Η απόσταση μεταξύ θεωρίας και πράξης στο ζήτημα της προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς είναι μεγάλη. Παρά τις, κατά κανόνα, καλές προθέσεις αξιόλογα κληροδοτήματα περασμένων πολιτισμών αφήνονται να χαθούν. Πολλά μνημεία, αρχαιολογικοί τόποι, παραδοσιακοί οικισμοί κ.λπ. υποβαθμίζονται και καταστρέφονται, παρά τις συμβάσεις και τους νόμους που υπογραμμίζουν τη σημασία της προστασίας τους. Το μεγάλο χάσμα ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη υποδηλώνει την παρουσία μιας σημαντικής ανασταλτικής παρεμβολής.
Εύκολα μπορεί να παρατηρηθεί ότι ανέκαθεν, αλλά ιδιαίτερα στο υφιστάμενο κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο, η οικονομική διάσταση του προβλήματος της προστασίας των πολιτιστικών αγαθών παίζει σημαντικό ρόλο. Συχνά, η αδυναμία εύρεσης των απαραίτητων πόρων αρκεί για να αναιρέσει, στην πράξη, μια νομοθετικά κατοχυρωμένη προστασία. Ή, αντίθετα, η δυνατότητα ενός αρχιτεκτονικού μνημείου –για παράδειγμα– να προσελκύει επισκέπτες αρκεί για να εξασφαλίσει την πλήρη προστασία του.
Σε αυτή την κατηγορία θα προβάλλονται ηλεκτρονικά βιβλία σχετικά με τους βλάχους
Εν ώρα καθ' ην το λεγόμενον Ελληνορρωμουνικόν ζήτημα ετέθη επί του διπλωματικού τάπητος και εισήλθεν εις την διεθνή δικαιοδοσίαν, αι δε μεταξύ των δύο διαφερομένων Κρατών σχέσεις περιήλθον, ένεκεν αυτού, εις οξύ σημείον, πάσα πληροφορία συμβάλλουσα εις κατανόησιν αυτού και διευκρινίζουσα την ιστορικήν αλήθειαν, τα μάλιστα συντελεί εις διαφώτισην της κοινής εν τε τη ημεδεπή και τη αλλοδαπή γνώμης και εξυπηρετεί τα εθνικά συμφέροντα.
Εκ της σκέψεως ταύτης ωρμόμενοι εθεωρήσαμεν λυσιτελές να φέρωμεν εις φως μελέτην περί Κουτσοβλάχων του αειμνήστου πατρός ημών Παναγιώτου Αραβαντινού, τοσούτω μάλλον, όσω το έργον τούτο, προϊόν του καλάμου συγγραφέως ασχοληθέντος καθ’ όλον τον βίον αυτού εις ιστορικάς και εθνολογικάς έρευνας, ικανά δε φιλοπονήσαντος έργα, αναγόμενα μεν ιδία εις την Ήπειρον, άλλ' ως εκ της συγγενούς και συναφούς ύλης στενήν έχοντα σχέσιν προς τας ιστορικάς περιπετείας και των όμορων αυτή Ελληνικών χωρών, δύναται εύλογως ν' άξιοι ποιάν τινα αυθεντείαν και κύρος.
Το εκδιδόμενον ύφ' ημών τούτο έργον αποτελεί μέρος ολοκλήρου συγγραφής, πραγματευομένης περί της Ηπείρου υπό ιστορικήν, γεωγραφικήν και εθνολογικήν έποψιν, υπό τον τίτλον «Περιγραφή της Ηπείρου», συνταχθείσης δε επί τη βάσει διαγράμματος διαγωνισμού προκηρυχθέντος υπό του εν Κωνσταντινουπόλει Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου και υποβληθείσης το 1872 υπό την κρίσιν της οικείας επιτροπής, παρ' ης εκρίθη αξία ευφημοτάτης μνείας, τυχούσα και μέρους του βραβείου.
Συμβολή στη μελέτη του Θεσσαλικού διαφωτισμού.
Η παρούσα διατριβή έχει ως αντικείμενο αφ' ενός τη μελέτη της εκπαιδεύσεως στη Δυτική Θεσσαλία κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας με βάση, κυρίως, πρωτογενές υλικό, και αφ'ετέρου την εκ νέου θεώρηση και αξιοποίηση όλων των μέχρι σήμερα δημοσιευμάτων των σχετικών με την εκπαίδευση σε ολόκληρη τη Θεσσαλία. Προηγείται μια σύντομη επισκόπηση της εκπαιδευτικής κινήσεως στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και σ'όλο τον χώρο, όπου είχε απλωθεί ο Ελληνισμός κατά την εν λόγω περίοδο, και ακολουθεί μια συνοπτική εξέταση της εκπαιδευτικής κινήσεως σε ολόκληρη τη Θεσσαλία, ώστε να φανεί η όλη συμβολή του διαμερίσματος αυτού στον Νεοελληνικό Θρησκευτικό Ουμανισμό και Διαφωτισμό, αλλά και να γίνει η σχετική σύγκριση με όσα εκτενώς εξιστορούνται παρακάτω.
Το κύριο μέρος της μελέτης αναφέρεται στις εκπαιδευτικές δραστηριότητες, οι οποίες έλαβαν χώρα στη Δυτική Θεσσαλία και που εν πολλοίς είναι άγνωστες όχι μόνο στο ευρύ κοινό, αλλά και στο ειδικό.
Με την παρούσα μελέτη προωθείται η έρευνα για την καταγωγή, τις σπουδές, την πολυμερή δραστηριότητα και το συγγραφικό έργο του "σοφολογιώτατου και αιδεσιμώτατου διδασκάλου, ιεροκήρυκος και πρωτόπαπα κυρίου Θεοδώρου Αναστασίου Καβαλλιώτου του Μοσχοπολίτου". Παρά τα ανακύπτοντα, λόγω της σιωπής των πηγών, προβλήματα, η έρευνα οδηγήθηκε για πρώτη φορά στη συστηματική βιογραφική αποκατάσταση του Καβαλλιώτη, με καθορισμό της περιόδου της ζωής του από το 1718 μέχρι το 1789 και τόπο γεννήσεως του τη Μοσχόπολη. Η Καβάλα πιθανόν υπήρξε η γενέτειρα του πατέρα του. Σπούδασε σε σημαντικά εκπαιδευτικά κέντρα της εποχής (Μοσχόπολη, Ιωάννινα) έχοντας ως δασκάλους κορυφαίους διανοητές (Χαλκέα, Λεοντιάδη, Βούλγαρη). Οπλισμένος με εξαιρετική μόρφωση επέστρεψε στην πατρίδα του περί το 1746 και δίδαξε στη Νέα Ακαδημία.