Τίνι αβγιάη δίκι, μίνι νου αβγιάμ μίντι. Ο πονηρός Βλάχος στο Ειρηνοδικείο Φιλιατών

Μαρκάλο. Φωτογραφία: Νίκος ΚέλλαςΗ χιουμοριστική ιστορία που θα διαβάσετε περιλαμβάνεται στο νέο βιβλίο του Παύλου (Πολ) Μαντέλου που κυκλοφόρησε πρόσφατα με τίτλο ΤΑ ΦΙΛΙΑΤΙΩΤΙΚΑ (εύθυμες ιστορίες, γεγονότα και φωτογραφίες από το παλιότερο Φιλιάτι).

Την έγραψα και την έδωσα για το βιβλίο του, τον φετινό Μάρτιο, μετά από την ευγενική παράκληση του Πολ. Αγαπητέ φίλε εύχομαι να είναι καλοτάξιδο το νέο σου βιβλίο και να αποτελεί ένα μήνυμα αισιοδοξίας ότι το αγαπημένο σου Φιλιάτι, παρά τις δυσκολίες που περνάει, θα καταφέρει πάλι, όπως και στο παρελθόν, να σταθεί όρθιο στα πόδια του!
Η οικογένεια των Μπεζαίων είναι από τις παλιότερες της Θεσπρωτίας. Ο προπάππους μου Ζήκος Μπέζας, ένας από τους εξυπνότερους τσελιγκάδες των βλάχων, πέθανε νέος από άγνωστη αιτία στα βουνά της Φούρκας, πάνω από την Κόνιτσα, αφήνοντας ορφανά τα επτά παιδιά του, δύο αγόρια τον Αντώνη (Ντόνα) και τον Μιχάλη (Μίχα) και πέντε κόρες.
Το επώνυμο Μπέζας, σύμφωνα με τις διηγήσεις των παλαιότερων, προέκυψε από τον Γιαννάκη Καραλή,(αρχικά ονομαζόταν Γιαννάκης Σιάκας), πατέρα του Ζήκου, που ήταν και αυτός μεγαλοτσέλιγκας και άνθρωπος εμπιστοσύνης για τους Τούρκους και τους Χριστιανούς. Οι Τούρκοι, βλέποντας στο πρόσωπό του έναν άνθρωπο που κρατάει το λόγο του, του προσέδωσαν το παρατσούκλι Μπέσας, από την αρβανίτικης προέλευσης λέξη «μπέσα» και με παραφθορά Μπέζας, το οποίο παρέμεινε σαν επίθετο στους απογόνους του.
Στην πραγματικότητα η «μπέσα», τότε, καθόριζε ένα πρότυπο συμπεριφοράς με βάση τις αξίες μιας ομάδας ατόμων. Τα μέλη της, θεωρούσαν τις προφορικές δεσμεύσεις απαραβίαστες ενώ επιταγή αποτελούσε η απόδοση τιμής σε συντοπίτες και συγγενείς, σύμφωνα με τα εκάστοτε συμφέροντα και τους ηθικούς κανόνες της εποχής. Στη συνέχεια, λόγω της σύγχρονης αστικοποίησης, το περιεχόμενο της «μπέσας» έγινε συγγενικό με έννοιες όπως η αξιοπιστία, η αξιοπρέπεια και το φιλότιμο.

Αυτές ακριβώς οι έννοιες, αποτελούσαν τα βασικά χαρακτηριστικά του αείμνηστου πατέρα μου Εμμανουήλ Μπέζα, πρωτότοκου γιου του Αντώνη (Ντόνα) Μπέζα και εγγονού του Ζήκου. Ήταν απόφοιτος της Νομικής Σχολής Θεσσαλονίκης και της Παντείου Ανωτάτης Σχολής Πολιτικών Επιστημών, και παρότι μεγάλωσε σε κτηνοτροφική οικογένεια, είχε ιδιαίτερη έφεση στα γράμματα, συνέγραψε βιβλία και άσκησε τη δικηγορία, κυρίως σαν έγκριτος ποινικολόγος, επί 35 περίπου χρόνια έως τον αναπάντεχο θάνατό του στο Νοσοκομείο Φιλιατών.
Είχε ιδιαίτερη αγάπη για το Φιλιάτι λόγω της καταγωγής της μητέρας μου (από το Πλαίσιο/Πλησίβιτσα) και των πολλών βλάχων συγγενών του στην ευρύτερη περιοχή. Είναι πολλές οι σοβαρές υποθέσεις που χειρίστηκε αλλά και πολυάριθμες οι χιουμοριστικές ιστορίες που έζησε στις αίθουσες των Δικαστηρίων της Θεσπρωτίας, της Κέρκυρας, των Ιωαννίνων και αλλού. Μια από αυτές, τη δεκαετία του ’70 όταν ήμουν μαθητής στο Γυμνάσιο Ηγουμενίτσας, που διαδραματίστηκε στο Ειρηνοδικείο Φιλιατών, θα σας την διηγηθώ στη συνέχεια:

ΜΠΕΖΑΣ ΜΑΝΩΛΗΣΜΠΕΖΑΣ ΜΑΝΩΛΗΣΤίνι αβγιάη δίκι, μίνι νου αβγιάμ μίντι

Δύο μεγάλες βλάχικες κτηνοτροφικές οικογένειες των Φιλιατών βρίσκονταν χρόνια σε αντιπαλότητα στο πλαίσιο ενός έντονου επαγγελματικού ανταγωνισμού.
Ο «πρωταγωνιστής», συστηματικός δικομανής και παμπόνηρος και μέλος της μιας οικογένειας, μπήκε κάποια μέρα φουριόζος στο γραφείο του πατέρα μου στην Ηγουμενίτσα ζητώντας επιτακτικά να κάνει μήνυση σε μέλος της άλλης οικογένειας.
Ο λόγος; Γιατί τα τσομπανόσκυλα της «αντίπαλης» οικογένειας παρενοχλούσαν το κοπάδι του και με τα γαβγίσματά τους δεν μπορούσαν να «μαρκαλιστούν» (ζευγαρώσουν) οι προβατίνες του! Προφανώς αυτή ήταν η πρόφαση, η αιτία ήταν άλλη…

 - Δεν γίνεται, του απάντησε ο πατέρας μου. Είναι σοβαρά πράγματα αυτά που μου λες;
 - Εγώ επιμένω και το απαιτώ γιατί είμαι πελάτης σου χρόνια και σ’ έχω υποστηρίξει.
 - Μα θα γίνουμε ρεζίλι στο Δικαστήριο και θα χάσουμε τη δίκη. Αυτό που λες δεν μπορεί να αποδειχτεί.
 - Εγώ θέλω να κάνω μήνυση και σε πληρώνω όσα μου ζητήσεις.
 - Δεν τα θέλω τα λεφτά σου! Εγώ δεν ξεκινάω δίκες όταν ξέρω εκ των προτέρων ότι θα τις χάσω γιατί δε θέλω να κοροϊδεύω τους πελάτες μου, του απάντησε ο πατέρας μου. Σε αντίθεση βέβαια με άλλους δικηγόρους που έσπρωχναν τέτοιους δικομανείς πελάτες σε δίκες, ακόμη και αν ήξεραν ότι θα τις χάσουν, προκειμένου να επωφεληθούν οικονομικά.
 - Καλά, αυτό το παιδί που έχεις, αντέτεινε ο «πρωταγωνιστής», δείχνοντας εμένα που βρισκόμουν εκείνη την ημέρα στο γραφείο, δεν θέλεις να σπουδάσει; Λεφτά δεν θέλεις για το παιδί σου, τσομπάνο θα τον αφήσεις σαν και μένα;
 - Ναι ρε, τσομπάνο θα τον αφήσω, αλλά τις ανοησίες που μου ζητάς εσύ δεν πρόκειται να τις κάνω. Φύγε και σταμάτα αυτές τις κόντρες γιατί δεν θα σας βγούνε σε καλό, έκλεισε τη συνομιλία μαζί του ο πατέρας μου, φανερά εκνευρισμένος.

Η συνέχεια δόθηκε μετά από εβδομάδες στο Ειρηνοδικείο Φιλιατών απέναντι από το καφενείο του Νείλου του Σπανόπουλου, όπου δίκαζε εκείνη τη μέρα ο πταισματοδίκης.
Όταν ο πατέρας μου βρέθηκε εκεί, για κάποια άλλη υπόθεσή του, έπεσε κυριολεκτικά πάνω στον «πρωταγωνιστή» που είχε καταθέσει μόνος του μήνυση. Υπήρχε τότε στο Φιλιάτι ο δικολάβος, ο Νίκο Κίκος, που «ετοίμαζε» ότι ήθελες και πολλές φορές πληρώνονταν με ούζα. Σου έλεγε, «πήγαινε και πλήρωσε 10 ούζα στον Κώτσια Μάνθο»…

 - Δεν έχετε συνήγορο, τον ρώτησε ο Πταισματοδίκης;
 - Δεν έχω κανέναν.
 - Δεν έχεις τον κύριο Μπέζα που τον βλέπω στην αίθουσα;
 - Τι να τον κάνω κύριε Πρόεδρε τον δικηγόρο, απάντησε ο «πρωταγωνιστής». Αυτοί (οι δικηγόροι) δεν έχουν ιδέα από προβατίνες και «μαρκαλίσματα». Μόνο να γράφουν στα χαρτιά ξέρουν.
 - Δεν αντιλαμβάνομαι κύριε το χιούμορ σας. Σας υπενθυμίζω ότι βρίσκεστε σε αίθουσα Δικαστηρίου.
 - Μα γι’ αυτό το λόγο έκανα μήνυση κύριε Πρόεδρε.
 - Γιατί δε συνεννοήθηκες με τον κύριο Μπέζα που σε άλλες δίκες τον είχες δικηγόρο; Κάτι θα ξέρει αυτός.
 - Τι λέτε κύριε Πρόεδρε, που να ξέρει αυτός. Τα κριάρια των Μπεζαίων ήταν πάντα «σιούτα» (χωρίς κέρατα), είπε κλείνοντας το μάτι ο «πρωταγωνιστής» για να μπερδέψει τον Δικαστή!
 - Τα κριάρια των Μπεζαίων ήταν «σιούτα», μήπως όμως οι δικές σου προβατίνες είναι «στέρφες» (στείρες), του απάντησε ο πταισματοδίκης -που καταγόταν κι’ αυτός από κτηνοτροφική οικογένεια της Λευκάδας- και δε σου φταίνε τα τσομπανόσκυλα του γείτονα;
 - Άσε μας άνθρωπέ μου να ασχοληθούμε με καμιά σοβαρή υπόθεση. Εδώ είναι Δικαστήριο, δεν βγάζει ο καθένας τις ιδιοτροπίες του, άστραψε και βρόντηξε ο πταισματοδίκης!
 - Εντάξει κύριε Πρόεδρε είπε τρομοκρατημένος ο «πρωταγωνιστής», αποσύρω τη μήνυση.

Και γυρνώντας προς τον πατέρα μου που παρακολουθούσε αποσβολωμένος το διάλογο με τον Δικαστή, του λέει στα φαρσαριώτικα βλάχικα που μιλούν οι βλάχοι της Θεσπρωτίας «Α ρε Μανώλη, τίνι αβγιάη δίκι, μίνι νου αβγιάμ μίντι», δηλαδή «εσύ είχες δίκιο, εγώ δεν έχω μυαλό στο κεφάλι»! Θα σε περιμένω να τελειώσεις για να κεράσω μια μπύρα.

 - Σε μένα αναφέρθηκες, του φώναξε ο Δικαστής;
 - Όχι κύριε Πρόεδρε, απάντησε ο πατέρας μου. Για τον εαυτό του λέει, ότι δεν έχει μυαλό στο κεφάλι. Ευτυχώς του επανήλθε η αυτογνωσία…
 - «Η μωρία αδελφή της πονηρίας έφυ», (ο μωρός έχει αδελφό τον πονηρό), όπως είπε και ο Σοφοκλής, παρατήρησε ο πταισματοδίκης που ήξερε ότι ο πατέρας μου ήταν λάτρης της καθαρεύουσας και της αρχαίας ελληνικής γραμματείας.

Και αργά το μεσημέρι, όταν τελείωσαν οι δίκες, κατέληξαν και οι δύο τους στην ψησταριά του Τσότση στην πάνω πλατεία στο Φιλιάτι για να φάνε ψητό και να πιούνε μπύρα και όταν γύρισε ο πατέρας μου στο σπίτι μας έφερε τυλιγμένο στη λαδόκολλα ένα κομμάτι ζεστό και πεντανόστιμο κοκορέτσι!

Γράφει ο Αντώνης Μπέζας
πηγή: https://www.thespro.gr

Μαρκάλο. Φωτογραφία: Νίκος ΚέλλαςΜαρκάλο. Φωτογραφία: Νίκος Κέλλας

Αναζήτηση