Φίλος φιλοπαίγμων δεν χάνει την ευκαιρία να εξακοντίζει τα βελάκια του κάθε φορά που χρησιμοποιώ βλάχικες λέξεις στα «ΕφΣύνεια» κείμενά μου της Τρίτης.
Κάποιοι άλλοι δυσανασχετούν που χρησιμοποιώ, ενίοτε, βλαχολέξεις και βλαχοφράσεις.
- Τι τα θέλεις αυτά, έχει πεθάνει η γλώσσα.
Μια άλλη ομάδα αντιτείνει:
- Το κάνεις που το κάνεις, βάλ’ τα στο λατινικό αλφάβητο.
Συχνά αναρωτιέμαι αν τα σχόλια αναδεικνύουν την υποδεέστερη θέση κάποιων γλωσσών στον δημόσιο διάλογο. Ο λόγος, στον ραδιοτηλεοπτικό λόγο, ου μην και ο προφορικός, είναι διάστικτος από αγγλικούρες ή γαλλικούρες, ως τεκμηρίωση της ισχύος των λεγομένων, αλλά και της εδραίας θέσης του ομιλούντος/σας στο διεθνές πεδίο. Ηγουν, παίζει τη γλώσσα στα δάχτυλα.
Οι γλώσσες είναι γέφυρες με άλλους πολιτισμούς. Όποιες κι αν είναι αυτές. Γίνονται το αποθετήριο πολύχρονης λαϊκής θυμοσοφίας. Με λιτό και ποιητικό τρόπο σχολιάζουν. Ο λαϊκός λόγος, σε όλο τον πλανήτη, δεν είναι απλοϊκός και αφελής, όπως κάποιες φορές ισχυρίζονται οι εγγράμματοι. Που τους μπόλιασαν με την άποψη πως η γλώσσα των λαϊκών ανθρώπων -στην περίπτωσή μας τα βλάχικα- δεν έχει δύναμη.
Τρανό παράδειγμα η παροιμιακή φράση «Λου αβεάμου τρ’ μούλου κου κίπρου», δηλαδή τον είχαμε για μουλάρι με κυπρί. Και συνεχίζει η παροιμία: «...σ’ ν’ λιτί τ ’ρου κου τσόκανου» (...και μας βγήκε γαϊδούρι με τσοκάνι).
Η κυριολεξία είναι η εικόνα του μουλαριού με κυπρί και του γαϊδάρου με τσοκάνι. Πρόκειται για εικόνες γνωστές, τουλάχιστον στους μεγαλύτερους. Οι άνθρωποι της υπαίθρου παίρνουν εικόνες από τη δική τους ζωή. Όμως, δεν σταματούν εκεί. Δίνουν μεταφορική σημασία σ’ αυτό που περιγράφεται.
Αγόρασαν λοιπόν κάποιοι ένα ζώο που πίστευαν ότι ήταν μουλάρι και θα ήταν γερό, να κάνουν τις σκληρές μεταφορές τα παλιά χρόνια. Θα το στόλιζαν με κυπρί και θα το έβαζαν στην κορφή της μετακίνησης από το βουνό στον κάμπο κι αντίστροφα.
Όμως, έπεσαν έξω. Μάπα το καρπούζι, κατά τη λαϊκή φράση. Αποδείχτηκε κατώτερο των δικών τους προσδοκιών. Τους βγήκε γαϊδούρι. Με τσοκάνι, του οποίου ο ήχος δεν είναι καθαρός σαν του κυπριού. Δεν μπορούσαν να είναι περήφανοι γι’ αυτό. Αυτό λεγόταν γενικά για κάτι που αποδείχτηκε κατώτερο όσων περίμεναν. Το χρησιμοποιούσαν για τους γαμπρούς που τους πήραν για νταμάρι. Για νοικοκύρηδες. Κι αποδείχτηκαν ζούφιοι. Αχαΐρευτοι.
Θα μπορούσε η παροιμία αυτή να γίνει το έμβλημα των απογοητεύσεων στην εποχή μας. Από την τραγική διάψευση όσων καλαφατίζονται από τις διαφημίσεις και τα ΜΜΕ. Μεγάλα λόγια και ύφος παγωνιού. Που απευθύνονται στο θυμικό και επιδιώκουν τη χειραγώγηση της βούλησης.
Η βλάχικη παροιμία αναδύεται στον δημόσιο λόγο, μειδιώντας περιπαικτικά με την ευκολία που ξεγελιούνται οι άνθρωποι στην εποχή μας.
Ευάγγελος Αυδίκος
πηγή: ΕφΣυν