Οι πρώτες αναφορές για την παρουσία Βλάχων στη Δυτική Θεσσαλία ανάγονται στον 11ο αιώνα και στην περιγραφή του Κεκαυμένου για την «στάση» (μοῦλτο)1 των Λαρισαίων κατά της οικονομικής πολιτικής του Βυζαντινού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ι΄ Δούκα το 1066.
Εξιστορώντας τα γεγονότα, ο Κεκαυμένος παρέχει ορισμένες ενδιαφέρουσες πληροφορίες, καίτοι όχι ιδιαίτερα κατατοπιστικές, για τους Βλάχους της περιοχής, μνημονεύοντας βλαχικούς πληθυσμούς που κατοικούσαν λ.χ. στις περιοχές Τρικάλων, Φαρσάλων και πέριξ του ποταμού Πλήρη (σημ. Πάμισος)2 .
Ο αρμενικής καταγωγής Κεκαυμένος είναι μεν ο πρώτος που κάνει λόγο για τη σημαντική παρουσία Βλάχων στη Δυτική (πεδινή) Θεσσαλία, αλλά δεν είναι ο μόνος3. Η παρουσία τους είναι αρκούντως γνωστή και σε άλλες βυζαντινές πηγές, κυρίως του 12ου αιώνα (δημόσια έγγραφα, ιστοριογραφικά ή άλλα λογοτεχνικά κείμενα), στις οποίες αναφέρεται συχνά η μεγάλη Βλαχία 4.
Στο χρυσόβουλλο του αυτοκράτορα Αλεξίου Γ΄ Αγγέλου προς τους Βενετούς (1198, Νοέμ.) και στη «Συμφωνία περί διανομής της Ρωμανίας» ( Partitio Romaniae) που συνομολόγησαν το 1204 οι Σταυροφόροι της Δ΄ Σταυροφορίας με τους Βενετούς αναφέρονται αντίστοιχα η provincia (ἐπαρχία - θέμα) Valachiae και η prouintia Blachie5. Ο σύγχρονος της περιόδου αυτής Βυζαντινός ιστορικός Νικήτας Χωνιάτης σημειώνει σχετικά ότι η ορεινή Δυτική Θεσσαλία απέφυγε την κατάκτηση των Σταυροφόρων και διατήρησε την ανεξαρτησία της, καθώς ἄλλος τις τὰ Θετταλίας κατέχων μετέωρα, ἃ νῦν μεγάλη Βλαχία κικλήσκεται, τοπάρχης ἦν τῶν ἐκεῖ 6 . Η νεότερη ιστοριογραφία τοποθετεί την provincia Valachiae στην περιοχή μεταξύ Τρικάλων και Δομοκού, με το κάστρο του Φαναρίου να κατέχει σημαίνουσα θέση7. Αργότερα, περί τα μέσα του 14ου αι., ο Ελληνοσέρβος ηγεμόνας Συμεών Ούρεσις Παλαιολόγος εκστράτευσε κατὰ τῆς Βλαχίας και, σύμφωνα με το Σύγγραμμα Ἱστορικὸν (ή «Χρονικό των Ιωαννίνων»), τῆς ἐν Ἑλλάδι Βλαχίας και ταύτης ἐγκρατὴς γίνεται, καὶ ἐν τῇ τῶν Τρικκάλων πόλει τὰ βασίλεια ἐπήξατο 8 . Λίγα έτη νωρίτερα (c. 1333-35), έφθασε στο πολίχνιον των Σταγών ο όσιος Αθανάσιος, ο οποίος συνέστησε στον Πλατύλιθο το πρώτο οργανωμένο κοινόβιο της μετεωρίτικης μοναχοπολιτείας.
* * *
Από τις μονές των Μετεώρων και τα σωζόμενα πολύτιμα αρχεία τους αντλούμε σημαντικά στοιχεία για την εκκλησιαστική ιστορία, οργάνωση και διοίκηση της πολίχνης των Σταγών και ευρύτερα του ορεινού όγκου της Πίνδου, πλούσιο τοπωνυμικό υλικό, αλλά και ενδιαφέρουσες αναφορές για τους πληθυσμούς της περιοχής αυτής κατά την περίοδο από τον 12ο έως και τις αρχές του 15ου αιώνα, οπότε και ολοκληρώθηκε η κατάκτηση της Θεσσαλίας από τους Οθωμανούς.
Το πρώτο σωζόμενο έγγραφο για την επισκοπή Σταγών, σχετικό με τα όρια και τα δίκαιά της, είναι ένα αρκετά λεπτομερές πρακτικό (διάγνωσις) του έτους 1163 (Απρ.), το οποίο σώζεται εν μέρει στο αρχείο της μονής Βαρλαάμ και εν μέρει στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας (Paris. suppl. gr. 1371) (εικ. 2-3)9. Στην εν λόγω διάγνωσι επανεξετάζονται και εκ νέου κατοχυρώνονται τα δίκαια, τα όρια και οι κτήσεις της επισκοπής Σταγών βάσει παλαιότερων εγγράφων, όπως οι χρυσόβουλλοι λόγοι των αυτοκρατόρων Νικηφόρου Γ΄ Βοτανειάτη (1078-1081), Αλεξίου Α΄ Κομνηνού (1081-1118) και Μανουήλ Α΄ Κομνηνού (έτ. 1148), πρόσταγμα του ιδίου αυτοκράτορα (post 1148), καθώς και το πρακτικὸν του Βασιλείου Τζιντζιλούκη, ἀναγραφέως του θέματος Σερβίων (c. 1148-1163)10.
Στα χρόνια της βασιλείας του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού (c. 1163-1180) ή το αργότερο στις αρχές του 13ου αι. συντάχθηκε ένα νέο πρακτικό από τον πράκτορα και ἀναγραφέα Μανασσή. Στο έγγραφο αυτό –μη σωζόμενο σήμερα– και σε άλλα παλαιοτέρα βασίστηκε το χρυσόβουλλο που εξέδωσε το 1336 (Μάρτ.) ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Γ΄ Παλαιολόγος υπέρ της επισκοπής Σταγών, επιβεβαιώνοντας εκ νέου τα όρια και τα δίκαιά της (εικ. 4)11.
Έξι δεκαετίες αργότερα (1393, Μάρτ.), ο οικουμενικός πατριάρχης Αντώνιος Δ΄ απέλυσε υπέρ της επισκοπής Σταγών σιγίλλιο, κατόπιν σχετικού αιτήματος του τότε επιχωρίου επισκόπου, ο οποίος δεν κατονομάζεται (εικ. 5). Στο σιγίλλιό του ο πατριάρχης κατοχυρώνει εκ νέου τα όρια και τα δίκαια της επισκοπής, συμπεριλαμβάνοντας και τις δωρεές που έκανε προς αυτήν ο πανσέβαστος ἔπαρχος και κεφαλὴ της Βλαχίας Μιχαήλ Μονομάχος κατά την περίοδο post 1336 - ante 1342. Το έγγραφο φυλάσσεται σήμερα στη μονή Βαρλαάμ12. Σημειωτέον ότι η διάσωση και η φύλαξη των εν λόγω εγγράφων στη μονή Βαρλαάμ οφείλονται στον επίσκοπο Σταγών Παρθένιο (Μάρτ. 1751 - † 26 Μαρτ. 1784), ο οποίος υπήρξε δωρητής και ανακαινιστής της μονής και μέλος της αδελφότητάς της 13.
Στα τρία έγγραφα, που μνημονεύθηκαν ανωτέρω, αναφέρονται λεπτομερώς τοπωνύμια και ονόματα κληρικοπαροίκων ή προσκαθημένων παροίκων, στοιχείο που επιτρέπει κάποιες διαπιστώσεις όσον αφορά στη συλλογική ταυτότητα των κατοίκων του γεωγραφικού χώρου που μας ενδιαφέρει και μάλιστα στην παρουσία βλαχικού πληθυσμού, του οποίου η επισκοπή Σταγών είχε την ευθύνη διαποίμανσης.
Μεταξύ των πολυάριθμων τοπωνυμίων που αναφέρονται, σημειώνουμε τα χωριά Χαλίκι14, Μοσίντα15, Βαρδάνι16 και Βοϊβόντα, ἐπονομαζόμενο ἔκπαλαι Βλάχους17· τις τοποθεσίες Χλαποί18, Μηλέα19, Μοτζάρα20, Γρεβενοσέλι21, Μυρόκοβο22 και Κοθώνι23· τα βουνά ή τις ορεινές τοποθεσίες Κόζιακας24, Ζυγός25, Λευκὰ ὄρη 26, Μπουκοβίκο 27 , Κορνήσια ὄρη 28 , Κρόμπος ή Κόρμπος29, καθώς και τα υδρωνύμια Ξηροπόταμος ο λεγόμενος Σουσίτζας ή τοῦ Σίτζα30, ο Ἀχιλῶος ποταμὸς ή Ἀσπροπόταμος 31και η Σαλαμβρία32.
Στο χρυσόβουλλο του αυτοκράτορα Ανδρονίκου Γ΄ (1336) όπως και στο σιγίλλιο του οικουμενικού πατριάρχη Αντωνίου Δ΄ (1393) αναφέρονται, μεταξύ άλλων μετοχίων της επισκοπής Σταγών, η μονή της Θεοτόκου εις το Λυμπόχοβον33και η μονή της Θεοτόκου στον Ασπροπόταμο, ἤγουν ἠ λεγομ(έν)η Ἄσπρ(η) Ἐκκλη(σία)34. Η αναγραφόμενη μονή του Λυμποχόβου βρισκόταν στον ομώνυμο συνοικισμό του σημερινού χωριού Παναγία (Νέα Κουτσούφλιανη) και σωζόταν έως τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, οπότε πυρπολήθηκε από τις Γερμανικές δυνάμεις κατοχής 35.
Το ιερό παλλάδιο της μονής, η εικόνα της Θεομήτορος, φυλάσσεται σήμερα στον ενοριακό ναό Γεννήσεως της Θεοτόκου (εικ. 8)36. Η εικόνα φέρει πλούσια κοσμημένη αργυρή επένδυση του έτους 1793, έργο του Μετσοβίτη αργυροχόου Αναστασίου Κώνστα Ντουλίτζη. Περιμετρικά και από την άνω αριστερή γωνία αναπτύσσεται εγχάρακτη ορθογραφημένη μικρογράμματη επιγραφή, στην οποία αναγράφεται ότι η ζωγραφία της εικόνας έγινε το έτος 129337. Η επιβεβαίωση της ανωτέρω χρονολόγησης, βάσει εικονογραφικών και τεχνοτροπικών στοιχείων, δεν είναι δυνατή, καθώς η εικόνα δεν έχει τύχει συντηρήσεως και τα εικονιζόμενα πρόσωπα δεν διακρίνονται. Σχετικά διατυπώθηκε η άποψη ότι ο μεταλλοτεχνίτης Αναστάσιος Ντουλίτζης «απέδωσε λανθασμένα την χρονολογία της εικόνας που θα ήταν 7293 από κτίσεως κόσμου δηλ. (7293-5508) 1785 από Χριστού Γεννήσεως»38. Η υπόθεση αυτή είναι ευλογοφανής, πλην όμως στα τέλη του 18ου αι. δεν ήταν πλέον συνήθης η χρήση του έτους από κτίσεως κόσμου· κατά συνέπεια περισσότερο ασφαλή συμπεράσματα θα ήταν δυνατόν να εξαχθούν μόνο μετά από μελέτη της εικόνας.
Η μονή της Παναγίας στον Ασπροπόταμο, η επονομαζόμενη και Άσπρη Εκκλησία39, δεν δύναται να ταυτιστεί λόγω της έλλειψης έγγραφων και αρχαιολογικών μαρτυριών. Πρόσφατα (2009) ο Δ. Καλούσιος, αναδιφώντας στο χωριό Τζούρτζια (Αγία Παρασκευή), στον Ασπροπόταμο, ευτύχησε να ανεύρει ένα βυζαντινό χειρόγραφο λειτουργικού περιεχομένου, το οποίο με μία πρόχειρη εκτίμηση, βάσει του τύπου της γραφής του, ανάγεται στο πρώτο μισό του 14ου αι.40 Ο εν λόγω χειρόγραφος κώδικας συσχετίστηκε με κάποια επιφύλαξη με την ιερά μονή (Θεοτόκου;) Τζούρτζιας41, μολονότι δεν υπάρχουν στοιχεία που να συνηγορούν υπέρ της άποψης αυτής, ενώ το χειρόγραφο χρήζει συστηματικής κωδικολογικής μελέτης, περιγραφής και συντηρήσεως.
Από την παραπάνω παράθεση των τοπογραφικών ορίων της επισκοπής Σταγών γίνεται εμφανής η μεγάλη γεωγραφική της έκταση, καθώς συμπεριλαμβάνει το σύνολο σχεδόν των ορεινών περιοχών του σημερινού νομού Τρικάλων. Είναι αξιοσημείωτο ότι η ίδρυση της επισκοπής περί τα τέλη του 9ου ή στις αρχές του 10ου αι.42 συμπίπτει αφενός με τη δημογραφική αύξηση και την απαρχή της οικονομικής εκμετάλλευσης του ορεινού όγκου43 αφετέρου με την επαναφορά της περιοχής υπό τον πολιτικό έλεγχο της Βυζαντινής αυτοκρατορίας μετά από μία μακρά περίοδο συστολής και ανασύνταξης. Η ίδρυση, επομένως, της επισκοπής Σταγών υποδηλώνει ότι η προσπάθεια εκκλησιαστικής οργάνωσης, ελέγχου και κυρίως ένταξης των βλαχικών και σλαβικών πληθυσμών της περιοχής στο θεσμικό σύστημα του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους είχε ήδη προχωρήσει ικανοποιητικά. Οι προαναφερθείσες μονές του Λυμποχόβου και της Παναγίας στον Ασπροπόταμο μαζί και με άλλα υστεροβυζαντινά μνημεία, όπως οι σταυρεπίστεγοι ναοί των Παμμεγίστων Ταξιαρχών στο Λουζέστι (σημ. Ελάφι, 14ος αι.) και του Αγίου Γεωργίου στον Κλεινοβό (15ος αι.)44, επιβεβαιώνουν ακριβώς την πνευματική και θεσμική παρουσία της Εκκλησίας στις ορεινές διαβάσεις και στους χώρους θερινής διαμονής των Βλάχων της Πίνδου κατά τους ύστερους Βυζαντινούς χρόνους45.
Η παραπάνω διαδικασία, ειδικά στις ορεινές περιοχές, υπήρξε μακρά και βραδεία, έτσι ώστε περί τα τέλη του 11ου αιώνα ο Κεκαυμένος χαρακτηρίζει τους Βλάχους γένος ἄπιστόν τε παντελῶς καὶ διαστραμμένον, μήτε εἰς Θεὸν ἔχον πίστιν ὀρθὴν μήτε εἰς βασιλέα μήτε εἰς συγγενῆ ἢ εἰς φίλον ... ψεύδεται δὲ πολλὰ καὶ κλέπτει πάνυ 46 . Τα λεγόμενά του κρίνονται μάλλον υπερβολικά, καθώς φαίνεται να αναπαράγει στερεότυπα της εποχής για τους εποχικά μετακινούμενους κτηνοτροφικούς πληθυσμούς47 επιδιώκοντας να συντάξει έναν ψόγο βάσει των κανόνων της ρητορικής48. Εξάλλου, η συμμετοχή και η συνέργεια των Βλάχων μαζί με «Βουλγάρους» (i.e. σλαβόφωνους) και κατοίκους της Λάρισας και των Τρικάλων στον μοῦλτο του 1066 επιβεβαιώνουν την ενσωμάτωσή τους στο οικονομικό και πολιτικό σύστημα της αυτοκρατορίας49.
Ο Κεκαυμένος, αναφερόμενος στην πρακτική των Βλάχων κτηνοτρόφων της Λάρισας να μετακινούνται εποχικά και με κάποια κανονικότητα, σημειώνει: οὕτως γὰρ ἔχουσιν τύπον, ἵνα τὰ τῶν Βλάχων κτήνη καὶ αἱ φαμιλίαι αὐτῶν εἰσιν ἀπὸ Ἀπριλλίου μηνὸς ἕως Σεπτεμβρίου μηνὸς ἐν ὑψηλοῖς ὄρεσι καὶ ψυχροτάτοις τόποις … εἰς τὰ ὄρη Βουλγαρίας, δηλαδή στα ορεινά της Δυτ. Μακεδονίας50. Δύο και πλέον αιώνες αργότερα (1336) η σαφής μνεία ορεινών οικισμών στην Πίνδο, όπως το Χαλίκι, η Μοσίντα και το Βαρδάνι, και άλλων γνωστών έως σήμερα τοπωνυμίων δηλώνει πλέον τη μετάβαση για ένα μεγάλο τμήμα του εποχικά μετακινούμενου κτηνοτροφικού πληθυσμού των Βλάχων σε ένα σύστημα περισσότερο σταθερό με σαφή σημεία προορισμού στον ορεινό χώρο.
Οι πηγές της περιόδου αντικρούουν, επίσης, την επικρατούσα κοινωνικο-οικονομική αντίληψη περί Βλάχων, αυτή των εποχικά μετακινούμενων κτηνοτρόφων. Πράγματι, στις βυζαντινές πηγές οι Βλάχοι δεν αναφέρονται μόνον ως κτηνοτρόφοι51, αλλά εξίσου συχνή είναι και η μνεία τους, σε δημόσια και εκκλησιαστικά έγγραφα του 12ου ή 14ου αι., ως αγροτών, προσκαθημένων ή παροίκων.52Αναφέρουμε ενδεικτικά τη γνωστή Διάγνωσι της επισκοπής Σταγών (έτ. 1163), όπου αναφέρονται ονομαστικά δεκάδες κληρικοπάροικοι, προσκαθήμενοι πάροικοι ή απλά προσκαθήμενοι σε κτήματα της επισκοπής στο κάστρο των Σταγών και στα χωριά Κόζερος, Γάβροβο (σημ. Γάβρος), Βελεμίσθιν (σημ. Αγιόφυλλο) και Κοβέλτζιν (σημ. Θεόπετρα)53, καθώς και το χρυσόβουλλο του Σέρβου κράλη Στεφάνου Δουσάν (έτ. 1348) υπέρ της μονής του Αγίου Γεωργίου των Ζαβλαντίων (σημ. Παλαιόπυργος) στα βορειοανατολικά των Τρικάλων, όπου και ονομαστική μνεία δεκαεπτά (17) παροίκων της μονής54.
Η χρήση στην προκειμένη περίπτωση των όρων πάροικος55 και προσκαθήμενος56, σε συνδυασμό με όρους δηλωτικούς της κοινωνικής τους θέσης (ἀκτήμων, ζευγαράτος ή βοϊδάτος)57, είναι αποκαλυπτική των δυσχερειών που αντιμετώπιζαν οι καλλιεργητές, ώστε να επιδιώξουν την «εξάρτησή» τους από την τοπική εκκλησιαστική αρχή των Σταγών, ενώ πολλοί εξ αυτών ήταν ενδεχομένως νεήλυδες στην ευρύτερη περιοχή58.
Μεταξύ των ανθρωπωνυμίων που αναφέρονται απαντούν αρκετά ελληνικής ετυμολογίας, αλλά και σλαβικής καθώς και λατινικής/βλαχικής με ελληνικά όμως επιθήματα, όπως:
Βοῦνος (< λατ. bonus = καλός)
Κρεατζούνης (< λατ. creatio = Χριστούγεννα > βλαχ./ρουμ. Crăciun)
Νέγρης (< λατ. niger = μαύρος > ρουμ. Negru, Negrea)
Σέμκος/Σέκμης (= Σίμος, Συμεών)
Στάνος (= Αναστάσιος ή λατ. < Constantinus > ρουμ. Costan, Stan, Stana) και
Τζιόνος (< λατ. juvenis/ juventus = νεαρός)
Επιπλέον, σε ορισμένα σλαβογενή ονόματα συναντούμε το λατινογενές επίθημα -ῖνος και -ίνα (σλ. - inь - ьna), όπως:
Βρατῖνος (< σλ. brat = αδελφός > ρουμ. Bratul)59
Δραγῖνος (< σλ. dragŭ = αγαπητός, ακριβός > ρουμ.Drag, Dragă)
Προδῖνος (< σλ./βλγ. prodan = πουλημένος > ρουμ. Prodam)
Βοδίνα (< σλ. voda = νερό)
Τέλος, αρκετά είναι τα σλαβικά ονόματα με τα συνήθη σλαβικά επιθήματα σε -(ο/ω)τᾶς (σλ. - ǫta), -(ω)νᾶς60, όπως:
Δοβροτᾶς (< σλ. dobru = καλός > ρουμ. Dobrul,Dobra)61
Σνεσγωτᾶς (< σλ. sneg = χιόνι)
Τσερνωτᾶς (< σλ. cerno = μαύρο > ρουμ. Cernea,Cernat, Cernica)62
Σθλαβωτᾶς (< σλ. slava = δόξα) και
Βρατωνᾶς (< σλ. brat = αδελφός)63
Στις περιπτώσεις των ονομάτων που αναφέρθηκαν παραπάνω, είναι εμφανής η ύπαρξη γλωσσικών επιδράσεων μεταξύ των διαφόρων γλωσσικών ομάδων, απότοκο της συμβίωσης και του συγχρωτισμού τους στο πλαίσιο της βυζαντινής κοινότητας του χωρίου, αλλά και της εξάρτησής τους –πνευματικής και οικονομικής– από την Εκκλησία, που συνέτεινε επίσης στην κοινωνική και γλωσσική τους διαφοροποίηση64. Σημαντικός υπήρξε ακόμη ο ρόλος των Βυζαντινών ἀναγραφέων για τον μορφολογικό εξελληνισμό τους, δηλαδή στην επί το ελληνικότερον γλωσσική απόδοση και καταγραφή των ονομάτων τους.
Στα παραπάνω αναφερόμενα έγγραφα (Διάγνωσι Σταγών κ.ά.), πλην των ονομάτων, δεν απαντούν χαρακτηρισμοί σχετικοί με γλωσσική ιδιαιτερότητα, όπως «Βλάχος», κατά το παράδειγμα εγγράφων του Άθω. Παρόλα αυτά, τα τοπωνύμια και τα ανθρωπωνύμια είναι ενδεικτικά της παρουσίας βλαχικών πληθυσμών στην περιοχή ήδη από τον 12ο αι. Πολύ αργότερα, στο προαναφερθέν χρυσόβουλλο του Ανδρονίκου Γ΄ (1336) σημειώνεται ότι η επισκοπή Σταγών πέτυχε κατά καιρούς σημαντικές φοροαπαλλαγές τόσο για την ακίνητη περιουσία της, όσο και για τους κληρικοῦς δηλαδή τοῦς ἐνοίκους, τ(άς) χώρ(ας) τά μοναστήρια, κ(αί) τοῦς ὑπό τ(ήν) ἐνορί(αν) αὐτῆς όντ(ας) ιἐρωμένους, Βλάχους τε, κ(αί) Βουλγάρους, κ(αί) Ἀλβανίτ(ας) 65 . Στη σειρά μνείας των παραπάνω ομάδων απαντούν τελευταίοι οι Ἀλβανίτες, η παρουσία των οποίων στη Θεσσαλία ανάγεται πιθανότατα στα τέλη του 13ου ή κατά τα πρώτα έτη του 14ου αι. Πάντως, από τα μέσα του ίδιου αιώνα κ.ε. παύουν στις γραπτές πηγές, που αφορούν στην περιοχή, αναφορές σε «Βουλγάρους» και Βλάχους πιθανώς διότι είχαν αφομοιωθεί ή τουλάχιστον δεν απασχολούσαν πλέον σοβαρά τις βυζαντινές αρχές, σε αντίθεση με τους νεήλυδες Αλβανίτες και Σέρβους, οι οποίοι είτε ως απείθαρχες ομάδες οι πρώτοι είτε ως εισβολείς - κατακτητές οι δεύτεροι απειλούσαν να διασαλεύσουν την πολιτική και κοινωνική τάξη και την οικονομία66.
Στη χορεία των μαρτυριών για την βλαχική παρουσία στον ορεινό όγκο της Πίνδου συγκαταλέγονται ακόμη κείμενα επιστολικού και χρονογραφικού χαρακτήρα, όπως τα Συγγράμματα ἱστορικὰ των Μετεώρων και των Ιωαννίνων, καθώς και τα Πάτρια της μετεωριτικής μονής της Υψηλοτέρας ή των Καλλιγράφων, η χειρόγραφη παράδοση των οποίων διασώθηκε στις βιβλιοθήκες των μετεωριτικών μονών (εικ. 6-7)67. Οι πληροφορίες που αρύονται από αυτά είναι αποκαλυπτικές των πνευματικών σχέσεων που αναπτύχθηκαν από νωρίς μεταξύ της Σκήτεως των Σταγών στα Μετέωρα και των μοναστικών κέντρων του ορεινού χώρου, όπως η μονή Χρυσίνου.
Η τελευταία αναφέρεται για πρώτη φορά σε γράμμα ανωνύμου Μετεωρίτη μοναχού, πνευματικού τέκνου του οσίου Αθανασίου, το 1340/4168. Λίγα έτη αργότερα, σύμφωνα με τα Πάτρια τῆς Ὑψηλοτέρας, δηλ. το χρονικό της ιδρύσεως της μονής Υψηλοτέρας ή Καλλιγράφων, έφθασε στη Σκήτη των Σταγών από τη μονή Χρυσίνου (post 1346/7) ο ιερομόναχος Μανασσής69. Αφού προήχθη σε αρχιμανδρίτη, ο Μανασσής έλαβε πιθανόν το όνομα Μακάριος και ταυτίζεται με τον ομώνυμό του,ἀρχιμανδρίτη και κτίτορα του κελλίου της ὑπεραγίας Θεοτόκου… εἰς τὸ Πηγάδιον70 , το οποίο κληροδότησε στον όσιο Αθανάσιο τον Μετεωρίτη71. Σύμφωνα με τη διήγηση των Πατρίων, ο Μανασσής, μετά από κάποια έτη διαμονής στα Μετέωρα, επέστρεψε και πάλι στη μονή Χρυσίνου.72
Τέλος, από τους χώρους ανίχνευσης της βλαχικής παρουσίας δεν θα μπορούσε να απουσιάζει το Μέτσοβο, κείμενο ἐν μεθορίῳ … Ἰωαννίνων καὶ Βλαχίας. Πρώτη γραπτή μνεία του απαντά στο Σύγγραμμα Ἱστορικὸν ή «Χρονικό των Ιωαννίνων», του οποίου ένα από τα δύο παλαιότερα χειρόγραφα –ο κώδ. Petropolitanus gr. 251– φυλασσόταν στη μονή Βαρλαάμ έως και το 1859, πριν το συναποκομίσει ως «ενθύμιο» ο Ρώσος προσκυνητής και αρχαιοδίφης, αρχιμανδρίτης Πορφύριος Uspenskij. Ειδικότερα, ο ανώνυμος χρονογράφος του Συγγράμματος Ἱστορικοῦ, αναφερόμενος στην τυραννική συμπεριφορά του Σέρβου ηγεμόνα των Ιωαννίνων, δεσπότου Θωμά Preljubović, γράφει ότι ο τελευταίος το 1379/80 φυλάκισε και τύφλωσε τον τιμιώτατον Ἠσαΐαν, τὸν καθηγούμενον τοῦ Μετζόβου, σύμφωνα με την τελευταία μέχρι στιγμής έκδοση του κειμένου από τον Λέανδρο Βρανούση το 196273.
* * *
Εν κατακλείδι, τα σωζόμενα στις μονές των Μετεώρων βυζαντινά έγγραφα παρέχουν σημαντικές πληροφορίες για την πρώιμη βλαχική παρουσία στον δυτικο-θεσσαλικό χώρο κατά την Βυζαντινή περίοδο (12ος - αρχές 15ου αι.), παραδίδοντας πλήθος τοπωνυμίων και ανθρωπωνυμίων της ευρύτερης περιοχής. Γίνεται έτσι μνεία, για πρώτη φορά, βλαχικών οικισμών της Πίνδου και παρέχονται ενδιαφέροντα στοιχεία για την κοινωνική και οικονομική οργάνωση των «Βλάχων των Σταγών» καθώς και για τους τρόπους ένταξής τους στο σύστημα θεσμών της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Επιπλέον, αναδεικνύεται η σημασία των Μετεώρων ως θεματοφυλάκων της μνήμης για τη ιστορική παρουσία των βλαχικών πληθυσμών στην ευρύτερη περιοχή και επισημαίνονται οι στενοί πνευματικοί δεσμοί των Βλάχων της Πίνδου με τη μοναχοπολιτεία και την επισκοπή των Σταγών.
Η συμβολή του χειρόγραφου και αρχειακού πλούτου των μονών των Μετεώρων στην αποτύπωση
της βλαχικής παρουσίας στη Δυτική Θεσσαλία κατά τη Βυζαντινή περίοδο
Δημήτριος Κ. Αγορίτσας
Δρ. Βυζαντινής Ιστορίας Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
ΘΕΣΣΑΛΙΚΑ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ, τόμος 6, 2018
πηγή: academia.edu
SUMMARY
Τhe contribution of the manuscript and archival wealth
of the monasteries of Μeteora in depicting the vlach presence in Western Thessaly during the Byzantine period
Demetrios C. Agoritsas
The rock monasteries of Meteora and their libraries, rich in byzantine and post- byzantine manuscripts and documents, give us important historical information for the presence of Vlachs in Western Thessaly. These references are derived mostly from 12th - 14th century written sources (official tax documents, imperial edicts, patriarchal sigillia, letters and testaments) relating either to the rights of the bishop- ric of Stagoi either to the Skētē of Stagoi-Doupiane. The study of these documents provides us with interesting data on the historical geography of the mountainous area of Trikala during middle and late Byzantine period. The above records are full with Vlach and Slavic toponyms that still survive in this area, and give us interesting information both for the social and economic organization in the region of Stagoi as well as for the linguistic identity of the inhabitants in this region.
To the above testimonies of the ecclesiastical documents we should add these of contemporary or slightly later chronographic sources, such as the “Sygrammata historika” commonly known as the Chronicle of Meteōra and the Chronicle of Iōannina, as well as the so called Patria of the monastery of Hypsēlotera or Kal- ligraphōn. Written sources, confirmed by contemporary archaeological remains and artifacts, reveal both the significant role of Meteora monasteries in the preservation of early historical evidence about the presence of Vlachs in the region of Pindus and their close spiritual ties.
* Η παρούσα μελέτη παρουσιάστηκε ως ανακοίνωση στην Ημερίδα: Οι Βλάχοι των Σταγών (28-06-2012), στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Καλαμπάκας, στα πλαίσια του 28ου Πανελληνίου Ανταμώματος Βλάχων. Ιδιαίτερες ευχαριστίες οφείλονται στους συναδέλφους Lidia Cotovanu (Παρίσι, EHESS) και Στέργιο Λαΐτσο (Πανεπιστήμιο Βιέννης) για τη γόνιμη ανταλλαγή απόψεων και τη βοήθειά τους.
1. Για τον όρο μοῦλτος < λατ. tumultus, που δηλοί αναταραχή, οχλαγωγία, στάση-ανταρσία, βλ. E. TRAPP, Lexikon zur Byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts, Fasz. 5, Βιέννη 2005, σ. 1047.
2. M. D. SPADARO, Raccomandazioni e consigli di un galantuomo (Strategikon). Testo critico, tra- duzione e note [Hellenica 2], Alessandria 1998, σσ. 206.29-208.1, 212.29-35 (στο εξής ΚΕΚΑΥΜΕΝΟΣ). Για τον μοῦλτο του έτους 1066 βλ. Α. ΛΑΖΑΡΟΥ, «Η εξέγερση των Λαρισαίων το 1066 και η εθνολογική παρερμηνεία των σχετικών χωρίων του Κεκαυμένου», Θεσσαλικά Χρονικά 11 (1976) 90-119· ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΜΠΟΥΡΔΑΡΑ, Καθοσίωσις καὶ τυραννὶς κατὰ τοὺς μέσους βυζαντινοὺς χρόνους. 1056-1081 , Αθήνα 1984, σσ. 23-28, και Δ. Κ. ΑΓΟΡΙΤΣΑΣ, «Ἐπὶ τὴν Σαλαμβρίαν καὶ τὸν Πλήρην. Παρατηρήσεις στην ιστορική γεωγραφία της Δυτικής Θεσσαλίας κατά τη μέση και Ύστερη Βυζαντινή Περίοδο», Θεσσαλικά Μελετήματα 5 (2015) 97-122 και ειδικότερα σσ. 107-114 και σποράδην.
3. Για τον Κεκαυμένο βλ. A. G. S. SAVVIDES, «The Byzantine Family of Kekaumenos (Cecaumenus) (Late 10th- early 12thCentury)», Δίπτυχα 4 (= ᾨδὴ εἰς Giuseppe Schirò, Ἀθῆναι 1986-87) 12-21, όπου και παλαιότερη βιβλιογραφία, και P. Magdalino, «Honour among Romaioi: the framework of social values in the work of Digenes Akrites and Kekaumenos», BMGS 13 (1989) 183-218 σποράδην.
4. Για τη Μεγάλη Βλαχία βλ. Γ. ΣΟΥΛΗΣ, «Βλαχία - Μεγάλη Βλαχία - Ἡ ἐν Ἑλλάδι Βλαχία. Συμβολὴ εἰς τὴν Ἱστορικὴν Γεωγραφίαν τῆς Μεσαιωνικῆς Θεσσαλίας», ανατ. στα Ἱστορικὰ Μελετήματα, Αθήνα 1980, σσ. 107-117· του ΙΔΙΟΥ, «The Thessalian Vlachia», ZRVI 8.1 (1963) 271-273, και ΑΛΚΜΗΝΗ ΣΤΑΥΡΙΔΟΥ-ΖΑΦΡΑΚΑ, «Μεγάλη και μικρή Βλαχία», Τρικαλινά 20 (2000) 171-179, όπου και άλλη βιβλιογραφία· πρβλ. Β. ΚΑΤΣΑΡΟΣ, «Εἰδήσεις γιὰ τοὺς Βλάχους ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἰωάννου Ἀποκαύκου. Ζητήματα συμβίωσης ρωμαϊζόντων μὲ ἑλληνίζοντες στὴ μικρὰ Βλαχία», Σπαράγματα βυζαντινοσλαβικῆς κληρονομιᾶς. Χαριστήριος Τόμος στὸν Ὁμότιμο Καθηγητὴ Ἰωάννη Χρ. Ταρνανίδη , Θεσσαλονίκη 2011, σσ. 279-305.
5. G. L. F. TAFEL - G. M. THOMAS, Urkunden zur älteren Handels - und Staatsgeschichte der Republik Venedig, 1, Βιέννη 1856 (ανατύπ. Άμστερνταμ 1964), αρ. LXXXV, σ. 266, και αρ. CXXI, σσ. 486 και 493.
6. J. VAN DIETEN, Nicetae Choniatae Historia [CFHB 11.1], Βερολίνο 1975, σ. 638.49-51. Για την ταυτότητα του τοπάρχη αυτού έχουν προταθεί κατά καιρούς διάφορα άτομα, όπως κάποιος Ταρωνάς ή ο Κωνσταντίνος Μαλιασσηνός· βλ. ΣΤΑΥΡΙΔΟΥ-ΖΑΦΡΑΚΑ, «Μεγάλη και μικρή Βλαχία», ό.π., σ. 176.
7. Τον σημαντικό ρόλο του Φαναρίου στην προσπάθεια των βλαχικών πληθυσμών της Πίνδου να αντισταθούν στην οθωμανική κατάκτηση στις αρχές του 15ου αιώνα επισημάνει και ο ιστορικός Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, Ἀποδείξεις ἱστοριῶν, ed. I. BEKKER [CSHB], Βόννη 1843, σ. 319.5-12, και Laonikos Chalkokondyles, The Histories, A. KALDELLIS (transl.) [Dumbarton Oaks Medieval Library 11, b. 6-10], Harvard Univ. Press 2014, 64 (§ 47-48): καὶ τό τε Πίνδον ὄρος - Βλάχοι δ’ ἐνοικοῦσιν αὐτό, […] ἀφικόμενοι παρὰ τοῦτον τὸν ἡγεμόνα, παραδιδόντες σφίσιν, ἐπολέμουν τοῖς τὴν Θετταλίαν οἰκοῦσι Τούρκοις, λαμβάνοντες ἄρχοντα παρὰ τοῦ Πελοποννησίων ἡγεμόνος ( i.e. Κωνσταντίνος Παλαιολόγος). Για το θέμα βλ. ΣΟΥΛΗΣ, «Βλαχία - Μεγάλη Βλαχία», ό.π., σσ. 489-497, και P. MAGDALINO, «Be- tween Romaniae: Thessaly and Epirus in the Later Middle Ages»,Latins and Greeks in the Eastern Mediterranean after 1204, eds. B. Arbel et. al., Λονδίνο 1989, σ. 96 [μετάφρ. στα ελληνικά Τ. ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΣ, «Μέση Ρωμανία. Η Θεσσαλία και η Ήπειρος στον ύστερο μεσαίωνα», Θεσσαλικό Ημερολόγιο 19 (1991) 41-42].
8. Λ. Ι. ΒΡΑΝΟΥΣΗΣ, «Τὸ Χρονικὸν τῶν Ἰωαννίνων κατ’ ἀνέκδοτον δημώδη ἐπιτομήν», EMA 12 (1962) 77.3-6 (§ 5). Για τη δράση του Συμεών Ούρεσι Παλαιολόγου βλ. R. RADIć, «Ο Συμεών Ούρεσης Παλαιολόγος και το κράτος του μεταξύ της βυζαντινής και της σερβικής αυτοκρατορίας», Βυζάντιο καὶ Σερβία κατὰ τὸν ΙΔ΄ αἰώνα [ΕΙΕ/ΙΒΕ, Διεθνῆ Συμπόσια 3], Αθήνα 1996, σσ. 195-208. Στα Τρίκαλα μὲ τὴν Βλαχιὰν αναφέρεται και o λόγιος Ubertino Pusculo από την Brescia στον «Θρῆνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως» που συνέθεσε το 1455-57, βλ. A. ELLISSEN (ed.), Ubertini Pusculi Brixiensis Constantinopoleos Libri IV [Analekten der mittel- und neugriechischen Literatur III], Λειψία 1857, σ. 240.
9. Βλ. ΕΡΑ ΒΡΑΝΟΥΣΗ, «Τὸ ἀρχαιότερο σωζόμενο ἔγγραφο γιὰ τὴ θεσσαλικὴ ἐπισκοπὴ Σταγῶν (τοῦ ἔτους 1163). Ἀνέκδοτα τεμάχια τοῦ ἐγγράφου καὶ μερικὲς πρῶτες παρατηρήσεις», Σύμμεικτα 7 (1987) 19-32. Το παρισινό τεμάχιο του εγγράφου (CH. ASTRUC - MARIE-LOUISE CONCASTY, Cata- logue des manuscrits grecs. 3. Le supplément grec, nos. 901-1371, Παρίσι 1960, αρ. 1371, σσ. 694- 697) δημοσίευσε ο CH. ASTRUC, «Un document inédit de 1163 sur l'évêché thessalien de Stagi (Parisinus Suppl. gr. 1371)», BCH 83 (1959) 206-246. Συνολική έκδοση του εγγράφου έκανε ο Δ. Ζ. ΣΟΦΙΑΝΟΣ, «Acta Stagorum. Τὰ ὑπὲρ τῆς θεσσαλικῆς ἐπισκοπῆς Σταγῶν παλαιὰ βυζαντινὰ ἔγγραφα (τῶν ἐτῶν 1163, 1336 καὶ 1393). Συμβολὴ στὴν ἱστορία τῆς ἐπισκοπῆς», Τρικαλινά 13 (1993) 12-27 (στο εξής ΣΟΦΙΑΝΟΣ, Acta Stagorum), όπου και η σχετική βιβλιογραφία. Βλ. επίσης του ΙΔΙΟΥ, Ἡ Ἐπισκοπὴ Σταγῶν. σύντομο ἱστορικὸ διάγραμμα, Καλαμπάκα 2004, σσ. 79-92.
10. Για το πρόσωπο του Βασιλείου Τζιντζιλούκη βλ. J.-C. CHEYNET, «Les Tzintziloukai», D. Dželebžić - B. Miljković (eds.), Περίβολος. Tome I: Mélanges offerts à Mirjana Živojinović, Βελιγράδι 2015, σσ. 68-69. Για την απόπειρα βλαχικής ετυμολόγησης του ονόματος «Τζιντζιλούκης» βλ. P. Ş NĂSTUREL, «Vlacho-Balcanica», BNJ 22 (1978) 242, 247-348.
11. Το έγγραφο, που σώζεται μόνο σε αντίγραφο ενεπίγραφο στον βορινό τοίχο της λιτής του ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην Καλαμπάκα, εξέδωσε σε νέα διπλωματική και κριτική έκδοση ο ΣΟΦΙΑΝΟΣ, Acta Stagorum, σσ. 27-54· βλ. του ΙΔΙΟΥ, Ἐπισκοπὴ Σταγῶν, σσ. 93-99.
12. ΣΟΦΙΑΝΟΣ, Acta Stagorum, σσ. 54-66· βλ. του ΙΔΙΟΥ, Ἐπισκοπὴ Σταγῶν, σσ. 101-110.
13. Για το πρόσωπο του Παρθενίου Σταγών βλ. Δ. Ζ. ΣΟΦΙΑΝΟΣ, «Ὁ ἐπίσκοπος Σταγῶν Παρθένιος (Μάρτιος 1751 - 26 Μαρτίου 1784), ἀδελφὸς τῆς Ἱ. Μονῆς Βαρλαὰμ τῶν Μετεώρων, δωρητὴς καὶ κτήτορας κωδίκων», Πρακτικά του Β΄ Ιστορικού Συνεδρίου Καλαμπάκας (10, 11 & 12-5-2002), Γρ. Σταγέας (επιμ.), Καλαμπάκα 2005, σσ. 287-301.
14. ΣΟΦΙΑΝΟΣ, Acta Stagorum, σσ. 51.17-18, 60.18. Βλ. σχετικά J. KODER - FR. HILD, Hellas und Thessalia [Tabula Imperii Byzantini 1], Βιέννη 1976, σ. 139 (στο εξής TIB), και Β. Κ. ΣΠΑΝΟΣ, Οι οικισμοί της βορειοδυτικής Θεσσαλίας κατά την Τουρκοκρατία (από τον ΙΔ΄ έως τον ΙΘ΄ αιώνα), Θεσσαλονίκη 2004, σσ. 570-573 (στο εξής ΣΠΑΝΟΣ, Οικισμοί). Η ετυμολόγηση του Χαλικίου προέρχεται, πιθανότατα, από το αλβ. halë, hala = μαύρη πεύκη, γεγονός που συνηγορεί σε μία πρώιμη αλβανική παρουσία στην Πίνδο, ίσως πριν από τον 14ο αιώνα. Βλ. R. ELSIE, «Dendronymica Albanica: A Survey of Albanian Tree and Shrub Names», Zeitschrift für Balkanologie 34.2 (1998) 175, και ΣΤ. ΛΑΪΤΣΟΣ, «Τα τοπωνύμια ως πηγή της μεσαιωνικής ιστορίας του Ασπροποτάμου», Ο Ασπροπόταμος στο χώρο και το χρόνο. Πρακτικά 9ου Συμποσίου Ιστορίας-Λαογραφίας και Βλάχικης Παραδοσιακής Μουσικής και Χορού, 11-13 Μαΐου 2007, Φιλεκπαιδευτική Αδελφότητα Τζιούρτζιας της Αθαμανίας (Φ.Α.Τ.Α.), Τρίκαλα 2009, σ. 113.
15. ΣΟΦΙΑΝΟΣ, Acta Stagorum, σσ. 51.18, 60.19· βλ. F. HILD et al., «Η Βυζαντινή Θεσσαλία. Οικισμοί - τοπωνύμια, μοναστήρια - ναοί», Θεσσαλικό Ημερολόγιο 12 (1987) 79, και ΣΠΑΝΟΣ, Οικισμοί, σσ. 416-418 (σημ. Μεσούντα Άρτας).
16. ΣΟΦΙΑΝΟΣ, Acta Stagorum, σσ. 51.19, 60.19· TIB, σ. 131, και ΣΠΑΝΟΣ, Οικισμοί, σσ. 204-205 (σημ. Παράμερον).
17. ΣΟΦΙΑΝΟΣ, Acta Stagorum, σ. 60.14· TIB, σ. 136 και ΣΠΑΝΟΣ, Οικισμοί, σσ. 225-228. Η ετυμολόγησή του προέρχεται από το σλ./βλγ. voi ή vojsko +vodi > vojvoda = πολέμαρχος, άρχοντας.
18. ΣΟΦΙΑΝΟΣ, Acta Stagorum, σ. 51.17· βλ. και ΣΠΑΝΟΣ,Οικισμοί, σσ. 616-617. Ετυμολογείται ίσως από το σλ. hlapъ = δούλος, ικέτης. Σε επιστολή του αρχιεπισκόπου Ιουστινιανής, Αχριδών και πάσης Βουλγαρίας Ιωάσαφ (έτ. 1736) προς τον επίσκοπο Γρεβενών αναφέρεται ότι οι μοναχοί της μονής Βαρλαάμ είχαν αγοράσει το «παλαιοχώρι Χλαπούς». Βλ. ΣΟΦΙΑ ΛΑΪΟΥ, Τὰ ὀθωμανικὰ ἔγγραφα τῆς Μονῆς Βαρλαὰμ Μετεώρων, 16ος -19ος αἰ., έκδ. Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν [ΚΕΜΝΕ], Ἀθήνα 2011, σ. 65.
19. ΣΟΦΙΑΝΟΣ, Acta Stagorum, σσ. 51.17, 60.17· TIB, σ. 217, και ΣΠΑΝΟΣ, Οικισμοί, σσ. 450-451.
20. ΣΟΦΙΑΝΟΣ, Acta Stagorum, σσ. 51.18, 60.18· TIB, σ. 221, και ΣΠΑΝΟΣ, Οικισμοί, σσ. 420-422 (σημ. Αθαμανία· ετυμ. < σλ.močěrъ = «υγρός, ελώδης», Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ,Σλαβικά λεξιλογικά δάνεια στα ελληνικά ιδιώματα της Ηπείρου, Ιωάννινα 2010, σ. 78).
21. ΣΟΦΙΑΝΟΣ, Acta Stagorum, σσ. 51.18, 60.18· TIB, σ. 167, και ΣΠΑΝΟΣ, Οικισμοί, σσ. 254-256 (σημ. Νεράιδα· ετυμ. < ίσως εκ των σλ. grebenъ = κορυφογραμμή + selo = κατοικία/ χωριό, αγρός· πρβλ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ό.π., σ. 109).
22. ΣΟΦΙΑΝΟΣ, Acta Stagorum, σ. 51.19· TIB σσ. 222-223, και ΣΠΑΝΟΣ, Οικισμοί, σσ. 408-412 (σημ. Μυρόφυλλο).
23. ΣΟΦΙΑΝΟΣ, Acta Stagorum, σ. 60.19· TIB, σ. 194, και ΣΠΑΝΟΣ, Οικισμοί, σσ. 322-323 (σημ. Πολυνέρι).
24. ΣΟΦΙΑΝΟΣ, Acta Stagorum, σσ. 23.59, 51.20, 60.20, και TIB, σ. 194. Ετυμολόγηση από το σλ. koza = γίδα, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ό.π., σσ. 63-64.
25. ΣΟΦΙΑΝΟΣ, Acta Stagorum, σσ. 51.17, 60.18, και TIB, σ. 285.
26. ΣΟΦΙΑΝΟΣ, Acta Stagorum, σσ. 51.18, 60.18. Κατά μία άποψη τα Λευκὰ ὄρη ταυτίζονται με το σημ. βουνό Περιστέρι (Λάκμος), βλ. Φ. ΔΑΣΟΥΛΑΣ, «Πίνδος. Οι γεωγραφικές και ιστορικές διαστάσεις ενός ονόματος», Ἠπειρωτικό Ἡμερολόγιο 31 (2012) 234, σημ. 102.
27. ΣΟΦΙΑΝΟΣ, Acta Stagorum, σσ. 50.16, 60.16· βλ. και Σπανός,Οικισμοί, σσ. 427-428 (σημ. Αμπελοχώρι· ετυμ. < σλ. bōkawiku < bōku = οξιά, ELISABETH SKACH, Die Lautgeschichte des frühen Slavischen in Griechenland im Lichte der Lehnbeziehungen, Dissertation, Βιέννη 2008, σσ. 124-125).
28. ΣΟΦΙΑΝΟΣ, Acta Stagorum, σ. 51.19· TIB, σ. 192, και ΣΠΑΝΟΣ, Οικισμοί, σσ. 345-347 (Κορνέσι, σημ. Μοσχόφυτο· ετυμ. < βλαχ. kórnu = κρανιά ή κέρας, Κ. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Ἐτυμολογικὸν λεξικὸν τῆς κουτσοβλαχικῆς γλώσσης, Ἀθῆναι 1909, σσ. 227-228). Οι καταλήξεις -ίσια και - έσι δηλώνουν σαφώς αρβανίτικη επίδραση.
29. ΣΟΦΙΑΝΟΣ, Acta Stagorum, σσ. 25.110, 51.19, 60.20, και TIB, σ. 192 (σημ. το όρος Λουπάτα· ετυμ. < πιθανόν από το σλαβ.grobъ = βόθρος, όρυγμα, τάφος, F. VON MIKLOSICH, Lexikon Pa- laeoslovenico-Graeco-Latinum, Βιέννη 1862-1865 [ανατ. Aalen 1977], σ. 143· πρβλ. και το τοπωνύμιο Κόρμποβο που απαντά στα χρυσόβουλλα των Ανδρονίκου Γ΄ (έτ. 1336) και Συμεών Ούρεσι Παλαιολόγου (έτ. 1359) για τη μονή Αγίου Γεωργίου των Ζαβλαντίων (σήμ. στο αρχείο της Ι. Μ. Μεγάλου Μετεώρου), Ν. Α. ΒΕΗΣ, «Σερβικὰ καὶ βυζαντιακὰ γράμματα Μετεώρου», Βυζαντὶς 2 (1910/11) 56.71, αρ. 16, και 74.13, αρ. 19 (στο εξής ΒΕΗΣ, Γράμματα Μετεώρου).
30. ΣΟΦΙΑΝΟΣ, Acta Stagorum, σσ. 51.17, 60.17· TIB, σσ. 265-266 (στην περιοχή Χασίων· ετυμ. < σλ. suchъ = άγονος, ξερός, στεγνός, I. DURIDANOV, Die Hydronymie des Vardarsystems als Geschichts- quelle, Κολωνία-Βιέννη 1975, σσ. 71-72· πρβλ. και Ph. MALINGOUDIS, Studien zu den Slavischen Orts- namen Griechenlands. 1. Slavische Flurnamen aus der messenischen Mani , Mainz - Wiesbaden 1981, σσ. 109-110).
31. ΣΟΦΙΑΝΟΣ, Acta Stagorum, σσ. 51.18, 60.19· πρβλ. ΒΡΑΝΟΥΣΗΣ, «Χρονικὸν τῶν Ἰωαννίνων», ό.π. , σ. 79.8 (§ 8) και TIB, σ. 117.
32. ΣΟΦΙΑΝΟΣ, Acta Stagorum, σ. 25.108, 113-114, 124. Η Σαλαμβρία απαντά σε Βυζαντινούς συγγραφείς του 12ου αι. και η ετυμολόγησή της εξακολουθεί να παραμένει desideratum , βλ. ΑΓΟΡΙΤΣΑΣ, «Ἐπὶ τὴν Σαλαμβρίαν», ό.π., σ. 110, σημ. 57.
33. ΣΟΦΙΑΝΟΣ, Acta Stagorum, σσ. 50.13-14, 59.5· TIB. σ. 203, και ΣΠΑΝΟΣ, Οικισμοί, σσ. 383-386. Ετυμολόγηση ίσως από το σλ. любъ = αγαπητός, ποθητός ή το βλαχ. límbitu= λαμπρός, ωραίος.
34. ΣΟΦΙΑΝΟΣ, Acta Stagorum, σσ. 50.14, 59.7.
35. Το καθολικό της μονής ανακαινίστηκε το 1789, σύμφωνα με εγχάρακτη λίθινη επιγραφή πάνω από την είσοδο, και τοιχογραφήθηκε τον ίδιο αιώνα. Βλ. ΑΔ 27 (1972), Χρονικά, σ. 432· ΤΡ. ΠΑΠΑΖΗΣΗΣ, Πολιτιστικός τουριστικός οδηγός επαρχίας Καλαμπάκας, Τρίκαλα 1997, σσ. 421-422· Γ. Ν. ΣΑΡΡΟΣ - Α. Δ. ΣΤΡΑΤΗΣ, Ιστορία της Κουτσούφλιανης (Παναγία Καλαμπάκας), Αθήνα 1997, σσ. 442-464, και Δ. Γ. ΚΑΛΟΥΣΙΟΣ, «Η ιερά μονή του Λιμπόχοβου της Καλαμπάκας», Θεσσαλικό Ημερολόγιο 70 (2016) 129-160.
36. Βλ. Δ. Γ. ΚΑΛΟΥΣΙΟΣ, «Μετσοβίτικα σύμμεικτα από το νομό Τρικάλων»,Πρακτικά Β΄ Συνεδρίου Μετσοβίτικων Σπουδών, Μέτσοβο 9-11 Σεπτεμβρίου 1994, Τρ. Δ. Παπαζήσης (επιμ.), Αθήνα 1997, σσ. 168-169.
37. Μεταγράφουμε την επιγραφή από φωτογραφία της εικόνας που μάς παραχώρησε ευγενικά ο κ. Δ. Γ. Καλούσιος: «† Αὕτη ἡ εἰκὼν ὑπάρχει ἐκ τῆς ἁγίας Μονῆς, τῆς καλουμένης λιμπόχοβον, | καὶ ὑπὸ τ[ὴν] ἐπαρχίαν [τ]οῦ ἁγίου ςαγῶν τελουσης ἠργυρώθη δὲ, ἀναλώμασι μὲν, καὶ δαπάνη τῆς ἰδίας Μονῆς, συνδρομῆ δε | τοῦ ἐν ἱερομονάχοις πανοσιωτάτου κυ[ρί]ου κοσμᾶ ὑπὸ τοῦ χρυ[σο]χόου Ἀναστασίου | Κώνστα Ντουλίτζη, τοῦ ἐκ Με<τ>[σό]βου, ἐν ἔτει 1793 : ἰουνίου : 20 : ἡ δὲ ζωγραφία τῆς εἰκόνος [ἐ]ν ἔτει 1293 σωτηρίω». Την επιγραφή δημοσίευσαν κατά καιρούς οι [Κ. ΡΕΚΑΤΑΣ], ΕΕΒΣ 2 (1925) 323, αρ. 10· ΠΑΠΑΖΗΣΗΣ, ό.π., σ. 425, όπου αναφέρεται ως έτος ιστόρησης της εικόνας το 1493, και τελευταία ο ΚΑΛΟΥΣΙΟΣ, «Μετσοβίτικα σύμμεικτα», ό.π., σ. 169, και του ΙΔΙΟΥ, «Η ιερά μονή του Λιμπόχοβου», ό.π., σσ. 135-136. Στο κάτω μέρος της εικόνας, πίσω από τη μορφή του αγίου Γεωργίου, βάναυσο χέρι, έτερο του αργυροχόου, χάραξε καθέτως σε μεταγενέστερη εποχή την επιγραφή «ΗΟΑΝ<Ι>ΚΗΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΓΟΥΜΕΝΟΣ».
38. ΚΑΛΟΥΣΙΟΣ, «Μετσοβίτικα σύμμεικτα», ό.π., σ. 169 και σημ. 53.
39. Το όνομα Λευκή Εκκλησία προέρχεται πιθανόν από το λευκό εξωτερικό επίχρισμα του ναού, πρακτική αρκετά συνηθισμένη στους ναούς και στα τείχη κατά την Πρώιμη και Μέση Βυζαντινή περίοδο. Βλ. Ν. ΜΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΣ, «Ανασκαφές Βυζαντινών Κάστρων στη Δ. Μακεδονία», ΑΕΜΘ 6 (1992) 15.
40. Δ. Γ. ΚΑΛΟΥΣΙΟΣ, «Τρικαλινά Σύμμεικτα ΛΑ΄», Θεσσαλικό Ημερολόγιο 58 (2010) 257-258 και 279.
41. Η μονή Τζούρτζιας δεν σώζεται σήμερα. Η ύπαρξή της, γνωστή κυρίως από την προφορική παράδοση και ένα κωδικογραφικό σημείωμα, τοποθετείται πιθανότατα στις θέσεις «Παληοσάγκετρο» ή «Μπουτόκο (Θεοτόκος;)». Βλ. Γ. I. ΚΟΥΤΣΙΑΣ, Τζιούρτζια· αναδρομή στον χρόνο, Τρίκαλα 1986, σσ. 26-35· ΚΑΛΟΥΣΙΟΣ, ό.π., σ. 279, και του ΙΔΙΟΥ, «Τα εκκλησιαστικά της Τζούρτζιας», Το Αρχείο της Φιλεκπαιδευτικής Αδελφότητας Τζούρτζιας της Αθαμανίας και η ψηφιοποίησή του από το Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών. Πρακτικά Επιστημονικής Ημερίδας, Τρίκαλα 2010, σσ. 171-172, 285-286 και 308. Το χωριό Τζιούρτζια αναφέρεται για πρώτη φορά το δεύτερο μισό του 16ου αι. σε πρόθεση της μονής Δουσίκου (κώδ. 36, f. 254v: Τζούρτζα, post. 1570). Βλ. Δ. Ζ. ΣΟΦΙΑΝΟΣ - Φ. ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, Τὰ χειρόγραφα τῆς Μονῆς Δουσίκου Ἁγίου Βησσαρίωνος - Κατάλογος περιγραφικός, Αθήνα 2004, σσ. 62, 64-66· Σπανός, Οικισμοί, σσ. 532-533, και ΛΑΪΤΣΟΣ, «Τοπωνυμικό Ασπροποτάμου», ό.π., σ. 113.
42. J. DARROUZÈS, Notitiae Episcopatuum Ecclesiae Constantinopolitanae, Παρίσι 1981, σ. 284 (34.574). Την ίδια πιθανώς περίοδο (9ος - αρχές 10ου αι.) ανοικοδομήθηκε και η βασιλική της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην Καλαμπάκα. Βλ. VASSILIKI SYNTHIAKAKIS-KRITSIMALLIS - S. VOYADJIS, «Redating the Basilica of Dormition, Kalampaka, Thessaly», JÖB 61 (2011) 195-227.
43. Βλ. Α. DUNN, «The exploitation and control of woodland and scrubland in the Byzantine world», BMGS 16 (1992) 244, όπου επισημαίνεται η υποχώρηση των δασικών εκτάσεων σε σχέση με τις καλλιεργούμενες, βάσει ευρημάτων γύρης στην περιοχή του Περτουλίου c. 900. Για το ίδιο ζήτημα, η μελέτη των κλιματικών συνθηκών συνηγορεί υπέρ ενός περισσότερο θερμού κλίματος, που ευνοούσε την ανάπτυξη της βλάστησης και των καλλιεργειών. Βλ. B. GEYER, «Esquisse pour une histoire des paysages depuis l’an mil», Paysages de Macédoine: les caractères, leur évolution à travers les documents et les récits des voyageurs, ed. J. Lefort, Παρίσι 1986, σσ. 103-105, και I. TELELIS, «Medieval Warm Pe- riod and the beginning of the Little Ice Age in Eastern Mediterranean. An Approach of Physical and Anthropogenic Evidence», Byzanz als Raum. Zu Methoden und Inhalten der historischen Geographie des östlichen Mittelmeerraumes [Veröffentlichung der Kommission für die Tabula Imperii Byzantini 7], eds. K. Belke et al., Βιέννη 2000, σσ. 223-243.
44. ΚΡΥΣΤΑΛΛΙΑ ΜΑΝΤΖΑΝΑ, «Ιερός ναός Παμμεγίστων Ταξιαρχών Ελαφίου Καλαμπάκας», Πρακτικά 1ης Επιστημονικής Συνάντησης, Το Έργο των Εφορειών Αρχαιοτήτων και Νεωτέρων Μνημείων του ΥΠΠΟ στη Θεσσαλία και στην ευρύτερη περιοχή της (1990-1998), Βόλος 2000, σσ. 217-226· βλ. και ΣΠΑΝΟΣ, Οικισμοί, σσ. 391-393.
45. Για το θέμα βλ. ΛΑΪΤΣΟΣ, «Τοπωνυμικό Ασπροποτάμου», ό.π., σσ. 108-109.
46. ΚΕΚΑΥΜΕΝΟΣ, σ. 224.12-16.
47. Πρβλ. ανάλογα σχόλια του μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιωάννη Απόκαυκου για τον αφιλόξενο χαρακτήρα των Βλάχων, ότι «οἱ χωρῖται καὶ μᾶλλον γένος τὸ Βλαχικόν, καὶ πρὸς ἕνα πόδα προβάτου καὶ σκληρυνόμενον καὶ φειδωλευόμενον», Α. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ-ΚΕΡΑΜΕΥΣ, «Ἰωάννης Ἀπόκαυκος καὶ Νικήτας Χωνιάτης», Τεσσαρακονταετηρὶς τῆς Καθηγεσίας Κ. Σ. Κόντου, Ἀθῆναι 1909, σ. 379 (βλ. και αρχιμ. Ι. ΔΕΛΗΜΑΡΗΣ, Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐκκλησιαστικοὶ συγγραφεῖς τῆς Δυτικῆς Ἑλλάδος. 1. Ἅπαντα Ἰωάννου Ἀποκαύκου, Ναύπακτος 2000, σ. 406), αλλά και του Ισπανο-Εβραίου περιηγητή Βενιαμίν εκ Τουδέλης (δεκαετία 1160) για τον ανυπότακτο χαρακτήρα και τον απείθαρχο και ληστρικό τους βίο, M. N. ADLER, The Itinerary of Benjamin of Tudela, Λονδίνο 1907, σσ. 17-18. Σημειωτέον ότι η κτηνοτροφία στα ορεινά συνδυαζόταν συχνά με τη ληστεία, ενώ ο ημινομαδικός τρόπος ζωής των Βλάχων κτηνοτρόφων, διακριτός από αυτόν των μόνιμα εγκατεστημένων γεωργοκτηνοτρόφων, οδηγούσε συχνά σε αρνητικά σχόλια και χαρακτηρισμούς.
48. CHARLOTTE ROUECHÉ, «Defining the Foreign in Kekaumenos»,Strangers to Themselves: the Byzantine Outsider [SPBS 8], ed. D. C. Smythe, Ashgate 2000, σσ. 210-212. Η συγγραφέας εντοπίζει στο κείμενο του Κεκαυμένου στοιχεία από τη Ῥωμαϊκή Ἱστορία του Δίωνος Κασσίου.
49. Για την παρουσία Βλάχων και «Βουλγάρων» στη Θεσσαλία βλ. Α. Γ. ΛΑΖΑΡΟΥ, «Ἡ ἐξέγερση τῶν Λαρισαίων τὸ 1066 καὶ ἡ ἐθνολογικὴ παρερμηνεία τῶν σχετικῶν χωρίων τοῦ Κεκαυμένου», Θεσσαλικά Χρονικά 11 (1976) 90-119, όπου και απόπειρα διαφορετικής ερμηνείας. Η ξεχωριστή (διακριτή) αναφορά των δύο παραπάνω πληθυσμών από τους λοιπούς «Ρωμαίους» κατοίκους της Θεσσαλίας ενδεχομένως σχετίζεται –όσον αφορά στους Βλάχους– με ένα καθεστώς σχετικής αυτονομίας που πιθανόν απολάμβαναν στο πλαίσιο του θέματος Ελλάδος, αν κρίνουμε από τις σχετικές μαρτυρίες του ΚΕΚΑΥΜΕΝΟΥ, σ. 218.9-10: ἀπὸ μὲν τῶν Βλάχων τὸν πρόκριτον αὐτῶν ἄρχοντα Σθλαβωτᾶν τὸν Καρμαλάκην· του ΙΔΙΟΥ, «Λόγος νουθετικὸς πρὸς Βασιλέαν», (eds.) B. WASSILIEWSKY - V. JERNSTEDT, Cecaumeni Strategicon, Άμστερνταμ 1963, σ. 96.22, ότι ο Νικουλιτζάς είχε τιμηθεί με τὴν ἀρχὴν τῶν Βλάχων Ἑλλάδος, σε συνδυασμό και με την αναφορά του Νικήτα Χωνιάτη (ed. VAN DIETEN, ό.π., σ. 638.49-51), για τον τοπάρχη στα ορεινά της μεγάλης Βλαχίας. Βλ. σχετικά HÉLÈNE GLYKATZI-AHRWEILER, «Recherches sur l'administration de l'empire byzantin aux IX-XIème siècles», BCH 84 (1960) 33, 38-39· J.-C. CHEYNET, «Toparque et topotèrètès à la fin du 11e siècle», REB 42 (1984) 215- 224· P. Ş. NĂSTUREL, «Les valaques de l’espace byzantin et bulgare jusqu'à la conquête ottomane», Centre d’étude des civilisations de l’Europe centrale et sud-est. Cahier no 8: Les Aroumains, Inalco 1989, σσ. 56, 64, και M. CVETOKOVIĆ, «The Slavs and Vlachs in the Byzantine System of Provincial Organi- zation in the Southern Balkans until the XI Century. Similarities and Differences», ZRVI 49 (2012) 19- 41 (σερβικά με αγγλική περίληψη).
50. ΚΕΚΑΥΜEΝΟΣ, σ. 210.28-31· πρβλ. όσα αναφέρει ο Ιωάννης Τζέτζης, Ἱστορίαι, ed. P. A. LEONE, Νάπολη 1968, σ. 395.185, ότι οι Βούλγαροι ἀπὸ τοῦ Πίνδου ὄρους δε καὶ τῶν μερῶν Λαρίσσης … κρατοῦντες ἦσαν.
51. Βλ. ΚΕΚΑΥΜΕΝΟΣ, σ. 210.26-31· D. R. REINSCH - A. KAMBYLIS, Annae Comnenae Alexias [CFHB 40.1], Βερολίνο 2001, VΙΙΙ 3, 4, σ. 242.95-96· A. FAILLER, Georges Pachymérès, Relations historiques [CFHB 24.3], Παρίσι 1999, ΙΙΙ 7, 37, σ. 121.19-20· FR. MIKLOSICH - J. MÜLLER, Acta et Diplomata graeca medii aevi sacra et profana, 4, Βιέννη 1871 (στο εξής ΜΜ), αρ. 8, σ. 351 ( αργυρόβουλλο δεσπότου Νικηφόρου Δούκα για τη μονή Μακρινιτίσσης, έτ. 1266), και Δ. Ζ. ΣΟΦΙΑΝΟΣ, «Τὰ ὑπὲρ τῆς Μονῆς τῆς Παναγίας τῆς Λυκουσάδος τοῦ Φαναρίου Καρδίτσας παλαιὰ βυζαντινὰ (ΙΓ΄ καὶ ΙΔ΄ αἰ.) ἔγγραφα (χρυσόβουλλα κ.ἄ.). Διπλωματικὴ ἔκδοση»,ΕΕΒΣ 52 (2004-2006) 502.86-87: «Βλαχοκατοῦνα ἡ ἐπιλεγομ(έ)νη Πρακτικάτους» (χρυσόβουλλο Ανδρονίκου Β΄, έτ. 1289). Για τον όρο κατούνα, που δηλώνει την αυτοτελή κοινότητα Βλάχων κτηνοτρόφων, βλ. Θ. Γ. ΔΑΣΟΥΛΑΣ, «Οι μεσαιωνικές κοινωνίες των Βλάχων», Βαλκανικά Σύμμεικτα 16 (2005-2014) 16-22. Τέλος, ανώνυμο λατινικό περιηγητικό κείμενο των αρχών του 14ου αιώνα ( c. 1308) αναφέρεται στους Βλάχους που κατοικούν «inter ma- chedoniam, achayam et thessalonicam», γνωστούς για την αφθονία των προϊόντων τους, όπως τα γαλακτοκομικά και το κρέας. Βλ. O. GORKA,Anonymi descriptio Europae orientalis, imperium Constantinopolitanum, Albania, Serbia, Bulgaria, Ruthenia, Ungaria, Polonia, Bohemia, anno MCCCVIII exarata , Κρακοβία 1916, σσ. 12-13.
52. Βλ. την αναφορά της Άννας Κομνηνής (έκδ. REINSCH - KAMBYLIS, ό.π., V 5, 3, σ. 154.23-24) για το βλαχικό χωριό Εζεβά στον Κίσσαβο (1091), και του ΚΕΚΑΥΜΕΝΟΥ, σ. 210, για την οικία του Βλάχου Βεριβόη στη Λάρισα. Αργότερα από σημείωμα φόνου του μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιωάννη Απόκαυκου (έτ. 1228) πληροφορούμαστε ότι κάποιο χωριό της Βλαχίας μαζί με τους Βλάχους κατοίκους του αποτελούσαν πρόνοια κάποιου αξιωματούχου του Κράτους της Ηπείρου. Βλ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ-ΚΕΡΑΜΕΥΣ, «Ἰωάννης Ἀπόκαυκος», ό.π., σ. 379· ΔΕΛΗΜΑΡΗΣ, Ἅπαντα Ἰωάννου Ἀποκαύκου, ό.π., σ. 406, και Κ. ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΣ, Ιωάννης Απόκαυκος. Συμβολή στην έρευνα του βίου και του συγγραφικού έργου του , Αθήνα 1988, σσ. 281-282 (αρ. 21). Παρόμοιες αναφορές απαντούν επίσης σε μοναστηριακά έγγραφα της Μαγνησίας, βλ. ΜΜ 4, αρ. 8, σ. 351· αρ. 13, σ. 368 (υπόμνημα οικουμενικού πατριάρχη Ιωσήφ για τη μονή Προδρόμου Νέας Πέτρας, έτ. 1272), και αρ. 34, σ. 414 (εκδοτήριον του Δημητριάδος Μιχαήλ Παναρέτου για την μονή Θεοτόκου της Πορταραίας, χ.χ., πιθανότατα του έτ. 1273).
53. ΣΟΦΙΑΝΟΣ, Acta Stagorum, σσ. 21.9-24.85. Για τον όρο κληρικοπάροικοι βλ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗ, «Μία ἀπόφαση τοῦ Ἀποκαύκου καὶ ὁ ἐκκλησιαστικὸς βίος στὸ 13ο αἰώνα», Α΄ Αρχαιολογικό και Ιστορικό Συνέδριο Αιτωλοακαρνανίας, Αγρίνιο, 21-23 Οκτωβρίου 1988 , Αγρίνιο 1991, σσ. 291- 296 και ειδικότερα σ. 294.
54. Το χρυσόβουλλο δημοσιεύθηκε από τον ΒΕΗ, Γράμματα Μετεώρου, 59-62, αρ. 17, και τους A. SOLOVJEV - V. A. MOšIN, Grčke povelje Srpskih vladara, Diplomata graeca regum et imperatorum Serviae, Βελιγράδι 1936 (ανατ. Λονδίνο 1974), αρ. ΧΧΙ, σ. 164· βλ. και M. BARTUSIS, Land and privilege in Byzantium: the institution of pronoia, Cambridge Univ. Press 2012, σ. 401.
55. Για τον όρο πάροικος βλ. ANGELIKI E. LAIOU - CÉCILE MORRISSON, The Byzantine Economy, Cambridge University Press, Νέα Υόρκη 2007, σσ. 105-106, 174-179· M. BARTUSIS, «Paroikos», ODB 3, σσ. 1589-1590, και του ΙΔΙΟΥ, Pronoia, σσ. 78-85 και σποράδην, όπου και νεώτερη θεώρηση του όρου.
56. Βλ. σχετικά M. BARTUSIS, «Proskathemenos», ODB 3, σ. 1738.
57. Για τη σημασία των όρων βλ. Μ. BARTUSIS, «Aktemon», ODB 1, σ. 50· του ΙΔΙΟΥ, «Zeugaratos» και «Zeugarion», ODB 3, σσ. 2224-2225· του ΙΔΙΟΥ, Pronoia , σ. 85-86, και J. LEFORT, «The Rural Economy, Seventh-Twelfth Centuries», The Economic History of Byzantium, ed. Α. Ε. Laiou, I, Washington, D.C. 2002, σσ. 246-309 (σποράδην).
58. Βλ. NĂSTUREL, «Les valaques de l’espace byzantin», ό.π., σσ. 66-67. Για την γεωργική ζωή των Βλάχων βλ. Θ. ΔΑΣΟΥΛΑΣ, Αγροτικές κοινωνίες του ορεινού χώρου κατά την οθωμανική περίοδο: ο γεωργικός κόσμος της “Χώρας Μετζόβου” (18ος-19ος αι.), ανέκδ. διδ. διατριβή, 2009, σσ. 55-57, και του ΙΔΙΟΥ, «Μεσαιωνικές κοινωνίες», ό.π., σσ. 37-40.
59. Πρβλ. το όνομα Βρατιάνος, που αναφέρεται από τον αρχιεπίσκοπος Αχρίδος Δημήτριο Χωματηνό (c. 1216/7 - † 1336), D. DŽELEBDŽIĆ, «Slavic anthroponyms in the judicial decisions of Demetrios Chomatenos», ZRVI 43 (2006) 491.
60. Βλ. σχετικά MALINGOUDIS, Studien, ό.π., σσ. 155, 157, 160-161, και Κ. ΕΥ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Τοπωνυμικό της κοινοτικής περιοχής Ματσουκίου Ιωαννίνων, Ιωάννινα 2010, σ. 37 και σημ. 4.
61. Πρβλ. το όνομα Δόβρος, που αναφέρεται από τον Δημήτριο Χωματηνό, DŽELEBDŽIĆ, «Slavic anthroponyms», ό.π., σ. 492.
62. Πρβλ. το όνομα Τσερνοκόσα, DŽELEBDŽIĆ, «Slavic anthroponyms», ό.π., σ. 491.
63. Το όνομα παραδίδεται και στον Δημήτριο Χωματηνό, DŽELEBDŽIĆ, «Slavic anthroponyms», ό.π. , σ. 491.
64. Για το ζήτημα βλ. ΛΑΪΤΣΟΣ, «Τοπωνυμικό Ασπροποτάμου», ό.π. , σσ. 112-114. Τα ονόματα των εν λόγω προσκαθημένων Βλάχων, παρά τις εμφανείς ομοιότητές τους με άλλα του σλαβο-βουλγαρικού χώρου, θα εξελληνιστούν σταδιακά, ώστε τον 19ο αιώνα να διαφέρουν αρκετά από τα τυπικά βλαχικά ονό- ματα λ.χ. του Μετσόβου ή άλλων χωριών της Ηπείρου και της Μακεδονίας. Βλ. Ι. CARAGIANI, Studiĭ istorice asupra Romănilor din Peninsula Balcanică, Βουκουρέστι 21929, σσ. 38-42, 87-89, 91-93, 95-96, 99-103. Για μια ανάλογη διαδικασία στους σλαβικούς πληθυσμούς της Αν. Μακεδονίας βλ. VASSILIKI KRAVARI, «L'hellénisation des Slaves de Macédoine orientale, au témoignage des anthroponymes», ΕΥΨΥΧΙΑ, Mélanges offerts à Hélène Ahrweiler, II, Παρίσι 1998, σσ. 387-397.
65. ΣΟΦΙΑΝΟΣ, Acta Stagorum, σ. 50.8-9· βλ. και στου ΙΔΙΟΥ, σ. 22.47: παπᾶ Δραγῖνος.
66. Βλ. Δ. Ζ. ΣΟΦΙΑΝΟΣ, «Τὸ “ὁρκωμοτικὸν γράμμα” ( Ἰούν. 1342) τοῦ Μιχαὴλ Γαβριηλόπουλου πρὸς τοὺς Φαναριῶτες τῆς Καρδίτσας. Οἱ ἐκ τῶν παραναγνώσεων καὶ παραδιορθώσεων παρανοήσεις ἑνὸς ἱστορικοῦ ντοκουμέντου», Πρακτικά Α΄ Συνεδρίου για την Καρδίτσα και την περιοχή της , εκδ. Λαϊκής Βιβλιοθήκης Καρδίτσας η "Αθηνά", Καρδίτσα 1996, σσ. 40.3: ου μὴ προνιάσω Ἀλβανίτ(ας), 41.29-30· του ΙΔΙΟΥ, «Δύο προστάγματα εὐεργετικὰ τοῦ Ἰωάννη Οὔρεση Παλαιολόγου, βασιλέως Θεσσαλίας, πρὸς τὸν ἱερομόναχο Νεῖλο, πρῶτο τῆς Σκήτης τῶν Σταγῶν, περὶ τοῦ σπηλαίου τοῦ Κυρίλλου στὴ Μήκανη καὶ περὶ τοῦ μονυδρίου τῆς Θεοτόκου τῆς Δούπιανης στὸ Καστράκι. 1372, Νοέμβριος, ἰνδ. ια΄», Τρικαλινά 27 (2007) 21.9-10: ἀνενοχλίτος ἀδιὰσίστος μη παρά τινός τῶν ἁπάντων ἢ Ρωμαί(ων) ἢ Ἀλβανιτ(ῶν)· του ΙΔΙΟΥ, «Λυκουσάδος ἔγγραφα», ό.π., σ. 512.31-32: ἢ ‘Ρωμαῖον ἢ Σέρβον ἢ Ἀλβανίτην (σιγίλλιο οικουμενικού πατριάρχη Νείλου, έτ. 1383), και Φ. Α. ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, «Τὸ σιγίλλιο τοῦ πατρ. Ἀντωνίου Δ΄ (1393) γιὰ τὴ μονὴ τοῦ Σωτῆρος τῶν Μεγάλων Πυλῶν. Συμβολὴ στὴ διπλωματικὴ καὶ στὰ τοπωνυμικὰ τῆς Δυτ. Θεσσαλίας», Τρικαλινά 19 (1999) 107.40-41: εἴτε ‘Ρωμαῖος, εἴτε Σέρβος, εἴτε Ἀλβανίτης. Για την παρουσία Βλάχων και «Βουλγάρων» στο λεγόμενο Χρονικό των Ιωαννίνων βλ. ΒΡΑΝΟΥΣΗΣ, «Χρονικὸν τῶν Ἰωαννίνων», ό.π., σ. 88.11-12 (§ 20), και B. OSSWALD, «The Ethnic composition of Medieval Epirus», Imagining frontiers, contesting identities, S. Ellis - Luda Klusáková (eds.), Pisa University Press 2007, σσ. 128-131.
67. Για την αξία του «Χρονικού των Ιωαννίνων» βλ. LJ. MAKSIMOVIĆ, «Το Χρονικό των Ιωαννίνων ως ιστορική πηγή», Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου για το Δεσποτάτο της Ηπείρου (Άρτα, 27-31 Μαΐου 1990), επιμ. Ευ. Χρυσός, Μουσικοφιλολογικός Σύλλογος Άρτης «Ο Σκουφάς», Άρτα 1992, σσ. 53-62.
68. Δ. Ζ. ΣΟΦΙΑΝΟΣ, «Ἀνέκδοτο γράμμα ἀδήλου Μετεωρίτη μοναχοῦ, πνευματικοῦ τέκνου τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου τοῦ Μετεωρίτη, πρὸς μητροπολίτη ἢ ἐπίσκοπο (Λαρίσης, Σταγών;), γιὰ μετεωρίτικο κελλὶ καὶ γιὰ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν του. Ἀχρονολόγητο (ca. 1340-1350)», Τρικαλινά 28 (2008) 22.10.
69. Βλ. Ν. Α. ΒΕΗ, «Συμβολὴ εἰς τὴν ἱστορίαν τῶν Μετεώρων», Βυζαντὶς 1 (1909) 274 (στο εξής Πάτρια Ὑψηλοτέρας ). Για την μονή Χρυσίνου βλ. ΤΙΒ, σ. 140· Δ. ΚΑΛΟΥΣΙΟΣ, «Η Μονή της Παναγίας του Χρυσίνου στον Κλεινό της Καλαμπάκας», Θεσσαλικό Ημερολόγιο 15 (1989) 121-140, και ΚΡΥΣΤΑΛΛΙΑ ΜΑΝΤΖΑΝΑ, «Ιερά Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Χρυσίνου Καλαμπάκας», Τρικαλινά 20 (2000) 381-393, όπου και βιβλιογραφία.
70. Το όνομα του αρχιμανδρίτη Μακαρίου (PLP, 16167, 16587) εντοπίζεται σε αρκετά έγγραφα των Μετεώρων. Βλ. ΒΕΗΣ, Γράμματα Μετεώρου, αρ. 21, σσ. 88.31-33. Ο ΣΟΦΙΑΝΟΣ, «Δύο προστάγματα», ό.π., σ. 16, όπου και παλαιότερη βιβλιογραφία, χρονολογεί το έγγραφο κατά τα έτη 1348-1362. Η μνεία ωστόσο (ΒΕΗΣ, Γράμματα Μετεώρου, σ. 86.2-3) της μονής τῆς ὑπερευλογημένης Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας ἡ ἐπικεκλημένη Μετεώρου παραπέμπει στον ναό της Παναγίας Μετεωρίτισσας-Πέτρας, τον οποίο οικοδόμησε ο όσιος Αθανάσιος πριν από τον ναό του Μεταμορφωθέντος Σωτήρος Χριστού (post 1359) και οδηγεί σε χρονολόγηση του εγγράφου στο διάστημα 1348 - post 1359. Ο αρχιμανδρίτης Μακάριος αναφέρεται και στη διαθήκη του Μανουήλ Ιωαννάκη (μέσα 14ου αι.), Δ. Ζ. ΣΟΦΙΑΝΟΣ, «Ἡ ἀνέκδοτη διαθήκη τοῦ Μανουὴλ Ἰωαννάκη (μέσα ΙΔ΄ αἰ.) καὶ ἄλλα κείμενα σχετικὰ μὲ τὴ μονὴ τῆς Θεοτόκου στὸν Στύλο τῶν Σταγῶν», Σύμμεικτα (= Μνήμη Δ. Α. Ζακυθηνοῦ) 9.2 (1994) 286.9-11. Βλ. και Δ. Κ. ΑΓΟΡΙΤΣΑΣ, «Μετέωρα: από τη Σκήτη των Σταγών στον κοινοβιακό μοναχισμό. Παράδοση και εξέλιξη» (υπό έκδοση στο περιοδικό Βυζαντινά).
71. Βλ. έγγραφο του καίσαρος της Βλαχίας (scil. Θεσσαλίας με έδρα τα Τρίκαλα) Αλεξίου Αγγέλου Φιλανθρωπηνού (έτ. 1388), ΒΕΗΣ, Γράμματα Μετεώρου, αρ. 6, σσ. 24.3-25.10, 26.18-19.
72. Πάτρια Ὑψηλοτέρας , σ. 275, και ΘΕΟΤΕΚΝΗ ΜΟΝΑΧΗ, Τὸ πέτρινο δάσος, Α ΄: ἱερὰ ἀσκητήρια, Ἅγια Μετέωρα 2010, σσ. 136-138.
73. ΒΡΑΝΟΥΣΗΣ, «Χρονικὸν τῶν Ἰωαννίνων», ό.π., σ. 91.21 κ.ε. (§ 23). Για το Μέτσοβο βλ. P. SOUSTAL - J. KODER,Nikopolis und Kephallēnia [Tabula Imperii Byzantini 3] , Βιέννη 1981, σ. 207. Ο συνάδελφος κ. Στέργιος Λαΐτσος σε υπό δημοσίευση εργασία του για το Μέτσοβο και τα τοπωνυμικά του ετυμολογεί το όνομα του Μετσόβου (βλαχ. Αμίντζιου) < λατ. mansio = οδικός σταθμός. Βλ. ΣΤ. ΛΑΪΤΣΟΣ, «Μέτσοβο. Από τη ρωμαϊκή mansio στο βλαχικό “Αμίντζιου”», Η ολοκληρωμένη ανάπτυξη των ορεινών περιοχών. 6ο Διεπιστημονικό, Διαπανεπιστημιακό Συνέδριο του Ε.Μ.Π. και του ΜΕ.Κ.Δ.Ε. του Ε.Μ.Π., 16-19 Σεπτεμβρίου 2010, Περιλήψεις των εισηγήσεων του Συνεδρίου, σ. 94.