Η Λεγεώνα της Πίνδου και το Σέσκλο στην Κατοχή

Άφιξις ΑρχηγούΤο Σέσκλο έχει γίνει γνωστό για τον προϊστορικό οικισμό του. Πρόκειται όμως για έναν σημαντικό οικισμό, 14 χιλιόμετρα μακριά από τον Βόλο.

Ο πληθυσμός αποτελείται από Βλάχους και Γκραίκους. Ως τον Παγκόσμιο Πόλεμο, την τοπική εξουσία διέθεταν οι Γκραίκοι, οι ντόπιοι κάτοικοι. Οι Βλάχοι ήταν νομάδες, κατά κύριο λόγο, γιδοτρόφοι, που κατάφεραν να αποκτήσουν για πρώτη φορά δική τους ιδιοκτησία στο χωριό στις αρχές του 20ού αιώνα, κάτι που σταδιακά τους έστρεψε και στη γεωργική παραγωγή 1.

Το Σέσκλο είναι κτισμένο σε λόφο ύψους 220 μέτρων. Η πρώτη εγκατάσταση έγινε περιμετρικά της πλατείας και της εκκλησίας του αγίου Ταξιάρχη. Αργότερα ο οικισμός επεκτάθηκε προς τα νοτιοανατολικά, στο λόφο Μεριάς, όπου μοιράστηκαν οικόπεδα στους φτωχούς Βλάχους.

Οι Γκραίκοι και οι Βλάχοι ήταν σε μια συνεχή σύγκρουση. Το οικονομικό, κατά βάση, υπόστρωμα για τις τριβές συνοδεύεται παράλληλα από διαφορετικό πολιτισμικό κεφάλαιο. Οι Βλάχοι είναι νομάδες, στην αρχή, και διατηρούν όλες τις πολιτισμικές συμπεριφορές που συνοδεύουν τη μετακινούμενη κτηνοτροφία: αυστηρή πατριαρχική δομή, ενδογαμία, κτηνοτροφία, ελαχιστοποίηση των δαπανών, διατροφή, ενδυμασία. Σ’ όλα αυτά προστίθεται και η γλώσσα (βλάχικα).

Ως εκ τούτου, διαμορφώνεται ένας διπολισμός που συγκροτείται από στερεοτυπικές αναπαραστάσεις. Οι Βλάχοι κατηγορούν τους Γκραίκους για αυταρχισμό, μην επιτρέποντας στις γυναίκες τους να μαζέψουν πουρνάρια. Ακόμη πιστεύουν πως είναι υπεύθυνοι για τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν. Ακόμη, θεωρούν πως δεν ήταν της προόδου. Αυτό το τελευταίο αποδέχονται και κάποιοι Γκραίκοι πληροφορητές τονίζοντας πως οι δικοί τους ενδιαφέρονταν περισσότερο για την καλοπέρασή τους. «Ήταν τεμπέληδες. Ό,τι έβγαζαν το έπιναν», διευκρινίζει ένας απ’ αυτούς.

Οι Γκραίκοι, με τη σειρά τους, θεωρούν τους Βλάχους άξεστους, βίαιους, εσωστρεφείς, πονηρούς. «Οι Βλάχοι ήταν ο τύπος του παλικαρά», είναι το μοτίβο που επαναλαμβάνεται από κάποιους Γκραίκους. Αυτή η εντύπωση είναι διάχυτη ακόμη και στους Βλάχους. Επιπλέον, το προσωνύμιό τους «Γκραίκος» το αποδίδουν στους Βλάχους και αποτέλεσμα της πληθυσμιακής συρρίκνωσης τους στη μεταπολεμική περίοδο. Οι ίδιοι παλιότερα αυτοσυστήνονταν ως Καραγκούνηδες 2. Θεωρούν το χαρακτηρισμό «Γκραίκος» υποτιμητικό. Πάντως, είναι αληθές πως, ακόμη και οι παλιότεροι Βλάχοι, γεννημένοι στην προπολεμική περίοδο, ουδέποτε χρησιμοποίησαν το συγκεκριμένα προσωνύμιο. Όλοι ανεξαιρέτως αναφέρονταν στους Καραγκούνηδες. Αντίθετα, οι νεώτεροι, Βλάχοι και μη, χρησιμοποιούν το όνομα «Γκραίκος», παρόλο που έχει αρχίσει να χάνεται η παλιά διάκριση.

Το στερεότυπο όμως αλλά και τα πραγματικά περιστατικά αποτέλεσαν και το λόγο που η Κοινότητα Σέσκλου ζητάει τη σύσταση αστυνομικού σταθμού (1933). Προκειμένου να είναι αποτελεσματική η προσπάθειά της περιγράφει ως εξής την επικρατούσα κατάσταση. «Το Κοινοτικόν Συμβουλιον (…) λαβόν υπόψιν ότι το χωρίον Σέσκουλον έχει περί τους 800 κατοίκους, ότι εις την περιφέρειαν Σεσκούλου παραχειμάζουν περί τας 14 χιλιάδες αιγοπρόβατα και πολλοί σκηνίται Σαρακατσαναίοι, ότι το χωρίον από του 1920 και εντεύθεν επανειλημμένως κατεπατήθη υπό ληστών, ότι εκ Σεσκούλου διέρχεται παλαιά οδός συνδέουσα τον Βόλον μετά των περιφερειών Φαρσάλων και όλης της Δυτικής Θεσσαλίας δια της οποίας οδού διέρχονται όλα τα κακοποιά στοιχεία, ότι εις το χωρίον Σέσκουλον εκ των κατοίκων Αρβανιτόβλαχοί τινες είναι μη νομοταγείς και πάντοτε και ιδίως κατά τας εορτάς προκαλούσι ταραχάς, τινές δε εκ τούτων διενεργούσι λαθρεμπόριον (…)» 3.

Η απόφαση-αίτημα του Κοινοτικού Συμβουλίου περιγράφει τα προβλήματα από τη μετακινούμενη κτηνοτροφία που υπέθαλψε, στο Μεσοπόλεμο, τη ληστεία. Αυτά είναι πραγματικά περιστατικά 4. Όμως, παρουσιάζει ενδιαφέρων ο τρόπος που αναφέρεται σε κάποιους από τους αρβανιτόβλαχους κατοίκους. Η απόφαση υπογράφεται από τον Γκραίκο πρόεδρο Ν. Μπουντούρη αλλά και τους Βλάχους κοινοτικούς συμβούλους Φ. Μόσιο και Σπ. Γκάγκα. Έτσι, δεν τίθεται θέμα για την αξιοπιστία της. Κάποιοι βέβαια από τους Βλάχους δεν είναι νομοταγείς. Πρόκειται για μια ιδιότητα που ήταν συμβατή με τον ως πρόσφατα νομαδικό τους βίο αλλά και το συνεχιζόμενο ημινομαδισμό. Οι πληροφορητές επιβεβαιώνουν ότι η φτώχεια τούς έκανε να μην αφήνουν σε χλωρό κλαρί τους μπαχτσέδες αλλά και να παραβιάζουν τους κανόνες για την απαγόρευση βόσκησης 5. Αποδίδεται ακόμη σ’ αυτούς μια διαρκής τάση για συγκρούσεις που οξύνεται στην περίοδο των εορτών. Προφανώς, η απόφαση υπαινίσσεται το πανηγύρι του Άη Ταξιάρχη και τους πασχαλινούς χορούς στην πλατεία, οι οποίοι κατέληγαν σε συρράξεις για τη σειρά, καθώς και για τη διάρκεια του χορού. Τέλος, η απόφαση τούς αποδίδει την κατηγορία της λαθρεμπορίας. Κάποιοι πληροφορητές πράγματι αναφέρονται σε δικούς τους ανθρώπους που έκαναν λαθρεμπόριο με τα κάρβουνα και τον καπνό.

Η Λεγεώνα

Όμως, η σύγκρουση δεν εκτονώνεται. Στη διάρκεια της Κατοχής αποκτά μάλιστα πολιτικά χαρακτηριστικά, γεγονός που δημιουργεί ένα άλλο πεδίο διπολισμού. Το 1945 το Κοινοτικό Συμβούλιο αποφασίζει (πρόεδρος ο Γκραίκος Θεόδωρος Τσουρτσούλης και μέλη οι Κωνσταντίνος Αξιώτης, Γκραίκος, και Κωνσταντίνος Στύλας, Βλάχος), να ξαναζητήσει την τοποθέτηση σταθμού ή φυλακίου χωροφυλακής. Το σκεπτικό του αιτήματός τους είναι ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτο.

«Το χωρίον μας και προπολεμικώς ήτο από απόψεως αναρχίας και τάξεως το πλέον επικίνδυνον από όλα τα του Θεσσαλικού κάμπου. Έδρα ζωοκλεπτών, ληστών, λαθρεμπόρων και εν γένει παντός κακοποιού στοιχείου. Ήδη επί πλέον επιβάλλεται η τοποθέτησις σταθμού ή φυλακίου και δι’ άλλον ακόμη λόγον, καθ’ ότι εις το χωρίον μας υπάρχει και το φυλετικόν μένος μεταξύ Κουτσοβλάχων και γηγενών κατοίκων, όπερ κατά τα έτη της κατοχής έφθαναν εις το ζενίθ και δη αφ’ ότου οι Κουτσόβλαχοι ηθέλησαν να ιδρύσωσιν ανεξάρτητον βασίλειον, το αισχρόν βασίλειον της Πίνδου υπό την αρχηγίαν των αρχιλεγεωναρίων Διαμάντη - Μουτούση - Ραποτίκα. Κατά την παρελθούσαν εαρινήν περίοδον συνέβησαν πλείστα όσα μεταξύ γηγενών και Κουτσοβλάχων, που εκ θαύματος απεφύγαμεν εγκλήματα κατά της ζωής, ουχί όμως και κατά της ακεραιότητος του σώματος. Αι διαμάχαι μεταξύ των δύο μερίδων έφθαναν εις τοιοούτον βαθμόν που απησχόλησαν όλας τας Αρχάς, Νομαρχία, Εισαγγελία, Εθνοφυλακήν, κ.λ.π. αι δια να επαναφέρωσι την τάξιν και την ασφάλειαν και τούτο το δια τοποθετήσεως φυλακίου εξ ανδρών της Εθνοφυλακής. Μέχρι τώρα δε εάν ετηρήθη, τούτο οφείλεται εις την απουσίαν της μερίδος των Κουτσοβλάχων καθ’ όλην την θερινήν περίοδον εκ του χωρίου (…)

Επειδή δε τα φυλετικά πάθη είναι κατά πολύ εξημμένα και θέλουσι ωξυνθή έτι περισσότερον με την επιστροφήν τούτων εις το χωρίον και με την τιμωρίαν τούτων παρά της Δικαιοσύνης, πολύ φοβούμεθα μη και πάλιν διασαλευθή η τάξις και η ασφάλεια με πολύ δυσμενή αποτελέσματα. Φόβοι δε υπάρχουσι μήπως οι φυγόδικοι ανθώσιν ή έχουσιν ενωθή μετά φυγοποίνων εαμοκομμουνιστών μελών της ΟΠΛΑ του χωρίου Κερασιάς και εις βοήθεια τούτων προβώσιν εις εγκληματικάς πράξεις στρεφομένας κατά της ζωής πλείστων φιλησύχων πολιτών» 6.

Η απόφαση της Διοικούσας Επιτροπής της Κοινότητας θέτει το πρόβλημα των σχέσεων των δύο πληθυσμιακών ομάδων στο πλαίσιο του ευρύτερου πολιτικού ζητήματος που ανέκυψε με τη δημιουργία της «Ρωμαϊκής Λεγεώνας» το 1941 από τον Ρουμανίζοντα Αλκιβιάδη Διαμάντη.

Η παλιά οικονομική και πολιτισμική αντίθεση εξελίσσεται σε «φυλετικό μένος», αναβιώνοντας με μεγάλη ένταση το παλιό δίπολο. Πρόκειται για δυο διαφορετικές φυλετικές ομάδες, σύμφωνα με την άστοχη διατύπωση των εμφόβων μελών της Διοικούσας Επιτροπής, δηλαδή μεταξύ «Κουτσοβλάχων και γηγενών κατοίκων». Διαπράττουν κατ’ αρχάς ένα λάθος ορισμού της ομάδας των Βλάχων. Τους αποκαλούν Κουτσοβλάχους ενώ είναι Αρβανιτόβλαχοι, γεγονός που αναφέρεται στην αίτηση του 1933 για τον αστυνομικό σταθμό. Ενδεχομένως χρησιμοποιούν αυτό τον όρο λόγω της κουτσοβλάχικης καταγωγής του Διαμάντη και του Ματούση, των κορυφαίων στελεχών της Λεγεώνας . Επιπλέον επαναφέρουν, σαράντα χρόνια (40) μετά, τη διεκδίκηση της αποκλειστικής διαχείρισης της εντοπιότητας. Είναι οι γηγενείς και οι άλλοι είναι οι Βλάχοι. Η ανάδειξη του διπόλου ενδεχομένως υπαινίσσεται έναν υποβόσκοντα διπολισμό που αποκτά εξπρεσιονιστικές διαστάσεις στο συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο.

Όμως, η απόφαση αυτή αποτέλεσε ένα γνώμονα στην εξέλιξη της επιτόπιας έρευνας. Τα προβλήματα στη σχέση των δύο ομάδων στην Κατοχή εντοπίστηκαν κατά τη διάρκεια συστηματικής έρευνας στα Βιβλία Πρακτικών του Κοινοτικού Συμβουλίου Σέσκλου, στο κτήριο όπου στεγαζόταν η τέως Κοινότητα Σέσκλου. Ως τότε, κάθε απόπειρα να επεκταθεί η συζήτηση με τους πληροφορητές και στην κρίσιμη περίοδο της Κατοχής, για την οποία ακούγονταν αποσπασματικές φράσεις και όχι ολοκληρωμένη αφήγηση, οδηγούσε σε αδιέξοδο. Κάθε φορά που επιχειρούσα να φέρω τη συζήτηση στις σχέσεις Γκραίκων και Αρβανιτόβλαχων ερχόμουν αντιμέτωπος με τη σιωπή. Τα στόματα σφράγιζαν και φράσεις του τύπου «ας μην τα σκαλίζουμε αυτά» δημιουργούσαν μια βαριά ατμόσφαιρα. Αμήχανη σιωπή ακολουθούσε την ερώτηση . Ήταν φανερό πως οι περισσότεροι ήθελαν να μη θυμούνται. Οι Αρβανιτόβλαχοι είχαν επιλέξει τη σιωπή, ενδεχομένως γιατί ένιωθαν να ξύνουν μια παλιά πληγή.

Τα βιβλία που γράφουν για τη δράση της Λεγεώνας δεν αναφέρονται στο Σέσκλο. Μόνη εξαίρεση αποτελεί ο τότε Μητροπολίτης Δημητριάδος Ιωακείμ, ο οποίος συνέγραψε βιβλίο για την περίοδο 1940-45 αντλώντας υλικό από τη βιωματική του σχέση με τα γεγονότα. Γράφει. «Οι Ιταλοί αποβλέποντες να περιορίσωσι την Ελλάδα εις τα πρώτα όρια αυτής επί της Όρθρυος της Σούρπης και του Αμβρακικού κόλπου (…) εδημιούργησαν το Κουτσοβλαχικόν κίνημα επί τη προφάσει ότι οι Κουτσόβλαχοι προθύμως υπήκουον εις αυτούς και παρέδιδον τα όπλα των, εν αντιθέσει προς τους Έλληνας δυστροπούντας και αποκρύπτοντας ταύτα. Ούτως κατά το 1941-2, εν συνεργασία μετά των αρχικουτσοβλάχων Διαμάντη, του Μουτούση, δικηγόρου εν Λαρίση, και άλλων στελεχών του κινήματος εκ Τρικάλων, Λαρίσης, Αλμυρού Τσαριτσάνης, Ελασσώνος κ.λπ. παρασύραντες και τινα χωρία μέχρι του Σεσκούλου, παρά τον Βόλον, του οποίου οι αγαθοί κάτοικοι (ως και οι πολλαχού της πεδινής και ορεινής Θεσσαλίας) παραπεισθέντες υπέγραψαν δήλωσιν ότι προσχωρούσιν εις την Κουτσοβλαχικήν ιδέαν, απεφάσισαν να ιδρύσωσι το ‘Κράτος της Πίνδου’».

Πράγματι, το Σέσκλο αποτέλεσε πεδίο δράσης των «λεγεωναρίων». Συμπεριλαμβανόταν στο πεδίο δράσης του Βασιλείου Ραποτίκα. Η πρώτη περιγραφή για τον διοικητή του ενόπλου τμήματος της «Ρωμαϊκής Λεγεώνας» ανήκει στον γραμμουστιάνο Αγαθοκλή Πισιώτη, ο οποίος έχει μνήμες από ομιλία στη Νέα Αγχίαλο όπου ξεχείμαζαν οι Πισιωταίοι. «Παρουσιάστηκε κάποτε ο Ραποτίκας, Αρβανιτόβλαχος, υποδιοικητής της 6ης Ρωμαϊκής Λεγεώνας. Είχε δημιουργήσει μια ομάδα με 2000 πρόβατα και κάποτε, προπολεμικά, ήρθε στη Γράμμουστα το καλοκαίρι χωρίς να ρωτήσει κανέναν. Κατά σύμπτωση, πρόεδρος ήταν ο πατέρας μου, Αριστείδης Πισιώτης, που έφτιαξε την Κοινότητα. Μπορούσε να τον κυνηγήσει. Τελικά τον άφησαν να κάνει κονάκια στην Γκούβα.

Δεν ξαναπάτησε αλλά ήρθε μια μέρα στην Κατοχή με άλλους λεγεωνάριους (Χαντζάρας, Κουρδίστας) και ήθελε να ’ρθει στα σπίτια μας μια επίσκεψη. Πήραν όλοι απόφαση να τον καλέσουμε γιατί όταν ακούμε λεγεωνάριος καταλαβαίνεις. Και τον καλέσαμε. Τον κεράσαμε καφέ, γλυκό, ‘και τ’ απόγευμα, στις 6, κάτω στην αγορά όλοι. Ειδοποιήστε όλους στο χωριό να κατεβούν στην αγορά. Θα μιλήσουμε’. Πράγματι κατεβήκαμε στις έξι. Κατέβηκα κι εγώ, ήμουν μικρός. Στην πλατεία. Ανέβηκε ο Ραποτίκας σε καρέκλα. Μπότες καφέ μέχρι πάνω, το καπέλο κι ένα ύφος στρατηγού. Ξυρισμένος. Προς το κοντό, μέτριο. Ανεβαίνει λοιπόν με ένα ύφος, ‘τι, εγώ είμαι ο υποδιοικητής της 6ης Ρωμαϊκής Λεγεώνας και ήρθα εδώ να μιλήσω για τη φτώχεια. Να έχει ο φτωχός γκάζι, ρύζι, πολλά πράματα’.

Ένα πράγμα που θυμάμαι και δεν θα ξεχάσω όταν ήρθε η άνοιξη για να φύγουν τα πρόβατα για το Γράμμο. Ζητήσαν για να μας δώσουν την άδεια που την παίρναμε από το στρατηγείο που είχε έδρα στην Πορταριά 7, μας ζήτησαν όλα τα μαλλιά για να πάρουμε την άδεια».

Η αφήγηση του Πισιώτη προσφέρει στοιχεία της εποχής, τα οποία όμως συμβάλλουν στην κατανόηση των γεγονότων στο Σέσκλο. Οι υπεύθυνοι της Λεγεώνας χρησιμοποιούσαν τα υπαρκτά προβλήματα του ημινομαδισμού και του νομαδισμού: μη επαρκές για επιβίωση ζωικό κεφάλαιο για τη μεγάλη πλειοψηφία, δυσκολία στην εξεύρεση λιβαδιών, αντιπαλότητα με τους ντόπιους. Ο Ραποτίκας χρησιμοποίησε αυτά τα συγκεκριμένα επιχειρήματα στην ομιλία του στη Νέα Αγχίαλο, που αποτελούσαν και συστατικό στοιχείο του «υπομνήματος των Βλάχων της Κάτω Βαλκανικής» προς τον Τσολάκογλου. Παράλληλα όμως άσκησαν πίεση αλλά και εκμεταλλεύτηκαν τις ανάγκες των Βλάχων.

Έχοντας στα χέρια μου λεπτομέρειες για τον Ραποτίκα και τη δράση του διευκολύνθηκε η δημιουργία της κατάλληλης ατμόσφαιρας ώστε οι πληροφορητές μου να μιλήσουν για τα γεγονότα της περιόδου αυτής.

Οι βασικές λέξεις που διατρέχουν τη συζήτηση είναι: Ραποτίκας, καραμπινιέροι, ομάδες, αντάρτες. Ο Ραποτίκας, διοικητής του ενόπλου τμήματος της Λεγεώνας, είχε ως συνεργάτες, στην προσπάθειά του να εγγράψει τους Βλάχους του Σέσκλου μέλη της Λεγεώνας του, τον Κουρδίστα από τον Αλμυρό, τον Σπύρο Χαντζάρα 8 και τον Χρήστο Σιτούνα 9 που είχαν παντρευτεί Αρβανιτόβλαχες του Σέσκλου και τον Σπύρο Νούσια, γνωστό σε όλους με το παρατσούκλι Φορφόλιας (ήταν πολύ κοντός). Για το λόγο αυτό στηρίχτηκε στις υποσχέσεις για προσφορά τροφής για την επιβίωσή τους. Ένας από τους πληροφορητές μου εκείνο το πρωινό μού μίλησε για την εμπειρία του πατέρα του (Χρήστος Καπουράνης). «Ο Ραποτίκας τούς έδινε 700 οκάδες καλαμπόκι. Σταμάτησαν τον πατέρα μου, τον έπιασαν στη Σουβάλα. Και ο πατέρας μου γύρισε από τον δρόμο γιατί του ’ταξαν τόσες οκάδες 10. Τον είδε η μάνα μου, ‘γιατί γύρισες;’, ‘θα γραφτώ στην Λεγεώνα, αντάμωσα τον Κώστα Καπουράνη και τον Σπύρο Φορφόλια’. Του λέει, ‘γύρνα και σύρε στη δουλειά σου, μην μπλέξεις, θα αφήσεις ορφανά τα παιδιά σου. Μην παίρνεις τα μυαλά του Φορφόλια’. Αυτός ήταν ο καπετάνιος, 1.10 ύψος. Γυρνάει πίσω. Βγαίνει μπροστά ο Καπουράνης, ‘γιατί γύρισες πίσω;’ ‘Έμπλεξα με τη γυναίκα μου’. ‘Α, ρε άνανδρε’, του λέει ο Φορφόλιας».

Ο πληροφορητής μιλάει με σχετική άνεση, γιατί ο πατέρας του τελικά δε γράφτηκε μέλος της Λεγεώνας. Ωστόσο, είναι βέβαιο πως η υποσχεσιολογία έπιασε τόπο στους φτωχούς Βλάχους, παρά τη διαφωνία και τη σύσταση αρκετών άλλων να μην προχωρήσουν σε προσχώρηση. Όλοι συμφωνούν πως κάποιοι Σεσκλιώτες Αρβανιτόβλαχοι έγιναν μέλη. Το αποδίδουν δε στην αφέλεια και, κυρίως, στην ανέχεια «Ήρθε ο Ραποτίκας μ’ ένα χιόνι κι άρχισε να γράφει στο μαγαζί του Χρήστου Πίννα 11.Ήταν εκεί ο πατέρας μου με τον μπάρμπα μου. ‘πάμε σπίτι», του λέει. Τον φοβόταν. Όταν άνοιξε η πόρτα στο σπίτι το μαλλιότου του πατέρα μου ήταν άσπρο από το χιόνι»12.

Συνήθως, ανεβάζουν τον αριθμό των εγγεγραμμένων στη Λεγεώνα σε 20-30. Ωστόσο, όταν αναφέρονται σε προγραφές Αρβανιτοβλάχων από τους Γκραίκους, μετά την απελευθέρωση, υπολογίζουν τον αριθμό σε 40-80. Ο Απόστολος Καπουράνη (1943), γιος του Κώστα που είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στην υπόθεση των Λεγεωναρίων, μεταφέρει όσα συζήτησε αργότερα με τον πατέρα του . υποστηρίζει πως οι περισσότεροι Αρβανιτόβλαχοι παρασύρθηκαν από την αρχή. Ως επιχείρημα φέρνει το παράδειγμα του πατέρα του που δεν προχώρησε σε κάποια ενέργεια. Ακόμη, προσθέτει και το γεγονός πως από τους εγγραφέντες στη λίστα της Λεγεώνας ενεργοί υπήρξαν πολλοί λίγοι 13. Ανεξάρτητα πάντως από τον αριθμό, το βέβαιο είναι πως οι Αρβανιτόβλαχοι στιγματίστηκαν ως ‘προδότες’ και αυτός είναι ο λόγος που αποφεύγουν να αναφερθούν σ’ αυτή την περίοδο. «Το χωριό το ’χανε σαν προδότες. Μας είχανε για καθάρισμα», σχολιάζει άλλος πληροφορητής.

Η προσχώρηση λοιπόν κάποιων Αρβανιτόβλαχων στη Λεγεώνα στιγμάτισε όλη την ομάδα14. Τους εξώθησε όλους στο χώρο του εθνικά «μιαρού». Ως εκ τούτου, στόχος τους ήταν να επιτύχουν την κάθαρση μετά από μια περίοδο στοχοποίησης και παντός είδους επιθέσεων. Οι «ομάδες», μια άλλη λέξη που ανιχνεύεται τακτικά στο λόγο τους, είναι τα ένοπλα σώματα (ο Καρακίτσιος από το Ριζόμυλο, ο Μπίσδας από τον Αλμυρό, Πρίντζος, Γρηγόρης Σούρλας από τα Φάρσαλα, ο Άγγελος Τσέλιος από τα Μελισσιάτικα) που ενεργοποιήθηκαν στην περίοδο του Εμφυλίου. Επισκέπτονται το χωριό τη νύχτα και χτυπάνε όποιους υποψιάζονται πως έχουν σχέσεις με τους αντάρτες (αυτή η λέξη χρησιμοποιείται για όσους ήταν στον περίγυρο του ΕΑΜ). «Ο Καρακίτσιος πήρε δέκα (10) παιδιά. Τους ξεβράκωσε, τους χτύπησε με τα ρόπαλα, μέχρι που τους πήραν με τις βελέντζες». Και το συμπέρασμα έρχεται αβίαστο: «Το κάνανε οι Καραγκούνηδες (Γκραίκοι) από προσωπικά». Τελικά, ένα φαινόμενο που είχε ευρύτερες διαστάσεις οι αφηγητές, όπως και η απόφαση της Διοικούσας Επιτροπής του χωριού, προσπαθούν να το στρογγυλέψουν ώστε να χωρέσει στον τοπικό διπολισμό. Αναμφίβολα, υπήρχε ο διπολισμός και κάποιες ενέργειες οφείλονται σε αντιπαλότητες. Όμως, είναι ανεπαρκές εργαλείο για την κατανόηση αυτού που συνέβη στην Κατοχή και αμέσως μετά στο Σέσκλο. Παρά το γεγονός πως οι Βλάχοι αποδίδουν τα δεινά τους, ιδιαίτερα στο μεσοδιάστημα 1944-1946 και στον Εμφύλιο, στη διάθεση των Γκραίκων να τους εκδικηθούν για πολλά, όμως οι πληροφορητές αναγνωρίζουν το ρόλο κάποιων επιφανών Γκραίκων του χωριού στην εξομάλυνση των εντάσεων. Ένας απ ’αυτούς ήταν ο Θεόδωρος Τσουρτσούλης, πρόεδρος του χωριού στην κρίσιμη αυτή περίοδο (1945-49). Ανήκε στη συντηρητική παράταξη, αρχηγός των Μάηδων (ΜΕΑ) στο Σέσκλο. Ωστόσο, σύμφωνα με πληροφορητές μου, κατέβαλε προσπάθειες ώστε να μην υπάρξουν φαινόμενα εκδίκησης και εξορίας των Αρβανιτόβλαχων που είχαν φιλοεαμική στάση. Ό,τι δυσάρεστο συνέβη οφείλεται στην ομάδα του Καρακίτσου από τον Ριζόμυλο που ευθύνεται για άγριο ξυλοδαρμό περίπου δεκαπέντε νέων του χωριού(αρχές του 1947)15.

Ένα κομμάτι των Αρβανιτοβλάχων «ερωτοτρόπησε» με τη Λεγεώνα, γεγονός που δημιούργησε ένα άλλο δίπολο. Οι Αρβανιτόβλαχοι κατηγορούνται ως «προδότες», ως σύμμαχοι αυτών που αμφισβητούσαν την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας. Κάποιοι από αυτούς εγκαταλείπουν το χωριό όταν οι δυνάμεις κατοχής αποχωρούν. Άλλων η δράση προκαλεί την εκδίκηση του ΕΛΑΣ. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των αδελφών Σπύρου και Δημητρίου Καραλή, που είχαν γίνει μέλη της «Λεγεώνας». Ο Θεοφάνης Δημουλάς έχει την άποψη πως η συνεργασία του Καραλή με τη «Λεγεώνα» οφείλεται στην αναλγησία του ελληνικού κράτους, που ουσιαστικά εξώθησε τα αδέρφια Καραλή στη δράση τους. «Κάποτε η αδερφή των Καραλαίων, η Μαριγώ, έκανε απαγωγή με τον Γκάγκα κι αυτοί είχανε βγει κλέφτες για να τους εκδικηθούν. Το θεωρούσαν προσβολή, ήταν πλούσια οικογένεια. Με το νόμο όμως του Μεταξά όποιος παραδινόταν αμνηστευόταν. Παραδόθηκαν. Με την κατάρρευση όμως του Μεταξά είπαν όποιοι είναι επικίνδυνοι να εκτοπιστούν. Και τότε η τοπική επιτροπή υπέδειξε τους Καραλαίους και τον Νούσια (Φορφόλια) κι έναν Ντίκα. Αυτοί κατέβηκαν στον Βόλο να ανακαλέσουν την εκτόπιση. Όταν ήρθαν στον Βόλο βρήκαν έναν δικό μας στα Παλιά, «χαζοί είστε, αφού φτιάχνουμε δικό μας κράτος. Θα στείλουμε εμείς αυτούς εξορία». Την άλλη μέρα γύρισαν στο χωριό και έφεραν και τους Ιταλούς και κίνησαν να μάσουν τα όπλα στο χωριό. Αυτό τους επιβάρυνε ως συνεργάτες των Ιταλών.

Η Ανδρομάχη, κόρη του Σπύρου και σύζυγος του Νίκου Πασσιά, διαφωνεί με την άποψη Δημουλά. Η απαγωγή «της θείας Μαργίτσας» έγινε, παρά την προσπάθεια της οικογένειας Καραλή να την αποτρέψει. Η εκτέλεση του Σπύρου αποδίδεται στην εμπλοκή του στη Λεγεώνα. Η Ανδρομάχη μάλιστα προσθέτει πως θα μπορούσαν να αποφευχθούν οι θάνατοι των δύο αδελφών αν έπαιρναν σοβαρά υπόψη τα μηνύματα που τους εστάλησαν. Ο Σπύρος είχε προειδοποιηθεί από τον Παναγιώτη Οικονόμου, αξιωματικό του ΕΛΑΣ με το ψευδώνυμο Διάκος που ήταν παντρεμένος με βλάχα Σεσκλιώτισσα (κόρη του Μιχάλη Ντίκα), να φυλάγεται από την αντάρτικη ομάδα του Καραντάου. Ο Σπύρος όμως αδιαφόρησε για την προειδοποίηση. Το ίδιο έκανε και αργότερα όταν οι αντάρτες τον κάλεσαν στο καφενείο του Χρήστου Πίννα (Απρίλιος 1943), μια πρόσκληση που οδήγησε στο θάνατό του.

Μια άλλη περίπτωση Αρβανιτόβλαχου που έγινε μέλος της Λεγεώνας είναι ο Κώστας Καπουράνης του οποίου όμως η τύχη ήταν διαφορετική. Το ίδιο έτος που εκτελούνται τα αδέλφια Καραλή, ο Καπουράνης καλείται σε ανάκριση από το 54 ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ στην Άνω Κερασιά Πηλίου. Ο γιος του Απόστολος αφηγείται. «Ο πατέρας μου ήταν στην Κάπουρνα. Κουβαλούσαν με τα μουλάρια ψάρια από την Κάρλα στο Βόλο. Οι αντάρτες τον πήραν για ανάκριση από κει (1943). Είχε γραφτεί στη Λεγεώνα αλλά δεν είχε λάβει μέρος πουθενά. Στο δρόμο, στην Γκόμα, συνάντησαν και Αθανάσιο Γκάγκα του Γεωργίου που τον πήραν κι αυτόν για ανάκριση. Στην Επάνω Κερασιά τους ξεχώρισαν. Στον πατέρα μου απαγόρεψαν να κατεβαίνει στο Βόλο, μάλλον για να μην συναντήσει ανθρώπους των λεγεωναρίων».

Ο στιγματισμός τους έκανε κάποιους Αρβανιτόβλαχους που διέθεταν επιρροή επιχειρήσουν ένα στρατηγικό ελιγμό (1943) ώστε να αποστιγματοποιηθούν. Ο μόνος τρόπος ήταν να γραφτούν κάποιοι νέοι Αρβανιτόβλαχοι στην εαμική αντίσταση 16. Ο ελιγμός αυτός αποδίδεται στον Θανάση Τσιαμήτα του Χρήστου (Μπασδάνη), που είχε φιλοεαμικά αισθήματα και ασκούσε επιρροή στους Βλάχους 17. Αυτός έπεισε καμιά δεκαπενταριά νέους Αρβανιτόβλαχους(16-17 ετών) να στρατευθούν με το ΕΑΜ. Γι’ αυτό καμιά δεκαριά απ’ αυτούς ανέβηκαν στο βουνό κι έτσι το χωριό μπορούσε να επικαλεστεί περγαμηνές αντίστασης κατά των κατακτητών. Προς το σκοπό αυτό εξάλλου αξιοποιείται η εκτέλεση μιας ομάδας Αρβανιτόβλαχων στη Δράκεια από τις κατοχικές δυνάμεις 18.

Οι φόβοι της Διοικούσας Επιτροπής για ανεξέλεγκτες καταστάσεις είχαν ως αφετηρία τα επεισόδια που συνέβησαν μεταξύ γηγενών και Αρβανιτόβλαχων, «που εκ θαύματος απεφύγαμεν εγκλήματα κατά της ζωής, ουχί όμως και κατά της ακεραιότητος του σώματος». Πρόκειται κυρίως για τον τραυματισμό του Βάιου Γιαννακόπουλου από τον Κώστα Καπουράνη που συνέβη στο κοινοτικό γραφείο 19. Παρών ήταν και ο Νομάρχης Μαγνησίας, προκειμένου να εξομαλυνθούν οι διαφορές ανάμεσα στις δύο πληθυσμιακές ομάδες. «Πες ο ένας πες ο άλλος ο πατέρας μου χτύπησε τον Βάιο με μαχαίρι» (Απόστολος Καπουράνης). Στο επεισόδιο ήταν παρόντες και οι βλάχοι Αθανάσιος Τσιαμήτας του Δημητρίου και Δημήτριος Μάρκος που συνελήφθησαν παραμένοντας προφυλακισμένοι για μισό περίπου χρόνο (στη δίκη αθωώθηκαν). Ο Καπουράνης ξέφυγε και καταδικάστηκε ερήμην σε πέντε χρόνια φυλάκιση.

Οι Γκραίκοι λοιπόν εμφανίζονται, στη διάρκεια αυτής της κρίσιμης περιόδου, ως εγγυητές της εντοπιότητας και της εθνικής συνείδησης. Κάποιοι απ’ αυτούς -τους έτσι κι αλλιώς λίγους- που είχαν ασχοληθεί ενεργά με τις εαμικές οργανώσεις το πλήρωσαν με τη ζωή τους 20, ενώ άλλοι εγκαταστάθηκαν οριστικά στο Βόλο (Θεοφάνης Δημουλάς, μέλος της ΕΠΟΝ).

Εκείνο όμως που προκύπτει από την έρευνα και τις εξαντλητικές συζητήσεις, με Γκραίκους και Βλάχους, είναι πως η εγγραφή ενός ικανού αριθμού Αρβανιτόβλαχων στη Λεγεώνα είναι γεγονός. Όλοι το αποδέχονται. Είναι προφανές πως οι ηγέτες της Λεγεώνας αξιοποίησαν την οικονομική εξαθλίωση των περισσότερων Αρβανιτόβλαχων υποσχόμενοι καλαμπόκι για την επιβίωσή τους (δεν υπάρχει μαρτυρία ότι κάποιος απ’ αυτούς πήρε το καλαμπόκι). «Ουδέποτε ήρθα αντιμέτωπος, έστω και με κάποιον υπαινιγμό, για πλουτισμό κάποιου Αρβανιτόβλαχου εξαιτίας της συμμετοχής του στη Λεγεώνα». Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί η αρχική αποτελεσματικότητα της Λεγεώνας στη στρατολόγησή τους αποδίδεται στη φτώχεια τους, με άλλα λόγια στην αδυναμία της Κοινότητας του Σέσκλου, των Γκραίκων και της κρατικής μέριμνας να τους εντάξουν πλήρως στην τοπική κοινωνία. Αποτελούσαν μια κοινότητα, Γκραίκοι και Βλάχοι, κι αυτό αποτυπώνεται στη διοικητική επικράτηση των Αρβανιτόβλαχων στις εκλογές για την προεδρία του χωριού. Ωστόσο, άργησαν να γίνουν χωριό, δηλαδή να αποτελέσουν μια ενιαία κοινωνία, έστω και με τις αντιθέσεις τους.

Η Λεγεώνα της Πίνδου και το Σέσκλο στην Κατοχή
Ευάγγελος Αυδίκος
Ομ. καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
Οι Βλάχοι του ελληνικού χώρου
Επιστημονική ημερίδα αφιέρωμα στον Αστέριο Κουκούδη
Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2020

 

1 Το κείμενο στηρίζεται στο βιβλίο μου «Σέσκλο Μαγνησίας. Οικονομικές, Κοινωνικές και Πολιτισμικές αντιθέσεις και αλλαγές. Εκδόσεις Δήμου Αισωνίας, Βόλος 2010.

2 Οι Βλάχοι θεωρούσαν ως Καραγκούνηδες όλους τους ντόπιους κατοίκους της Θεσσαλίας διαφοροποιώντας τους από τους ορεινούς Θεσσαλούς, ιδιαίτερα εκείνους που μετακινούνταν, ή προέρχονταν- στη νοτιανατολική Πίνδο. Αυτούς τους αποκαλούσαν Παλιοχωρίσους.

3 Πρακτικόν Κοινοτικού Συμβουλίου, 28/9 Δεκεμβρίου 1933.

4 Ο Θεοφάνης Δημουλάς που διετέλεσε Γραμματέας της ΕΠΟΝ στην περιοχή αφηγείται πως η περιοχή του Σέσκλου αποτελούσε πέρασμα των ανταρτών στην Κατοχή που μετακινούνταν από το Πήλιο προς την Κεντρική Ελλάδα. Στη θέση «Λατομείο» η απέναντι βουνοπλαγιά σμίγει σχεδόν με το δρόμο του Σέσκλου. Έτσι οι αντάρτες του Σέσκλου αναλάμβαναν την επιτήρηση της στενής λωρίδας ώστε να γίνει με επιτυχία το πέρασμα των ενόπλων τμημάτων. «Ένα βράδυ πέρασαν 400 ζώα με εφόδια».

5 Οι Βλάχοι δεν διστάζουν να ομολογήσουν ότι η δική τους συμπεριφορά προκαλούσε προβλήματα στη σχέση τους με τους Γκραίκους: φθορές στις ιδιοκτησίες, κλοπές φρούτων, ξερίζωμα νεοφυτεμένων δέντρων, κυρίως όμως σχεδόν ασυδοσία των ζώων. Αυτό αυξήθηκε στην περίοδο 1946-1950, κατά την οποία απαγορεύτηκε, λόγω του Εμφυλίου, η άνοδός τους στο Πήλιο στην καλοκαιρινή περίοδο οπότε η κτηνοτροφία ασφυκτιούσε στα στενά όρια των σεσκλιώτικων λιβαδιών. Τότε ήταν που δυσκόλεψε ο έλεγχος των ζώων, γεγονός που προκάλεσε πολλές ζημιές στη γεωργική παραγωγή.

6 Πρακτικόν Κοινοτικού Συμβουλίου, 27/24 Σεπτεμβρίου 1945.

7 Εκεί εγκαταστάθηκε το 44ο τάγμα πεζικού, στο ξενοδοχείο Θεοξένια

8 Ο Χαντζάρας, πιθανότατα Αρβανιτόβλαχος από την Κρύα Βρύση Πέλλας, είχε παντρευτεί την ωραιότερη γυναίκα, κατά τους πληροφορητές, του Σέσκλου, την Αποστολία (στα βλάχικα Αποστόλα), κόρη του Σπύρου Τάσιου. Μετά την Κατοχή εγκαταστάθηκε στην Κρύα Βρύση, όπου άλλαξε και το επώνυμό του.

9 Δεν γνωρίζει κανείς την τόπο προέλευσης. Θα ήταν πιθανότατα Αρβανιτόβλαχος αν λάβουμε υπόψη ότι εκείνα τα χρόνια ήταν αυστηρότατη η ενδογαμία στα όρια της ομάδας τους. Παντρεύτηκε κι αυτός Αρβανιτόβλαχα του Σέσκλου, την αδελφή του Θανάση Μόσιου (Κορέλου).

10 Σε άλλη αφήγηση η υπόσχεση ανερχόταν σε τρία φορτώματα.

11 Υπάρχει και μια ολιγομελής ομάδα Βλάχων που κατηγορούντανται ως επιθετικοί χαρακτήρες και ευεπίφοροι στην αδικία. Ως τέτοιοι αναφέρονται οι τρεις Ζηντραίοι (Κώστας, Πάντος,) που προκαλούσαν ζημιές, «αμόλαγαν τα πρόβατα και δεν άφηναν τίποτε», ενώ χρησιμοποίησαν την ένταξή τους στη Λεγεώνα για άλλες αυθαιρεσίες (απαιτούσαν από άλλους χωριανούς να τους χορηγήσουν μερτικό της παραγωγής). Οι δύο από αυτούς εκτελέστηκαν στο Νεκροταφείο Βόλου από τους Γερμανούς, ενώ ο τρίτος που κατάφερε και γλίτωσε πηδώντας τη μάντρα σκοτώθηκε στον Εμφύλιο.

12 Ο Ραποτίκας, ανάμεσα στ’ άλλα, έλεγε πως θα γίνει πρωτεύουσα η Σαμαρίνα. Εκτός από τον Ραποτίκα, το Σέσκλο επισκέφτηκε για εγγραφές νέων μελών και ο Κουρδίστας από τον Αλμυρό (Απόστολος Καπουράνης του Κώστα).

13 Συμπεριλαμβάνει σ’ αυτούς τον Κωνσταντίνο Παπούλια, τα αδέλφια Ζήντρα, τον Ντούλα Μπέα.

14 «Γράφτηκαν στους Καραμπινιέροι», είναι το μονολεκτικό σχόλιο της Στεργιάνας Μόσιου. Προφανώς αυτό υπογραμμίζει την ταύτιση της Λεγεώνας με την ιταλική δύναμη κατοχής στην περιοχή του Βόλου.

15 Μερίδιο στη βιαιότητα αυτή αποδίδεται σε δυο τρία άτομα, Αρβανιτόβλαχους, που συμμετείχαν στην ομάδα του. Αυτοί, κατά τους πληροφορητές είχαν προσωπικές διαφορές με άλλους Σεσκλιώτες.

16 Στην εαμική αντίσταση ήταν και ο Χρήστος Γκόντας που εξαφανίστηκε στα δεκαοχτώ του και, παρά τις ανακοινώσεις του Ερυθρού Σταυρού, δεν κατάφεραν οι συγγενείς του να τον εντοπίσουν. Ο πατέρας του Βαγγέλης πέθανε νωρίς και έτσι η μάννα του πήγε στον Αλμυρό μαζί με τα δύο αγόρια της, προκειμένου να είναι υπό την προστασία του αδελφού της Βασίλη Αντωνίου που ζούσε στον Αλμυρό.

17 Φιλικές σχέσεις με πρόσωπα της αριστεράς τότε διατηρούσε και ο Σπύρος Χρήστου Τσιαμήτας, ο οποίος συνελήφθη για προσφορά προμηθειών στους αντάρτες, κρατήθηκε στο Βελεστίνο όπου και βασανίστηκε, όπως εξιστορεί η γυναίκα του Όλγα σε συζήτηση που είχαμε. Επισκέφτηκε τον άνδρα της στο Βελεστίνο και θυμάται τη σύσταση ενός χωροφύλακα να περιποιηθεί τα πόδια του με τσίπουρο και οινόπνευμα, γιατί είχαν πληγιάσει από τον φάλαγγα. Η Όλγα απέδωσε τη σύλληψη του άνδρα της, όπως της εξήγησαν άλλοι, σε «λόγια» από το χωριό. Ήταν έντονη χροιά παραπόνου για τον σύζυγό της που πολέμησε στο αλβανικό μέτωπο και χρειάστηκε να καλύψει την απόσταση από το μέτωπο ως το Σέσκλο με τα πόδια.

18 Ήταν όλοι τους αγωγιάτες που έκαναν το δρομολόγιο «Δράκεια-Βόλος» μεταφέροντας μήλα.

19 Εμπορευόμενο στο Βόλο, με κτήματα στο χωριό(ο ένας αδελφός του, Γαρύφαλλος, ήταν γραμματέας στην Κοινότητα και ο άλλος, ο Νίκος, ήταν γραμματέας στα δικαστήρια). Στον καυγά έλαβαν μέρος, εκτός από τον Καπουράνη, και οι Θανάσης Τσιαμήτας του Δημητρίου και Δημήτριος Μάρκος.

20 Ο Ευριπίδης Δημουλάς σκοτώθηκε μέρα μεσημέρι στην πλατεία (στη θέση που βρίσκεται σήμερα το περίπτερο). Διαγράφεται από την οικογενειακή μερίδα του πατέρα του Δημουλά Αποστόλου (1880), γιου του Θεμιστοκλή και της Ευγενίας, στις 14/8/1946 με τη σημείωση ότι «εφονεύθη παρ’ αναρχικών». Ο Σπύρος Μπαρμπάκος εκτελέστηκε κάτω από τη γέφυρα του Μπαμπίνη, αφού τον πήραν μέσα στη νύχτα από το σπίτι του (1η Μαρτίου 1946). Ειδικά για τον ξάδερφό του Ευριπίδη ο Θεοφάνης Δημουλάς θυμάται. «Μου λέει, ‘θα πάω στο χωριό να κοιτάξω τα χωράφια’. Είχε ανοίξει μαγαζί εδώ στο Βόλο. Μ’ έναν άλλο. ‘Θα πάω στο χωριό το Δεκαπενταύγουστο να φροντίσω τα κτήματα’. Και πάει εκεί και την παραμονή της Παναγίας τον σκότωσε ο Μπίσδας. Φώναξαν καμιά δεκαριά άτομα, αυτόν βρήκανε. Του ρίξαν ξύλο και μετά με το όπλο. Τον σκότωσαν στην πλατεία του χωριού».

Άφιξις Αρχηγού

Άφιξις ΑρχηγούΕφημερίδα «Αναγέννησις» Τρικάλων, 17 Απριλίου 1942. Το δημοσίευμα αναφέρεται στην πόλη των Τρικάλων

Αναζήτηση