Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε στην άκρη του χωριού ένας γέρος με τρεις κόρες. Μια ημέρα ο γέρος πήρε το άλογο του και το τσεκούρι και πήγε στο δάσος να κόψη ξύλα.
Σαν έφτασε στο δάσος κατέβηκε από το άλογό του και άρχισε να κόβη ξύλα. Αυτήν την ημέρα κατά τύχη βγήκε και το βασιλόπουλο για κυνήγι.
- Καλημέρα, άρχοντά μου είπε ο γέρος στο βασιλόπουλο.
- Καλημέρα, αφέντη είπε το βασιλόπουλο στο γέρο.
Καθήσανε και οι δύο σε μια πέτρα και μιλάγανε. Σε μια στιγμή είπε το βασιλόπουλο του γέρου.
- Μου δίνεις την κόρη σου να την έχω στο παλάτι και να σου δώσω ένα σακουλάκι λίρες ;
- Να σου την δώσω είπε ο γέρος και αφού έκοψε τα ξύλα τα φόρτωσε στο άλογό του και ξεκίνησε πεζή με το βασιλόπουλο για το σπίτι του.
Έφτασαν κάποτε στο σπίτι. Εκεί τους υποδέχτηκαν οι κοπέλες με μεγάλη χαρά. ο γέρος είπε τότε στην μεγάλη κόρη του:
- Κόρη μου, ετοιμάσου θα σε πάρη το βασιλόπουλο στο παλάτι.
- Καλά, είπε το κορίτσι και ετοιμάστηκε και φύγανε μαζί για το παλάτι.
Έφτασαν κάποτε στο παλάτι. Το βασιλόπουλο είπε στο κορίτσι:
- Κάθησε να μας απ' όλα τα φρούτα και στο τέλος θα μας και αυτήν την λίμπα (γλώσσα).
- Καλά, είπε το κορίτσι και κάθησε να φάη. Έφαγε απ' όλα τα φρούτα, δοκίμασε στο τέλος και την λίμπα, μα δεν της άρεσε και την έδωσε στη γάτα και την έφαγε.
Μετά από λίγη ώρα το βασιλόπουλο, έξαφνα μπήκε στο δωμάτιο που έτρωγε η κοπέλα και της είπε :
- Έφαγες;
- Εφαγα, είπε το κορίτσι.
- Την λίμπα την έφαγες;
Την έφαγα, είπε πάλι το κορίτσι, Τότε το βασιλόπουλο φώναξε :
- Λίμπα, λίμπα, που είσαι ;
- Στην κοιλιά της γάτας, φώναξε η λίμπα.
Τότε το βασιλόπουλο πήρε το κορίτσι σ' ένα ωραίο δωμάτιο.
- Στάσου όρθια ακίνητη, της είπε και πήρε ένα δοχείο γεμάτο νερό και με ένα πινέλο άρχισε να βάψη την κόρη και την έκανε ολόχρυση, την μαρμάρωσε.
Ύστερα κλείδωσε το δωμάτιο και πήρε το αλογό του, ανέβηκε επάνω και ξεκίνησε για το δάσος. Εκεί είδε πάλι τον γέροντα να κόβη ξύλα.
- Καλημέρα αφέντη, είπε το βασιλόπουλο στο γέρο.
- Καλη σου ημέρα άρχοντα, τι κάνει η κόρη μου;
- Καλά είναι, η κόρη σας, είναι καλά αλλά επεθύμησε τήν αδελφή της. Την δίνεις να την πάρω κι' εκείνη στο παλάτι να κάνουνε παρέα και οι δυο;
- Να σου την δώσω, είπε ο γέρος.
Το βασιλόπουλο του έδωσε ένα σακουλάκι λίρες, πήρε και την δεύτερη κόρη και την επήγε στο παλάτι, της είπε και εκείνης το ίδιο:
- Να μας απ' όλα τα φρούτα και στο τέλος να φας και την λίμπα.
Έφαγε το κορίτσι απ' όλα τα φρούτα, μα την λίμπα δεν μπόρεσε να την φάη και την πέταξε στο σκυλί.
Σαν γύρισε το βασιλόπουλο, ρώτησε το κορίτσι:
- Έφαγες ;
- Έφαγα, είπε αυτό.
Τότε το βασιλόπουλο φώναξε:
- Λίμπα, λίμπα, που είσαι;
- Στην κοιλιά του σκύλου, απάντησε η λίμπα.
Τότε την πήρε το βασιλόπουλο, την έβαλε κοντά στην αδελφή της και την μαρμάρωσε. Μετά ανέβηκε στο άλογό του και πήγε στο γέρο. Μόλις τον είδε ο γέρος ρώτησε για τα κορίτσια του.
- Πως είναι τα κορίτσια μου;
- Καλά είναι οι κόρες σου, μα επεθύμησαν και την μικρότερη αδελφή τους. Θα μου την δώσης κι' αυτήν;
- Πάρτηνε, είπε ο γέρος και πήρε το σακουλάκι με τις λίρες από το βασιλόπουλο, και έδωσε την τρίτη κόρη.
Το βασιλόπουλο την πήγε στο παλάτι και της είπε να φάη και αυτή τα φρούτα και στο τέλος να φάη την λίμπα. Κάθησε το κορίτσι έφαγε καλά - καλά, μετά πήρε ένα σακουλάκι μικρό και έβαλε την λίμπα μέσα και την κρέμασε στο λαιμό της. Ήρθε και το βασιλόπουλο.
- Έφαγες, την ρώτησε;
Έφαγα, είπε το κορίτσι.
- Λίμπα, λίμπα, που είσαι; Φώναξε το βασιλόπουλο.
- Στην κοιλιά της κοπέλας, είπε η λίμπα.
Τότε το βασιλόπουλο της έδωσε όλα τα κλειδιά του παλατιού και της είπε:
- Θ' ανοίξης όλα τα δωμάτια εξέν από τα δύο, που εξ και εδώ κάτω.
- Καλά, είπε το κορίτσι.
Το βασιλόπουλο έφυγε, το κορίτσι άρχισε με τη σειρά ν' ανοίγη τα δωμάτια.
Τα είδε όλα, κι είταν όμως πολύ περίεργο ν' ανοίξη και τα δύο απαγορευμένα δωμάτια. Άνοιξε το πρώτο και είδε πολλούς σκλάβους, μέσα κρεμασμένους. οι σκλάβος την παρακαλέσανε να τους ξεκρεμάση. Το καλόκαρδο κορίτσι τους λυπήθηκε πάρα πολύ και με δάκρυα στα μάτια τους ξεκρέμασε όλους έναν-έναν. Οι σκλάβοι της είπαν τότε:
- Τώρα πρέπει να φύγουμε όλοι. Γιατί εάν έρθη το βασιλόπουλο θα μας κάψη όλους και εσένα μαζί. Μα έλα πρώτα να ξεσκλαβώσουμε και τις αδελφούλες σου που είναι εδώ μαρμαρωμένες.
Πήραν τότε το μαγεμένο νερό που ήξαιραν, το περιέχυσαν πάνω στα κορίτσια και αμέσως άνοιξαν τα μάτια τους, έγιναν καλά και έτσι χαρούμενοι όλοι βγήκαν έξω.
Τότε το μικρό κορίτσι έβγαλε την λίμπα από το λαιμό της και την πέταξε στο παλάτι, έβαλαν φωτιά και φύγανε. Όταν γύρισε το βασιλόπουλο φώναξε :
- Λίμπα, λίμπα, που είσαι;
Μέσα στο παλάτι και καίγομαι, απάντησε η λίμπα. Έτσι ζήσαμε εμείς καλά και 'σεις ακόμη καλύτερα.
Το βασιλόπουλο και ο γέρος
(Παραμύθι του Κεφαλόβρυσου)
από το βιβλίο της Μαρίας Δεμίρη
Το χωριό μας το Κεφαλόβρυσο