Κατά τη διάρκεια των τουρκικών χρόνων, στις πλαγιές του Ολύμπου και των γύρω ορεινών όγκων αναπτύχθηκε μία σχετικά μικρή σε αριθμό, αλλά πολύ δυναμική ομάδα βλάχικων οικισμών και εγκαταστάσεων, αποκομμένων κατά κάποιον τρόπο από τον κύριο κορμό των βλαχοχωριών, που την ίδια περίοδο μοιάζει να συγκεντρώθηκαν ή να αποτραβήχτηκαν κατά μήκος της Πίνδου.
Γενικά
Kαθώς οι βλάχικοι οικισμοί και οι εγκαταστάσεις της περιοχής του Ολύμπου βρίσκονται μοιρασμένοι σε μακεδονικά και θεσσαλικά εδάφη, η ιστορία τους θα μπορούσε να χαρακτηριστεί τόσο μακεδονική, όσο και θεσσαλική. Ωστόσο, με την ενσωμάτωση του μεγαλύτερου μέρους της Θεσσαλίας στην Ελλάδα, το 1881, η περιοχή του Ολύμπου-Ελασσόνας εξαιρέθηκε και παρέμεινε στην οθωμανική κυριαρχία, ενισχύοντας περισσότερο τη μακεδονική διάσταση της ταυτότητας αυτής της ομάδας. Αν και ο όρος Ολύμπιοι Βλάχοι είναι μάλλον αδόκιμος και σίγουρα νεολογικός η χρήση σου στην παρούσα εργασία είναι απλά προσδιοριστική.
Μετά τη λήξη της επανάστασης του 1821 και στα μέσα περίπου του 19ου αιώνα, γύρω από τον Όλυμπο, υπήρχαν πέντε βασικά ορεινά βλαχοχώρια. Σε αυτά θα πρέπει να προσθέσουμε και μία μικρή ομάδα περιφερειακών οικισμών, που λειτουργούσαν είτε ως χειμαδιά, είτε ως εποχιακές αγροτοκτηνοτροφικές εγκαταστάσεις. Εκτός όμως από τα χωριά και τους περιφερειακούς οικισμούς τους, οι Ολύμπιοι Βλάχοι δημιούργησαν εγκαταστάσεις-παροικίες σε γειτονικά αστικά και διοικητικά κέντρα. Προς τα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ου, η σταδιακή κάθοδος του ορεινού πληθυσμού είχε σαν αποτέλεσμα την παγίωση νεότερων εγκαταστάσεων-αποικιών σε γειτονικούς πεδινούς οικισμούς. Σήμερα, όλα αυτά τα χωριά, οι οικισμοί, οι εγκαταστάσεις, οι παροικίες και οι αποικίες μοιράζονται ανάμεσα στις επαρχίες Ελασσόνας, Κοζάνης και Πιερίας.
Από τα πέντε βασικά βλαχοχώρια, στην επαρχία Ελασσόνας υπάγονται δύο, το Λιβάδι ή Βλαχολίβαδο, στις νότιες πλαγιές του όρους Τίταρος, και ο Κοκκινοπλός, στις ανατολικές πλαγιές του Ολύμπου. Στο νομό Πιερίας υπάγονται η Φτέρη, η οποία βρίσκεται στη συμβολή των Πιερίων με τον Τίταρο, και η Μηλιά ή Άνω Μηλιά, στις ανατολικές πλαγιές των Πιερίων. Στην επαρχία Κοζάνης, στις δυτικές πλαγιές του Τίταρου, υπήρχε άλλοτε το Νεοχώρι. Η Μηλιά έπαψε να θεωρείται βλαχοχώρι, ίσως από τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Στα μέσα περίπου του β' μισού του 19ου αιώνα, το Νεοχώρι εγκαταλείφθηκε και από τους τελευταίους κατοίκους του. Η Φτέρη εγκαταλείφθηκε οριστικά μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και οι κάτοικοί της εγκαταστάθηκαν συλλογικά στο χειμαδιό που είχαν ήδη διαμορφώσει στην Καρίτσα Πιερίας. Ο Κοκκινοπλός εξακολουθεί να συγκεντρώνει ένα μικρό αριθμό κατοίκων, αν και κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα οι Κοκκινοπλίτες δημιούργησαν νέες εγκαταστάσεις- αποικίες στην περιφέρεια του Ολύμπου, με πιο σημαντικές τα Καλύβια Ελασσόνας και το Δίο Πιερίας. Μόνο το Βλαχολίβαδο παραμένει ακμαίο, έχοντας συγκρατήσει τους κατοίκους του. Πέρα από αυτά τα πέντε βασικά βλαχοχώρια, υπάρχουν ενδείξεις πως ο αριθμός τους ίσως ήταν κάποτε μεγαλύτερος και στην ομάδα τους ίσως συμπεριλαμβάνονταν και κάποια από τα γειτονικά χωριά, που εδώ και αρκετές γενιές θεωρούνται γκραίκικα.
Στις εγκαταστάσεις-παροικίες που δημιούργησαν οι Ολύμπιοι Βλάχοι σε αστικά, οικονομικά και διοικητικά κέντρα της γύρω περιοχής εντάσσονται τα Σέρβια της Κοζάνης, όπου ο κύριος όγκος των κατοίκων βλάχικης καταγωγής εγκαταστάθηκε εκεί κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, προερχόμενοι από τα βλαχοχώρια του Ολύμπου. Το ίδιο συμβαίνει και με την πόλη της Κατερίνη, η οποία αναπτύχθηκε σε δυναμική πολιτεία με τη μαζική εγκατάσταση και την ουσιαστικότερη συμβολή Ολύμπιων Βλάχων. Μέχρι ένα βαθμό, στην ομάδα του Ολύμπου θα πρέπει ίσως να συμπεριληφθούν και οι βλάχικες εγκαταστάσεις στην Ελασσόνα και την Τσαρίτσανη, αν και στη δημιουργία τους συνέβαλαν κατά πολύ περισσότερο Βλάχοι προερχόμενοι από τα ημινομαδικά βλαχοχώρια των Γρεβενών-Βόρειας Πίνδου. Στην ομάδα του Ολύμπου θα πρέπει ακόμη να συμπεριλάβουμε και το χωριό Άγιος Σπυρίδωνας Πιερίας, του οποίου όμως ο οικιστικός πυρήνας δημιουργήθηκε από Βλάχους της Σαμαρίνας. Το χωριό Πέτρα Πιερίας, όπως θα εξετάσουμε αναλυτικότερα θα πρέπει να ήταν άλλοτε ένα από τα βασικά βλαχοχώρια του Ολύμπου, που όμως εγκαταλείφθηκε και επανασυστήθηκε ως νεότερος οικισμός κυρίως από Αρβανιτόβλαχους, στις αρχές του 20ου αιώνα.
Στις αρχές του 20ου αιώνα, το 1905, και σύμφωνα με τις μετριοπαθείς εκτιμήσεις των ελληνικών προξενικών αρχών στη Θεσσαλονίκη, οι Ολύμπιοι Βλάχοι αριθμούσαν 1.270 οικογένειες και περίπου 6.000 ψυχές. Σε αυτούς συμπεριλαμβάνονταν οι κάτοικοι του Βλαχολίβαδου, του Κοκκινοπλού, της Φτέρης-Καρίτσας, του Αγίου Σπυρίδωνα και ένα μέρος των Βλάχων της Κατερίνης3. Συνυπολογίζοντας, όμως, και ορισμένες άλλες ταυτόχρονες δημογραφικές αναφορές για τα βλαχοχώρια και τις εγκαταστάσεις γύρω από τον Όλυμπο, όπως και κάποιες ομάδες νομάδων Αρβανιτόβλαχων που κινούνταν στην περιοχή, αλλά και τους Βλάχους κατοίκους των Σερβίων, τότε οι Βλάχοι της περιοχής που εξετάζουμε θα πρέπει να αριθμούσαν τουλάχιστον 8.000 ψυχές, δίχως να συνυπολογίζουμε την πολυάριθμη παροικία των Ολύμπιων Βλάχων στη Θεσσαλονίκη.
Οι πρώτες αναφορές. Οι Βυζαντινοί Χρόνοι
Όπως ήδη έχει αναφερθεί,4 οι πρόγονοι των σημερινών Ολύμπιων Βλάχων θα πρέπει να αποτελούσαν μέρος του βλάχικου πληθυσμού που κατά τη διάρκεια των βυζαντινών χρόνων στάθηκαν η αιτία να επικρατήσει το όνομα "Μεγάλη Βλαχία" για μία γεωγραφική περιοχή της κεντρικής Ελλάδας, η οποία λίγο ή πολύ ταυτίζεται με τη σημερινή Θεσσαλία. Το ερώτημα όμως που παραμένει είναι το πως βρέθηκαν να κατοικούν στην περιοχή του Ολύμπου άνθρωποι που μιλούν μία λατινογενή γλώσσα. Ο Αχιλλέας Λαζάρου ανάγει την γέννηση αυτών των λατινόφωνων πριν τον 6ου αιώνα, καθώς δεν είναι απίθανο να είχε εκλατινιστεί γλωσσικά μέρος των αρχαίων πληθυσμών, όπως οι Περραιβέοι, που ζούσαν νότια του Ολύμπου.5
Σύμφωνα με μία αρκετά ρομαντική άποψη, που δύσκολα τεκμηριώνεται, και η οποία ωστόσο ίσως αξίζει περισσότερη προσοχή και έρευνα, ένα μέρος των λατινόφωνων προγόνων των Ολύμπιων Βλάχων πιθανά προέρχονταν από την αρχαία μακεδονική πόλη του Δίου, στην πεδιάδα της Πιερίας. Η ρωμαϊκή αποικία, που δημιουργήθηκε στο Δίο, ίσως στάθηκε κέντρο εκμάθησης της λατινικής από τους γηγενείς κατοίκους και τα δημώδη λατινικά ίσως επιβίωσαν στην περιοχή, πιθανότατα σε παράλληλη χρήση με τα ελληνικά, τουλάχιστον μέχρι τον 5ο αιώνα. Όταν τον 5ο αιώνα η πόλη του Δίου ερήμωσε σταδιακά λόγω των συνεχών επιδρομών, αρχικά των Γότθων και αργότερα των Σλάβων, ο πληθυσμός της φαίνεται πως αποτραβήχτηκε προς τις γειτονικές και ασφαλέστερες ορεινές περιοχές του Ολύμπου. Το γεγονός αυτής της πληθυσμιακής μετατόπισης ίσως επιβεβαιώνεται και από την αντικατάσταση της εκκλησιαστικής επισκοπής Δίου από μία νεότερη επισκοπή με έδρα πάνω στις πλαγιές του Ολύμπου, την επισκοπή Πέτρας.6 Ωστόσο αυτή η περίπτωση δημογραφικής και εκκλησιαστικής αναδιάρθρωσης δεν πρέπει να ήταν η μοναδική που σημειώθηκε στην περιοχή του Ολύμπου εκείνες τις εποχές. Γύρω στον 7ο αιώνα και πιθανά για τους ίδιους λόγους ανασφάλειας τα Σέρβια γίνονται έδρα επισκοπής, αντικαθιστώντας μία παλαιοχριστιανική επισκοπή που είχε έδρα στο γειτονικό οικισμό της Καισάρειας. Η Καισάρεια βρίσκονταν στην περιοχή του ομώνυμου σημερινού χωριού της Κοζάνης, δίπλα στο ρου του Αλιάκμονα και ήταν ένας από τους οικισμούς που ιδρύθηκε και γνώρισε ιδιαίτερη ανάπτυξη κατά τη διάρκεια των ρωμαϊκών χρόνών. Με την ενίσχυση των Ρωμαίων η Καισάρεια φέρεται να είχε αντικαταστήσει τη γειτονική Αιανή ως έδρα του «Κοινού» των Ελιμειωτών και αναφέρεται ως έδρα επισκοπής από τον 4ο αιώνα.7 Εκτός της Καισάρειας με το τόσο χαρακτηριστικό ρωμαϊκό όνομα και παρελθόν, η ύπαρξη στη γύρω περιοχή των Σερβίων και της Ελασσόνας ενός αξιόλογου αριθμού τοπωνυμίων με λατινική προέλευση έρχεται να ενισχύσει την άποψη πως τα λατινικά δεν ήταν απλά η γλώσσα της διοίκησης. Ενδεικτικό της επιβίωσης λατινόφωνων πληθυσμών ίσως είναι το γεγονός πως από το 12ο αιώνα η επισκοπή Πέτρας αναφέρεται και ως επισκοπή Σαγουδανείας. Ίσως, λοιπόν, κάπου κοντά στην Πέτρα κατοικούσαν οι πιθανότατα λατινόφωνοι εν μέρη Σαγουδάτοι του 6ου αιώνα.8
Η πρώτη, όμως, και σαφέστερη αναφορά για την ύπαρξη Βλάχων στην περιοχή του Ολύμπου μας μεταφέρεται πολύ αργότερα από την Άννα την Κομνηνή. Η οποία μας πληροφορεί για την ύπαρξη, στα 1083, ενός χωριού Βλάχων με το όνομα Εζεβάν κάπου ανάμεσα στον Όλυμπο και τον Κίσαβο.9 Το χωριό αυτό είναι πολύ πιθανό να ταυτίζεται με το χωριό Νεζερός, τη σημερινή Καλλιπεύκη, στις νότιες πλαγιές του Ολύμπου. Στις αρχές του 13ου αιώνα (1212), από βυζαντινές και πάλι πηγές, η παρουσία του βλάχικου στοιχείου στην περιοχή της Ελασσόνας, νότια του Ολύμπου, μοιάζει να είναι σίγουρη και μάλλον αξιόλογη10. Ο Γ. Κορδάτος αναφέρει πως το 1461, μετά την επικράτηση των Οθωμανών, στις βόρειες πλαγιές του Κίσαβου προς την κοιλάδα των Τεμπών υπήρχε ακόμη κάποιος βλάχικος πληθυσμός. Αυτούς μάλιστα τους Βλάχους θεωρεί ως πρώτους πιθανούς οικιστές της Αγιάς, των Αμπελακίων και της Καρίτσας Λάρισας.11
Η σύσταση των βλαχοχωριών του Ολύμπου. Οι Οθωμανικοί Χρόνοι
Οι Οθωμανοί Τούρκοι έκαναν την πρώτη εμφάνισή τους στη Θεσσαλία στα 1393. Επέστρεψαν πολύ πιο δυναμικά στα 1423 και εδραίωσαν σταδιακά την κυριαρχίας τους, ξεκινώντας από τα οχυρά και τα διοικητικά κέντρα των πεδινών περιοχών. Η αντιπαράθεσή τους με τους χριστιανούς, οι οποίοι από την αρχική ακόμη φάση της οθωμανικής κυριαρχίας βρίσκονταν αποτραβηγμένοι στις ημιορεινές και ορεινές περιοχές του Ολύμπου, φαίνεται πως προβλημάτισε σοβαρά τους Οθωμανούς. Έτσι στα 1425, ο “στρατηγός” των Οθωμανών στη Θεσσαλία Τουρχάν φέρεται να εισηγήθηκε στο σουλτάνο Μουράτ Β' την παραχώρηση ή την αναγνώριση κάποιων προνομίων στους ανυπότακτους κατοίκους των ορεινών περιοχών του Ολύμπου. Το βασικό προνόμιο φαίνεται πως ήταν η δυνατότητα διατήρησης μίας ένοπλης πολιτοφυλακής. Το γεγονός αυτό πιθανότατα σημαίνει πως οι Οθωμανοί αναγνώριζαν κάποιο βαθμό ανεξαρτησίας στους χριστιανούς κατοίκους των οικισμών γύρω από το Όλυμπο, είτε ελληνόφωνους, είτε βλαχόφωνους. Η παρουσία ένοπλης πολιτοφυλακής θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα προδρομικό στάδιο των αρματολικίων της περιοχής του Ολύμπου. Μέσα από αυτά τα γεγονότα ενισχύεται η άποψη πως τα αρματολίκια και οι αρματολοί ήταν θεσμοί που βρήκαν οι Οθωμανοί και οι οποίοι πήραν μεγαλύτερη διάσταση την περίοδο της κυριαρχίας τους.12
Όπως ήδη έχουμε αναφέρει η εμφάνιση των Οθωμανών και η εποίκηση των πεδινών περιοχών και των αστικών κέντρων από αυτούς είχε ως αποτέλεσμα την ώθηση των χριστιανικών πληθυσμών προς τις ημιορεινές και ορεινές περιοχές.13 Ο βλάχικος πληθυσμός που, στα τέλη του 15ου και της αρχές του 16ου αιώνα, μαρτυρείτε από οθωμανικές πηγές να υπάρχει ακόμη στα πεδινά της Θεσσαλίας, όπως στο Δαμάσι κοντά στην Ελασσόνα), θα πρέπει να ενίσχυσε όχι μόνο τις βλάχικες εγκαταστάσεις της Βόρειας Πίνδου, αλλά και αυτές της περιοχής του Ολύμπου. Παραδόσεις από το Βλαχολίβαδο, αλλά και καταγραφές του G. Weigand αναφέρουν πως το χωριό είναι η οικιστική εξέλιξη της συγκέντρωσης για λόγους ασφάλειας των κατοίκων 16 περίπου μικρών οικισμών που βρίσκονταν άλλοτε σκορπισμένοι στις γύρω ορεινές και πεδινές περιοχές. Δε μπορούμε να είμαστε σίγουροι για το πότε ακριβώς έγινε αυτή η συνοίκηση στο Βλαχολίβαδο, αν και θα πρέπει να θεωρηθεί μία διαδικασία που κράτησε αρκετό χρονικό διάστημα, (από τα τέλη 15ου αι.), και ίσως το μεγαλύτερο μέρος της είχε συντελεστεί πριν την άφιξη των Βλάχων και μη προσφύγων από την περιοχή της Πίνδου, κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα. Θα πρέπει επίσης να θεωρηθεί σίγουρο πως η δημιουργία τους και η σταδιακή ανάπτυξή τους σημειώθηκε παράλληλα με την ανάπτυξη του θεσμού των ισχυρών τοπικών αρματολικίων.
Επιπλέον, η διαδικασία της ανάπτυξής τους δε διέφερε ουσιαστικά από την αντίστοιχη που γέννησε τους γειτονικούς γκραίκικους οικισμούς γύρω από τον Όλυμπο και τα Πιέρια. Η μοίρα τους ήταν κοινή τόσο στις περιόδους ακμής όσο και στις δύσκολες περιόδους, καθώς φαίνεται να αποτελούσαν μία συλλογικότερη ομάδα ορεινών χριστιανικών οικισμών, άσχετη της γλωσσικής κατάστασης του κάθε χωριού. Ιδιαίτερα συγκρίσιμη είναι η περίπτωση της οικιστικής δημιουργίας και της δημογραφικής εξέλιξης του Καταφυγίου, ενός ελληνόφωνου οικισμού στις πλαγιές των Πιερίων σε ύψος 1.400 μέτρων. Σύμφωνα με ισχυρές παραδόσεις και καταγραφές η οικιστική απαρχή του Καταφυγίου ξεκίνησε από τους γειτονικούς οικισμούς Ποδάρι και Γράτσιανη. Η Γράτσιανη, με το πιθανότατα λατινικής προελεύσεως όνομα και ένα κάποιο ρωμαϊκό παρελθόν, βρίσκονταν σε χαμηλότερο υψόμετρο και το Ποδάρι δίπλα σχεδόν στην κοίτη του Αλιάκμονα σε μία ακόμη πιο ευάλωτη τοποθεσία. Οι δύο αυτοί μικροί οικισμοί, που ίσως και να ταυτίζονταν, παρουσιάζονται να δέχτηκαν κύματα προσφύγων - μετοίκων λίγο μετά τις επαναστατικές κινήσεις του 1600 και 1611. Οι ετερόκλητες ομάδες των προσφύγων που κατέφυγαν εδώ προέρχονταν από διάφορες περιοχές της Ηπείρου, της Θεσσαλίας και της Ρούμελης και ήταν πιθανότατα ανάλογης προέλευσης με τους πρόσφυγες που την ίδια περίοδο αναζήτησαν ασφάλεια και προοπτική στην Κοζάνη, στη Σιάτιστα, αλλά και στα σημερινά βλαχοχώρια της περιοχής του Ολύμπου. Θα μπορούσαμε λοιπόν να υποθέσουμε πως ανάμεσά τους υπήρχε και ένας απροσδιόριστος αριθμός βλαχόφωνων οικογενειών που μάλλον αφομοιώθηκαν ανάμεσα στους πολυπληθέστερους ελληνόφωνους. Ωστόσο πολύ σύντομα, λόγω των καταπιέσεων και της ανασφάλειας, τόσο οι γηγενείς, όσο και οι μέτοικοι αναγκάστηκαν να μετακινηθούν σε μεγαλύτερο υψόμετρο στις πλαγιές των Πιερίων και να δημιουργήσουν τον οικισμό του Καταφυγίου. Η μετακίνηση αυτή χρονολογείται γύρω στα 1700, καθώς η πρώτη εκκλησία του χωριού φέρεται να κτίστηκε γύρω στα 1712 με 1718. Σταδιακά οι Καταφυγιώτες ανέπτυξαν μία ανάλογη με τα γειτονικά βλαχοχώρια οικονομία (κτηνοτροφία και υλοτομία) και στις αρχές του 20ου αιώνα το χωριό τους έφτανε να συγκεντρώνει 600 οικογένειες.14
Η απόσταση που χωρίζει τα βλαχοχώρια του Ολύμπου από τον κεντρικό κορμό των βλάχικων εγκαταστάσεων στην Πίνδο δε σημαίνει πως η εξέλιξή τους διαφοροποιήθηκε κατά πολύ. Μπορεί στα βλάχικα του Ολύμπου να παρατηρείται μία μεγαλύτερη επιρροή της ελληνικής γλώσσας, ωστόσο η ζωή των κατοίκων, η δομή των οικισμών, η οικονομία, ο πολιτισμός και η γενικότερη εξέλιξη τους παρέμειναν ανάλογα χαρακτηριστικά στοιχεία με τα αντίστοιχα των βλαχοχωριών της Πίνδου και ιδιαίτερα των βλαχοχωριών του Ασπροποτάμου και του Μαλακασίου. Όπως ήδη έχει αναφερθεί και όπως θα εξεταστεί αναλυτικότερα, οι πληθυσμιακές έξοδοι από τα βλαχοχώρια της Πίνδου ενίσχυσαν σημαντικά το παλαιότερο βλάχικο πληθυσμιακό στοιχείο της περιοχής του Ολύμπου και βοήθησαν στην τελική διαμόρφωση του οικιστικού δικτύου των βλαχοχωριών του Ολύμπου. Σύμφωνα και με τις επισημάνσεις του Κ. Κρυστάλλη, οι ομοιότητες ανάμεσα στα ονόματα, τη γλώσσα, την προφορά, τα ήθη και έθιμα των Βλάχων της περιοχής του Ολύμπου και της Πίνδου είναι ενισχυτικά στοιχεία μίας συνεχούς επαφής και των αλληλεπιδράσεων ανάμεσα στις δύο ομάδες και μάλλον επιβεβαιώνουν τη μετακίνηση βλάχικων πληθυσμών από την Πίνδο, προς τους βλάχικους οικισμούς που προϋπήρχαν στην περιοχή του Ολύμπου.15 Αν μάλιστα αναλογιστούμε πως οι ετήσιες εποχιακές μετακινήσεις των ημινομάδων κτηνοτρόφων, ιδιαίτερα από τα βλαχοχώρια της Βόρειας Πίνδου - Γρεβενών, τους έφερναν κάθε χρόνο στους πρόποδες του Ολύμπου, στα χωριά και τα χειμαδιά της Ελασσόνας και της Ποταμιάς, μπορούμε να κατανοήσουμε αυτή τη συνεχή και αδιάκοπη επαφή.16
1.4. Η παλαιότερη έκταση των βλάχικων οικισμών και εγκαταστάσεων στην περιοχή του Ολύμπου
Στα τέλη του 18ου αιώνα και στις αρχές του 19ου, την περίοδο των μεγάλων πολεμικών αντιπαραθέσεων ανάμεσα στους αρματολούς του Ολύμπου, από τη μία μεριά, και τους Τουρκαλβανούς και τον Αλή Πασά των Ιωαννίνων, από την άλλη, θα πρέπει να αναζητηθεί η μερική συρρίκνωση του αριθμού των βλάχικων εγκαταστάσεων στην περιοχή του Ολύμπου. Ως πρώην βλάχικες εγκαταστάσεις αναφέρονται τα χωριά Άγιος Δημήτριος και Βροντού της Πιερίας και το Πύθιο της Ελασσόνας.17 Η διαδικασία της εξαφάνισης των Βλάχων, που πιθανά κατοικούσαν σε αυτά τα χωριά, θα πρέπει ίσως να ήταν ανάλογη με αυτή που, όπως θα εξετάσουμε, μετέτρεψε και τη Μηλιά σε ελληνόφωνο οικισμό, στις πρώτες πια δεκαετίες του 19ου αιώνα. Ίσως όμως σε αυτά τα χωριά να σημειώθηκε συνοίκηση Βλάχων και Γκραίκων αρκετά νωρίς, με αποτέλεσμα την αφομοίωση των Βλάχων, όπως πολύ πιθανά συνέβη στην περίπτωση του Καταφυγίου.
Το χωριό Άγιος Δημήτριος ή Σαμέντρου, όπως είναι γνωστό στους Βλάχους των χωριών του Ολύμπου, βρίσκεται στα στενά της Πέτρας, από όπου περνά ο ορεινός δρόμους που ενώνει τη Θεσσαλία με την Κεντρική Μακεδονία. Εδώ και αρκετές γενιές οι κάτοικοί του παρουσιάζονται να είναι αποκλειστικά ελληνόφωνοι, αν και σύμφωνα με παραδόσεις ανάμεσά τους υπάρχουν και οικογένειες αρβανίτικης καταγωγής. Οι Αρβανίτες αυτοί βρέθηκαν εγκατεστημένοι εδώ ως εξειδικευμένοι κτίστες στα τέλη του 19ου αιώνα, προερχόμενοι από χωριά της Βορείου Ηπείρου. Oικογένειες της ίδιας προέλευσης αναφέρονται να εγκαταστάθηκαν και στα χωριά Μηλιά, Λόφος και Βροντού της Πιερίας. Όσο για τη βλάχικη καταγωγή ορισμένων από τους παλαιότερους κατοίκους ενδεικτικό στοιχείο ίσως αποτελούν οι επιγαμίες που αναπτύχθηκαν ανάμεσα σε οικογένειες αρματολών του Ολύμπου. Ο πρωταρματολός Έξαρχος Γιάννης Λάζος παντρεύτηκε στα 1795 την Ευανθία, κόρη του Γεώργιου Τσιρογιάννη, προύχοντα του Αγίου Δημητρίου. Η αδελφή του Βασιλική παντρεύτηκε επίσης στον Άγιο Δημήτριο κάποιο άλλο μέλος της οικογένειας των Τσιρογιανναίων.18 Οι Λαζαίοι με καταγωγή από τη Φτέρη αναγνωρίζονται ως Βλάχοι και οι σχέσεις επιγαμίας που ανέπτυξαν με τους προύχοντες Τσιρογιανναίους του Αγίου Δημητρίου φαίνεται να δηλώνουν την πιθανή βλάχικη καταγωγή τουλάχιστον ορισμένων από τους παλαιότερους κατοίκους του χωριού. Αν όμως οι Τσιρογιανναίοι ήταν Γκραίκοι και όχι Βλάχοι τότε οι επιγαμίες τους με τους Λαζαίους μαρτυρούν μία παλιά και φυσική τάση αφομοίωσης ανάμεσα στους ελληνόφωνους και τους βλαχόφωνους πληθυσμούς του Ολύμπου.
Στις περιπτώσεις της Βροντού και του Πύθιου ή Σέλλους είναι αρκετά πιθανό να υπήρχαν άλλοτε Βλάχοι ανάμεσα στους παλαιότερους κατοίκους τους, σίγουρα όμως μαζί με πολυπληθέστερους Γκραίκους. Το 1863 ο Γερμανός Barth αναφέρει τη Βροντού μεταξύ των βλαχοχωριών του Ολύμπου, αν και στα νεότερα χρόνια το χωριό αναγνωρίζεται ως ελληνόφωνος οικισμός. Οι Βλάχοι που προκάλεσαν αυτή την επισήμανση του Barth, είτε χάθηκαν ανάμεσα στους πλειοψηφούντες ελληνόφωνους κατοίκους του χωριού, είτε ήταν Κοκκινοπλίτες, καθώς σύμφωνα με παραδόσεις κάποια ομάδα των κατοίκων του Κοκκινοπλού συνήθιζε να κατεβαίνει στη Βροντού και να περνά τους χειμώνες εκεί.19 Όσο για το Πύθιο χαρακτηριστική είναι η αναφορά σε ελληνικό προξενικό έγγραφο του 1900, όπου επισημαίνεται η ύπαρξη 20 βλάχικων οικογενειών ανάμεσα στους κατοίκους του.20 Ωστόσο, ισχυρές μέχρι και σήμερα παραδόσεις τόσο στο Πύθιο, όσο και στο γειτονικό Κοκκινοπλό χαρακτηρίζουν με σαφήνεια το Πύθιο ως γκραίκικο χωριό. Η σημερινή παρουσία κατοίκων βλάχικης καταγωγής στο Πύθιο παρουσιάζεται ως αποτέλεσμα της εγκατάστασης βλάχικων οικογενειών, και κυρίως από τον Κοκκινοπλό, κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, αλλά και ως αποτέλεσμα των επιγαμιών που αναπτύχθηκαν ανάμεσα στους Ολύμπιους Βλάχους και τους Γκραίκους γείτονές τους.21 Ίσως τελικά μέσα στις πληθυσμιακές ανακατατάξεις, που σημειώθηκαν στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου, να χάθηκαν ή να αφομοιώθηκαν κάποιοι βλάχικοι πληθυσμοί ανάμεσα στους πολυπληθέστερους ελληνόφωνους κατοίκους της περιοχής του Ολύμπου. Από την άλλη όμως μεριά, οι εξελίξεις του 19ου και του 20ου αιώνα είχαν σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία και την παγίωση κάποιων νεότερων βλάχικων οικισμών και εγκαταστάσεων, όπως η Καρίτσα Πιερίας, το Δίο, ο Άγιος Σπυρίδωνας, η Πέτρα και τα Καλύβια Ελασσόνας.
Αστέριος Κουκούδης
Μελέτες για τους Βλάχους Γ', Οι Ολύμπιοι Βλάχοι και τα Βλαχομογενά
3. ΑΥΕ 1908 ΑΑΚ/Ζγ, «Επιστολή Χ. Αδαμίδη, εν Αικατερίνη τη 26 Μαϊου 1905».
4. Βλέπε κεφάλαιο: "Οι Βλάχοι της Νότιας Πίνδου. Ασπροποταμίτες και Μαλακασιώτες".
5. Λαζάρου, Α., "Βαλκάνια και Βλάχοι", Φιλολογικός Σύλλογος Παρνασσός, Αθήναι 1993, "Οι Βλάχοι του Ολύμπου", σελ.34-43, "Η εξέγερση των Λαρισαίων το 1066", 44-73.
6. Καϊμακάμης, Βασίλης, "Οι Ελληνόβλαχοι (Κουτσόβλαχοι), Κοκκινοπλός το βλαχοχώρι του Ολύμπου", Μαίανδρος, Θεσσαλονίκη 1984, σελ.59.
7. Έκδοσις Νομαρχίας Κοζάνης, «Γνωριμία με τον Νομό Κοζάνης», Θεσσαλονίκη 1970, σελ.21, 330-333.
8. Βλέπε κεφάλαιο: "Μογλενά".
9. Κομνηνή, Άννα, "Αλεξιάς", τόμος Α', Άγρας, Αθήνα 1990, σελ.198. Winnifrith, T.J. "The Vlachs, the history of a balkan people", Duckworth, London 1987, σελ.111.
10. Αδάμου, Γιάννης Αθ.-Κοινότητα Κοκκινοπλού, "Ο Κοκκινοπλός", Κοκκινοπλός 1992, σελ.28.
11. Κορδάτος, Γ., "Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς", εκδόσεις 20ος αιώνας, Αθήνα 1960, σελ.459.
12. Αρσενίου, Λάζαρος, “Το πρώτο αρματολίκι του Ολύμπου που αναγνώρισαν οι Τούρκοι”, Ανακοινώσεις στο Α' Πανελλήνιο Συνέδριο “Ο Όλυμπος στη ζωή των Ελλήνων”, Ελασσόνα 1982, Λαογραφική - Αρχαιολογική Εταιρεία Ελασσόνας, σελ.57-60.
13. Βλέπε κεφάλαιο: “Οι Βλάχοι της Νότιας Πίνδου. Οι Ασπροποταμίτες και οι Μαλακασιώτες Βλάχοι”. Επίσης Νιτσιάκος, Βασίλης Γ., “Λαογραφικά ετερόκλητα”, κεφάλαιο: “Από τα κονιαροχώρια στις σύγχρονες κοινότητες της περιοχής Αμπελώνα”, σελ.96-110, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 1997.
14. Νάστος, Κλεάνθης Αθαν., “Καταφύγι Πιερίων - Κοζάνης, ιστορική, λαογραφική επισκόπισις”, Θεσσαλονίκη 1971, σελ.8-16, 32-33, 75.
15. Κρυστάλλης, Κ., “Οι Βλάχοι της Πίνδου”, Άπαντα, Β' έκδοση, Αθήνα 1959, σελ.439-440.
16. Το 1913-14, μετά την απελευθέρωση, και σύμφωνα με εκθέσεις των κατά τόπους δασκάλων, στην επαρχία Ελασσόνας αναφέρονται παραχειμάζοντες ή μόνιμα εγκατεστημένοι Βλάχοι κάτοικοι στα εξής χωριά. Στο Δαμασούλι αναφέρονται 200 κάτοικοι, από αυτούς οι 150 ήταν παραχειμάζοντες Βλάχοι (από την Αβδέλλα). Στο Δαμάσι αναφέρονται 540 Γκραίκοι κάτοικοι και 640 παραχειμάζοντες Βλάχοι (από την Αβδέλλα και τη Βλάστη). Στο Βλαχογιάννη υπήρχαν 689 κάτοικοι, από αυτούς οι 268 ήταν παραχειμάζοντες Βλάχοι. Στο Ελευθεροχώρι υπήρχαν 400 κάτοικοι, οι 250 ήταν Γκραίκοι και οι 150 Βλάχοι. Στην Ελασσόνα κατοικούσαν 1.850 Βλάχοι και Γκραίκοι και 1.000 Τούρκοι. Στο Μεσοχώρι (Μηλόγουστα) υπήρχαν 600 κάτοικοι, από αυτούς οι 300 ήταν παραχειμάζοντες Βλάχοι. Στο Πραιτώρι υπήρχαν 300 με 400 Γκραίκοι και Βλάχοι κάτοικοι. Στο Αγιονέρι (Τσερνίλο) αναφέρονται 200 Γκραίκοι και Βλάχοι κάτοικοι. Στο Παλιόκαστρο (Λαχανόκαστρο) αναφέρονται 260 κάτοικοι, από αυτούς οι 100 ήταν παραχειμάζοντες Βλάχοι. Παραχειμάζοντες Βλάχοι υπήρχαν επίσης και στην Τσαρίτσανη, το Δομενικό, τη Βερδικούσα και αλλού. ΓΔΜ Φ.58, Στατιστική πληθυσμού και εκπαίδευσης Ελασσόνας, Πίναξ Α', Εθνολογική στατιστική του πληθυσμού των κατοίκων Ελασσώνας, σχολικό έτος 1913-14, Εκθέσεις τοπικών δασκάλων.
17. Λιάκος, Σωκράτης Ν., “Η καταγωγή των Βλάχων ή Αρμανίων”, Μικροευρωπαϊκές (Βαλκανικές) Μελέτες 2, Θεσσαλονίκη Ιαν.-Φεβρ. 1965, σελ.14.
18. Κοεμτζόπουλος, Κίμωνας Γ., “Οι Λαζαίοι του Ολύμπου και απόγονοι”, Δωδώνη, Αθήνα-Ιωάννινα 1994, σελ.28, 133.
19. Γκούμας, Ε.Κ., “Λιβάδι, γεωγραφική, ιστορική, λαογραφική επισκόπησις”, Λιβάδι 1973, σελ.13. Καϊμακάμης, Βασίλης, “Οι Ελληνόβλαχοι (Κουτσόβλαχοι), Κοκκινοπλός το βλαχοχώρι του Ολύμπου”, Μαίανδρος, Θεσσαλονίκη 1984, σελ.104.
20. ΑΥΕ, 1901, ΑΑΚ/Θ Επιτροπή προς Ενίσχυσιν Ελληνικής Εκκλησίας και Παιδείας (Μακεδονία), αρ.πρ.492, 20-08-1900, Προξενείο της Ελλάδος εν Σερβίοις, Εδρεύον εν Ελασσώνι, Προς τον Κύριο Πρόεδρο της Επιτροπής προς ενίσχυσιν της Ελληνικής Εκκλησίας και Παιδείας, ο Πρόξενος Χ. Κουγιουμτζέλης.
21. Για το Πύθιο βλέπε: Αδάμου, Γιάννης, “Το Πύθιο (Σέλλος) στο πέρασμα των αιώνων”, Έκδοση Κοινότητας Πυθίου, Πύθιο 1997, σελ.24
Παρέα Κοκκινοπλιτών με τον παπά-Αντώνη Μπεκιάρη, δεκαετία '30 (;). (Στίκος Γ.)