Ο Αστέρης Κουκούδης και τα Μεγάλα Λιβάδια Πάικου

ta megala livadia koukoudis intro

Τιμή μου να είμαι σήμερα εδώ. Συγχαρητήρια στους διοργανωτές για την επιστημονική ημερίδα-αφιέρωμα στη μνήμη του Αστέρη Κουκούδη, τον αγαπητό συνάδελφό μου, πολύ καλό φίλο και συμπατριώτη μου. Η ενέργεια αυτή σας τιμά.

O Aστέρης δεν είναι κοντά μας, όμως σίγουρα μας βλέπει και χαμογελά ψηλά από τ’ αστέρια, όπου βρίσκεται εδώ και δύο χρόνια. Tον χάσαμε ξαφνικά και πολύ νέο, φτωχαίνοντας δυστυχώς τον επιστημονικό κόσμο και τη βλαχόφωνή μας Ρωμιοσύνη.

Αστέρη,

Τέγια, βα τι νκκλιμά Αρμάννλλι
(Τέγια θα σε ονόμαζαν οι Αρμάνοι)

Έσστσ ούνα στεάου λουμινουάτα,
(είσαι ένα αστέρι φωτεινό, λαμπερό),

ούνα, ντι μούλτι στεάλιλι τού ν’τσέρνου νσούς,
(ένα, από τα πολλά αστέρια στον ουρανό ψηλά),

ιού σούν αρισπινντίτι, κά σιμίτσι ντί αρόιδα.
(που είναι διασκορπισμένα σαν σπόροι ροδιού).

Ακλό ιού έσστσ νού αγκρισσεά Αρμανάμεα.
(εκεί που βρίσκεσαι μην ξεχνάς τη Βλαχουριά -τη Ρωμιοσύνη-).

Σ’ αρούτς σσι σιμίτσι άλτι.
(να ρίξεις και σπόρους άλλους).

Κ΄ τίνι, ού βρούσσι λίμμπα σσί ιστουρία αρμανεάσκα.
(διότι εσύ, την αγάπησες τη γλώσσα και την ιστορία τη βλάχικη -την Αρμάνικη -τη Ρωμέικη-).

Σε χαρά ή λύπη, κάπως έτσι εξωτερίκευαν τα συναισθήματά τους οι Βλάχοι, όπως γνωρίζω από μαρτυρίες και βιώματα, στο βλαχοχώρι του Πάικου, Μεγάλα και Μικρά Λιβάδια. Έγραφαν νοερά ιστορίες, με τις διηγήσεις τους και τα τραγούδια τους. Θα χαιρόταν οι παππούδες μας, που έζησαν το 19ο αιώνα, ότι όλα αυτά που έλεγαν, κι ακόμα πιο πολλά, τα έγραψε ο Αστέρης Κουκούδης, το εγγόνι τους. Ένας προικισμένος Δάσκαλος.

Ποιος ισχυρίζεται ότι δεν είχαν λογοτεχνική φλέβα οι Βλάχοι! Οι Μεγαλολιβαδιώτες διέθεταν την ικανότητα να συνθέτουν τραγούδια και να αφηγούνται ιστορίες σχετικές με τον ξεριζωμό τους από την όμορφη Γράμμουστα. Διακρίνονταν και ως προς την καλλιφωνία, την οποία απέδιδαν στο άφθονο γάργαρο κρύο νερό των πηγών «άπα αράτσι ντί τ’ ίσβουρρι». Υπάρχουν τραγούδια που τραγουδιούνται αποκλειστικά και μόνο στα Μ. Λιβάδια. Απ’ αυτά αρκετά μπόρεσα να τα καταγράψω στο βιβλίο μου «Βλάχικα Τραγούδια και Ποιήματα» των Μ. Λιβαδίων, το 2010. Συγκινητικά τα λόγια όσων τα γνώριζαν και ξαφνικά τα είδαν γραμμένα σ’ ένα βιβλίο. Όλα αυτά ήταν αποτέλεσμα του κεφιού των ίδιων των Μ. Λιβαδιωτών, είτε στα οικογενειακά γλέντια, είτε στα ραφτάδικα, είτε στα «γρέκια» δηλαδή στις παρέες, όταν το βράδυ με το «σκάρο» βοσκούσαν τα πρόβατα, αυτοί τραγουδούσαν αλλά και συνέθεταν τραγούδια. Έλεγαν τα δικά τους αρμάνικα και μέσα σ’ αυτά μπλεκόταν τα ελληνικά ηρωικά τραγούδια. Και δεν ξεχνούσαν να ευχαριστήσουν τα θεία λέγοντας, το «δόξα λλι, αλ’ Ντουμιτζαέ = δόξα σοι, ο Θεός ».

Κι όταν βρέθηκαν μόνιμα στην πικρή ξενιτιά παρηγοριόταν μεταφράζοντας ελληνικά ποιήματα ή τραγούδια, στα αρμάνικα. Κουβαλούσαν μέσα τους την πατρίδα με πολύ πόνο και νοσταλγία. Οι ξενιτεμένοι διψούν για πατρίδα. Είναι βαθιά μέσα τους ριζωμένο, το «νόστιμο ήμαρ». Οι πατρίδες δεν χάνονται στα ξένα μακριά. Χάνονται καμιά φορά στον ίδιο τους τον τόπο.

Μεγάλα-Μικρά Λιβάδια, ένας τόπος, ένα χωριό Τσελιγκάδων αρχόντων στην πλειοψηφία του. Εκεί συμβάδιζαν πλούτος και αρχοντιά. Δεν είχαν την ανάγκη να προβάλλουν όλα αυτά που βίωναν. Πάνω απ’ όλα ήταν η πατρίδα. Γιατί Πατρίδα είναι, η θρησκεία, οι παραδόσεις, τα έθιμα και η γλώσσα. Η γλώσσα που συκοφαντήθηκε, υποτιμήθηκε, περιφρονήθηκε πολύ. Οι Τσελιγκάδες Μ.Λιβαδιώτες δεν την απαρνήθηκαν. Φρόντιζαν να την περισώσουν με το τραγούδι, την κουβέντα τους, τις διηγήσεις τους. Δεν πτοήθηκαν από κατηγορίες. Οι ολίγοι, που ήταν αγκιστρωμένοι στην εξουσία, πάντα αντίθετοι. Ο φθόνος, η φαγωμάρα μας. Το ποιος είναι περισσότερο πατριώτης. Κι εδώ χρειάζεται παιδεία. Η παιδεία δίνει αξία στα άτομα κι αυτά με τη σειρά τους δίνουν αξία στην κοινωνία την οποία ζουν.

Απ’ αυτό το χωριό κατάγεται ο αγαπητός μου φίλος, συνάδελφος και συμπατριώτης Αστέρης Κουκούδης, ο οποίος γεννήθηκε στη Βέροια, όπως κι εγώ στο Δρυμό. Είμαστε η γενιά που δεν ζήσαμε στα Μ. Λιβάδια του Πάικου, το καλοκαιρινό αντάμωμα συγγενών και φίλων. Δεν ζήσαμε την αίγλη αυτού του χωριού, μέσα σ’ αυτό το φυσικό κάλλος του δάσους της οξυάς και της εύφορης γης, το μόνο που δεν έχει αλλάξει σήμερα. Από το Μάϊο μέχρι τον Οκτώβριο, ζούσαν οι πάνω από 5.000 Μεγαλολιβαδιώτες στα 1260 μέτρα ψηλά στο Πάικο μαζί με τα 200.000 αιγοπρόβατα. Δεν τους έλειπε τίποτα.

Οι επαγγελματίες είχαν τα μαγαζιά τους τριγύρω από το «μισιχώρι», την πλατεία: Μπακάλικα, ραφτάδικα, τυροκομεία, τσαγκαράδικα, σχολεία, εκκλησία, αστυνομικό τμήμα, νερόμυλοι στο έμπα του χωριού «λ’ Ασκαπιτάτου». Κυρατζήδες συνυπήρχαν πολλές φορές με τα τσελιγκάτα. Όλα λειτουργούσαν αρμονικά. Κι όλα χάθηκαν, μετά τη λεηλασία και ολοσχερή καταστροφή αυτού του πλούσιου χωριού, με πυρκαγιά, από τους Γερμανούς, στις 4 Μαΐου του 1944.

Η καταγωγή τους από την αθάνατη οροσειρά της Πίνδου. Το 70% από τη Γράμμουστα, το 20% από το Περιβόλι και το υπόλοιπο από Σαμαρίνα και Θεσσαλία. Η μετακίνηση αυτών των πληθυσμών έγινε μετά την ολοσχερή καταστροφή των δύο βλαχοπολιτειών, από τους Τουρκαλβανούς, το 1769-1770: της Μοσχόπολης (σήμερα στο έδαφος της Αλβανίας) και της Γράμμουστας (σήμερα Γράμμος, πρόσβαση από Καστοριά), των 60.000 και 40.000 κατοίκων αντίστοιχα. Οι υπόλοιποι διασκορπίστηκαν στα Βαλκάνια, Ευρώπη, στη Μ.Ασία, Σμύρνη (φωτ. 1905, Ομήρειο Παρθεναγωγείο Σμύρνης, δ/ντρια Ελένη Λέντζιου), μέχρι και τη Νότιο Αμερική (απόγονοι του αρχιτσέλιγκα Χατζηστέργιου) και Αλεξάνδρεια.

Οι οικογένειες που αποφάσισαν να παραμείνουν στο Πάικο, δημιούργησαν τη νέα τους πατρίδα στο εύφορο οροπέδιο και το ονόμασαν Μικρά και Μεγάλα Λιβάδια. Κατοικήθηκε σταδιακά κατά πώς ερχόταν τα φαλκάρια. Το χωριό εδραιώθηκε περίπου το 1790, ανάμεσα στα μογλενίτικα χωριά του Πάικου.

Αρμάννι ντί τ’ Πίνδου. Στην Πίνδο ήταν συσσωρευμένη η πληθυσμιακή αυτή ομάδα που μιλούσαν την αρωμανική - βλάχικη γλώσσα (λίμμπα αρμανεάσκα). Η Πίνδος, περήφανη οροσειρά, αγαπημένος τόπος όλων των βλαχόφωνων Ελλήνων εντός και εκτός Ελλάδος. Η Πίνδος, αυτή η δεξαμενή ελληνικού αίματος από τους προϊστορικούς χρόνους μέχρι σήμερα. Η Πίνδος, η γεμάτη ζωή με πλούσιους αρχοντικούς ανθρώπους. Με χιλιάδες αιγοπρόβατα ν’ αποψιλώνουν τα δάση. Με καραβάνια αλόγων, περήφανα μπινέκια, «αραβανλίδικα» άλογα και οι κυρατζήδες να μεταφέρουν εμπορεύματα ανά την Ευρώπη και παραπέρα («ακλό, ιού νού σ’ ατζιούντζι, νίτσι κάρτι» = εκεί, που δε φτάνει μήτε γράμμα).

Με τον Αστέρη Κουκούδη γνωριστήκαμε πολύ πριν εκδοθεί το έργο του «Μελέτες για τους Βλάχους». Ένα τετράτομο έργο που τιμήθηκε με το βραβείο Γραμμάτων και Τεχνών της Ακαδημίας Αθηνών το 1998. Το έργο του προλογίζει ο τότε πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωστής Στεφανόπουλος και είναι μεταφρασμένο στην αγγλική γλώσσα. Το έργο του έγινε γνωστό και εκτός Ελλάδος. Σ’ αυτό συνετέλεσε και ο εκδοτικός οίκος.

Βρισκόμουν στην αίθουσα τελετών του Α.Π.Θ. σε μια εκδήλωση στην οποία συμμετείχαν οι κόρες μου. Εκεί συναντώ τον καθηγητή μου κ. Κατσάνη και μου λέει «εδώ είσαι; Πήγαινε γρήγορα στη διπλανή αίθουσα όπου γίνονται μαθήματα βλάχικης γλώσσας από τον καθηγητή κ. Ντίνα» φυσικά έτρεξα, αλλά δυστυχώς ήταν το τελευταίο μάθημα. Ανάμεσα σ’ αυτούς που παρακολουθούσαν τα μαθήματα ήταν και ο Αστέρης Κουκούδης. Η γνωριμία μας ήταν άμεση, λες και μας ένωσε η συναδελφικότητα, η κοινή καταγωγή και η αγάπη μας για τη βλάχικη γλώσσα. για αρκετά χρόνια με προσφωνούσε «συμμαθήτρια». Φυσικά ήταν κατά πολύ νεώτερος.

Δυστυχώς από τότε δεν έγινε καμιά άλλη επίσημη προσπάθεια διδασκαλίας της βλάχικης γλώσσας, γιατί οι απόψεις των διαφόρων φορέων διίστανται, παρ’ όλο που τελευταία το Α.Π.Θ., απ’ ότι γνωρίζω από τον κ. Κογκούλη ομότιμο καθηγητή του Α.Π.Θ., αντιδρά θετικά στην προσπάθεια ίδρυσης μιας έδρας Ιστορίας, Παράδοσης και Γλώσσας των Βλάχων, κάτι παραπλήσιο που έγινε με τους Πόντιους.

Την προσπάθεια αυτή την επικροτούσε και ο Αστέρης.

Η πολιτεία έχει την ηθική υποχρέωση και οφείλει να σταθεί αρωγός απέναντι σε όλους τους πολίτες της. Το επιστημονικό και πολιτικό ενδιαφέρον δεν θα έπρεπε να είναι επιλεκτικό και να καλλιεργείται μόνο για ορισμένα από τα κομμάτια του ελληνισμού, δίνοντας την αίσθηση πως κάποιοι είναι καλύτεροι από άλλους. Οι Βλάχοι είναι συστατικό και αναπόσπαστο στοιχείο του ελληνισμού.

Φιλότιμες μεμονωμένες προσπάθειες, για τη διάσωση της γλώσσας, γίνονται από διάφορους βλάχικους συλλόγους.

Η αρμάνικη γλώσσα είναι ένα γλωσσικό πολιτιστικό στοιχείο της πατρίδας μας, όπως τα τραγούδια, τα ήθη κι έθιμα. Θεωρείται αναγκαία και επιβάλλεται, στη σημερινή εποχή, η διατήρηση ή η καταγραφή της γλώσσας σε όλα τα βλαχοχώρια, για να βοηθηθούν αργότερα οι μελετητές για συγκρίσεις στις διαφορές που τυχόν υπάρχουν από ιδίωμα σε ιδίωμα. Μιας γλώσσας αρκετά υποτιμημένης και συκοφαντημένης. Όμως, όποιος τη γνωρίζει καλά, ανακαλύπτει τον πλούτο της. Λέξεις, που οι ρίζες τους βρίσκονται στην αρχαία ελληνική γλώσσα και δη την ομηρική αλλά και στη λατινική.

Δυστυχώς έχουν μειωθεί κατά πολύ οι φυσικοί ομιλητές. Ας μη δώσουμε την ευκαιρία σε κάποιους που μπορεί να θελήσουν μελλοντικά να την διαστρεβλώσουν και να την οικειοποιηθούν. Όπως ακριβώς έγινε με του σλαβόφωνους της Ελλάδος που δεν κατέγραψαν τη γλώσσα των παππούδων τους “τα ντόπικα» και τώρα έχουν τη δύναμη οι γείτονες να επηρεάζουν συνειδήσεις, στηριζόμενοι στην άγνοια της νέας γενιάς.

Τα τρία πολυσέλιδα βλάχικα Λεξικά μου, κινούνται σ’ αυτό το πλαίσιο. Διασώζεται η παράδοσή μας, οι ρίζες μας, που κινδυνεύουν από την λαίλαπα της παγκοσμιοποίησης, από την εσκεμμένη αδιαφορία κάποιων, από τη λησμονιά και την αχλή του χρόνου. Είναι μια προσπάθεια διάσωσης του γλωσσικού θησαυρού, που έχει τις ρίζες του στα βάθη των προηγούμενων αιώνων. Γνωρίζω και μιλάω πολύ καλά την αρμάνικη γλώσσα, γιατί μόνο μ’ αυτή επικοινωνούσα μέσα στο σπίτι με τους δικούς μου και τους συγγενείς. Είναι η γλώσσα της πρώτης μας αναπνοής, αυτή που «εθηλάσαμεν με το μητρικό γάλα»», όπως υποστήριξε ο Αδαμάντιος Κοραής, «λάπτιλι ιού σούπσιμου». Ήδη κυκλοφορούν τα δύο: το «Λεξικό της αρωμανικής γλώσσας των Μ. Λιβαδίων, 2014», 975 σελ., σε πράσινο «βεάρντι» χρώμα, το «Ελληνοαρμάνικο Λεξικό των βλαχόφωνων (αρμανόφωνων) Ελλήνων της Πίνδου, 2018», 1400 σελ., σε πορφυρό χρώμα, βυσινί «βίσσινα». Το τρίτο το «Αρμανοελληνικό Λεξικό των βλαχόφωνων (αρμανόφωνων) Ελλήνων της Πίνδου - 2019» 1450 σελ., σε μπλέ «βίνιτα» χρώμα, το οποίο έχει εκδοθεί ηλεκτρονικά από το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας του Α.Π.Θ. υπό την εποπτεία του καθηγητή κ. Καζάζη. (georgakas.lit.auth.gr). Εν καιρώ θα εκδοθεί και σε βιβλίο, χρώματος μπλε «βίνιτα», περίπου 1500 σελίδων. Είναι τρία βλάχικα Λεξικά. Κι όμως το καθένα διαφέρει από το άλλο και συνεχώς εμπλουτίζονται. Γιατί η γραφή ενός Λεξικού δεν τελειώνει ποτέ. Η επιλογή χρώματος των εξωφύλλων δεν ήταν τυχαία. Ήθελα να καλύψω και το τρία χρώματα των Βλάχων, τα οποία κυριαρχούσαν στα φορέματα των γυναικών κυρίως στα βελούδινα. Το πράσινο «βεάρντι» το χρώμα του δάσους. Το πορφυρό, αυτοκρατορικό, αρχοντικό, το βυσινί «βίσσινα». Και το μπλέ της θάλασσας των Αρμάνων εμπόρων «βίνιτα». Ως Δασκάλα, όταν κατέγραφα αυτόν τον δικό μου θησαυρό, σκεπτόμουν τα νέα παιδιά, γιατί σ’ αυτούς ανήκει το μέλλον.

Ο Αστέρης Κουκούδης ήταν από τους σύγχρονους νέους που θέλησαν να μάθουν καλά τη βλάχικη γλώσσα. Γεννήθηκε στη Βέροια. Ο εκπαιδευτικός, συγγραφέας ιστορικός ερευνητής Αστέρης Κουκούδης ήταν απόφοιτος της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Ηρακλείου Κρήτης και κάτοχος πτυχίου εξομοίωσης του Παιδαγωγικού Τμήματος Φλώρινας. Σπούδασε Γεμμολογία και Χρυσοχοΐα. Αποδείχτηκε φωτισμένος δάσκαλος, αντάξιος των παλαιών δασκάλων.

Οι Παιδαγωγικές Ακαδημίες, αν κάποιοι θέλησαν κατά καιρούς να υποτιμήσουν τους δασκάλους που φοίτησαν σ’ αυτές, θα ήθελα, απ’ αυτό εδώ το βήμα, να τονίσω τη σπουδαιότητα αυτών των Σχολών. Μας εφοδίασαν με πολλές χρήσιμες γνώσεις, αξιολογούμασταν αυστηρά, ενστερνιστήκαμε την ιδέα λειτουργού της Εκπαίδευσης, και μετά την αποφοίτησή μας ήμασταν έτοιμοι να διδάξουμε στους μαθητές μας, δίχως καμιά βοήθεια. Απ’ αυτό εδώ το βήμα θα ήθελα να ευχαριστήσω, τους καθηγητές μου στην Ζωσιμαία Παιδαγωγική Ακαδημία Ιωαννίνων. Μια άριστη Ακαδημία που συν τοις άλλοις φρόντισαν οι ευεργέτες Ζωσιμάδες να έχουμε κι ένα πλούσιο συσσίτιο από τις δωρεές τους, κι αυτό, ήταν κι ένας ακόμη λόγος που οι γονείς μας ήταν ήσυχοι και για τις σπουδές μας και για την υγεία μας.

Ο Αστέρης Κουκούδης είναι από τους Δασκάλους με το «Δ» κεφαλαίο. Δίδαξε και λειτούργησε ως πραγματικός παιδαγωγός δίπλα στα παιδιά. Δίδαξε στο 57 ο Δημ. σχολείο στο κέντρο της Θεσσαλονίκης και ασχολήθηκε με την ιστορία του. Αργότερα μετατέθηκε σε σχολείο της Καλαμαριάς. Σκεφτόταν, όπως μου είχε εκμυστηρευτεί, να γράψει ένα μυθιστόρημα με πρωταγωνιστές τους Βλάχους του 19ου αιώνα. Δεν πρόλαβε. Όμως το εθνικό του καθήκον το επιτέλεσε. Άφησε τα γραπτά ιστορικά κείμενα. Πίεζε προσωπικά κι εμένα να γράψω ένα μυθιστόρημα σχετικό με τους Αρμάνους- Βλάχους και ότι θα το προλόγιζε ο ίδιος.

Στην πλειοψηφία τους οι δάσκαλοι επιτελούν θεάρεστο εθνικό έργο. Οι Δάσκαλοι, της κάθε εποχής, πρόσφεραν έργο, έμαθαν «γράμματα» στα παιδιά και αγάπη για την πατρίδα μέσα από τις διδασκαλίες τους.

Ο κ. Καζάζης καθηγητής του Α.Π.Θ. και Πρόεδρος του κέντρου Ελληνικής Γλώσσας στην προλόγισή του στο Λεξικό της Αρωμανικής (Βλάχικης) Γλώσσας (έκδοση του 2014) γράφει μεταξύ των άλλων: Η συγγραφέας συνεχίζει την ευγενή παράδοση των παλαιών δασκάλων που επιδίδονταν σε συστηματικές καταγραφές με τις οποίες εφοδίαζαν με ανεκτίμητο υλικό τις Φιλοσοφικές Σχολές και το αρχείο της Ακαδημίας Αθηνών.

Αυτοί είναι οι Δάσκαλοι.

Για την καταγωγή και την προέλευση των Βλάχων έχουν γραφτεί αρκετές θεωρίες και απόψεις. Οι Βλάχοι, (Αρμάννιλλι), οι Ρωμιοί της Ελλάδας, αποτελούν ένα από τα εκλεκτότερα και δυναμικότερα τμήματα του ελληνισμού.

Ο Αστέρης Κουκούδης στο έργο του «Μελέτες για τους Βλάχους» παρουσιάζει τους ίδιους τους Βλάχους και το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στο «ποιοι είναι» οι Βλάχοι. Είναι ένας από τους σημαντικότερους μελετητές του βλαχόφωνου ελληνισμού. Επιμελήθηκε και μια φωτογραφική έκθεση, που αναδεικνύει πολλές πλευρές της οικονομικής, πολιτιστικής και κοινωνικής, κυρίως, ζωής των Βλάχων που ζούσαν στην οθωμανοκρατούμενη Μακεδονία κατά την εποχή του Μακεδονικού Αγώνα.

Το 2000 προσφέρθηκε να βοηθήσει και να επιμεληθεί το βιβλίο «Τα Μεγάλα Λιβάδια του Πάικου», τόπος καταγωγής του, ύστερα από κάλεσμα του Συλλόγου Μεγαλολιβαδιωτών, με τον τότε πρόεδρο του Συλλόγου Φώτη Παρπόρη. Μια προσπάθεια ανάδειξης της ιστορίας του χωριού. Το βιβλίο εμπεριέχει ένα απόσπασμα που αποτελεί μέρος του τόμου με τον τίτλο «Τα Βλαχομογλενά» και αναφέρεται στα Μ.Λιβάδια. Το βιβλίο είναι διανθισμένο με φωτογραφικό υλικό που ο τότε Σύλλογος πρωτοτυπώντας, συγκέντρωσε φωτογραφίες από την κοινωνική ζωή των μεγαλολιβαδιωτών. Έτσι άρχισε η πρώτη συλλογή φωτογραφιών μα και η διάσωση μέσω αυτών του πολιτιστικού μας πλούτου.

Το φωτογραφικό υλικό μιλά από μόνο του.

Ως προς τη γλώσσα, όταν άκουγα λίγους υπερήλικες Μεγαλολιβαδιώτες, πολύ καλοί γνώστες της γλώσσας, να λένε «εμείς μόνο έχουμε κρατήσει τη γλώσσα, στα άλλα βλαχοχώρια τη χαλάσανε» το θεωρούσα εγωιστικό και σωβινιστικό. Κατά βάθος όμως με προβλημάτιζε. Κατά τη διάρκεια της έρευνάς μου, ανακάλυψα το γιατί, παρέμεινε αναλλοίωτη, ακριβώς όπως την έφεραν από τον τόπο καταγωγής τους, την Πίνδο, περίπου το 1790, μέχρι την καταστροφή του το 1944.

Α) Οι δάσκαλοι και οι Διευθυντές των σχολείων στα Μ.Λιβάδια ήταν Βλάχοι Μεγαλολιβαδιώτες και μιλούσαν το ιδίωμα του χωριού.

Β) Δεν υπήρξαν ούτε δίδαξαν μεγαλολιβαδιώτες ή από άλλα βλαχοχώρια, λόγιοι δηλαδή άνθρωποι με ευρωπαϊκές σπουδές και ευρωπαϊκό προσανατολισμό, ώστε να επηρεάσουν και να εμποτίσουν το ιδίωμα του χωριού, με μοντέρνες επιρροές από τα κέντρα ευρωπαϊκού πνεύματος εκείνης της εποχής.

Γ) Υπήρχαν αυστηρές ενδογαμίες και μέσα στο χωριό, τουλάχιστον για τους Τσελιγκάδες των Μ. Λιβαδίων. Γραμμουστιάνος παντρευόταν Γραμμουστιάνα, Περβουλιάνος Περβουλιάνα. Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και την μετανάστευση του (1926-1930) άρχισαν να γίνονται μεικτοί γάμοι μεταξύ των βλαχόφωνων κατοίκων. Από το 1960 άρχισαν δειλά οι επιγαμίες και με μη Βλάχους, με έντονες συγκρούσεις και αντιρρήσεις από την ευρύτερη οικογένεια. Μετά το 1970 θεωρήθηκε αυτονόητο να γίνονται γάμοι και με Γκρέκους και με Πρόσφυγες.

Αστέρη, ήσουν ένας καλός παιδαγωγός.

Καλέ μας φίλε, αγαπητέ μας συνάδελφε, καλέ μας σύμβουλε κάθε φορά που ζητήθηκε η άποψή σου για θέματα που αφορούσαν τη βλαχόφωνη ρωμιοσύνη, η θέση σου ήταν ξεκάθαρη, απαντώντας ντόμπρα και απόλυτα. Όταν μιλούσες για τους Βλάχους-Αρμάνους, γοήτευες το ακροατήριο.

Ήσουν ο Δάσκαλος που μόνο ήθελε να προσφέρει.

Ρώτησες, άκουσες, έμαθες και έψαξες, εισπνέοντας πολλή σκόνη. Κι όλα αυτά τα έγραψες και μας τα πρόσφερες. Πόνεσες πολύ, από ορισμένους, με τα κακεντρεχή σχόλιά τους, που αντί να χαρούν για έναν συμπατριώτη τους, σου έδειξαν τον φθόνο τους, επειδή κατάφερες να φέρεις σε πέρας ένα σημαντικό έργο. Όμως την πρόοδο πολλές φορές οι άνθρωποι ή δεν την καταλαβαίνουν ή τη ζηλεύουν και γι’ αυτό την πολεμούν. Φυλετικό μας μειονέκτημα ο φθόνος.

Μου έλεγες, με τον ήρεμο τρόπο σου, όταν από κακόβουλα άτομα αντιμετώπισα την ίδια συμπεριφορά, «αλάσιλλι, μουτρεά νίνττι» = άφησέ τους, κοίτα μπροστά». Λόγια, που χαλύβδωσαν τη θέλησή μου να συνεχίσω.

Είχες πολλά όνειρα. Δεν πρόλαβες να τα πραγματοποιήσεις.

Ίσως εκεί ψηλά μαζί με τους αγγέλους να βοηθήσεις όλους αυτούς που θέλουν να σκέφτονται όπως σκεφτόσουν εσύ.

Άφησες ένα ανεκτίμητο έργο για τις επόμενες γενιές και για τους επιγενόμενους ερευνητές. Έφυγες πολύ νωρίς. Είχες να δώσεις πολλά και αξιόλογα.

«Στεάουα ατά, τότνα σ’ ντά βιντεάλα» = το αστέρι σου, πάντα να δίνει φως».

Να είναι η ψυχή σου αναπαυμένη!

Σας ευχαριστώ.

Ο Αστέρης Κουκούδης και τα Μεγάλα Λιβάδια Πάϊκου
Κούλα Λέντζιου-Τρίκου
Εκπαιδευτικός-Συγγραφέας
Οι Βλάχοι του ελληνικού χώρου
Επιστημονική ημερίδα αφιέρωμα στον Αστέριο Κουκούδη
Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2020

Αναζήτηση