Χριστουγεννιάτικο βλάχικο παραμύθι - το δωδεκαήμερο

Χειμώνας στη Τρυγόνα. Η Σταυρούλα Κατσουγιάννη φορτωμένη με άχυρα για τροφή των ζώων. 1955Η περίοδος του Δωδεκαήμερου είναι η σημαντικότερη από άποψη εθιμογραφική και γιορταστική, ξεκινάει από την παραμονή των Χριστουγέννων έως τη γιορτή των Φώτων.

ΤΟ ΔΩΔΕΚΑΗΜΕΡΟ
Τα έθιμα ήταν όμορφα, ευχάριστα και χαρούμενα, που έδειχναν την αγάπη στη θρησκεία και την παράδοση.
Οι νοικοκυρές την τελευταία βδομάδα πριν τα Χριστούγεννα καθάριζαν κι έστρωναν με γιορτινά στρωσίδια τα σπίτια τους, έφτιαχναν τα χριστουγεννιάτικα γλυκίσματα, γλυκό κουταλιού από κυδώνι και κουραμπιέδες, που πλημμύριζαν την ατμόσφαιρα με την ευωδιά τους. φρόντιζαν να μην έχει μείνει υφάδι στον αργαλειό και μαλλί στη ρόκα που έγνεθαν, τ΄ αδράχτια να είναι άδεια, στην ανέμη και στο τσικρίκι να μην υπάρχει τυλιγμένη κλωστή και ό,τι είχαν ως πλέξιμο, να είχε τελειώσει, για να μην τους βρει ο νέος χρόνος μ΄ εκκρεμότητες .
Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων κάθε νοικοκυρά τοποθετούσε στο τζάκι ένα κούτσουρο αγκαθωτό, το οποίο έκαιγε μέρα νύχτα, όλο το Δωδεκαήμερο. Ήταν ένα χοντρό ξύλο από αγριοκερασιά ή αγριογκορτσιά, διότι κατά την παράδοση, η φωτιά κι όλα τα δέντρα τ΄ αγκαθερά έχουν αποτρεπτικό σκοπό, απομακρύνουν τους καλικάντζαρους -τα παγανά, που κατεβαίνουν από τις καπνοδόχους και κάνουν ζημιές στα σπίτια.
Αν κάποιος έπρεπε να βγει έξω τη νύχτα, έπρεπε, οπωσδήποτε, να κρατάει ένα δαυλί στο χέρι απ΄ τη φωτιά αυτή, για να μην τον πλησιάσουν τα παγανά. Τη στάχτη του κούτσουρο τη θεωρούσαν ιερή και την έριχναν στα χωράφια τους και στα δέντρα τους, για να έχουν πλούσιο καρπό, αλλά και στα μαντριά τους, για το καλό των ζώων. Ακόμη κι οι μυλωνάδες απέφευγαν ν΄ αλέσουν, γιατί τα παγανά δεν άφηναν το νερόμυλο να γυρίσει.

ΟΙ ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ- ΠΑΓΑΝΙΑΛΙ
Οι Καλικάντζαροι-καρκάντζαλι σύμφωνα με τους γεροντότερους ήταν κάτω στη γη και όλο το χρόνο προσπαθούν να κόψουν το μεγάλο δέντρο, που υπάρχει εκεί και στηρίζει όλη την ανθρωπότητα. Δεν προλαβαίνουν όμως να το κόψουν, γιατί πρέπει να βγουν πάνω στη γη και κάθε χρόνο το δέντρο μεγαλώνει και έτσι δεν μπορούν να του κάνουν ζημιά.
Εμφανίζονται όλο το Δωδεκαήμερο ροκανίζοντας τη γη από την παραμονή των Χριστουγέννων έως τα Φώτα, που έρχεται ο παπάς με την αγιαστούρα και την μαγκούρα να τα διώξει.
Οι κάτοικοι του χωριού τους φαντάζονταν σαν τους ανθρώπους, μόνο που ήταν μαύροι, άσχημοι, πολύ ψηλοί, με μάτια κόκκινα που έβγαζαν σπίθες, πόδια τραγίσια και τριχωτό σώμα. Πολλοί ήταν στραβοί, κουτσοί, μονόφθαλμοι, κουτοί και πολύ κοντοί. Η τροφή τους ήταν σκουλήκια, βατράχια και φίδια. Τριγύριζαν τη νύχτα παντού, στα μαντριά των ζώων, στις ρεματιές, στ ΄ αλώνια και στους νερόμυλους, γι αυτό και οι άνθρωποι φοβόταν και δεν κυκλοφορούσαν έξω τη νύχτα.
Τα βράδια αμπάρωναν τις πόρτες, επειδή χτυπούσαν τις κρικέλες και τα παράθυρα, έμπαιναν στα σπίτια από την καπνοδόχο, ανακάτωναν τα φαγητά, κατουρούσαν τη φωτιά, γύριζαν το τσικρίκι, την ανέμη, καβαλίκευαν στους ώμους τους διαβάτες, τους έπιαναν στο χορό, κρύβονταν στα νερά των νερόμυλων, ή στα ρέματα κι εξαφανίζονταν, μόλις λαλούσαν τα κοκόρια. Οι άνθρωποι, όταν τους έβλεπαν, δεν έπρεπε να μιλούν, γιατί τους έπαιρναν τη λαλιά, γι΄ αυτό κατά τη διάρκεια του Δωδεκαήμερου, φρόντιζαν να μην αφήνουν ξεσκέπαστες τις βαρέλες, τις καρδάρες κι οποιοδήποτε άλλο δοχείο, διότι τα παγανά τα μόλυναν. Για τον ίδιο λόγο δεν άφηναν και ρούχα τη νύχτα έξω από το σπίτι. Συχνά θυμιάτιζαν το σπίτι και το εικόνισμα, παλαιότερα έριχναν στο τζάκι ένα γουρουνοτσάρουχο, πίστευαν, ότι η φοβερή μυρουδιά έδιωχνε τα παγανά.

Η ΜΑΡΩ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΓΑΝΑ - ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ
- βλάχικο παραμύθι-

Ούνα σιάρα απρουάπια ντι Χριστού, νιάρκα ατσιά αράουα, πιτρικού ξαργούσου Μάρα λα μουάρα τα σι μάτσιν, τάσι ου πλανιψιάσκ παγανιάουλι, σι λι λιά γκράιλου, σι ου χαζουιάσκ. Λι γκαρκά πρι τάρου ντόι σάτσι ντι αρπσίτου, σι Μάρα λο κάλια τι λα μουάρα, τάσι αντάρ ματσινίκλου.
Ντι τρουμέσι ντι κάλι βίνιρ παγανιάλι, σι αντουνάρα βαρίγκαλι ντι τάρου σι τσιά:
-Να ούνα πάρτι, να αλάντα πάρτι, Μάρα ίου ιάστι;
Μάρα νου γκαριά, σ ματριά κάλια, σι κούντα ατσούμσι αφουάρα ντι λα μουάρα, παγανιάουλι σι αντουνάρα βαρίγκαλι ντι Μάρα σι ου καρτιά:
-Στρούμπου, στρούμπου Μάρω, βα τι λιάου βιάστα!
Σι Μάρα τσιά:
-Τσι βα ατσιά βιάστα! Βα πιχίτσα αρόσα!
Σι ντούσιρα παγανιάουλι λι αντούσιρ πιχίτσα αρόσα.
Παγανιάουλι αρσαριά βαρίγκαλι ντι νίς σ μέτα τσιά:
-Στρούμπου, στρούμπου Μάρω, βα τι λιάου βιάστα.
Σι Μάρα τσια μέτα:
-Τσι βα ατσιά βιάστα! Βα πουάλα κιντισίτα.
Σι ντούσιρ παγανιάουλι, λι αντούσιρ πουάλα κιντισίτα.
Μάρα καφτά, καφτά, λούκρι μούλτι, μπουνουτέτς, πούνα ταχινά, σ παγανιάουλι λι λι ατσιά. Καφτά μουρτσιάλι τι λα γκούσα, γκιουρντάνι, φουστάνι αρόσα, πουπούτς αρός, σιμουζόνα, σι άλτι μούλτι αρμάτς, πούνα ταχινά, τσι απιρί, τσι καντάρ κουκότσλι ντε φουτσίρ παγανιάουλι τα- σι σι ασκούντ του αρούτζι ντε αρμάσι Μάρα σίγκουρα, γκαρκάτ ντι μουσουτέτς.
Μάρα λο τάρλου σι φουτσί ακάσα. Ντα ντε ου βιάντι νιάρκα σα γκαρκάτ ντι αρμάτς, βα κριπά νίγκα θιάμα ντι αρόουλου, τσια κου μίντια αλέ, κα βα ου ντισκά παγανιάουλι. Ντα ντε λι τζίσι Μάρα κα παγανέουλι ου αρματουσίρ, αλάντα σιάρα, ντούσι σι νιάρκα λα μουάρα ντε ου βαρλιγκάρ παγανιάουλι, αξί κουμ ατράρ λα Μάρα.
Νιάρκα αράου καφτά ντι λα παγανιάουλι σι λι αντούκ αρμάτσλι τούτι νταντούν ντι ούνα ουάρα, σι παγανέλι λι λι αντούσιρ, ντε ου αρματουσίρ. Αξί πούνα του απιρίτου παγανιάουλι ου καρτιά, σι μέτα ου καρτιά. Νου στιά νιάρκα ατσιά αράουα σι λι αρίντ παγανιάουλι, κουμ αντρά Μάρα, σι κάφτ κάτι ουν, ουν λούκρου, πούνα ταχινά του απιρίτου , σι παγανέουλι ου λουάρ του αρούτζι σι ου ντισκάρ. Σι αξί Μάρα σι ασουσί ντι νιάρκα ατσιά αράουα, ντι νιάρκα ατσιά φίσκα!

Η ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ
Ένα βράδυ κοντά στα Χριστούγεννα η κακιά μητριά έστειλε επίτηδες τη Μάρω στο μύλο να αλέσει με σκοπό να την πλανέψουν τα παγανά, να της πάρουν τη φωνή και να την χαζέψουν. Της φόρτωσε στο γάιδαρο δυο σακιά καλαμπόκι και πήρε το δρόμο για το μύλο.
Στη μέση του δρόμου εμφανίστηκαν τα παγανά, μαζεύτηκαν γύρω από τον γάιδαρο κι έλεγαν:
-Να η μια πλευρά, να η άλλη πλευρά, η Μάρω που είναι;
Η Μάρω δεν μιλούσε συνέχισε το δρόμο της και φτάνοντας έξω από το μύλο τα παγανά μαζεύτηκαν γύρω της και την πείραζαν:
-Στρούμπου, στρούμπου, Μάρω, θα σε πάρω νύφη!
Η Μάρω έλεγε:
-Τι θέλει, όμως, αυτή η νύφη; Θέλει μαντίλα κόκκινη.
Πήγαν τα παγανά και της έφεραν μαντίλα κόκκινη.
Τα παγανά από γύρω χοροπηδώντας έλεγαν πάλι:
-Στρούμπου, στρούμπου, Μάρω, θα σε πάρω νύφη.
Η Μάρω ανταπαντούσε:
-Τι θέλει, όμως, αυτή η νύφη; Θέλει ποδιά κεντημένη.
Πήγαν τα παγανά της έφεραν κεντημένη ποδιά.
Η Μάρω ζητούσε, ζητούσε πολλά πράγματα μέχρι το πρωί και τα παγανά της τα έφερναν. Ζητούσε χάντρες για το λαιμό, γιορντάνι, κόκκινο φόρεμα, παπούτσια κόκκινα, ασημένια ζώνη και άλλα πολλά προικιά, μέχρι το ξημέρωμα, που λάλησαν τα κοκόρια, ώσπου έφυγαν τα παγανά, για να κρυφτούν κι έμεινε μόνη της γεμάτη όμορφα πράγματα.
Η Μάρω πήρε το γάιδαρο κι έφυγε για το σπίτι της. Μόλις την είδε η μητριά της γεμάτη προικιά-δώρα, θα έσκαγε από το κακό της, έλεγε με το μυαλό της, ότι τα παγανά θα την ξέσχιζαν. Αφού της είπε, ότι τα παγανά την αρμάτωσαν, το άλλο βράδυ πήγε η ίδια στο μύλο και την περικύκλωσαν τα παγανά, όπως ακριβώς έκαναν στη Μάρω.
Η κακιά μητριά ζήτησε από τα παγανά, να της φέρουν τα δώρα όλα μαζί με μια φορά και τα παγανά της τα έφεραν και την αρμάτωσαν. Έτσι μέχρι το ξημέρωμα τα παγανά δεν την άφησαν σε ησυχία, την ενοχλούσαν, την πείραζαν και την ξανά-πείραζαν. Δεν ήξερε η κακιά μητριά να τα ξεγελάσει τα παγανά, όπως έκανε η Μάρω, να ζητούσε από ένα, ένα πράγμα , μέχρι το πρωί, μέχρι το ξημέρωμα και τα παγανά την πήραν στους βάτους και την ξέσχισαν. Έτσι η Μάρω γλίτωσε από την κακιά μητριά!


Η ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ
Την ημέρα του Σταυρού στις 5 Ιανουαρίου οι νοικοκυρές έφτιαχναν νηστίσιμα φαγητά, αλάδωτα όσπρια και ψημένα κρεμμύδια στη στάχτη με λίγο αλάτι και ξύδι.
Ο παπάς του χωριού μετά την εκκλησία γύριζε σ΄ όλα τα σπίτια του χωριού και έκανε αγιασμό ψάλλοντας το «εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε». Μαζί του για συνοδεία έπαιρνε και δυο παιδιά, το ένα κρατούσε από το χερούλι το χάλκινο κακάβι με τον αγιασμό, μέσα στο οποίο έριχναν κέρματα οι χωριανοί για τον κόπο του παπά και το άλλο είχε έναν τορβά στον ώμο ή δισάκι, στο οποίο μάζευε τις θηλιές από τα λουκάνικα, που πρόσφερε η κάθε οικογένεια στον παπά. Ο παπάς ράντιζε μ΄ ένα ματσάκι βασιλικό όλα τα δωμάτια των σπιτιών, ακόμη και τους χώρους των ζώων, το κατώι ή τους στάβλους, για να φύγουν τα παγανά, τα οποία έτρεχαν εσπευσμένα να κρυφτούν στα σκοτεινά μέρη της γης, όπου θα περνούσαν όλη την περίοδο έως την επόμενη χρονιά. Ο φόβος τους μπροστά στην αγιαστούρα του παπά εξομολογείται με το παρακάτω ποιηματάκι:

Άντι, Μάρω, σι φουτζί μου, κα γίνι
ζουρλουπρέφτουλ κου μαγκούρα
σι να αβίνα, σι να παγκανιάσκ!

Η ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ
Άιντε, Μάρω, να φύγουμε, γιατί έρχεται
ο ζουρλόπαπας με την αγιαστούρα του
να μας διώξει, να μας μαγαρίσει.


Απόσπασμα από το βιβλίο μου "ΤΡΥΓΟΝΑ" Μνήμες μιας περασμένης εποχής. Εκδόθηκε το 2008.
Γιάννα Κωνσταντίνου - Καρανίκα

πηγή: facebook Γιάννα Κωνσταντίνου - Καρανίκα

Χειμώνας στη Τρυγόνα. Η Σταυρούλα Κατσουγιάννη φορτωμένη με άχυρα για τροφή των ζώων. 1955

Αναζήτηση