Η συμβολή των Βλάχων στον Ελληνικό Αστισμό: το παράδειγμα της Θεσσαλονίκης, 1821-1912 - Αστέριος Κουκούδης

Το Διοικητικό Συμβούλιο της Φιλοπτώχου Αδελφότητος ΚυριώνΕίναι αλήθεια πως, μέχρι και σήμερα, κυριαρχούν κάποιες ισχυρά στερεότυπες αντιλήψεις περί Βλάχων. Δυστυχώς, είναι πολλοί αυτοί που αγνοούν τις πολλαπλές οικονομικές δραστηριότητες και το εύρος της κοινωνικής διαστρωμάτωσής τους και που εξακολουθούν να έχουν την εντύπωση πως οι Βλάχοι δεν ήταν τίποτε άλλο παρά κάποιοι απολίτιστοι νομαδοκτηνοτρόφοι κι ακόμη χειρότερα μια περιθωριακή ομάδα αμφίβολης εθνικής ταυτότητας και δράσης. Με τη σημερινή ευκαιρία, που μας προσφέρει η Πανελλήνια Ομοσπονδία Πολιτιστικών Συλλόγων Βλάχων, κι έχοντας ως παράδειγμα τη διασύνδεσή τους με τη Θεσσαλονίκη θα καταδειχθεί το άτοπο και άδικο αυτών των αρνητικών συνειρμών. Ο τόσο χαρακτηριστικός ρόλος των Βλάχων ως συνδημιουργοί της αστικής ελληνορθόδοξης κοινότητας της πόλης, από τα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης και μέχρι την απελευθέρωση, έρχεται να αποκαταστήσει, έστω, μερικώς την εικόνα τους και να παρουσιάσει παραγνωρισμένες διαστάσεις της ιστορικής τους ταυτότητας.          

 

Οι Βλάχοι της Θεσσαλονίκης τον 20ό και 21ο αιώνα - Νικόλαος Μέρτζος

Το βασικό στέλεχος της "Οργανώσεως Θεσσαλονίκης" γιατρός Δημήριος Κ. Ζάννας με το γιο του Κωνσταντίνο, την κόρη του Ιφιγένεια και το γαμπρό του Αλκιβιάδη Μάλτο, Θεσσαλονίκη 1907  Οι Βλάχοι, δηλαδή οι λατινοφωνήσαντες γηγενείς ελληνικοί πληθυσμοί, πολεμιστές και αξιωματούχοι της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, απετέλεσαν ανέκαθεν ουσιώδη πυρήνα της χριστιανικής Θεσσαλονίκης. Το γεγονός τεκμηριώνει η Ιστορία της. Συνοψίζεται αδρομερώς ως εξής:

1ον Πριν ο Κάσσανδρος την συνενώσει με τα γύρω της πολίσματα και της δώσει το όνομα της συζύγου του και αδελφής του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η Θεσσαλονίκη, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ονομαζόταν Αλία. Δηλαδή θαλασσινή και αλμυρή. Το πρωτογενές τούτο όνομά της διασώζουμε στη λατινική λαλιά μας μόνον εμείς οι Βλάχοι: την ονομάζουμε Saruna , δηλαδή αλμυρή από τη λέξη sare που σημαίνει αλάτι. Saruna την βρήκαν στα χείλη μας πολύ μεταγενέστερα οι Σλάβοι και την ονομάζουν Σόλουν.

2ον Μετά την Τετάρτη Σταυροφορία, που δήωσε την Κωνσταντινούπολη και κατέλυσε την πατρώα μας Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία το 1204, οι Βλάχοι πολιόρκησαν και επεχείρησαν να απελευθερώσουν τη Θεσσαλονίκη από τους Σταυροφόρους το 1207 με επί κεφαλής τον Βλάχο Αυτοκράτορα Ρωμαίων και Βουλγάρων Ιωάννη, τον περίφημο Καλογιάννη ή Σκυλογιάννη, ο οποίος δολοφονήθηκε έξω από τα τείχη της. 

Βλάχικες αστικές εγκαταστάσεις στη Δυτική Μακεδονία τέλη 19ου - αρχές 20ού αιώνα

Το ΝυμφαίοΤα βλαχοχώρια της σημερινής Δυτικής Μακεδονίας αναπτύχθηκαν στα ορεινά και τις διαβάσεις της περιοχής ως δορυφόροι ενός οικιστικού συστήματος με αναμφισβήτητο μητροπολιτικό κέντρο την περιοχή στη ραχοκοκαλιά της Πίνδου. Το Πισοδέρι, το Νυμφαίο (Νέβεσκα) και η Κλεισούρα, αλλά και η Βλάστη (Μπλάτσι), τα Νάματα (Πιπιλίστα) και το Σισάνι, παρά την αμφιλεγόμενη συμμετοχή Βλάχων στην εδραίωσή τους, σχημάτιζαν το βασικό δίκτυο. Υπήρξαν οικισμοί που δέχθηκαν κύματα Βλάχων προσφύγων από τις περιοχές της Μοσχόπολης και του Γράμμου, στα τέλη του 18ου αιώνα, και με τη σειρά τους προώθησαν νέες κινήσεις μετοικεσίας. Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, ανέπτυξαν μια κοινωνική και οικονομική ταυτότητα που βασίστηκε κατά πολύ στις μεταφορές, τη βιοτεχνία, το εμπόριο και την περιοδική μετανάστευση σε αναζήτηση επαγγελματικών ευκαιριών. Αρχικά, οι κάτοικοί τους στράφηκαν σε αρκετά μακρινές περιοχές, στο βορρά των Βαλκανίων και μέχρι την Κωνσταντινούπολη. Αυτή η πληθυσμιακή κινητικότητα έδωσε ευκαιρίες για το σταδιακό σχηματισμό οικογενειακών δικτύων οικονομικής δράσης και επαγγελματικής αλληλοϋποστήριξης. Τόσο οι βίαιες μαζικές μετακινήσεις, όσο και ακόλουθες, ομαδικές, μεταναστευτικές κινήσεις είχαν ως αποτέλεσμα την εδραίωση και την ανάπτυξη στη γύρω περιοχή μίας σειράς νέων βλάχικων εγκαταστάσεων στα τοπικά διοικητικά, οικονομικά και αστικά κέντρα, ανάμεσα σε δημογραφικά πλειοψηφούντες, αλλόγλωσσους πληθυσμούς.

 

Η Βλαχικη παρουσία στην περιοχή της Καστοριάς - Αστέρης Κουκούδης

Φωτογραφία απο την Ιεροπηγή ΚαστοριάςΕίναι γνωστό πως η παλαιότερη σαφής αναφορά για την παρουσία βλάχικων πληθυσμών στον ελληνικό χώρο και γενικότερα στη νότια Βαλκανική, πολύ κάτω από το Δούναβη, χρονολογείται στα 976. Εκείνη τη χρονιά, κάπου ανάμεσα στην Καστοριά και τις Πρέσπες, σε κάποια τοποθεσία με το όνομα Καλάς Δρύς, κάποιοι βλάχοι οδίτες, δηλαδή κάποιοι μεταφορείς, σκότωσαν το Δαβίδ, έναν από τους αδελφούς του τότε Βούλγαρου τσάρου Σαμουήλ. Όποιοι κι αν ήταν αυτοί οι Βλάχοι θα πρέπει να αποτελούσαν μέρος ενός ευρύτερου πληθυσμού, που μερικές δεκαετίες αργότερα, στα 1020, εντάχθηκε στην επισκοπή Βρεανύτης ήτοι Βλάχων Επισκοπή, όταν ο αυτοκράτορας Βασίλειος Βουλγαροκτόνος φέρεται να αναδιοργάνωσε την αρχιεπισκοπή της Αχρίδας. Η επισκοπή των Βλάχων μοιάζει να θεσμοθετήθηκε οριστικά στα χρόνια των Κομνηνών, στα μέσα του 11ου αιώνα. Ο αείμνηστος ερευνητής Σωκράτης Λιάκος έχει επισημάνει μία πιθανή συγγενική σχέση ανάμεσα στους πρώτους οικιστές του οικισμού της Νικολίτσας στις βόρειες πλαγιές του Γράμμου, σήμερα λίγο πίσω από τη συνοριακή γραμμή, και την άρχουσα βυζαντινή οικογένεια Νικολίτσα. Η οικογένεια αυτή παρουσιάζεται να είχε βλάχικη καταγωγή ή τουλάχιστον ισχυρές διασυνδέσεις με τους βλάχικους πληθυσμούς της σημερινής κεντρικής Ελλάδας. Τα μέλη της αναφέρονται ως πρωταγωνιστές σοβαρών δρώμενων και διαπλοκών στην περιοχή της Θεσσαλίας, ήδη από τα τέλη του 10ου αιώνα, υπηρετώντας άλλοτε τους Βυζαντινούς κι άλλοτε τους Βούλγαρους.

 

Αναζήτηση