκλησία.

Η στάση του ελληνικού κράτους απέναντι στο θέμα της αυτονομίας των ρουμανικών κοινοτήτων στο ελληνικό έδαφος ήταν σταθερά θετική και δεν επηρεάστηκε από τις εσωτερικές και εξωτερικές εξελίξεις, όπως για παράδειγμα ο εθνικός διχασμός και ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος αντίστοιχα. Αμέσως μετά την υπογραφή της συνθήκης του Βουκουρεστίου το Υπουργείο των Εξωτερικών ανέθεσε στη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας να κάνει γνωστή την παροχή αυτονομίας στα ρουμανικά εκκλησιαστικά και εκπαιδευτικά ιδρύματα σε όλες τις πόλεις και τα χωριά όπου ζούσαν Κουτσόβλαχοι και να προσπαθήσει να πείσει τους Κουτσόβλαχους με ελληνική εθνική συνείδηση ότι δεν επρόκειτο για προδοσία των αγώνων τους για την επικράτηση του Ελληνισμού αλλά για συμφωνία που διαμείφθηκε για λόγους εθνικού συμφέροντος 13 . Το ίδιο όμως δεν συνέβαινε και με τα όργανα της κρατικής μηχανής, του στρατού και της Εκκλησίας που υπηρετούσαν στη Μακεδονία, ιδίως όταν είχαν λάβει μέρος στις εθνικές αντιπαραθέσεις της πρώτης δεκαετίας του 20ου αι. Αναφέρονται περιστατικά όπως του ηγούμενου της Μονής Όσσιανης που απειλούσε τους ρουμανίζοντες Κουτσόβλαχους της περιφέρειας του, βιαιοπραγίες αξιωματικών που ηγούνταν στρατιωτικών αποσπασμάτων εναντίον ρουμανιζόντων στην Όσσιανη και στη Λούμνιτσα 14 και διευθυντικών στελεχών που αρνούνταν ή δίσταζαν να αναγνωρίσουν τις ρουμανικές κοινότητες της περιοχής τους 15 . Σε όλες τις περιπτώσεις που καταγγέλλονταν πράξεις αυθαιρεσίας η αντίδραση του ελληνικού κράτους χαρακτηριζόταν πάντα από αντικειμενικότητα και αυστηρότητα απέναντι στους υπευθύνους. Έτσι έγιναν ενέργειες για να μετατεθεί ο υπεύθυνος σε θέση που θα δημιουργούσε λιγότερα προβλήματα στο μέλλον, και δριμείς παρατηρήσεις στους αξιωματικούς που ευθύνονταν αποκλειστικά για τα επεισόδια με τους ρουμανίζοντες 16 .

Το ελληνικό κράτος έπαιρνε μέτρα εναντίον των οργάνων του όταν αυτά αυθαιρετούσαν αλλά έκανε επίσης το ίδιο σε περιπτώσεις που αποδεικνυόταν ότι οι υπεύθυνοι για την πρόκληση επεισοδίων βρίσκονταν στο στρατόπεδο των ρουμανιζόντων. Ο Αχιλλέας Δήμτσε και ο Ναούμ Μαγκαρίση, ρουμανοδιδάσκαλοι στην Κλεισούρα παραπέμφθηκαν σε δίκη γιατί θέλοντας να αποκτήσει η κοινότητά τους ρουμανίζοντα ιερέα συνέταξαν τον Ιούνιο του 1915 υπόμνημα προς τον μητροπολίτη Καστοριάς πλαστογραφώντας υπογραφές ατόμων που είχαν μεταναστεύσει ή είχαν πεθάνει 17 .

Αύξηση των κρουσμάτων υπέρβασης καθήκοντος κυρίως από στρατιωτικά αποσπάσματα και ομάδες χωροφυλακής παρατηρήθηκε στα 1918-1919. Στα Μεγάλα Λιβάδια, στο Τσιγάρεβο, στη Δόλιανη και στα Γρεβενά σημειώθηκαν βιαιοπραγίες κυρίως εναντίον των προέδρων των κοινοτήτων και των ρουμανοδιδασκάλων. Σε όλες τις περιπτώσεις οι ένοχοι τιμωρήθηκαν με ποινές που εξαρτώνταν από τη σοβαρότητα του επεισοδίου που είχαν προκαλέσει 18 . Για τις αυθαιρεσίες αυτές δεν ήταν αμέτοχη η ρουμανική πλευρά. Το καλοκαίρι του 1917 η Ιταλία κατέλαβε την Ήπειρο. Οι Ιταλοί μπαίνοντας στα κουτσοβλαχικά χωριά διακήρυτταν ότι ήρθαν ως ελευθερωτές και προέτρεπαν τους Κουτσόβλαχους να ανακηρύξουν την ανεξαρτησία τους. Πράγματι σε συνέδριο των βλάχικων κοινοτήτων της Πίνδου που διεξήχθη στις 27 Ιουλίου του 1917 ανακηρύχθηκε η ανεξαρτησία της Πίνδου υπό την προστασία της Ιταλίας. Όταν τα ελληνικά στρατεύματα ανακατέλαβαν την Ήπειρο οι πρωταίτιοι κατέφυγαν στην Αλβανία 19 . Επιπλέον ρουμανίζοντες Κουτσόβλαχοι απέστειλαν υπόμνημα στο συνέδριο της ειρήνης για να ζητήσουν ανεξαρτησία και ένωση με την Αλβανία 20 . Ήταν φυσικό λοιπόν να είναι οξυμένα τα πνεύματα στη Μακεδονία. Τα στελέχη της ελληνικής διοίκησης και του στρατού θεωρούσαν ότι οι ρουμανίζοντες είχαν προβεί σε σειρά εχθρικών ενεργειών εναντίον της Ελλάδας ενώ παράλληλα κανείς δεν ήταν σίγουρος ότι με την επιβολή της ειρήνης στην περιοχή το καθεστώς αυτονομίας που απολάμβαναν οι ρουμανίζοντες θα συνεχιζόταν.

Η υπογραφή των συνθηκών ειρήνης δεν επέφερε καμιά αλλαγή σε αυτά που προέβλεπε η συνθήκη του Βουκουρεστίου για τους ρουμανίζοντες Κουτσόβλαχους της Μακεδονίας. Το γεγονός αυτό αλλά και η παγίωση της ελληνικής εξουσίας στις Νέες Χώρες συνέβαλαν στη δραστική μείωση των κρουσμάτων αυθαιρεσίας και βιαιοπραγίας απέναντι στους ρουμανίζοντες. Το ελληνικό κράτος έστελνε οδηγίες προς τις τοπικές αρχές και υπενθύμιζε ότι τα αστυνομικά όργανα επιβαλλόταν να φέρονται με καλό τρόπο προς τους ρουμανίζοντες της περιοχής τους 21 , ενώ παράλληλα τιμωρούσε χωρίς επιείκεια οποιονδήποτε παρενέβαινε αυτά που όριζε η συνθήκη του Βουκουρεστίου 22 .

Σε διενέξεις μεταξύ ρουμανιζόντων και ελληνοφρόνων Κουτσόβλαχων για την κατοχή ενός σχολείου ή μιας εκκλησίας ακόμη και αν το δίκαιο ήταν με το μέρος των δευτέρων το ελληνικό Κράτος απέφευγε να πάρει μέτρα που θα έθιγαν τη ρουμανική κοινότητα. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Κάτω Σελίου όταν προέκυψε στα μέσα του 1920 διένεξη μεταξύ των δυο μερίδων του χωριού για την κατοχή της εκκλησίας το Υπ. Εξ. απάντησε ότι από τη στιγμή που υπήρχε ρουμανική κοινότητα σύμφωνα με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου και έχει αναγνωριστεί από την ελληνική πλευρά η κατάσταση αυτή δεν μπορούσε να αλλάξει. Το μόνο που μπορούσε να γίνει ήταν να χτιστεί νέα ελληνική εκκλησία και νέο ελληνικό σχολείο 23 . Η ελληνική πλευρά έδειχνε μεγάλη ευαισθησία για την αποφυγή παρεμπόδισης της λειτουργίας των εκκλησιαστικών και εκπαιδευτικών ρουμανικών ιδρυμάτων, ενώ δεν είχε αντιρρήσεις για την εκ νέου λειτουργία κάποιων σχολείων ή εκκλησιών που είχαν κλείσει πριν από πολύ καιρό. Οι ρουμανίζοντες Κουτσόβλαχοι διατηρούσαν μάλιστα το δικαίωμα να επανιδρύσουν σχολεία ή εκκλησίες που είχαν πάψει να λειτουργούν σε προηγούμενα χρόνια ακόμη και μετά την έξοδο των περισσοτέρων από το ελληνικό έδαφος στα 1926 24 .

Τα, σχετικά λίγα, προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι ρουμανίζοντες στις σχέσεις τους με τα όργανα της κεντρικής εξουσίας, αλλά και με τους σύνοικους πληθυσμούς άρχισαν να έρχονται στην επιφάνεια μετά τη λήξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Οι λόγοι για την καθυστέρηση αυτή θα πρέπει να αναζητηθούν τα πρώτα χρόνια μετά την απομάκρυνση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τα εδάφη της Μακεδονίας στη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των Κουτσόβλαχων, αλλά και στην ίδια την πολεμική αναμέτρηση στην οποία είχαν εμπλακεί όλες ανεξαιρέτως οι Μεγάλες Δυνάμεις. Αναλυτικότερα οι Βλάχοι της Βαλκανικής είτε αυτοί ήταν ελληνόφρονες είτε ήταν ρουμανίζοντες, με την ενσωμάτωσή τους στο ελληνικό κράτος είδαν τη ζήτηση των κτηνοτροφικών προϊόντων να αυξάνεται κατακόρυφα και τις τιμές να ακολουθούν την ίδια αυξητική πορεία. Το αποτέλεσμα αυτής της αλλαγής ήταν να βρεθούν στα χέρια των Κουτσόβλαχων χρηματικά ποσά τόσο μεγάλα που ποτέ δεν είχαν φανταστεί ότι θα μπορούσαν να αποκτήσουν. Στα πρώτα χρόνια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου όταν ακόμη οι φλόγες του πολέμου δεν είχαν περάσει τα ελληνικά σύνορα παλιοί βοσκοί αγόραζαν με μεγάλη ευκολία σπίτια στις πόλεις και άνοιγαν καταστήματα στα χωριά, ενώ δεν ήταν και λίγοι εκείνοι που προέβαιναν σε μεγάλες αγορές ακινήτων και αγροτικών εκτάσεων για να επενδύσουν τα κέρδη τους 25 . Η απόφαση των δυνάμεων της Entente να δημιουργήσουν ένα τρίτο μέτωπο, το Βαλκανικό, στη Μακεδονία δημιουργούσε ακόμη καλύτερες προϋποθέσεις για τις οικονομικές δραστηριότητες των Κουτσόβλαχων της Μακεδονίας. Αλλά ακόμη και αν υπήρχαν κάποιοι που θα ήθελαν να διαμαρτυρηθούν για τα σποραδικά επεισόδια με πρωταγωνιστές εκπροσώπους του ελληνικού κράτους δεν επρόκειτο να έβρισκαν την παραμικρή απήχηση αφού όλες οι Μεγάλες Δυνάμεις και τα Βαλκανικά κράτη είχαν εμπλακεί ή επρόκειτο να εμπλακούν στην πολεμική λαίλαπα και είχαν να ασχοληθούν με πολύ πιο φλέγοντα ζητήματα από τις παραβιάσεις των μειονοτικών δικαιωμάτων σε κάποιο ξεχασμένο χωριό της Βαλκανικής χερσονήσου.

Επιπλέον η απόφαση της Entente να δημιουργήσει το Βαλκανικό Μέτωπο στην ενδοχώρα της Θεσσαλονίκης προς την κατεύθυνση του Κιλκίς είχε ως αποτέλεσμα μια σειρά από κουτσοβλαχικά χωριά όπως τα Μεγάλα Λιβάδια, Κούπα, Λούμνιτσα, Αρχάγγελος, Λούγγουντσα, Περίκλεια να εκκενωθούν και αργότερα να πάθουν μεγάλες καταστροφές από τις πολεμικές επιχειρήσεις 26 . Αλλά και τα χωριά εκείνα που βρίσκονταν μακριά από την πρώτη γραμμή επηρεάστηκαν σε μεγάλο βαθμό από την πολεμική αναμέτρηση. Η είσοδος της Ελλάδας στον πόλεμο συνοδεύτηκε από πρόσκληση προς τους Κουτσόβλαχους να υπηρετήσουν στις τάξεις του ελληνικού στρατού όπως οι υπόλοιποι πολίτες του ελληνικού κράτους. Το προσκλητήριο κατάταξης δημιούργησε μεγάλη αναταραχή στα βλάχικα χωριά της Πίνδου αφού μέχρι τότε η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν είχε προβεί σε στρατολόγηση των χριστιανών κατοίκων της Βαλκανικής ούτε σε καιρό ειρήνης, ούτε σε καιρό πολέμου. Έτσι αρκετοί νέοι προτίμησαν να αποδράσουν προς την ιταλοκρατούμενη Ήπειρο για να αποφύγουν τη στράτευση 27 .

Ένα άλλο πρόβλημα που είχαν να αντιμετωπίσουν ήταν ο περιορισμός των βοσκοτόπων που προκλήθηκε από τη χάραξη των συνόρων των βαλκανικών κρατών και η έλλειψη τίτλων κυριότητας για τα σπίτια και τα λιβάδια τους. Υπάρχουν περιπτώσεις που οικογένειες Βλάχων αναγκάστηκαν να ξαναγοράσουν τα κτήματα που χρησιμοποιούσαν πριν το 1912 28 . Τα προβλήματα αυτά θα διογκωθούν μετά το 1922 όταν τη Μικρασιατική Καταστροφή θα ακολουθήσει η ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία ήταν πολύ περισσότεροι από αυτούς που έφυγαν από τη Μακεδονία, την Ήπειρο και την Κρήτη για να εγκατασταθούν στην Τουρκία του Κεμάλ.

Το έργο της εγκατάστασης εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων στη Μακεδονία δεν ήταν καθόλου εύκολο. Οι μέχρι τότε καλλιεργήσιμες γαίες δεν ήταν αρκετές για να αποκτήσουν όλοι οι πρόσφυγες που εγκαθίσταντο στην ύπαιθρο έναν, έστω και μικρό, κλήρο. Για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα ξεκίνησε μια μεγάλη προσπάθεια εγγειοβελτιωτικών έργων με στόχο την αποξήρανση των μεγάλων λιμνών και των πολυάριθμων ελών των κάμπων και των οροπεδίων της Μακεδονίας, αλλά παράλληλα άρχισε να αλλάζει και το καθεστώς γαιοκτησίας. Εκτάσεις που χρησιμοποιούνταν μέχρι τότε ως βοσκότοποι χωρίστηκαν σε αγροτεμάχια και δόθηκαν ως καλλιεργήσιμες γαίες στους πρόσφυγες ή καταλήφθηκαν αυθαίρετα από αυτούς. Η συρρίκνωση της έκτασης των βοσκοτόπων επέφερε την παρακμή της κτηνοτροφίας με αποτέλεσμα να δεχθούν ένα μεγάλο οικονομικό πλήγμα οι κουτσοβλαχικές κοινότητες.

Επίσης οι Κουτσόβλαχοι άρχισαν να συναντούν ισχυρότατο ανταγωνισμό από τους πρόσφυγες και στον τομέα του εμπορίου. Οι Μικρασιάτες έμποροι ήταν εξίσου καλοί με τους συναδέλφους τους της Αθήνας, αν όχι και καλύτεροί τους, καθώς προέρχονταν από μεγάλα εμπορικά κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όπως η Κωνσταντινούπολη, η Σμύρνη, η Τραπεζούντα κ.α. Αρκετοί από αυτούς είχαν κατορθώσει να φέρουν μαζί τους μεγάλα κεφάλαια, τα οποία επένδυσαν αμέσως στη νέα τους πατρίδα, κάνοντας άνιση τη σύγκριση με τους Κουτσόβλαχους εμπόρους. Η υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου των Κουτσόβλαχων ολοκληρωνόταν με την τρομερή ακρίβεια που σημειώθηκε σε όλα τα είδη και τις παρεχόμενες υπηρεσίες μετά το 1923 αποτέλεσμα της αύξησης της ζήτησης των καταναλωτικών αγαθών που δημιουργήθηκε από την άφιξη των προσφύγων. Λυτά τα οικονομικά πλήγματα ήταν πιο ισχυρά για τις κοινότητες των ρουμανιζόντων που συγκέντρωναν στους κόλπους τους τους Κουτσόβλαχους εκείνους που δεν βρίσκονταν σε ιδιαίτερα ανθηρή οικονομική κατάσταση 29 . Η κοινωνική δυσαρέσκεια αυξανόταν και από κάποια μέτρα της κυβέρνησης που είχε προκόψει μετά το κίνημα του Πλαστήρα και του Γονατά, όπως την άσκηση δίωξης εναντίον όσων απέφευγαν να καταταγούν στον ελληνικό στρατό 30 .

Το ρουμανικό κράτος από την πλευρά του ήταν ιδιαίτερα ευχαριστημένο από τη ρύθμιση του θέματος των ρουμανιζόντων με το παράρτημα της συνθήκης του Βουκουρεστίου και από τη διάθεση της ελληνικής κυβέρνησης να σεβαστεί τις υποχρεώσεις της που προέκυπταν από το κείμενο της συνθήκης. Προτίμησε να δώσει ιδιαίτερη βαρύτητα στη διατήρηση καλών σχέσεων με την Ελλάδα και να μη δίνει προσοχή στα παράπονα των ρουμανιζόντων. Μετά το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου δήλωσε κατηγορηματικά ότι δεν υφίσταται για τη Ρουμανία ζήτημα Κουτοόβλαχων και ότι οι περισσότερες αναφορές που δεχόταν ήταν αβάσιμες ή βασίζονταν στην διόγκωση πραγματικών γεγονότων 31 . Η στάση αυτή της Ρουμανίας είχε σκοπό από τη μια να αποθαρρυνθούν τα διάφορα Μακεδονορουμανικά Κομιτάτα του Βουκουρεστίου και να μη δημιουργούν συνεχώς προβλήματα στις ελληνορουμανικές σχέσεις και από την άλλη να δημιουργηθεί η εντύπωση στους ρουμανίζοντες Κουτσόβλαχους ότι η επίσημη ρουμανική πλευρά είχε αποφασίσει το κλείσιμο του Μακεδονικού Ζητήματος και ότι οι ίδιοι δεν θα έπρεπε να βασίζονται σε αυτήν στις διενέξεις τους με την ελληνική Πολιτεία 32 .

Παρά την αποθάρρυνσή τους από τη Ρουμανία, οι ρουμανικές κοινότητες αποφάσισαν να διαμαρτυρηθούν με αναφορές τους προς την ελληνική κυβέρνηση για την οικονομική και κοινωνική υποβάθμισή τους, επειδή τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν ήταν πολύ οξυμένα 33 . Συνειδητοποιώντας όμως το ανέφικτο της ανατροπής της κατάστασης που είχε δημιουργηθεί δεν περιορίστηκαν απλώς στη διατύπωση παραπόνων, αλλά ζήτησαν από την ελληνική κυβέρνηση να μεσολαβήσει στην αντίστοιχη ρουμανική για να πάρουν άδειες μετανάστευσης και να τύχουν κάποιας βοήθειας από ρουμανικής πλευράς στη μεταφορά και στην εγκατάστασή τους στη Ρουμανία 34 . Αυτή η πρώτη κρούση δεν είχε ευτυχή κατάληξη. Η ρουμανική κυβέρνηση δεν θέλησε να ασχοληθεί με τα προβλήματα των ρουμανιζόντων Κουτσόβλαχων της Βαλκανικής, όπως ζητούσαν τα διάφορα κομιτάτα του Βουκουρεστίου, προτιμώντας να διατηρήσει τις φιλικές σχέσεις με την κυβέρνηση της Αθήνας, και δεν άλλαξε γνώμη παρά τις επικρίσεις που δέχθηκε από την αντιπολίτευση 35 . Αξίζει να σημειωθεί το γεγονός ότι ακόμη και οι εκπρόσωποι των διαφόρων κομιτάτων παρά τα βέλη που απεύθυναν προς την κυβέρνηση, αναγνώριζαν ότι η κακή κατάσταση της μειονότητας των ρουμανιζόντων στην Ελλάδα οφειλόταν στην εγκατάσταση των προσφύγων και στην αύξηση του κόστους διαβίωσης και όχι σε εντεταλμένες διώξεις 36 .

Η αρνητική στάση της ρουμανικής κυβέρνησης φαίνεται ότι απογοήτευσε τους ρουμανίζοντες Κουτσόβλαχους αφού δεν προέβησαν σε καμιά ενέργεια για περίπου ενάμιση χρόνο. Όμως η συνέχιση της εγκατάστασης των προσφύγων στη Μακεδονία έκανε ακόμη πιο επιτακτική την ανάγκη να βρεθεί μια λύση για το πρόβλημα της απόδοσης των βοσκοτόπων στους πρόσφυγες για καλλιέργεια. Έτσι στις 30 Νοεμβρίου του 1924 συγκλήθηκε Γενική Συνέλευση των κουτσοβλαχικών κοινοτήτων των νομών Θεσσαλονίκης, Πέλλης, Κοζάνης και Ημαθίας στο ρουμανικό σχολείο της Βέροιας για να συζητηθεί το φλέγον θέμα 37 . Αποφασίστηκε να αποσταλεί επιτροπή στη Ρουμανία για να ζητήσουν από τη ρουμανική κυβέρνηση άδεια μετανάστευσης στο ρουμανικό έδαφος. Η επιτροπή μετέβη στο Βουκουρέστι και ήρθε σε επαφή με εκπροσώπους της ρουμανικής κυβέρνησης. Τονίστηκε στη ρουμανική πλευρά ότι το πρόβλημα δημιουργήθηκε από την εγκατάσταση των Μικρασιατών προσφύγων, αλλά δεν έχουν παράπονο από την ελληνική κυβέρνηση παρ' ότι αδυνατούσε να δώσει λύση στο πρόβλημά τους. Παρ' όλα αυτά η ρουμανική κυβέρνηση παρέμεινε αρνητική στις εκκλήσεις των ρουμανιζόντων της Μακεδονίας 38 .

Στη συγκεκριμένη στιγμή επενέβησαν τα Μακεδονορουμανικά Κομιτάτα του Βουκουρεστίου και ανέλαβαν πρωτοβουλίες ώστε να αναθεωρήσει τη στάση της η ρουμανική κυβέρνηση. Τα κομιτάτα αυτά που είχαν ιδρυθεί σε παλαιότερες εποχές με σκοπό τόσο την ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης και του πολιτικού κόσμου της Ρουμανίας σχετικά με το ζήτημα των Κουτσόβλαχων της Μακεδονίας, όσο και τη δημιουργία ερεισμάτων με τη δημιουργία ρουμανικών σχολείων και την ανέγερση ρουμανικών εκκλησιών στις πόλεις και χωριά της Μακεδονίας όπου η παρουσία του κουτσοβλαχικού στοιχείου ήταν έντονη, μετά τη συνθήκη του Βουκουρεστίου είχαν αδρανοποιηθεί τελείως. Το σημαντικότερο από αυτά ήταν η "Μακεδονορουμανική Εκπαιδευτική Εταιρεία" με πρόεδρο τον Ιονέλ Γραδιστεάνου και μέλη σημαντικές προσωπικότητες του πολιτικής και εκπαιδευτικής κοινότητας της Ρουμανίας, όπως τον Νικολάε Μπατσαρία, πρώην γερουσιαστή στην τουρκική Γερουσία, τον Γεώργιο Μούρνου, καθηγητή στο πανεπιστήμιο του Βουκουρεστίου, κ.α 39 . Η αβεβαιότητα που υπήρχε μετά τη λήξη του πολέμου σχετικά με την τύχη των πληθυσμών της Μακεδονίας, αλλά ενδεχομένως και η υποστήριξη της Ιταλίας προσανατόλισαν τους ιθύνοντες της Εταιρείας να αποστείλουν υπόμνημα στο συνέδριο της ειρήνης με δυο αντιπροσώπους από την Ελλάδα για να εκθέσουν τις απόψεις τους σχετικά με το μέλλον των Κουτσόβλαχων της ελληνικής Μακεδονίας. Η αποστολή τελικά ματαιώθηκε αφού υπήρξαν αντιδράσεις από Κουτσόβλαχους της σερβικής Μακεδονίας που θεωρούσαν ότι βρίσκονταν σε πολύ χειρότερη κατάσταση από τους αδελφούς τους που ζούσαν στην Ελλάδα, άρα θα έπρεπε το βάρος να δοθεί στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης στη σέρβική Μακεδονία 40 , αλλά και προβληματισμός για τις πραγματικές επιδιώξεις της ιταλικής πλευράς 41 .

Η Μακεδονορουμανική Εταιρεία στη δεκαετία του 1920 θα προσπαθήσει να κρατήσει την υπόθεση των Κουτσόβλαχων της Μακεδονίας στην επικαιρότητα κυρίως με αποστολή υπομνημάτων προς τη ρουμανική κυβέρνηση για την επίλυση των προβλημάτων που αντιμετώπιζαν τα ρουμανικά σχολεία και οι εκκλησίες 42 και τη δημοσίευση άρθρων όπου διεκτραγωδούνταν η κατάσταση των Κουτσόβλαχων στη Μακεδονία και ειδήσεων για αυθαιρεσίες των αρχών εναντίον των ρουμανικών κοινοτήτων στο περιοδικό-όργανο της Εταιρείας "Península Balcánica" και στην εφημερίδα "Renasterea Romana" διευθυντής της οποίας ήταν ο Μπατσαρία 43 . Αξίζει να σημειωθεί ότι τα πυρά τους στρέφονταν κυρίως προς τις γιουγκοσλαβικές αρχές που είχαν κλείσει τα ρουμανικά σχολεία και τις ρουμανικές εκκλησίες στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία στα πλαίσια της πολιτικής εκσερβισμού που ακολουθούσαν, ενώ οι τόνοι για την περίπτωση της Ελλάδας ήταν σαφώς χαμηλότεροι 44 . Τυχοδιωκτικές ενέργειες όπως η αποστολή ένοπλων σωμάτων στη Μακεδονία δεν περιλαμβάνονταν στα σχέδια δράσης της Μακεδονορουμανικής Εταιρείας γι' αυτό και τα περισσότερα στελέχη της απάντησαν αρνητικά σε πρόταση της ΕΜΕΟ για συνεργασία για την υποκίνηση ταραχών στην ελληνική Μακεδονία με σκοπό την αυτονόμησή της 45 .

Υπήρχαν όμως και στελέχη όπως οι βουλευτές Πουτσερέα και Πινέτα, που διαφωνούσαν με τη γραμμή που ακολουθούσε η Μακεδονορουμανική Εκπαιδευτική Εταιρεία και ζητούσαν μια πιο σκληρή στάση απέναντι στην ελληνική κυβέρνηση. Τα στελέχη αυτά στις αρχές του 1920 κατέθεσαν υπόμνημα στην ελληνική πρεσβεία Βουκουρεστίου, στο οποίο αναφέρονταν οι περιπτώσεις παραβίασης των δικαιωμάτων των Κουτσόβλαχων της ελληνικής Μακεδονίας 46 . Στις 14 Νοεμβρίου 1921 προχώρησαν στη σύσταση νέου κομιτάτου, του "Συνδέσμου Αρωμούνων Φοιτητών" θεωρώντας ότι η Μακεδονορουμανική Εταιρεία επιδείκνυε μεγάλη αδράνεια στο θέμα της προστασίας των Κουτσόβλαχων της Μακεδονίας. Αποφάσισαν μάλιστα να συνεργαστούν με τους Βούλγαρους φεντεραλιστές Αθανασώφ, Πανίτσα και Γιουρούκωφ για την απελευθέρωση της Μακεδονίας από τους Σέρβους και τους Έλληνες 47 . Παρά την απογοήτευσή τους από την εξαφάνιση των Βουλγάρων φεντεραλιστών που δεν άντεξαν τον ανταγωνισμό με την ΕΜΕΟ συνέχισαν να κρατούν μια εχθρική στάση απέναντι στην Ελλάδα κατηγορώντας την συνεχώς για διωγμούς, απελάσεις, δημεύσεις και φόνους των ρουμανιζόντων Κουτσόβλαχων στα εδάφη της ελληνικής Μακεδονίας 48 .

Η δημιουργία του "Συνδέσμου Αρωμούνων Φοιτητών" οδήγησε τη Μακεδονορουμανική Εταιρεία να σκληρύνει τη γραμμή της απέναντι στην Ελλάδα. Τα δυο κομιτάτα προσπαθώντας να αποκτήσουν την πρωτοκαθεδρία μεταξύ των Κουτσόβλαχων του Βουκουρεστίου συναγωνίζονταν στο ποιος θα δημοσιεύσει τις περισσότερες κατηγορίες εναντίον της ελληνικής πλευράς για καταπίεση των Κουτσόβλαχων στη Μακεδονία. Ουσιαστικά η υπόθεση της υπεράσπισης των Κουτσόβλαχων της ελληνικής Μακεδονίας είχε γίνει από σκοπός, μέσο για την εξυπηρέτηση προσωπικών και συλλογικών επιδιώξεων 49 . Η αποστολή της αντιπροσωπείας των Κουτσόβλαχων από την ελληνική Μακεδονία στη Ρουμανία για να εξετάσουν τη πιθανότητα μετανάστευσης αποτέλεσε τόσο για τα κομιτάτα όσο και για τα στελέχη τους μια μοναδική ευκαιρία για να βγουν από το περιθώριο και να παίξουν κάποιο σημαντικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα της Ρουμανίας

Οι πιέσεις των Μακεδονορουμανικών Κομιτάτων έφεραν αποτέλεσμα, αφού τελικά η ρουμανική κυβέρνηση αποφάσισε να μεσολαβήσει στην ελληνική κυβέρνηση για να επιτρέψει την μετανάστευση όσων ήθελαν να εγκατασταθούν στη Ρουμανία και παραχώρησε σε όσους εκδήλωσαν την επιθυμία να μεταναστεύσουν, περιοχές στο τμήμα της Δοβρουτσάς που είχε παραχωρηθεί από τη Βουλγαρία στη Ρουμανία στα 1919. Η επιτροπή επέστρεψε προβληματισμένη από το Βουκουρέστι επειδή η γη ήταν ελώδης, βρισκόταν στα σύνορα με τη Βουλγαρία, ενώ δεν είχαν εξασφαλίσει και τη ρητή υπόσχεση της ρουμανικής κυβέρνησης για περαιτέρω βοήθεια στο ζήτημα της εγκατάστασης 50 . Ήταν προφανής η πρόθεση της Ρουμανίας να εποικίσει τα νέα εδάφη με φιλικά προσκείμενους προς το Βουκουρέστι πληθυσμούς και να χρησιμοποιήσει τους μετανάστες ως συνοριακές φρουρές για την προστασία της περιοχής από τις αναμενόμενες επιθέσεις των Βουλγάρων κομιτατζήδων. Σε άρθρο αντιπολιτευόμενης ρουμανικής εφημερίδας του 1926 είχε γραφεί ότι η ρουμανική κυβέρνηση είχε υποσχεθεί να δώσει έκταση 10 εκταρίων, οικόπεδο για κατοικία, ξυλεία και τούβλα για την ανέγερση σπιτιού αξίας 50.000 λέι, ένα ζεύγος βοδιών, άροτρο και σπόρο σε κάθε οικογένεια που θα μετανάστευε στη Ρουμανία με περίοδο αποπληρωμής 30 ετών 51 . Όμως μια τέτοια απλόχερη χειρονομία δεν φαίνεται να προέρχεται από μια κυβέρνηση η οποία μέχρι πρότινος αρνούνταν κάθε βοήθεια στους ρουμανίζοντες Κουτσόβλαχους της Μακεδονίας και τελικά δέχθηκε με απροθυμία τη μετανάστευση στο έδαφός της κάτω από την πίεση των Κομιτάτων του Βουκουρεστίου. Οι υποσχέσεις αυτές θα πρέπει να δόθηκαν από τα Μακεδονορουμανικά Κομιτάτα προς την επιτροπή των Κουτσόβλαχων προκειμένου να περιορίσουν την απογοήτευσή τους για το μέρος που τους είχε παραχωρηθεί και για να μη ματαιωθεί η μελλούμενη μετανάστευση στη Ρουμανία.

Όταν γύρισε η επιτροπή στη Μακεδονία μετέδωσε τον προβληματισμό της σχετικά με το μέλλον τους στη Ρουμανία και στους υπόλοιπους Κουτσόβλαχους με αποτέλεσμα αρκετοί να αλλάξουν γνώμη και να μην επιθυμούν πλέον τη μετανάστευση. Στην κάμψη των αντιρρήσεων σχετικά με τη μετανάστευση στη Ρουμανία φαίνεται ότι συνέβαλαν και άτομα που λόγω της θέσης τους μπορούσαν να ασκήσουν μεγάλη επιρροή στο κουτσοβλαχικό στοιχείο. Συγκεκριμένα ο επιθεωρητής των ρουμανικών σχολείων Εδέσσης, Κούνιας Πέτρος περιέτρεχε τα κουτσοβλαχικά χωριά της περιοχής του και παρότρυνε τους κατοίκους να μεταναστεύσουν στη Ρουμανία υποσχόμενος την αμέριστη συμπαράσταση της ρουμανικής κυβέρνησης 52 .

Τελικά η ρουμανική κυβέρνηση ζήτησε από την αντίστοιχη ελληνική να επιτρέψει την μετανάστευση 1.500 οικογενειών από την ελληνική Μακεδονία στη Νέα Δοβρουτσά, αίτημα το οποίο έγινε αποδεκτό. Επίσημο κείμενο αυτής της ελληνορουμανικής συμφωνίας δεν υπάρχει. Η συμφωνία ήταν προφορική και οι λεπτομέρειες καθορίσθηκαν σε σύσκεψη εκπροσώπων της ελληνικής κυβέρνησης με τη ρουμανική πρεσβεία στην Αθήνα 53 . Η διαδικασία που έπρεπε να ακολουθηθεί από όσους ήθελαν να μεταναστεύσουν ορίστηκε με το υπ. αριθμ.11866 έγγραφο της 12 Σεπτεμβρίου 1925 της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας. Οι Κουτσόβλαχοι που ήθελαν να μεταναστεύσουν στη Ρουμανία θα έπρεπε να υποβάλλουν δήλωση μετανάστευσης στη Γενική Διοίκηση και ήταν υποχρεωμένοι να μεταναστεύσουν οικογενειακώς μέχρι τις 30 Ιουλίου του 1926. Μετά θα έχαναν το δικαίωμα μετανάστευσης 54 . Επίσης όλοι όσοι επρόκειτο να εγκαταλείψουν το ελληνικό έδαφος χωρίς διάθεση επανόδου σε αυτό θα έχαναν την ελληνική ιθαγένεια και θα διαγράφονταν από τα δημοτολόγια και τα Μητρώα Αρρένων των Λήμων και Κοινοτήτων όπου ήταν εγγεγραμμένοι 55 .

Όμως τα πράγματα εξελίχθηκαν αρκετά διαφορετικά από τη διαδικασία που είχαν καθορίσει οι ελληνικές αρχές. Η αιτία πρέπει να αναζητηθεί στις αμφιταλαντεύσεις των Κουτσόβλαχων μέχρι τελευταίας στιγμής σχετικά με το τι έπρεπε να κάνουν. Έτσι υπήρξαν αρκετοί που είχαν δηλώσει εμπρόθεσμα ότι θα μετανάστευαν στη Ρουμανία, αλλά μετά ανακάλεσαν την απόφασή τους και άλλοι οι οποίοι μετά την 30η Ιουλίου του 1926 ζητούσαν να τους επιτραπεί η έξοδος από τη χώρα προκειμένου να μεταναστεύσουν στη Δοβρουτσά 56 .

Οι τοπικές αρχές προκειμένου να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα αυτά ζήτησαν οδηγίες από την Αθήνα, δεν παρέλειπαν όμως να κάνουν τις δικές τους προτάσεις. Έτσι ο υποδιοικητής Ενωτίας διατύπωνε τη γνώμη, προφανώς επηρεασμένος από την ανταλλαγή των ελληνοτουρκικών πληθυσμών που μόλις είχε συντελεσθεί, ότι για όσους είχαν υπογράψει δήλωση μετανάστευσης και αργότερα το μετάνιωναν έπρεπε να χρησιμοποιηθούν βίαια μέσα προκειμένου να προχωρήσουν στην υλοποίηση της αρχικής απόφασής τους 57 . Όμως τέτοιες πρακτικές δεν εγκρίνονταν από την κεντρική εξουσία. Η Γενική Διοίκηση Μακεδονίας απαγόρευε ρητώς στη Χωροφυλακή να πάρει οποιοδήποτε μέτρο εναντίον εκείνων που αρνούνταν να μεταναστεύσουν, αφού δεν επρόκειτο για ανταλλαγή πληθυσμών, αλλά για εθελούσια μετανάστευση 58 . Επιπλέον το Υπουργείο Εξωτερικών δεν ήταν αντίθετο να δεχθεί την παράταση του χρονικού ορίου για έξοδο από την ελληνική Μακεδονία αν οι ενδιαφερόμενοι είχαν υποβάλλει δήλωση μετανάστευσης μέσα στα καθορισμένα χρονικά πλαίσια.

Τελικά η μετανάστευση άρχισε να πραγματοποιείται από τα τέλη του 1925. Οι ρουμανίζοντες από τη Μακεδονία άρχισαν εγκαθίστανται στη Νέα Δοβρουτσά, στις περιοχές Turtucaia και Quadrilatere στη Σιλιβρία της Νέας Δοβρουτσάς. Μέχρι τα μέσα του 1926 οι περισσότεροι που επιθυμούσαν να μεταναστεύσουν είχαν ήδη εγκατασταθεί στη Ρουμανία. Δεν είναι γνωστός ο ακριβής αριθμός των ατόμων που εγκατέλειψαν το ελληνικό έδαφος με προορισμό τη Ρουμανία. Ο Capidan αναφέρει ότι στα μέσα της δεκαετίας του 1920 εγκαταστάθηκαν στα χωριά της Δοβρουτσάς περίπου 12.000 Κουτσόβλαχοι 59 και ο αριθμός αυτός είναι αποδεκτός από τους σύγχρονους μελετητές 60 . Όμως αυτά τα 12.000 άτομα δεν προέρχονταν αποκλειστικά από την Ελλάδα, γιατί την ίδια εποχή υπήρχε ένα μεταναστευτικό ρεύμα Κουτσόβλαχων από την Αλβανία και τη Βουλγαρία προς τη Ρουμανία με τελικό τόπο προορισμού τη Δοβρουτσά 61 .

Δυστυχώς δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία από ελληνικής πλευράς για τον τελικό αριθμό των ατόμων που εγκατέλειψαν την ελληνική Μακεδονία για να εγκατασταθούν στη Δοβρουτσά. Η αιτία θα πρέπει να αναζητηθεί κυρίως στον εθελούσιο χαρακτήρα της μετανάστευσης, στην αδιαφορία του ελληνικού κράτους για το αν οι ρουμανίζοντες θα παρέμεναν στην ελληνική Μακεδονία ή αν θα έφευγαν και στην επιμήκυνση της περιόδου της μετανάστευσης και μετά το 1926. Σε ερώτημα του Υπ. Εξ. σχετικά με τον τελικό αριθμό των μεταναστών στη Ρουμανία 62 η Γενική Διοίκηση Μακεδονίας απάντησε ότι μέχρι τα τέλη Αυγούστου του 1926 είχαν μεταναστεύσει στη Ρουμανία 1.050 οικογένειες και επρόκειτο να αναχωρήσουν άλλες 100 63 . Αλλά και ο αριθμός αυτός δεν είναι ο τελικός. Πολλοί από αυτούς που είχαν δηλώσει αρχικά ότι θα μετανάστευαν άλλαξαν γνώμη και παρέμειναν στο ελληνικό έδαφος. Για παράδειγμα στον Αρχάγγελο από τις 100 οικογένειες που είχαν την πρόθεση να μεταναστεύσουν αναχώρησαν τελικά οι 70 64 . Υπήρχαν επίσης περιπτώσεις που οικογένειες Κουτσόβλαχων έστειλαν αρχικά κάποια μέλη τους στη Ρουμανία για να ερευνήσουν τον τόπο και τις συνθήκες εγκατάστασης και τα οποία επέστρεψαν για να μεταναστεύσουν τελικά μαζί με όλα τα υπόλοιπα μέλη των οικογενειών 65 . Σε κάθε περίπτωση όμως ο τελικός αριθμός των μεταναστών δεν θα πρέπει να υπερέβη τις 1.500 οικογένειες αφού ήδη το φθινόπωρο του 1926 είχε κοπάσει το μεταναστευτικό κύμα. Πληροφορίες του βουλγαρικού τύπου για εγκατάσταση στη Δοβρουτσά 3.000 οικογενειών από την ελληνική Μακεδονία πριν το καλοκαίρι του 1926 και επικείμενη άφιξη άλλων 4.000 οικογενειών δεν θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπ' όψη αφού δεν υπάρχουν στοιχεία που να τεκμηριώνουν την έξοδο τόσων κουτσοβλαχικών οικογενειών από την ελληνική Μακεδονία την άνοιξη του 1926 66 .

Η μεταναστευτική πορεία από τη Μακεδονία προς τη Νέα Δοβρουτσά ολοκληρώθηκε ουσιαστικά στα τέλη του 1926. Τα επόμενα χρόνια ελάχιστες οικογένειες έκαναν χρήση του δικαιώματος να μεταναστεύσουν στη Ρουμανία. Οι κουτσοβλαχικές εκείνες οικογένειες που είχαν αλλάξει γνώμη και παρέμειναν στην Ελλάδα δεν εκδήλωσαν επιθυμία εξόδου από τη χώρα τα επόμενα χρόνια. Η μετανάστευση έλαβε και τυπικά τέλος το 1929 όταν η Ρουμανία με αφορμή κάποιες αξιόποινες πράξεις στις οποίες είχαν προβεί οι μετανάστες Κουτσόβλαχοι απαγόρευσε την είσοδο στο ρουμανικό έδαφος στους Κουτσόβλαχους της Μακεδονίας 67 .

Η Νέα Δοβρουτσά δεν αποδείχθηκε γη της επαγγελίας για τους Κουτσόβλαχους που έφυγαν από την ελληνική Μακεδονία πιεζόμενοι από τις επιπτώσεις των ανακατατάξεων στην ελληνική Μακεδονία τη δεκαετία του 1920. Οι εδαφικές και κλιματολογικές συνθήκες διέφεραν ριζικά από εκείνες της Μακεδονίας και δεν ευνοούσαν την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας που αποτελούσε την κύρια μορφή απασχόλησης για τους περισσότερους Βλάχους της Βαλκανικής. Αντίθετα στο θέμα της ασφάλειας η κατάσταση θύμιζε έντονα τη Μακεδονία των αρχών του αιώνα αφού δεν έλειπαν οι επιδρομές των κομιτατζήδων στα χωριά των μεταναστών. Με τη βοήθεια των τοπικών ρουμανικών στρατιωτικών αρχών οι Κουτσόβλαχοι συνέστησαν ομάδες αυτοπροστασίας, οι οποίες περιπολούσαν κατά μήκος της συνοριακής γραμμής, μη διστάζοντας, μάλιστα, να εμπλακούν σε μάχες με τα σώματα των κομιτατζήδων 68 . Η προσαρμογή των μεταναστών στα νέα δεδομένα αποδείχθηκε πιο δύσκολη απ' ότι περίμεναν, όπως επίσης και η ένταξή τους στη ρουμανική κοινωνία 69 . Η έκρηξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου επεφύλασσε μάλιστα μια δυσάρεστη έκπληξη για τους μετανάστες από τη Μακεδονία. Η περιοχή που τους είχε παραχωρηθεί αποδόθηκε από το χιτλερικό καθεστώς και πάλι στη Βουλγαρία. Οι ίδιοι υποχρεώθηκαν να εκκενώσουν τα χωριά τους και να μετοικίσουν στη Βόρεια Δοβρουτσά που παρέμεινε στην κατοχή της Ρουμανίας 70 . Έκτοτε δεν υπάρχουν άλλες πληροφορίες για την τύχη τους.

Το κομμουνιστικό καθεστώς που επιβλήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1940 σε αντίθεση με εκείνο της Σοβιετικής Ένωσης και της Γιουγκοσλαβίας διαφύλασσε την ενότητα της χώρας, ενώ δεν προέβλεπε καμιά ιδιαίτερη μεταχείριση σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο για τις πολυάριθμες μειονότητες που ζούσαν στο ρουμανικό έδαφος. Κύριες προτεραιότητες ήταν η εκβιομηχάνιση της χώρας και ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός 71 . Η τύχη μερικών χιλιάδων Κουτσόβλαχων μεταναστών από τη Μακεδονία στη μεταπολεμική σοσιαλιστική Ρουμανία μας είναι άγνωστη. Είναι πιθανόν οι κοινότητές τους να διαλύθηκαν και οι περισσότεροι Κουτσόβλαχοι συρρέοντας στα μεγάλα αστικά κέντρα να απορροφήθηκαν πλήρως από το σοσιαλιστικό μοντέλο απασχόλησης και ανάπτυξης. Το παράδειγμα της Γιουγκοσλαβίας μας διδάσκει ότι τα σοσιαλιστικά καθεστώτα της Βαλκανικής μέσα στο σύντομο διάστημα μιας πεντηκονταετίας δεν κατόρθωσαν να επιφέρουν δραστικές αλλαγές στα πληθυσμιακά δεδομένα και στις νοοτροπίες των λαών. Απλώς προσπαθούσαν αγνοώντας το παρελθόν να χτίσουν ένα διαφορετικό παρόν και μέλλον. Έτσι στην περίπτωσή μας υπάρχουν πολλές πιθανότητες οι κοινότητες των Κουτσόβλαχων να διατηρήθηκαν ανέπαφες και οι μετανάστες από τη Μακεδονία να ζουν σε κάποια περιοχή στα παράλια της Μαύρης θάλασσας. Όμως η αναζήτηση της σημερινής εγκατάστασής τους και η προσπάθεια αποκατάστασης επαφής με τις κοινότητές τους παρ' ότι είναι επίκαιρη δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας ανακοίνωσης.

Συνέπειες των δημογραφικών και κοινωνικών ανακατατάξεων στο βλαχόφωνο στοιχείο της ελληνικής Μακεδονίας (1923-1926)*
Βλάσης Βλασίδης

Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλέιου της Ελλάδος. Τεύχος Α'. Αριθ. φύλλου 217. Εν Αθήναις τη 28 Οκτωβρίου 1913. Συνθήκη περί ειρήνηςΕφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος. Τεύχος Α'. Αριθ. φύλλου 217. Εν Αθήναις τη 28 Οκτωβρίου 1913. Συνθήκη περί ειρήνης

*Η αρχική μορφή του κειμένου δημοσιεύθηκε στο: Revue des Etudes Sud Est Europeennes, XXXVI, 1-4 (1998), 155-172.

1 Max Demeter Peyfuss, Die Aromunische Frage. Ihre Entwicklung von den Ursprungen dis zum Frieden von Bukarest (1913) und die Haltung Ostereich Ungarns, (Βιέννη, 1974), σ . 121.

2 Ευάγγελος Αβέρωφ, Η πολιτική πλευρά του Κουτσοβλαχικού Ζητήματος, (Αθήνα, 1989), σσ.65-66.

3 Σταμάτης Αντωνόπουλος, Αι συνθήκαι Λονδίνου, Βουκουρεστίου και Αθηνών, (Αθήνα, 1917), σσ.101-102

4 Για τις θέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων στη διάσκεψη του Βουκουρεστίου, βλ. Ελένη Γαρδίκα- Κατσιαδάκη, "Ο συσχετισμός των δυνάμεων και η Ελλάδα μπροστά στη συνθήκη του Βουκουρεστίου", Η συνθήκη του Βουκουρεστίου και η Ελλάδα. Συμπόσιο, (Θεσσαλονίκη, 1990), σσ.41-54.

5 Αβέρωφ, Κουτσοβλαχικό, σσ.24-25. Αθανάσιος Χρυσοχόου, Οι Βλάχοι της Μακεδονίας, Θεσσαλίας και Ηπείρου, (Θεσσαλονίκη, 1942), σ.8.

6 Capidan, Les Macedo Roumains, σ.66. Χρυσοχόου, Οι Βλάχοι, σ.8.

7 Capidan, Les Macedo-Roumains, σσ.66-67.

8 AYE/KY, B’/1921, B/59 (2), Καραμανώλης, υποδιοικητής Γουμενίτσης προς Γενικόν Διοικητήν Θεσ/νίκης, Γουμένισσα, 25 Φεβρ. 1920, αρ.8 εμπ.

9 AYE/KY, B/1924, Β/59 (12), Υποδιοικητής Γουμενίτσης προς Γενικήν Διοίκησιν Θεσ/νίκης, Γουμένισσα 16 Μαρτ.1924, αρ.34. Γ.ΔΜ, φ.71Β', Νομάρχης Πέλλης προς Γενικήν Διοίκησιν Θεσ/νίκης, Έδεσσα 22 Μαρτ.1927, αρ.46 εμπ.

10 ΑΥΕ/ΚΥ, Β’/1921, Β/59 (2), Γενική Διοίκηση Θεσ/νίκης προς Υπ. Εξ., Θεσσαλονίκη 21 Απρ.1921, αρ. 183 εμπ. ΑΥΕ/ΚΥ, Β’/1924, Β/37 (3), Λάμπρος, Γενικός Διοικητής Θεσ/νίκης προς Επιθεωρητή δημοτικών σχολείων Γενιτσών. Θεσσαλονίκη 26 Μαίου 1923, αρ. 19468.

11 ΑΥΕ/ΚΥ, Β’/1923, Β/45, Ο διευθυντής του ημιγυμνασίου Γουμενίτσης Χατζηδήμου προς Γενικόν Επιθεωρητή της Ι’ Εκπαιδευτικής Περιφέρειας, Γουμένισσα χ.χ., αρ. 13.

12 ΑΥΕ/ΚΥ, Β’/1920, Β/33 - 59 β', Καλεύρας προς Υπ. Εξ., Ιωάννινα 19 Ιουν.1920, αρ.863 εμπ. ΓΔΜ, φ.91, Υποδιοικητής Γουμενίτσης προς Γενική Διοίκησιν Θεσ/νίκης. Γουμένισσα 16 Μαρτ.1924, αρ.34 εμπ.

13 ΑΥΕ/Κ.Υ, Β’/1914-1918, Β/33, 35, 36, 37, Ο Υπ. Εξ., προς Μαυρουδή (Γενικό Διοικητή Μακεδονίας), Αθήνα 21 Σεπ.1913, αρ.25325.

14 ΓΔΜ, φ.91, Ο Γενικός Διοικητής Μακεδονίας προς Διοικητικόν Επίτροπον Εδέσσης, Θεσσαλονίκη 10 Φεβρ. 1914, αρ.6580. ΓΔΜ, φ.91, Ο Διευθυντής της Εσωτερικής Διοικήσεως και Γεωργίας προς το Αρχηγείον Στρατού Κατοχής, Θεσσαλονίκη 30 Ιαν.1914, αρ.4231. ΓΔΜ, φ.91, Αίτησις κατοίκων Λιουμνίτσης προς Τούδα, Νομάρχη Θεσ/νίκης, Θεσσαλονίκη 7 Απρ.1914.

15 ΓΔΜ, φ.91, Υποδιοίκησις Εδέσσης προς Νομάρχη Θεσσαλονίκης, Έδεσσα 17 Μαΐου 1915, αρ.27.

16 όπ.π.

17 ΑΥΕ/ΛΥ, Β’/1919, Β/37, Ο εισαγγελέας Ν. Μαχαίρας προς το Δικαστικό Συμβούλιο του Πλημμελιοδικείου Καστοριάς, Καστοριά 29 Νοεμ.1915.

18 Για το περιστατικό στα Μεγάλα Λιβάδια βλ ΑΥΕ/ΚΥ, Β'/1919, Β/37, Ο Γενικός Διοικητής Θεσ/νίκης Αδοσίδης προς Υπ. Εξ., Θεσσαλονίκη 18 Ιουλ.1919, αρ.26672. Για τις αυθαιρεσίες του στρατιωτικού αποσπάσματος στο Τσιγάρεβο βλ. ΑΥΕ/ΚΥ, Β’/1918, Β/37, Πολίτης προς Γενικήν Διοίκησιν Θεσ/νίκης, Αθήνα 31 Αυγ.1918, αρ.7673. Για τις υπερβολές της χωροφυλακής στη Δόλιανη βλ. ΓΔΜ, φ.86, "Περίληψις επιστολής απευθυνομένης παρά της ρουμανικής κοινότητος Δόλιανης προς τον Γραμματέα Διοικήσεως Ρουμανικών Σχολείων Θεσ/νίκης, που κρατήθηκε κατά τον ταχυδρομικό έλεγχο", 10 Μαΐου 1918, αρ.14885. Για τα επεισόδια εναντίον των ρουμανιζόντων των Γρεβενών βλ. ΑΥΕ/ΚΥ, Β’/1918, Β/37, Τηλεγράφημα Ηλιάκη προς Υπ. Εξ., Κοζάνη 25 Ιουν.1918.

19 Αβέρωφ, Κουτσοβλαχικό, σσ.68-69. Capidan, Les Macedo-Roumains, σσ.70-71.

20 Capidan, Les Macedo-Roumains, σ.71. Hristo Antonovski, "The Sevres Treaty for macedonia and the Macedonians", Macedonian Review 11/3 (1981), 275.

21 ΓΔΜ, φ.71 A, Η Ανώτερα Διοίκησις Χωροφυλακής Μακεδονίας προς Διοικήσεις Χωροφυλακής, Θεσσαλονίκη 20 Μαΐου 1929, αρ.42/9/6.

22 Βλ. πρόχειρα την απομάκρυνση του διοικητή του σταθμού χωροφυλακής Κρανιάς γιατί σε επεισόδιο μεταξύ ρουμανιζόντων και ελληνοφρόνων Κουτσόβλαχων κράτησε μεροληπτική στάση υπέρ των δευτέρων (ΑΥΕ/ΚΥ, Α’/1924, Α/5/ΧI, Ο Αρχηγός Χωροφυλακής προς Υπ. Εσωτερικών, Αθήνα 15 Δεκ.1924, αρ.4/11 εμπ) αλλά και τη δημοσιότητα που έδωσε η ελληνική πλευρά σε επεισόδιο που προκάλεσε ο μητροπολίτης Βέροιας Σωφρόνιος εναντίον ρουμανίζοντος ιερέα της ίδιας πόλης (ΓΔΜ, φ. 108, Υπλγός Βελτσίδης προς Χη Μεραρχία Δυτικής Μακεδονίας, Βέροια 6 Απρ. 1925).

23 ΓΔΜ, φ.91, Υπ. Εξ. προς Γενική Διοίκηση Θεσ/νίκης, Αθήνα 25 Αογ.1920, αρ.26705.

24 ΓΔΜ, φ 71Β', Κάναβος (Γενικός Διοικητής Μακεδονίας) προς Νομάρχη Πέλλης, Θεσσαλονίκη 4 Σεπ.1929, αρ.48709.

25 ΓΔΜ, φ 91, Καλεύρας, υποδιοικητής Εδέσσης προς Γενική Διοίκηση Θεσ/νίκης, Έδεσσα 29 Ιαν.1915, αρ. 16 εμπ.

26 ΑΥΕ/ΚΥ, Β’/1921, Β/59 (2), Καραμανώλης, υποδιοικητής Γουμενίτσης προς Γενικό Διοικητή Θεσ/νίκης, Γουμένισσα 25 Φεβρ.1920, αρ.8 εμπ.

27 ΑΥΕ/ΚΥ, Β'/1914-1918, Β/33, 35, 36, 37, Απόσπασμα της υπ. αριθμ.516/6 Μαρτ.1918 έκθεσης του υποδιοικητή Γρεβενών Κοτσάνη συνημμένο σε Υφυπουργός Στρατιωτικών προς Υπ. Εξ„ Αθήνα 24 Μαρτ.1918, αρ.42661.

28 Κ.Δ. Καραβίδα, "Μελέτη επί της καταστάσεως των επί του Βόρρα (Καϊμακτσαλάν) και των περί την Έδεσσαν πληθυσμών",Πολιτική Επιθεώρηοις 44/10-4-1 921, 712-713.

29 ΑΥΕ/ΚΥ, Α’/1923, Α/5/ΧΙ, Ο διοικητής Χωρ/κής Βέροιας προς Υπ. Εσωτερικών, Βέροια 29 Μαΐου 1923, αρ.4/120 εμπ. ΑΥΕ/ΚΥ. Β’/1924, Β/59 (11), Ο Μητροπολίτης Σιδηροκάστρου Νεόφυτος προς Νομάρχη Σερρών, Σιδηρόκαστρο 21 Νοεμ. 1923, αρ.434.

30 ΑΥΕ/ΚΥ, Α'/9123, Α/5/ΧΙ, Επιτροπή Ρωμούνων Βοδενών, Εδεσσα 30 Μαρτ.1923 συνημμένη σε Νομάρχης Πέλλης προς Υπ. Εσωτερικών, αρ.3142. ΑΥΕ/ΚΥ, Α’/1923, Α/5/ΧΙ, Ο διοικητής χωροφυλακής Βερροίας προς Υπ. Εσωτερικών, Βέροια 29 Μαΐου 1923, αρ.4/120 εμπ. Capidan, Les Macedo-Roumains, σ.72.

31 ΑΥΕ/ΚΥ, Β’/1920, Β/33, 59β', Τηλεγράφημα Κανελλόπουλου προς Υπ. Εξ., Κωνσταντινούπολη 15/28 Ιουν.1920.

32 ΑΥΕ/ΚΥ, Β’/1920, Β/33, 59β', Ελληνική πρεσβεία Βουκουρεστίου προς Υπ. Εξ., Βουκουρέστι 3 Μαΐου 1920, αρ. 1196. ΑΥΕ/ΚΥ, Β’/1920, Β/33, Β/59β', Ελληνική πρεσβεία Βουκουρεστίου προς Υπ. Εξ., Βουκουρέστι 3/14 Λεκ.1920, αρ.3461.

33 ΑΥΕ/ΚΥ, Α’/1923, Α/5/ΧΙ, Τηλ. Λάμπρου προς Υπ. Εξ., Θεσ/νίκη 13 Απρ.1923.

34 ΑΥΕ/ΚΥ, Α’/1923, Α/5/ΧΙ, Επιτροπή Ρωμούνων Βοδενών, Βοδενά 30 Μαρτ.1923, συνημμένη σε Νομάρχης Πέλλης προς Υπ. Εσωτερικών, αρ.3142. ΑΥΕ/ΚΥ, Α’/1923, Α/5/ΧI, Ο διοικητής χωροφυλακής Βερροίας προς Υπ. Εσωτερικών, Βέροια 29 Μαΐου 1923, αρ.4/120 εμπ.

35 ΑΥΕ/ΚΥ, Α’/1923, Α/5/ΧΙ, Σκάσσης προς Υπ. Εξ., Βουκουρέστι 25 Ιουλ.1923, αρ.964 εμπ.

36 ΑΥΕ/ΚΥ, Α’/1923, Α/5/ΧΙ, Απόσπασμα λόγου υπό του πρώην υπουργού Γραδιστεάνου στη "Μακεδονική Μορφωτική Εταιρεία" συνημμένο σε Καλαποθάκης προς Α’ Πολιτικό Τμήμα Υπ. Εξ., Αθήνα 25 Ιουν.1923, αρ. 18567.

37 ΑΥΕ/ΚΥ, Β’/1924, Β/37 (3), Διοικητής υποδιοικήσεως χωροφυλακής Βέροιας προς Διοίκηση Χωροφυλακής Μακεδονίας, Βέροια 30 Νοεμ.1924, αρ.827/15 εμπ.

38 ΑΥΕ/ΚΥ, Β’/1925, Β/37 (13) - Β/46, Τηλεγράφημα Κολλά προς Υπ. Εξ., Βουκουρέστι 24 Φεβρ. 1925.

39 ΑΥΕ/ΚΥ, Β’/1920, Β/33, 59 β'. Ελληνική πρεσβεία Βουκουρεστίου προς Υπ. Εξ., Βουκουρέστι 16 Απρ.1920, αρ.916. ΑΥΕ/ΚΥ, Α’/1923, Α/5/ΧΙ, Π.Σκάσσης, (πρεσβευτής) προς Υπ. Εξ., Βουκουρέστι 11 Μαΐου 1923, αρ.625.

40 ΑΥΕ/ΚΥ, Α'/1919, A/5/VIII (3), Δενδραμής προς Υπ. Εξ., Βουκουρέστι 30 Ιαν.1919, αρ. 165.

41 ΑΥΕ/ΚΥ, Α'/1919, A/5/VUI (3), Λενδραμής προς Υπ. Εξ., Βουκουρέστι 7 Φεβρ.1919, αρ.228.

42 ΑΥΕ/ΚΥ, Β'/1921, Β/59 (1), Ελληνική πρεσβεία Βουκουρεστίου προς Υπ. Εξ., Βουκουρέστι 22 Δεκ. 1920, αρ.3593.

43 ΑΥΕ/ΚΥ, Β'/1921, Β/59 (1), Ελληνική πρεσβεία Βουκουρεστίου προς Υπ. Εξ., Βουκουρέστι 5 Ιαν.1920, αρ.20. ΑΥΕ/ΚΥ, Α'/1923, Α/5 (11), Καλαποθάκης προς Α' Πολιτικόν Τμήμα Υπ. Εξ., Αθήνα 30 Νοεμ. 1923, αρ.37702.

44 ΑΥΕ/ΚΥ, Β'/1921, Β/59 (1), Ελληνική πρεσβεία Βουκουρεστίου προς Υπ. Εξ., Βουκουρέστι 5 Ιαν.1920, αρ.20. Για την κατάσταση των ρουμανικών ιδρυμάτων στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία στις αρχές του Μεσοπολέμου βλ επίσης Th. Capidan,Les Macedo-Roumains. Esquisse Historique et Descri ptive des Populations Roumaines de la Péninsule Balcanique, (Βουκουρέστι, 1937), σ.71.

45 AYE/KY, Α'/1922, Α/5/ΧΙΙ (4), Πάνας προς Υπ. Εξ., Βουκουρέστι 12 Μαρτ.1921, αρ.612.

46 AYE/KY, Β'/1920, Β/33, 59 β', Ελληνική πρεσβεία Βουκουρεστίου προς Υπ. Εξ., Βουκουρέστι 12 Μαρτ.1920, αρ.660.

47 AYE/KY, Β'/1921, Β/59 (2), Δελτίον 15ης Νοεμ.1921, συνημμένο σε ελληνική πρεσβεία Βουκουρεστίου προς Υπ. Εξ., Βουκουρέστι 15 Νοεμ.1921, αρ.2316.

48 AYE/KY, Β'/1923, Β/37 (1), Σκάσσης προς Υπ. Εξ., Βουκουρέστι 1 Νοεμ. 1923, αρ. 1320.

49 Ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Εξωτερικών της Ρουμανίας σε συζήτησή του με τον Έλληνα πρέσβη στα 1923 του ανέφερε ότι θεωρούσε όλους αυτούς που ασχολούνταν με τους Κουτσόβλαχους “ ανάξιους προσοχής, πολυπράγμονες επιζητούντες να παίξουν ρόλο πολιτικό” (ΑΥΕ/ΚΥ, Α'/1923, Α/5/ΧI, Σκάσσης προς Υπ. Εξ., Βουκουρέστι 11 Μαΐου 1923, αρ.625).

50 ΑΥΕ/ΚΥ, Β'/1925, Β/37 (13) – Β/46, Κάνναβος προς Νομαρχίες Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 28 Απρ. 1925, αρ. 12224

51 ΑΥΕ/ΚΥ, Γ’/1926, Γ/65/α, Λούπτα 7 Αυγ.1926, συνημμένη σε Μομφεράτος προς Γ’ Πολιτικό Τμήμα Υπ. Εξ., Αθήνα 21 Αυγ.1926, αρ.25830.

52 ΑΥΕ/ΚΥ, Β'/1925, Β/37 (13) - Β/46, Φθενάκης, διοικητής χωροφυλακής Γουμενίτσης προς Διοίκηση χωροφυλακής Θεσ/νίκης, Γουμένισσα 3 Απρ. 1925, αρ.36/7.

53 ΑΥΕ/ΚΥ, Β'/1926, Β/37, Ο Διευθυντής του Υπ. Εξ. προς Γενική Διοίκηση Θράκης, Αθήνα 30 Μαρτίου 1926, αρ.3711.

54 ΓΔΜ, φ.71 Β', Ο Υπουργός Εξωτερικών προς Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, Αθήνα 18 Ιαν.1927, αρ.471. ΑΥΕ/ΚΥ, Β'/1925, Β/37 (12), Ελληνική πρεσβεία Βουκουρεστίου προς Υπ. Εξ., Βουκουρέστι 16 Νοεμ.1925, αρ.854.

55 ΑΥΕ/ΚΥ, Β'/1927, Β/37, Δ.Νικολόπουλος, διεθυντής Διοικητικού Τμήματος Υπ.Εξ. προς Γ' Πολιτικό Τμήμα, Αθήνα 28 Σεπτεμβρίου 1926, αρ.29756.

56 ΓΔΜ, φ.71 Β', Λιοίκησις Χωροφυλακής Θεσ/νίκης προς Ανωτέρα Διοίκηση Χωροφυλακής Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 20 Απρ.1926, αρ.49/2. ΓΔΜ, φ.71 Β', Ο Υπουργός Εξωτερικών προς Γενική Διοίκηση Θεσ/νίκης, Αθήνα 18 Ιαν.1927, αρ.471. ΓΔΜ, φ.71 Β', Ο έπαρχος Αλμωπίας προς Νομάρχη Έδεσσας, Αρδέα 17 Αυγ.1929, αρ.2 εμπ.

57 ΓΔΜ, φ.71 Β', Υποδιοίκηση Ενωτίας προς Γενική Διοίκηση Θεσ/νίκης, Αρδέα 14 Δεκ.1926, αρ.3036.

58 ΓΔΜ, φ.71 Β', Γενική Διοίκηση Θεσ/νίκης προς Ανωτέρα Διοίκηση Χωροφυλακής Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 26 Απρ.1926, αρ.24360.

59 Capidan, Les Macedo-roumains, σ. 11.

60 Mihaela Bacou, "Entre acculturation et assimilation: les Aroumains au XXeme siecle", Cahier de Centre d'Etude des Civilisations de I Europe Centrale et du Sud-Est, 8 (1989), 144.

61 Capidan, Les Macedo-Roumains, σσ.7 2-73.

62 AYE/KY, B’/1927, B/37, Α.Νικολόπουλος, διεθυντής Διοικητικού Τμήματος Υπ. Εξ. προς Γενική Διοίκηση Θεσ/νικης, Αθήνα 31 Αυγ.1926, αρ.9633.

63 AYE/KY, Β'/1927, Β/37, Α.Καλεύρας, Γενικός Διοικητής Θεσ/νίκης προς Υπ. Εξ., Θεσ/νίκη 27 Σεπ.1926, αρ.47541.

64 ΓΔΜ, φ.71 Β', Ο έπαρχος Αλμωπίας προς Νομάρχη Εδέσσης, Αρδέα 17 Αυγ.1929, αρ.2 εμπ.

65 ΑΥΕ/ΚΥ. Β'/1925, Β/37 (12), Ελληνική πρεσβεία Βουκουρεστίου προς Υπ. Εξ., Βουκουρέστι 16 Νοεμ.1925, αρ.854.

66 ΑΥΕ/ΚΥ, Γ’/1926, Γ/63/γ, Знаме 10 Μαίου 1926 συνημμένη σε Ρωσέττης προς Υπ. Εξ., Σόφια 13 Μαΐου 1926, αρ. 1049 εμπ.

67 ΓΔΜ, φ.71Α', Η Υποδιοίκησις Χωροφυλακής Ημαθίας προς Διοίκησιν Χωροφυλακής Θεσ/νίκης, Βέροια 10 Οκτ. 1929, αρ. 16/8/36 απ.

68 ΑΥΕ/ΚΥ, Γ’/1926, Γ/63/γ, Ρωσέττης προς Γ' Πολιτικό Τμήμα Υπ. Εξ., Σόφια 19 Ιουν.1926, αρ.2084 εμπ.

69 ΑΥΕ/ΚΥ, Γ’/1926, Γ/65/α, Λούπτα 7 Αυγ.1926, συνημμένη σε Μομφεράτος προς Γ’ Πολιτικό Τμήμα Υπ. Εξ., Αθήνα 21 Αυγ.1926, αρ.25830. Για περισσότερες πληροφορίες για την εγκατάσταση των μεταναστών στη Δοβρουτσά βλ. Vasile Th. Musi, Un deceniu de colonisare in Dobrogea-noua (1925- /1935), (Βουκουρέστι, 1935).

70 Max Demeter Peyfuss, "Les Aroumains a l’ ere des nationalismes balkaniques", Centre d'Etude des Civilisations de l’ Europe Centrale et du Sud-Est, Cahier 8, Les Aroumains (1989), 144.

71 Χριστόδουλος Γιαλουρίδης, "Τα Βαλκανικά Κράτη Γιουγκοσλαβία, Τουρκία, Ρουμανία, Βουλγαρία: Ιστορία-Πολιτικό Σύστημα-Εξωτερική Πολιτική", στο Χριστόδουλος Γιαλουρίδης, Στέλιος Αλειφαντής (επιμ.) Τα Βαλκάνια στο Σταυροδρόμι των Εξελίξεων (Αθήνα, 1988), σσ.141-143.

Αναζήτηση