Η καταγωγή μου είναι από ένα μικρό χωριό της Πιερίας που ονομάζεται Καρίτσα, και οι κάτοικοί του στην πλειοψηφία τους είναι Βλάχοι.
Η οικογένειά μου είναι μια τετραμελής παραδοσιακή οικογένεια Βλάχων, και λόγω της δουλειάς του πατέρα μου, ο οποίος είναι παραδοσιακός τραγουδιστής, στο σπίτι μου ποτέ δεν έλειπε η παραδοσιακή μουσική και τα παραδοσιακά τραγούδια.
Έτσι από πολλή μικρή ηλικία είχα παραδοσιακά ερεθίσματα και ακούσματα αν και τελικά ασχολήθηκα περισσότερο με την Δυτικοευρωπαϊκή κλασσική μουσική. Παρόλα αυτά πότε δεν έπαψαν να με ενδιαφέρουν τα ήθη και τα έθιμα του χωριού μου με τα οποία και μεγάλωσα αλλά και η παραδοσιακή μουσική γενικότερα. Αυτό ήταν και το κίνητρο μου για να ασχοληθώ με αυτό το θέμα και να καταγράψω την μουσικοχορευτική ταυτότητα των Βλάχων του χωριού μου και φυσικά κάποια από τα τραγούδια τους.
Θα ήθελα να ευχαριστήσω όλα τα παιδιά του πολιτιστικού συλλόγου, την οικογένειά μου, τον διευθυντή του δημοτικού σχολείου Καρίτσας και κάποιες ηλικιωμένες κυρίες του χωριού μου για την πολύτιμη βοήθειά τους.
Επίσης θα ήθελα να ευχαριστήσω και τους επιβλέποντες καθηγητές για την βοήθειά τους και ιδιαιτέρως την Κατσανεβάκη Αθηνά διδάσκουσα του Τ.Μ.Ε.Τ γιατί η εργασία που μας ανάθεσε για το μάθημα Εισαγωγή στην Παραδοσιακή Μουσική ΙΙ που αφορούσε Επιτόπια έρευνα και συνεντεύξεις επάνω σε μουσικές παραδόσεις ήταν η αφορμή για να ασχοληθώ περισσότερο με τα τραγούδια και τα έθιμα του τόπου μου αλλά και να ανακαλύψω ποιες είναι πραγματικά οι ρίζες μου, γιατί ονομάζομαι Βλάχα ή τι πρόσφεραν οι Βλάχοι στην Ελληνική κοινωνία και ποια ήταν η θέση και η στάση τους απέναντι σε αυτή όπως και πολλά ακόμη ερωτήματα που δεν είχα σκεφτεί ποτέ να ερευνήσω.
Επιτόπια και αρχειακή έρευνα
Στην εργασία μου δούλεψα με επιτόπια και αρχειακή έρευνα, ερευνώντας και ταξινομώντας τα πραγματολογικά δεδομένα που προέκυψαν από αυτές. Προσεγγίζοντας τον χωροχρόνο της Καρίτσας χρησιμοποίησα δύο μεθόδους την Ιστορική και την Συγχρονική έρευνα του τοπικού πολιτισμού της Καρίτσας. Και στις δύο περιπτώσεις ακολούθησα συνδυασμό δυο μεθοδολογικών μεθόδων: Αρχειακή έρευνα και συγχρονική-επιτόπια έρευνα. Μελετώντας ιστορικά την περιοχή, οι δύο αυτές μέθοδοι αναπτύχθηκαν με τον εξής τρόπο. Η Αρχειακή έρευνα σχετίστηκε με την βιβλιογραφία που αφορά τους Βλάχους και τον οικισμό της Καρίτσας ενώ η συγχρονική με επιτόπιες συνεντεύξεις που αφορούσαν την ιστορική προφορική μνήμη των κατοίκων.
Όσον αφορά την συγχρονική έρευνα σε σχέση με τον τοπικό πολιτισμό της Καρίτσας ακολούθησα πάλι τις δύο μεθόδους αναζητώντας αρχειακές πηγές - καταγραφές που ήδη υπήρχαν σε προσωπικά και άλλα αρχεία και ενώ ταυτόχρονα επιτέλεσα επιτόπια έρευνα με συνεντεύξεις. Το αρχειακό υλικό στην περίπτωσή αυτή ταξινομήθηκε και ψηφιοποιήθηκε σε ένα μικρό ηλεκτρονικό αρχείο το οποίο με τον τρόπο του μας επιστρέφει δημιουργικά στο χώρο και στον χρόνο της Καρίτσας. Οι πληροφορίες συνδυάστηκαν με τις επιτόπιες συνεντεύξεις και έγινε η απαραίτητη επαναξιολόγηση όπου κρίθηκε αναγκαίο. Δεν προχώρησα στην ανάλυση της ένταξης αυτών των πραγματολογικών δεδομένων στην σημερινή, με αργούς ρυθμούς αλλά σταθερά, μεταβαλλόμενη κοινωνία της Καρίτσας σε επαρχιακό αστικοποιημένο οικισμό. Αυτό θα απαιτούσε επιπλέον ανάλυση και επικέντρωση των συνεντεύξεων σε μια ιδιαίτερη θεματολογία που θα ξεπερνούσε τα όρια της αρχικής αυτής έρευνας και θα ήταν περισσότερο αποτελεσματική σε άλλες κατηγορίες κοινοτήτων.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
1.1 ΟΙ ΑΡΜΑΝΟΙ-ΒΛΑΧΟΙ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ Ή Η ΛΑΤΙΝΟΦΩΝΙΑ ΣΤΟΝ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ.
Για την ονομασία Βλάχος υπάρχουν αρκετές ερμηνείες. Μια από αυτές είναι ότι προέρχεται από την Γερμανική λέξη Walechen, όπου έτσι ονόμαζαν οι Γερμανοί εκείνους που βρίσκονταν πέρα από τα σύνορα της χώρας τους και μιλάνε την Λατινογενή Γλώσσα (Νικολάου Μιχαήλ Χατζής,2007,17). Μια άλλη είναι ότι η λέξη Βλάχος παράγεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα βληχάομαι- ώμαι= βελάζω και βλάχος είναι αυτός που έχει στην κατοχή του ( συνθετικό ρήμα έχω) τα ζώα που βληχώνται = βελάζουν δηλαδή τα αρνιά και τα πρόβατα (Χρυσοχόου Μιχαήλ,1909,σελ 14). Η πρώτη άποψη είναι η περισσότερο τεκμηριωμένη και επικρατέστερη.
Η λέξη Βλάχος χρησιμοποιείται λοιπόν στον ελληνικό χώρο αλλά ο κοινωνικός περίγυρος αποκαλεί συνήθως έτσι τους κτηνοτρόφους, ενώ η πλειοψηφία των Βλάχων της Δυτικής Ελλάδας χαρακτηρίζουν τον εαυτό τους με την λέξη Αρμάνος.
Για την ονομασία Αρμάνος ή Αρωμάνος υπάρχουν πάλι δύο ερμηνείες. Η πρώτη ερμηνεία είναι ότι προέρχεται από την λέξη Ρωμιός. Η ονομασία Ρωμιός αναφερόταν αρχικά στους κατοίκους του Βυζαντίου και μετέπειτα στους ΄Ελληνες που βρισκόταν κάτω από την Τουρκική κυριαρχία ή σε άλλες, και συγκεκριμένα εθνοτικές ομάδες που η ιδιαίτερη σχέση τους με το Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος τους έδωσε τον αυτοπροσδιορισμό του ¨Ρωμαίου Πολίτη¨. Κάτι που όμως αποτελεί ξεχωριστή διεργασία για κάθε εθνοτική ομάδα.
Η δεύτερη ερμηνεία είναι ότι προέρχεται από την λέξη Armînu-Αρμίνου, και παραπέμπει σε Λατινόφωνες πληθυσμιακές ομάδες, οι οποίες παρέμειναν στα Βαλκάνια μετά την πτώση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας κι την αποχώρηση των Ρωμαίων κατακτητών. Αυτές οι ομάδες μπορεί να ήταν έμμισθοι Ρωμαίοι στρατιώτες, έμμισθοι Δημόσιοι υπάλληλοι των Ρωμαίων ή άλλες ομάδες ντόπιων Λατινόφωνων κατοίκων του Ελλαδικού χώρου (Νικολάου Μιχαήλ Χατζής 2007, σελ13).
Για πολλά χρόνια η Επίσημη Γλώσσα του Ρωμαϊκού Κράτους ήταν τα Λατινικά. Ο αυτοκράτορας Ηράκλειος (575-641) ήταν εκείνος που με το διάταγμα, το 620 μ.Χ., κατήργησε την Λατινική γλώσσα και καθιέρωσε την Ελληνική Γλώσσα ως Επίσημη γλώσσα του Κράτους(ο.π 13). Συνεπώς είναι δυνατόν πολλές πληθυσμιακές ομάδες ορισμένων περιοχών του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους να μιλούσαν τότε και ακόμη και τώρα τα Λατινικά ή κάποια Λατινογενή γλώσσα.
Μια τέτοια πληθυσμιακή ομάδα είναι οι Αρμάνοι-Βλάχοι και μια τέτοια Λατινογενής γλώσσα είναι η Αρμάνικη-Βλάχικη, η οποία έχει διασωθεί μέχρι σήμερα μόνο με τον προφορικό λόγο. Βέβαια, με το πέρασμα του χρόνου έχει αλλάξει αρκετά μέχρι την σημερινή της μορφή γιατί έχει εμπλουτιστεί και με πολλές Ελληνικές λέξεις.
Πολλοί άνθρωποι διαφορετικής καταγωγής χρησιμοποιούν την λέξη Βλάχος απαξιωτικά και υποτιμητικά. Συνήθως αποκαλούν έτσι τους αμόρφωτους ανθρώπους, τους άξεστους, που βόσκουν πρόβατα πάνω στα βουνά. Αυτό συμβαίνει γιατί δεν γνωρίζουν καθόλου ή ηθελημένα αγνοούν την Ιστορία των Αρμάνων-Βλάχων και πόσο σημαντικός ήταν ο ρόλος που έπαιξαν στην δημιουργία του Ελληνικού Κράτους. Αγνοούν ότι οι Αρμάνοι-Βλάχοι συμμετείχαν σε όλους τους απελευθερωτικούς αγώνες, έβαλαν τις βάσεις, χρηματοδότησαν και συνέβαλαν αποφασιστικά στην θεμελίωση, την ανάπτυξη και την πρόοδο του σύγχρονου Ελληνικού Κράτους (ο.π.14).
Οι Αρμάνοι-Βλάχοι βρίσκονταν στον Δυτικό και Βόρειο Ελλαδικό χώρο. Είχαν ελληνική συνείδηση, πήγαιναν σε ελληνικά σχολεία και πάντοτε αισθάνονταν έντονη την σχέση τους θα μπορούσε να πεί κανείς την θέση τους στον Ελληνισμό. Μία έντονα ρατσιστική αντιμετώπιση του ζητήματος της ταυτότητας εθνοτικής ή ευρύτερα εθνικής έχει δώσει την λανθασμένη εντύπωση ότι η ταυτότητα είναι μόνο και αποκλειστικά ζήτημα σχέσης καταγωγής (κάτι που για τους Αρμάνους παρ’όλα αυτά θα ήταν δύσκολο να αμφισβητηθεί). Αγνοείται ότι η ταυτότητα είναι και ζήτημα αυτοπροσδιορισμού, (θα προσθέταμε οπωσδήποτε όχι φαντασιακού) που είναι ένα είδος υποκειμενικής θέλησης σε συνδυασμό με όλους τους άλλους παράγοντες (βλ. και ο.π.14).
Σύμφωνα με τον Νικόλαο Μιχαήλ Χατζή, η πρώτη αναφορά σε Αρμάνους-Βλάχους γίνεται από τους Ιστορικούς Θεοφύλακτο Σιμοκράτη (579 μ.χ.) και Γεώργιο Κεδρηνό (976 μ.Χ.) που χαρακτηρίζουν τους Αρμάνους-Βλάχους ως «Οδίτες», δηλαδή φύλακες των δρόμων και των ορεινών διαβάσεων, οι οποίοι ομιλούν μια Λατινογενή γλώσσα. Πολλοί από αυτούς ήταν Αγωγιάτες, Κυρατζήδες και Οδηγοί Καραβανιών που τα αποτελούσαν δεκάδες άλογα και μουλάρια, φορτωμένα κάθε λογής εμπορεύματα.
Η Ιστορικός Άννα Κομνηνή τον 12ο αιώνα μ.Χ. περιγράφει τους Βλάχους σαν ένοπλους φύλακες των ορεινών διαβάσεων, που είχαν ιδρύσει ανεξάρτητη πολιτεία την « Μεγάλη Βλαχία». Η «Μεγάλη Βλαχία», ένα ημιαυτόνομο Αρμάνικο-Βλάχικο κράτος περιλάμβανε μέρος της Ηπείρου, την Βόρεια και Κεντρική Πίνδο, μέρος της Θεσσαλίας και της Στερεάς Ελλάδας και μέρος της δυτικής και Κεντρικής Μακεδονίας. Η Άννα Κομνηνή χαρακτηρίζει επίσης τους Βλάχους σαν νομαδικό λαό, κτηνοτρόφους, οι οποίοι μετακινούσαν τα κοπάδια τους, τον χειμώνα στην Θεσσαλία, τα πεδινά της Μακεδονίας και στα πεδινά της Θεσπρωτίας και το καλοκαίρι ανέβαζαν τα κοπάδια στα πλούσια βοσκοτόπια της Βόρειας Πίνδου, του Γράμμου και των Τζουμέρκων.
Το 1393 μΧ η «Μεγάλη Βλαχία» υποτάσσεται στον Σουλτάνο και το μόνο που κατάφεραν οι Αρμάνοι ήταν να διατηρήσουν ορισμένα προνόμια από τους Τούρκους. Οι Τούρκοι επέτρεψαν στους Αρμάνους- Βλάχους, να διαθέτουν ένοπλα τμήματα τα λεγόμενα Armatuli (στα Αρμάνικα Armatulu ή Armatlu= Αρμάτουλου= ο Ένοπλος, πληθυντικός Armatuli= Αρμάτουλοι= οι Ένοπλοι), και να φυλάσσουν τα ορεινά περάσματα της Πίνδου για να προστατεύουν τους ταξιδιώτες και τα εμπορεύματα τους από τους ληστές.
Οι Armatuli, Ένοπλοι Αρμάνοι Οδίτες Φύλακες αποτέλεσαν σημαντικό παράγοντα για την ανάπτυξη και την Πρόοδο των Αρμάνικων-Βλάχικων χωριών. Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας, λόγω των προνομίων που είχαν αποσπάσει από τους Τούρκους, οι Αρμάνοι- Βλάχοι προόδευσαν πολύ γρήγορα. Κατέβηκαν στα πεδινά, αστικοποιήθηκαν και ήκμασαν σαν έμποροι, Βιοτέχνες, Επιστήμονες και Τεχνίτες.
Επίσης οι Αρμάνοι-Βλάχοι, αποτέλεσαν τον σημαντικό παράγοντα στην προετοιμασία της Ελληνικής Επανάστασης και στην Εθνογένεση του νεότερου Ελληνισμού σαν συνέχεια των Βυζαντινών Ελληνορωμιών. Πολλοί από αυτούς ήταν ηγετικά μέλη της Φιλικής Εταιρίας (Αθανάσιος Τσακάλωφ-Νικόλαος, Σκουφάς Γιωργάκης, Ολύμπιος Ιωάννης, Φαρμάκης Ευάγγελος Ζάππας). Ήταν οι κύριοι χρηματοδότες της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, πήραν ενεργό μέρος και πολέμησαν στο πλευρό των Ελλήνων για την λευτεριά της Ελλάδας έχοντας ηγετικούς ρόλους και μέσα στα επαναστατικά κινήματα και στις μάχες που έλαβαν χώρα από την πρώτη στιγμή και ήδη πολύ νωρίτερα από τον 19ο αιώνα. Σαν Εθνικοί Ευεργέτες διέθεσαν τεράστια ποσά και γενναίες δωρεές για την δημιουργία του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους. Έκτισαν για τον Ελληνικό Λαό τα πιο περίτεχνα Οικοδομήματα και θεμελίωσαν στην Αθήνα και σε άλλα μέρη της Ελλάδας τα ομορφότερα Εκπαιδευτικά και Φιλανθρωπικά κτίρια του Σύγχρονου Ελληνικού Κόσμου (βλ. και ο.π. 17). Ακόμη οι Αρμάνοι-Βλάχοι είχαν την πρωτογενή ιδέα και δημιούργησαν την ιδεολογική βάση για την αναβίωση των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων. Οι Βλαχόφωνοι Ευάγγελος Ζάππας, Κωνσταντίνος Ζάππας και Γεώργιος Αβέρωφ χρηματοδότησαν και μαζί με τους επίσης Αρμάνους-Βλάχους Ιωάννη Κωλέτη, Παναγιώτη Σούτσο και Δημήτρη Βικέλα διοργάνωσαν τις «Ζάππειες Ολυμπιάδες» του 1856, 1870, 1875 και 1888 που ήταν οι προπομποί για τους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες. Αυτοί πάλεψαν και πέτυχαν να γίνουν την 25η Μαρτίου του 1896 ημέρα του Πάσχα και της Ελληνικής Επανάστασης οι πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες στην Αθήνα και οι ίδιοι στην συνέχεια τους χρηματοδότησαν με τεράστια ποσά. Διέθεσαν χρήματα για την κατασκευή του Καλλιμάρμαρου Παναθηναϊκού Σταδίου, όπου και διεξήχθησαν οι Σύγχρονοι Ολυμπιακοί Αγώνες, των αθλητικών εγκαταστάσεων του Γυμναστηρίου «Φωκιανός», των Αθλητικών εγκαταστάσεων του «Πανελληνίου Αθλητικού Συλλόγου» καθώς και για τα άλλα έργα υποδομής (ο.π.18).
Κάποια από τα ξεχωριστά κτίρια που έγιναν με έξοδα Αρμάνων- Βλάχων στην Αθήνα είναι: το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, η Ακαδημία Αθηνών, το Ζάππειο Μέγαρο και οι κήποι του Ζαππείου, το Αστεροσκοπείο Αθηνών, το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο, το αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών και άλλα πολλά. Ακόμη και το Θρυλικό Θωρηκτό «ΑΒΕΡΩΦ», χάρις στο οποίο το Ελληνικό Ναυτικό νίκησε το Τούρκικο Ναυτικό στην θάλασσα και βοήθησε έτσι αποφασιστικά την Ελλάδα, ώστε να μπορέσει να νικήσει στους Βαλκανικούς Πολέμους, ήταν προσφορά του Μεγάλου Εθνικού Ευεργέτη Γεωργίου Αβέρωφ όπου και αυτός ήταν Αρμάνικης-Βλάχικης καταγωγής (ο.π 18).
Οι Αρμάνοι-Βλάχοι Εθνικοί Ευεργέτες άφησαν μια τεράστια Πολιτιστική Κληρονομιά. Χρηματοδότησαν την έκδοση σημαντικού αριθμού βιβλίων της εποχής του Διαφωτισμού και τα διέθεσαν δωρεάν στην Ελλάδα με σκοπό την Αναγέννηση του Ελληνισμού (ο.π19).Δικαιολογημένα λοιπόν οι Αρμάνοι-Βλάχοι αισθάνονται την αντίστοιχη περηφάνια για τις ρίζες και την καταγωγή τους, όποια και αν είναι αυτή η καταγωγή ή όποιες και αν πιστεύουν πως είναι οι ρίζες τους. Η προσκόλληση αυτή στην σχέση τους με τα έθιμα τους η οποία θα μπορούσε από κάποιους να θεωρηθεί γραφική έστω και όταν δεν γίνεται με την απαραίτητη εμβάθυνση επιβάλλεται να είναι σεβαστή και να αξιολογηθεί με τον τρόπο που της ταιριάζει. Ταυτόχρονα η απομάκρυνση από την γλώσσα τους (που έχει αξιολογηθεί αρνητικά) συνέβη ακριβώς γιατί η γλωσσική τους ιδιαιτερότητα αξιοποιήθηκε ακριβώς ενάντια σε αυτήν την ταυτότητα και την σχέση τους με τον ελληνισμό που οι ίδιοι τόσο πολύ φάνηκαν να υπολήπτονται.
Τέλος, οι Αρμάνοι-Βλάχοι με την ευφυΐα και την οξύτητα πνεύματος που τους διέκρινε, μπόρεσαν παρά τους διωγμούς, τις αντίξοες και πολλές φορές εχθρικές συνθήκες μέσα στις οποίες αναγκάστηκαν να ζήσουν και κυρίως χωρίς να διαθέτουν κάποια ξεχωριστή κρατική οντότητα (κάτι που στην πλειοψηφία τους δεν το επιδίωξαν ενδεχομένως γιατί ένοιωθαν την δυνατή αυτή σχέση και εντοπιότητα στον χώρο τους), κατάφεραν να διατηρήσουν την πολιτισμική ταυτότητά τους, την γλώσσα τους, τα ήθη και έθιμα τους. Είναι χαρακτηριστικό και αυτό επιβεβαιώνει την ιστορική έρευνα που αφορά γενικότερα τους βλάχους ότι η εντοπιότητα τους στο χώρο της Πίνδου και η σχέση του με αυτόν είναι ίσως το κυριότερο χαρακτηριστικό τους. Τα συμπεράσματά μας όσον αφορά την σχέση μουσικής και κοινωνίας επιβεβαιώνουν τα παραπάνω και διαφωτίζουν την ταυτότητα των κατοίκων της Καρίτσας και την σχέση τους με τον χώρο της Πίνδου και τον ευρύτερο χώρο της Δυτικής Ελλάδας (βλ. κεφ. «Κοινωνία και Μουσική Προφορικότητα…»).
1.2 ΟΙ ΒΛΑΧΟΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΙΤΣΑ
Το χωριό μου ονομάζεται Καρίτσα Πιερίας και βρίσκεται στα νοτιοδυτικά της Κατερίνης, κάτω από το όρος Όλυμπος. Οι κάτοικοι της Καρίτσας είναι βλάχοι με πανάρχαιες καταβολές στην οροσειρά της Πίνδου.Το όνομα Καρίτσα ή Καρύτσα παραπέμπει στην Καρυδιά. Το χωριό μου ήταν ένα τσιφλίκι των Τούρκων.Το 1961 έγινε χωριστή κοινότητα με το βασιλικό διάταγμα και μόλις το 1999 έγινε Δημοτικό Διαμέρισμα στο Δήμο Δίου (διαδίκτυο wikipedia). Παλαιότερα, γύρω στο 1900 ίσως και πιο πριν, η κοινότητα του χωριού ήταν στην περιοχή της Φτέρης, πάνω στα Πιέρια όρη, και η κύρια ασχολία των ανθρώπων ήταν η κτηνοτροφία, η υλοτομία και λιγότερο η γεωργία. Η Φτέρη γειτόνευε με το άλλο γνωστό Βλαχοχώρι της παρολύμπιας περιοχής, το Λιβάδι Ολύμπου, πριν και αυτό μετοικίσει στην σημερινή του θέση κατά τον 19ο αιώνα ( Δημοτικά τραγούδια Καρίτσας Πιερίας,1997,18 βλ, και Κουκούδης 2000, χάρτης σ.63). Δίγλωσσοι οι Έλληνες Κρατσιώτες – όπως και αρκετά από τα βλαχόφωνα χωριά- μάλλον έλκουν την καταγωγή τους από την περιοχή της Μηλιάς Μετσόβου ή του ευρύτερου χώρου της Κατάρας, απ’ όπου, μετακινούμενοι με τα κοπάδια στα χειμαδιά της Μακεδονίας, γνώρισαν και την Φτέρη, εγκαταστάθηκαν εκεί, και δεν ξαναγύρισαν στην Ήπειρο. Από την Φτέρη κατάγονταν η ονομαστή οικογένεια των Αρματολών, οι Λαζαίοι, της οποίας το πιο γνωστό μέλος ήταν ο ηρωικός αγωνιστής Γιωργάκης Ολύμπιος (Δημοτικα τραγούδια Καρίτσας Πιερίας, 1997, σ.19). Γύρω στο 1930-33 λόγω της Γερμανικής κατοχής οι κάτοικοι του χωριού αναγκάστηκαν να φύγουν από την Φτέρη και κατέβηκαν στην περιοχή του Δίου Πιερίας, οπού τα τελευταία χρόνια αποσχίστηκαν και αποτέλεσαν ξεχωριστή δυναμική κοινότητα, διατηρώντας πολλά από τα αρχαία ήθη, έθιμα, τραγούδια και παραδόσεις.
Οι κάτοικοι της Καρίτσας μιλούν το λατινογενές γλωσσικό ιδίωμα της βλάχικης γλώσσας. Αυτό συμβαίνει και σε άλλα ορεινά χωριά του Ολύμπου, του Βερμίου, της Δυτικής Μακεδονίας, της Πίνδου. Η βλάχικη γλώσσα χρησιμοποιείται σε περιβάλλον στενά οικογενειακό, φιλικό, επαγγελματικό, ως προφορική μόνο γλώσσα παράλληλα με την ελληνική. Στους γλωσσολογικούς κύκλους αναφέρεται ως «αρωμουνική» παράγωγο του Αρωμούνος (Armanu= Α προσθετικό + Romanus), με το οποίο αυτοαποκαλούνται οι Βλάχοι.
Οι Κρατσιώτες, όπως και οι κάτοικοι των άλλων βλαχοχωριών της Ηπείρου (Πίνδου), Θεσσαλίας, και Μακεδονίας και της διασποράς χρησιμοποιούν την βλάχικη γλώσσα και όταν είναι δίγλωσσοι και την ελληνική. Ακριβώς αυτή είναι και η αιτία της βαθμιαίας ατροφίας της αρωμουνικής (βλ. και ο.π. 21).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
2.1 ΕΘΙΜΙΚΟΙ ΚΥΚΛΟΙ ΚΑΙ ΔΡΩΜΕΝΑ, ΜΟΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΧΟΡΟΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
Από τους εθιμικούς κύκλους και την τελετουργία των δρωμένων1 των βλάχων της Καρίτσας ένα από τα πιο σημαντικά είναι ο κύκλος του γάμου που περιλαμβάνει και τα αντίστοιχα τραγούδια μαζί με την γέννηση και τα έθιμα που σχετίζονται με τον Θάνατο και τα μοιρολόγια που κλείνουν τον κύκλο της ζωής. Άλλα σημαντικά έθιμα μαζί με τα δρώμενα που αποτελούν τον τρόπο της βαθύτερης νοηματικής τους έκφρασής είναι ο κύκλος του Πάσχα (Λαζαρίνες) ο κύκλος των Χριστουγέννων (Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Φώτα) η Περπερούνα, ο Δεκαπενταύγουστος. Οι περιγραφές των εθίμων είναι ένας συνδυασμός πληροφοριών από επιτόπιες συνεντεύξεις ηλικιωμένων γυναικών του χωριού (Δαλαμήτρα Αικατερίνη, Ντούφα Φανή και Βύρου Ασπασία, Μάρτιος 2012)
Το προξενιό
Παλαιότερα οι γάμοι των Βλάχων γίνονταν με προξενιό και πολύ σπάνια από αγάπη. Τον κύριο λόγο είχε ο πατέρας ή κάποιος κοντινός συγγενής της κοπέλας, στον οποίο έκανα προτάσεις ή μεσολαβούσαν οι προξενητάδες είτε από τη μεριά του άντρα είτε από την μεριά της κοπέλας. Μεγάλο ρόλο για να πραγματοποιηθεί ένα προξενιό έπαιζε η καταγωγή τους, το σόι τους και φυσικά η οικονομική τους κατάσταση. Οι μελλόνυμφοι σπάνια είχαν λόγο για το προξενιό και όταν οι οικογένειες, οι συμπέθεροι έδιναν λόγο αυτός ο λόγος αποτελούσε και συμβόλαιο για τον γάμο (Συνέντευξη Δαλαμήτρα Αικατερίνη 23/3/2012)
Ο αρραβώνας
Αφού γίνονταν το προξενιό ο γαμπρός με τους πιο κοντινούς του συγγενείς πήγαινε στο σπίτι της νύφης. Στο σπίτι της νύφης έκαναν πολλές προετοιμασίες για να υποδεχτούν τα συμπεθέρια. Καθαρίζανε όλο το σπίτι και ετοιμάζανε κρέας, λουκάνικα και πίτες για να τους κάνουν το τραπέζι. Όταν έφταναν οι συγγενείς του γαμπρού στο σπίτι της νύφης, τους υποδέχονταν όλη οι οικογένεια, οι πατεράδες των παιδιών δίναν τα χέρια, εύχονταν όλοι οι συγγενείς για το ζευγάρι και τον αρραβώνα και αντάλλασσαν δώρα. Τα δώρα της νύφης ήταν συνήθως λεφτά, πήχες, σαραφάνια, φούστες ή κορδέλες για να δένουν στις πλεξούδες τους. Για τον γαμπρό ήταν λεφτά, κάλτσες και πουκάμισο. Εάν η νύφη ήταν καλλίφωνη οι συγγενείς του γαμπρού της ζητούσαν να τους πει ένα τραγούδι. Όπως μου είπε και η κυρία Δαλαμήτρα Αικατερίνη «Επειδή ξέρανε πως είχα καλή φωνή με βάλανε και τους τραγούδησα ένα βλάχικο τραγούδι, το Ούνα τζούα του Λιβάδι» (Track 1 στο cd της επιτόπιας έρευνας). Στην συνέχεια κάθονταν στο τραπέζι για φαγητό και συζητούσαν. Η νύφη μετά τον αρραβώνα δεν πήγαινε στο σπίτι του γαμπρού ποτέ, ούτε επιτρέπονταν να τον συναντήσει κάπου έξω, τουλάχιστον φανερά. Και ο γαμπρός όταν πήγαινε στο σπίτι της νύφης δεν μένανε ποτέ μόνοι τους έστω και για να συζητήσουν (συνέντευξη Δαλαμήτρα Αικατερίνη 23/3/2012)
ΤΡΑΓΟΥΔΙ:
Σε τούτο το τραπέζι, γραμμένα μάτια και παρδαλά
Σε τούτο το τραπέζι τρεις μαυρομάτες ρούσα μας κερνάν.
Τρείς μαυρομάτες γραμμένα μάτια και παρδαλά,
Και τρεις καλές νυφάδες η μια κερνά με το γυαλί,
Αχ, η μια κερνάει με το γυαλί γραμμένα μάτια και παρδαλά,
Και η άλλη με την κούπα κι η Τρίτη η μικρότερη.
Η Τρίτη η μικρότερη γραμμένα μάτια και παρδαλά,
Με άστρα π ασημένιο κέρνα μας ρούσα κέρνα μας.
Αχ, κέρνα μας ρούσα γραμμένα μάτια και παρδαλά,
Κέρνα όσου να φέξει, όσου να βγει ο αυγερινός.
Όσου να βγει ο αυγερινός γραμμένα μάτια και παρδαλά,
Να πάει η πούλια γιόμα κέρνα μας ρούσα κέρνα μας.
Αυτό το τραγούδι το τραγουδούσανε μετά το φαγητό όταν οι κοπέλες του σπιτιού κερνούσανε τους καλεσμένους (συνέντευξη Δαλαμήτρα Αικατερίνη Μάιος 2012)
Ο Γάμος
Τα έθιμα του γάμου είναι ίσως και τα περισσότερα και αυτό γιατί όλες οι προετοιμασίες ξεκινούσαν μια εβδομάδα νωρίτερα. Την Δευτέρα ξεκινούσαν οι εργασίες που αφορούσαν κυρίως την καθαριότητα και την ετοιμασία των φαγητών και την Τρίτη και την Τετάρτη περίμεναν συνήθως τον κόσμο που πήγαινε για να ευχηθεί για τον γάμο και έφερναν και δώρα. Την Πέμπτη το βράδυ οι μελλόνυμφοι έκαναν το τραπέζι ο καθένας στους συγγενείς του. Μετά το φαγητό ακολουθούσε χορός και τραγούδι από τους ίδιους τους συγγενείς. Στο σπίτι του γαμπρού το βράδυ «έπιαναν» τα προζύμια. Για το ζύμωμα του προζυμιού έβαζαν μια ανύπαντρη κοπέλα να το κάνει, η οποία κοσκίνιζε το αλεύρι και ζύμωνε φορώντας μια κουδούνια στον λαιμό της. Αφού έφτιαχνε την ζύμη όλοι οι συγγενείς πετούσαν χρήματα μέσα στην σκάφη και η κοπέλα βουτούσε το κεφάλι της μέσα για να πιάσει τα νομίσματα. Αφού τελείωνε και αυτό στην συνέχεια τραγουδούσαν και χόρευαν πάλι όλοι οι συγγενείς μαζί (Track 2, στο cd της επιτόπιας έρευνας).
Την Παρασκευή γίνονταν η ανταλλαγή των κουλούρων αλλά και δώρων μεταξύ των δύο οικογενειών, αλλά και το κάλεσμα του κουμπάρου η αλλιώς τον «νούνο» σύμφωνα με τα λεγόμενα της γιαγιάς. Το Σάββατο γίνονταν όλες οι προετοιμασίες του φαγητού και την Κυριακή γινότανε ο γάμος. Την Κυριακή το πρωί πηγαίνανε στην εκκλησία και στην συνέχεια παγαίνανε στα σπίτια τους με τους συγγενείς για να «ετοιμάσουν» τους μελλόνυμφους. Στο σπίτι του γαμπρού τα μπρατίμια ξυρίζανε τον γαμπρό του τραγουδούσανε, τον ντύνανε και στην συνέχεια πηγαίνανε στο σπίτι του κουμπάρου όπου ακολουθούσε γλέντι συνήθως με την συνοδεία μουσικών οργάνων. Μετά ο γαμπρός με τα μπρατιμια και τον κουμπάρο επέστρεφαν στο σπίτι του γαμπρού, και όλοι μαζί ξεκινούσαν για το σπίτι της νύφης. Εκεί η νύφη τους περίμενε με τους συγγενείς της για να της «περάσουν» τα παπούτσια. Μέσα στα παπούτσια της έβαζαν λεφτά. Στην συνέχεια πήγαιναν την νύφη στην εκκλησία. Πριν να φύγει η νύφη από το σπίτι της τραγουδούσαν το τραγούδι «Μια Παρασκευή» (Track 3 στο cd της επιτόπιας έρευνας). Την συνόδευαν ο πατέρας της νύφης και ο αδερφός. Την «παρέδιδαν» στον γαμπρό και μετά το τέλος του μυστηρίου πήγαιναν στο σπίτι του γαμπρού και γλεντούσαν όλοι μαζί μέχρι το ξημέρωμα (Δαλαμήτρα Αικατερίνη, Μάιος 2012). (Track 4 στο cd της επιτόπιας έρευνας). Τα περισσότερα από τα παραπάνω έθιμα του γάμου επιτελούνται και σήμερα.
Γέννηση
Για τους Βλάχους, βασικός σκοπός ενός γάμου ήταν, όπως και είναι, η απόκτηση παιδιών και μάλιστα αρσενικών που θα αποτελούσαν τη συνέχεια της γενιάς. Όταν ένα ζευγάρι δεν μπορούσε να κάνει παιδιά πίστευαν πως είτε τους έχουν κάνει μάγια είτε έπαιρναν κάποια βότανα για να μπορέσουν να τεκνοποιήσουν. Πρόσεχαν ιδιαίτερα τις εγκύους και αγωνιούσαν πάντα για το φύλο του παιδιού. Πολλές φορές προσπαθούσαν να μαντέψουν το φύλο του παιδιού ανάλογα με το σχήμα της κοιλιάς της εγκύου. Πίστευαν πως όταν η κοιλιά της είναι μυτερή έχει κορίτσι και αν ήταν στρόγγυλη και μεγάλη ήταν αγόρι. Οι Βλάχες γεννούσαν με τις γυναίκες της οικογενείας τους και με την βοήθεια μιας μαίας στο σπίτι. Όταν γεννιόταν το παιδί η λεχώνα έπρεπε για σαράντα μέρες να μη βγει από το σπίτι και μετά την δύση του ήλιου να μη δέχεται επισκέψεις στο σπίτι για να αποφύγει έτσι το «κακό μάτι». Επίσης οι Βλάχοι στο πρώτο τους παιδί έδιναν το όνομα του παππού (πατέρα του πατέρα του) αν ήταν αγόρι και της γιαγιάς (μητέρα του πατέρα του) αν ήταν κορίτσι. Βέβαια όσον αφορά το όνομα των παιδιών το ίδιο συμβαίνει και σήμερα και το έχουν υιοθετήσει και άλλες ελληνικές οικογένειες που συναναστράφηκαν με τους Βλάχους. (Βύρου Ασπασία, Φεβρουάριος 2012) (Track 5 στο cd της επιτόπιας έρευνας).
ΕΘΙΜΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΗΔΕΙΑ
Όταν κάποιος άνθρωπος πέθαινε οι άνθρωποι της οικογενείας του τον έπλεναν με νερό και κρασί, τον σαβάνωναν με λευκό σεντόνι, του έκλειναν τα μάτια, του έδεναν τα χέρια με ένα μαντήλι, του έβαζαν στα μάτια και στη μύτη θυμίαμα και τον τοποθετούσαν στο πάτωμα με το κεφάλι γυρισμένο προς την δύση. Αν ο νεκρός ήταν ανύπαντρος άντρας του φορούσαν ένα στεφάνι στο κεφάλι και αν ήταν γυναίκα την έντυναν νύφη, κάτι που επικρατεί μέχρι σήμερα. Από την στιγμή που πέθαινε κάποιος η μάνα και η αδερφή του άφηναν τα μαλλιά τους ξέπλεκα, κάτι που έδειχνε την βαθιά τους θλίψη. Οι γυναίκες φορούσαν μαύρα ρούχα κ ένα μαύρο μαντήλι στο κεφάλι ενώ οι άντρες φορούσαν ένα μαύρο σαν λάστιχο στο μπράτσο τους. Οι φίλοι του νεκρού και της οικογένειας έφερναν λουλούδια και χειρομάντηλα στην κηδεία ενώ οι κοντινοί συγγενείς μετά την ταφή πήγαιναν στην οικογένεια του νεκρού κρέας, κρασί και ψωμί για παρηγοριά. Ακόμη πίστευαν πως η ψυχή του νεκρού για σαράντα μέρες πλανιέται στα μέρη από τα οποία πέρασε και αγάπησε όσο ήταν ζωντανός. Αυτό το πιστεύουν και σήμερα (Ντούφα Φανή, Μάιος 2012 (Track 6 στο cd της επιτόπιας έρευνας).
ΕΘΙΜΑ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ
Οι νεαρές κοπέλες την ημέρα του Λαζάρου ντύνονταν Λαζαρίνες. Φορούσαν παραδοσιακές στολές και χόρευαν στις αυλές των σπιτιών τους παραδοσιακά τραγούδια (Δαλαμήτρα Αικατερίνη, Μάιος 2012).
ΕΘΙΜΟ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΝΟΜΒΡΙΑΣ
Κατά τις περιόδους που υπήρχε έντονη ανομβρία οι κάτοικοι του χωριού το γνωστό έθιμο των Βλάχων την «Περπερούνα», μια τελετή με την οποία πίστευαν ότι προκαλούσαν βροχή. Όταν δεν έβρεχε λοιπόν, κάποιες κοπέλες ντύνονταν «πιπεριές». Φορούσαν ρούχα παλιά και χόρευαν στις αυλές των σπιτιών για να βρέξει και να γίνουν τα σιτάρια και τα καλαμπόκια των γεωργών. Τις τραγουδούσαν: Πιπεριά τα σούλαντρα, ντε ντα πλουαϊ, πλουάϊ κο γκουλιάτα, τα σι σφάκου αουρλου, αουρλου κο ντομάτα.
Και τις έβρεχαν μετά με μια κατσαρόλα με νερό (Δαλαμήτρα Αικατερίνη, Μάιος 2012).
ΕΘΙΜΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
Την παραμονή των Χριστουγέννων όλα τα παιδιά έπαιρναν με την σειρά τα σπίτια του χωριού για να πουν τα Κάλαντα, δηλαδή τα «κολιντα» όπως το λένε στο χωριό μου.
ΤΡΑΓΟΥΔΙ:
Κόλιντι μέλιντι
Ντε νι κουλάκλου τέτω
Κα βα τς τάλιου κουκότλου
Βα σ λου μπάγκου του τρέι ταψί
Βα σ λου μάκου λα Στα-Μαρίε.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ:
Κόλιντι μέλιντι
Δώσε την κουλούρα θεία
Γιατί θα σου σφάξω τον κόκορα
Θα τον βάλω σε τρία ταψιά
Και θα τον φάω της Παναγίας.
Όταν τελείωναν το τραγούδι οι γυναίκες του σπιτιού έδιναν στα παιδιά σύκα, καραμέλες (ζαχαράτια) και ξυλοκέρατα. Οι άντρες του σπιτιού εκείνη την ημέρα σφάζανε τα γουρούνια. Όμως κανείς από την οικογένεια δεν έτρωγε κρέας. Την ημέρα των Χριστουγέννων χτυπούσαν οι καμπάνες και ο κόσμος πήγαινε στην εκκλησία. Τα κορίτσια δεν επιτρέπονταν να πάνε στην εκκλησία, μόνο εάν ήθελαν να μεταλάβουν. Μετά όταν γυρνούσαν στο σπίτι οι γυναίκες ετοίμαζαν το φαγητό και το μεσημέρι έτρωγε όλη η οικογένεια. Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς οι γυναίκες ετοίμαζαν τις πίτες στο σπίτι τις οποίες έψηναν το πρωί της πρωτοχρονιάς. Την επόμενη μέρα ξυπνούσαν, πήγαιναν στην εκκλησία. Έξω από την εκκλησία περίμεναν τα «Μπαμπαλιούρια», νεαροί ντυμένοι τσολιάδες οι οποίοι φορούσαν στο λαιμό τους μεγάλες κουδούνες... Όταν τελείωνε η λειτουργία στην εκκλησία τα Μπαμπαλιούρια χωρίζονταν σε δύο ομάδες, όπου η κάθε ομάδα είχε από μία γκάιντα και γυρνούσαν όλο το χωριό. Χτυπούσαν όλες τις πόρτες του χωριού, χτυπούσαν δυνατά τα κουδούνια τους και ο κόσμος τους άνοιγε και τους έδινε λεφτά. Με τα λεφτά που μάζευαν οι τσολιάδες, είτε έκαναν κάποια δώρα στην εκκλησία είτε οργάνωναν άλλα γλέντια στις μεγάλες γιορτές. Όταν τελείωναν τον γύρω του χωριού σταματούσαν στην πλατεία και εκεί στήνανε μεγάλο γλέντι. Τραγουδούσαν και χόρευαν με την συνοδεία της γκάιντας. Όταν νύχτωνε οι τσολιάδες πήγαιναν στα σπίτια τους και γλεντούσαν εκεί μέχρι το πρωί. Την ημέρα των Φώτων γίνονταν πάλι το ίδιο. Το πρωί Εκκλησία, το μεσημέρι έψηναν τις πίτες στο σπίτι και πάλι οι τσολιάδες έστηναν χορό στην πλατεία του χωριού (Δαλαμήτρα Αικατερίνη Μάιος 2012).
ΚΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ
Σήμερα τα Φώτα και οι Φωτισμοί, και χαρές μεγάλες και αγιασμοί.
Σήμερα τα άστρα φωτίζονται και όλα τα νερά καθαρίζονται.
Κάτω στον Ιορδάνη των ποταμό στέκεται η κυρά μας η Παναγιά.
Στέκεται η κυρά μας η Παναγιά, να μας δίνει λάδι αληθινά.
Άγιο-Γιάννη Πρόδρομε φώτισε τον γιο μου, το γιο παιδί.
-Πώς να το βαφτίσω; Θεού παιδί.
Να ανεβεί επάνω στους ουρανούς να μαζεύει λάδι, αληθινούς. Πήραμε τα Φώτα μες στην πόρτα.
Αυτό το τραγούδι δεν είναι βλάχικο. Είναι Θρακιώτικο. Μια γυναίκα από την Θράκη που ήταν νύφη στο χωριό το έμαθε στις γυναίκες του χωριού μου και από τότε συνηθίζεται να το τραγουδούν την ημέρα των Φώτων στο χωριό (συνέντευξη Δαλαμήτρα Αικατερίνη Μάιος 2012)
ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΣ
Τα καλοκαίρια οι κάτοικοι της Καρίτσας ανέβαιναν πάνω στο πρώτο τους χωριό την Φτέρη. Κάθονταν περίπου δύο μήνες εκεί γιατί οι περισσότεροι άντρες του χωριού ασχολούνταν πέραν από την γεωργία και με την υλοτομία. Πάνω στο χωριό ανέβαιναν συνήθως με τα μουλάρια και τα ζώα. Σπάνια υπήρχε κάποιο φορτηγό για να τους πάει. Η κούραση ήταν τρομερή αλλά η αγάπη των ανθρώπων για την Φτέρη τους έκανε να αντέχουν την κάθε δυσκολία. Τον Δεκαπενταύγουστο είχανε σαν ένα μικρό πανηγύρι στην Φτέρη γιατί εκτός από την εκκλησία του Αγίου Αθανασίου στο χωριό υπήρχε και μια εκκλησία αφιερωμένη στην Παναγία. Μερικές μέρες λοιπόν, πριν τον Δεκαπενταύγουστο όσοι άνθρωποι ήταν στο χωριό ξεκινούσαν με την οικογένειά τους και τα ζώα τους για την Φτέρη. Έπαιρναν μαζί τους τρόφιμα και βελέντζες για να σκεπάζονται την νύχτα. Κατά τη διάρκεια του πολέμου οι Γερμανοί έκαψαν τα σπίτια τους και γι αυτό το λόγο οι άνθρωποι κοιμόταν όλοι μαζί στην Βολάνγκα, μια μεγάλη αλάνα απέναντι από την εκκλησία του Αγίου Αθανασίου. Όσοι είχαν την δυνατότητα φτιάχνανε και μικρές καλύβες. Σε περίπτωση που τους έπιανε βροχή κοιμότανε μέσα στην εκκλησία του Αγίου Αθανασίου όλοι μαζί. Το πρωί της Παναγίας πήγαιναν στην εκκλησία για την λειτουργία και μετά έψηναν όλοι μαζί, χόρευαν και τραγουδούσαν (Τrack 7 - Τrack 8 - Τrack 9 - Τrack 10 - Τrack 11 - Τrack 12 - Τrack 13 στο cd της επιτόπιας έρευνας και συνέντευξη Δαλαμήτρα Αικατερίνη Μάϊος 2012).
ΒΛΑΧΙΚΟΙ ΧΟΡΟΙ
Ο χορός στην Καρίτσα επιτελούνταν ως μέρος των δρωμένων της κοινότητας. Η λειτουργία του ήταν συνδεδεμένη με αυτά. Ωστόσο η βαθμιαία κοινωνική διαφοροποίηση και η αλλαγή των κοινωνικών συμφραζομένων συνετέλεσε στην διαφοροποίηση του κοινωνικού πλαισίου του χορού και την διαφοροποίηση ή βαθμιαία παρακμή κάποιων από αυτούς. Ορισμένοι χοροί λοιπόν έχουν εκλείψει τελείως και άλλοι πάλι έχουν μεταλλαχθεί είτε γιατί με το πέρασμα των χρόνων έχουν ξεχαστεί είτε γιατί κάποιοι παραδοσιακοί σύλλογοι έχουν διαφοροποιήσει το ύφος και την λειτουργία της επιτέλεσης των χορών εφόσον έχει εισαχθεί η οργανική συνοδεία και ο χορός εξυπηρετεί πλέον τις εκδηλώσεις των συλλόγων2. Οι κυριότεροι χοροί που χορεύονται από τους συλλόγους της Καρίτσας μέχρι και σήμερα είναι οι εξής:
Τσάμικος: Αντρικός χορός (Track 14 στο cd της επιτόπιας έρευνας)
Μπεράτι: Αντρικός και γυναικείος χορός. Είναι «συγκαθιστός» χορός και χορεύονταν συνήθως στους γάμους όταν οι συγγενείς συνόδευαν τον γαμπρό ή την νύφη στην εκκλησία. Είναι ελεύθερος χορός, δεν έχει συγκεκριμένο σχήμα και έχει μεγάλη ποικιλία βημάτων (Track 15 - Track 16 στο cd της επιτόπιας έρευνας)
Συγκαθιστός Μετσόβου: (Τασιά) Χορός του γάμου και αυτός. Χορεύεται και από άντρες και γυναίκες ελευθέρα και όχι σε κύκλο, σε ζευγάρια αντικριστά. (Track 17 στο cd της επιτόπιας έρευνας).
Βλάχικος Μακεδονίας: (Ζαχαρούλα), είναι μικτός χορός, χορεύεται και από άντρες και γυναίκες σε ξεχωριστούς κύκλους, (διπλοκάγγελο) ή και στον ίδιο. (Track 18 στο cd της επιτόπιας έρευνας).
Συρτό στα τρία: Ρυθμικά και μουσικά ανήκει στα πωγωνίσια αλλά χορεύεται με τον βηματισμό του χορού στα τρία. (Track 19 στο cd της επιτόπιας έρευνας).
Συρτό Μακεδονίας: (Μήλο μου κόκκινο), Κλασικός καλαματιανός χορός 7/8, χορεύεται και από άντρες και γυναίκες σε κύκλο.
Αρβανιτοβλάχικο: χορεύεται ελεύθερα από άντρες και γυναίκες όπου στην συνέχεια σχηματίζουν ζευγάρια.
Πωγωνίσιος: Χαρακτηριστικός ηπειρώτικος ρυθμός και χορός. Κατηγορία τους είναι και τα κοφτά (κοφτός, γιατρός) (συνέντευξη Τσιλιμίγκας Γιάννης Ιούνιος 2012).
Τη χορευτική ταυτότητα την συμπλήρωνε η ενδυματολογική ταυτότητα των Βλάχων. Η φορεσιά υπήρξε αναπόσπαστο και ταυτόχρονα εξελισσόμενο στοιχείο της μουσικοχορευτικής ταυτότητας των Βλάχων. Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της γυναικείας φορεσιάς είναι η ποδιά. Η ποδιά είχε δύο σημασίες: πρώτον την φορούσαν για διακόσμηση και καλαισθησία και δεύτερον για να καλύπτει την πιο ευαίσθητη περιοχή του γυναικείου σώματος. Οι αντρικές φορεσιές των Αρμάνων Βλάχων είναι πιο αυστηρές στην γραμμή και στο χρώμα τους και λιτές στην διακόσμηση εκτός από την γαμπριάτικη φορεσιά. Οι γυναίκες φορούσαν φουστάνι μακρύ μέχρι τον αστράγαλο (μάλλινο για καθημερινό ή γυαλιστερό για γιορτινό), γιλέκο, σιγκούνι, ποδιά (υφαντή στον αργαλειό για καθημερινή ή ταφταδένια για γιορτινή), φαρδιά ζώνη υφασμάτινη με χρυσά σιράτια, κάλτσες, και μαύρα δερμάτινα παπούτσια. Στο στήθος φορούσαν φλουριά και σκουλαρίκια στα αυτιά. Στο κεφάλι φορούσαν ένα μαντήλι απλό με κοπανελίσια δαντέλα. Το χρώμα του φουστανιού ήταν συνήθως μπλε, κεραμιδί ή απαλό πράσινο και η ποδιά τους κόκκινη ή μαύρη με κεντίδια. Την γιορτινή φορεσιά την φορούσαν στις γιορτές, στα γλέντια και την Κυριακή στην εκκλησία. Θα μπορούσαμε λοιπόν να παρατηρήσουμε ότι με το πέρασμα του χρόνου οι αλλαγές στην φορεσιά λόγω της αστικοποίησης και κυρίως της γυναικείας φορεσιάς είχε περισσότερο σχέση με τα είδη του υφάσματος του φουστανιού όχι όμως και με το γενικότερο σχήμα της φορεσιάς το οποίο μαζί με τον βηματισμό αποτελούσε αναπόσπαστο ζητούμενο και μέρος της αισθητικής και της ταυτότητας του χορού, αποτελώντας και άμεσο λειτουργικό του στοιχείο.
Η άντρες φορούσαν παντελόνι (σαλβάρι), λευκό πουκάμισο, κεντημένο γιλέκο, φέσι και τσαρούχια. Πολλές φορές αντί για παντελόνι φορούσαν φουστανέλα (συνέντευξη Τσιλιμήγκας Γιάννης Ιούνιος 2012).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
3.1 ΑΡΧΕΙΑΚΗ ΕΡΕΥΝΑ - ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ
Την αρχειακή έρευνα επιτέλεσα μαζί με την συγχρονική για την συγχρονική προφορική παράδοση της Καρίτσας. Το αποτελεσμα ήταν ο εντοπισμός κάποιων αρχείων βίντεο τα οποία ψηφιοποίησα, τα περιεχόμενά τους περιγράφονται παρακάτω, και τα οποία θα παραδοθούν σαν ψηφιακό αρχείο στον τοπικό σύλλογο. Στο πρώτο βίντεο υπάρχουν 10 τραγούδια τα οποία οι γέροντες του χωριού τα τραγουδούν και κάποια από αυτά τα χορεύουν με τις παραδοσιακές στολές τους στην περιοχή του Αγίου Βασιλείου. Τα τραγούδια αυτά είναι:
Πράσινο μαντήλι
Λάι Θανάση
Να σαν τα μάτια
Μάνα ΄μ στο περιβόλι σου
Πότε θα ρθεί η άνοιξη
Ζαχαρούλα
Ένα δέντρο δυο κλωνάρια
Σέρνει μαυρομάτα το χορό
Καστανιώτικα βουνά
Κελαηδούσε σαν πουλί
Στο δεύτερο βίντεο υπάρχει η αναπαράσταση του βλάχικου γάμου και τα τραγούδια του γάμου. Τα τραγούδια αυτά είναι:
Πάω στη βρύση να πιω κρύο νερό
Βάλε Μηλίτσα ζύμωσε
Σήμερα η μάνα του γαμπρού
Σ΄αυτό το σπίτι που ΄ρθαμε
Σήμερα νιος ξουρίζεται
Στην πέτρα κάθεται ο γαμπρός
Τ΄άλλαξις τ΄αρμάτουσις - Στ΄ανώγια στα κατώγια
Γκίνι λ΄φιάτσι μ΄άλι κούσκρι
Μια Παρασκευή
Να μη μας το μαλώσετε
Έβγα μάνα κυρά μάνα
Ωραία είναι η νύφη μας
Οι πληροφορίες βασίζονται στο DVD Αναπαράσταση του Βλάχικου Γάμου που δημιουργήθηκε από τους δασκάλους του Δημοτικού Σχολείου Καρίτσας και τους μαθητές του στα πλαίσια μιας περιβαλλοντικής εργασίας το 2008.
Απομαγνητοφώνηση και περιγραφή του ΒΛΑΧΙΚΟΥ ΓΑΜΟΥ της Καρίτσας από το αρχείο του DVD.
Ο Βλάχικος γάμος παρουσιάζεται στο βίντεο ως εξής: Το κάλεσμα στο γάμο γινόταν με τσίπουρο – το οποίο ήταν σε ένα μπακιρένιο συνήθως σκεύος – από μια ομάδα φίλων του γαμπρού, τα μπρατίμια, που γύριζαν το χωριό. Ο γάμος ξεκινούσε μια εβδομάδα νωρίτερα. Την Κυριακή η νύφη καλούσε το σόι του γαμπρού στο σπίτι της για να παρακολουθήσουν τη διαδικασία κατά την οποία η μοδίστρα έκοβε το ύφασμα, που θα γινόταν νυφικό, για να το ράψει στη συνέχεια. Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας οι συγγενείς της νύφης και του γαμπρού πετούσαν λεφτά πάνω στο ύφασμα. Την ίδια ημέρα το σόι του γαμπρού έβλεπε και τα προικιά της νύφης τα οποία είχαν πλύνει, σιδερώσει και κατόπιν εκθέσει οι μπρατίμισσες αλλά και οι συγγενείς της νύφης. Τη Δευτέρα και στα δύο σπίτια των μελλονύμφων ξεκινούσαν οι δουλειές που αφορούσαν την καθαριότητα και κυρίως την ετοιμασία των φαγητών. Οι άντρες ανέβαιναν στο βουνό και μάζευαν ξύλα για να κάψουν στο τζάκι, αλλά και να βράσουν στα καζάνια τα φαγητά. Την Τρίτη και την Τετάρτη νύφη και γαμπρός υποδέχονταν τον κόσμο που πήγαινε να «δωρίσει». Τα δώρα ήταν κυρίως μπακιρένια σκεύη. Την Πέμπτη το μεσημέρι οι μελλόνυμφοι έκαναν το τραπέζι ο καθένας στους συγγενείς του. Το βλάχικο γεύμα περιλάμβανε κρέας με πλιγούρι που το είχαν βράσει σε μεγάλα καζάνια. Το γεύμα συνοδευόταν με διάφορα βλάχικα τραγούδια. Το απόγευμα της Πέμπτης όλοι οι συγγενείς μαζεύονταν στο σπίτι του γαμπρού για να «πιάσουν τα προζύμια». Έπρεπε να φέρουν νερό από τη βρύση για να κάνουν τα προζύμια. Ξεκινούσαν για τη βρύση κρατώντας «γκιούμια» στα χέρια τους , δηλαδή μαστραπάδες, δοχεία για να μεταφέρουν το νερό. Κουβαλώντας νερό για το γάμο. Προπορευόταν των γυναικών ένα μικρό παιδί που είχε στο λαιμό του μια κουδούνα, την οποία χτυπούσε δυνατά -για να διώξει τα κακά πνεύματα - και ακολουθούσαν εκείνες τραγουδώντας.
- Πάω στη βρύση να πιω κρύο νερό,
εκεί βρίσκω κόρη που έπαιρνε νερό,
σκύβω να τη φιλήσω και δε με δέχεται,
της τάζω κλωνάρι και ρούσικα φλουριά.
- Δε θέλω κλωνάρι και ρούσικα φλουριά,
δε θέλω ρουμπιέδες και κωνσταντινιά,
μον’ θέλω την αγάπη μου να στέκει να κοιτά.
Όταν οι κοπέλες επέστρεφαν από τη βρύση, έχοντας γεμίσει τα “γκιούμια”, έστρωναν ένα άσπρο σεντόνι και έβαζαν μια ανύπαντρη κοπέλα να κοσκινίσει το αλεύρι ,το οποίο στη συνέχεια θα ζύμωνε. Ένα παιδάκι, του οποίου ζούσαν και οι γονείς του, έπαιρνε με τη χούφτα του τρεις φορές αλεύρι και το έριχνε μέσα στη σκάφη που ζύμωνε η κοπέλα - μπρατίμισσα. Αυτή είχε κρεμασμένη μια κουδούνα στο λαιμό της όση ώρα διαρκούσε το ζύμωμα. Αφού τελείωνε, έφτιαχνε τη ζύμη σαν μια μπάλα στη μέση της σκάφης και πρώτος ο πεθερός έβαζε ένα ασημένιο νόμισμα στο ζυμάρι. Έπειτα οι υπόλοιποι κερνούσαν ρίχνοντας λεφτά μέσα στη σκάφη. Η μπρατίμισσα έπαιρνε με το στόμα της το νόμισμα που υπήρχε στο ζυμάρι. Οι παρευρισκόμενοι προσπαθούσαν να της βουτήξουν το πρόσωπο στο ζυμάρι την ώρα που έσκυβε να πάρει το νόμισμα με το στόμα της κι εκείνη για να αμυνθεί τους πετούσε αλεύρι. Στη συνέχεια χόρευαν γύρω από το προζύμι, τραγουδώντας:
Βάλε Μηλίτσα ζύμωσε
μπουγάτσα για να φτιάξεις,
το φούρνο επαράγγειλα,
το φούρνο παραγγέλνω,
-Φούρνε να ψήσεις το ψωμί,
καλά να το ροδίσεις.
Αμέσως μετά έμπαινε μπροστά στο χορό η πεθερά και τραγουδούσε:
Σήμερα η μάνα του γαμπρού
έχει χαρά μεγάλη.
Παντρεύει το παιδάκι της
και παίρνει μια νυφούλα,
μικρή περιστερούλα.
Οι συγγενείς χόρευαν τραγουδώντας το τραγούδι :
Σ’ αυτό το σπίτι που ’ρθαμε
Καλέ σήμερα...
Ανταλλαγή κουλούρων…
Την Παρασκευή το μεσημέρι γινόταν η ανταλλαγή των κουλούρων. Από το σπίτι του γαμπρού ξεκινούσε ένα παιδάκι με το ρακί σε μπακιρένια ή γυάλινη καράφα και ακολουθούσαν τρεις κοπέλες. Η μία κρατούσε την κουλούρα η άλλη το κόσκινο και η τρίτη σ’ ένα μπακιρένιο σκεύος το ζυμάρι της Πέμπτης. Το κόσκινο ήταν από δέρμα ζώου και η μάνα του γαμπρού έβαζε μέσα τα δώρα που έστελνε στα συμπεθέρια της: δυο ζευγάρια παπούτσια ,ένα για τον πατέρα και ένα για τη μητέρα της νύφης. Την κουλούρα του γαμπρού τη μοίραζαν στο σόι της νύφης ,ενώ της νύφης τη μοίραζαν αντίστοιχα στο σόι του γαμπρού. Η νύφη ανταπέδιδε τα δώρα στην πεθερά της βάζοντας σκουφούνια (χοντρές μάλλινες κάλτσες) για τον πεθερό της και για τους θείους του γαμπρού και κρέπια (μαντήλια κεφαλής) για την πεθερά και για τις θείες καθώς και πουκάμισο για το γαμπρό. Ακολουθούσε γλέντι με γκάιντες. Ιδιαίτερη σημασία είχε το κάλεσμα του κουμπάρου. Την Παρασκευή το μεσημέρι, ο μπράτιμος και κάποιοι φίλοι του γαμπρού πήγαιναν στο «νούνο» κρατώντας ένα μπακιρένιο ή ασημένιο παγουράκι με ρακί και ένα πιάτο με μήλο και στραγάλια και έδιναν το χαμπέρι ότι κίνησε ο γάμος.
Το Σάββατο , από το πρωί οι συγγενείς βοηθούσαν στην ετοιμασία του φαγητού. Έκαναν διάφορες πίτες και ζύμωναν το ψωμί. Οι άντρες έσφαζαν τα ζώα και ετοίμαζαν το κρέας που οι γυναίκες έβραζαν σε μεγάλα καζάνια. Το βράδυ οι γονείς του γαμπρού έβαζαν τραπέζι και τάιζαν τους συγγενείς και τους φίλους τους. Το ίδιο γινόταν και στο σπίτι της νύφης. Το γαμήλιο φαγητό ήταν κρέας με κριθαράκι ή πατάτες. Έπειτα ακολουθούσε γλέντι.
Την Κυριακή οι πεθερές πήγαιναν στην εκκλησία κάθε μία συνοδευμένη από το σόι της. Μετά την εκκλησία ο κόσμος πήγαινε στο σπίτι του γαμπρού και της νύφης και έδινε ευχές. Πριν ο γαμπρός πάει στην εκκλησία έπρεπε να ξυριστεί – από εκεί προκύπτει και η φράση «στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό». Το ξύρισμα ήταν μια τελετουργία. Ο γαμπρός καθόταν σε ένα κάθισμα και μπροστά του είχε ένα ταψί με νερό, σαπούνι και ένα μήλο. Πάνω στον ώμο του είχε μια καινούρια πετσέτα. Ο μπράτιμος άρχιζε το ξύρισμα και οι συγγενείς έριχναν λεφτά στην πετσέτα. Σε όλη τη διάρκεια του ξυρίσματος οι συγγενείς και οι καλεσμένοι τραγουδούσαν δημοτικά και βλάχικα τραγούδια.
«Σήμερα νιος ξουρίζεται,
σήμερα μπαρμπερίζεται.
Γαμπρέμ’ σου πρέπ’ το ξούρισμα
με γεια σου μεχαράσου.
Παίρνει γυαλί γυαλίζεται
το χτένι και χτενίζεται.»
Στη συνέχεια περνούσαν μέσα από το πουκάμισο που θα φορούσε ένα σίδερο για να είναι σιδερένιος, να έχει καλή υγεία. Ένα άλλο τραγούδι που έλεγαν στο ξύρισμα του γαμπρού είναι:
Στην πέτρα κάθεται ο γαμπρός
και η πέτρα απόλυκε νερό
για να ξυρίσουν το γαμπρό.
Τα χέρι που τον ξύριζε
έχει κομμάτι μάλαμα
έχει κομμάτι ασήμι.
Αφού ετοιμαζόταν ο γαμπρός με τους συγγενείς και τους καλεσμένους του και με τη συνοδεία οργάνων (κλαρίνων και γκάιντας) πήγαιναν στο σπίτι του κουμπάρου. Εκεί χόρευαν όλοι μαζί με τον κουμπάρο κρατώντας το φλάμπουρο, το οποίο αποτελούνταν από δύο ξύλα σε σχήμα σταυρού. Πάνω στις τρεις άκρες κάρφωναν τα μήλα – σύμβολο γονιμότητας και καρποφορίας – και στο μεσαίο ξύλο κρεμόταν ένα άσπρο πανί με έναν κόκκινο σταυρό στη μέση. Τα μπρατίμια του γαμπρού έβαζαν μαντήλια στους ώμους των κουμπάρων. Επέστρεφαν στο σπίτι του γαμπρού και όλοι μαζί ξεκινούσαν για το σπίτι της νύφης. Τα μπρατίμια έβαζαν στ’ άλογα μπλακέτες και ιππεύοντας πήγαιναν με το ρακί στη νύφη για να δώσουν το χαμπέρι και να πάρουν τα προικιά της. Οι συγγενείς της νύφης είχαν μαζέψει τα προικιά της σε ένα μπαούλο και μέσα σ’ αυτό έβαζε η μάνα και μια κουλούρα. Τα μπρατίμια έπαιρναν τα προικιά , τοποθετούσαν το μπαούλο στη μέση της αυλής και χόρευαν γύρω απ’ αυτό. Το νυφικό της νύφης το φορούσε ένα παιδάκι αφού προηγουμένως περνούσαν ένα σίδερο μέσα από το νυφικό για να είναι σιδερένια και η νύφη. Μετά, ντυμένη καθώς ήταν, καθόταν στην κόχη- στη γωνία του σπιτιού - και οι συγγενείς τραγουδούσαν γύρω της:
-Τ’ αλλαξίς τ’ αρματουσίς φιάτ’ μ’
τάτουτου νου λου αντριμπάς φιάτ’μ’
κάνου φράσλι νου αντριμπάς φιατ’μ’;
-Τουτς κου αράδα λι αντριμπάι λέλε μου.
Δηλ.- Άλλαξες, αρματώθηκες, κορίτσι μου
τον πατέρα σου δε ρώτησες, κορίτσι μου.
Τουλάχιστον τ’ αδέρφια σου τα ρώτησες κορίτσι μου;
-Όλους με τη σειρά τους ρώτησα.
Στ’ ανώγια στα κατώγια
και στα ψηλά βουνά ρουκίτσες
με κερνούσαν
και μου τραγουδούσαν.
Σύρε μανούλα μ’ παρ’ τα
νύφη θέλω να γίνω
και χέρια να φιλήσω
να πρωτοπροσκυνήσω το πρώτο μου στεφάνι.
Στο μεταξύ είχε έρθει στο σπίτι της νύφης κι ο γαμπρός με τους κουμπάρους και τα μπρατίμια με τη συνοδεία οργάνων και περίμεναν στην αυλή του σπιτιού. Ο αρχιμπράτιμος έμπαινε μέσα στο σπίτι προκειμένου να φορέσει στη νύφη τα παπούτσια. Εκείνη δυσανασχετούσε λέγοντας ότι δεν της «κάνουν» και τον προέτρεπε να της βάλει χρήματα μέσα στα παπούτσια της. Καθώς εκείνος έβαζε τα χρήματα οι συγγενείς της τον χτυπούσαν δυνατά στην πλάτη. Οι συγγενείς του γαμπρού τραγουδούσαν όλοι μαζί:
Γκίνι λ’ φιάτσι μ’ αλί κούσκρι
ντι λι λομ χίλιησα
ντι λιουρτζούμ κάσα αλέη
ντι κτζουμ κάσα ανουάστα.
Καλά κάναμε της συμπεθέρας
που της πήραμε τη θυγατέρα
και άφησε το σπιτικό
της νοικοκυρεύοντας το δικό μας.
Πριν οι κουμπάροι πάρουν τη νύφη από το σπίτι και την πάνε στην εκκλησία αυτή προσκυνούσε και ασπαζόταν την εικόνα της Παναγίας. Όταν έφτανε στην πόρτα γύριζε πίσω και προσκυνούσε τρεις φορές το σπίτι της. Η ατμόσφαιρα ήταν φορτισμένη. Οι γονείς αποχαιρετούσαν τη νύφη. Ο πατέρας ή ο αδερφός της την κρατούσαν και την έβγαζαν από το σπίτι. Τότε τραγουδούσαν το παρακάτω τραγούδι που αποτελεί ένα από τα πιο συγκινητικά σε όλη την τελετουργία του γάμου:
Μια Παρασκευή μικρούλα μου
κι ένα Σάββατο βράδυ
μάνα μ’ έδιωχνε από τ’ αρχοντικό μου
κι ο πατέρας μου κι αυτός μου λέει φεύγα.
Φεύγω κλαίγοντας και παραπονεμένη.
Παίρνω ένα στρατί στρατί το μονοπάτι
βρίσκω ένα δεντρί ψηλό σαν κυπαρίσσι.
Στέκομαι, ρωτώ και το καλεξετάζω.
- Δεντρί μου πού ΄ναι η ρίζα σου
και πού ΄ναι τα κλωνάρια να δέσω τ’ άλογό μου;
Κατά τη διάρκεια της διαδρομής από το σπίτι της νύφης ως την εκκλησία οι συγγενείς της έλεγαν διάφορα τραγούδια όπως:
Να μη μας το μαλώσετε μωρ’ συμπεθερά
να μη μας το μαλώσετε το πουλάκι μας,
είναι μικρή κι αντρέπεται μωρ’ συμπεθερά,
είναι μικρή κι αντρέπεται το πουλάκι μας
και ξέρει από τη μάνα του μωρ’ συμπεθερά,
και ξέρει από τη μάνα του το πουλάκι μας.
Ακολουθούσε το τραγούδι που απευθυνόταν στη μάνα του γαμπρού.
Έβγα μάνα κυρά μάνα,
έβγα να δεις τον γιο σου
πάει μονός κι ήρθε ζευγάρι,
ζευγαράκι ταιριασμένο
και πολύ αγαπημένο.
Οι γονείς του γαμπρού περίμεναν στην εκκλησία. Η μάνα του γαμπρού κρατούσε ένα κόσκινο μέσα στο οποίο είχε την κουλούρα και το «κάιρου» (μαλλί άσπρο που έβαζαν στη ρόκα). Φτάνοντας στην εκκλησία η νύφη, η πεθερά της έβαζε στο κεφάλι την κουλούρα. Μετά η μάνα της νύφης της έδινε ένα μήλο μ’ ένα νόμισμα μέσα κι η νύφη το πετούσε προς τα πίσω. Αν έπιανε το μήλο άντρας ή αγόρι, το πρώτο παιδί που θα γεννιόταν θα ήταν αγόρι. Μετά τη στέψη τα συμπεθέρια γύριζαν στα σπίτια τους και ο κουμπάρος στο δικό του. Η νύφη με τα πεθερκά της, τον άνδρα της και κάποιες μπρατίμισσες πήγαιναν στο σπίτι του γαμπρού. Εκεί η πεθερά την κερνούσε λουκούμι και της έλεγε:
«Ντούλτσε μίνι – Ντούλτσε τίνι τας τριτσέμ ντόιλι γκίνι»
Δηλ. «Γλυκιά εγώ – Γλυκιά εσύ για να περάσουμε κι οι δυο καλά»
Μετά καλούσαν τον κουμπάρο και τα συμπεθέρια για να παραβρεθούν στο γλέντι του γαμπρού, όπου χόρευαν με το κλαρίνο και τραγουδούσαν ως το πρωί.
Το παρακάτω φωτογραφικό υλικό προέρχεται από το Βιβλίο Δημοτικά τραγούδια Καρίτσας Πιερίας.
3.2 ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΗ ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΚΑΡΙΤΣΑΣ (ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ)
Η πρώτη αυτή έρευνα όσον αφορά την Μουσική προφορικότητα στην Καρίτσα μας αποκάλυψε ενδιαφέροντα στοιχεία για την διατήρηση και διαφοροποίηση της προφορικότητας μέσα στον μεταβαλλόμενο κόσμο που την περιβάλλει και στον οποίο συμμετέχει ενεργά. Μέσα στο γυναικείο ρεπερτόριο θα μπορούσαμε να διακρίνουμε δύο κατηγορίες προφορικότητας που μας αποκαλύπτουν τις δύο ταυτόχρονες διεργασίες του «χθές» και του «σήμερα» διαχρονικά στην Καρίτσα:
Η πρώτη κατηγορία αφορά παλαιότατες μελωδίες βλαχόφωνες και ελληνόφωνες που έλκουν την τεχνοτροπία της σύνθεσής τους στον κορμό της οροσειράς της Πίνδου και φανερώνουν την καταγωγή των βλάχων της Καρίτσας από την περιοχή αυτή. Πρόκειται για τα τραγούδια «έβγα μανούλα», «Κάτω στον κάμπο τον τρανό», «μι λο σόμνουλου».
Η δεύτερη κατηγορία αφορά τα τραγούδια αυτά τα οποία έλκουν την καταγωγή τους στο μουσικό σύστημα και τις κωδικοποιημένες μελωδίες της κεντρικής Μακεδονίας ειδικότερα τις παλαιότερες ελληνόφωνες οι οποίες ακολουθούνται και από τις παλαιότερες σλαβόφωνες της περιοχής (βλ.ανέκδοτες επιτόπιες έρευνες Κατσανεβάκη Αθηνά κοινότητα Ανατολικού). Τέτοια είναι τα τραγούδια: «Διώξε με μάνα διώξε με», το Νανούρισμα, «Ούνα Τζούα του Λιβάδι» «Η βλάχα η έμορφη». Ειδικότερα το τελευταίο τραγούδι ακολουθεί την ίδια μελωδία καθιστικού τραγουδιού που τραγουδιέται στην Πυλαία Θεσσαλονίκης (βλ. επιτόπια έρευνα για πτυχιακή εργασία του Τ.Μ.Ε.Τ. από Βέη Χριστιάνα). Το τραγούδι «Ούνα Τζούα του Λιβάδι» μας αποκαλύπτει και μία ακόμη τρίτη κατηγορία που παίζει τον ρόλο της στην μουσική δημιουργία στην Καρίτσα. Προκείται για αστικές βλαχόφωνες μελωδίες που δημιουργήθηκαν κατά την μεγάλη διασπορά τον βλαχων τον 18ο αιώνα. Το τραγούδι αυτό ακολουθεί την γνωστή αστική μελωδία του, αλλά διαφοροποιημένη κατά το μουσικό σύστημα της κεντρικής Μακεδονίας, σε μαλακή χρωματική κλίμακα. Η διαφοροποίηση αυτή πρέπει να έγινε μεταγενέστερα από την υιοθέτηση της αστικής μελωδίας από τους βλάχους της Καρίτσας κάτι που δείχνει ότι ενδεχομένως και η υιοθέτηση του κεντρομακεδονίτικου μουσικού ιδιώματος είναι αρκετά πρόσφατη στην κοινότητα της Καρίτσας.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η λέξη παράδοση γνωρίζει στις μέρες μας μια ξέχωρη ιδιαιτερότητα με μια εντυπωσιακή στροφή των νέων σε αξίες του παρελθόντος ως αντίδραση στον πρόχειρο φιλοπροοδευτισμό που χαρακτηρίζει την εντατικοποίηση της προσπάθειας για κοινωνικό εκσυγχρονισμό. Στην γενική σημασία της η λέξη παράδοση σημαίνει καθετί που παραδίδεται από γενιά σε γενιά, "από πάππου προς πάππον". Μπορεί να εκφραστεί όμως με ποικίλους τρόπους. Ήθη, έθιμα, θρησκευτικές αντιλήψεις, μύθοι, παραμύθια, θρύλοι, μουσική, χορό κτλ. Στην επιστήμη της λαογραφίας μας η λέξη παράδοση εκτός των άλλων είναι και ένα ιδιαίτερο είδος «μνημείων λόγου». Είναι μυθικές λαϊκές διηγήσεις που σχετίζονται με κάποιο συγκεκριμένο τόπο, με ορισμένα φυσικά φαινόμενα και πολλές φορές με ορισμένα ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα. Ο χρόνος στον οποίο αναφέρονται άλλοτε είναι το αόριστο παρελθόν και άλλοτε συγκεκριμένη εποχή. Οι λαϊκές παραδόσεις είναι προϊόντα της μυθοπλαστικής φαντασίας των ανθρώπων, που ενεργοποιούν τον γύρω κόσμο και προσωποποιούν πολλές φορές το φυσικό περιβάλλον. Ταυτόχρονα μεταφέρουν στον χρόνο μέρη από την «αλήθεια» των ίδιων των ανθρώπων που τις δημιουργούν. Μέσα σε αυτές συμμετέχει η μουσική και ο χορός.
Σήμερα, με την τεράστια ανάπτυξη του τεχνικού πολιτισμού, που επιδιώκεται λογική και επιστημονική εξήγηση του κόσμου και των φυσικών φαινομένων, η μυθοπλαστική αυτή τάση του ανθρώπου υποχώρησε αισθητά και τείνει να εξαφανιστεί τελείως. Πολλές όμως από τις παλαιές ή νεότερες παραδόσεις αφορούν τον βαθύτερο ψυχισμό της ανθρώπινης οντότητας γι αυτό και είναι απαραίτητες και αναγκαίες παρά το ¨διαζύγιο¨ που έχει πάρει ο μύθος από τον λόγο και την λογική.
Προσωπικά πιστεύω πως η διατήρηση των παραδόσεων είναι για κάθε λαό υπέρτατο χρέος. Πολλές φορές όμως το θέμα δεν τοποθετείται στις πραγματικές του διαστάσεις, γιατί ο άκαμπτος και τυφλός τρόπος προσκολλήσεως στην παράδοση μπορεί να αποτελέσει την τροχοπέδη όσον αφορά την επανατοποθέτηση και τον επαναπροσδιορισμό της μέσα στον σύγχρονο κόσμο. Γι αυτό ο ιδανικός δρόμος είναι ο συνδυασμός και συγκερασμός της δημιουργικότητας της βασισμένης στην επαναξιολόγησης του παρελθόντος με το παρόν και το μέλλον. Σήμερα ζούμε τη ραγδαία τεχνολογική πρόοδο σε ένα μεγάλο οικουμενικό χωριό και στην υποχρεωτική συνύπαρξή μας με άλλους λαούς δίνουμε και παίρνουμε. Σε αυτό το σημείο έγκειται το πρόβλημα. Στην επιλογή μας δηλαδή για το πώς θα επαναξιολογήσουμε την τοπική μας ταυτότητα σε σχέση με το πλήθος των μηνυμάτων που προέρχονται από την συμμετοχή σε αυτήν την οικουμενική-παγκόσμια ταυτότητα. Η μελέτη των τοπικών πολιτισμών είναι το πρώτο στάδιο μιας τέτοιας αξιολόγησης. Ευχόμαστε κάποτε να είναι αρκετά επαρκή ώστε να μας επιτρέψει μια ταυτόχρονη δημιουργική πρόοδο στα επόμενα στάδια.
Η χορευτική και τραγουδιστική ταυτότητα των Βλάχων της Καρίτσας Πιερίας
Παπαναστάση Στεργιανή
Πανεπιστήμιο Μακεδονίας
Τμήμα Μουσικής Επιστήμης & Τέχνης
Θεσσαλονίκη, 2012
1. Με βάση τον ορισμό που θέτει ο Παύλος Καβουρας τα «Δρώμενα» είναι διακριτές πολιτισμικές εκδηλώσεις. «Η έννοια «δρώμενο» εκφράζει τα διαδραματιζόμενα ή γενικώς τα πραττόμενα, το σύνολο δηλαδή των στοιχείων που συνδέονται με μια πράξη (μια οποιαδήποτε πράξη κοινή ή εξαιρετική), τόσο με την διαδικασια όσο και με το αποτέλεσμά της» (Κάβουρας,1997,45-46). Παρ’ όλα αυτά είναι σημαντικό να διαχωρίσει κανείς τα «εθνογραφικά δρώμενα» από τα δρώμενα «εκεί πέρα στον κόσμο» όσο και αν σχετίζονται μεταξύ τους βασιζόμενα σε μία αιτιακή σχέση (Κάβουρας, 1997,45). Στην περίπτωσή μας θα ασχοληθούμε περισσότερο με ότι αφορά το εθνογραφικά δρώμενα της Φτέρης –Καρίτσας. Αναπόσπαστο κομμάτι της διαδικασίας του δρωμένου είναι η «επιτέλεση» (ο.π.50).
2. Για τον ρόλο των συλλόγων στην χορευτική δραστηριότητα και την διαμόρφωση μιας νεότερης χορευτικής ταυτότητας μέσα από αυτούς βλέπε το αντίστοιχο άρθρο της Ρένας Λουτζάκη (Λουτζάκη 1999).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Δημοτικά τραγούδια Καρίτσας Πιερίας, Μαθητική εργασία στα πλαίσια περιβαλλοντικής εκπαίδευσης, Εκδοτικός οίκος Όλυμπος, Κατερίνη 1997, σελ 18-28, 33-45.
Κάβουρας 1997, «Τα δρώμενα από εθνογραφική σκοπιά: μέθοδοι, τεχνικές και προβλήματα καταγραφής ». Στο δρώμενα: Σύγχρονα μέσα και τεχνικές καταγραφής τους ( Α΄ Διεθνές συνέδριο 4-6 Οκτωβρίου 1996, Πρακτικά), Κομοτηνή, Κέντρο Λαϊκών Δρώμενων, 1997, σελ 45-80.
Κουκούδης Αστέριος 2000, Οι Μητροπόλεις και η διασπορά των Βλάχων, Εκδόσεις Ζήτρος.
Λουτζάκη Ρένα, 1999: «Ο σύλλογος ως χώρος χορευτικής δραστηριότητας». Στο: Μουσικές της Θράκης. Μια διεπιστημονική Προσέγγιση: Έβρος, Σύλλογος Οι Φίλοι της Μουσικής, Ερευνητικό Πρόγραμμα Θράκη, Αθήνα, 1999, σελ 209- 268.
Νικολάου Μιχαήλ Χατζή, « NOI MERANLJI ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΜΗΛΙΩΤΕΣ», Γενεαλογικά δέντρα όλων των κατοίκων και ιστορία της Μηλιάς Μετσόβου, Έκδοση πρώτη, Αθήνα 2007, σελ 13-23.
Χρυσοχόου Μιχαήλ, Βλάχοι και Κουτσόβλαχοι, Αθήνα 1909, σελ 14.
https://www.wikipedia.org
http://www.almyros.vlahoi.net/costumes.htm
https://www.vlachs.gr/el/various-articles/oi-egkatastaseis-ton-vlahon-stin-katerini-stis-arxes-tou-20ou-aiona