Featured

Αμιά κίκα ατά νού κίκα (το δικό μου στάζει το δικό σου δεν στάζει) - Το παραμύθι με τους καλικαντζάρους

Καλικάτζαροι«Παππού θα μου πεις ξανά το βλάχικο παραμύθι με τους καλικάντζαρους;» Είναι το πρώτο που μου ζητάει η αγαπημένη μου εγγονούλα κάθε φορά που επικοινωνούμε μέσω Skype.

Παρότι στην εποχή μας η δύναμη της εικόνας είναι αδιαμφισβήτητη και το παιδί από πολύ νωρίς εκτίθεται και εξοικειώνεται με την εικόνα και την οθόνη, το παραμύθι ακόμα γοητεύει το μικρό παιδί.

Το παραμύθι που περιγράφω δεν είναι πουθενά γραμμένο το άκουσα μικρό παιδί από την μάνα μου. Παρά τα χρόνια που πέρασαν, οι μνήμες από την παιδική μου ηλικία στο χωριό μου το Άνω Χριστός παραμένουν ακόμη ζωντανές. Θυμάμαι τα κρύα χειμωνιάτικα βράδια τότε που κοιμόμασταν τα αδέλφια μαζί στρωματσάδα στο δωμάτιο, σκεπασμένα μέχρι και τα κεφάλια μας με εκείνες τις τετράφυλλες μάλλινες βελέντζες για να προφυλαχτούμε από το κρύο. Η καημένη η μάνα μας, η τετα-Γκέλα (Ευαγγελία), για να μας αποκοιμίσει παρατούσε για λίγο τις δουλειές της, κάθονταν δίπλα μας και εκεί μέσα στο σκοτάδι άρχιζε να μας λέει βλάχικα παραμύθια. Όλα τα παραμύθια της άρχιζαν με την βλάχικη φράση «Ιαρά σι νού ιαρά» που θα πει «Ήταν και δεν ήταν». Πολλά παραμύθια. Τώρα ειδικά στις γιορτές των Χριστουγέννων, είχαν πάντα θέμα τους καλικάντζαρους, «καρακάντζαρι» όπως τους έλεγε. Το παραμύθι βέβαια δεν κρατούσε πολύ γιατί εν τω μεταξύ μας έπαιρνε ο ύπνος και ήταν γλυκός σαν την φωνή της μάνας!

ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΥΣ

«Αμιά κίκα ατά νού κίκα» (το δικό μου στάζει το δικό σου δεν στάζει).

Ιαρά σι νού ιαρά (ήταν και δεν ήταν)

Κάποτε ένα βράδυ, σε ένα απομακρυσμένο ορεινό χωριό σαν τώρα μέρες Χριστουγέννων, μαζεύτηκαν στην πλατεία του χωριού τα παλικάρια για να παίξουν και να διασκεδάσουν. Ήταν τότε συνήθεια, ειδικά τώρα τον χειμώνα με τις μεγάλες νύχτες, τα βράδια να συγκεντρώνονται στην πλατεία του χωριού τα παλικάρια και εκεί να παίζουν διάφορα παιχνίδια και να διασκεδάζουν. Ήταν η μόνη διέξοδος για ψυχαγωγία που είχαν μιας και όλη την ημέρα ήταν απασχολημένοι στα μαντριά και τα πρόβατα. Εκείνο το βράδυ, κάτω από το φως του φεγγαριού, τα παλικάρια έβαλαν μεταξύ τους ένα στοίχημα. Ποιος δεν φοβάται να πάει νύχτα μόνος του στη «Μάρια Βάλια» (μεγάλο ρέμα) που ήταν πάνω από το χωριό και εκεί να κάτσει και να ψήσει ένα αρνί.

Όλοι τότε φοβόντουσαν να περάσουν νύχτα από τη «Μάρια Βάλια». γιατί πίστευαν ότι τις μέρες των Χριστουγέννων στο ρέμα αυτό ζουν οι καλικάντζαροι. Ένα όμως τολμηρό τσοπανόπουλο από την παρέα δέχθηκε να πάει. Πήρε μια σούβλα, πήρε και το αρνί στην πλάτη και ξεκίνησε να πάει να το ψήσει όπως συμφώνησαν στην «Μάρια Βάλια». Όταν έφτασε στο σημείο που έπρεπε αμέσως μάζεψε από τριγύρω ξύλα και άναψε μια μεγάλη φωτιά. Πέρασε μετά το αρνί στη σούβλα, το έβαλε πάνω στη φωτιά, κάθισε κι αυτός πάνω σε μια πέτρα και άρχισε να το τριγυρίζει για να ψηθεί. Δεν πέρασε πολύ ώρα και εκεί που έψηνε έξαφνα εμφανίζεται μπροστά του ένας καλικάντζαρος. Το παλικάρι όμως έμεινε ατάραχο και συνέχισε να γυρίζει το αρνί. Ο καλικάντζαρος σαν πειραχτήρι που είναι, άρχισε αμέσως να τον ρωτάει διάφορα, όπως «από πού έρχεσαι;», «πώς σε λένε;» και άλλα. Το παλικάρι άκουγε όμως δεν του μιλούσε. Το ήξερε αλλά του το είπαν και οι φίλοι του όταν ξεκίνησε από το χωριό. «Αν εμφανιστεί καλικάντζαρος να μην του μιλήσεις γιατί αμέσως θα σου πάρει τη φωνή και θα μείνεις βουβός!!!» του είπαν. Ο καλικάντζαρος βλέποντας ότι το παιδί δεν του μιλάει, τί να κάνει, αρπάζει ένα κλαδί, το πελεκάει και κάνει κι αυτός μια μικρή σούβλα. Πιάνει μετά ένα βάτραχο που βρισκόταν εκεί δίπλα, τον σουβλίζει, κάθεται και αυτός πάνω σε μια πέτρα δίπλα στο παιδί και αρχίζει να ψήνει τον βάτραχο. Ο βάτραχος, μικρός όπως είναι, άρχισε γρήγορα να τσιγαρίζεται και να κάνει θόρυβο το λίπος του που έσταζε πάνω στη φωτιά. Ο καλικάντζαρος αρχίζει τώρα να μονολογεί στα βλάχικα και να λέει «αμιά κίκα, ατά νου κίκα.» και ξανά «αμιά κίκα, ατά νού κίκα» που θα πει «το δικό μου στάζει το δικό σου δεν στάζει». Μονολογούσε συνέχεια δίχως σταματημό, αμέτρητες φορές. Το τσοπανόπουλο εκνευρίστηκε τόσο πολύ που κάποια στιγμή δεν άντεξε άλλο τον μονόλογο του καλικάντζαρου και με μια απότομη κίνηση σήκωσε στον αέρα την σούβλα με το μισοψημένο αρνί και την έφερε με όση δύναμη είχε πάνω στο κεφάλι του καλικάντζαρου. «Ώχ λελέ, ώχ λελέ» άρχισε να ουρλιάζει, πεσμένος στο έδαφος, ο καλικάντζαρος. Το τσοπανόπουλο μετά από αυτό παρατάει το ψήσιμο και τρέχει να φύγει για το χωριό.

Τα ουρλιαχτά του καμένου από το αρνί καλικάντζαρου αντιλαλούσαν σε όλη τη «Μάρια Βάλια». Σε λίγο στο σημείο συγκεντρώθηκαν χιλιάδες καλικάντζαροι. Όλοι ρωτούν τον πεσμένο στο χώμα καλικάντζαρο «κάρι τι αγκουντί» δηλαδή «ποιος σε κτύπησε;». Αυτός μονολογούσε την ίδια πάντα λέξη «βούρ» δηλαδή «κανείς». Τον ξαναρωτούσαν και πάλι τα ίδια έλεγε. Τις φωνές και τα ουρλιαχτά άκουσε και ο αρχηγός τους ο γεροκαλικάντζαρος που ήταν και κουτσός. Ήρθε σιγά – σιγά κι αυτός να δει τι συμβαίνει. Όμως σαν ποιο μεγάλος και πιο έξυπνος που ήταν, όταν άκουσε τους συγκεντρωμένους να του λένε ότι εμείς τον ρωτάμε ποιος σε κτύπησε και αυτός απαντάει «κανένας», αμέσως κατάλαβε τί είχε συμβεί και με άγρια φωνή τους είπε «βρε μπουνταλάδες δεν σας κόβει λίγο, δεν καταλάβατε ότι τον κτύπησε κάποιος που ήταν εδώ και έψηνε αρνί αλλά δεν του μιλούσε. Τρέξετε τώρα γρήγορα να τον πιάσετε γιατί έφυγε να πάει στο χωριό του». Όρμησαν αμέσως το ρέμα προς τα κάτω όλοι μαζί οι καλικάντζαροι για να πιάσουν το παλικάρι που έφυγε. Το τσοπανόπουλο κάποια στιγμή έστριψε το βλέμμα του προς τα πίσω να δει μήπως έρχεται κανένας αλλά τι να δει ο καημένος, χιλιάδες καλικάντζαροι να έρχονται κατά πάνω του τρέχοντας. Οι καλικάντζαροι έχουν γρήγορα ποδάρια και θα με πιάσουν σκέφτηκε. Τί να κάνει, δεν χάνει καιρό, βγάζει το σακάκι του, γυρίζει το ένα μανίκι ανάποδα και το πετάει αμέσως επάνω στο δρόμο και συνεχίζει να τρέχει. Όταν έφθασαν στο σημείο αυτό οι καλικάντζαροι σταμάτησαν και άρχισαν να μαλώνουν μεταξύ τους. Μάλωναν για το ποιος θα φορέσει το σακάκι που βρήκαν. Όμως κανείς δεν μπορούσε!!! Σαν μπουνταλάδες που είναι δεν τους έκοβε ότι για να το φορέσουν θα πρέπει πρώτα να γυρίσουν στη σωστή θέση το ανάποδο μανίκι. Μετά από ώρα έφθασε και ο κουτσός ο γεροκαλικάντζαρος και τους ρωτάει γιατί χασομερούν και δεν τρέχουν να τον πιάσουν. Άρχισαν τότε να του λένε «να βρήκαμε αυτό το σακάκι και απορούμε πώς αυτός το φορούσε κι εμείς δεν μπορούμε;». Πονηρός ο γεροκαλικάντζαρος τους βάζει τις φωνές «βρε αχαϊρευτοι, τους λέει, δεν βλέπετε ότι το ένα μανίκι είναι γυρισμένο ανάποδα!!! Μη χασομεράτε άλλο, τρέξτε γρήγορα να τον πιάσετε». Τρέχουν ξανά οι καλικάντζαροι και αρχίζουν ξανά να πλησιάζουν το παλικάρι. Αυτός βλέποντας ξανά τον κίνδυνο, τί να κάνει, βγάζει τώρα από το ένα πόδι το τσαρούχι του και το αφήνει στη μέση του δρόμου και φεύγει. Μόλις έφθασαν οι καλικάντζαροι και είδαν το τσαρούχι στη μέση του δρόμου σταμάτησαν πάλι και άρχισαν ξανά να κάνουν μεγάλη φασαρία. Μάλωναν ποιος θα βάλει πρώτος τα διό πόδια σε ένα τσαρούχι!!!. Κανείς όμως δεν το κατάφερνε. Μόλις έβαζε κάποιος τα πόδια του μέσα στο τσαρούχι αμέσως έπεφτε κάτω και όλοι οι υπόλοιποι τριγύρω του ξεκαρδίζονταν στα γέλια. Απορούσαν και πάλι και έλεγαν «σαν τί πόδια άραγε να είχε αυτός ο άνθρωπος και χωράνε μέσα σε ένα τσαρούχι;». Έφτασε σε λίγο πάλι ο κουτσός ο καλικάντζαρος και πάλι όλοι μαζί τον ρωτούν για το τσαρούχι που βρήκαν. Ο κουτσός, αφού τους μάλωσε ξανά για τα χαζές απορίες που είχαν, τους εξήγησε αμέσως τι είχε συμβεί. Τρέχουν πάλι οι καλικάντζαροι προς τα κάτω για να πιάσουν το τσοπανόπουλο. Το παιδί βλέποντας πάλι ότι κοντεύουν για να τους χασομερήσει βγάζει τώρα από το ένα πόδι την μάλλινη κάλτσα που φορούσε και την ρίχνει και αυτή πάνω στο δρόμο. Βλέποντας οι καλικάντζαροι την κάλτσα στη μέση του δρόμου σταμάτησαν και πάλι και άρχισαν νέο καυγά μεταξύ τους για το πώς χωράνε να μπουν τα διό πόδια σε μια κάλτσα. Δεν μπορούσαν να βρουν λύση μέχρι που κατέφθασε και πάλι ο γεροκουτσός καλικάντζαρος. Πάλι τους μάλωσε που δεν μπορούσαν να καταλάβουν αυτό που έκανε το τσοπανόπουλο για να τους ξεγελάσει.

Άρχισαν πάλι να τρέχουν οι καλικάντζαροι και για ακόμη μια φορά άρχισαν να τον πλησιάζουν. Τι να κάνει τώρα το καημένο το παιδί που με όλα όσα προηγήθηκαν είχε μείνει σχεδόν γυμνός!!!. Σταματάει ξαφνικά, κάθεται κάνει τα κακά του πάνω σε ένα κεραμίδι που βρήκε και αμέσως τα πετάει πάνω σε ένα θάμνο εκεί δίπλα που είχε σουβλερά αγκάθια, και συνεχίζει και πάλι να τρέχει. Όταν έφτασαν εκεί οι καλικάντζαροι και είδαν τα κακά του πάνω στο θάμνο με τα σουβλερά αγκάθια σταμάτησαν πάλι. Είναι περίεργοι τώρα και θέλουν να δοκιμάσουν κι αυτοί να κάνουν το ίδιο που έκανε και το τσοπανόπουλο. Κάθε φορά όμως που κάποιος κατέβαζε τα πανταλόνια και επιχειρούσε να κάτσει πάνω στο θάμνο τότε τα σουβλερά αγκάθια τρυπούσαν τον πισινό του και πετάγονταν πάνω ουρλιάζοντας από τον πόνο. Όλοι βέβαια οι υπόλοιποι όπως πάντα ξεκαρδίζονταν στα γέλια με το πάθημά του. Δεν μπορούσαν όμως να εξηγήσουν πώς ο άνθρωπος που κυνηγούσαν κατάφερε να τα κάνει δίχως να πονέσει. Έφτασε και πάλι ο γεροκαλικάτζαρος και άρχισε για μια ακόμη φορά να τους μαλώνει και να τους φωνάζει που είναι τόσο άμυαλοι και δεν μπορούσαν να καταλάβουν πώς έγινε. «Βρέ χαζοί δεν σας κόβει λίγο, τα έκανε πρώτα παραπέρα πάνω σε ένα κεραμίδι και μετά τα πέταξε πάνω στο θάμνο με τα αγκάθια!. Μη χασομεράτε άλλο και τρέξετε γρήγορα να τον πιάσετε» τους είπε. Αρχίζουν πάλι να τρέχουν αλλά εν τω μεταξύ η νύχτα είχε περάσει και κόντευαν τα χαράματα. Ξαφνικά ακούστηκαν να λαλούν τα κοκόρια του χωριού. Όπως ξέρουμε, στα χωριά κάθε μέρα τα χαράματα, την ίδια πάντα ώρα λαλούν τα κοκόρια. Θέλουν να πουν ότι σε λίγο θα ξημερώσει. Οι καλικάντζαροι όμως φοβούνται πολύ το φως. Κυκλοφορούν μόνο νύχτα ενώ όλη την ημέρα παραμένουν κρυμμένοι μέσα στις σπηλιές τους. Έτσι μόλις άκουσαν τα κοκόρια να λαλούν κατάλαβαν ότι σε λίγο τελειώνει η νύχτα και έρχεται το φως της ημέρας και για τον λόγο αυτό σταμάτησαν αμέσως την καταδίωξη και γύρισαν πίσω για να κρυφτούν στην «Μάρια Βάλια» πριν προλάβει και βγει το φως. Έτσι χάρις στα κοκόρια του χωριού γλύτωσε το παλικάρι από τους καλικαντζάρους και κατάφερε και πήγε στο σπίτι του και στους δικούς του. Όμως από τότε κανείς πλέον δεν ξαναπάτησε νύχτα στη «Μάρια Βάλια» όπου κρύβονται οι καλικάντζαροι.

Μιχάλης Μήσιος

Αναζήτηση