Η λαϊκή τέχνη σ’ όλες της τις μορφές ασκούσε και ασκεί ιδιαίτερη γοητεία για την πρωτοτυπία της και την πηγαία έμπνευσή της. Περιζήτητοι ήταν οι κάτοικοι ορισμένων περιοχών της Ηπείρου, οι οποίοι είχαν αποκτήσει ειδικότητα σε ορισμένες μορφές της.
Αναφέρουμε για παράδειγμα τους Χιονιάδες της επαρχίας Κόνιτσας στην εικονογραφία, το Τουρνόβου και το Μετσόβου για τους ξυλογλύπτες «ταγιαδόρους» (αντί του σωστού ταλιαδόρους από το taliu = κόβω και κατ’ επέκταση σκαλίζω σε ξύλο), την Πυρσόγιαννη και τη Βούρμπιανη για τους κτίστες, τους κουδαρέους, τους Καλαρύτες για τους ξακουστούς ασημιτζήδες και χρυσοκεντητάδες. Μάλιστα οι Ηπειρώτες τεχνίτες, επειδή οι συνθήκες της ζωής τους ανάγκαζαν να ξενιτευτούν, μετέβαιναν στην υπόλοιπη Ελλάδα, την Βαλκανική και στην Ευρώπη ακόμη, είτε για να εργασθούν για όσο καιρό χρειαστεί σ’ έναν τόπο, είτε και για να εγκατασταθούν ακόμη. Κατ’ αυτόν τον τρόπο συνετέλεσαν στο να μεταδοθεί η τέχνη τους σ’ όλο τον Ελλαδικό και Βαλκανικό χώρο κ.ά.
Μια κατεξοχήν λαϊκή μορφή τέχνης αποτέλεσε η ξυλογλυπτική, η οποία χρησιμοποιήθηκε για την διακόσμηση σπιτιών και εκκλησιών. Κυρίως ο ξυλόγλυπτος διάκοσμος έφτασε να αποτελεί απαραίτητο και αναπόσπαστο στοιχείο της λειτουργικής ζωής της εκκλησίας, ιδίως κατά τη διάρκεια της μεταβυζαντινής περιόδου.
Στο Μέτσοβο η ξυλογλυπτική τέχνη ξεκίνησε από πολύ παλιά. «Η μεγάλη ακμή και το άνθισμα της Μετσοβίτικης λαϊκής τέχνης άρχισε μετά το 1659, με τα εξαιρετικά πολιτικά και εκκλησιαστικά προνόμια, που απέσπασε απ' την Πύλη ο Μετσοβίτης αρχιτσέλιγκας Κύργος Φλόκας και καθιστούσαν το Μέτσοβο αυτόνομη δημοκρατία. Τότε και η ξυλογλυπτική ξέφυγε απ' τη χειροτεχνία κι ανέβηκε στο χώρο της τέχνης με τα τέμπλα, τους δεσποτικούς θρόνους, τους άμβωνες, τα προσκυνητάρια, τα κουβούκλια των επιταφίων, τ' αναλόγια, τα μανουάλια, τα μπαγκάρια και τα τόσα άλλα "ειδίσματα" των εκκλησιών, συνεχίστηκε απ' τον 17ο αιώνα ως τα σήμερα, κι έφτασε από γενιά σε γενιά στα χέρια των σημερινών ταλιαδόρων. Οι "κομπανίες" των ταλιαδόρων του Μετσόβου φτάνανε στις πιο αλαργινές πόλεις, για ν' αναλάβουν τα σπουδαιότερα έργα της ξυλογλυπτικής και να μεταλαμπαδεύσουν έτσι την τέχνη τους... Απ' τα "τεφτέρια" που κρατούσαν φαίνεται πως είχαν θαυμαστή συντεχνιακή οργάνωση, ενώ απ' τα άλλα βιβλία που κουβαλούσαν συμπεραίνουμε, πως είχαν και μια εκκλησιαστική παιδεία μαζί με τη λαχτάρα στην καρδιά, σαν εκείνους τους κραδασμούς των αγιογράφων, που στον τρουβά τους υπήρχε πάντοτε κάποια "Ερμηνεία της Ζωγραφικής Τέχνης", αλλά και τα "συναξάρια" των αγίων».
Η οργάνωσή τους είχε χαρακτηριστικά γνωρίσματα περισσότερο οικογενειακής επιχείρησης. Το επάγγελμα πήγαινε από πατέρα σε γιο και όλα τα μέλη της οικογένειας παρέμεναν προσκολλημένα στην επαγγελματική παράδοση. Πολλές φορές έπαιρναν και το επίθετό τους από τη δουλειά τους, όπως συνέβη για παράδειγμα με την αρχαιότατη οικογένεια των Σκαλιστάδων από το Τούρνοβο.
Συγκροτούσαν ολιγομελείς ομάδες ή συντροφιές, τα λεγόμενα μπουλούκια ή κομπανίες και ήσαν πλανόδιοι τεχνίτες. Εργάζονταν κυρίως στο χώρο παράδοσης της παραγγελίας, αφού η μεταφορά μεγάλων έργων υπήρξε δύσκολη έως αδύνατη. Φυσικά υπήρξε μια ιεράρχηση στην οργανωτική δομή με τον αρχιτεχνίτη, τους βοηθούς του και τα τσιράκια. Όλοι δούλευαν με μεράκι και έχοντας το ίδιο πάθος για την δουλειά.
«Κατά ομάδες τα ‘μπ’λούκια’, ξεκινούσαν αρχές της άνοιξης για να επιστρέψουν με το τέλος του φθινοπώρου. Βασικά χρονικά ορόσημα ήταν οι γιορτές των δύο καβαλλαρέων αγίων, του Άη Γιώργη την άνοιξη και του Άη Δημήτρη το φθινόπωρο. Η αναχώρηση των μπουλουκιών συνοδευόταν από μικρές αποχαιρετιστήριες γιορτές. Το είδος της προσυμφωνημένης εργασίας καθόριζε και τη σύνθεση, σε αριθμό ειδικότητας, του κάθε μπουλουκιού. Πολυάριθμα των χτιστάδων, μικρότερα των ξυλογλύφων και μέχρι πενταμελή των ζωγράφων. Το γενικό σχέδιο και η επίβλεψη της όλης δουλειάς ανήκει στον πρωτομάστορα. …. Η επαγγελματική συσσωμάτωση των χτιστάδων και των ξυλογλύφων ακολουθεί το πανελλήνιο τύπο του ρουφετιού ή ισναφιού. Έτσι είναι οργανωμένοι οι «κουδαρέοι» (χτιστάδες) της Πυρσόγιαννης και της Βούρμπιανης και οι ‘‘ταγιαδόροι’’ (ξυλογλύπτες) του Γοργοπόταμου, που παλιότερα λεγότανε Τούρνοβο» (Κίτσος Μακρής).
Η Μετσοβίτικη ξυλογλυπτική «μπορεί να θεωρηθεί και σαν σπιτίσια τέχνη, που έμεινε πάντα στο πλαίσιο της καλλιτεχνικής δουλειάς, για έργα που γίνανε με τη γνησιώτερη αγάπη και τιμιότητα» και αλλού πως «Το ‘‘ισνάφι’’ των ταγιαδόρων του Μετσόβου πήγαινε στις πιο αλλαργινές πόλεις για ν’ αναλάβει τα σπουδαιότερα έργα της ξυλογλυπτικής. Γι’ αυτό βλέπουμε, ότι όλες σχεδόν οι ρουμανικές, βουλγαρικές και σερβικές εκκλησίες, έχουνε να δείξουνε αριστουργήματα ελληνικής ξυλογλυπτικής, δουλεμένα από ταγιαδόρους του Μετσόβου κι από τα μαστοροχώρια της Ηπείρου, με τα περίφημα τέμπλα, άμβωνες, αρχιερατικούς θρόνους, βημόθυρα κ.λ.π. Τούτα γίνανε στα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας και πιότερο κατά το 18ο αιώνα …» (Βασίλης Πλάτανος).
«Τα έργα τους είχαν μια ειδική αξία, που δεν μπορούσε να τιμολογηθεί … Στην απλότητά τους, στην αγαθότητά τους οι ταλιαδόροι είχαν μια ψυχή και μια καλλιτεχνική συνείδηση και είχαν επίγνωση της αποστολής τους. Ο ταλιαδόρος εργάζεται για το ιδανικό του, για να ικανοποιήσει την καλλιτεχνική του αίσθηση και να εκφράσει στα έργα του αυτό που έχει μέσα του με την απλότητα και την αξιοπρέπεια, που έχουν τα αληθινά πράγματα». Και συνεχίζει: « … ήταν πολύ περήφανοι για την τέχνη τους και θεωρούσαν τους εαυτούς τους πολύ ανώτερους των μαραγκών, των ζωγράφων και των χρυσοχόων ακόμη, γιατί έβλεπαν αυτούς τους τελευταίους πολύ μικρότερους και τους ονόμαζαν ‘‘πραγματευτάδες’’ γιατί κατασκεύαζαν στολίδια για τις γυναίκες και μερικοί από αυτούς πήγαιναν να πουλήσουν το εμπόρευμά τους στα παζάρια ή στα πανηγύρια. Όσο για τους μαραγκούς, τους αποκαλούσαν ειρωνικά ‘‘λασπάδες’’ όχι μόνο γιατί θεωρούσαν το επάγγελμά τους κατώτερο, αλλά και γιατί αυτήν την περίοδο οι μαραγκοί ήταν ταυτόχρονα και μπογιατζήδες σπιτιών και έβαζαν τα χέρια τους στη λάσπη και στα χρώματα. Όσο για τους ταγιαδόρους δεν ασχολούνταν ποτέ και με τίποτε άλλο, παρά με την ξυλογλυπτική» (Αγγελική Χατζημιχάλη).
Γύρω από την τέχνη τους αλλά και τους φημισμένους ξυλογλύπτες δημιουργήθηκαν και έχουν διασωθεί και διάφοροι θρύλοι. Για το τέμπλο του καθολικού της μονής Προφήτη Ηλία Παρνασσίδος (1834-1836) και τον τεχνίτη του διασώζεται η εξής παράδοση: «Όταν ο τεχνίτης του τέμπλου ήλθε στο μοναστήρι για να το κατασκευάσει διαφώνησε με το ηγουμενοσυμβούλιο για την αμοιβή του και αναχώρησε. Φεύγοντας από το μοναστήρι εμφανίστηκε μπροστά του σεβάσμιος γέρων με λευκά γένια (ο Προφήτης Ηλίας) που τον ρώτησε γιατί δεν ανέλαβε την εργασία. Όταν ο τεχνίτης του είπε το λόγο ο γέρων τον προέτρεψε να επιστρέψει στο μοναστήρι και να αναλάβει το έργο, αμέσως δε εξαφανίστηκε. Πράγματι ο τεχνίτης ακολούθησε την συμβουλή του και κατασκεύασε το αριστούργημά του» (Τριαντάφυλλος Παπαζήσης).
Ανάλογος θρύλος έχει δημιουργηθεί και γύρω από τη μορφή του φημισμένου Μετσοβίτη ξυλογλύπτη Αναστάσιου Μόσχου και το τέμπλο του ναού του Αγίου Νικολάου που φιλοτέχνησε στο Γαλαξείδι, το 1848. «Λέει η τοπική παράδοση για τον τεχνίτη του τέμπλου: …. Ώρες, μέρες, μήνες, χρόνια ολάκερα πελεκούσε το καρυδόξυλο για το τέμπλο από το πρωί ως το βράδυ, φκιάχνοντας σκηνές από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Σαν έφτανε το σκοτάδι κι άναβαν τα καντήλια της εκκλησιάς, καθόταν για λίγο στο στασίδι ή στο πέτρινο πεζούλι και συλλογιόταν. Έμοιαζε τότε σαν νάναι βυθισμένος σ’ όνειρο. Ύστερα κατέβαινε σε μια ταβέρνα να φάει και να πιει το κατοστάρι του το ντόπιο κρασί. … Τα τελευταία χρόνια – έκανε λένε κάπου δέκα χρόνια να το τελειώσει – άρχισε να φοβάται πως δεν θα προλάβει να ολοκληρώσει το έργο. Η πολλή δουλειά θόλωσε τα μάτια του. ‘‘Να προλάβω να τελειώσω το τέμπλο, έλεγε συχνά. Ετούτο μονάχα συλλογιέμαι. Αυτό μονάχα έχω στο νου μου και τίποτ’ άλλο. Ν’ αφήσουν ο Θεός κι ο Άη Νικόλας να τελέψω κι απέ ας κλείσω τα μάτια μου’’…. ‘‘Δοξασμένος ο Θεός που μου δίνει κουράγιο ακόμα. Αποξεχνιέμαι πελεκώντας. Έτσι καθώς σκαλίζω το πρόσωπο του Χριστού και των Αγίων, μυρμηγκιάζει από τη συγκίνηση το κορμί μου. Αισθάνομαι σα να μιλάω με το Θεό κι αναπαύεται η ψυχή μου. Αν δεν είχα την πίστη και την τέχνη θάμουνα ένας ξοφλημένος άνθρωπος. Μα τώρα ξέρω καλά πως δεν είμαι’’. … Τις τελευταίες μέρες πούφκιανε κάτι μικροσυμπληρώματα, κλείστηκε περισσότερο στον εαυτό του. Άρχισε να μην κατεβαίνει ούτε στο μαγαζί. Οι πιο πολλοί ανησύχησαν, μα νόμιζαν πως θα περάσει η κακοκεφιά του. Κι όταν μια μέρα βρέθηκε θανάσιμα τραυματισμένος στο πλακόστρωτο, κανένας δεν μπόρεσε να ξεδιαλύνει, μέσα του, αν έπεσε με τη θέλησή του από τη σκαλωσιά ή γλίστρησε. Μερικοί υποψιάστηκαν και το βοηθό του, πως εκείνος τάχα ζήλεψε την τέχνη του και τον έσπρωξε από τη σκαλωσιά. Μα δεν έδωσαν καμία συνέχεια στις υποψίες αυτές. Άλλοι έλεγαν πως αφού ολοκλήρωσε το έργο του, έτσι καθώς το κοίταζε, απολησμονήθηκε, παραπάτησε και σωριάστηκε άξαφνα στο δάπεδο» (Δημήτρης Σταμέλος).
Η φήμη ήταν από τους σπουδαιότερους παράγοντες στην ανεύρεση εργασίας. Πολλές φορές, οι κάτοικοι των κοινοτήτων όπου φιλοτεχνούνταν τέμπλα, έδιναν στους ξυλογλύπτες και ευχαριστήρια γράμματα, κάτι σαν συστατικές επιστολές, επιβεβαιωτικές της αξιοσύνης τους. Αυτές ήταν χρήσιμες για τη δουλειά τους, αφού τις έδειχναν και σε άλλες κοινότητες για να πείθουν και να αναλαμβάνουν και άλλα έργα.
Εκτός από τον εκκλησιαστικό διάκοσμο φιλοτεχνούσαν και ανάλογα έργα για οικίες όπως νταβάνια, ντουλάπες με διάφορα αραβουργήματα, σαρμανίτσες, τραπεζάκια, σκαμνιά, καναπέδες, πολυθρόνες, κασέλες και κασετίνες, τσιγαροθήκες, πιάτα τοίχου, εταζέρες τοίχου, γραφεία, καρέκλες, ροζέτες ταβανιού, πορτατίφ, χειρολαβές θυρών αλλά και γκλίτσες σε διάφορα σχέδια με το κριάρι και το φίδι ή τον Αη Γιώργη και τον Αη Δημήτρη.
Εντυπωσιακά ήταν τα δρώμενα με την παράδοση ενός μεγάλου τέμπλου, παλιά έθιμα τα οποία τώρα έχουν εκλείψει. «Με το ξετέλεμα και το στήσιμο του τέμπλου, την πρώτη Κυριακή, γινότανε η παράδοσή του. Μαζεύονταν όλοι οι χωριανοί στην εκκλησία, άκουγαν την θεία λειτουργία και την καμάρωναν, αφού τώρα έμοιαζε εκκλησιά. Αληθινή και πραγματική εκκλησιά, σα νύφη στολισμένη. Μπροστά – μπροστά οι μουχταροδημογέροντες και οι επίτροποι των εκκλησιών, οι κεφαλές του χωριού. Δίπλα τους οι ταλιαδόροι καμάρωναν για τα έργα των χεριών τους. Όλοι ήξεραν πως τούτη την Κυριακή θα έβγαινε κι ο ‘‘δίσκος για τους ταλιαδόρους’’. Τον κρατούσε ο πρωτογέροντας του χωριού κι ακολουθούσε ένας επίτροπος. Ο δίσκος περνούσε απ’ όλους για το ‘‘μπαχτσίς’’ κι ότι είχε ευχαρίστηση έριχνε ο καθένας. Η χαρά και ο ενθουσιασμός, που φέρνουν αυτά τα έργα σαν βρεθείς μπροστά τους, κάνουν κουβαρντά τον άνθρωπο. Όλοι δίνανε απ’ την καρδιά τους. Κι ότι δίνει κανένας απ’ την καρδιά είναι πάντα πολύ. Κι οι ταλιαδόροι απ’ την καρδιά τους είχαν δώσει. Σ’ αυτόν τον δίσκο πάντα υπολόγιζαν οι ταλιαδόροι, γιατί πολλές φορές έφερνε όσα ένα κοντράτο. Γι’ αυτό συνήθιζαν να λένε: ‘‘Του παπά του μπρακάτς και του ταλιαδόρ’ του μπαχτσίς’’. Ότι όσα τυχερά μάζευε όλο το χρόνο ο παπάς στο κακάβι απ’ τους αγιασμούς, μάζευε κι ο ταλιαδόρος σε μια μέρα, στο ‘‘μπαχτσίς’’. Αυτό, όμως, δεν ήταν για όλους κανόνας. Σαν κανόνας έπρεπε να θεωρηθούν τούτα τα λόγια, που μας έλεγε ένας απ’ τους τελευταίους λαμπρούς σκαλιστάδες του Μετσόβου: ‘‘κατά τον ταλιαδόρο και το μπαχτσίς’’, που υποδηλώνει, πως ο λαός ξέρει να εκτιμάει την ευσυνείδητη δουλειά και το ωραίο. Για ‘‘μπαχτσίς’’ οι τσομπαναρέοι φέρνανε αρνιά, κατσίκια, μαλλιά, τυρί και οι αγρότες γεννήματα κρασί κι ότι της εποχής βρισκούμενο. Μετά την απόλυση της θείας λειτουργίας θα περνούσε όλος ο κόσμος από κοντά να δει το τέμπλο και να συγχαρεί τους ταλιαδόρους ‘‘χαρά στα χέρια σας’’, ‘‘γεια στα χέρια σας’’. Εκεί κι οι γέροντες και οι επίτροποι ακούγανε το «πάντα άξιοι» κι όλοι χαιρότανε. Ο παπάς έλαμπε κι αυτός φχαριστημένος από το ποίμνιό του. Εκείνη την ημέρα ο πρωτομάστορας, ο αρχιταλιαδόρος, έκαμε τραπέζι στον παπά, στους προεστούς και επιτρόπους κι απόκοντα ακλουθούσε γλέντι ‘‘μ’ αβιολιά και ταβλαμπούζι’’. Τελευταία, η παράδοση τέμπλων γινότανε πάλι στους επιτρόπους, παίρνοντας μαζί τους κι έναν εμπειροτέχνη, που η καθιέρωσή του σήμανε και το τέλος των παλιών εθίμων» (Γεώργιος Πλατάρης).
Η τέχνη αυτή παρουσιάζει σήμερα ιδιαίτερη άνθηση στον Ηπειρωτικό χώρο. Σ’ αυτό έπαιξε σημαντικό ρόλο και η εύκολη προμήθεια πρώτης ύλης μέσω των ξυλεμπόρων που την εισάγουν κυρίως από το εξωτερικό (Σερβία, Σλοβενία, Αμερική κ.α.) με μικρότερο κόστος, αλλά και η δυνατότητα ευκολότερης πρόσβασης των πελατών στον τόπο παραγωγής και αντίθετα.
Ως προς την τεχνοτροπία, πλέον χρησιμοποιείται μόνο, ή καλύτερα κυρίως, το λεγόμενο βυζαντινό σχέδιο και λιγότερο το κλασσικό (ή νεοελληνικό μπαρόκ), δηλαδή αυτό των προηγούμενων αιώνων. Σ’ αυτό συνέτεινε και το γεγονός ότι το βυζαντινό (ή τρίγλυφο όπως το ονομάζουνε οι ξυλογλύπτες, διάτρητο ή με φόντο) είναι πιο εύκολο στην κατασκευή (απλή θεματογραφία, το διάτρητο με μονοκονδυλιά γίνεται πολύ εύκολα με τα σύγχρονα εργαλεία, σχηματοποίηση κ.λ.π.) και πιο φτηνό στην αξία του, σε αντίθεση με το κλασσικό ή νεοκλασικό (στον αέρα ή με βαθύ ανάγλυφο είτε διάτρητο με ποικιλία θεμάτων και σχεδίων, πιο ρεαλιστικό και φυσιοκρατικό κ.λ.π.), που είναι και πιο ακριβό, γιατί έχει περισσότερη δουλειά.
Τέλος να επισημάνουμε πως στην αναγέννηση αυτής της τέχνης, σημαντικότατο ρόλο έπαιξε και η ύπαρξη της Τεχνικής Σχολής του Γεωργίου Σταύρου, η οποία με το τμήμα της ξυλογλυπτικής και τους πολύ καλούς τεχνίτες δασκάλους, έδωσε νέα πνοή και ώθηση. Δάσκαλοι όπως οι Σταυρόπουλος, Κοράκης, Παπαγεωργίου και Ευάγγελος Μόσχος, έβγαλαν γενιές ολόκληρες ξυλογλυπτών, οι οποίοι στην αρχή τουλάχιστον, δούλευαν με μεράκι και σεβασμό στην παράδοση και στην ίδια την τέχνη. Με την πάροδο του χρόνου, επειδή ο ανταγωνισμός έγινε πολύ μεγάλος, έπεσε και το επίπεδο της τέχνης, αφού έχουμε δείγματα δουλειάς τα οποία χαρακτηρίζονται από ειδικούς επιεικώς απαράδεκτα.
Πιστεύω ακράδαντα, πως με οδηγό την παράδοση, και τις πανάρχαιες αξίες του μέτρου και της απλότητας, η τέχνη αυτή θα συνεχίσει να προσφέρει εξαιρετικά έργα. Το Μέτσοβο με τους Μετσοβίτες ταλιαδόρους, έχουν δείξει πως μπορούν και πρέπει να πρωτοστατήσουν στον τομέα αυτό.
Η ξυλογλυπτική τέχνη στο Μέτσοβο και οι Μετσοβίτες ταλιαδόροι
Τριαντάφυλλος Σιούλης,
Δρ. Βυζαντινής Αρχαιολογίας, Σχολικός Σύμβουλος ΔΕ
Πρακτικά Ημερίδας 30ου Πανελληνίου Ανταμώματος Βλάχων, «30 χρόνια Πανελλήνιο Αντάμωμα Βλάχων» Μέτσοβο 28 Ιουνίου 2014
διαβάστε του ιδίου: Η ξυλογλυπτική του Μετσόβου
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
Καλούσιος Γ. Δημήτριος, Μετσοβίτες ξυλογλύπτες στο νομό Τρικάλων (18ος, 19ος και 20ος αιώνας), Πρακτικά Α΄ Συν. Μετσοβίτικων Σπουδών, Μέτσοβο 28-30 Ιουνίου 1991, Αθήνα 1993, 217-290.
Κ. Μακρής, Ξυλογλυπτική, στον τόμο Νεοελληνική Χειροτεχνία, Αθήνα 1969.
Νικονάνος Νικόλαος, Ξυλόγλυπτα, Θησαυροί Αγίου Όρους, Θεσ/νικη Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης, 1997, σ.258-275.
Παπαγεωργίου Γ. Π., Οι συντεχνίες στα Γιάννενα κατά τον 19ο αι. και τις αρχές του 20ου αι., (Διατριβή), ΙΜΙΑΧ, Β' εκδ, Ιωάννινα 1988.
Παπαζήσης Τρ. Δημ., Μετσοβίτες ταλιαδόροι, Πρακτικά Β΄ Συνεδρίου Μετσοβίτικων Σπουδών, Μέτσοβο 9-11 Σεπτεμβρίου 1994, Εξωραϊστικός Σύλλογος Μετσόβου, Αθήνα 1997, σ. 41-154.
Πλάτανου Βασίλη, Η Μετσοβίτικη λαϊκή ξυλογλυπτική τέχνη, περ. «Ηώς», έτος 4, αρ. 51 (10),(1961).
Πλατάρη – Τζίμα Γ., Διορθώσεις στη Χατζημιχάλη, Πρακτικά Γ΄ Συνεδρίου Μετσοβίτικων Σπουδών, Μέτσοβο 29-31 Αυγούστου 1997, επιμέλεια Τριαντάφυλλος Δ. Παπαζήσης, Αθήνα 2000, σ.335- 443.
Πλατάρης – Τζίμας Γ., Τέμπλα Εκκλησιών της Ρούμελης του 19ου αιώνα φτιαγμένα από Μετσοβίτες Ταλιαδόρους, Εισηγήσεις Συνεδρίου, Ελληνικού Κέντρου Πολιτικών Ερευνών Παντείου Παν\μιου, Η Ευρυτανία κατά τους Επαναστατικούς και μετεπαναστατικούς χρόνους, 170 χρόνια από το θάνατο του Μάρκου Μπότσαρη, Επιστημονική Βιβλιοθήκη ΕΚΠΕ, Αθήνα 1995.
Πλατάρης Γ., Το Σημειωματάρι ενός Μετσοβίτη 1871 – 1943, Αθήνα 1972.
Σαλαμάγκας Δημ., Τα ισνάφια και τα επαγγέλματα επι Τουρκοκρατίας στα Γιάννινα, ΗΕ, τ. Η΄, 1959.
Σιούλης Α. Τριαντάφυλλος, Το ξυλόγλυπτο τέμπλο του ιερού ναού Αγίας Παρασκευής Μετσόβου, ΗΧ, τόμος 32, Ιωάννινα 1997.
Σκαφιδάς Β., Ιστορία του Μετσόβου, Μέτσοβο, ΗΕ, έτος ΙΑ΄, τεύχος 117ον , Ιωάννινα, Ιανουάριος 1962.
Σταμέλος Δημήτρης, Το τέμπλο του Άη – Νικόλα στο Γαλαξείδι κι ο τεχνίτης του, Ιστορική και Αισθητική Μελέτη, Αθήνα 1973.
Τρίτος Γ. Μιχ., Η Πατριαρχική Εξαρχία Μετσόβου (1659 – 1924), Ιωάννινα 1991.
Τσαπαρλής Ευστρ., Ξυλόγλυπτα τέμπλα Ηπείρου 17ου- α΄ ημισ. 18ου αι., (Διατριβή), Αθήνα 1980.
Φαλτάιτς Κ., Λοτόμοι, Ταλιαδόροι, Βαγενάδες: Οι Πλανόδιοι τεχνίτες του Ξύλου, περ. «Ελληνικά Γράμματα», 16 Αυγούστου 1928γ΄, σ.181-84.
Χατζημιχάλη Αγγελική, La sculpture sur bois, Αθήνα 1950. Γαλλικός τίτλος: Collection de “L Hellenisme Contemporain” Serie L Art de la Grece, II, LA SCULPTURE SUR BOIS, par Angheliki Hadjimihali, ATHENES 1950.
Χατζημιχάλη Αγγελική, Οι συντεχνίες και τα ισνάφια, Ανάτυπον από την Επετηρίδα της Ανωτ. Σχολής Βιομηχ. Σπουδών, Τόμος Β΄1949-1950, Αθήνα 1950.
Χατζημιχάλη Αγγελική, Ελληνική Λαϊκή Τέχνη, Πυρσός Α.Ε., Αθήναι 1931.