Featured

Ο Μυλωνάς και ο καλικάντζαρος - Μουράρλου σι παγανιάουα

Ο Μυλωνάς και ο καλικάντζαρος - Μουράρλου σι παγανιάουαΙαρά ούνα ουάρα τ΄ ατσέλου κιρό ουν μουράρου, σι σιάρα ντι Χριστού, ακλό λα μουάρα τσι λουκρά, απριάσι φόκου τα σι αντάρ ζόρνου, σι φρίγκ σουγλιμόλου, σι σάτουρ κα όμου σ΄ έλου, κα ιαρά ατζούν τζούα τούτα.

Σουγλιμόλου ιαρά κάρνια ντι πόρκου, ου μπαγκά του σούλα, φιλί, φιλί, σι ου ατσιά παγάλια, παγάλια βαρίγκαλι πρι καρμπούνι τάσι ου φρίγκ. Κάρνια σι φριτζιά σ΄ σέουλου σι κικά πρι καρμπούνι, σι ανουρτζιά πούνα αφουάρα σουγλιμόλου.

Ακλό ίου τουρνά σούλα μουράρλου, σίγκουρ σι ατζούν κουμ ιαρά, αραντιά ντε τσια κου μίντια αλούι!!!

- Τσι γκίνι!!! Βα μι αντάρου «τσάγι» ντι μαγκάρια!!

Ντα ντε γίνι ούνα παγανιάου, σουτζού νίκα λα έλου, σι λου καρτιά, λου ακατσά ντι νάρι, λου κιπιρά λα γκούσα, λα τσουάρι, λα πέερι, σι αλινά πρι τρούπου αλ μουράρου σι λου σπουρά.

Μουράρλου νου σπουρά κα σι ασπαριά, τα σι νου λι λιά γκράιλου. Ντιάντι, μέτα ντιάτι παγανιάου, νου πουτού σι αντάρα ατσιά τσι βρια, σι λι λια γκράιλου, λι μπουρού μούλτου αρόου, ντε ου ακατσά ινάτια!!!

Φουτζί παγανιάουα ντε σι ντούσι ντε άφλ ούνα σούλα, τρικού ντι λα ούνα βάλι ντε λο μπρουάτιτσι, λιι τρικού του σούλα, ντε σι μετα ντούσι λα μουάρα, σουτζού απρουάπια νίκα έλου, ακλό ίου φριτσιά μουράρλου σουγλιμόλου αλούι, ντε τουρνά σ΄ ατσιά σούλα αλέ, κου μπρουάτιτσι, σι μέτα καρτιά μουράρλου σι λι τσιά.

- Ε!!! Μουράρου!!! Ματριά, ματριά σούλα αμιά!!! Αμιά πίκ, ατά νου πίκ!!!!

Βρια σι τσίκ «Αμιά κίκ, ατά νου κίκ».

Τσιά, μέτα τσιά:

- Αμιά πίκ, ατά νου πίκ!

Μουράρλου νου γκαριά. Αλί παγανιάου λι σι φιάτσι αρό κα μουράρλου νου γκαριά, ντε βα κριπά νίγκα θιάμα, ντε τατσιά λο σούλα κου μπρουάτιτσι σι ου αρκά πρι σούλα άλου μουράρου, σι ου παγκανιάσκ.

Αράπι μουράρλου ζόρνουλου, σπρούνα ντι λα φόκου σι λου αρκά πρι παγανιάουα ντε ου αλαβουί του σόολιρι, λα λουμπάτς, ου παρζαλί, ου φρίπσι, ου άρσι!!!

Ακσί κουμ ιαρά παγανιάουα, γκουλισάνα σι παρζαλίτα, χλαϊά αρμό πρι μουράρου, σι λια ασπουνιά κουάιλι λι σι τσιά:

- Μι φρίπσις κουάλιλι παλιουμουράρου, μι φρίπσις κουάλιλι παλιμουράρου, μι φρίπσις ντιναϊντι, λα κουάλιλι!!!

   Να!!! Να!!! Φρίπτι κουάλιλι!!! Να!!! Να!!! φρίπτι κουάλιλι παλιουμουράρου!!!

   Λιάνι φρίπτι κουάλιλι, λιάνι φρίπτι κουάλιλι παλιουμουράρου!

Τσίσι μούλτι παλιουσμπουάρι παγανιάουα πρι μουράρου, σ απόια φουτσί παρζαλίτα κουμ ιαρά, ντε σι ντούσι του βάλι σι αρούκ άπα σι φούγκ παρζαλίρια, σ΄ απόια σι ασκούμψι του αρούντζι, σι αρμάσι μουράρλου σίγκουρου σι μαγκά σουγλιμόλου!

 

Η ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ

Ήταν μια φορά κι έναν καιρό ένας μυλωνάς και το βράδυ των Χριστουγέννων, εκεί στο μύλο που δούλευε, άναψε φωτιά, για να κάνει κάρβουνα, να ψήσει το σουγλιμά (κεμπάμπ), να φάει σαν άνθρωπος κι αυτός, γιατί ήταν πεινασμένος όλη την ημέρα.

Ο σουγλιμάς ήταν χοιρινό κρέας κομμάτια, κομμάτια περασμένα στη σούβλα και τη γύριζε σιγά, σιγά πάνω στα κάρβουνα για να ψηθεί. Το κρέας ψηνόταν και το λίπος έσταζε πάνω στα κάρβουνα και μοσχομύριζε μέχρι έξω .

Εκεί που γύριζε την σούβλα ο μυλωνάς μόνος και πεινασμένος όπως ήταν, γελούσε και σκεφτόταν!!!

- Τι ωραία!!! Θα χορτάσω φαγητό, θα γίνω σαν μασούρι!!!

Να όμως κι έρχεται ένας καλικάντζαρος, κάθισε δίπλα του και άρχισε τις σκανταλιές, του έπιανε τη μύτη, τον τσιμπούσε στο λαιμό, στα πόδια, στα μαλλιά, ανέβαινε στον ώμο του και του μιλούσε.

Ο μυλωνάς δεν μιλούσε, γιατί φοβόταν να μην του πάρει τη λαλιά. Προσπάθησε, ξανά προσπάθησε ο καλικάντζαρος, δεν μπόρεσε να κάνει αυτό που ήθελε, να του πάρει τη λαλιά, θύμωσε πάρα πολύ, τον έπιασε το γινάτι!!!

Έφυγε ο καλικάντζαρος και πήγε και βρήκε μια σούβλα, πέρασε απ΄ ένα ρέμα και πήρε βατράχια, τα πέρασε στη σούβλα και πήγε στο μύλο, κάθισε δίπλα του, εκεί όπου έψηνε ο μυλωνάς το δικό του σουγλιμά και γύριζε και αυτός τη σούβλα του με τα βατράχια και ξανάρχισε να πειράζει τον μυλωνά και του έλεγε:

- Ε!!! Μυλωνά!!! Κοίτα, κοίτα τη δική μου σούβλα!!! Η δικιά μου τάζει, η δική σου δεν τάζει!!!

Ήθελε να πει: «Η δική μου στάζει, η δική σου δεν στάζει».

Έλεγε και ξανάλεγε:

- Η δικιά μου τάζει, η δική σου δεν τάζει!

Ο μυλωνάς δεν μιλούσε και ο καλικάντζαρος θα έσκαγε από το θυμό του, επειδή αυτός δεν μιλούσε και γι΄ αυτό πήρε τη σούβλα με τα βατράχια και την έριξε πάνω στη σούβλα του μυλωνά, να τη μαγαρίσει.

Άρπαξε ο μυλωνάς τη φωτιά, αναμμένα κάρβουνα και τα έριξε στον καλικάντζαρο και τον πέτυχε ανάμεσα από τα σκέλη του, στα αχαμνά του, τον καψάλισε, σχεδόν τον έκαψε!!!

Έτσι, όπως ήταν ο καλικάντζαρος γυμνός και καψαλισμένος φώναζε δυνατά προς τον μυλωνά δείχνοντας τα αχαμνά του κι έλεγε:

- Μ΄ έψησες τα αχαμνά μου παλιομυλωνά, μ΄ έκαψες τα αχαμνά μου παλιομυλωνά, μ΄ έκαψες μπροστά, στ΄ αχαμνά μου!!!

  Να!!! Να!!! Ψημένα αχαμνά!!! Να!!! Να!!! Ψημένα αχαμνά παλιομυλωνά!!!

  Πάρ΄ τα ψημένα αχαμνά μου, παλιομυλωνά, πάρε τα ψημένα μου αχαμνά παλιομυλωνά!!!

Είπε πολλές παλιοκουβέντες ο καλικάντζαρος στον μυλωνά και ύστερα έφυγε κατακαμένος όπως ήτανε και πήγε στο ρέμα να ρίξει νερό για να φύγει το κάψιμο και ύστερα κρύφτηκε στα αγριόβατα και έμεινε ο μυλωνάς μόνος και έφαγε τον σουγλιμά!

 

Ο ΜΥΛΩΝΑΣ ΚΑΙ Ο ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΣ
(βλάχικο παραμύθι)
(φράση που έμεινε: φρίπτι κουάλι)

ΜΟΥΡΑΡΛΟΥ ΣΙ ΠΑΓΑΝΙΑΟΥΑ
Απόσπασμα από το βιβλίο μου "ΤΡΥΓΟΝΑ" Μνήμες μιας περασμένης εποχής. Εκδόθηκε το 2008.
Γιάννα Κωνσταντίνου - Καρανίκα

πηγή: Γιάννα Κωνσταντίνου - Καρανίκα

Αναζήτηση