«Θρήνος και κλαυθμός και οδυρμός, Ραχιήλ κλέουσα τα τέκνα αυτής!! Ναι, θρήνοι, κλαυθμοί και οδυρμοί γοεροί ακούονται πανταχόθεν της πολυκλαύστου Θεσσαλίας ερχόμενοι.
Από του ενός άκρου μέχρι του ετέρου και καθ’ όλας τας διευθύνσεις αι ανθρωπόμορφοι Τίγρεις, οι Γκέκιδες, Ζεϊμπέκοι και λοιποί Μπασιμποζούκοι καταξεσχίζουν τας σάρκας και ροφώσι το αίμα των δυστυχών Χριστιανών, οίτινες ουδεμίαν ουδαμού ευρίσκουσι προστασίαν ή υπηράσπισιν. Όλα τα βασανιστήρια, όσα ποτε επενόησαν οι δαίμονες της κολάσεως του «Δάντου» επεβλήθησαν εις τους χριστιανούς της Θεσσαλίας, Ηπείρου και Μακεδονίας υπό των δαιμόνων της Τουρκίας, ους αύτη σκοπίμως απέστειλεν προς παντελή εξόντωσιν του χριστιανικού Ελληνισμού, εις τας ελληνικάς ταύτας εν Τουρκία επαρχίας».
Με αυτά τα δραματικά λόγια αναφέρεται η εφημερίδα Φάρος της Όθρυος στην επιδρομή των Γκέκηδων. Οι Τούρκοι, φοβούμενοι εξάπλωση της επανάστασης στα κατεχόμενα ακόμη μέρη της Ελλάδας και την άθλια κατάσταση στην οποία βρισκόταν ο στρατός τους, στρατολόγησαν Γκέκηδες από την περιοχή της Βόρειας Αλβανίας, τη Δίβρα, με σκοπό να τους στείλουν στα σύνορα με την ελεύθερη Ελλάδα. Οι ρακένδυτοι και βάρβαροι Γκέκηδες, στους οποίους οι κήρυκες στρατολόγησης υποσχέθηκαν λεηλασίες και πλιάτσικο, οργανώθηκαν σε μπουλούκια κι άρχισαν να κατεβαίνουν προς τα νότια. Οι πληροφορίες για τον αριθμό τους ποικίλουν. Από τις διάφορες αναφορές μπορούμε να τους υπολογίσουμε σε 3.500 περίπου, από τους οποίους οι Διβραίοι Γκέκηδες ανέρχονταν σε 2.000.
«Προ πολλών ήδη ημερών κήρυκες περιέτρεχον ανά πάσαν ημών την πόλιν και εις τα τουρκικά χωρία ανακηρύσσοντες, ότι οι βουλόμενοι εκ των πιστών να προσέλθωσιν εθελονταί υπό την σημαίαν του μεγάλου αυτών Καλίφου και ν’ αγωνισθώσι τον υπέρ του μωαμεθανικού δικαίου αγώνα θα λάβωσι μισθόν έως εκατόν χάρτινα γρόσια και τον αναγκαίον άρτον καθ’ ημέραν. Προς δε σκοπίμως και εντέχνως διέσπειρον την φήμην, ότι ούτοι προώρισται να τραπώσι την εις τα ελληνικά μεθόρια φέρουσαν οδόν, όπου η μεν λεία δαψιλής η δε ζωή σχεδόν εν σκέπη του κινδύνου, ον αλλαχού δύνανται να κινδυνεύσωσι…
Υπακούσαντες, λοιπόν, ήδη τη φωνή των αόκνων κηρύκων κατέλιπον οι ορειβάται ούτοι τας φωλεάς αυτών και τα σπήλαια και συναχθέντες μέχρι τούδε εις 400 εκ των χωρίων Τεπελενίου και Κορβελεσίου (ή Λιαπουριάς) ήλθον ενταύθα υπό τινα Χασάν αγά επίτηδες διά τούτο ελθόντα εκ Τρικάλων».
Από την αρχή της στρατολόγησής τους, έδειξαν, με τον πιο καθαρό τρόπο, το τι θα ακολουθούσε. Οι ληστείες, οι λεηλασίες και οι κάθε είδους αγριότητες ξεκίνησαν από τα πρώτα χριστιανικά χωριά τα οποία βρήκαν στον δρόμο τους. Η πιο οργανωμένη, όμως, δράση τους ξεκίνησε όταν έφτασαν στην Κοζάνη. Οι περιγραφές στις εφημερίδες της εποχής, οι αναφορές των κατοίκων και όσα ντοκουμέντα διασώθηκαν, περιγράφουν τον «Αρμαγεδώνα» αυτόν, όπως πολλές φορές αποκαλούν.
Από την Κοζάνη τα άτακτα στίφη των Γκέκηδων, συγκροτημένα σε δύο τμήματα, πέρασαν τον Αλιάκμονα και το πρώτο, αποτελούμενο από 1500 περίπου, κατευθύνεται στα Σέρβια, το δε άλλο αποτελούμενο από 400 περίπου στο Βελβεντό . Με την άφιξή τους επιδίδονται κατευθείαν σε λεηλασίες. Αρπάζουν οτιδήποτε μπορεί να μετακινηθεί. Τα φορτώνουν στα ζώα των δύστυχων χριστιανών και τα στέλνουν πίσω στην πατρίδα τους, ενώ όσα είναι αδύνατον να μεταφερθούν πωλούνται σε εξευτελιστικές τιμές (έπιπλα, βιβλία, εκκλησιαστικά σκεύη κλπ).
Το σώμα του Βελβενδού λεηλάτησε με πρωτοφανή αγριότητα και το Καταφύγιο.
Στα Σέρβια, οι ορκισμένοι και φανατικοί εχθροί των χριστιανών, με επικεφαλής τον Σελήμ μπέη, προέτρεψαν τους Γκέκηδες να αλλάξουν πορεία και αντί να κατευθυνθούν προς τη Λάρισα, μέσω του κεντρικού δρόμου, να κατευθυνθούν προς το Λιβάδι, όπου τους περίμενε πλουσιότατη λεία. Τους έδωσαν, μάλιστα, και κατάλογο με τους πλέον εύπορους Λιβαδιώτες. Ο κατάλογος αυτός δεν αποκλείεται να συντάχθηκε από Οθωμανούς των Σερβίων και της Ελασσόνας, οι οποίοι χρωστούσαν σημαντικά ποσά σε Λιβαδιώτες και βρήκαν τώρα την καταλληλότερη ευκαιρία να λύσουν το πρόβλημα του χρέους τους.
Έτσι λοιπόν, την Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 1877, εμφανίστηκαν στο χωριό 1.400 περίπου ξυπόλυτοι και ρακένδυτοι Γκέγκηδες, τους οποίους υποδέχτηκαν οι προεστοί του χωριού. Όπως προκύπτει από επιστολές της εποχής, οι προεστοί του χωριού ήταν ενήμεροι για τη διέλευση των Γκέκηδων, είχαν προετοιμαστεί και τους περίμεναν στην είσοδο του χωριού. Είχαν οριστεί τα σπίτια στα οποία θα κατέλυαν καθώς και η διατροφή τους. Οι διαπραγματεύσεις, όμως, μαζί τους δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα. Καμιά προσφορά, καμιά ικεσία δεν μπόρεσε να σταματήσει τα στίφη αυτά από την προγραμματισμένη λεηλασία του χωριού.
«Αυτοί δε οι βάρβαροι, όντως τοιούτοι βάρβαροι είναι, δεν έλαβαν υπομονήν καθόλου, ειμή από την ώραν όπου έφθασαν ήρχισαν να δέρνουν ανθρώπους και να ανοίγουν οσπήτια, από τα οποία δεν ήτον εις την σημείωσιν διά κονάκια, ειμή εις αυτά τα οσπήτια όπου δεν ήτον διά κονάκια είχον συναχθή γυναίκες, κοράσια, σχεδόν οικογένειαι μόνον θηλυκών, και ώρμησαν οι βάρβαροι και ανέβησαν από τας περιοχάς του κάθε οσπητίου, και άνοιγον τα οσπήτια διά της θελήσεώς των, και ήθελον όλοι εις τα καλλίτερα οσπήτια, διά τον σκοπόν τους, όπως τα ξεγυμνώσωσι και κάμουν την θέλησίν τους. Εκτός αυτού άνοιξαν και πολλά άλλα οσπήτια τα οποία εξεγύμνωσαν από όσα πράγματα εύρισκον και τους ήρεζον δεν άφιναν. Άμα λοιπόν είδαμεν τον σκοπόν τους ανατρομάχθημεν και ούτε ημείς οι πλέον ηλικιωμένοι δεν ετολμούσαμεν να εύγωμεν έξω, όχι από προσβολήν ατιμίας (τούτο μόνον δεν το έκαμαν) ειμή σε έπιαναν έξω δύω ή τρεις εξ αυτών και σε εξεγύμνωναν, σε έπαιρναν το φέσιον, τα παπούτζια, τα ρούχα σου από επάνω, σακούλα, ωρολόγιον ό,τι και αν σε εύρισκον και σε έδερναν (…)».
Με αυτόν τον γλαφυρό τρόπο περιγράφει ηλικιωμένος προεστός του Λιβαδίου την είσοδο των Γκέκηδων στο χωριό. Ένας άλλος Λιβαδιώτης, σε επιστολή του από το Λιβάδι, στις 5 Σεπτεμβρίου 1877, προς τον Πρόξενο Βατικιώτη περιγράφει ως εξής την είσοδο τους:
«Ενώ λοιπόν οι τα της κοινότητός μας διευθύνοντες εκάθηντο έξω της χώρας και ώριζον τας κατοικίας, εφάνησσν 1400 περίπου ιππείς τε και πεζοί και ήρξαντο πυροβολούντες. Ότε έφθασαν πλησίον αμέσως ωσάν να ηλώθη η χώρα εξ εφόδου ώρμησαν πυροβολούντες και πάλλοντες τα κυρτά των ξίφη ανά χειρας· συλλαβόντες δε τους προύχοντας έσυρον αυτούς δίκην κτηνών δέροντες, αικίζοντες και αιτούντες λίτρα αδρά (…).
Με τα όπλα και τα σπαθιά στα χέρια τους όρμησαν στους δρόμους του οικισμού, επιλέγοντας μόνοι τους τα καλύτερα σπίτια για τη διαμονή τους και για την πλιατσικολόγησή τους.
Οι προεστοί, πιστεύοντας ότι οι εισβολείς θα συμφωνούσαν με τις προτάσεις τους, είχαν συγκεντρώσει τα γυναικόπαιδα σε κάποια σπίτια. Αυτό, όμως, δεν συνέβη κι έτσι πολύ γρήγορα άρχισαν να ακούγονται τα κλάματα, οι φωνές και ο θρήνος των γυναικών. Η συμπεριφορά των Γκέκηδων δεν διέφερε από θηρίων. Δεν έκαναν καμιά διάκριση. Ηλικιωμένες γυναίκες, έγκυες, νέες κοπέλες έπεσαν θύματα της μανίας και της αγριότητας των εισβολέων.
«Πολλαί γυναίκες έγκυοι απέβαλον, αποθανούσαι τινές μάλιστα εξ αυτών, καθ’ όσον ελάκτιζον αυτάς και έτυπτον διά του κοπάνου των τουφεκίων όπου αν έφθανον. Οφείλω όμως να προσθέσω ότι ουδεμίαν ητίμασαν».
Με τα τσεκούρια στα χέρια άρχισαν να σπάζουν τις πόρτες, να εισέρχονται στα κλειστά σπίτια και να αρπάζουν οτιδήποτε μπορούσε να μετακινηθεί. Αντικείμενα, ρούχα, έπιπλα, σκεπάσματα, τρόφιμα ήταν η λεία τους. Οι κάτοικοι απελπισμένοι και τρομοκρατημένοι είχαν καταφύγει εκτός του οικισμού. Το ξυλοκόπημα, το ανελέητο μαστίγωμα, ο διασυρμός όσων βρέθηκαν στον δρόμο τους ήταν απερίγραπτος.
«Άμα δε ως παρεβιάζετο η οικία και ευρίσκοντο και γυναικόπαιδα εντός, τότε δη τότε ολολυγμοί γυναικών, κλαυθμηρισμοί παιδιών, φωναί των τυραννουμένων ανδρών, ήσαν τα αποτελέσματα· φόβος και τρόμος κατέλαβε τους πάντας, ο θάνατος διεχύθη επί του προσώπου πάντων».
Στην επιστολή του ο ηλικιωμένος Λιβαδιώτης περιγράφει και το δικό του μαρτύριο: «Εσχάτως μάλιστα με εφόρτωσαν και με δισάκκια, όπως με καβαλικεύσουν εις τόπον μηκιαρέ (υποζυγίου) διά να με υπάγουν εις Ελασσώνα».
Έτσι, λοιπόν, αφού ικανοποίησαν, εν μέρει, τις ληστρικές τους ορέξεις με τη ληστεία των μεγαλύτερων σπιτιών, επιδόθηκαν στη συνέχιση του έργου τους εισερχόμενοι και στα υπόλοιπα σπίτια. Έσπαζαν τις πόρτες και με απειλές απαιτούσαν από τους ιδιοκτήτες ένα χρηματικό ποσό, προκειμένου να μην εγκατασταθούν στο σπίτι του. Το ποσό το όριζαν εκτιμώντας οι ίδιοι την οικονομική κατάσταση του ιδιοκτήτη. Και για όσους είχαν το ποσό έχει καλώς. Για τους υπόλοιπους άρχιζε το μαρτύριο και το δράμα τους. Κατέστρεφαν τα πάντα με τη δικαιολογία ότι έψαχναν για όπλα. Έσκαβαν στα υπόγεια για τον ίδιο θεωρητικά λόγο αλλά στην πραγματικότητα έψαχναν για κρυμμένα αντικείμενα αξίας.
Και αφού τέλειωναν με την καταστροφή και λεηλασία των σπιτιών, απαιτούσαν από τους δυστυχισμένους κατοίκους διάφορα φαγητά και γλυκά. Οι μπουρέτες, τα πιλάφια, οι μπακλαβάδες, οι χαλβάδες ήταν σε πρώτη ζήτηση. Κι αλίμονο στον φουκαρά οικοδεσπότη στην περίπτωση που δεν μπορούσε να ικανοποιήσει τις ορέξεις τους. Το μαστίγωμα και το ξυλοκόπημα ήταν ανελέητο. Αλλά και το ζεμάτισμα με καυτό λάδι ήταν αγαπημένος τους τρόπος τιμωρίας. Εκτός αυτών θα έπρεπε να πληρωθεί ο Αλβανός για την μη ικανοποίηση του αιτήματός του. Όπως, επίσης, θα έπρεπε να πληρωθεί για την τιμή την οποία έκανε, πιστός αυτός όντας, στον άπιστο γκιαούρη να φάει το φαγητό του. Αυτό ήταν το περίφημο «ντις παρασί» (φόρος οδόντων).
Το μαρτύριο της δικής τους τροφής ακολουθούσε η τροφή των ζώων. Έλεγαν ότι το άχυρο των Λιβαδιωτών δεν ικανοποιούσε τα ζώα τους και απαιτούσαν πληρωμή για να πείσουν τα ζώα τους να το φάνε. Το πρωί και το βράδυ τα ζώα τους έπρεπε να τρώνε κριθάρι, αλλά και γι’ αυτό έπρεπε να πληρωθούν, αφού η κακή ποιότητα του κριθαριού κατέστρεφε τα δόντια των ζώων! Και φυσικά, όταν έβρισκαν κάποιο καλό ζώο το έπαιρναν κι έδιναν στον ιδιοκτήτη το δικό τους.
Τέλος, απαιτούσαν από τους προεστούς έναν αριθμό ζώων για τη μεταφορά των λαφύρων. Σε περίπτωση που δεν έβρισκαν, απαιτούσαν 40-50 λίρες για κάθε ζώο, προκειμένου να απαλλαγούν από την υποχρέωση αυτή. Είχαν βρει, όμως, και έναν άλλο ιδιαίτερο τρόπο για να αρπάξουν τα χρήματα των κατοίκων. Αν, λοιπόν, δεν έβρισκαν ζώο, υποχρέωναν έναν κάτοικο να μεταφέρει στους ώμους του το φορτίο αντί για το ζώο κι έτσι, δίκην ζώου, περιέφεραν στους δρόμους τον δύστυχο Λιβαδιώτη. Να πως περιγράφει μία τέτοια σκηνή στην επιστολή του ο ηλικιωμένος προεστός.
«Από τον ίδιον τον γιούζμπασην των μουσταφεζίδων εζητήσαμεν 5 λίρας αυτήν την στιγμήν όπως σώσωμεν τον συνέταιρόν μας Ζώζον, διότι το είχον δύο Γκέκιδες όπου τον επερίφεραν εις το χωρίον ένεκα όπου μας έλειπον τέσσαρες λίραι ακόμη διά να κάμωμεν το ποσόν 10 όπου εζητούσαν· «θα σε χαλάσωμεν» του έλεγον και επειδή ψυχή ανθρώπου δεν ήτο έξω, από ποιον να ζητήση; Ετρέξαμεν, λοιπόν, ημείς μερικοί εις τον ίδιον γιούζμπασην πάλιν να τον ειπώμεν και όπως του ζητήσωμεν 4 λίρας διά να δώσωμεν, κατόπιν με έφθασαν και οι Γκέγκιδες με τον Ζιόζον εκεί εις την κάμαρά του και αυτός διά της βίας μας έβγαλεν έξω όπως με δέρουν οι Γκέγκιδες και με ξεγυμνώσουν».
Από την ίδια επιστολή μαθαίνουμε πως ακόμη κι ο ηγούμενος της Μονής της Αγίας Τριάδας Καλλίνικος δεν γλύτωσε από τη μανία τους. Τον συνέλαβαν και τον έδειραν στο γραφείο του γιούσμπαση, του τούρκου διοικητή, ο οποίος με δύναμη 80 περίπου χωροφυλάκων έδρευε στο Λιβάδι και ήταν επιφορτισμένος με την τήρηση της τάξης στην ευρύτερη περιοχή.
Και σ’ αυτό το σημείο θα πρέπει να γίνει λόγος για τη συμπεριφορά του γιούσμπαση και των χωροφυλάκων. Στις απελπισμένες εκκλήσεις των Λιβαδιωτών για προστασία όχι μόνο δεν έτρεξε, ως όφειλε, αλλά κάνοντας τα στραβά μάτια και λέγοντας ότι οι Γκέκηδες όχι μόνο δεν πείραξαν κανέναν αλλά και φέρθηκαν σαν κύριοι, επέτρεψε την πλήρη καταστροφή του Λιβαδίου. Πολλοί χωροφύλακες, μάλιστα πήραν μέρος στο πλιάτσικο, αποδεικνύοντας ότι όλη αυτή η επιδρομή των Γκέκηδων ήταν καλά σχεδιασμένη από τους Τούρκους κι είχε μοναδικό σκοπό την καταστροφή των χριστιανών του Λιβαδίου και της ευρύτερης περιοχής.
Το απόγευμα της Δευτέρας επιτέλους έφυγαν, αφού πρώτα υποχρέωσαν τους προεστούς να υπογράψουν βεβαιώσεις ότι η συμπεριφορά τους ήταν υποδειγματική κι ότι δεν προξένησαν στο χωριό το παραμικρό κακό.
Δεν σταμάτησαν εδώ τα βάσανα των κατοίκων. Η υπόσχεση του τούρκου διοικητή της Λάρισας, ότι δεν θα επιτρέψει σε ένα άλλο μπουλούκι Γκέκηδων να περάσει από το Λιβάδι μετά την φυγή των πρώτων, δεν τηρήθηκε. Την επόμενη μέρα, την Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 1877, ένα άτακτο σώμα 350 εξαγριωμένων και αιμοβόρων Γκέκηδων προερχόμενο από το Καταφύγι των Σερβίων, το οποίο είχαν προηγουμένως ρημάξει, εμφανίστηκε στο χωριό για να αρπάξει ό,τι είχε απομείνει στους δύστυχους Λιβαδιώτες. Από την Κυριακή που εμφανίστηκαν και μέχρι το απόγευμα της Δευτέρας 5 Σεπτεμβρίου οι κάτοικοι δεινοπάθησαν και υπέφεραν τα ίδια και χειρότερα.
Η απόλυτη καταστροφή θα ερχόταν το ίδιο απόγευμα της Δευτέρας 5 Σεπτεμβρίου, αν δεν συνέβαινε το εξής γεγονός. Στα Σέρβια ζούσε ο Ρεσήτ μπέης με τον γιο του Ιμπραήμ, τον γαμπρό του Μουσταφά και τον «ευμαθή» Σερίφ εφένδη. Οι 4 αυτοί μπέηδες, αγαπητοί στους χριστιανούς και διαβιώντας αρμονικά μαζί τους, έστειλαν το βράδυ της Κυριακής ένα μήνυμα στο Λιβάδι για να μεταβεί επειγόντως στα Σέρβια ο γιατρός Αθανάσιος Αστερίου, προκειμένου να δει κάποιον ασθενή. Πράγματι, ο γιατρός το πρωί της Δευτέρας βρισκόταν στα Σέρβια, στο σπίτι του μπέη. Εκεί ο Ρεσήτ μπέης τον πληροφόρησε ότι ένα σώμα 800 Γκέκηδων σκοπεύει να περάσει κι αυτό από το Λιβάδι. Κάλεσαν τον μπίμπαση του σώματος και αφού του εξιστόρησε ο γιατρός τα όσα τράβηξαν οι Λιβαδιώτες, από τα προηγούμενα σώματα των Γκέκηδων, αποφάσισε να συνεχίσει τον δρόμο του προς την Ελασσόνα από τον τζιαντέ (δημόσιο δρόμο). Στη συζήτηση που έγινε αποφασίστηκε, επίσης, να μεταβούν στο Λιβάδι μαζί με τους Λιβαδιώτες, οι οποίοι συνόδεψαν τον Αστερίου, και 4 Γκέκηδες και να μεταφέρουν ένα γράμμα, με το οποίο ο μπίμπασης ζητούσε από την αποστολή τροφίμων για το σώμα. Αμέσως μόλις πήραν το γράμμα οι προεστοί του Λιβαδίου έστειλαν 50 κριάρια, τυρί, κριθάρι κι όλα τα χρειαζούμενα. Το ψωμί που ζήτησαν το παράγγειλε ο γιατρός στα Σέρβια.
Αυτή ήταν και η τελευταία πράξη του δράματος. Σύμφωνα με πρόχειρους υπολογισμούς η επιδρομή των Γκέκηδων στοίχισε πάνω από ένα εκατομμύριο γρόσια στους Λιβαδιώτες.
Το Λιβάδι μετά το τέλος της οδυνηρής αυτής περιπέτειας εντελώς κατεστραμμένο, προσπάθησε να ορθοποδήσει αλλά η παλιά του αίγλη χάθηκε. Τα προβλήματα βέβαια δεν σταμάτησαν αφού τις καταστροφές των Γκέκηδων συνέχισαν οι ληστές και τα τούρκικα αποσπάσματα. Πολλοί κάτοικοι και κύρια οι πλέον εύποροι άρχισαν να εγκαταλείπουν το χωριό και να εγκαθίστανται στη Λάρισα, στη Θεσσαλονίκη, στην Ελασσόνα, στην Κατερίνη και στα Σέρβια. Λίγο αργότερα περισσότεροι από 400 νέοι πήραν το δρόμο της ξενητειάς κι εγκαταστάθηκαν στις ΗΠΑ.
Η εισβολή των Γκέκηδων στο Λιβάδι (1877)
του Γιάννη Γαζέτη (Τζαντζαλιάρη)
δημοσιεύθηκε στον 86o τόμο του ΘΕΣΣΑΛΙΚΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ του Κώστα Σπανού
πηγή: Βλαχολείβαδο του Ολύμπου: [1] - [2] - [3]