Η νύχτα των βρικολάκων

γιαγιάς ΘώδαςΤούτη την ιστορία μου την έλεγε η γιαγιά μου. Η μάια ντι μβουλουάγκα. Ήταν περίφημη μαμή σε μια εποχή που οι σπουδαγμένες μαμές ήταν άγνωστες.

Η γιαγιά ΘώδαΗ γιαγιά ΘώδαΟι Λιβαδιώτες της έτρεφαν απέραντη εμπιστοσύνη και αγάπη μια που η γιαγιά Θώδα ήταν και ένας υπέροχος άνθρωπος. Τη θυμάμαι γεμάτη καλοσύνη και χαμογελαστή να μου λέει παραμύθια και ιστορίες στην κόχη του σπιτιού της. Δεν μπόρεσα ποτέ να ξεχωρίσω τις αληθινές διηγήσεις από τα παραμύθια. Με καθήλωναν τα λόγια και με συνέπαιρναν με την ζωντανή διήγηση. Άλλωστε τι σημασία έχει για ένα παιδί αν αυτό που ακούει είναι παραμύθι ή ιστορία;

Κάποτε μου διηγήθηκε μία ιστορία με βρικόλακες. Επέμενε πως η ιστορία ήταν αληθινή μία που πρωταγωνιστούσε και η ίδια. Σήμερα μου φαίνεται απίθανη και δημιούργημα μιας φαντασίας, που όμως είχε πείσει την γερασμένη λογική της.

Το πιθανότερο είναι να την άκουσε από κάποιον άλλον. Ωστόσο η ιστορία της γιαγιάς Θώδας έχει μία μοναδικότητα και τεράστιο ενδιαφέρον για τον ερευνητή των μύθων και παραδόσεων του λαού. Αλλά ας αφήσουμε καλύτερα τη γιαγιά να μας διηγηθεί την ιστορία της.

«Ήταν παραμονή Χριστουγέννων. Το Λιβάδι ήταν κάτασπρο από χιόνι. Όλη μέρα κουραστήκαμε με την ετοιμασία των φαγητών, με τη λαχτάρα του σπιτιού, με την προετοιμασία γενικά για την επόμενη μεγάλη μέρα. Γι΄ αυτό και έπεσα νωρίς για ύπνο. Μόλις με είχε πάρει λίγο ο ύπνος, όταν άκουσα στο παράθυρό μου ένα ελαφρό άλλα συνεχόμενο χτύπημα. Ξύπνησα αμέσως. Έχω ακούσει πολλές φορές τέτοιου είδους χτυπήματα τη νύχτα. Με καλούσαν σε γέννες.

Άνοιξα το παράθυρο. Ήταν σκοτεινή η νύχτα και δεν μπόρεσα να διακρίνω ποιοι ήταν αυτές οι δύο κατάμαυρες σιλουέτες.

- Ορίστε, τι θέλετε; είπα

- Άκουσε κυρά Θώδα, μου λέει ο ένας, είναι ανάγκη να έρθεις μαζί μας γιατί έχουμε μία δύσκολη γέννα.

- Ποιοι είστε;

- Έλα και θα σου πούμε. Τι σημασία έχει ποιοι είμαστε. Είναι ανάγκη και πρέπει να έρθεις.

Δεν πολυέδωσα σημασία. Ντύθηκα και σε λίγο βγήκα.

Οι δύο σκιές με έπιασαν από τα χέρια και ανηφορίσαμε προς το πάνω χωριό. Πηγαίναμε με πολύ γρήγορο ρυθμό. Φαίνεται πως οι άνθρωποι βιάζονταν πραγματικά.

- Ποιοι είστε; τους ξαναρώτησα

- Θα τα πούμε σε λίγο. Ας βιαστούμε.

Διασχίσαμε όλο το χωριό και φτάσαμε στον Πολέζο. Παραξενεύτηκα. Από δω και πέρα δεν υπήρχαν σπίτια. Η έκπληξη μου μεγάλωσε ακόμη περισσότερο, όταν πήραμε τον ανήφορο του Αϊ-Λια.

- Μα πού πάμε; ρώτησα θυμωμένη και φοβισμένη. Ήξερα πολύ καλά πως στα βουνά δεν ξεχειμωνιάζουν κοπάδια.

- Θα τα πούμε σε λίγο. Βιάσου σε παρακαλώ.

Δεν είπα τίποτα. Ο φόβος με συνεπήρε. Κάτι παράξενο συνέβαινε οπωσδήποτε. Φτάσαμε στον Προφήτη Ηλία. Εκεί μας περίμεναν πέντε άλογα και δύο άλλα μαυροντυμένα πρόσωπα. Η ανηφόρα, το κρύο, ο κόπος και ο θυμός μου νίκησαν τους φόβους μου.

- Αν δεν μου πείτε πού πάμε, δεν έρχομαι. Κι αν με πάρετε με το ζόρι δεν πρόκειται να βοηθήσω στη γέννα.

Οι τρεις μαυροντυμένοι κάτι είπαν ψιθυριστά μεταξύ τους κι ένας από αυτούς με πλησίασε.

- Άκου γιαγιά Θώδα. Έχεις ακουστά το λάκκο των βρικολάκων; Έμεινα άναυδη. Την ήξερα αυτήν την περιοχή. Είχαμε και ένα χωράφι εκεί. Ο φόβος με κυρίευσε και πάλι. Είχα ακούσει τόσα πολλά για τους βρικόλακες!

- Είστε βρικόλακες;

- Ναι γιαγιά Θώδα. Δεν πρέπει όμως να φοβηθείς. Δεν θα σου κάνουμε κακό. Σε αγαπάμε και εμείς τόσο όσο και οι άνθρωποι. Πρέπει όμως να μας βοηθήσεις απόψε. Μια γυναίκα κινδυνεύει. Δεν μπορεί να γεννήσει. Σε παρακαλούμε, βοήθησέ μας κι όσο γίνεται πιο γρήγορα θα ξαναγυρίσουμε σπίτι. Μη φοβάσαι.

Κοίταξα λίγο το πρόσωπό του. Ήταν ανθρώπινο και πολύ μαύρο.

- Εντάξει, είπα. Ο φόβος όμως δεν έφυγε.

Ανεβήκαμε στα άλογα και ένας από αυτούς με σκέπασε με μία κάπα. Το κρύο ήταν φοβερό. Περπατήσαμε μία ώρα περίπου. Μπήκαμε στο δάσος του Λιάπη και μετά από λίγο κατεβήκαμε προς το λάκκο. Κάπου σταματήσαμε. Μπροστά μας ήταν πολλές αχυρένιες καλύβες. Με κατέβασαν και με οδήγησαν σε μία καλύβα. Το θέαμα που αντίκρισα με συγκλόνισε. Τρία άτομα κατάμαυρα με τρίχες και ουρά κάθονταν πάνω στο κρεβάτι ενός άλλου που ήταν ξαπλωμένο. Το ίδιο ήταν και οι συνοδοί μου που στο μεταξύ έβγαλαν τις κάπες. Μόλις με είδαν οι τρεις βρικόλακες που κάθονταν σηκώθηκαν αμέσως και έσκυψαν το κεφάλι με τρόπο που έδειχνε σεβασμό προς το άτομό μου. Αυτό μετρίασε κάπως τους φόβους μου.

- Μην καθυστερείς γιαγιά Θώδα, μου είπε ένας από τους συνοδούς μου. Εκεί είναι η έγκυος και μου έδειξε το κρεβάτι.

Η ζεστασιά, το φως των δαδιών και ο ευγενικός τρόπος που μίλησαν, μου έδωσαν κουράγιο. Πλησίασα στο κρεβάτι και αντίκρισε το βλέμμα της γυναίκας, που φαινόταν ότι σπάραζε από πόνους. Σε λίγο και με τη βοήθεια των άλλων ήρθε στον κόσμο ένα μικρό βρικολακάκι. Ήταν κατάμαυρο και με ουρά. Με τα πρώτα κλάματα μπήκαν στην καλύβα 10 - 15 βρικόλακες και άρχισαν να χορεύουν και να τραγουδάνε ένα περίεργο τραγούδι. Αυτοί που με συνόδευσαν ήρθαν και μου φίλησαν το χέρι. Κάποιος άλλος μου πρόσφερε ένα πιάτο μέλι με καρύδια. Δεν δέχτηκα.

- Πάρε, είναι νόστιμα, μου είπε

- Όχι, ευχαριστώ.

Σε λίγο όμως μου έφερε ένα ξύλινο δοχείο σκεπασμένο.

- Σου έβαλα εδώ μέλι και καρύδια να τα φας στο σπίτι.

- Ευχαριστώ, είπα. Τώρα θέλω να φύγω. Σε λίγο ξημερώνουν Χριστούγεννα και πρέπει να πάω στην εκκλησία. Με το άκουσμα της λέξης εκκλησία, όλοι οι βρικόλακες έφυγαν τρέχοντας. Έμεινα μόνη με τη λεχώνα. Ευτυχώς σε λίγο φάνηκε στην πόρτα ένας βρικόλακας σκεπασμένος με κάπα.

- Πάμε γιαγιά Θώδα.

Χωρίς δεύτερη κουβέντα βγήκα έξω και σε λίγο με τα άλογα και τις κάπες ξεκινήσαμε. Φτάνοντας στον Προφήτη Ηλία αισθάνθηκα μία ανακούφιση, ιδιαίτερα όταν αντίκρισα την εκκλησία και το χωριό.

Κατεβήκαμε από τα άλογα και κατηφορίσαμε με τα πόδια. Με συνόδεψαν δύο. Μόλις κατεβήκαμε λίγο ακούστηκε στο χωριό το ξύπνημα ενός κόκορα. Ξημέρωνε.

- Γιαγιά Θώδα, είπε ένας από τους συνοδούς, σ΄ ευχαριστούμε πολύ και ζητάμε συγνώμη που δεν μπορούμε να σε συνοδέψουμε μέχρι το σπίτι. Πρέπει να γυρίσουμε γιατί αν μας βρει ημέρα καήκαμε

- Δεν πειράζει. Θα πάω μόνη μου, είπα ανακουφισμένη.

Είδα τους συνοδούς μου να ανηφορίζουν με γρήγορο βήμα. Δεν έκαναν πολύ δρόμο, όταν από το χωριό ακούστηκαν οι καμπάνες. Χριστουγεννιάτικες καμπάνες. Βρήκα όλο μου το θάρρος και σταυροκοπήθηκα.

Οι βρικόλακες από πίσω μου έτρεχαν πιο γρήγορα τώρα βγάζοντας διάφορες κραυγές. Σε λίγο είχαν εξαφανιστεί πίσω από τα βουνά. Γύρισα στο σπίτι, προσευχήθηκα στο εικόνισμα και σε λίγο πήγα στην εκκλησία. Όλα μου φάνηκαν διαφορετικά. Οι άνθρωποι πιο όμορφοι, όλος ο κόσμος πιο ωραίος.

Την άλλη μέρα όλη μου η περιπέτεια μου φαινόταν σαν ένα κακό όνειρο. Το ξύλινο δοχείο με το μέλι όμως που είχα κρύψει στο υπόγειο, έδειχνε ότι δεν ήταν καθόλου όνειρο.

Η νύχτα των βρικολάκων
Γιάννης Γαζέτης
πηγή: η υπέροχη σελίδα του Ιωάννη Γαζέτη το Βλαχολείβαδο του Ολύμπου
κεντρική φωτογραφια Rita Kakany

Αναζήτηση