Η βλαχόφωνη δημοτική ποίηση και μουσική είναι αναμφισβήτητη αλλά άγνωστη στην ελληνική επιστημονική έρευνα, της οποίας η συμβολή περιορίζεται σε ορισμένες, ιδίως ερασιτεχνικές, προσπάθειες για τη συλλογή και καταγραφή βλαχόφωνων τραγουδιών.
Προσπάθειες όπως του Σ. Παπαγεωργίου, "Τα κατά γάμον έθιμα εν Σαμαρίνα της Μακεδονίας", Λαογραφία 2 (1910) 431-446, του Β.Ι. Βήκα, "Ο γάμος παρά τοις Βλαχοφώνοις (γαμήλια έθιμα εν Γουδοβάσδα)", Λαογραφία 6 (1917) 122-123, του Α. Τοπάλη, "Τα χωριά Άνω και Κάτω Μπεάλα", Μακεδονικά 12 (1972) 424, του Α. Κολτσίδα, Οι Κουτσόβλαχοι Α', Θεσσαλονίκη, 1976, της Παπαζήση-Παπαθεοδώρου, Τα τραγούδια των Βλάχων, Αθήνα, 1985, του Γ. Παδιώτη, Βλάχικα τραγούδια του Μετσόβου, Căntitsi armânesti di Aminciu, χ.χ. (επίσης του ιδίου Căntiţi Fărşeroteşti. Τραγούδια Φαρσαριωτών - αρβανιτοβλάχων)
Για μια ευρύτερη έρευνα και θεώρηση του υλικού πρέπει κανείς να ανατρέξει σε ξένους μελετητές και συλλογείς, ιδίως Βλαχόφωνους, που μορφώθηκαν, έδρασαν και επηρεάστηκαν από τη Ρουμανία.
Βλάχικα τραγούδια σε ξένους μελετητές βρίσκουμε στους A.J. Wace - M.S. Thompson, The Nomads of the Balkans, London, 1914 (= Οι νομάδες των Βαλκανίων. Θεσσαλονίκη 1989, Αδελφοί Κυριακίδη), G. Weigand, Die Aromunen, Leipzig, I, II, 1895, Die Sprache der Olympo-Walachen, Leipzig, 1888, Μ. G. Obedenaru, Texte Macedoromâne, Bucureşti, 1891, V. Peprescu, Mostré Dialectul Macedoromân, Bucuresti, 1881, II, 1882. P. Papahagi, Din literatura poporanä a Aromânilor, Bucureşti, 1900, T. Papahagi, Antologie Aromâneasca, Bucureşti, 1922,Originea Muloviştenilor şi Gopeşenilor in lumina unor texte, Bucureşti, 1930, P. Papahagi, Poezia instreinarii la Aromdni, Bucureşti, 1922, I, Caranica, 130 Melodii populare aromânesti, Bucureşti 1937, G. Marcu, Folklor musical aromân, Bucureşti, 1977, S. Baud- Bovy (Chansons aromounes de Thessalie - Κουτσοβλαχικά τραγούδια της Θεσσαλίας, Θεσσαλονίκη 1990, Αδελφοί Κυριακίδη.
Βασικό εμπόδιο για την προσέγγιση του βλαχόφωνου δημοτικού τραγουδιού για την ελληνική έρευνα στάθηκε η γλώσσα των Βλαχόφωνων, μια νεολατινική γλώσσα που κατάγεται από τη λαϊκή λατινική που μετέφεραν οι Ρωμαϊκές λεγεώνες στη Βαλκανική και που διασώθηκε σε ορισμένες νησίδες της Βαλκανικής χερσονήσου.
Οι ελληνόφωνοι ερευνητές χωρίς τη γνώση της κουτσοβλαχικής είναι αδύνατο να προσεγγίσουν τη δημοτική ποίηση των Βλάχων και δεύτερο η έλλειψη γραπτής μορφής των δημοτικών τραγουδιών καθιστά γι' αυτούς ακόμη δυσκολότερη τη μελέτη τους, ιδίως όταν θέλουν να μελετήσουν τη ρίμα και το μέτρο τους ή τη φωνητική αρμονία τους, δεδομένου ότι ορισμένοι φθόγγοι της Κουτσοβλαχικής είναι άγνωστοι στην ελληνική γλώσσα. Όλα αυτά αποθαρρύνουν τους μελετητές να ασχοληθούν με τη βλάχικη δημοτική ποίηση και μουσική, μολονότι για την τελευταία έχουμε πρόσφατες εργασίες που ασχολήθηκαν επιστημονικά με τη μουσική και προσδοκούμε αγαθά αποτελέσματα.
Έτσι το πρόβλημα της έρευνας εναπόκειται στους ίδιους τους Βλάχους να αναδείξουν μελετητές της δημοτικής ποίησης που να γνωρίζουν καλά την Κουτσοβλαχική γλώσσα, μολονότι οι χρονικές συγκυρίες είναι δυσμενείς μια και έπρεπε πριν από πολλά χρόνια να είχε αρχίσει η έρευνα. Σήμερα γνωρίζουμε ότι το δημοτικό τραγούδι χάνεται και κυρίως, ενώ κάπως αναβιώνει, δεν παράγεται καινούργιο, μιας και έλειψαν οι κατάλληλες συνθήκες που το δημιούργησαν. Τέλος δεν έλειψε και κάποια προκατάληψη, συνέπεια της αμάθειας και της μονόπλευρης και ελλειπτικής γνώσης των Κουτσοβλαχικιόν πραγμάτων.
Για μια σωστή θεώρηση του όλου ζητήματος πρέπει να ληφθούν υπόψη ορισμένες παράμετροι, ώστε να στοιχειοθετηθούν οι απαραίτητες βάσεις για μια μελλοντική συλλογή και έρευνα των Βλάχικων τραγουδιών.
Πρώτον πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι η πολιτιστική αφετηρία και το πολιτιστικό υπόβαθρο των Βλάχων είναι κοινό με τους ελληνόφωνους κατά την ιστορική διαδρομή αυτών των ανθρώπων. Η κοινή παιδεία, η ίδια θρησκεία, τα ίδια ήθη και έθιμα, ο ίδιος γεωγραφικός χώρος και η ίδια ιστορική πορεία δεν διαφοροποιούν τη σκέψη, τη νοοτροπία και τον συναισθηματικό κόσμο αυτών των δυο ομάδων. Αμφότεροι αποτελούν ένα αδιάσπαστο σύνολο πολιτιστικών στοιχείων που διαφέρουν μόνο ως προς τη γλωσσική έκφραση, χωρίς αυτή να αποτελεί φραγμό ή αλλοίωση του πολιτιστικού οράματος αυτών των ανθρώπων. Επιπλέον το πέρασμα των Βλάχων από τον ένα γλωσσικό κώδικα στον άλλο, δηλ. από τα Βλάχικα στα Ελληνικά, υπήρξε κοινός τόπος για όλους τους Βλάχους τόσο στην καθημερινή έκφραση όσο και στη δημοτική ποίηση. Ο Βλάχος εκφράζεται και συνθέτει ποίηση τόσο στα ελληνικά όσο και στα βλάχικα και τραγουδάει εξίσου σωστά τόσο τα ελληνικά δημοτικά τραγούδια όσο και τα βλάχικα.
Η δίγλωσση παιδεία και η πολιτιστική έκφραση, που πριν από μερικές δεκαετίες ήταν για τις συναφείς επιστήμες αρνητικό στοιχείο, δηλ. ένας δίγλωσσος δεν μπορεί να κατέχει εξίσου σωστά δυο γλώσσες, στην περίπτωση των Βλάχων καταρρίπτεται όπως και για όλους τους δίγλωσσους πληθυσμούς. Έτσι, όσον αφορά το δημοτικό τραγούδι, παρατηρούμε ότι ο Βλάχος περνάει από τον ένα κώδικα στον άλλο με μεγάλη ευκολία και το μοναδικό κίνητρο είναι η ποιότητα της μελωδίας και το περιεχόμενο των στίχων. Η γλώσσα ουδέποτε στάθηκε εμπόδιο για την επιλογή τού τι θα τραγουδήσει αλλά το κύριο στοιχείο που τον προσείλκυε ήταν όλα εκείνα τα στοιχεία που και στις μέρες μας επιβάλλουν ένα τραγούδι είτε αυτό είναι ελληνικό είτε ξένο, είτε με ελληνικούς στίχους είτε με ξενόγλωσσους, αρκεί να εκπληρώνει ορισμένες προϋποθέσεις, που είναι η μόδα και η απήχηση που προκαλεί το κάθε τραγούδι, χωρίς να συντρέχουν λόγοι γλωσσικής γειτνίασης ή άλλων παραμέτρων.
Ένα άλλο ζήτημα που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη είναι η νοθεία της βλαχόφωνης ποίησης και η κατασκευή δήθεν δημοτικών τραγουδιών για λόγους προπαγανδιστικούς. Είναι γνωστό ότι το τραγούδι αποτελεί ικανό φορέα ιδεολογίας, γιατί απευθύνεται σε μεγάλο πλήθος ανθρώπων, έχει τη δυνατότητα να υποκρύπτει τις πραγματικές του προθέσεις και ακόμη να αποστηθίζεται εύκολα και να προκαλεί συναισθηματικές αναταράξεις στον άνθρωπο. Πολλές προπαγάνδες χρησιμοποίησαν το τραγούδι, τόσο τη μελωδία όσο και τους στίχους, για να διαδώσουν τις ιδέες τους και να αγγίξουν τον συναισθηματικό κόσμο αυτών στους οποίους απευθύνεται. Έτσι η ρουμανική προπαγάνδα θεώρησε πρόσφορο μέσο την κατασκευή και διάδοση βλαχορουμάνικων τραγουδιών που φανερά ή κρυφά προπαγάνδιζαν ορισμένες ιδέες και απόψεις που πρέσβευαν. Τα τραγούδια αυτά, δυσδιάκριτα από τον κόσμο, όπως είναι φυσικό, ποτέ δεν έφτασαν στο σημείο να παίξουν κάποιο σημαντικό ρόλο στη ζωή και στην συμπεριφορά των Βλάχων, γιατί τα περισσότερα είχαν προσωρινή επιτυχία και διάδοση ενώ εμφανώς μερικά αποτελούσαν ξένο σώμα ανάμεσα στους Βλάχους. Αυτό το γεγονός της νοθείας στάθηκε, όπως και η εν γένει ρουμανική προπαγάνδα, ένας ακόμη λόγος παρακμής της βλάχικης γλώσσας και πρόσχημα για μερικούς να καταδικάσουν το σύνολο των τραγουδιών και την βλάχικη γλώσσα ως σημείο αντεθνικής συμπεριφοράς και φόβητρο για τους ομιλητές της.
Όλα αυτά γέννησαν και ένα ενδοβλαχικό ψευδοπρόβλημα με την υποστήριξη της ιδέας ότι δεν υπάρχει κουτσοβλαχική δημοτική ποίηση. Η γνώμη αυτή είναι αστήριχτη και απαράδεχτη από το σύνολο σχεδόν των Βλάχων. Η υποστήριξη αυτής της άποψης από μη επιστημονικές εργασίες που στηρίζονται σε ποσοτικά κριτήρια, δηλ. εφόσον οι περισσότεροι λένε ότι δεν υπάρχει βλάχικη δημοτική ποίηση και ότι οι Βλάχοι τραγουδούν μόνο ελληνικά, τότε δεν υπάρχει και δημοτική βλάχικη ποίηση!.
Μια τέτοια ιδέα είναι αντίθετη προς την αλήθεια και αποτελεί προσπάθεια να μειωθεί η ικανότητα των Βλάχων για τη δημιουργία δημοτικής ποίησης. Κανένας Βλάχος δεν πείθεται ότι τα τραγούδια που τραγουδούσαν οι γονείς, οι παππούδες του και οι ίδιοι αποτελούν προπαγανδιστικά κατασκευάσματα. Η αλήθεια αυτής της άποψης αποδεικνύεται από τα πολυάριθμα βλάχικα τραγούδια που προϋπήρχαν της ρουμανικής προπαγάνδας, που εμφανίζεται γύρω στα 1860. Μαρτυρίες των ίδιων των Βλάχων αλλά και ξένων ερευνητών μας πληροφορούν ότι οι Βλάχοι τραγουδούσαν και πριν την εμφάνιση της ρουμανικής προπαγάνδας και της κατασκευής ρουμανοβλάχικων τραγουδιών. Ώστε και ιστορικά καταρρίπτεται η ιδέα της άρνησης των βλάχικων δημοτικών τραγουδιών. Δεύτερο, είναι απίθανο να υποθέσει κανείς ότι όλα τα εκατοντάδες βλάχικα δημοτικά τραγούδια εμφανίστηκαν και τα εγκολπώθηκαν οι Βλάχοι σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα κατά το οποίο εμφανίζεται η ρουμανική προπαγάνδα. Ακόμη είναι ακατανόητο να υπάρχουν κατασκευασμένα βλάχικα τραγούδια που να εξυμνούν τους κλεφταρματωλούς και τους αγώνες τους για την εθνική απελευθέρωση.
Ένας που υποστηρίζει την ανυπαρξία βλάχικων δημοτικών τραγουδιών φαίνεται ότι δεν έζησε ανάμεσα σε Βλάχους και δεν παραβρέθηκε σε γάμους και γλέντια, για να ακούσει βλάχικα τραγούδια και να δει την αγαλλίαση και ευφροσύνη στα πρόσωπα των ανθρώπων που τα τραγουδούσαν.
Η παρανοϊκή ταύτιση όσων τραγουδούν βλάχικα τραγούδια με άτομα που δεν έχουν ορθή εθνική συμπεριφορά διαιωνίζει το γνωστό δίλημμα, το ενοχικό σύνδρομο των Βλάχων, γιατί η ιστορική μοίρα τούς έδωσε ένα ξένο γλωσσικό κώδικα και πρέπει καθημερινά να αποδεικνύουν ότι "δεν είναι ελέφαντες". Η απολογητική αυτή συμπεριφορά των Βλάχων ίσως δικαιολογείται για κάποιες άλλες εποχές, σήμερα όμως αποτελεί αιτία της παρακμής τους και της βλάχικης γλώσσας.
Τα ελληνόφωνα τραγούδια τραγουδιούνται από τους Βλάχους με την ίδια ευχαρίστηση και αγαλλίαση με την οποία τραγουδούν τα βλάχικα, γιατί οι Βλάχοι διαθέτουν την ικανότητα να χειρίζονται εξίσου καλά τους δυο γλωσσικούς κώδικες. Άλλωστε η ελληνική αποτελεί ταυτόχρονη μητρική γλώσσα για τους Βλάχους και μάλιστα τα ελληνικά των Βλάχων είναι καλύτερα από τους ομιλητές των ελληνικών ιδιωμάτων της υπαίθρου. Κανείς Βλάχος δεν αναγνωρίζεται ως δίγλωσσος όταν μιλάει ελληνικά γιατί δεν κάνει φωνητικά και γραμματικά λάθη και η χροιά (το αξάν) της φωνής του δεν προδίδει αλλόγλωσσο άτομο, όπως συμβαίνει με άλλους δίγλωσσους πληθυσμούς.
Ένα άλλο ζήτημα είναι η μετάφραση ελληνικών δημοτικών τραγουδιών από τα Ελληνικά στα Βλάχικα. Η ενέργεια αυτή δηλώνει την επιθυμία για το καλό τραγούδι και την μεταφορά του στα Βλάχικα για καλύτερη κατανόηση και παράλληλα για να γίνει κτήμα και όσων γνώριζαν λιγότερα Ελληνικά. Είναι ανάγκη να ερευνηθεί ποια τραγούδια προτιμώνται να μεταφράζονται και ποιο ρόλο παίζει το περιεχόμενό τους, ώστε να τους οδηγούν σε μια τέτοια ενέργεια, δεδομένου ότι εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν οι δισκογραφικές εταιρείες, ώστε να μεταγλωττίζονται για κερδοσκοπικούς λόγους. Διαπιστώνουμε ότι πολλά βλάχικα τραγούδια υπάρχουν και στα ελληνικά λέξη προς λέξη παρόμοια και είναι φυσικό να θεωρούμε τα ελληνικά τραγούδια ως πρότυπα, μολονότι δεν αποκλείεται και το αντίστροφο σε ορισμένες περιπτώσεις.
Η αξία της έρευνας της βλαχόφωνης ποίησης έγκειται στο γεγονός ότι οι Βλάχοι αποτελούν αυτόχθονο στοιχείο του ελληνικού χώρου που διατήρησε την καθαρότητά του λόγω της ενδογαμίας και της απομόνωσης των οικισμών τους από τα μεγάλα αστικά κέντρα. Μια παράλληλη εξέταση της ελληνικής δημοτικής ποίησης με την αντίστοιχη βλαχική μπορεί να μας οδηγήσει μέχρι την ανεύρεση ποιητικών μοτίβων που να φθάνουν ως την αρχαιότητα.
Η στιχουργική των βλάχικων τραγουδιών παρουσιάζει ποικιλία. Υπάρχουν δυο κατηγορίες τραγουδιών, με ομοιοκαταληξία και χωρίς ομοιοκαταληξία. Ο αριθμός των συλλαβών επίσης ποικίλλει. Έχουμε 6, 7, 8 σύλλαβους ή 7+8 ή 8+7 σύλλαβους, 10σύλλαβους και 12σύλλαβους στίχους. Ο τροχαϊκός 7σύλλαβος και 8σύλλαβος είναι τα πιο κοινά μέτρα χωρίς να υπολείπονται και τα υπόλοιπα. Στην Πίνδο και στο Γράμμο παρατηρούμε ανομοιοκαταληξία ενώ στους νότιους Βλάχους συχνή είναι η ομοιοκαταληξία.
Το περιεχόμενο των τραγουδιών μας οδηγεί σε μια κατηγοριοποίηση των βλάχικων τραγουδιών. Έχουμε τραγούδια που αναφέρονται στη φύση και στην αγάπη των Βλάχων προς αυτήν, στα βουνά, στον έρωτα, στις αναχωρήσεις των κοπαδιών και στις μετακινήσεις, στην ξενιτιά, στη ζωή των καραβαναραίων, οι οποίοι στα μακρινά τους ταξίδια τραγουδάν ώρες ατέλειωτες, όπως μας πληροφορεί ο G. Abbott, Ένας Άγγλος στη Μακεδονία του 1900, Αθήνα 2004-5, Στοχαστής. Ακόμη έχουμε μοιρολόγια, επικά-ηρωικά τραγούδια που εξυμνούν πρόσωπα και ηρωικές πράξεις, μπαλάντες κ.λπ. Τα ηρωικά τραγούδια είναι εκείνα που τραγουδιούνται περισσότερο στα ελληνικά, γιατί θέλουν να τους καταλαβαίνουν οι ξένοι, όπως ισχυρίζεται o G. Marcu, Folclor musical aroman, Bucureşti, 1977.
Σχετικά με τη μουσική έρευνα των βλάχικων τραγουδιών χρειάζεται ειδικός ερευνητής φιλόλογος και μουσικός, γνώστης βαθύς της δημοτικής μουσικής και της βλάχικης γλώσσας. Δυστυχώς η έρευνα του S. Baud-Bovy (Chansons aromounes de Thessalie - Κουτσοβλαχικά τραγούδια της Θεσσαλίας, Θεσσαλονίκη 1990, Αδελφοί Κυριακίδη), έμεινε ανολοκλήρωτη, ενώ είναι ενθαρρυντικό ότι νέοι επιστήμονες μουσικολόγοι, άρχισαν να ασχολούνται με τη μουσική των βλάχικων τραγουδιών, από τους οποίους, όπως αναφέραμε, περιμένουμε αγαθά αποτελέσματα. Ένα από τα πρώτα συμπεράσματα είναι η ταύτιση βλαχόφωνης και ελληνόφωνης δημοτικής μουσικής με κάποιες ίσως εξαιρέσεις ως προς τις "παύσεις" των βλάχικων, κατά την παρατήρηση του Baud-Bovy.
Οι διάφορες μουσικές κλίμακες, ο επιτονισμός, οι παρένθετες λέξεις και τα διάφορα στολίδια αποτελούν επίσης στοιχεία προς έρευνα.
Για την περιοχή των Σερρών μπορούμε να ισχυριστούμε ότι τα Γραμμοστιάνικα τραγούδια πρέπει τουλάχιστον ποσοτικά να υπερέχουν από τα υπόλοιπα, μια και οι Γραμμουστιάνοι υπερέχουν και πληθυσμιακά στην περιοχή των Σερρών. Επειδή είναι άγνωστος ο αριθμός των βλάχικων τραγουδιών της περιοχής, δε μπορούμε από ένα δείγμα 100 περίπου τραγουδιών να βγάλουμε ακριβή συμπεράσματα σχετικά με την κατηγοριοποίησή τους, για παράδειγμα αν κυριαρχούν τα ερωτικά (όπως συμβαίνει στο παρατιθέμενα τραγούδια της συλλογής μας) ή τα φυσιολατρικά, των κτηνοτροφών ή της ξενιτιάς. Γεγονός παραδεχτό μπορεί να θεωρηθεί η ύπαρξη μιας κατηγορίας τραγουδιών που αναφέρονται στους κιρατζήδες-αγωγιάτες, που σπανίζουν ή λείπουν εντελώς από τις συλλογές ελληνικών δημοτικών τραγουδιών. Έτσι μια κατάταξη δε θα πρόσθετε τίποτε το ιδιαίτερο στην έρευνά τους.
Μερικές παρατηρήσεις που θα μπορούσαμε να κάνουμε είναι σχετικές με την ομοιοκαταληξία, τον αριθμό των συλλαβών και τα μέτρα.
Σχετικά με τα βλάχικα τραγούδια της περιοχής των Σερρών είναι δύσκολο να ανακαλύψουμε την καταγωγή τους. Κι αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τα τελευταία διακόσια χρόνια οι Βλάχοι της περιοχής, που είχαν ποικίλη γεωγραφική προέλευση, ομογενοποιήθηκαν σε κοινή γλωσσική κοινότητα και παράλληλα ομογενοποιήθηκαν και τα πολιτιστικά τους στοιχεία, στολή, ήθη και έθιμα, κοινωνική ζωή, επαγγέλματα. Έτσι δε μπορούμε να αναγνωρίσουμε με βεβαιότητα ότι ένα τραγούδι είναι Γραμμοστιάνικο, Αβδελλιώτικο ή Νυμφαιώτικο. Άλλωστε δε θα χρησίμευε ιδιαίτερα, αν το πετυχαίναμε, γιατί γνωρίζουμε όλοι ότι τα τραγούδια ταξιδεύουν και πολύ δύσκολα μπορεί ένας τόπος να αποδείξει ότι είναι ο ποιητής συγκεκριμένων τραγουδιών.
Η καταγραφή και μαγνητοφώνηση των τραγουδιών που ακολουθούν (στο βιβλίο Οι Βλάχοι του Νοµού Σερρών και της Ανατολικής Μακεδονίας) άρχισε από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 και ολοκληρώθηκε περί τα μέσα της δεκαετίας του ’90 από τον Γιώργο Δ. Ταράση.
Βασικοί πληροφορητές-τραγουδιστές υπήρξαν οι:
Στεργιανή Ταράση (1894), Απόστολος Τραγουδάς (1920), Στέλλα Τραγούδα (1921), Δημήτριος Ταράσης (1923), Μαρία Ταράση (1923), Στεργιανή Ταράση (1929), Νικόλαος Ταράσης (1932), Αναστασία Τραγούδα (1929), Μησιάκα Ευαγγελία (1912), Γεώργιος Τσερμεντζέλης (Κουβέου), Θανάσης Μησιάκας, Ιωάννης Φάκας.
(στη συνέχεια δίνονται κάποια στοιχεία για το αλφάβητο με το οποίο καταγράφονται τα περίπου 100 βλάχικα τραγούδια και η παράθεση αυτών)
απόσπασμα από το βιβλίο:
Οι Βλάχοι του Νοµού Σερρών και της Ανατολικής Μακεδονίας
Νίκος Α. Κατσάνης - Κώστας Δ. Ντίνας