Το θέμα που θα μας απασχολήσει είναι οι σχέσεις που ανέπτυξαν στην ιστορική διαδρομή του χρόνου τα βλαχοχώρια του Ασπροπόταμου με εκείνα της Νοτιοδυτικής Πίνδου.
Πριν όμως επικεντρωθούμε στο συγκεκριμένο και εξειδικευμένο αυτό ζήτημα, θα περιηγηθούμε για λίγο στον χώρο και το χρόνο. Στην αρχή θα μας απασχολήσουν οι έννοιες Πίνδος, τα Αθαμανικά όρη ή Τζουμέρκα και ο Ασπροπόταμος. Και τούτο για το λόγο ότι τα βλαχοχώρια που ανέφερα, αυτά του Ασπροπόταμου στην Νοτιοανατολική Πίνδο και τα άλλα στη Νοτιοδυτική Πίνδο, τα χωρίζει μόνο ο αυχένας της οροσειράς. Αυτά της Νοτιοδυτικής Πίνδου τα ονομάζουν και Βλαχοτζουμέρκο, όρο που προσωπικά δεν προτιμώ, γιατί πιστεύω ότι εκεί που τελειώνουν τα βλαχοχώρια αυτά, αρχίζει η οροσειρά των Τζουμέρκων ή Αθαμανικών ορέων.
Η Πίνδος (ή ο Πίνδος) είναι η μεγαλύτερη οροσειρά της Ελλάδας καταλαμβάνοντας όλο τον κορμό της. Υπό τη στενή έννοια, διακρίνεται στην Βόρεια, την Κεντρική και τη Νότια Πίνδο. Το Βλαχοτζουμέρκο από την πλευρά του Νομού Ιωαννίνων και ο Ασπροπόταμος από την πλευρά του Νομού Τρικάλων αποτελούν την Νότια Πίνδο.
Η Πίνδος είναι μια οροσειρά με μεγάλη βιοποικιλότητα. Στον όγκο της συναντά κανείς όλα τα είδη του φυτικού και ζωικού βασιλείου, που απαντώνται στη χώρα μας. Τα πετρώματα της είναι Καρστικά με κύρια χαρακτηριστικά τα στενά κοιλώματα, και τις σουβλερές ράχες.
Ετυμολογικά προέρχεται από την πελασγική λέξη πουνδ ή φουνδ (= απέραντη, ατελείωτη) ή από την Ελληνική λέξη πιδάω (= αναβρύζω), από όπου η λέξη πίδαξ, δηλαδή σημαίνει τον πλούσιο τόπο σε νερά. Παρόμοια με την πελασγική, είναι και η βλάχικη λέξη φουντ (= βάθος, τέλος), που θα μπορούσε να συσχετιστεί με τη εξεταζόμενη λέξη, αφού η οροσειρά αυτή δεν έχει τέλος (νου άρι φουντ).
Μυθολογικά υπάρχει ο θρύλος, με ελαφρές διαφοροποιήσεις, ότι κάποτε στη Θεσσαλία ένας βασιλιάς είχε δυο γιους. Ο ένας έμενε κοντά στον πατέρα του, ενώ ο άλλος που τον έλεγαν Πίνδο, έφευγε συχνά για μήνες και κυνηγούσε στα δάση της Ηπείρου. Όταν ο βασιλιάς πέθανε, κάλεσαν τον Πίνδο που ήταν πρωτότοκος να αναλάβει το βασίλειο. Αυτός όμως αρνήθηκε, γιατί προτιμούσε την ελεύθερη ζωή στη φύση. Έτσι έγινε βασιλιάς ο αδερφός του. Εκεί στα βουνά ο Πίνδος είχε για φύλακα του ένα δράκο, που τον είχε κάνει φίλο, γιατί του έδινε μερίδιο από το κυνήγι του. Ο αδερφός του όμως, επειδή πίστευε ότι κάποτε ο Πίνδος θα γυρίσει και θα του διεκδικήσει το βασίλειο, ανέβηκε στα βουνά και σκότωσε τον Πίνδο. Τότε ο δράκος κυνήγησε τον κακό αδερφό και τον έφαγε. Έτσι το βουνό πήρε το όνομα του αδικοχαμένου Πίνδου, που αργότερα έγινε «η Πίνδος».
Τα Αθαμανικά όρη ή Τζουμέρκα αποτελούν τη συνέχεια της Πίνδου προς νότο. Είναι ψηλά και απόκρημνα βουνά με μυτερές κορφές. Στα χαμηλά τους σημεία είναι δασωμένα, στα μεγάλα όμως υψόμετρα παρουσιάζουν αλπική μορφή, όπου βόσκουν ή έβοσκαν εκατοντάδες χιλιάδες αιγοπρόβατα και βοοειδή.
Τα Αθαμανικά όρη πήραν το όνομά τους από τον μυθικό Αθάμαντα. Ο Αθάμας, σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν Βασιλιάς της Βοιωτίας. Από την πρώτη του γυναίκα, τη Νεφέλη, είχε δύο παιδιά, τον Φρίξο και την Έλλη με την γνωστή ιστορία του Ελλήσποντου και του «χρυσόμαλλου δέρατος» και από τη δεύτερη γυναίκα του την Ινώ, την κόρη του Κάδμου, τον Αέαρχο και τον Μελικέρτη. Η Ήρα, θυμωμένη τόσο μαζί του, όσο και με τη γυναίκα του, αφ᾽ ενός με το θέμα του Φρίξου και της Έλλης, αφ᾽ ετέρου με τον μικρό Διόνυσο που είχαν πάρει ν᾽ αναθρέψουν, τους παίρνει τα λογικά και τους σπρώχνει, εκείνον μεν να σκοτώσει το γιο του Λέαρχο, περνώντας τον για ελάφι, την Ινώ πάλι να ρίξει τον μικρό Μελικέρτη σ’ ένα καζάνι ζεματιστό νερό και έπειτα, παίρνοντας το νεκρό κορμί του στην αγκαλιά, να πέσει μαζί του στη θάλασσα του Σαρωνικού.
Διωγμένος από τη Βοιωτία για το φόνο του παιδιού του, χωρίς γυναίκα και παιδιά, ο Αθάμας καταφεύγει στον Απόλλωνα των Δελφών για να μάθει σε ποιο τόπο του μελλόταν να ζήσει από κει και μπρος. Η απόκριση που παίρνει είναι κάπως παράξενη: «Όπου δεις να σου κάνουν τραπέζι τα άγρια θηρία, εκεί να καθίσεις», Ύστερα από πολλές περιπλανήσεις, ο Αθάμας φτάνει κάποτε στις πλαγιές της Πίνδου. Εκεί βλέπει μια μέρα κάτι λύκους να έχουν πέσει σε πρόβατα και να τα σπαράζουν, μόλις όμως τον είδαν, τα άφησαν και πήραν δρόμο. Ο Αθάμας κατάλαβε πως αυτό ήταν το τραπέζωμα που εννοούσε ο χρησμός και αποφασίζει να εγκατασταθεί στη χώρα αυτή, που από τότε ειπώθηκε Αθαμαντία, αργότερα δε και Αθαμανία.
Ασπροπόταμος (παλιά Εστιαιώτις, Δολοπία, Αθαμανία κλπ.) λέγεται ο άνω ρους του Αχελώου ποταμού, δηλαδή η περιοχή των πηγών του, που βρίσκεται στο Νομό Τρικάλων και περιλαμβάνει 73 χωριά, από τα οποία τα περισσότερα είναι βλαχόφωνα. Η ονομασία του άνω ρου του Αχελώου ως Άσπρος ή Ασπροπόταμος οφείλεται στο ότι τα χαλίκια του ποταμού είναι άσπρα ή στο ότι τα νερά του αφρίζουν (ασπρίζουν) από την ορμητικότητά τους.
Ο θρύλος λέγει ότι τρία αδέρφια ανέβηκαν στο Περιστέρι για να αγναντέψουν. Ο Άσπρος, ο Άραχθος και η Σαλαμπριά (Πηνειός). Η Σαλαμπριά χάθηκε για μια στιγμή και τα αδέρφια της άρχισαν να την αναζητούν, κατηφορίζοντας ο καθένας από διαφορετικό δρόμο, δυναμώνοντας τα κλάματα τους καθώς κατέβαιναν. Υπάρχουν και άλλες, πολλές, εκδοχές του θρύλου, που όμως όλες συμβολίζουν την ορμητικότητα και το πολύβουο του ποταμού. Στις ιστορικές εποχές η Πίνδος κατοικήθηκε από τους Περραιβούς, τους Αίθικες, τους Δόλοπες, τους Τυμφαίους, τους Ορέστες τους Παρόρειους κ.α., τα δε Αθαμανικά όρη από τους Αθαμάνες.
Στη σημερινή τους μορφή τα βλαχοχώρια της Νοτιοδυτικής Πίνδου ήταν ήδη συγκροτημένα ως οικιστικά σύνολα κατά τον 15° αιώνα. Ειδικότερα στα τέλη του 14ου αιώνα ή στις αρχές του 15ου αιώνα δημιουργήθηκαν τα πρώτα ορεινά βλαχοχώρια, δηλαδή το Ματσούκι και οι Καλαρρύτες και περί τα μέσα του 15ου αιώνα το Συρράκο. Για το θέμα αυτό ο Αγγλος περιηγητής Ληκ κατέγραψε στους Καλαρρύτες το 1805 μια παράδοση από τον 15° αιώνα, που έλεγε: «Κάστρο Βήλιζα, Ματσούκι κασαμπάς, Ακαλαρύτες μαχαλά, Σεράκου πέντε σπίτια». Ο Κρυστάλλης αναφέρει ότι στο Συρράκο, εκτός από τους Παλιοχωρίτες, εγκαταστάθηκε και η μεγάλη οικογένεια των Ζαμαναίων από το Μέτσοβο, ο δε Ληκ αναφέρει ότι στους Καλαρρύτες εγκαταστάθηκαν κάποιες από τις επισημότερες οικογένειες του Χαλικιού και ο Πουκεβίλ προσδιορίζει την εγκατάσταση αυτή στις αρχές του 13ου αιώνα.
Για τα χωριά του Ασπροπόταμου οι πληροφορίες λένε ότι τα περισσότερα συγκροτήθηκαν αργότερα, δηλαδή κατά τον 16° ή 17° αιώνα και τα περισσότερα μετά το 1720, εποχή κατά την οποία ενέσκηψε στην περιοχή μεγάλη επιδημία πανούκλας που αποδεκάτισε τον πληθυσμό. Όσοι επέζησαν, έκαψαν και εγκατέλειψαν τα μολυσμένα κτίσματα και δημιούργησαν τους σημερινούς οικισμούς σε άλλες θέσεις.
Κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας τα βλαχοχώρια της περιοχής που εξετάζουμε διατήρησαν προνόμια, υπαχθέντα στην προστασία της βασιλομήτορος Βαλιδέ Σουλτάνας. Ο Άνθιμος Γαζής λέγει ότι το Συρράκο ήταν αυτόνομο επικεφαλής 42 χωριών και ότι οι Καλαρρύτες υπάγονταν στη δημογεροντία του Ζαγορίου. Ο Αλή πασάς κατήργησε τα προνόμια αυτά και επέφερε μεγάλες συμφορές στα παραπάνω χωριά.
Ο Ασπροπόταμος ήταν αρματολίκι, το οποίο περικλειόταν από τα βουνά Κόζιακας, Αγραφα και Τζουμέρκα και είχε πρωτεύουσα τα Κούτσιανα (Στουρναρέικα). Ο Αλή πασάς χώρισε το αρματολίκι σε δύο, το ένα με έδρα τα Κούτσιανα και αρχηγό τον Θύμιο Στουρνάρα και το άλλο με έδρα τον Κλεινοβό και αρχηγό τον Γρηγόρη Λιακατά.
Οι παραπάνω περιοχές ένθεν και ένθεν της Νότιας Πίνδου την εποχή εκείνη, βοηθούσης και της μορφολογίας του εδάφους, με κοινές προσπάθειες επιχείρησαν ποικιλότροπα να αποτινάξουν τον Οθωμανικό ζυγό, αναδεικνύοντας τους αρματολούς και τους κλέφτες της περιοχής, εξέθρεψαν δε αναρίθμητα απελευθερωτικά κινήματα, τα οποία, όμως, καταπνίγηκαν στο αίμα, με κυριότερο αυτό του, βλάχου στην καταγωγή, Επισκόπου Τρίκκης Διονυσίου του Φιλόσοφου ή Σκυλόσοφου, το 1611 στα Γιάννενα. Η ευκαιρία όμως στους οπλαρχηγούς της περιοχής για μια συντονισμένη προσπάθεια αποτίναξης του Τουρκικού ζυγού δόθηκε το 1821, όταν ξέσπασε η επανάσταση στη νότια Ελλάδα και κύρια στην Πελοπόννησο.
Ήδη από το 1820 τουρκικά στρατεύματα πολιορκούσαν στα Γιάννενα τον επαναστατημένο Αλή πασά. Μέχρι τότε οι Έλληνες οπλαρχηγοί της Ηπείρου, Θεσσαλίας και Αιτωλοακαρνανίας τηρούσαν φιλική στάση προς τα σουλτανικά στρατεύματα, που πολιορκούσαν τον Αλή, με επικεφαλής τον Χουρσίτ. Μάλιστα, προσέτρεξαν προς πολιορκία του τυράννου ο Καραϊσκάκης από τα Άγραφα και ο Νικόλαος Στουρνάρας από τον Ασπροπόταμο. Τότε παρέσχον βοήθεια στον Κωλέττη να διαφύγει νύχτα από τα Γιάννενα, από την Αυλή του Αλή πασά για να προετοιμάσει στη συνέχεια την επανάσταση στην περιοχή, όπως θα δούμε αμέσως παρακάτω. Στη συνέχεια όμως στράφηκαν εναντίον του Χουρσίτ. Έτσι τον Απρίλιο του 1821 οι Έλληνες οπλαρχηγοί του Ασπροπόταμου αποφάσισαν να εξεγερθούν κατά των Τούρκων. Αργότερα, το Μάιο, συγκεντρώθηκαν στο Βουργαρέλι οι οπλαρχηγοί των Τζουμέρκων, του Ραδοβιζίου και του Βάλτου και αποφάσισαν να κηρύξουν την επανάσταση στις περιοχές τους. Μόλις το έμαθε ο Χουρσίτ, ένα από τα πολλά μέτρα που πήρε, ήταν να αποστείλει στο Συρράκο και στους Καλαρρύτες 700 Τουρκαλβανούς για φρούρηση και περιστολή της επανάστασης. Παρά τα προληπτικά μέτρα του Χουρσίτ ο Ιωάννης Κωλέττης, ο Γεώργιος Τουρτούρης και ο Μάρκος Μπότσαρης σε συνεννόηση με τους οπλαρχηγούς του Ραδοβιζίου, των Τζουμέρκων, του Ασπροπόταμου και του Βάλτου, εκπόνησαν στα μέσα Ιουνίου ένα επαναστατικό σχέδιο επιχειρήσεων με σκοπό την απελευθέρωση της Ηπείρου και στη συνέχεια, της Θεσσαλίας και Αιτωλοακαρνανίας. Σύμφωνα με το φιλόδοξο αυτό σχέδιο, οι οπλαρχηγοί των Τζουμέρκων Γώγος Μπακόλας και Μήτρος Κουτελίδας θα καταλάμβαναν τα Κατσανοχώρια, οι οπλαρχηγοί του Ασπροπόταμου Νικόλαος Στουρνάρης και του Βάλτου Γιαννάκης Ράγκος το Συρράκο και τους Καλαρρύτες και ο Μάρκος Μπότσαρης με τους Σουλιώτες του και τους, φίλους του Αλή, Αλβανούς το χάνι του Αγίου Δημητρίου, που βρισκόταν στην άκρη του λεκανοπέδιου των Ιωαννίνων προς την περιοχή του Σουλίου. Μετά την απελευθέρωση των Ιωαννίνων και των γύρω περιοχών, θα επιχειρούνταν και η απελευθέρωση της υπόλοιπης Ηπείρου και της Θεσσαλίας και Αιτωλοακαρνανίας. Στο επαναστατικό αυτό σχέδιο συμμετείχε και ο Αλή πασάς για τους δικούς του λόγους, καθώς είχε σηκώσει μπαϊράκι κατά της Υψηλής Πύλης. Όμως, το σχέδιο αυτό για πολλούς και διάφορους λόγους απέτυχε και η επανάσταση στο Συρράκο και στους Καλαρρύτες καταπνίγηκε στο αίμα από τα στρατεύματα του Χουρσίτ. Παρόμοια τύχη είχε και η επανάσταση που εκδηλώθηκε την ίδια εποχή (Ιούλιο 1821) στα στενά της Πύλης Τρικάλων μέχρι τον Κλεινοβό. Τότε, οι οπλαρχηγοί Στουρνάρας, Λιακατάς, Μάνταλος και Χατζηπέτρος κήρυξαν την επανάσταση στην παραπάνω περιοχή, αλλά οι Τούρκοι τους χτύπησαν από τα Τρίκαλα και από την Ήπειρο, εισχώρησαν στον Ασπροπόταμο, λεηλατώντας τα χωριά του και έτσι οι οπλαρχηγοί αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν με τον όρο να μη μπαίνουν οι Τούρκοι στον Ασπροπόταμο.
Στη συνέχεια εκδηλώθηκαν και άλλα επαναστατικά κινήματα, που είχαν αναφορά στις παραπάνω περιοχές, όπως αυτό του 1854, όλα αποτυχημένα, έως ότου το 1881 απελευθερώνεται η Θεσσαλία και τμήμα της Ηπείρου. Όριο τέθηκε τότε ο ποταμός Άραχθος και ο παραπόταμος αυτού Χρούσιας, με αποτέλεσμα να προστεθεί στο Ελληνικό Κράτος όλη η περιοχή του Ασπροπόταμου και τμήμα της Ηπείρου εκτεινόμενο ανατολικά του Αράχθου, ήτοι στην προκειμένη περίπτωση το Ματσούκι και οι Καλαρρύτες. Παρέμειναν στην Τουρκική κατοχή το Συρράκο και τα άλλα βλαχοχώρια, που απελευθερώνονται το 1912.
Όπως ανέφερα παραπάνω, οι δύο εξεταζόμενες περιοχές, βρίσκονται τόσο κοντά, αλλά και τόσο μακριά μεταξύ τους. Και τούτο γιατί τις χωρίζει ο αυχένας της νότιας Πίνδου. Οι κάτοικοί τους είναι, κατά βάση, μετα-κινούμενοι. Και οι μεν Συρρακιώτες έχουν στραμμένο το βλέμμα τους αποκλειστικά προς τους πλούσιους κάμπους της Άρτας και της Πρέβεζας, το ένα μάτι των Ματσουκιωτών βλέπει προς την Αιτωλοακαρνανία κλπ. και το άλλο προς τη Θεσσαλία και τέλος, η μεγάλη πλειοψηφία μόνο των Καλαρρυτινών παραχειμάζει ή δραστηριοποιείται στον Θεσσαλικό κάμπο. Απ’ την άλλη μεριά, ο Ασπροπόταμος μετακινείται αποκλειστικά και μόνο προς τον κάμπο της Θεσσαλίας και της Στερεάς. Υπό αυτές τις συνθήκες, επόμενο είναι οι σχέσεις των κατοίκων των περιοχών αυτών να είναι περιορισμένες.
Ο εκτεταμένος αυχένας της Κεντρικής και Νότιας Πίνδου επέτρεπε λίγα μόνο περάσματα. Έτσι, στην Κεντρική Πίνδο διαμορφώθηκε του πέρασμα του «Ζυγού» της Κατάρας στο Μέτσοβο και στην Νότια Πίνδο το πέρασμα του «Μπάρου» στους Καλαρρύτες και των «Κριθαριών» στο Ματσούκι. Ο Μπάρος ήταν η κεντρική οδική αρτηρία, που οδηγούσε τους Καλαρρυτινούς κτηνοτρόφους το φθινόπωρο στον κάμπο της Θεσσαλίας και την άνοιξη πάλι στον τόπο τους. Η διαδρομή ήταν Καλαρρύτες Μπάρος Κούτσουρο Ανθούσα Καλλιρρόη Κιάτρα Μπροάστα κλπ. Τα κριθάρια ήταν ή άλλη οδική αρτηρία που οδηγούσε τους Ματσουκιώτες στη Θεσσαλία. Η διαδρομή στην περίπτωση αυτή ήταν Ματσούκι Κριθάρια Καταρραχιάς Τζιούρτζια Τρία ποτάμια Κιάτρα Μπροάστα κλπ. Οι Ματσουκιώτες ακολουθούσαν και τη διαδρομή των Καλαρρυτινών, αλλά ενίοτε και την πιο σύντομη διαδρομή Ματσούκι Καγκέλια Τζιούρτζια, στη τελευταία όμως περίπτωση πάντα με τα πόδια και χωρίς ζώα.
Έτσι, το Συρράκο, που δεν είχε άμεση πρόσβαση σε κανένα από τα παραπάνω περάσματα, δημιούργησε κάποιες σχέσεις με το όμορο Χαλίκι, κυρίως μεταξύ των κτηνοτρόφων, στις συναντήσεις τους στα υψίπεδα του Περιστερίου. Πολλοί Χαλικώτες κτηνοτρόφοι διευκόλυναν Συρρακιώτες συναδέλφους τους να διασχίσουν τους βοσκότοπους του Χαλικού προκειμένου να μεταβούν στην Καλαμπάκα ή στα Τρίκαλα και να πωλήσουν ή να αγοράσουν κοπάδια από αιγοπρόβατα. Το φθινόπωρο του 1955 ο πατέρας μου μετέβη από το Συρράκο, διαμέσου του Χαλικιού, στα Τρίκαλα, όπου στο παζάρι (ζωοπανήγυρη) που γινόταν εκεί, πώλησε μέρος από το κοπάδι του για να παντρέψει την αδερφή του. Δεν έλειψαν και οι συγγενικοί δεσμοί μεταξύ τους. Χαρακτηριστικά αναφέρω ότι η μητέρα του Κωλέττη, η Ξάνθη ή Ξανθή Τσομάγκα, ήταν από το Χαλίκι και καταγόταν από την περίφημη οικογένεια Δημάκη, είχε συγγένεια με την οικογένεια Χατζηπέτρου, ήταν δε δεύτερη εξαδέλφη του Καλαρρυτινού συμβούλου του Αλή πασά Γεωργίου Τουρτούρη, κατά άλλη δε εκδοχή κουνιάδα του
Η παράδοση αναφέρει ότι στην ακμή της κτηνοτροφίας στο Συρράκο, τότε που οι κάτοικοι εξέτρεψαν 40 έως 80.000 γιδοπρόβατα και αδυνατούσαν να τραφούν στους θερινούς βοσκότοπους της περιοχής, Συρρακιώτες μίσθωναν την περιοχή «Κούτσουρο» του Κατάφυτου (Κότορης) Ασπροποτάμου. Ακόμα και σήμερα, η θέση αυτή μισθώνεται σε Πραμαντιώτες κτηνοτρόφους.
Οι Καλαρρυτινοί είχαν αποκτήσει πολύ περισσότερες σχέσεις με τους Ασπροποταμίτες, αφού από κει ήταν το πέρασμά τους, δυο φορές το χρόνο. Έτσι απέκτησαν σχέσεις με τα όμορα χωριά της Τζιούρτζιας, της Μηλιάς, της Πολυθέας, της Καλλιρρόης, του Κατάφυτου, της Ανθούσας, του Χαλικιού, αλλά και με όλα τα χωριά από τα οποία περνούσαν για το πολυήμερο ταξίδι τους στα χειμαδιά. Οι σχέσεις τους αυτές ήταν απότοκες της ανάγκης να διαπεράσουν την περιοχή αυτή, αλλά μόνο αυτό. Βαθύτερες κοινωνικές σχέσεις, όπως συγγενικές και άλλες, σπάνια δημιούργησαν, γιατί η περιοχή αυτή αποτελούσε πέρασμα για τον προορισμό τους, που ήταν πάντα ο θεσσαλικός κάμπος ή η επιστροφή τους στην πατρίδα.
Τις περισσότερες κοινωνικές σχέσεις με τα χωριά του Ασπροπόταμου δημιούργησε το Ματσούκι. Σύμφωνα με μαρτυρίες του Ματσουκιώτη δάσκαλου Θανάση Μακρή, οι δεσμοί των Ματσουκιωτών με τους Ασπροποταμίτες Βλάχους χάνονται στα βάθη του χρόνου. Οι Ματσουκιώτες διατηρούσαν ανέκαθεν σχέσεις και επαφές με τα μεγάλα αστικά κέντρα της Δυτικής Θεσσαλίας και κυρίως με τα Τρίκαλα και την Καλαμπάκα. Εμπορευόταν συνήθως αλάτι και λάδι, που προμηθευόταν από Λευκάδα, Μεσολόγγι, Αμφιλοχία και το αντάλλαζαν με σιτάρι ή καλαμπόκι στις αγορές της Θεσσαλίας.
Ο Θωμάς Καλόγηρος, ετών 97 σήμερα, θυμάται ότι μια οκά αλάτι ανταλλαζόταν με δύο οκάδες σιτάρι ή καλαμπόκι και μία οκά λάδι με 18-20 οκάδες σιτάρι ή καλαμπόκι παρακαλώ! Το σιτάρι και το καλαμπόκι προϊόντα ανταλλαγής -μεταπουλιόνταν στο παζάρι που γινόταν κάθε Κυριακή στα Πράμαντα. Στο ίδιο παζάρι οι Ματσουκιώτες πουλούσαν και προϊόντα δικής τους αποκλειστικά παραγωγής, όπως μαλλιά, αμνοερίφια, τυριά κ.ά. Ακόμη μερικοί πουλούσαν και κρασί που το αγόραζαν από το χωριό Μποροβίκο (σημερινό Αμπελοχώρι) Τρικάλων. Οι σχέσεις που είχαν αναπτύξει οι Ματσουκιώτες με τα βλαχοχώρια του Ασπροπόταμου, όπως Χαλίκι, Ανθούσα Κότορη, Γαρδίκι, Μουτσιάρα, Πολυθέα, Κρανιά, ήταν ιδιαίτερες. Περισσότερες όμως και ξεχωριστές σχέσεις ανέπτυξε το Ματσούκι με την Τζούρτζια. Ήταν ο πρώτος σταθμός, το πρώτο και πιο κοντινό χωριό που συναντούσαν στη διαδρομή τους για τη Θεσσαλία. Όμως η Τζούρτζια ήταν και προορισμός για τους Ματσουκιώτες.
Παλιότερα, Ματσουκιώτες ραφτάδες επισκέπτονταν κάθε φθινόπωρο τη Τζούρτζια και έραβαν μάλλινα, όπως σακάκια, παντελόνια, πουκάμισα, πόλκες, φούστες, ζακέτες, πορπόδια, σακιά, ταϊστάρια, σχολικές σάκες κ.ά., για τους μετακινούμενος κτηνοτρόφους. Ένας από τους τελευταίους ραφτάδες ήταν και ο Βαγγέλης Μακρής. Οι Τζουρτζιώτες τόσο τον εκτιμούσαν και τον αγαπούσαν, που τον έλεγαν «Βαγγέλη ανόστρου». Για πάνω από τριάντα χρόνια ο Βαγγέλης Μακρής κάθε Σεπτέμβρη, με τα πρωτοβρόχια φόρτωνε τη ραπτομηχανή του και τα υπόλοιπα σύνεργα και αναχωρούσε για τη Τζούρτζια, όπου για ένα και πλέον μήνα έραβε τα χρειώδη των μετακινούμενων Τζουρτζιωτών κτηνοτρόφων. Επίσης, καποτάδες έραβαν κάπες από τραγόμαλλο. Ακόμη, Ματσουκιώτες μαραγκοί εργάζονταν τους καλοκαιρινούς μήνες στη Τζούρτζια. Οι κτηνοτρόφοι, λόγω των κοινών συνόρων, είχαν σχεδόν καθημερινή επαφή, αναπτύσσοντας φιλικές, αλλά και σχέσεις καλής γειτονίας. Αρκετοί Ματσουκιώτες κτηνοτρόφοι παραχείμαζαν στον Θεσσαλικό κάμπο. Ο δρόμος από τη θέση «Κριθάρια» είχε καθημερινή κίνηση από το τέλος της άνοιξης, μέχρι τον ερχομό του χειμώνα. Αγωγιάτες και από τα δύο χωριά μετέφεραν αγαθά από και προς τα «Τρία ποτάμια», όπου κατέληγε ο αμαξιτός δρόμος από τα Τρίκαλα. Επίσης από το δρόμο αυτό δεν έλειπαν οι μαστόροι της ευρύτερης περιοχής των Τζουμέρκων, που εργαζόταν στα χωριά του Ασπροπόταμου, καθώς και Πραμαντιώτες κτηνοτρόφοι, που νοίκιαζαν τα καλοκαιρινά λιβάδια της περιοχής. Ματσουκαώτες τυροκόμοι εργάζονταν στα καλοκαιρινά τυροκομεία της περιοχής του Ασπροπόταμου. Ακόμα, αρκετοί ήταν αυτοί που, κατά τους χειμερινούς μήνες, εργαζόταν στα μεγάλα τυροκομεία της Θεσσαλίας, που διατηρούσαν ονομαστοί Ασπροποταμίτες τυρέμποροι, όπως ο Κλιάφας, ο Ζαφόλιας κ.ά. Οι επαφές και οι σχέσεις αυτές είχαν σαν αναπόφευκτο αποτέλεσμα την κτήση συγγενικών σχέσεων μεταξύ τους, ήτοι τη σύναψη γάμων, η οποία συνεχίζεται πια και σήμερα στα μεγάλα αστικά κέντρα της Θεσσαλίας, όπως στα Τρίκαλα, όπου κατοικούν μόνιμα πια περί τις 200 οικογένειες Ματσουκιωτών.
Οι παραπάνω αυτές σχέσεις (οικονομικές, επαγγελματικές, εμπορικές, κοινωνικές, οικογενειακές) επέδρασαν ευεργετικά και σ’ όλους τους τομείς της πολιτιστικής τους κληρονομιάς. Ήθη, έθιμα, χοροί, τραγούδια, ενδυμασία, τρόπος παρασκευής φαγητών, είναι μερικοί τομείς, στους οποίους διακρίνει κανείς την αλληλεπίδραση. Ιδιαίτερα θα πρέπει να αναφέρω κάτι, που αποτελεί και προσωπική εμπειρία, ότι δηλαδή όσα τραγούδια ακούγονται στην πλατεία της Τζούρτζιας τα καλοκαιρινά πανηγύρια, ακούγονται και στην πλατεία του Συρράκου, πόσο μάλλον στην πλατεία των Καλαρρυτών και του Ματσουκιού. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η βλάχικη γλώσσα είναι πλήρως κατανοητή στις παραπάνω περιοχές, χωρίς να υπάρχει σχεδόν καμία διαφοροποίηση όχι μόνο στην προφορά, αλλά και στις επί μέρους λέξεις, φράσεις και ιδιωματισμούς.
Επιβεβαίωση λοιπόν αυτής της σχέσης των Ματσουκιωτών με τους Τζουρτζιώτες είναι η -μέχρι σήμερα ακόμη ετήσια επίσκεψη μεγάλου αριθμού προσκυνητών (ακόμη και 150 ατόμων) από τη Τζούρτζια στο μοναστήρι της Βίλιζας Ματσουκιού την παραμονή του 15Αύγουστου, όπου και τους επιφυλάσσεται ξεχωριστή φιλοξενία. Σε ανάμνηση, μάλιστα, της πάλαι ποτέ εποχής, μερικοί τολμηροί διανύουν την απόσταση Τζιούρτζια Βίλιζα με τα πόδια, μια διαδρομή 8 ωρών!
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΣΟΥΛΤΗΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ, ΜΕΛΟΣ Δ.Σ. ΠΟΣΠΣΒ
Τ. ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ ΣΥΡΡΑΚΟΥ
Ο Ασπροπόταμος και τα βλαχοχώρια της Νότιο-Δυτικής Πίνδου: Μια ιστορική αναδρομή στις σχέσεις τους
9ο Συμπόσιο Ιστορίας, Λαογραφίας, Βλάχικης Παραδοσιακής Μουσικής και Χορών, Ασπροπόταμος Τρικάλων 11-12-13 Μαΐου 2007
Βιβλιογραφία.
Αλεξίου Δημήτριος, Η Λίπιντζα Ασπροποτάμου, εκδ. 1998.
Ελληνική Μυθολογία, Εκδοτική Αθηνών εκδ. 1986, Αθήνα. Καλούσιος Δημήτριος, Το Ματσούκι Ιωαννίνων, εκδ. 1994, Ματσούκι. Καρανάσιος Αχιλλέας, Ιστορικά, λαογραφικά, παραδόσεις Γαρδικίου Αθαμάνων, εκδ. 1979, Τρίκαλα
Κούτσιας Γεώργιος, Τζούρτζια, αναδρομή στο χρόνο, εκδ. 1986, Τρίκαλα.
Κρυστάλλη Άπαντα, Επιμέλεια Γ. Βαλέτα, εκδ. 1959, Αθήνα.
Κρυστάλλη Άπαντα, Επιμέλεια Π. Βοβολίνη, Αθήνα.
Μακρή Θανάση, δάσκαλου μαρτυρίες, 2007. Μαλαβάκης Νίκος, Πολυθέα Ασπροποτάμου, εκδ. 1995.
Μπάρμπαλης Χρίστος, Το Χαλίκι, ιστορικά σημειώματα, εκδόσεις Χρ. Μπακάλη & Κ. Κωνσταντινίδη, 1955, Τρίκαλα.
Πατσέλης Νικόλαος, Ιωάννης Κωλέττης, εκδ. 1931, Ιωάννινα. Πνευματικό Κέντρο Συρράκου, Συρράκο, Πέτρα Μνήμη Φως, τ. Α’ και Β’, έκδ. 2004, Ιωάννινα.
Πουκεβίλ Φραγκίσκος, Ταξίδι στην Ελλάδα, Ήπειρος, έκδοση 1820, Παρίσι, έκδοση στην Ελληνική Αφών Τολίδη, 1994, Αθήνα.
Πουκεβίλ Φραγκίσκος, Ταξίδι στην Ελλάδα, Μακεδονία, Θεσσαλία, έκδοση 1820, Παρίσι, έκδοση στην Ελληνική Αφών Τολίδη, 1995, Αθήνα.