Οι Αρωμούνοι έζησαν πάντοτε εντός των πλαισίων του Ελληνισμού, τόσο κατά την Βυζαντινή Περίοδο όσο και κατά την Τουρκοκρατία.
Εν τούτοις, από τα μέσα του 19ου αιώνα και εξής, μία προπαγανδιστική κίνηση με ισχυρά ερείσματα στη Ρουμανία και την Αυστρία θέλησε να τους αποσπάσει από αυτόν. Το ότι δεν πρόκειται για μία αυτοφυή κίνηση εθνικής αφύπνισης, όπως εκείνες που εμφανίζονταν στην Ευρώπη εκείνης της εποχής, αλλά προϊόν πολιτικής, η οποία σχεδιάστηκε και εφαρμόσθηκε αρχικώς στην Αυτοκρατορία των Αψβούργων, προκύπτει από την ίδια την ιστορία της 1.
Ο αυτοκράτορας Ιωσήφ ΙΙ (1765-1790), οπαδός της πεφωτισμένης δεσποτείας και μεταρρυθμιστής, επιχειρώντας να δημιουργήσει ένα συγκεντρωτικό και με ενιαία διοίκηση και φορολογία κράτος, κατήργησε τις συνελεύσεις και τα ιδιαίτερα διοικητικά προνόμια των Ούγγρων και των Σαξώνων της Τρανσυλβανίας, ενώ παράλληλα κατήργησε την δουλοπαροικία. Αυτό σήμαινε ότι οι Ρουμάνοι της περιοχής, οι οποίοι και αποτελούσαν την πλειοψηφία στη χώρα, αγρότες οι περισσότεροι, οι οποίοι ως δουλοπάροικοι καλλιεργούσαν τα κτήματα των Ούγγρων γαιοκτημόνων, απέκτησαν πλέον πολιτική σημασία, την οποία έως τότε στερούνταν. Θεωρώντας τους ως ένα δυνητικά φιλικό προς αυτούς στοιχείο, οι Αυστριακοί τους ενθάρρυναν να επιδοθούν σε μία προσπάθεια απαλλαγής της γλώσσας τους από τα πολλά σλαβικά και ελληνικά της στοιχεία. Στην κίνηση πρωτοστάτησαν Ρουμάνοι υπάλληλοι του κράτους των Αψβούργων, όπως ο Maior.
Λίγα χρόνια αργότερα, ξεκίνησε η προσπάθεια να εκρουμανισθεί η αρωμουνική και να δημιουργηθεί η φυλετική αρωμουνική κίνηση. Όλοι όσοι συνέβαλαν στην κίνηση κατά την περίοδο αυτή δραστηριοποιούνταν στην Αυστρία και εξυπηρετούσαν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αυστριακά συμφέροντα 2: ο μοσχοπολίτης ιατρός Γεώργιος Ρόζας, ο οποίος δημοσιεύει το 1808 έργο για τους λατινόφωνους που κατοικούσαν νοτίως του Δούναβη, ο Μπογιατζής, ο οποίος το 1813 εξέδωσε στην Βιέννη την γραμματική της αρωμουνικής 3, ο Γεώργιος Μοντάν, ο οποίος δημοσίευσε το 1819 στην Πέστη το έργο του «Kurzgefasste Geschichte der Wlachischen Nation in Dacien und Macedonien», ο Καζακόβίτσι, που αργότερα έγινε πρόεδρος της Μακεδονορουμανικής επιτροπής στο Βουκουρέστι και ο Ουρέκια που εξέδωσε περιοδικό και υπήρξε πρόεδρος της αλβανικής εταιρείας «Ντρίτα».
Τα παραπάνω δεν θα ήταν δυνατόν να συμβούν κατά τα πρώτα έτη του 19 ου αιώνα στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, καθώς εκεί ο Ελληνισμός κατείχε ηγετική θέση, τόσο πολιτικά όσο και πολιτιστικά. Μετά το 1821 τα πράγματα διαφοροποιούνται. Οι ηγεμόνες οι οποίοι διορίζονται από την Υψηλή Πύλη είναι πλέον εντόπιοι, συχνά γόνοι φαναριωτικών οικογενειών, οι οποίες έχουν αποκτήσει ρίζες στην χώρα. Οι Ρουμάνοι αρχίζουν να προσανατολίζονται προς τη Γαλλία, ως χώρα λατινικού πολιτισμού, προκειμένου να προσλάβουν τον ευρωπαϊκό πολιτισμό αδιαμεσολάβητα πλέον, και όχι δια μέσου των Ελλήνων. Οι ελληνικές κοινότητες θα συνεχίσουν να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο, κυρίως στην οικονομία, έως και τον μεσοπόλεμο, βαθμιαία όμως, κατά την πορεία της ρουμανικής εθνικής ολοκλήρωσης θα δημιουργηθεί και μια εχθρική τάση εναντίον των Ελλήνων. Η φαναριωτική περίοδος θα δυσφημισθεί ως περίοδος εθνικής παρακμής και οικονομικής εκμετάλλευσης. Όσοι από τους Έλληνες της χώρας ήθελαν να εξακολουθήσουν να συμμετέχουν στα πολιτικά πράγματα ήταν υποχρεωμένοι να εκρουμανισθούν. Αυτοί απετέλεσαν ένα μεγάλο μέρος της πολιτικής και πολιτιστικής ελίτ της Ρουμανίας και πολλοί από αυτούς πρωτοστάτησαν σε κινήσεις και δημοσιεύσεις εναντίον της Ελλάδος.
Ουσιαστικώς η ανάμιξη των Ρουμάνων στην υπόθεση ξεκινά από την επανάσταση του 1848. Ηγέτες της υπήρξαν νεότερα μέλη των οικογενειών των βογιάρων, με ιδεολογική προμετωπίδα τον φιλελευθερισμό και διακηρυγμένο στόχο την ένωση της χώρας. Κάποιοι από αυτούς έπαιξαν ρόλο στην δημιουργία του αρωμουνικού ζητήματος. Ένας από αυτούς ο Ίων Γκίκα, γόνος της μεγάλης ηγεμονικής οικογένειας, υπήρξε εκπρόσωπος της προσωρινής επαναστατικής κυβέρνησης στην Υψηλή Πύλη. Μετά την καταστολή της επανάστασης από ρωσικά στρατεύματα, πολλοί από τους επαναστάτες βρήκαν καταφύγιο στην Τουρκία, όπου έτυχαν ευμενούς υποδοχής και διορισμών σε προσοδοφόρες θέσεις από την κυβέρνηση 4, η οποία θεωρούσε ότι η δράση τους αποτελούσε παράγοντα μείωσης της ρωσικής επιρροής στις ηγεμονίες. O Γκίκα διορίσθηκε ηγεμόνας της Σάμου (1854-1859). Ήδη το 1848 ο Νικολάε Μπαλτσέσκου του είχε επιστήσει την προσοχή στην ανάγκη να εξετασθεί η κατάσταση των Αρωμούνων, διότι θα μπορούσαν αυτοί να αποβούν πολιτικά χρήσιμοι 5. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1854, ο Γκίκα αποστέλλει τον λογοτέχνη Δημ. Μπολιντινεάνου στη Μακεδονία, προκειμένου αυτός, έχοντας εξασφαλίσει την έκδοση εντολής της οθωμανικής κυβέρνησης προς τις τοπικές αρχές για την διευκόλυνσή του, να ερευνήσει την κατάσταση των Αρωμούνων. Αυτός θα δημοσιεύσει λίγα χρόνια αργότερα στην Ρουμανία την ταξιδιωτική του περιήγηση, η οποία και θα ασκήσει επίδραση στο όλο ζήτημα. Ένας άλλος, συνδεόμενος και αυτός με τον Γκίκα, ο γεωπόνος Ίων Ιονέσκου, διορίζεται από τον μεγάλο βεζίρη Μουσταφά Ρεσίτ πασά διαχειριστής των τσιφλικιών του στην Θεσσαλία, όπου και θα έχει την ευκαιρία να μελετήσει τους Αρωμούνους της περιοχής6. Εύλογα μπορεί να υποθέσει κανείς ότι κάποιοι υψηλά ιστάμενοι Οθωμανοί αξιωματούχοι κυβέρνηση είχαν ήδη εξετάσει μια πολιτική που θα αποσκοπούσε στην απόσπαση των Αρωμούνων από τον Ελληνισμό.
Μετά την ένωση των δύο παραδουναβίων ηγεμονιών υπό τον Αλέξανδρο Κούζα το 1859, οπότε και οι εξόριστοι του 1848 επέστρεψαν, η κίνηση έλαβε νέα ώθηση. Το επόμενο έτος ιδρύθηκε το Μακεδονορουμανικό Κομιτάτο, του οποίου οι σκοποί εμφανίζονται κυρίως πολιτιστικοί, καθώς ιδρύει σχολεία και επιδιώκει την εκκλησιαστική αυτονομία. Συγχρόνως, γίνεται από τον ηγεμόνα Κούζα κατάσχεση της μεγάλης περιουσίας των πατριαρχείων και των μονών του Αγίου Όρους, ενώ αργότερα το ρουμανικό κράτος αρνείται να εκτελέσει την διαθήκη του Κωνσταντίνου Ζάππα που αφήνει την περιουσία της οικογενείας του σε φορείς του ελληνικού κράτους και, με τον τρόπο αυτό, η περιουσία των Ζαππαίων ουσιαστικώς δημεύεται. Όπως διακηρύσσεται, τα έσοδα από τις πηγές αυτές επρόκειτο να χρησιμοποιηθούν για τη χρηματοδότηση της προπαγάνδας μεταξύ των Αρωμούνων 7.
Εντός του πλαισίου αυτού ανήκει και μια έντονη συγγραφική και λαοπαιδευτική δραστηριότητα. Ο προαναφερθείς Μπολιντινεάνου και ο Γ. Ηλιάδης - Ραντουλέσκου άρχισαν, ευθύς μετά το 1860, την δημοσίευση φλογερών άρθρων σε ρουμανικές εφημερίδες για τους «αδελφούς πέρα από το Δούναβη», τους οποίους ανέβαζαν στον φανταστικό αριθμό του 1.200.000. Από την πένα τους όλοι οι ήρωες της Επανάστασης του 1821 γίνονται Βλάχοι. Κυρίως βέβαια διατυπώθηκε και η θεωρία περί της καταγωγής των Αρωμούνων από την Ρουμανία. Τους λατινόφωνους νοτίως του Δουνάβεως τους ονόμασαν «αυρηλιανούς Δάκες», από τον αυτοκράτορα, ο οποίος, αφού εγκατέλειψε την ρωμαϊκή επαρχία της Δακίας, ίδρυσε, περίπου στο έδαφος της σημερινής Σερβίας, την επαρχία της Αυρηλιανής Δακίας. Η θεωρία αυτή δεν λαμβάνει βέβαια υπόψιν της ότι η ρωμαϊκή κυριαρχία ήταν καθεαυτήν ένας παράγοντας εκλατινισμού για ολόκληρη την αυτοκρατορία, ο οποίος ασκήθηκε με μεγάλη επιτυχία στην Δ. Ευρώπη (Γαλατία, Ιβηρική Χερσόνησος, Βρετανία κ.α.), όπως και στην Β. Αφρική, αλλά επίσης, αν και με μικρότερη επιτυχία, στην Χερσόνησο του Αίμου. Θα ήταν παράλογο να υποθέσουμε ότι οι ευρωπαϊκοί πληθυσμοί που μιλούν λατινογενείς γλώσσες έχουν κοινή καταγωγή, είτε πρόκειται για συμπαγείς εθνότητες (π.χ. Γάλλοι, Ισπανοί κ.ά.), είτε για μικρότερους πληθυσμούς όπως είναι οι λατινόφωνοι της Ιστρίας και της Δαλματίας, οι Ραιτορωμάνοι της Ελβετίας και βεβαίως οι Αρωμούνοι του ελληνικού χώρου. Η κοιτίδα των τελευταίων, που είναι ο ευρύτερος χώρος της Ηπείρου και της Πίνδου 8, υποδεικνύει την καταγωγή τους από ελληνικά φύλα 9, τα οποία κατά την διάρκεια της ρωμαϊκής κυριαρχίας υπέκυψαν στον εκλατινισμό 10, παρέμειναν όμως, ως δίγλωσσοι, ανέκαθεν στενά συνδεδεμένοι με τον Ελληνισμό.
Το ζήτημα αυτό όμως δεν αφορούσε μόνο την προπαγάνδα των Ρουμάνων μεταξύ των Αρωμούνων, αλλά και την ίδια την ιστορική αυτοσυνειδησία των Ρουμάνων, η οποία έπρεπε να αντιμετωπίσει το σοβαρό ζήτημα της ιστορικότητος και της συνέχειας του ρουμανικού έθνους. Οι Ρουμάνοι ιστορικοί θεωρούσαν βέβαια ότι ο λαός τους προερχόταν από την κατάκτηση της Δακίας (δηλαδή της κατοπινής Τρασυλβανίας και του δυτικού τμήματος της Βλαχίας) από τον αυτοκράτορα Τραϊανό μεταξύ 101-106 μ.Χ. Όμως η επαρχία εγκαταλείφθηκε από τους Ρωμαίους το 270 μ.Χ. επί αυτοκράτορος Αυρηλιανού, ο οποίος, σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές, μετοίκησε τους εκρωμαϊσμένους κατοίκους νοτίως του Δουνάβεως. Έκτοτε, οι μνείες των λατινοφώνων στην χώρα είναι ελάχιστες, έως και τον 12 ο αιώνα. Αυτό σήμαινε δύο πράγματα: πρώτον, ότι οι Ρουμάνοι στερούνταν ουσιαστικώς ιστορίας κατά το μεγαλύτερο τμήμα του Μεσαίωνα και, δεύτερον, ότι η συνέχεια της παρουσίας τους στην χώρα για αιώνες ήταν συζητήσιμη 11. Τουλάχιστον ως προς το πρώτο, οι Αρωμούνοι, σύμφωνα με τους Ρουμάνους ιστορικούς εκείνης της εποχής, μπορούσαν να βοηθήσουν: έτσι, ένας Ρουμάνος ελληνικής καταγωγής, ο Xenopol, με τον φανατισμό του προσήλυτου, ανακάλυψε στον Μεσαίωνα ολόκληρη βλαχορουμανική αυτοκρατορία, προσπαθώντας να ικανοποιήσει την ανάγκη του έθνους για ένδοξη ιστορία.
Ένα ρομαντικό στοιχείο δεν έλειπε οπωσδήποτε από την υπόθεση. Οι λόγιοι που δημιούργησαν το ζήτημα, αλλά και ο ρουμανικός λαός, συγκινήθηκαν από τις διαβεβαιώσεις ότι κάτω από τον Δούναβη ζούσαν «αδελφοί», λησμονημένοι έως πρόσφατα, οι οποίοι ανέμεναν την βοήθειά τους, καθώς μάλιστα μερικοί από αυτούς διακήρυσσαν την ρουμανικότητά τους 12.
Σύντομα, διαφάνηκε ότι η κίνηση θα μπορούσε να υπηρετήσει και άλλους, πρακτικότερους σκοπούς. Η προπαγάνδα, με τα πενιχρά έστω αποτελέσματά της, αποτελούσε ένα διπλωματικό όπλο στα χέρια της ρουμανικής εξωτερικής πολιτικής προκειμένου αυτή να το χρησιμοποιήσει για αποκόμιση κέρδους σε άλλα γειτονικά προς τη Ρουμανία σημεία, όπως η Δοβρουτσά και το Τιμόκ, όπου κατοικούσαν σοβαρά ποσοστά ρουμανοφώνων. Το διαπραγματευτικό αυτό χαρτί χρησιμοποιήθηκε πρώτα έναντι των Τούρκων και έπειτα έναντι των Βουλγάρων.
Γενικότερα, η κίνηση εξυπηρετούσε την ανάγκη της κοινής γνώμης στη Ρουμανία να ικανοποιηθεί ως προς την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής της χώρας, αλλά σε ένα τομέα ο οποίος δεν εγκυμονούσε ιδιαίτερους κινδύνους. Στην πραγματικότητα, το κύριο ζήτημα της εξωτερικής πολιτικής της Ρουμανίας ήταν η εθνική της ολοκλήρωση, με την προσάρτηση της εκτεταμένης περιοχής της Τρανσυλβανίας, η οποία συνιστά περίπου το ένα τρίτο της σημερινής Ρουμανίας. Η περιοχή κατά τον Μεσαίωνα αποτελούσε ένα αυτόνομο πριγκιπάτο του ουγγρικού βασιλείου, καταλήφθηκε από τους Αυστριακούς μετά την δεύτερη πολιορκία της Βιέννης από τους Οθωμανούς (1687/8), ενώ από το 1868 και εξής αποτέλεσε τμήμα του Ουγγρικού Βασιλείου εντός της δυαδικής μοναρχίας της Αυστροουγγαρίας. Η ρουμανική ηγεσία όμως, δεν επιθυμούσε να αποδυθεί, παρασυρόμενη από το κοινό αίσθημα, σε περιπέτειες εναντίον μιας μεγάλης δυνάμεως. Εξαιτίας του συσχετισμού δυνάμεων στην κεντρική και την ανατολική Ευρώπη, η Ρουμανία, καθ’ όλη την διάρκεια της περιόδου αυτής και έως την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ακολουθούσε την πολιτική των Κεντρικών Δυνάμεων, έχοντας συνδεθεί από το 1883 και με την Τριπλή Συμμαχία, Γερμανικής Αυτοκρατορίας, Αυστροουγγαρίας και Ιταλίας 13. Εξαίρεση αποτέλεσε το διάστημα 1877/8, όταν, κατά την διάρκεια του ρωσοτουρκικού πολέμου, η χώρα συμμάχησε με την Ρωσία, η οποία άλλωστε διατηρούσε καλές σχέσεις με τις κεντρικές δυνάμεις. Αμέσως μετά όμως, η Ρουμανία δυσαρεστήθηκε από την προσάρτηση εκ μέρους της Ρωσίας του τμήματος της Μολδαβίας, το οποίο η ίδια κατείχε βάσει της συνθήκης των Παρισίων, και επαναπροσέγγισε την Γερμανία. Κατά τις επόμενες δεκαετίες, θα επανέρχεται, στην εξωτερική πολιτική της χώρας, το ζήτημα της αντιμετώπισης του πανσλαβισμού και της ρωσικής επέκτασης.
Από το 1860 και εξής, τα θεμέλια έχουν τεθεί και ήδη γίνονται τα πρώτα βήματα υλοποίησης των επιδιώξεων. Το 1864 άνοιξε στο Τύρνοβο, χωριό κοντά στο Μοναστήρι, το πρώτο ρουμανικό σχολείο στον χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ήδη από το 1862 έχει εμφανισθεί ο Απόστολος Μαργαρίτης, ο οποίος το 1866 ιδρύει σχολείο στην Αβδέλλα και σύντομα αναδεικνύεται σε ηγέτη της κίνησης για τα επόμενα 40 χρόνια. Για την αποτελεσματικότερη κατάρτιση διδασκάλων και πρακτόρων ιδρύεται στο Βουκουρέστι ειδικό οικοτροφείο, όπου οδηγούνται φτωχά παιδιά από την Πίνδο και τη Μακεδονία.
Έως το 1877, η δραστηριότητα των Ρουμάνων και των ρουμανιζόντων, κυρίως του Μαργαρίτη, είχε δημιουργήσει 11 σχολεία στοιχειώδους εκπαίδευσης τα οποία έως το 1880 αυξήθηκαν σε 24. Έπειτα από λίγο, άνοιξαν γυμνάσια στο Μοναστήρι και στα Ιωάννινα, ημιγυμνάσιο στο Κρούσοβο και εμπορική σχολή στην Θεσσαλονίκη. Παρά τις άφθονες διακηρύξεις και δημοσιεύσεις, τα μέσα προσέλκυσης ήταν κυρίως υλικά. Στις οικογένειες που προσχωρούσαν δινόταν μία χρυσή λίρα μηνιαίως, ποσό που εξασφάλιζε στοιχειώδη συντήρηση. Στους μαθητές δίνονταν στέγη, διατροφή, ένδυση, υγειονομική περίθαλψη και υποτροφίες για ανώτατες σπουδές στη Ρουμανία. Με τα μέσα αυτά κατόρθωσαν να προσελκύσουν περί το 10% του συνόλου των μαθητών, από τα φτωχότερα στρώματα. Αλλά και από το ποσοστό αυτό, κάποιοι εγκατέλειπαν την προπαγάνδα, όταν εξέλειπαν οι λόγοι που τους είχαν οδηγήσει εκεί. Το 1892 τα σχολεία είχαν γίνει 63 με επίσημο αριθμό μαθητών 3400. Απ’ ό,τι φαίνεται και ο αριθμός αυτός είναι διογκωμένος. Πολλά σχολεία είχαν ελάχιστους μαθητές, ενώ άλλα είχαν μόνο τους δασκάλους. Ακόμη και επίσημοι Ρουμάνοι ομολογούσαν την πραγματικότητα αυτή, όπως ο υπουργός παιδείας Σπ. Χάρετ και ο διευθυντής του ρουμανικού γυμνασίου στα Ιωάννινα Λαζαρέσκου Λεκάντα, ο οποίος δολοφονήθηκε στο καφενείο του Βουκουρεστίου «Μακεδονία» από τον επιθεωρητή των ρουμανικών σχολείων της Ηπείρου Νούση Τούλλιου, διότι είχε δηλώσει ότι πολλά σχολεία υφίστανται μόνο στα χαρτιά και ότι η προπαγάνδα δεν κάνει προόδους, διότι η πλειοψηφία των Αρωμούνων τρέφει ελληνικά αισθήματα.
Παράλληλα, η προσπάθεια εκδηλώθηκε και στον εκκλησιαστικό τομέα. Η πρώτη κίνηση έγινε από τον αγιορείτη ιερομόναχο Αβέρκιο, ο οποίος στάλθηκε στην Ρουμανία προκειμένου να επιθεωρήσει την διαχείριση των εκεί μετοχίων του Αγίου Όρους. Προσεχώρησε όμως στον ρουμανισμό και, με χρήματα τα οποία του έδωσε ο ηγεμών Κούζα, επέστρεψε στην Μακεδονία και την Ήπειρο, όπου και στρατολόγησε μερικούς μαθητές, τους οποίους απέστειλε στο Βουκουρέστι στο εκεί σχολείο της προπαγάνδας. Με τον Αβέρκιο, όπως άλλωστε και με τον Απόστολο Μαργαρίτη, συνδέεται και ο μητροπολίτης Γρεβενών Γεννάδιος Παπαρούσης (1864-1873). Αυτός έγινε όργανο της προπαγάνδας και χειροτονούσε ρουμανίζοντες ιερείς, οι οποίοι τελούσαν την λειτουργία στην ρουμανική γλώσσα. Φαίνεται όμως ότι τελικά απομακρύνθηκε από την στράτευσή του αυτή 14. Στόχος των Ρουμάνων στον εκκλησιαστικό τομέα ήταν η απόκτηση ναών, οι οποίοι θα λειτουργούσαν στην ρουμανική, και η ίδρυση δικών τους επισκοπών με μία μητρόπολη επικεφαλής. Μετά από μία πρώτη απόπειρα το 1881, η προσπάθεια επαναλήφθηκε από το 1892 και εξής. Ως υποψήφιος για την θέση του μητροπολίτη προβλήθηκε το 1896 ο πρώην Πρεσπών και Αχριδών Άνθιμος Γκέτσης. Η προσπάθεια, αν και πλησίασε στην επιτυχία, τελικώς, παρά τις πιέσεις της ρουμανικής κυβέρνησης, ναυάγησε εξ αιτίας της αντίστασης του Οικουμενικού Πατριαρχείου και λόγω της αντίθεσης της Ρωσίας, η οποία δεν επιθυμούσε την δημιουργία μιας ακόμη διάσπασης στην ορθόδοξη Εκκλησία. Το 1901 ο Άνθιμος επέστρεψε στους κόλπους της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας 15.
Κατά την διάρκεια των τριών πρώτων δεκαετιών από την έναρξη της ρουμανικής προπαγάνδας η ελληνορουμανικές σχέσεις δεν επηρεάστηκαν ιδιαίτερα. Αντίθετα κατά την διάρκεια της κρητικής επανάστασης (1866-1869) οι δύο χώρες συζήτησαν το ενδεχόμενο πολέμου από κοινού κατά της Τουρκίας 16. Η πρώτη κρίση σημειώθηκε με την διακοπή των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών το 1892, εξ αιτίας της ουσιαστικής κατάσχεσης από το ρουμανικό δημόσιο της περιουσίας των Ζαππαίων. Οι σχέσεις αποκαταστάθηκαν κατά τα επόμενα έτη και το 1901 οι βασιλείς των δύο χωρών συναντήθηκαν στην Δαλματία, με την διπλωματική παρότρυνση της Αυστροουγγαρίας, προκειμένου να προωθηθεί η συνεργασία κατά της Βουλγαρίας. Τα διμερή θέματα όμως, και συγκεκριμένα το ζήτημα της περιουσίας των Ζαππαίων και η πρόθεση των Ρουμάνων να εγκαθιδρύσουν ξεχωριστή εκκλησιαστική ιεραρχία στο έδαφος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δεν μπορούσαν να επιλυθούν 17.
Η Ρουμανία έριξε όλο το βάρος της στην προσπάθεια να αναγνωρισθεί η εκκλησιαστική αυτονομία. Η Τουρκία προσέβλεπε στην συνεργασία της σε περίπτωση βουλγαροτουρκικού πολέμου. Έτσι, μετά από διπλωματική ενέργεια των εκπροσώπων της Γερμανίας, της Αυστροουγγαρίας, της Ιταλίας και της Ρωσίας, τον Μάϊο του 1905 ο σουλτάνος υπέγραψε ένα ιραδέ ο οποίος έδινε στους ρουμανίζοντες εθνικά δικαιώματα στους τομείς της εκπαίδευσης και στην τέλεση της λατρείας στην ρουμανική, χωρίς όμως να τους αποσπάσει από την εκκλησιαστική τους υπαγωγή υπό το Οικουμενικό Πατριαρχείο 18. Το τελευταίο ουδέποτε αποδέχθηκε τον ιραδέ. Κάθε μία από τις ξένες δυνάμεις είχε τις δικές της επιδιώξεις. Η Γερμανία επεδίωκε να προσδέσει στενότερα στην πολιτική της την Ρουμανία, εν όψει της διαφαινόμενης μεγάλης σύρραξης. Η Αυστροουγγαρία είχε την πρόθεση να προσελκύσει τους ρουμανίζοντες με το μέρος της, με απώτερο στόχο να βοηθηθεί στην σχεδιαζόμενη προσπάθειά της να αποκτήσει διέξοδο προς τη Μακεδονία και το Αιγαίο. Η Ιταλία έτρεφε παρόμοιες φιλοδοξίες για τις ακτές της Ηπείρου, την Πίνδο και την Αλβανία, επομένως υποστήριζε οποιαδήποτε ενέργεια μείωνε την επιρροή του Ελληνισμού. Η Ρωσία απέβλεπε και αυτή στην υποστήριξη της Ρουμανίας σε περίπτωση πολέμου, ενώ δεν ήθελε και να αποξενώσει τους Βουλγάρους. Οι άλλες δυνάμεις ελάχιστα ασχολήθηκαν με το θέμα.
Κατά την διάρκεια της ένοπλης φάσης του Μακεδονικού Αγώνος (1904-1908) οι ένοπλες ομάδες των ρουμανιζόντων τάχθηκαν με το μέρος των Βουλγάρων. Οι συγκρούσεις και οι φόνοι που έγιναν από όλες τις πλευρές ώξυναν σε μεγάλο βαθμό τις σχέσεις μεταξύ Ελλάδος και Ρουμανίας.
Η λύση στο πρόβλημα δόθηκε ουσιαστικώς με τον πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο και την διανομή των εδαφών που επήλθε στην πράξη. Κατά την υπογραφή της Συνθήκης του Βουκουρεστίου (1913), μετά τον δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο, η οποία και καθόρισε συμβατικά τα σύνορα των βαλκανικών κρατών, η Ρουμανία, η Βουλγαρία, η Ελλάδα και η Σερβία αντάλλαξαν διακοινώσεις με τις οποίες αναλάμβαναν υποχρεώσεις να χορηγήσουν εκπαιδευτική αυτονομία και ναούς στην ρουμανική γλώσσα, σε όσους από τους αρωμούνους το επιθυμούσαν. Τα ρουμανικά σχολεία δεν λειτούργησαν, όπως φαίνεται, ποτέ στην Βουλγαρία, στην Σερβία μόνο έως το 1918, ενώ στην Ελλάδα έως το 1949. Τότε έκλεισαν, για τον λόγο ότι είχαν ήδη κλείσει τα ελληνικά σχολεία στη Ρουμανία. Είναι χαρακτηριστική η ανεκτικότητα της ελληνικής πλευράς, εναντίον της οποίας αποκλειστικά στρεφόταν η ρουμανική προπαγάνδα.
Ξένες προπαγάνδες στη Χερσόνησο του Αίμου: Η περίπτωση των Αρωμούνων και η εκκλησιαστική της διάσταση (1800-1913)
Κωνσταντίνος Π. Χρήστου
Καθηγητής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Οι Βλάχοι του ελληνικού χώρου
Επιστημονική ημερίδα αφιέρωμα στον Αστέριο Κουκούδη
Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2020
1 Max Demeter Peyfuss, Die Aromunische Frage. Ihre Entwicklung von den Ursprüngen bis zum Frieden von Bukarest (1913) und die Haltung Österreich-Ungarns . (= Wiener Archiv für Geschichte des Slawentums und Osteuropas 8), Böhlau, Köln 1974, (στο εξής: Peyfuss), 21 ε. Ο ίδιος, 24, κάνει λόγο για δραστηριότητες διανοουμένων με αρωμουνική εθνική συνείδηση, οι οποίες, μετά την καταστροφή της Μοσχόπολης, μεταφέρθηκαν στην Κεντρική Ευρώπη. Στην πραγματικότητα, οι μόνες αναφορές του είναι στον Θεόδωρο Αναστασίου Καβαλιώτη, συντάκτη τρίγλωσσου λεξικού, και στον μαθητή του Δανιήλ Μοσχοπολίτη, του οποίου το «Λεξικόν Τετράγλωσσον», όπως άλλωστε ο ίδιος ο Peyfuss αναφέρει, διακηρυγμένα αποσκοπούσε στον γλωσσικό εξελληνισμό των μη ελληνοφώνων πληθυσμών της Χερσονήσου του Αίμου. Αμφότεροι ήταν σαφώς ελληνικής συνείδησης.
2 Η στενή σύνδεση με την πολιτική της Αυστριακής Αυτοκρατορίας καθίσταται φανερή και από την αφήγηση του Peyfuss, 24-32⸱ Κ.Π. Χρήστου, Ἀρωμοῦνοι. Μελέτες γιὰ τὴν καταγωγή καὶ τὴν ἱστορία τους (στο εξής: Χρήστου), 82 ε.
3 Peyfuss, 26 ε.
4 Peyfuss, 33.
5 Peyfuss, 33.
6 Peyfuss, 34 ε.
7 Χρήστου, 69 ε.
8 Σημειώνουμε εδώ την σημαντική συμβολή του έργου του Αστέριου Κουκούδη στον καθορισμό των εστιών αυτών.
9 Επισημαίνουμε ότι ο N. Hammond, ο συστηματικότερος ερευνητής της ιστορίας των βόρειων ελληνικών φύλων, σε ένα σχετικό χάρτη του εμφανίζει ως αναμφισβητήτως ελληνοφώνους όλους τους κατοίκους της περιοχής από τη βόρεια Αλβανία έως την νότια Ήπειρο,Migrations and Invasions in Greece and adjacent areas, New Jersey 1976, 14, χάρτης 24a.
10 Χρήστου, 13-42.
11 Το ζήτημα ενεπλάκη στην διαμάχη μεταξύ Ούγγρων και Ρουμάνων για την Τρανσυλβανία, που είχε κατακτηθεί από τους πρώτους στο τέλος του 9 ου αιώνα, αλλά, τουλάχιστον από τους νεότερους χρόνους και εξής κατοικούνταν από μια πλειοψηφία Ρουμάνων. Κατά τον 19ο και τον 20ο αιώνα Ούγγροι και Γερμανοί ιστορικοί διατύπωσαν την θεωρία ότι οι λατινόφωνοι εξέλιπαν πλήρως από την περιοχή βορείως του Δουνάβεως, η οποία κατοικήθηκε από Γερμανούς, Σλάβους και Ούγγρους. Σύμφωνα με τον διαπρεπέστερο Γερμανό ειδικό για την Νοτιοανατολική Ευρώπη, τον Georg Stadtmüller (1909-1985), οι λατινόφωνοι επεβίωσαν στην Χερσόνησο του Αίμου, και συγκεκριμένα στην ομώνυμη οροσειρά καθώς και σε εκείνη της Πίνδου. Από τις αρχές του 11ου αιώνα, πιθανώς επειδή απέκτησαν ελευθερία κινήσεων μετά την κατάλυση του πρώτου βουλγαρικού κράτους από τον Βασίλειο Β΄, άρχισαν να κινούνται προς τα βόρεια και, κυρίως δια μέσου της κοιλάδας του ποταμού Τιμόκ, στην ανατολική Σερβία, πέρασαν τον Δούναβη και βαθμιαία αποίκησαν την σημερινή Ρουμανία, αιώνες μετά την εγκατάσταση των Ούγγρων στην Τρανσυλβανία. Εννοείται ότι η θεωρία αυτή, η οποία αρνείται την συνεχή παρουσία των Ρουμάνων στην εθνική τους κοιτίδα, αντικρούσθηκε από τους Ρουμάνους ιστορικούς, με την αξιοποίηση των λίγων έστω ιστορικών πηγών που κάνουν λόγο για την παρουσία λατινοφώνων στην σημερινή Ρουμανία από τον 4ο έως τον 12ο αιώνα. Άλλωστε, σε σκοτεινές περιόδους, η έλλειψη πηγών για κάποιον λαό δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι πράγματι αυτός απουσίαζε.
12 Ευ. Αβέρωφ, Η πολιτική πλευρά του κουτσοβλαχικού ζητήματος, 4 η εκδ., Θεσσαλονίκη 2016, (στο εξής: Αβέρωφ).
13 Άλλωστε, ο βασιλιάς Κάρολος Α΄, ο οποίος επιλέχθηκε για τον θρόνο με την υποστήριξη του αυτοκράτορα της Γαλλίας Ναπολέοντα Γ΄ (1866), έχαιρε επίσης της υποστήριξης της Πρωσίας, καθώς ήταν συγγενής της βασιλικής της δυναστείας, ως πρίγκιπας του Χοεντσόλλερν – Σινγκμαρίνγκεν, και αξιωματικός του πρωσικού στρατού.
14 Μ.Γ. Τρίτος, Βλάχοι τῶν Βαλκανίων καὶ Ὀρθοδοξία, Θεσσαλονίκη 2017, (στο εξής: Τρίτος), 170-172.
15 Τρίτος, 160-168.
16 Σπ. Σφέτας, Το ιστορικό πλαίσιο των ελληνο-ρουμανικών σχέσεων (1866-1913), Μακεδονικά 33 (2001-2002) 23-48, (στο εξής: Σφέτας), 25 εε.
17 Σφέτας, 31-36.
18 Τρίτος, 176 εε., Σφέτας, 38 εε., Χρήστου, 73 ε.