Το παρόν κείμενο αποτελεί έκφραση του ενδιαφέροντός μου για τη σχέση των κατοίκων της νότιας Πίνδου με το γενέθλιο τόπο.
Σε άλλο, παλιότερο κείμενο επεχείρησα να διερευνήσω αυτή τησχέση στα Τζουμέρκα, τη δυτική πλευρά του ορεινού όγκου που χωρίζει τη Θεσσαλία από την Ήπειρο. Στόχος αυτού του άρθρου είναι να ανιχνεύσει αυτή τη σχέση στην ανατολική πλευρά, ιδίως στην περιοχή που ονομάζεται Ασπροπόταμος, η οποία μπορεί να χαρακτηριστεί και ως το «μαξιλάρι» της Θεσσαλίας στο άπλωμά της ως το Αιγαίο πέλαγος.
Ωστόσο, χρειάζεται μια περαιτέρω διευκρίνιση για τα όρια του γεωγραφικού όρου «Ασπροπόταμος». Πολλοί, τόσο στην καθημερινότητά τους όσο και στα γραφτά τους, συμπεριλαμβάνουν στον Ασπροπόταμο τα χωριά που αναπτύσσονται στις όχθες του ως και τα όρια του νομού Άρτας. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Ηλία Προβόπουλου που επιχειρεί περιήγηση στον «λαβωμένο Άσπρο», τη γεωγραφική περιοχή που υπάγεται στη Διευρυμένη Κοινότητα Νεράιδας Τρικάλων. Ακόμη, ο Μαλαβάκης, σε βιβλίο για το χωριό του Πολυθέα, υπολογίζει σε 73 τα χωριά του Ασπροποτάμου ακολουθώντας το προαναφερθέν κριτήριο. Φαίνεται πως οι συγκεκριμένες γεωγραφικές ταξινομήσεις αντανακλούν παλιότερες διοικητικές πρακτικές που είναι πιθανό να έλαβαν υπόψη τους την επιχωριάζουσα λαϊκή μυθολογία για την ονομασία του ποταμιού. Δεν είναι τυχαίο ότι το ποτάμι, καθώς παρακάμπτει τα κεντρικά Τζουμέρκα οδεύοντας προς την Αργιθέα και τα Ραδοβύζια, μετασχηματίζεται σε Αχελώο. Για τους περισσότερους η μετονομασία του ποταμού γίνεται μετά τη γέφυρα του Κοράκου, καθώς το ποτάμι εισέρχεται στην Αιτωλοακαρνανία. Ενδεχομένως, η απόφαση του Αλή Πασά να οργανώσει το αρματολίκι του Ασπροποτάμου με έδρα τα Στουρναρέικα και με έκταση που οριζόταν από τα βουνά Κόζιακας, Άγραφα και Τζουμέρκα ενσωματώνει τη γεωγραφική αναπαράσταση του χώρου στην εποχή του, που βεβαίως είναι παράγωγο και άλλων δεδομένων: οικονομικών, κοινωνικών, πολιτισμικών. Όλη η περιοχή που οργανώνεται γύρω από το ποτάμι βιώνει, έτσι κι αλλιώς, ένα γεωγραφικό αποκλεισμό που ορίζεται ως αδυναμία πρόσβασης σε διοικητικά κέντρα, γεγονός που διογκώθηκε μετά την ένταξη της περιοχής στο εθνικό κράτος. Ως τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες οι οδικοί άξονες ήταν ανύπαρκτοι και μόνο οι βλαχόστρατες προσέφεραν τη δυνατότητα επικοινωνίας. Ως εκ τούτου, το ποτάμι είναι φυσικό να λειτουργεί ως ενοποιητικό στοιχείο αυτής της περιοχής, η οποία στα χρόνια του Αλή Πασά, προφανώς, εγγραφόταν ως συγκριτικό πλεονέκτημα για αυτόν που ασκούσε στρατιωτικό έλεγχο στους κάθετους άξονες της Πίνδου αλλά και στις παραποτάμιες διόδους. Αυτό ακριβώς το στοιχείο εμπεριέχει η περιγραφή του Αλεξίου. «Ευρύτερα ο Ασπροπόταμος περιλαμβάνεται μέσα στον κύκλο που σχηματίζεται από τα στενά Πόρτα-Παναγιάς(πορταϊκός ποταμός, παραπόταμος του Πηνειού), από τα βουνά Λέουσα, του παραπόταμου Αρέντας κοντά στο Μυρόφυλλο και φτάνει ίσαμε τα σύνορα της Άρτας και από τα στενά Καλαμπάκας-Πηνειός, βουνό Λάκμος, ίσαμε τη διάβαση Ζυγός. Από τη μεριά του Θεσσαλικού κάμπου κλείνεται ο χώρος αυτός με το βουνίσιο φράχτη του βουνού Κόζιακα (Κερκέτιο όρος)».
Πέρα από την προαναφερθείσα διευρυμένη χρήση του γεωγραφικού όρου «Ασπροπόταμος», συχνά μπορούσε να στενέψει εστιάζοντας σε πιο συγκεκριμένη γεωγραφική ενότητα. Ο Weigand, για παράδειγμα, στα τέλη του 19ου αιώνα χρησιμοποιεί τον όρο «Άνω Ασπροπόταμος», όταν θέλει να αναφερθεί στα βλαχοχώρια της περιοχής που εκτείνονται κατά μήκος του ποταμού. Με τον ίδιο τρόπο χρησιμοποιεί τον όρο ο Μακρής, παρόλο που τα χωριά πλησιάζουν τον αριθμό του Μαλαβάκη. Η διαφορά συνίσταται στο ότι δεν περιλαμβάνονται εκείνα που βρίσκονται γύρω από τη Μεσοχώρα. Από την άλλη μεριά, ο Μακρής γράφει ότι «επί τουρκοκρατίας με το όνομα επαρχία Ασπροποτάμου ονομάζετο ιδιαίτερον διαμέρισμα της Θεσσαλίας παρά τας πηγάς του Αχελώου ποταμού (κοινώς «Ασπροπόταμος») περιλαμβάνον 67 χωριά, κατά τον όλον χριστιανικά, μεταξύ των οποίων τα χωριά των τέως Δήμων Λάκμωνος, Χαλκίδος Ασπροποτάμου, Αιθίκων, και τέλος τα χωριά του τέως Δήμου Αθαμάνων, το Γαρδίκι, τη Μοτσιάρα, τη Τζούρτζια, το Τυφλωσέλι, το Καμιάι και τη Δέση».
Μολονότι η ταξινόμηση αυτή περιλαμβάνει αρκετά χωριά, δημιουργεί τις προϋποθέσεις, ώστε η αναπαράσταση του γεωγραφικού όρου να ταυτιστεί πολιτισμικά με τους Βλάχους ημινομάδες κατοίκους της περιοχής, των οποίων η παρουσία τεκμαίρεται από αρκετούς αιώνες πριν. Όσο κι αν μαρτυράται η μετακίνηση Σαρακατσάνων στην περιοχή αλλά και η ύπαρξη ελληνόγλωσσων κοινοτήτων και κατοίκων, η περιοχή του Ασπροποτάμου είναι συνώνυμη με τους Βλάχους κατοίκους που προσδίδουν και το κύριο πολιτισμικό φορτίο του γεωγραφικού όρου «Ασπροπόταμος». Ο χώρος, με άλλα λόγια, επιβάλλει, παραφράζοντας τον Braudel, το είδος του πολιτισμού και των οικονομικών δραστηριοτήτων. Δεν είναι στις προθέσεις μου να περιορίσω τα αναλυτικά εργαλεία στον οικολογικό ντετερμινισμό. Το μόνο που ισχυρίζομαι είναι ότι μέσα από ιστορικές και κοινωνικές διελκυστίνδες ο Ασπροπόταμος επιβλήθηκε ως ο χώρος που οι Βλαχόφωνοι ημινομάδες ανέπτυξαν τους μόνιμους οικισμούς τους, έχοντας ως πολιτισμικό «μαξιλάρι» τους ομόγλωσσους Βλάχους της νότιας Πίνδου, στην οποία περιλαμβάνεται η περιοχή του Μαλακασίου αλλά και τα χωριά της περιοχής Μετσόβου, ιδίως δε τα πέντε βλαχοχώρια της δυτικής πλευράς της νότιας Πίνδου (Συρράκο, Καλαρρύτες, Ματσούκι, Βαθύπεδο, Παλιοχώρι Συρράκου).
Ο ΧΩΡΟΣ ΤΟΥ ΜΥΘΟΥ
O χώρος, λοιπόν, της νότιας Πίνδου είναι κυρίαρχος στον αναπαραστατικό λόγο περί Ασπροποτάμου. Αυτό είναι ιδιαίτερα αισθητό στο μυθικό λόγο, που χαρακτηρίζεται από διαπερατότητα των ορίων, σε σημείο που το κοινό μυθολογικό υπόστρωμα διαμορφώνει τις προϋποθέσεις για τη μετουσίωση του φυσικού γεωγραφικού χώρου σε τόπο, σε «ιδιαίτερο τόπο». Αναφερόμαστε στο μύθο για το μυθικό γενάρχη Αθάμαντα από τη μια μεριά και τις παραδόσεις για τον Ασπροπόταμο από την άλλη.
Ο ΑΘΑΜΑΣ ΚΑΙ Η ΑΘΑΜΑΝΙΑ
Στην πρώτη περίπτωση ο μύθος λειτουργεί ως αφηγηματικό σώμα για τη συγκρότηση ενός τόπου αναφοράς για την καταγωγή. «Η μυθολογία μας λέγει ότι η χώρα των Αθαμάνων οφείλει τ᾽ όνομά της εις τον βασιλέα αυτής Αθάμαν που ήτο παιδί του Αιόλου και εβασίλευσεν κατ᾽ αρχάς των Μινυών του Ορχομενού της Βοιωτίας και εν συνεχεία της υπ᾽ αυτού ονομασθείσης κατά την μυθολογίαν Αθαμανίας της Θεσσαλίας. Σημειωτέον ότι ευρέθησαν μέχρι τούδε εις διάφορα σημεία της περιοχής αυτής αρκετά νομίσματα φέροντα την εικόνα της Διώνης Αθηνάς με την επιγραφήν “Αθαμάνων”».
Ο μύθος αυτός είναι διάχυτος και στην πλευρά των Τζουμέρκων, δια του οποίου επιδιώκεται η ανάδυση ενός μυθικού γενάρχη που θα αποτελεί το συνεκτικό ιστό μιας περιοχής κατακερματισμένης από τη γεωμορφολογία της. Είναι γνωστό πως οι Βλαχόφωνοι του Ασπροποτάμου μετακινήθηκαν στην περιοχή σε μεταγενέστερο, ιστορικό χρόνο. Ωστόσο, η ανάγκη για δημιουργία μιας «οικείας» γεωγραφίας, με το μετασχηματισμό του φυσικού χώρου σε τόπο εγκιβωτισμένο στην ιστορική μνήμη οδηγεί στην υιοθέτηση του μύθου για τον Αθάμαντα ως αφήγησης που τεκμηριώνει τη δική τους σχέση. Παρά το γεγονός ότι ο μύθος, έτσι κι αλλιώς, είναι άχρονος, γεγονός που χαρακτηρίζει την αρχετυπική φάση της πολιτισμικής και ιστορικής παρουσίας μιας πληθυσμιακής ομάδας, εντούτοις είναι το αφηγηματικό σύμβολο που αναλαμβάνει τη συγκρότηση ενός φαντασιακού εδάφους, πάνω στο οποίο στηρίζουν τα δικαιώματά τους στον τόπο.
Ο μύθος, λοιπόν, ως αφηγηματικό σώμα συμβολικοποιεί τη μετεξέλιξη από το χώρο στον τόπο, όπως ειπώθηκε. Τούτο είναι εμφανές σ’ έναν άλλο μύθο, που δημοσιεύεται από τη Μαρούλα Κλιάφα. «Όταν ο Αθάμας, που βασίλευε στη Βοιωτία, εξορίστηκε από τους Βοιωτούς δεν ήξερε πού να πάει να μείνει. Έστειλε τότε ανθρώπους του στο μαντείο των Δελφών και ζήτησε χρησμό. Να εγκατασταθείς εκεί που τα άγρια θηρία θα σου δώσουν να φας, του είπε ο χρησμός. Πήρε το λοιπόν ο Αθάμας το δρόμο προς το βορρά και περιπλανιόταν νηστικός ώσπου κάπου, σε μια ερημιά της Θεσσαλίας, συνάντησε μια αγέλη από λύκους, που μόλις είχαν επιτεθεί σε ένα κοπάδι πρόβατα και τα κατασπάραζαν. Μόλις οι λύκοι είδαν το βασιλιά με την κουστωδία του, φοβήθηκε και το έβαλαν στα πόδια. Πεινασμένος ο Αθάμας και οι συνοδοί του χόρτασαν την πείνα τους με τα υπολείμματα των προβάτων. Και επειδή ο Αθάμας θυμήθηκε το χρησμό των θεών, αποφάσισε να εγκατασταθεί στον τόπο που τον τάισαν οι λύκοι. Εκεί έφτιαξε ένα νέο βασίλειο που ονομάστηκε Αθαμανία».
Το μυθολογικό σώμα που αναφέρεται στον Αθάμαντα αναγνωρίζει την καθοριστική σημασία του στην πολιτισμικοποίηση της περιοχής και γίνεται αποδεκτός ως αρχετυπικός πρόγονος, που επέβαλε την ανθρώπινη παρουσία στον ορεινό όγκο της νότιας Πίνδου. Η αναφορά δε στα πρόβατα που αποτελούν το βασικό κεφάλαιο της περιοχής υπαινίσσεται τη μετατροπή μιας άναρχης, εν πολλοίς, οικονομικής δραστηριότητας, σε οργανωμένη κοινωνική συμπεριφορά με την ανάληψη της πρωτοβουλίας για εγκαθίδρυση ενός αρχηγέτη στην περιοχή και, κατά συνέπεια, για τη συγκρότηση θεσμικού μορφώματος.
Όμως, επιβάλλεται να σημειωθεί ότι η αναπαράσταση αυτή δεν είναι συστατικό στοιχείο της προφορικής μνήμης των Ασπροποταμιτών. Είναι προϊόν της τοπικής ελίτ που επιδιώκει την ένταξη των Βλαχόφωνων πληθυσμών σε ένα αποδεκτό ιστορικό πλαίσιο. Ο Αθάμας εγγράφεται μέσα από μονογραφίες, αρθρογραφίες και διοικητικές πράξεις στη συλλογική μνήμη των Ασπροποταμιτών ως ένας πρόγονος που νομιμοποιεί την ιστορική τους παρουσία στον Ασπροπόταμο, αλλά και τεκμηριώνει το δικαίωμα στην τοπικότητα. Πρόκειται για το ίδιο φαινόμενο που συναντιέται σε πολλές περιοχές της χώρας, όπου οι ντόπιοι συμπεριλαμβάνουν την ύπαρξη αρχαίων ερειπίων, καθώς και την αρχαία μυθολογία, στην προσπάθειά τους να συγκροτήσουν μιαν τοπική αφήγηση με ιστορική αφετηρία την προϊστορική ή κλασική περίοδο.
Υπ’ αυτή την έννοια, τα σχόλια της Καρακασίδου αποκτούν ευκρινέστερη εργαλειακότητα στην κατανόηση της σχέσης του μύθου με το χώρο. Ο μύθος είναι ένας αναπαραστατικός λόγος. «Στην πραγματικότητα, κάθε φορά που ρωτούσα για το απώτερο παρελθόν της Ασσήρου, οι περισσότεροι χωρικοί απαντούσαν με μύθους που ανάγονταν, όπως αυτός, στην αρχαία εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Οι αφηγήσεις τους επικαλούνταν έναν εννοιολογικό χώρο, στον οποίο συγχέονταν σχεδόν χωρίς διάκριση ο μύθος, ο θρύλος και η ιστορία, μια αντίληψη στην οποία η προγονική καταγωγή δεν αναφερόταν στην οικογένεια, αλλά στην ιδιότητα του μέλους μιας ευρύτερης κοινότητας».
Ο μύθος είναι ένας αναπαραστατικός λόγος, που συμβάλλει στη σύνδεση των Ασπροποταμιτών με το παρελθόν της γεωγραφικής ενότητας στην οποία ανήκουν, τη νότια Πίνδο. Σ’ αυτή την προσπάθεια είναι καθοριστικός ο ρόλος των λογίων της περιοχής, που συγγράφουν μονογραφίες για τα χωριά του Ασπροποτάμου. Σ’ αυτές είναι πάντα παρούσα η αναφορά στην Αθαμανία, που συγκροτεί το φαντασιακό έδαφος που συνενώνει όλο τον ορεινό όγκο της νότιας Πίνδου: το Μαλακάσι, τα Τζουμέρκα, τα Ραδοβύζια.
Όμως, η διαμόρφωση του πεδίου γίνεται από τις διοικητικές πράξεις του εθνικού κράτους, όταν η περιοχή εντάχθηκε σ’ αυτό. «Τμήμα μικρόν της τότε επαρχίας Ασπροποτάμου αποτελεί η περιοχή του τέως Δήμου Αθαμάνων με τα έξι χωριά» σημειώνει ο Μακρής. Η αυτοδιοικητκή οργάνωση της περιοχής επιλέγεται, στο επίπεδο της ονοματοδοσίας, να συνδεθεί με την Αθαμανία, τη μυθική γη της τοπικότητάς τους. Προφανώς, η επιλογή αυτή εμπεριέχει και την πρόθεση της διοίκησης να αντιρροπήσει το λόγο περί εθνολογικής και πολιτισμικής διαφοροποίησης των κατοίκων της περιοχής. Η προβολή της αρχαιότητας στο παρελθόν χρησιμοποιείται ως νομιμοποιητικό πλαίσιο, στο οποίο εγκιβωτίζεται το παρόν. Η απόφαση να χρησιμοποιήσουν τον τίτλο «Δήμος Αθαμάνων» εντάσσει τον Ασπροπόταμο σε μια ευρύτερη τοπικότητα, το εθνικό κράτος, που αντλεί τη νομιμοποίησή του, σύμφωνα με τους όρους του 19ου αιώνα, από την εξ αίματος σχέση με την αρχαία Ελλάδα.
Αυτή η σχέση αντανακλάται και στην ονοματοδοσία της Φιλεκπαιδευτικής Αδελφότητας Τζούρτζιας Αθαμανίας, που συγκροτείται στα τέλη του 19ου αιώνα. Οι ιδρυτές της αδελφότητας δεν επιλέγουν την αναφορά στο Δήμο αλλά στη γεωγραφική ενότητα Αθαμανία. Δεν είναι εύκολη η διατύπωση εικασιών για τις προθέσεις τους. Όμως, κρίνοντας εκ των υστέρων την απόφαση θεωρώ πως με την επιλογή τους παρέκαμψαν ένα διοικητικό σχήμα που έπαυσε να υπάρχει μετά το 1912. Έτσι, η αναφορά στην Αθαμανία εισάγει τη μυθική γεωγραφία στον καθημερινό λόγο, καθιστώντας την οικείο λόγο, συστατικό στοιχείο στης συλλογικής μνήμης των Τζουρτζιωτών, μια και είναι γνωστός ο ρόλος που διαδραμάτισε η αδελφότητα στην αναπαραγωγή της συλλογικής οντότητας των κατοίκων της Τζούρτζιας για παραπάνω από εξήντα χρόνια36.
Ο ΑΣΠΡΟΣ, Ο ΑΡΑΧΘΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ
Αν ο Αθάμας λειτουργεί ως μυθικός γενάρχης και η Αθαμανία συντελεί στη διαμόρφωση μιας μυθικής γεωγραφίας, οι παραδόσεις για τα ποτάμια αποτελούν συστατικά στοιχεία αυτής της γεωγραφίας που από μυθική μεταλλάσσεται σε πολιτισμική, καθώς το αφηγηματικό σώμα των παραδόσεων «βάζει ταυτόχρονα σε τάξη την πρακτική εμπειρία, την εθιμική πρακτική και τη σχέση μεταξύ τους». Ο Sahlins έχει δίκιο γιατί οι παραδόσεις από τη μια μεριά οργανώνουν την εμπειρία των ανθρώπων και από την άλλη ενεργούν ως θεμέλιοι άξονες για τη συγκρότηση του φαντασιακού εδάφους.
Πρόκειται για ένα μοτίβο που ιχνηλατείται στις λαϊκές παραδόσεις και των δύο περιοχών, Τζουμέρκων και Ασπροποτάμου, σε σημείο που αναδεικνύεται σε δομικό γνώρισμα της πολιτισμικής συγγένειας που διαμορφώθηκε στη γεωγραφική ενότητα της Αθαμανίας.
«Κατά την λαϊκήν παράδοσιν, τρία αγαπημένα αδέλφια, ο ήρεμος και σοβαρός Άραχθος, η ωραία και σιγανοπερπατούσα Σαλαμπριά (Πηνειός) και ο νεαρός, πεντακάθαρος, ασπροντυμένος και εκ γενετής ατίθασος Ασπροπόταμος έπεσαν να κοιμηθούν κάποτε, επειδή τους πήρε η νύχτα μακρυά από κατωκημένο χωριό, στην υψηλότερη κορυφή της Πίνδου, στο Περιστέρι. Τη νύχτα η Σαλαμπριά, για λόγους που μόνον μια όμορφη γυναίκα είναι δυνατόν να ξέρη, παράτησε τα αδέλφια της και προφυλαχτικά και αθόρυβα στον κάμπο της Θεσσαλίας, για να καταλήξη στα ρομαντικά Τέμπη του Ολύμπου. Ήλπιζε, κατά την παράδοσιν—να συναντήση κάποιον από τους 12 Θεούς του Ολύμπου... όμως εις την προσδοκίαν της και απογοητευθείσα πνίγηκε στο Αιγαίο. Τη φυγή της αδελφής του αντελήφθη, νύχτα ακόμη, ο Άραχθος που ανήσυχος και λυπημένος ετράπη εις αναζήτησίν της προς την Ήπειρον, ψάχνοντας δε ασκόπως έφθασε και έπεσε λόγω της απελπισίας του από το χαμό της αδελφής του στο Ιόνιο πέλαγος. Στα χαράματα αντελήφθη τελευταίος και ο Ασπροπόταμος τον αναπάντεχο χαμό των αδελφών του, ξαφνιασμένος δε τότε και έξαλλος από την λύπη και την απελπισιά του, κατρακύλησε, όπως ήτο ασπροντυμένος προς Νότον, πηδώντας γκρεμούς και χαράδρες, διασχίζων βουνά και λαγκάδια και παρασύρων εις τον φρενήρη δρόμο του κάθε εμπόδιο φυσικόν ή τεχνητόν, αναζητώντας από τότε μέχρι σήμερα με γοηρές κραυγές τα χαμένα αδέλφια του».
Η παράδοση αυτή, όπως επισημάνθηκε, οργανώνεται γύρω από το μοτίβο της αναζήτησης του χαμένου αδελφού που είναι κοινός τόπος στο λαϊκό πολιτισμό. Στα Τζουμέρκα και τον Ασπροπόταμο, που βρίσκεται στο υπογάστριο των Τζουμέρκων από τη μια μεριά και του Μαλακασίου από την άλλη, είναι πολλές οι παραλλαγές με τις οποίες εμφανίζεται η παράδοση.
Σ’ όλες υπάρχουν τρία αδέλφια, εκ των οποίαν τα δύο αναζητούν το τρίτο που χάθηκε, έπεσε θύμα απαγωγής ή αθέτησε τη συμφωνία τους να ξεκινήσουν όλοι μαζί την πορεία τους το πρωί. Η διαφορά ανάμεσα στην Τζουμερκιώτικη και την Ασπροποταμίτικη παραλλαγή συνίσταται στο φύλο του προσώπου που αθέτησε τη συμφωνία: στην Ασπροποταμίτικη είναι γυναίκα, η Σαλαμπριά-Πηνειός, και στην Τζουμερκιώτικη άντρας, Ο Λούρος-Βουβός. Έτσι, για την πρώτη περίπτωση η παραβίαση της συμφωνίας είναι «εγγενής» στη γυναικεία φύση, ενώ η απόφαση του Λούρου εντοπίζεται στο λαϊκό παρατσούκλι. Ονομάζεται Βουβός, γεγονός που υπαινίσσεται κάποια ιδιορρυθμία στο χαρακτήρα.
Το σημαντικότερο, πέρα από τις διαφορές, είναι το ίδιο το μοτίβο που ενυπάρχει με παραλλαγές σ’ όλη την Αθαμανία. Υπ’ αυτή την έννοια, λειτουργούν οι παραδόσεις αυτού του είδους ως ενός ιστός σημασιών που διατρέχει τη γεωγραφική ενότητα. Συγκροτούν ένα αφηγηματικό σώμα που τροφοδοτεί τη συλλογική μνήμη των κατοικούντων την περιοχή. Είναι αυτή η πολιτισμική ύλη που επιτρέπει την αναφορά στην Αθαμανία ως προγονική γη, γεγονός που εγγράφεται στην ονοματοδοσία δήμων και πολιτιστικών συλλόγων.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΘΑΜΑΝΙΑ ΣΤΟΝ ΑΣΠΡΟΠΟΤΑΜΟ
Η Αθαμανία, λοιπόν, λειτουργεί ως υπερ-τόπος που στεγάζει και ενοποιεί τον κατακερματισμένο όγκο των Τζουμέρκων και του Ασπροπόταμου. Με τον τρόπο αυτό, οι κάτοικοι ένθεν κακείθεν της νότιας Πίνδου αισθάνονται ως έχοντες κοινοκτημοσύνη στον «ιδιαίτερο» τόπο τους. Πρόκειται για αίσθημα που καλλιεργεί η νομαδική κτηνοτροφία ως βασική οικονομική δραστηριότητα και στις δυο πλευρές. Τα γειτονικά βοσκοτόπια Χαλικίου και Συρράκου, ο Καταρραχιάς που χωρίζει τα Τζουρτζιώτικα μαντριά από το Συρράκο, η Κακαρδίτσα που αποτελεί κοινό σημείο αναφοράς για Γαρδικιώτες και Ματσουκιώτες, η στράτα της Καλαρρυτιώτικης κτηνοτροφίας μέσα από τον Ασπροπόταμο στη μετακίνησή της από τους Καλαρρύτες στο Θεσσαλικό κάμπο κι αντίστροφα, τα Ματσουκιώτικα κοπάδια που πέρναγαν από τη λαγκαδιά του Τζουρτζιώτικου, οι Ματσουκιώτες που είχαν το δικαίωμα να δανείζονται από τη Φ.Α.Τ.Α., οι φιλικές σχέσεις και η ανταλλαγή επισκέψεων στα πανηγύρια ανάμεσα σε Τζούρτζια και Ματσούκι, αλλά και οι γαμήλιες ανταλλαγές συγκροτούσαν ένα σύνολο σημείων του υπερ-τόπου ‘Αθαμανία’. Στα όρια αυτού διαμορφωνόταν μια νέα τοπικότητα, όπου ο μύθος χανόταν μέσα στο αφηγηματικό σώμα του θρύλου και χωνευόταν από τη διαρκή ανάγκη του κατοίκου του ορεινού όγκου να υπερνικήσει τις περιβαλλοντικές συνθήκες διασφαλίζοντας το ζωικό του κεφάλαιο. Τα ποτάμια συμπυκνώνουν τη συνάντηση όλων των προαναφερθέντων στοιχείων. Το ίδιο συμπεριφέρονται τα βουνά και τα βοσκοτόπια, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν ως το θέατρο πολεμικών συγκρούσεων, ληστρικών περιπετειών, εδαφικών διεκδικήσεων που κατέληγαν σε φονικά. Όλα αυτά είναι στοιχεία που τροφοδοτούν την κοινή μνήμη, γύρω από την οποία υφαίνεται η φαντασιακή συλλογικότητα της Αθαμανίας. Ενδεικτικό παράδειγμα στο οποίο αποτυπώνεται η φαντασιακή συλλογικότητα είναι ο Αλή Πασάς. Κάθε χωριό έχει διασώσει μαρτυρίες για τα δεινά που υπέστησαν, ανάμεσα στα οποία συγκαταλέγεται η αναγκαστική εγκατάλειψη του γενέθλιου χώρου.
Κοντά σ’ όλα αυτά, συνυπολογίζεται και η σχέση εντοπιότητας που διαμορφώνεται με το χώρο. Για όλους τους ημινομάδες το βουνό ορίζει την εντοπιότητά τους, ενώ ο κάμπος βιώνεται ως υπερορία. Παράγωγο αυτού του αισθήματος είναι ο τελετουργικός χρόνος που ταυτίζεται με το βουνό και το καλοκαίρι. Την περίοδο αυτή αναπαράγεται η κοινότητα με επίκεντρο τα πανηγύρια, τα οποία αναπτύσσονται στα όρια του ίδιου χρονικού τόξου για όλα τα χωριά. Σημείο εκκίνησης του τελετουργικού χρόνου για τη νότια Πίνδο, πιο συγκεκριμένα για τους Βλαχόφωνους ημινομάδες, είναι το Σιγκέντρου (Αγίου Πέτρου στην αρχή, Σύναξις 12 Αποστόλων αργότερα) στις 30 Ιουνίου. Τότε, οι κτηνοτρόφοι ανεβαίνουν πιο ψηλά, στα πάνω μαντριά στην Τζούρτζια. Το τόξο κλείνει στις οχτώ (8) Σεπτεμβρίου. Παρόλα αυτά, το βάρος πέφτει στην Αγία Παρασκευή στις 26 Ιουλίου, του Σωτήρος στις 6 Αυγούστου και της Κοίμησης της Θεοτόκου στις 15 Αυγούστου. Το ενδιαφέρον εδράζεται στη διαφοροποίηση των δύο πλευρών της νότιας Πίνδου όσον αφορά το κεντρικό πανηγύρι. Η δυτική οργανώνει την κορύφωση του τελετουργικού της χρόνου γύρω από το Δεκαπενταύγουστο, ενώ η ανατολική προτιμά την Αγία Παρασκευή, γεγονός που συνδέει τα Βλαχοχώρια του Ασπροποτάμου με τα αντίστοιχα της κεντρικής Πίνδου.
Ωστόσο, η ένταξη της Θεσσαλίας στο ελληνικό κράτος και η οργάνωση διοικητικής δομής δημιούργησε προϋποθέσεις για μετανάστευση πολλών κατοίκων τόσο στα Θεσσαλικά αστικά κέντρα (Τρίκαλα, Καρδίτσα) όσο και στην Αθήνα ή και το εξωτερικό. Η πληθυσμιακή έξοδος δημιούργησε αστικούς πυρήνες, γεγονός που είχε ως συνέπεια να αντιληφθούν την περιοχή τους ως μέρος του νομού Τρικάλων, μια και η επίλυση των σοβαρών προβλημάτων (έλλειψη δρόμου, απομόνωση) επιδιωκόταν από τις διοικητικές αρχές του νομού.
Παρά το γεγονός ότι επιλέγουν ως αυτό-αναφορική εντοπιότητα την Αθαμανία στην περίοδο του Μεσοπολέμου, εντούτοις διολισθαίνουν στη βαθμιαία αντικατάσταση της Αθαμανίας από τον Ασπροπόταμο. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του επαγγελματικού συλλόγου που ιδρύεται το 1917 με την ονομασία «Σύνδεσμος των εξ Αθαμανίας Οινοπαντοπωλών Πειραιώς». Είναι γνωστό πως η περιοχή, ιδίως η Τζούρτζια, είχε πολλούς μπακάληδες στην Αθήνα, που αποτελούν συστατικό στοιχείο του αναπαραστατικού λόγου για τα συγκεκριμένα χωριά. Πέρα απ’ αυτό, η αναπαραστατική εικόνα συμπληρωνόταν από τη ροή πολλών Ασπροποταμιτών σε πλανόδια επαγγέλματα, κυρίως στην Αθήνα.
Οι μετανάστες Ασπροποταμίτες πολύ γρήγορα εγκαταλείπουν την αναφορά στην Αθαμανία, δεδομένου ότι, πλέον, γι’ αυτούς ο γενέθλιος τόπος δεν αντιμετωπίζεται ως μέρος του παραγωγικού χρόνου τους. Είναι ο χώρος των διακοπών και της εξισορρόπησης των δυσμενών, ενδεχομένως, συνθηκών που βιώνουν στα αστικά κέντρα. Είναι ο χώρος της νοσταλγίας και της χαμένης αθωότητας.
Η μετάβαση, ωστόσο, από την Αθαμανία στον Ασπροπόταμο, σε περιορισμό της τοπικότητας στα όρια της Νομαρχίας Τρικάλων, είναι παρενέργεια της λειτουργίας του διοικητικού συστήματος στο οποίο εντάσσονται. Αυτό είναι πιο έντονο ανάμεσα στους Ασπροποταμίτες που διαμένουν στα Τρίκαλα. Το 1923 «συγκεντρώθηκαν στο καφενείο του Βλάχου και αντάλλαξαν απόψεις για θέματα που απασχολούσαν την περιοχή τους όπως η έλλειψη οδοποιΐας, τηλεφωνικής επικοινωνίας κ.λπ. Αφού συζήτησαν επί πολύ αποφάσισαν να ιδρύσουν μια ένωση Ασπροποταμιτών η οποία και θα προωθούσε τα ζητήματα που απασχολούσαν τους κατοίκους της περιοχής». Υλοποίηση αυτής της πρωτοβουλίας ενδεχομένως να είναι η οργάνωση το 1927 του Α΄ συνεδρίου του Συνδέσμου Κοινοτήτων Ασπροποτάμου. «Στο Σύνδεσμο, που σκοπό είχε την έμπρακτη αλληλεγγύη και την καταβολή συλλογικών προσπαθειών ώστε η επαρχία Καλαμπάκας να δει καλύτερες ημέρες, συμμετείχαν οι Κοινότητες: Χαλίκι, Ανθούσα, Κατάφυτο, Στεφάνι, Κρανιά, Δολιανά, Καλλιρόη, Πολυθέα, Καστανιά και Αμάραντος».
Και στα δύο παραδείγματα είναι εμφανής η μετατόπιση από την Αθαμανία στον Ασπροπόταμο, η οποία διευκολύνει την ανάπτυξη πρωτοβουλιών και την υλοποίησή τους μέσα από συγκεκριμένες διοικητικές δομές. Αυτό επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι το συνέδριο έγινε «υπό την εποπτεία του Νομάρχη Τρικάλων Νικολάου Λάππα». Παρατηρείται, λοιπόν, μια ποιοτική μεταβολή στην αναπαράσταση του χώρου, η οποία ολοκληρώνεται μεταπολεμικά. Ο ορεινός χώρος κατακερματίζεται με τη διοικητική διαίρεση σε νομούς, γεγονός που διαμορφώνει την αίσθηση μιας εντοπιότητας των ορίων. Αυτό αποτυπώνεται με σαφήνεια στην παρατήρηση που κάνει ο ανθρωπολόγος Σπύρος, προϊόν της επιτόπιας έρευνάς του. «Οι ίδιοι οι Γαρδικιώτες λένε αστειευόμενοι πως το χωριό τους βρίσκεται στο ‘τριεθνές’».
Ήδη από το Μεσοπόλεμο που διαμορφώνονται οργανωμένοι πληθυσμιακοί πυρήνες Ασπροποταμιτών στα Τρίκαλα, την Καρδίτσα και την Αθήνα μεταλλάσσεται η σχέση με το χώρο. Η περιοχή, πλέον, είναι απομονωμένο τμήμα ενός νομού. Βρίσκεται στα σύνορα με άλλες διοικητικές ενότητες (νομοί Ιωαννίνων και Άρτας) και η Πίνδος δεν είναι ο συνδετικός ιστός με τη δυτική πλευρά της νότιας Πίνδου αλλά η οριοθετική γραμμή που τους εντάσσει στο νομό των Τρικάλων. Έτσι, οι Ασπροποταμίτες κάτοικοι των αστικών κέντρων, ιδίως των Τρικάλων, αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες για τη θεραπεία της απομόνωσης. Ως μετανάστες πρώτες γενιάς είναι διαποτισμένοι από νοσταλγία για το γενέθλιο τόπο, τον οποίο επισκέπτονται στα καλοκαιρινά πανηγύρια, επιδεικνύοντας τον πλούτο και την πολιτισμική υπεροχή τους και εισάγοντας νέα ήθη. Στην Τζούρτζια οι κτηνοτρόφοι και οι αστοί (Τρικαλινοί και Αθηναίοι) συγκρούονταν στην πλατεία στο πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής στην προσπάθεια κάθε ομάδας να εκφράσει και να επιβάλει τη συμβολική κυριαρχία στην πλατεία, τον «ομφαλό» της συλλογικότητάς τους. Ακόμη, στην Κρανιά οι «αστικοποιημένοι Κρανιώτες εγκαταλείπουν το τσάμικο και χορεύουν ταγκό» στις καλοκαιρινές εκδηλώσεις.
Οι κατοικούντες τα αστικά κέντρα Ασπροποταμίτες πρωταγωνιστούν στη διαμόρφωση μιας άλλης αναπαράστασης για το χώρο, που τους απομακρύνει από την Αθαμανία. Ιδίως για τους εγκατεστημένους στα Τρίκαλα, από τους οποίους πολλοί αναπτύσσονται επιχειρηματικά αλλά και πολιτικά (οι έδρες των περισσότερων κοινοτήτων βρίσκονται στα Τρίκαλα τη χειμερινή περίοδο), ο Ασπροπόταμος είναι μέρος της τοπικής αγοράς αλλά και ο τόπος από όπου μπορούν να αντλήσουν κύρος. Ο Ασπροπόταμος είναι ένα πεδίο προβολής συμβόλων κύρους και εξουσίας για την προώθηση, κυρίως, της θέσης τους στο νέο χώρο εγκατάστασης (Τρίκαλα, Καρδίτσα, Αθήνα).
Στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, ο Ασπροπόταμος υφίσταται ρωγμή στη σχέση του με τον ορεινό όγκο. H κτηνοτροφία συνεχίζει να ανθεί. Ακόμη, οι Ασπροποταμίτες εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν το ορεινό χωριό ως οίκο τους, από το οποίο απλώς απουσιάζουν τη χειμερινή περίοδο. Είναι όλοι αυτοί που έχουν ανάγκη τη διάνοιξη του δρόμου και την άρση της απομόνωσης. Ωστόσο, μεγεθύνεται η πληθυσμιακή ομάδα που μεταναστεύει σε αστικά κέντρα. Οι τελευταίοι μεταλλάσσουν σταδιακά τη σχέση τους με το χωριό. Παύει να είναι ο οίκος και γίνεται η αλησμόνητη πατρίδα, την οποία επιδιώκουν να επισκεφτούν στα καλοκαιρινά πανηγύρια. Είναι η κιβωτός της μνήμης, στην οποία εμβαπτίζονται με τη συμμετοχή στα πανηγύρια και τις διακοπές. Πρόκειται, ωστόσο, για μια διαδικασία που δεν υπόκειται στο κλασικό σχήμα «ορεινός/πεδινός χώρος», στο οποίο ο πρώτος πόλος είχε την πρωτοκαθεδρία ως τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Πλέον, ο καλοκαιρινός χρόνος χρησιμοποιείται ως πρόσχημα για την ανασυγκρότηση μιας κατακερματισμένης φαντασιακής εντοπιότητας που διαχέεται στον κάμπο όπου δημιουργούνται νέες αξιολογήσεις και ιεραρχήσεις της τοπικότητας. Παράλληλα με τη διαμόρφωση ενός νέου αισθήματος του ανήκειν στην τοπικότητα του κάμπου, εκδηλώνεται τους καλοκαιρινούς μήνες και η ανάγκη ανάδυσης της φαντασιακής εντοπιότητας που επιβεβαιώνεται στα καλοκαιρινά πανηγύρια.
Αυτή η ρωγμή στη σχέση με τον Ασπροπόταμο μεγαλώνει στα μεταπολεμικά χρόνια, όταν καταρρέει η κτηνοτροφία και οι κτηνοτρόφοι, στην πλειοψηφία τους, επιλέγουν να εγκατασταθούν μόνιμα στον κάμπο. Οίκος, πλέον, των Ασπροποταμιτών γίνεται ο κάμπος. Το ορεινά χωριά τους, ιδίως μετά τη δεκαετία του 1980, μεταβάλλονται σε πολιτισμικές βαλβίδες για τους κατοίκους του κάμπου. Λειτουργούν ως αντι-δομή, παραλλάσσοντας τον Turner, που προσφέρει χρήσιμες διεξόδους στον πιεστικό, σύγχρονο τρόπο ζωής. Δεν είναι τα πανηγύρια και ο καλοκαιρινός χρόνος μέρος του τελετουργικού, αναπαραγωγικού χρόνου. Το πανηγύρι ως τελετουργία υπηρετεί τη δομή του παραγωγικού χρόνου στο σύγχρονο κόσμο, ο οποίος χρειάζεται πολιτισμικές βαλβίδες εκτόνωσης. Το ορεινό χωριό λειτουργεί συμπληρωματικά προς την πόλη και τον κάμπο. Δεν έχει αυτονομία, παρόλο που τις τελευταίες δεκαετίες έχει αυξηθεί η οικοδομική δραστηριότητα. Νέα σπίτια χτίζονται, γίνονται ξενώνες και ξενοδοχεία, ανοίγουν ταβέρνες. Όμως, δε συνοδεύεται αυτή η κινητικότητα από μετακίνηση του πληθυσμού. Ακόμη και το αίτημα για ανάπτυξη κινείται στη λογική που υιοθέτησαν οι παραθαλάσσιοι τουριστικοί προορισμοί, οι οποίοι συγκεντρώνουν πολύν ετερόκλητο κόσμο το καλοκαίρι αλλά ερημώνουν το χειμώνα.
Ο.Α.Σ.Π.Ε.: ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ
Η Ομοσπονδία Ασπροποτάμιων Συλλόγων Πολιτισμικής Ενότητας (Ο.Α.Σ.Π.Ε.) ιδρύθηκε το Σεπτέμβριο του 1995. Σ’ αυτήν έλαβαν μέρος οι σύλλογοι Τζούρτζιας, Χαλικίου, Ανθούσας, Κρανιάς, Καλλιρρόης, Μηλιάς, Στεφανίου, Πολυθέας, Καταφύτου, Δολιανών, Γαρδικίου.
Τη χρονιά αυτή, πραγματοποιείται η πρώτη εναρκτήρια λαϊκή συνέλευση, στο πλαίσιο των νέων αντιλήψεων που εισάγονται από τους πολιτιστικούς συλλόγους στα αστικά κέντρα, στη θέση «Τρία Ποτάμια», η οποία στη συνέχεια εξελίσσεται σε εμβληματικό χώρο της Ασπροποταμίτικης συνείδησης και των αρχετυπικών γνωρισμάτων της Ασπροποταμίτικης εντοπιότητας. Στη σφραγίδα της ομοσπονδίας υπάρχουν τα τρία ποτάμια, στο πάνω μέρος το φόντο είναι βουνά της νότιας Πίνδου κι ένα έλατο, ενώ αριστερά και δεξιά απεικονίζονται η πέστροφα και η αρκούδα, που ανήκουν στην πανίδα του Ασπροποτάμου.
Ο εκπρόσωπος των συλλόγων Γιάννης Δήμας, που αργότερα εξελέγη πρόεδρος της ομοσπονδίας, ανέπτυξε με ευσύνοπτο τρόπο την αναγκαιότητα που οδήγησε στην ίδρυση της Ο.Α.Σ.Π.Ε., καθώς και τους βασικούς άξονες δράσης.
«-Διατήρηση και διαφύλαξη της ιδιαίτερης πολιτιστικής ταυτότητας, εάν υπάρχει, του κάθε χωριού χωριστά.-Διάσωση των παλιών παραδοσιακών τραγουδιών στη βλάχικη διάλεκτο.
-Δημιουργία ενιαίου κεντρικού χορευτικού συγκροτήματος Ασπροποτάμου.
-Διατήρηση παραδοσιακών καλντεριμιών μέσα στις κοινότητες.
-Αξιοποίηση των ποταμών για την διεξαγωγή αθλημάτων όπως καγιάκ, κανό
-Προτροπή προς όλους τους Πολιτιστικούς Συλλόγους της περιοχής για ένταξή τους στην Πανελλήνια Ένωση Πολιτιστικών Συλλόγων Βλάχων».
Οι στόχοι της ομοσπονδίας οργανώνονται σε τρία επίπεδα.
-Διάσωση πολιτιστικής κληρονομιάς
-Ανάδειξη της βλάχικης ιδιαιτερότητας των Ασπροποταμιτών
-Δημιουργία υποδομών και ανάπτυξη της περιοχής
Συνεκτικός ιστός των τριών στόχων είναι η κοινή δράση. Υπ’ αυτήν την έννοια, η ομοσπονδία επιχειρεί να πάρει τη σκυτάλη από την προπολεμική εποχή και τον Σύνδεσμο Κοινοτήτων. Η διαφορά συνίσταται στο ότι, πλέον, ο Ασπροπόταμος άδειασε από τον πληθυσμό του και η πόλη των Τρικάλων έχει αναλάβει να φιλοξενήσει τους προβληματισμούς και τα σχέδια για την πατρογονική γη, που βρίσκεται μακριά από τους αναπτυξιακούς σχεδιασμούς, ξεχασμένη από τον τουρισμό, άδεια από κατοίκους που τη θυμούνται μόνο στα καλοκαιρινά πανηγύρια.
Η ομοσπονδία επιχειρεί να μετασχηματίσει την αίσθηση της κοινής πολιτισμικής κληρονομιάς σε δράση τόσο για τη διάσωση όσο και για την αναγέννηση της περιοχής. Οι εορτασμοί της πρωτομαγιάς που διοργανώνονται στην περιοχή του Ασπροποτάμου, τα river parties, τα ποδοσφαιρικά τουρνουά και οι αθλητικοί αγώνες στην περίοδο του καλοκαιριού, τα ανταμώματα, οι επιστημονικές ημερίδες αποτελούν εκφάνσεις ενός πρακτικού λόγου για την ανάγκη συστηματοποίσης μιας νεο-Ασπροποταμίτικης συνείδησης. Λαμβάνοντας υπόψη τον Bourdieu, όλες αυτές οι δραστηριότητες δεν είναι παρά ένας λόγος που δηλώνει την πράξη.
Η Ο.Α.Σ.Π.Ε. ως συλλογικό όργανο συγκροτήθηκε με προσανατολισμό τη δράση τόσο στον Ασπροπόταμο όσο και στο αστικό κέντρο. Στην πρώτη περίπτωση συμπεριλαμβάνονται οι εκδηλώσεις που συσπειρώνουν τους κατοικούντες στα Τρίκαλα είτε με τη μορφή συγκεντρώσεων γυναικών είτε με τη διοργάνωση χορών και Ασπροποταμίτικων γλεντιών, ή με την κοπή πρωτοχρονιάτικης πίτας. Όλες αυτές οι εκδηλώσεις μεταφράζουν σε πράξη το λόγο της ομοσπονδίας για σφυρηλάτηση της Ασπροποταμίτικης συνείδησης. Μέρος της πράξης ήταν η προσπάθεια για σύσταση κοινής ποδοσφαιρικής ομάδας στη θέση των προϋπαρχουσών (Α.Ο. Τζούρτζιας που αγωνίστηκε στις τοπικές κατηγορίες των Τρικάλων και Α.Ο. Γαρδικίου που έπαιξε στο περιφερειακό πρωτάθλημα). Το φιλόδοξο σχέδιο δεν ευοδώθηκε. Επιχειρήθηκε να εξισορροπηθεί με την ενίσχυση σε έμψυχο υλικό του Α.Ο. Γαρδικίου, γεγονός που οδήγησε σταδιακά τον αιμοδότη σύλλογο (Α.Ο. Τζούρτζιας) σε αναστολή της αγωνιστικής του δράσης.
Σ’ όλες τις παραπάνω δράσεις η ομοσπονδία ενεργοποιείται για έναν τόπο εκτός τόπου. Οι Ασπροποταμίτες ζουν στο αστικό κέντρο και ο γενέθλιος τόπος βιώνει την απομόνωση. Είναι κατανοητό ότι είναι ένας τόπος που πορεύεται χωρίς τους ανθρώπους του. Οι καλοκαιρινές εκδηλώσεις ενισχύουν την άποψη ότι στις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα και στις αρχές του 21ου διαμορφώθηκε και αποκρυσταλλώθηκε η αναπαράσταση του Ασπροποτάμου ως ενός τόπου εκτός τόπου.
Πέρα όμως από τη συγκεκριμένη δράση, η Ο.Α.Σ.Π.Ε. συστρατεύεται στο βλάχικο ζήτημα, με αιχμή του δόρατος το συνέδριο που πραγματοποίησε στη Λάρισα (Ιούνιος 1998) το Κέντρο Έρευνας Μειονοτικών Ομάδων (Κ.Ε.Μ.Ο.). Η ομοσπονδία Ασπροταμιτών αντιδρά έντονα και έτσι εντάσσει τον Ασπροπόταμο σε μια άλλη ενότητα, όπου το έδαφος της Πίνδου αντικαθίσταται από το φαντασιακό έδαφος της πολιτισμικής συγγένειας όλων των Βλάχων της Ελλάδας. Αναλαμβάνει η Ο.Α.Σ.Π.Ε. ρόλο και ευθύνες που υπηρετούν το εθνικό κράτος, απομακρυνόμενη από την εστίαση στην πατρογονική γη.
Η ομοσπονδία δεν ευτύχησε να μακροημερεύσει. Αδρανοποιήθηκε. Με τη δράση της επιχείρησε να δώσει σάρκα στη νέα, μεταπολεμική αναπαράσταση του Ασπροπόταμου. Δεν μπόρεσε να αποφύγει την διάσπαση του κοινού ιστού που προσπάθησε να συγκροτήσει. Οι κοινότητες του Ασπροποτάμου εντάχθηκαν σε ξεχωριστές διοικητικές ενότητες (Δήμος Αιθίκων, Διευρυμένη Κοινότητα Ασπροποτάμου).
Παρ’ όλα αυτά, εισήγαγε με τις προγραμματικές της θέσεις μια νέα πρόταση που μπορεί να δημιουργήσει προϋποθέσεις για την επανασύνδεση του Ασπροποτάμου με την περιοχή της νότιας Πίνδου. Δεσμεύτηκε να αγωνιστεί για τη διάνοιξη της διόδου από το Χαλίκι στο Μέτσοβο. Δεν επανήλθε, βεβαίως, στην Αθαμανία. Κατανόησε, όμως, την ανάγκη σύνδεσης του Ασπροποτάμου με το παρελθόν του. Αυτή είναι και η κληρονομιά που κληροδότησε η Ο.Α.Σ.Π.Ε. στους Ασπροποταμίτες, που διεκδικούν τη διάνοιξη των δύο διόδων (μέσω Μπάρου σε Καλαρρύτες και Συρράκο και μέσω Ανθούσας στο Μέτσοβο) προς τη δυτική πλευρά της νότιας Πίνδου. Με τον τρόπο αυτό, ο Ασπροπόταμος επανακαλύπτει το παρελθόν του με νέους όρους, που μπορεί να αποτελέσει κι αντίβαρο στον εκτός τόπου τόπο του Ασπροποτάμου.
Η ενεργοποίηση των συλλόγων στο πλαίσιο της Π.Ο.Σ.Π.Β. διευκολύνει την επανασύνδεση με την οικεία γεωγραφία του Ασπροποτάμου. Το 9ο συνέδριο της Π.Ο.Σ.Π.Β που διοργάνωσε η Φιλεκπαιδευτική Αδελφότητα Τζούρτζιας Αθαμανίας (Φ.Α.Τ.Α.), σε συνεργασία με τη διευρυμένη κοινότητα Ασπροποτάμου, το Δήμο Αιθίκων και άλλους πολιτιστικούς συλλόγους της περιοχής, λειτούργησε ως το όχημα για την επιστροφή του Ασπροπόταμου ως κοινής γεωγραφίας, πάνω στην οποία θα διεκδικήσουν οι Ασπροποταμίτες την οικοδόμηση της νέας Ασπροποταμίτικης συνείδησης, η οποία θα εδράζεται στην ανάγκη να διεκδικήσουν το δικό τους χώρο στην τηλεοπτική ρητορική, γεγονός που θα συμβάλει στην ανάπτυξη της περιοχής. Σ’ αυτό το πνεύμα προβάλλεται και η διάνοιξη των κάθετων αξόνων της νότιας Πίνδου. Ο Ασπροπόταμος ξανασυναντιέται μ’ αυτήν την περιοχή. Ωστόσο, η Αθαμανία ως μυθολογικός τόπος, πλέον, έχει εγκαταλειφθεί και η συνάντηση πραγματοποιείται στα όρια της γεωγραφικής ενότητας της νότιας Πίνδου. Η κτηνοτροφία ως παραγωγική δραστηριότητα που δημιουργούσε προϋποθέσεις πολιτισμικών ανταλλαγών και συλλογικής μνήμης αντικαθίσταται από το αίτημα της τουριστικής ανάπτυξης των ορεινών όγκων.
Το φυσικό περιβάλλον λοιπόν ιστορεί στην ιστορική του διαδρομή το μετασχηματισμό του σε χώρο και τις διαδικασίες διαμόρφωσης τοπικότητας. Η σχέση με τον τόπο είναι μία προσπάθεια ορισμού των σχέσεων, που προσδιορίζονται όχι μόνο από τη δράση των υποκειμένων της τοπικότητας αλλά και από εξωγενείς παράγοντες που αναδιατάσσουν τα όρια και το αίσθημα του ανήκειν. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, ωστόσο, εξέλιξη είναι η συγκρότηση της φαντασιακής εντοπιότητας που διαμορφώθηκε στις τελευταίες δεκαετίες του εικοστού αιώνα. Πρόκειται για ένα καινούργιο αίσθημα συλλογικότητας που υπαγορεύεται τόσο από συναισθηματικούς λόγους των μεταναστών πρώτης γενιάς στον κάμπο όσο και από τις ανάγκες των κατοίκων των αστικών κέντρων για εκτόνωση αλλά και από τις νέες ευκαιρίες για επιχειρηματική δραστηριότητα που συνδυάζει όλα τα παραπάνω. Ο Ασπροπόταμος είναι μια περιοχή που έχει αρχίσει να λειτουργεί ως εμβληματική γεωγραφία της νέας συλλογικότητας. Η φαντασιακή εντοπιότητα ενισχύει την ανάγκη για αξιοποίηση αυτής της εμβληματικής γεωγραφίας.
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΓΡ. ΑΥΔΙΚΟΣ
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑΣ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ
ΑΣΠΡΟΠΟΤΑΜΟΣ: ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ
9ο Συμπόσιο Ιστορίας, Λαογραφίας, Βλάχικης Παραδοσιακής Μουσικής και Χορών,
Ασπροπόταμος Τρικάλων11-12-13 Μαΐου 2007